Χρυσή η νέα
Παρθενομάρτυς και αμίαντος νύμφη του επουρανίου Βασιλέως Χριστού του Θεού, ήτις
κατά την βουλγαρικήν διάλεκτον ελέγετο Σλάτω, ήτο από τα Μογλενά της
Μακεδονίας, εκ τινος χωρίου καλουμένου Σλάτενα, πτωχή μεν κατά το γένος, διότι
ήτο θυγάτηρ Χριστιανού τινος πένητος και ασήμου, έχοντος ομού με αυτήν
θυγατέρας τέσσαρας. Όσον όμως ήτο πτωχή κατά την περιουσίαν τόσον ήτο πλουσία
κατά τα προαιρετικά και φυσικά πλεονεκτήματα, προαιρετικά μεν κατά την εις Θεόν
θερμήν πίστιν και την παρθενίαν και σωφροσύνην, φυσικά δε κατά το κάλλος του
προσώπου και ωραιότητα, δια την οποίαν μάλιστα και ηξιώθη η μακαρία να τελειώση
με ένδοξον και γενναίον Μαρτύριον. Τούτο δε εγένετο ως εξής:
Τούρκος τις, βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν και πάγκαλον, ετρώθη εις την καρδίαν από σατανικόν έρωτα· όθεν παρετήρει να εύρη κατάλληλον καιρόν, δια να τελέση τον κακόν σκοπόν όπου εμελέτα. Εν μια δε των ημερών, όταν η Αγία εξήλθεν έξω με άλλας γυναίκας δια να συνάξη ξύλα, έμαθε τούτο ο Αγαρηνός εκείνος και της παρθενίας της Αγίας ο επίβουλος· όθεν παίρνει μετ’ αυτού και άλλους Τούρκους και μεταβάς εις τον τόπον όπου έκοπτον ξύλα, συλλαμβάνει την Αγίαν και απάγει αυτήν βιαίως εις τον οίκον του. Και πρώτον μεν αρχίζει να κολακεύη αυτήν με πολλάς υποσχέσεις, προσπαθών να διαστρέψη την γνώμην της και να την φέρη εις την θρησκείαν του, λέγων προς αυτήν, ότι, αν δεχθή να τουρκεύση, θα την λάβη γυναίκα νόμιμον. Συγχρόνως ήρχισε και να την φοβερίζη, ότι αν δεν καταπεισθή εις τους λόγους του, έχει να της δώση μεγάλας παιδείας. Η δε όντως Χρυσή εις την γνώμην και εις το όνομα, ταύτα έξαφνα μαθούσα και ακούσασα τελείως δεν εδειλίασεν, αλλά νοερώς επικαλεσαμένη το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς βοήθειάν της, με πολλήν γενναιότητα και παρρησίαν απεκρίθη· «Εγώ τον Χριστόν μου πιστεύω και προσκυνώ και Αυτόν μόνον γνωρίζω δια Νυμφίον μου, τον Οποίον δεν θέλω αρνηθή πώποτε, καν μυρία μου κάμετε βάσανα, καν και εις λεπτά τεμάχια το σώμα μου κατακόψετε». Ακούσαντες εκείνοι ταύτα και σκεπτόμενοι, ότι αυτοί δεν δύνανται μόνοι να την καταπείσουν, μετεχειρίσθησαν εις τούτο και άλλα μέσα· όθεν γινώσκοντες, ότι αι γυναίκες είναι φύσει πλέον επιτηδειότεραι από τους άνδρας εις το να απατώσι, και μάλιστα τας ομοίας αυτών γυναίκας, παρέδωκαν την Αγίαν εις τας γυναίκας των, παραγγείλαντες εις αυτάς να κάμουν κάθε τρόπον και μηχανήν δια να την καταπείσουν. Αύται δε παραλαβούσαι την Μάρτυρα, τι δεν έκαμαν και τι δεν εμηχανεύθησαν ή ποίας μαντείας αφήκαν, τας οποίας να μη ενεργήσουν κατά της παρθένου; Εξάμηνον σχεδόν ολόκληρον παρεκίνουν την ευλογημένην εις την θρησκείαν των, αλλ’ εις μάτην εκοπίασαν, επειδή και η μακαρία Χρυσή ήτο στερεωμένη εις την ασάλευτον πέτραν της πίστεως του Χριστού· έπειτα καλέσαντες τους ιδίους γονείς και τας αδελφάς της Μάρτυρος με απειλάς μεγάλας τους προσέταξαν να παρακινήσουν την θυγατέρα των να τουρκεύση, ει δ’ άλλως και εκείνην θα θανατώσουν και αυτούς θα παιδεύσουν και θα ζημιώσουν μεγάλως. Ελθόντες λοιπόν οι γονείς και αι αδελφαί πλησίον της Μάρτυρος (διότι ο φόβος ηνάγκαζε αυτούς να ποιήσουν τούτο και μη θέλοντες) είπον και έκαμον όλα εκείνα, όσα δύνανται να μαλακώσουν και την πλέον σκληράν και αδαμαντίνην ψυχήν, κλαίοντες, δακρυρροούντες και λέγοντες· «Θύγατερ γλυκυτάτη, σπλαγχνίσου τον εαυτόν σου και ημάς τους γονείς σου και τας αδελφάς σου, που κινδυνεύομεν άπαντες να αφανισθώμεν δια την αιτίαν την ιδικήν σου και αρνήσου τον Χριστόν κατά το φαινόμενον, δια να λυτρωθής και συ και ημείς· και ο Χριστός είναι εύσπλαγχνος και θα σου συγχωρήση την αμαρτίαν ταύτην δια την ανάγκην και την βίαν». Εδώ ας σκεφθή έκαστος πόσον σφοδρός και μεγάλος εστάθη ούτος ο πόλεμος τον οποίον εμηχανεύθη ο διάβολος να κινήση κατά της Μάρτυρος και εις ποίους ασθενείς λογισμούς και συμπάθειαν ηδύναντο να φέρουν την απαλήν παρθένον δάκρυα μητρός και πατρός και ομηλίκων αδελφών ποταμηδόν ενώπιόν της χεόμενα. Αλλά θαρσείτε, αγαπητοί, ενίκησεν η δύναμις του Χριστού και τούτον τον πόλεμον και την μεθοδείαν του διαβόλου· διότι η αρρενόφρων και μεγαλόψυχος Χρυσή, αναμμένη ούσα από το εγκάρδιον πυρ της προς τον Χριστόν αγάπης, δεν εκάμφθη τελείως προς συμπάθειαν, καθώς το απήτει η φύσις, από τους λόγους και τα δάκρυα των γονέων και αδελφών της, αλλ’ έγινεν υπεράνω σαρκός και αίματος και έξω από τους όρους και τους νόμους της φύσεως, στραφείσα δε λέγει προς τους γονείς και αδελφάς της ταύτα τα αξιοθαύμαστα και σοφώτατα λόγια. «Υμείς, που με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, δεν είσθε πλέον γονείς μου και αδελφαί μου ούτε εγώ θέλω να σας ηξεύρω ως τοιούτους εις το εξής· αλλ’ αντί δι’ υμάς, πατέρα μεν έχω τον Κύριον μου Ιησούν Χριστόν, μητέρα δε την Κυρίαν μου Θεοτόκον, αδελφούς δε και αδελφάς έχω τους Αγίους και τας Αγίας». Και με ταύτην την απόκρισιν τους απέβαλεν. Εύγε της μεγαλοψύχου ανδρείας! Εύγε της προς Θεόν αληθινής αγάπης! Εύγε της σοφής διανοίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις την Αγίαν ταύτην εκείνο όπου είπεν ο θείος Δαβίδ· «Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με» (Ψαλμ. κστ:10). Και εκείνο όπου είπεν ο Κύριος· «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν· ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής, και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής. Και εχθροί του ανθρώπου, οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι: 34-36). Βλέποντες οι αλλόπιστοι, και μάλιστα ο κακός εκείνος εραστής της παρθένου, ότι δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσουν ουδέν και να μεταστρέψουν την Αγίαν από την πίστιν του Χριστού ούτε με τα μέσα εκείνα και όργανα που εσκέφθησαν, άφησαν πλέον τας κολακείας και τους λόγους και ήρχισαν να παιδεύουν την Μάρτυρα. Και πρώτον μεν εις τρεις ολοκλήρους μήνας την ερράβδιζον κάθε ημέραν, έπειτα εκδάραντες αυτήν και πολλάς λωρίδας αφαιρούντες από το δέρμα της, τας αφήκαν κρεμασμένας έμπροσθέν της δια να δειλιάση βλέπουσα ταύτας. Το δε αίμα ποταμηδόν έτρεχεν από το παρθενικόν σώμα της Μάρτυρος και την παρακειμένην γην εκοκκίνιζεν. Είτα πυρώσαντες σούβλαν διεπέρασαν αυτήν εις τα ώτα της Μάρτυρος, από του ενός εις το έτερον, ώστε ο καπνός εξήρχετο από την ρίνα και το στόμα της. Η δε του Χριστού Μάρτυς τοιαύτα και τοσαύτα πάνδεινα βάσανα πάσχουσα, τα οποία δύνανται να κάμψουν και αυτούς τους πλέον μεγαλοψύχους άνδρας, υπέμεινε με πολλήν γενναιότητα δυναμουμένη από την δύναμιν του Σταυρού και τον του Χριστού εγκάρδιον έρωτα· διότι, ως λέγει ο Μεταφραστής Συμεών «Ψυχή δεσμοίς αλούσα του προς Θεόν έρωτος, ουδέν ηγείται το πάσχειν, αλλά τοις αλγεινοίς εντρυφά και θάλλει κακοπαθεία». Ακούσασα δε η Αγία, ότι εκεί πλησίον ευρίσκετο ο Προηγούμενος της εν τω Αγίω Όρει σεβασμίας Μονής του Σταυρονικήτα Ιερομόναχος Τιμόθεος, τον οποίον είχε πνευματικόν της πατέρα, όστις διηγήθη και το Μαρτύριον αυτής, ανήρ σεμνός ων και αξιόπιστος, του εμήνυσε δια τινος Χριστιανού να δέεται του Θεού, ίνα αξιώση αυτήν να τελειώση θεαρέστως τον δρόμον του Μαρτυρίου της. Τέλος πάντων οι ωμοί και σκληροκάρδιοι εκείνοι, ή μάλλον ειπείν και αυτών των θηρίων ωμότεροι, μη χορτάσαντες εις τόσα και τόσα βασανιστήρια που έκαμνον της Αγίας, αλλά θαυμάζοντες πως έμεινεν ακόμη ζωντανή και δεν ετελεύτα, ω και τι δεν κάμνει η κακία! Εθυμώθησαν τόσον και επεισμάτωσαν, ώστε μη υποφέροντες να νικηθούν αυτοί όλοι από εν κοράσιον, εκρέμασαν την του Χριστού αμνάδα εις μίαν αγριαπιδέαν και δραμόντες όλοι με τας μαχαίρας των κατέκοψαν μεληδόν όλον το ιερόν σώμα της παρθένου και ούτως η καλή Χρυσή, δοκιμασθείσα και λαμπρυνθείσα ως χρυσός εν τω χωνευτηρίω με τοσαύτα βάσανα, παρέδωκε την αγίαν αυτής ψυχήν εις χείρας του αθανάτου Νυμφίου της, διπλούν λαβούσα τον στέφανον της παρθενίας και της αθλήσεως και νυν συγχορεύει και συναγέλλεται εις τους ουρανίους θαλάμους μετά των φρονίμων και αθλοφόρων παρθένων παρισταμένη εκ δεξιών του Νυμφίου της Χριστού και μετά τούτου εις αιώνας αιώνων συμβασιλεύουσα. Τα δε αθλητικώτατα και παρθενικά της Μάρτυρος λείψανα επήραν κρυφίως τινές Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτά εντίμως και ευλαβώς. Ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Τούρκος τις, βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν και πάγκαλον, ετρώθη εις την καρδίαν από σατανικόν έρωτα· όθεν παρετήρει να εύρη κατάλληλον καιρόν, δια να τελέση τον κακόν σκοπόν όπου εμελέτα. Εν μια δε των ημερών, όταν η Αγία εξήλθεν έξω με άλλας γυναίκας δια να συνάξη ξύλα, έμαθε τούτο ο Αγαρηνός εκείνος και της παρθενίας της Αγίας ο επίβουλος· όθεν παίρνει μετ’ αυτού και άλλους Τούρκους και μεταβάς εις τον τόπον όπου έκοπτον ξύλα, συλλαμβάνει την Αγίαν και απάγει αυτήν βιαίως εις τον οίκον του. Και πρώτον μεν αρχίζει να κολακεύη αυτήν με πολλάς υποσχέσεις, προσπαθών να διαστρέψη την γνώμην της και να την φέρη εις την θρησκείαν του, λέγων προς αυτήν, ότι, αν δεχθή να τουρκεύση, θα την λάβη γυναίκα νόμιμον. Συγχρόνως ήρχισε και να την φοβερίζη, ότι αν δεν καταπεισθή εις τους λόγους του, έχει να της δώση μεγάλας παιδείας. Η δε όντως Χρυσή εις την γνώμην και εις το όνομα, ταύτα έξαφνα μαθούσα και ακούσασα τελείως δεν εδειλίασεν, αλλά νοερώς επικαλεσαμένη το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς βοήθειάν της, με πολλήν γενναιότητα και παρρησίαν απεκρίθη· «Εγώ τον Χριστόν μου πιστεύω και προσκυνώ και Αυτόν μόνον γνωρίζω δια Νυμφίον μου, τον Οποίον δεν θέλω αρνηθή πώποτε, καν μυρία μου κάμετε βάσανα, καν και εις λεπτά τεμάχια το σώμα μου κατακόψετε». Ακούσαντες εκείνοι ταύτα και σκεπτόμενοι, ότι αυτοί δεν δύνανται μόνοι να την καταπείσουν, μετεχειρίσθησαν εις τούτο και άλλα μέσα· όθεν γινώσκοντες, ότι αι γυναίκες είναι φύσει πλέον επιτηδειότεραι από τους άνδρας εις το να απατώσι, και μάλιστα τας ομοίας αυτών γυναίκας, παρέδωκαν την Αγίαν εις τας γυναίκας των, παραγγείλαντες εις αυτάς να κάμουν κάθε τρόπον και μηχανήν δια να την καταπείσουν. Αύται δε παραλαβούσαι την Μάρτυρα, τι δεν έκαμαν και τι δεν εμηχανεύθησαν ή ποίας μαντείας αφήκαν, τας οποίας να μη ενεργήσουν κατά της παρθένου; Εξάμηνον σχεδόν ολόκληρον παρεκίνουν την ευλογημένην εις την θρησκείαν των, αλλ’ εις μάτην εκοπίασαν, επειδή και η μακαρία Χρυσή ήτο στερεωμένη εις την ασάλευτον πέτραν της πίστεως του Χριστού· έπειτα καλέσαντες τους ιδίους γονείς και τας αδελφάς της Μάρτυρος με απειλάς μεγάλας τους προσέταξαν να παρακινήσουν την θυγατέρα των να τουρκεύση, ει δ’ άλλως και εκείνην θα θανατώσουν και αυτούς θα παιδεύσουν και θα ζημιώσουν μεγάλως. Ελθόντες λοιπόν οι γονείς και αι αδελφαί πλησίον της Μάρτυρος (διότι ο φόβος ηνάγκαζε αυτούς να ποιήσουν τούτο και μη θέλοντες) είπον και έκαμον όλα εκείνα, όσα δύνανται να μαλακώσουν και την πλέον σκληράν και αδαμαντίνην ψυχήν, κλαίοντες, δακρυρροούντες και λέγοντες· «Θύγατερ γλυκυτάτη, σπλαγχνίσου τον εαυτόν σου και ημάς τους γονείς σου και τας αδελφάς σου, που κινδυνεύομεν άπαντες να αφανισθώμεν δια την αιτίαν την ιδικήν σου και αρνήσου τον Χριστόν κατά το φαινόμενον, δια να λυτρωθής και συ και ημείς· και ο Χριστός είναι εύσπλαγχνος και θα σου συγχωρήση την αμαρτίαν ταύτην δια την ανάγκην και την βίαν». Εδώ ας σκεφθή έκαστος πόσον σφοδρός και μεγάλος εστάθη ούτος ο πόλεμος τον οποίον εμηχανεύθη ο διάβολος να κινήση κατά της Μάρτυρος και εις ποίους ασθενείς λογισμούς και συμπάθειαν ηδύναντο να φέρουν την απαλήν παρθένον δάκρυα μητρός και πατρός και ομηλίκων αδελφών ποταμηδόν ενώπιόν της χεόμενα. Αλλά θαρσείτε, αγαπητοί, ενίκησεν η δύναμις του Χριστού και τούτον τον πόλεμον και την μεθοδείαν του διαβόλου· διότι η αρρενόφρων και μεγαλόψυχος Χρυσή, αναμμένη ούσα από το εγκάρδιον πυρ της προς τον Χριστόν αγάπης, δεν εκάμφθη τελείως προς συμπάθειαν, καθώς το απήτει η φύσις, από τους λόγους και τα δάκρυα των γονέων και αδελφών της, αλλ’ έγινεν υπεράνω σαρκός και αίματος και έξω από τους όρους και τους νόμους της φύσεως, στραφείσα δε λέγει προς τους γονείς και αδελφάς της ταύτα τα αξιοθαύμαστα και σοφώτατα λόγια. «Υμείς, που με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, δεν είσθε πλέον γονείς μου και αδελφαί μου ούτε εγώ θέλω να σας ηξεύρω ως τοιούτους εις το εξής· αλλ’ αντί δι’ υμάς, πατέρα μεν έχω τον Κύριον μου Ιησούν Χριστόν, μητέρα δε την Κυρίαν μου Θεοτόκον, αδελφούς δε και αδελφάς έχω τους Αγίους και τας Αγίας». Και με ταύτην την απόκρισιν τους απέβαλεν. Εύγε της μεγαλοψύχου ανδρείας! Εύγε της προς Θεόν αληθινής αγάπης! Εύγε της σοφής διανοίας, της ούσης ουρανίων επαίνων αξίας! Κατά αλήθειαν, αδελφοί, επληρώθη εις την Αγίαν ταύτην εκείνο όπου είπεν ο θείος Δαβίδ· «Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με» (Ψαλμ. κστ:10). Και εκείνο όπου είπεν ο Κύριος· «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν· ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού, και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής, και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής. Και εχθροί του ανθρώπου, οι οικιακοί αυτού» (Ματθ. ι: 34-36). Βλέποντες οι αλλόπιστοι, και μάλιστα ο κακός εκείνος εραστής της παρθένου, ότι δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσουν ουδέν και να μεταστρέψουν την Αγίαν από την πίστιν του Χριστού ούτε με τα μέσα εκείνα και όργανα που εσκέφθησαν, άφησαν πλέον τας κολακείας και τους λόγους και ήρχισαν να παιδεύουν την Μάρτυρα. Και πρώτον μεν εις τρεις ολοκλήρους μήνας την ερράβδιζον κάθε ημέραν, έπειτα εκδάραντες αυτήν και πολλάς λωρίδας αφαιρούντες από το δέρμα της, τας αφήκαν κρεμασμένας έμπροσθέν της δια να δειλιάση βλέπουσα ταύτας. Το δε αίμα ποταμηδόν έτρεχεν από το παρθενικόν σώμα της Μάρτυρος και την παρακειμένην γην εκοκκίνιζεν. Είτα πυρώσαντες σούβλαν διεπέρασαν αυτήν εις τα ώτα της Μάρτυρος, από του ενός εις το έτερον, ώστε ο καπνός εξήρχετο από την ρίνα και το στόμα της. Η δε του Χριστού Μάρτυς τοιαύτα και τοσαύτα πάνδεινα βάσανα πάσχουσα, τα οποία δύνανται να κάμψουν και αυτούς τους πλέον μεγαλοψύχους άνδρας, υπέμεινε με πολλήν γενναιότητα δυναμουμένη από την δύναμιν του Σταυρού και τον του Χριστού εγκάρδιον έρωτα· διότι, ως λέγει ο Μεταφραστής Συμεών «Ψυχή δεσμοίς αλούσα του προς Θεόν έρωτος, ουδέν ηγείται το πάσχειν, αλλά τοις αλγεινοίς εντρυφά και θάλλει κακοπαθεία». Ακούσασα δε η Αγία, ότι εκεί πλησίον ευρίσκετο ο Προηγούμενος της εν τω Αγίω Όρει σεβασμίας Μονής του Σταυρονικήτα Ιερομόναχος Τιμόθεος, τον οποίον είχε πνευματικόν της πατέρα, όστις διηγήθη και το Μαρτύριον αυτής, ανήρ σεμνός ων και αξιόπιστος, του εμήνυσε δια τινος Χριστιανού να δέεται του Θεού, ίνα αξιώση αυτήν να τελειώση θεαρέστως τον δρόμον του Μαρτυρίου της. Τέλος πάντων οι ωμοί και σκληροκάρδιοι εκείνοι, ή μάλλον ειπείν και αυτών των θηρίων ωμότεροι, μη χορτάσαντες εις τόσα και τόσα βασανιστήρια που έκαμνον της Αγίας, αλλά θαυμάζοντες πως έμεινεν ακόμη ζωντανή και δεν ετελεύτα, ω και τι δεν κάμνει η κακία! Εθυμώθησαν τόσον και επεισμάτωσαν, ώστε μη υποφέροντες να νικηθούν αυτοί όλοι από εν κοράσιον, εκρέμασαν την του Χριστού αμνάδα εις μίαν αγριαπιδέαν και δραμόντες όλοι με τας μαχαίρας των κατέκοψαν μεληδόν όλον το ιερόν σώμα της παρθένου και ούτως η καλή Χρυσή, δοκιμασθείσα και λαμπρυνθείσα ως χρυσός εν τω χωνευτηρίω με τοσαύτα βάσανα, παρέδωκε την αγίαν αυτής ψυχήν εις χείρας του αθανάτου Νυμφίου της, διπλούν λαβούσα τον στέφανον της παρθενίας και της αθλήσεως και νυν συγχορεύει και συναγέλλεται εις τους ουρανίους θαλάμους μετά των φρονίμων και αθλοφόρων παρθένων παρισταμένη εκ δεξιών του Νυμφίου της Χριστού και μετά τούτου εις αιώνας αιώνων συμβασιλεύουσα. Τα δε αθλητικώτατα και παρθενικά της Μάρτυρος λείψανα επήραν κρυφίως τινές Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτά εντίμως και ευλαβώς. Ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου