Κυριακή,
16 Σεπτεμβρίου 2018
Τη ΙΣΤ΄ (16η) του αυτού μηνός Σεπτεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ.
Ευφημία η πανεύφημος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήκμαζε κατά τους χρόνους
του αυτοκράτορος των Ρωμαίων Διοκλητιανού βασιλεύσαντος κατά τα έτησπδ΄ - τε΄
(284 – 305), είναι δε αύτη, ήτις θαυμασίως εκράτυνε τον όρον της εν Χαλκηδόνι
συνελθούσης Αγίας Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, ρμη΄ (148) έτη περίπου από του
μαρτυρίου αυτής ήτοι εν έτει υνα΄ (451). Αύτη ήτο από την Χαλκηδόνα και ο μεν
πατήρ της ωνομάζετο Φιλόφρων και ήτο περιφανής και πλούσιος, συγκλητικός το
αξίωμα, η δε μήτηρ της εκαλείτο Θεοδοσιανή, ήτο δε γυνή ευσεβής και
συμπαθεστάτη εις τους πτωχούς. Από τοιαύτην όθεν ρίζαν αγαθήν εκβλαστήσασα η
καλλίνικος Ευφημία δεν ήργησε να καταστή ονομαστή και πανεύφημος δια την προς
Χριστόν πίστιν και ευσέβειαν.
Κατά την εποχήν εκείνην, ως είπομεν, εβασίλευε
των Ρωμαίων ο Διοκλητιανός, όστις εκίνησε μέγαν διωγμόν εναντίον των
Χριστιανών, ηγεμόνευε δε εις τα μέρη της Ανατολής ο Πρίσκος, έχων συγκάθεδρόν
του φιλόσοφόν τινα Απελλιανόν, ο οποίος ήτο και ιερεύς του ψευδωνύμου θεού
Άρεως. Όταν λοιπόν έφθασεν η εορτή του θεού των, εστάλησαν πανταχού γράμματα,
προσταγαί και κήρυκες εις όλην την επαρχίαν Χαλκηδόνος, προσκαλούντες όλους
τους ανθρώπους εις την εορτήν του Άρεως· όσοι δε εναντιωθούν και δεν έλθουν εις
την Χαλκηδόνα, όπου ήτο η εορτή και ο ναός του Άρεως, να φονεύωνται με πικράς
βασάνους. Τότε λοιπόν όσοι ήσαν Χριστιανοί και ευσεβείς συνηθροίζοντο επί το
αυτό και απετέλουν ομάδας και συντροφίας, εκ των οποίων άλλοι μεν εκλείοντο εις
οικίας, άλλοι δε κατέφευγον εις τας ερημίας, εις προσευχάς και δεήσεις
σχολάζοντες και τον αληθινόν Θεόν λατρεύοντες. Ενός τοιούτου τάγματος
Χριστιανών και μιας τοιαύτης ομάδος και συντροφίας ήτο πρώτη και οδηγός η
ένδοξος Ευφημία· αφού δε συνηθροίσθη η εορτή, ο Απελλιανός παρεκίνησε τον
ηγεμόνα να συλλάβη πολλά πλήθη των Χριστιανών, μεταξύ των οποίων και την
καλλιπάρθενον Ευφημίαν με τους συντρόφους της, η οποία και κατά το κάλλος του
σώματος και της αρετής, και δια το άνθος της ηλικίας και του γένους την
ευγένειαν έλαμπεν εν μέσω των άλλων ως λαμπρός και περιφανής αστήρ· ήτο δε η
συντροφία της όλη τεσσαράκοντα εννέα. Αχθέντων όθεν τούτων έμπροσθεν του
ηγεμόνος, ήρχισεν ο ηγεμών να τους ομιλή πραέως λέγων εις αυτούς· «Εγώ βλέπων
την πολλήν σας σύνεσιν, ελπίζω ότι θέλετε θυσιάσει εις τον μεγάλον Άρην, και
δεν θέλετε προτιμήσει αντί δόξης και τιμής και ζωής, πικρόν και πολυώδυνον
θάνατον». Προς ταύτα οι Άγιοι είπον με θάρρος μεγάλον και ανδρείαν· «Μη χάνης
τα λόγια σου, ω ηγεμών· διότι ημείς το έχομεν δια μεγάλην εντροπήν, όντες
λογικοί, να προσκυνούμεν αναισθήτους και ανοήτους θεούς, και να αφήσωμεν τον
αληθή Θεόν, με του οποίου μόνον τον λόγον έγινεν ο ουρανός και η γη και πάντα
τα εν αυτοίς· δι δε τας βασάνους, με τας οποίας μας φοβερίζεις, γίνωσκε πως
φοβούμεθα μήπως και είναι ελαφραί, και δεν είναι αρκεταί δια τέλειον μαρτύριον·
λοιπόν δοκίμασον, και τότε θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού μας». Ταύτα ακούσας
ο τύραννος ήναψεν από τον θυμόν, και επρόσταξε να δέρουν κάθε ημέραν τους
Μάρτυρας, έως είκοσιν ημέρας, και να τους φυλακίσουν· οι δε Άγιοι έχαιρον διότι
ελάμβανον πληγάς επάνω εις άλλας πληγάς, και πόνους επάνω εις άλλους πόνους.
Ότε λοιπόν έφθασεν η εικοστή ημέρα, τους έφερε πάλιν ο τύραννος έμπροσθέν του·
η δε καλλίνικος Ευφημία έλαμπεν αναμέσον των άλλων, ωσάν λαμπρά σελήνη εν μέσω
λαμπρών αστέρων· είπε δε εις αυτούς ο τύραννος· «Ω άνθρωποι, τώρα οπού είδατε
και με το έργον τα προοίμια της δυστυχίας σας, πεισθήτε και θυσιάσατε». Τότε ο
γενναίος χορός εκείνος, ομού με την Ευφημίαν, είπον· «Μη πλανάσαι, ω δικαστά,
διότι ημείς αδύνατον είναι να σε ακούσωμεν και να θυσιάσωμεν εις τα αναίσθητα
είδωλα». Όθεν θυμωθείς πάλιν ο ηγεμών επρόσταξε και τους έδειραν τόσον, ώστε οι
υπηρέται από τον πολύν κόπον έπεσον εις την γην ως ημιθανείς. Ο δε Θεός εδόξασε
τους δούλους του και έλαμπον τα πρόσωπά των θαυμασίως· αλλά τους μεν άλλους
Αγίους επρόσταξεν ο κριτής και τους εφυλάκισαν, δια να τους αποστείλη εις τον
Διοκλητιανόν, διότι ούτω τον εσυμβούλευσεν ο Απελλιανός· την δε Αγίαν εκάλεσε
πλησίον του, και πολλά υποσχόμενος την παρεκίνει, θαρρών να την πλανήση· η δε
Αγία του είπεν· «Η δύναμις του Χριστού μου είναι άμαχος, και μη θαρρής, διότι
με βλέπεις γυναίκα, να με νικήσης». Τότε ο τύραννος παροργισθείς επρόσταξε και
την εγύριζον εις τους τροχούς με πολλήν βίαν. Συνετρίβοντο όθεν τα μέλη της
Μάρτυρος και εχωρίζοντο από τας αρμονίας των, αλλ’ ο νους και η αγάπη αυτής δεν
απεμακρύνοντο από τον Χριστόν· υψώσασα δε το όμμα εις τους ουρανούς έλεγε·
«Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, η πηγή της ζωής, ο σώζων τους εις Σε ελπίζοντας·
βοήθησόν μοι και τώρα, και ας γνωρισθή εις όλους ότι συ είσαι Θεός μόνος, και
ότι δεν θέλει πλησιάσει κανένα κακόν, ουδέ μάστιξ εν τω σκηνώματι των
προστρεχόντων εις Σε». Ούτως η Μάρτυς προσηύξατο, ο δε Θεός ετελείωσε την
προσευχήν της· διότι ευθύς, ελθούσα ουρανία δύναμις, εις μίαν στιγμήν, την
έλυσεν από την τροχόν, και ιάτρευσε το σώμα της τόσον, ώστε δεν εφαίνετο μήτε
μικρόν σημείον των πληγών· φοβηθέντες όθεν οι υπηρέται της ανομίας απέμειναν
ανενέργητοι. Η δε Μάρτυς, εξελθούσα από τους τροχούς, περιεπάτει υγιής και
αβλαβής και λαμπροτέρα κατά την όψιν. Αλλά καθώς ο αράπης δεν ασπρίζει, ουδέ ο
καρκίνος μανθάνει να περιπατή ευθέως, ούτω λοιπόν και ο μιαρός Πρίσκος, και τοιούτον
παράδοξον θαύμα βλέπων, ων τυφλότερος από τους θεούς του, όχι μόνον δεν ηννόησε
την αλήθειαν, αλλά και εφοβέριζε να κατακαύση ζωντανήν την Αγίαν. Η δε
καλλίνικος του Χριστού Μάρτυς μηδαμώς φοβηθείσα απεκρίνατο· «Εγώ, ω τύραννε,
τούτο το πρόσκαιρον και ολιγοχρόνιον πυρ δεν φοβούμαι, αλλά τρέμω εκείνο το
αιώνιον οπού μέλλει να καίη ακαταπαύστως εκείνους, οίτινες αρνούνται τον
Χριστόν». Όθεν ο τύραννος επρόσταξε και ήναψαν κάμινον, ανέβαινε δε η φλοξ
αυτής τεσσαράκοντα πέντε πήχεις υπεράνω της καμίνου· μέλλοντες δε να ρίψουν
εντός ταύτης την γίαν, οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ήλθον εις
τον Πρίσκον λέγοντες· «Ημείς μεν, καθώς μόνος σου βλέπεις, είμεθα πρόθυμοι εις
τας διαταγάς σου· ήδη όμως δεν δυνάμεθα να εγγίσωμεν εις το σώμα της παρθένου·
διότι βλέπομεν άνδρας φοβερούς κατά την όψιν, οίτινες ιστάμενοι παρά το πλευρόν
της μας απειλούν, είναι δε έτοιμοι να σκορπίσουν το πυρ και να φυλάξουν αυτήν»·
ως δε ήκουσε ταύτα ο Πρίσκος διέταξε και τους εφυλάκισαν, επειδή έγιναν
Χριστιανοί. Ενόσω δε ταύτα εγίνοντο, προσηύξατο ταύτα η Αγία λέγουσα· «Ο Θεός ο
εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, ο τους εν Βαβυλώνι τρεις Παίδας δια
τον σον νόμον εκδοθέντας πυρί, δια Αγίου Αγγέλου σου κακών απαθείς συντηρήσας
και δρόσον αυτοίς άνωθεν επιπέμψας, αυτός και νυν τη ση δούλη παράστηθί μοι
βοηθός, αγωνιζομένη υπέρ της Σης δόξης, Χριστέ». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης
έπεμψεν ο ηγεμών δύο κακούς του υπηρέτας, Καίσαρα και Βάριον καλουμένους, δια
να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον· ούτοι δε ελθόντες, δεν είδον την όψιν των
θείων Αγγέλων, επειδή ήσαν κακοπροαίρετοι, και δεν έμελλε να πιστεύσουν εις τον
Χριστόν. Ερρίφθη όθεν εις την κάμινον η Αγία· η δε φλοξ αναβράσασα περιεχύθη
πέριξ της καμίνου, καθώς και εις την Βαβυλώνα το πρότερον εγένετο, και ετιμώρησεν
εκείνους οίτινες έρριψαν την Αγίαν· η δε καλλίνικος και αθληφόρος, ως εις
δροσερούς και απαλούς τόπους ευρισκομένη, προσηύχετο· αφού δε εμαράνθη η φλοξ
και οι υπηρέται διεσκορπίσθησαν από την θεϊκήν τιμωρίαν, εξήλθε η Αγία της
καμίνου αβλαβής και ούτε τα ενδύματά της δεν ήγγισε το πυρ. Αλλά την μεν Αγίαν
και αύθις εφυλάκισεν ο ηγεμών, την δε ερχομένην ημέραν έφερε τον Βίκτωρα και
τον Σωσθένην και τους επρόσταξε να θυσιάσουν εις τα είδωλα. Εκείνοι δε οι
μακάριοι είπον· «Ημείς, ω ανθύπατε, όντες δεδουλωμένοι πρότερον από μεγάλην
πλάνην, καθώς είσαι και συ ακόμη, ηξιώθημεν τώρα από θείαν νεύσιν και αγαθότητα
και εκαταλάβαμεν την αλήθειαν δια μέσου ταύτης της παρθένου· γίνωσκε λοιπόν,
ότι δεν θύομεν εις αψύχους θεούς· μη γένοιτο να γίνωμεν τόσον ανόητοι, να υπακούσωμεν
εις τα προστάγματά σου». Ταύτα των Μαρτύρων ειπόντων διέταξεν ευθύς ο τύραννος
να τους παραδώσουν εις τα θηρία· οι δε Μάρτυρες μεγάλως εχάρησαν και
προσηυχήθησαν εις τον Θεόν λέγοντες· «Δος, Κύριε, δια μέσου των οδόντων των
θηρίων τούτων να συντρίψωμεν τας σιαγόνας του νοητού και ασάρκου θηρίου».
Ήκουσαν δε φωνήν ουρανόθεν λέγουσαν, ότι εισηκούσθη η δέησίς των. Ευθύς δε ως
αφέθησαν τα θηρία κατεπάνω αυτών, δαγκάνοντα αυτούς, έπιον μόνον το αίμα, τα δε
σώματα αυτών εσεβάσθησαν και δεν τα έφαγον, ουδέ τα ήγγισαν παντελώς, διότι
ημπόδιζε και αυτά η δεινή εκείνη χάρις, ήτις εχαλίνωσε τα στόματα των λεόντων
εις τον καιρόν του Προφήτου Δανιήλ· και ούτω λοιπόν ούτοι οι αθλοφόροι σύντομον
έλαβον το υπέρ Χριστού Μαρτύριον, τα δε ιερά αυτών σώματα, λαβόντες τινές
πιστοί, τα ενεταφίασαν με ψαλμούς και ύμνους. Την ερχομένην ημέραν έφερε πάλιν
την Αγίαν ο ηγεμών από την φυλακήν· ερχομένη δε η Μάρτυς εις τον δρόμον έλεγεν·
«Εν τη οδώ των Μαρτυρίων σου ετέρφθην ως επί παντί πλούτω· εν τοις δικαιώμασί
σου αδολεσχήσω, ουκ επιλήσομαι του νόμου σου» και όσα ακόλουθα· ο δε τύραννος
της είπεν· «Έως πότε θα ταλαιπωρής τον εαυτόν σου, θα λυπής τους θεούς και θα
οργίζης και τον βασιλέα; Καλόν είναι να θυσιάσης εις τους θεούς». Η δε Αγία
είπε· «Και ποίον άλλο είναι φρονιμώτερον, ω ηγεμών, από του να μη πείθεταί τις
εις λίθους αψύχους, και να μη πιστεύη θεούς κωφούς και αναισθήτους; Καθώς
τουναντίον ποίον άλλο ανοητότερον είναι από του να πείθεται εις αυτά»;
Οργισθείς όθεν προς ταύτα ο τύραννος επρόσταξε και εγύριζον οξείς λίθους και
σίδηρα αιχμηρ΄άνω και κάτω συχνά και ούτω κατεκόπτετο και κατεξεσχίζετο το σώμα
της Μάρτυρος· αλλ’ οι μεν δήμιοι απέκαμον, οι λθοι από την βίαν συνετρίβησαν, η
δε Μάρτυς και πάλιν εφαίνετο απαθής και αβλαβής. Ο δε Πρίσκος πάλιν οργιζόμενος
επρόσταξε και κατεσκεύασαν εις την μέσην του σταδίου δεξαμενήν μεγάλην, την
οποίαν επλήρωσαν ύδατος και έβαλον εντός αυτής από όλα τα σαρκοβόλα θηρία της
θαλάσσης, κατόπιν επρόσταξε να ρίψουν εντός την Αγίαν· η δε Αγία, ως το
ήκουσεν, ήλθε μόνη της και ωνείδιζε τον τύραννον λέγουσα· «Διατί κοπιάζεις
ανωφελώς εναντίον των δούλων του Χριστού, και φαίνεσαι κακός και ανόητος»; Είτα
υψώσασα τας χείρας προς τον ουρανόν συν δάκρυσιν έλεγεν· «Ιησού, το φως μου, το
εμόν καύχημα, η εμή ζωή, ο της εμής ασθενείας βοηθός, Συ όστις έκαμες την
κοιλίαν του θηρίου καλόν θάλαμον εις τον Ιωνάν και έφραξας στόματα λεόντων δια
τον Δανιήλ, Αυτός και νυν με διάσωσον, Δέσποτα, δια να δοξασθούν οι
προσκυνούντες Σε και να αισχυνθούν οι εναντίοι Σου». Ούτω προσευξαμένη η Αγία
και ποιούσα τον σταυρόν της, εισήλθεν ανδρείως εις το ύδωρ· τα δε θηρία ώρμησαν
μεν, αλλ’ ευθύς ως επλησίασαν εις το μαρτυρικόν σώμα, ελησμόνησαν την τροφήν,
και εβαστούσαν την Αγίαν επάνω αυτών ως να εφοβούντο μήπως πάθη κακόν τι εις τα
ύδατα η Αγία. Βλέπων ταύτα τα παράδοξα ο Πρίσκος ηπόρει μεν και εθαύμαζεν, αλλά
να καταλάβη το φως της αληθείας δεν ηδύνατο· έλεγε δε προς τον Απελλιανόν· «Πως
από μίαν γυναίκα ενικήθησαν και πυρ και πληγαί και τροχοί και θηρία»; Ο δε
μιαρός και τυφλός προς το φως Απελλιανός είπε· «Όλα αυτά τα κάμνει η Μάρτυς δια
μαγείας». Ο δε ανθύπατος πάλιν είπε με περισσοτέραν στόχασιν· «Αλλά διατί οι
θεοί, οίτινες μισούν τα πονηρά έργα, δεν την παιδεύουν»; Έπειτα ητοίμασαν άλλον
λάκκον εστρωμένον με μικρά σουβλία και επάνωθεν σκεπασμένον με ολίγον χώμα.
Αλλ’ η Αγία διήλθεν αβλαβής· έτεροι δε επιχειρήσαντες να διέλθωσιν, παρεμέρισεν
το ολίγον χώμα, το οποίον ήτο ερριμμένον άνωθεν, και πίπτοντες εκείνοι εις τα
κοπτερά και αιχμηρά αυτά όργανα παρευθύς εθανατώθησαν. Η δε Αγία ευχαριστούσα
τον Σωτήρα της Θεόν, έλεγε· «Τις λαλήσει τας δυναστείας σου, και ακουστάς
ποιήσει τας αινέσεις σου, Κύριε; Διότι εφύλαξας αβλαβή την δούλην σου από
πληγάς και μάστιγας, από πυρ και θηρία, από ύδωρ και τροχούς και λάκκον. Και
ήδη, Δέσποτα πολυέλεε, ρύσαι την ψυχήν μου εκ χειρός τού εξ αρχής πολεμίου της
ανθρωπίνης φύσεως· αμαρτίας νεότητός μου και αγνωσίας μου μη ενθυμηθής, αλλά
κάθαρον πάντα μολυσμόν σαρκός και πνεύματος με σταγόνας των αιμάτων μου,
αίτινες δια Σε εχύθησαν· διότι Συ είσαι η κάθαρσις, ο αγιασμός και φωτισμός των
δούλων Σου». Και η μεν Αγία ταύτα ηύξατο και της ευχής δεν απέτυχεν· ο δε
Πρίσκος επενόησεν άλλον λάκκον και απώλειαν ψυχικήν, και όχι σωματικήν, διότι
εκάλεσε την Αγίαν και της είπε με προσποιητήν ημερότητα· «Συ μεν ως γυνή
επλανήθης, αλλ’ ούτε ημείς δεν έπρεπε να δείξωμεν τόσον θυμόν εναντίον σου, δια
τον οποίον συμπάθησόν μας, και θυσίασον εις τον μεγάλον θεόν Άρην· και τόσον
άμετρον πλούτον και δόξαν θα λάβης, ώστε θα λησμονήσης όλας σου τας προτέρας
θλίψεις, και θα ζήσης ευτυχέστατα, καθώς και σου πρέπει, επειδή και είσαι
ωραιοτάτη παρθένος και από ευγενέστατον γένος». Αλλ’ η πανεύφημος Ευφημία είπε
προς αυτόν· «Ω ψυχή κακότεχνε, δόλου γέμουσα και πικρίας, ω δαιμονία γνώμη, δεν
παύεις από τας φλυαρίας σου και κακουργίας σου; Εγώ να θυσιάσω εις δαίμονας και
είδωλα, έπειτα από τας τόσας βοηθείας και ευεργεσίας τας οποίας κατηξιώθην από
τον Δεσπότην μου και αφού πλέον εφανερώθη η αλήθεια με τόσα έργα, με τα οποία
κατήσχυνα την υπερηφάνειάν σας, και απέδειξα την αδυναμίαν των θεών σας; Δια
τούτο άφες, ταλαίπωρε, την υπόκρισιν, και κάμε όσα σε ερμηνεύει ο διδάσκαλός
σου ο διάβολος». Τότε ο Πρίσκος εθυμώθη πάλιν· όθεν επρόσταξε και την έδερον με
ραβδία ασπλάγχνως, έφερε δε και πρίονας κοπτερούς, κάτωθεν δε έθεσαν πυρ και
έβαλαν τηγάνια σιδηρά, δια να λυώνουν τας σάρκας τας οποίας ήθελον πριονίσει,
και ούτω να γίνουν στάκτη. Ευθύς όμως ως ήγγισν οι πρίονες το σώμα της
Μάρτυρος, εστράβωσαν οι οδόντες αυτών, και έμειναν ανενέργητοι, το δε πυρ
εσβέσθη, και η Μάρτυς αβλαβής εφυλάχθη, ο Πρίσκος όμως και πάλιν τυφλός
έμεινεν, επειδή και το φως είναι εις όλους επιθυμητόν, αλλά εις τους ασθενείς
οφθαλμούς είναι μισητόν και πολέμιον· ούτως είναι και εις τας κακοπροαιρέτους
ψυχάς το θεϊκόν φως και η αρετή. Όθεν έφερε πάλιν εις το στάδιον την Αγίαν, και
επρόσταξεν αυτήν να πολεμήση με τα θηρία· η δε ελυπείτο πως δεν ανεχώρει το
συντομώτερον προς τον ποθούμενόν της Νυμφίον Χριστόν, εις την αληθινήν ζωήν και
ευφροσύνην· διο και προσηύξατο λέγουσα· «Δέσποτα και Κύριε πάσης αρχής, έδειξας
εις εμέ την ανίκητόν σου δύναμιν, ήλεγξας την ασθένειαν των δαιμόνων, την
αγνωσίαν των τυράννων, με έκαμες δυνατωτέραν των πληγών και βασάνων· λοιπόν,
καθώς εδέχθης τας σφαγάς και τα αίματα των προ εμού Μαρτύρων, πρόσδεξαι και την
εμήν θυσίαν και σφαγήν εν ψυχή συντετριμμένη και πνεύματι ταπεινώσεως
προσφερομένην σοι, και προσλαβών την εμήν ψυχήν, ανάπαυσον εν σκηναίς Αγίων και
Μαρτύρων χοροίς, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ούτω
προσευχομένης της Αγίας, άφησαν κατεπάνω αυτής τέσσαρας λέοντας και τρεις
άρκτους, όλα δε αυτά πλησιάσαντα εφιλούσαν με πολλήν ευλάβειαν ανθρωπίνως τους
πόδας της Αγίας· μία δε από τας άρκτους εκείνας, δαγκάνουσα εν μέρος από το
σώμα της Αγίας, πληγήν μεν ή σημείον κανένα δεν έκαμεν, έγινεν όμως αφορμή να
απέλθη η Μάρτυς προς τον ποθούμενόν της Θεόν, έχοντος τότε του Σεπτεμβρίου
μηνός δέκα και εξ, έτος δε κατά την επικρατεστέραν γνώμην ήτο το τγ΄ (303)·
φωνή δε ηκούσθη ουρανόθεν καλούσα την Αγίαν Ευφημίαν εις τας θείας αυλάς,
λέγουσα· «Άνελθε προς τον στεφανοδότην η τον καλόν αγώνα αγωνισαμένη, και τον
δρόμον ήδη τελέσασα, δια να λάβης τους μισθούς και τα χαρίσματα των πόνων σου».
Ομού δε με την φωνήν σεισμός μέγας εγένετο, και εσάλευσε την πόλιν ως φύλλα των
δένδρων· όλοι δε οι κατοικούντες φοβηθέντες έφευγον όπου ηδύνατο έκαστος.
Ευρόντες όθεν οι γεννήτορες της Αγίας ευκαιρίαν κατάλληλον έλαβον το μαρτυρικόν
και πολύτιμον εκείνο σώμα, και το έθαψαν με τας ιδίας των χείρας εις ένα τόπον
πλησίον της Χαλκηδόνος, εντίμως και ευλαβώς, όχι κλαίοντες, αλλά χαίροντες και
ευφραινόμενοι, επειδή ηξιώθησαν να ονομασθούν γονείς τοιαύτης παιδός, και να
προσφέρουν εις τον Θεόν καρπόν ευλογίας ιερώτερον και αγιώτερον από πάσαν άλλην
προσφοράν και δώρον. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου