Η ιδεολογική και η κοινωνική πάλη έχουν μεταφερθεί στην «αρένα» της σύγκρουσης εθνικισμού και διεθνισμού
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Μετά τις προεκλογικές υποσχέσεις επιδοματικής πολιτικής, μείωσης φορολογίας, «οικονομικής ανάπτυξης και προόδου» στη Διεθνή Eκθεση Θεσσαλονίκης, ευρωβουλευτής της Ν.Δ. δήλωσε ότι «για να χαρακτηριστεί κάποιος ακροδεξιός θα πρέπει να μάχεται τη δημοκρατία, να αντιστρατεύεται τον κοινοβουλευτισμό και να είναι εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις του αρχηγού του ίδιου κόμματος, στις οποίες αναφέρθηκε ότι «οι ακραίοι εθνικιστές δεν είναι πατριώτες».
Καταρχάς, τους ευρωπαϊκούς λαούς δεν τους εξαθλίωσε ο εθνικισμός, αλλά η σοσιαλδημοκρατία και οι πρακτικές της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, που αντιμετωπίζουν τον πολίτη με τη λογική της μηχανής, η οποία οφείλει να παράγει έργο για να αυξάνεται ο πλούτος των ελίτ. Το μεταναστευτικό τσουνάμι και η καθολική φτωχοποίηση ανέδειξαν τη μέχρι σήμερα επιχειρούμενη ταύτιση του εθνικισμού με τις φασιστικές πρακτικές στον συλλογικό νου, με αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων, πολιτικά ορθών αφοριστικών λέξεων γενικής χρήσης από τους υπερασπιστές της παγκοσμιοποίησης, όπως «λαϊκισμός», «ακροδεξιά» και «εθνικισμός».
Στη νεωτερική εποχή η σκόπιμη σύγχυση των εννοιών που αντιπροσωπεύουν οι λέξεις, καθώς και η απαξίωση της σημειολογίας και της βαρύτητάς τους αποσκοπούν στη «συγκάλυψη» των γεγονότων. Επί παραδείγματι, η χρήση της πολιτικής ορολογίας «Αριστερά» ή «Δεξιά» αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό, επειδή οι έννοιες που αντιπροσωπεύουν έχουν απαξιωθεί από την πραγματικότητα. Οι κατά δήλωση «δεξιοί πατριώτες» συγκυβερνούν με τους «αριστερούς διεθνιστές» και όλοι μαζί αμιλλώνται στη βελτιστοποίηση της κατανομής των υπολειμμάτων της χώρας στα ξένα αρπακτικά.
Επιπλέον, οι δεύτεροι, από αυτόκλητοι προστάτες της εργατικής τάξης, των αδυνάτων και των συνταξιούχων, έχουν μετατραπεί σε διώκτες των. Η ιδεολογική και η κοινωνική πάλη σήμερα έχουν μεταφερθεί στην αρένα της σύγκρουσης μεταξύ του «εθνικισμού», που επιχειρεί να αναστήσει τις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, και του «διεθνισμού», που αγωνίζεται να ισοπεδώσει την αξιοπρέπεια των πολιτών με το να τοποθετήσει τον άνθρωπο εντός μιας ομοιογενούς κοινωνικής μάζας εξαθλίωσης, ώστε να μεγιστοποιεί τα κέρδη των ολίγων.
Οι εθνικιστές δεν μάχονται τη δημοκρατία, όπως σκοπίμως αναφέρεται. Αντιθέτως, αγωνίζονται για την επαναφορά της στην Ευρώπη, που καταργεί τις κοινωνικές δομές, εξαθλιώνει τον πληθυσμό, διαλύει την αστική τάξη, αίρει την ατομικότητα μέσω της ομογενοποίησης του πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή σφυρηλατεί μια πολιτική γραφειοκρατική τάξη με ενισχυμένα νομικά και οικονομικά προνόμια που εξαϋλώνουν τη δημοκρατία.
Ο Ερνεστ Γκέλνερ ορίζει τον «εθνικισμό» ως την πολιτική έκφραση που θεωρεί τον πολιτισμό, δηλαδή την κοινή γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την ιστορία του γεωγραφικού χώρου ως την «ύψιστη πολιτική αρχή». Αντίστοιχα, ο «πατριωτισμός» επικεντρώνεται στην υπεράσπιση και την αγάπη ενός γεωγραφικού χώρου που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο ομοιογενών πολιτιστικών στοιχείων τα οποία τον διαφοροποιούν από άλλους. Επί τη βάσει λοιπόν των επιστημονικών ορισμών, ο διαχωρισμός που επιχειρείται μεταξύ «πατριωτών» και «εθνικιστών» είναι παράλογος, επειδή οι έννοιες που περιγράφονται στις δύο λέξεις είναι ταυτόσημες, ενώ αποτελεί λογικό αδιέξοδο ο «διεθνιστής» να χαρακτηρίζεται από το πολιτικό σύστημα ως «πατριώτης».Για τους μετανεωτερικούς πολιτικούς οι έννοιες του «έθνους» (nation), της «εθνικής ομάδας» (ethnie), της «εθνικής ταυτότητας» (national identity) και του «εθνικισμού» (nationalism) είναι «κατασκευασμένες». Δεν αποτελούν χρονικά διαμορφωμένες οντότητες και, συνεπώς, απλοποιούνται με «υποκειμενικούς συμβολισμούς» (συμπεριφορές, αντιλήψεις, θέσεις και αισθήματα), παρά το γεγονός ότι η ιστορική πορεία ενός έθνους επικεντρώνεται στο τρίπτυχο της «επανάληψης» (recurrence), της «συνέχειας» (continuity) και της «οικειοποίησης» (appropriation), ώστε το παρελθόν να ανακτάται, να πιστοποιείται και να συσχετίζεται με το παρόν.
Η αδυναμία κατανόησης ή η σκόπιμη σύγχυση της δυναμικής των πολιτικών εννοιών, όπως του έθνους, παράγει ολέθρια αποτελέσματα, επειδή οδηγεί στη συλλογική αμνησία, αφαιρεί από την εθνοτική ομάδα το δίκαιο του «ιστορικού βάθους» καθώς και το δικαίωμα οικειοποίησης του «πολιτιστικού πλούτου» και, συνεπώς, το δικαίωμα «χρήσης του γεωγραφικού χώρου». Η αποτυχία της χώρας αποτελεί τη συνισταμένη της καθολικής αδυναμίας κατανόησης των «συλλογικών αναγκών» του έθνους και, συνεπώς, των συσχετισμών και της δυναμικής των συγκρούσεων.
Η πρόσφατη εκχώρηση των ελληνικών «ιστορικών αναφορών» στα Σκόπια όχι μόνο από την κυβέρνηση-ΜΚΟ, αλλά και από το σύνολο του πολιτικού συστήματος εξουσίας είναι το αποτέλεσμα του θριάμβου της καθολικής σύγχυσης, της στρέβλωσης και της συσκότισης της ουσίας και του περιεχομένου των εννοιών και των λέξεων.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Μετά τις προεκλογικές υποσχέσεις επιδοματικής πολιτικής, μείωσης φορολογίας, «οικονομικής ανάπτυξης και προόδου» στη Διεθνή Eκθεση Θεσσαλονίκης, ευρωβουλευτής της Ν.Δ. δήλωσε ότι «για να χαρακτηριστεί κάποιος ακροδεξιός θα πρέπει να μάχεται τη δημοκρατία, να αντιστρατεύεται τον κοινοβουλευτισμό και να είναι εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Είχαν προηγηθεί οι δηλώσεις του αρχηγού του ίδιου κόμματος, στις οποίες αναφέρθηκε ότι «οι ακραίοι εθνικιστές δεν είναι πατριώτες».
Καταρχάς, τους ευρωπαϊκούς λαούς δεν τους εξαθλίωσε ο εθνικισμός, αλλά η σοσιαλδημοκρατία και οι πρακτικές της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, που αντιμετωπίζουν τον πολίτη με τη λογική της μηχανής, η οποία οφείλει να παράγει έργο για να αυξάνεται ο πλούτος των ελίτ. Το μεταναστευτικό τσουνάμι και η καθολική φτωχοποίηση ανέδειξαν τη μέχρι σήμερα επιχειρούμενη ταύτιση του εθνικισμού με τις φασιστικές πρακτικές στον συλλογικό νου, με αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων, πολιτικά ορθών αφοριστικών λέξεων γενικής χρήσης από τους υπερασπιστές της παγκοσμιοποίησης, όπως «λαϊκισμός», «ακροδεξιά» και «εθνικισμός».
Στη νεωτερική εποχή η σκόπιμη σύγχυση των εννοιών που αντιπροσωπεύουν οι λέξεις, καθώς και η απαξίωση της σημειολογίας και της βαρύτητάς τους αποσκοπούν στη «συγκάλυψη» των γεγονότων. Επί παραδείγματι, η χρήση της πολιτικής ορολογίας «Αριστερά» ή «Δεξιά» αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό, επειδή οι έννοιες που αντιπροσωπεύουν έχουν απαξιωθεί από την πραγματικότητα. Οι κατά δήλωση «δεξιοί πατριώτες» συγκυβερνούν με τους «αριστερούς διεθνιστές» και όλοι μαζί αμιλλώνται στη βελτιστοποίηση της κατανομής των υπολειμμάτων της χώρας στα ξένα αρπακτικά.
Επιπλέον, οι δεύτεροι, από αυτόκλητοι προστάτες της εργατικής τάξης, των αδυνάτων και των συνταξιούχων, έχουν μετατραπεί σε διώκτες των. Η ιδεολογική και η κοινωνική πάλη σήμερα έχουν μεταφερθεί στην αρένα της σύγκρουσης μεταξύ του «εθνικισμού», που επιχειρεί να αναστήσει τις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, και του «διεθνισμού», που αγωνίζεται να ισοπεδώσει την αξιοπρέπεια των πολιτών με το να τοποθετήσει τον άνθρωπο εντός μιας ομοιογενούς κοινωνικής μάζας εξαθλίωσης, ώστε να μεγιστοποιεί τα κέρδη των ολίγων.
Οι εθνικιστές δεν μάχονται τη δημοκρατία, όπως σκοπίμως αναφέρεται. Αντιθέτως, αγωνίζονται για την επαναφορά της στην Ευρώπη, που καταργεί τις κοινωνικές δομές, εξαθλιώνει τον πληθυσμό, διαλύει την αστική τάξη, αίρει την ατομικότητα μέσω της ομογενοποίησης του πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή σφυρηλατεί μια πολιτική γραφειοκρατική τάξη με ενισχυμένα νομικά και οικονομικά προνόμια που εξαϋλώνουν τη δημοκρατία.
Ο Ερνεστ Γκέλνερ ορίζει τον «εθνικισμό» ως την πολιτική έκφραση που θεωρεί τον πολιτισμό, δηλαδή την κοινή γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την ιστορία του γεωγραφικού χώρου ως την «ύψιστη πολιτική αρχή». Αντίστοιχα, ο «πατριωτισμός» επικεντρώνεται στην υπεράσπιση και την αγάπη ενός γεωγραφικού χώρου που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο ομοιογενών πολιτιστικών στοιχείων τα οποία τον διαφοροποιούν από άλλους. Επί τη βάσει λοιπόν των επιστημονικών ορισμών, ο διαχωρισμός που επιχειρείται μεταξύ «πατριωτών» και «εθνικιστών» είναι παράλογος, επειδή οι έννοιες που περιγράφονται στις δύο λέξεις είναι ταυτόσημες, ενώ αποτελεί λογικό αδιέξοδο ο «διεθνιστής» να χαρακτηρίζεται από το πολιτικό σύστημα ως «πατριώτης».Για τους μετανεωτερικούς πολιτικούς οι έννοιες του «έθνους» (nation), της «εθνικής ομάδας» (ethnie), της «εθνικής ταυτότητας» (national identity) και του «εθνικισμού» (nationalism) είναι «κατασκευασμένες». Δεν αποτελούν χρονικά διαμορφωμένες οντότητες και, συνεπώς, απλοποιούνται με «υποκειμενικούς συμβολισμούς» (συμπεριφορές, αντιλήψεις, θέσεις και αισθήματα), παρά το γεγονός ότι η ιστορική πορεία ενός έθνους επικεντρώνεται στο τρίπτυχο της «επανάληψης» (recurrence), της «συνέχειας» (continuity) και της «οικειοποίησης» (appropriation), ώστε το παρελθόν να ανακτάται, να πιστοποιείται και να συσχετίζεται με το παρόν.
Η αδυναμία κατανόησης ή η σκόπιμη σύγχυση της δυναμικής των πολιτικών εννοιών, όπως του έθνους, παράγει ολέθρια αποτελέσματα, επειδή οδηγεί στη συλλογική αμνησία, αφαιρεί από την εθνοτική ομάδα το δίκαιο του «ιστορικού βάθους» καθώς και το δικαίωμα οικειοποίησης του «πολιτιστικού πλούτου» και, συνεπώς, το δικαίωμα «χρήσης του γεωγραφικού χώρου». Η αποτυχία της χώρας αποτελεί τη συνισταμένη της καθολικής αδυναμίας κατανόησης των «συλλογικών αναγκών» του έθνους και, συνεπώς, των συσχετισμών και της δυναμικής των συγκρούσεων.
Η πρόσφατη εκχώρηση των ελληνικών «ιστορικών αναφορών» στα Σκόπια όχι μόνο από την κυβέρνηση-ΜΚΟ, αλλά και από το σύνολο του πολιτικού συστήματος εξουσίας είναι το αποτέλεσμα του θριάμβου της καθολικής σύγχυσης, της στρέβλωσης και της συσκότισης της ουσίας και του περιεχομένου των εννοιών και των λέξεων.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου