Σωφρόνιος ο Άγιος και θεοφόρος πατήρ ημών κατήγετο εκ της εν Πόντω
επαρχίας Χαλδείας, εκ τινος χωρίου Λοτσίων λεγομένου, της περιφερείας Δεραίνης.
Εγεννήθη εν έτει αψλη΄ (1738) εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων. Ο πατήρ αυτού,
όστις ήτο και Ιερεύς, ελέγετο Γεώργιος Σερταρίδης, η δε μήτηρ του Βαρβάρα, και
εκαλείτο κατά κόσμον Συμεών. Αδελφούς είχε πέντε, εκ των οποίων ο μετ’ αυτόν
Δημήτριος ήτο Ιερεύς, και αδελφάς τέσσαρας. Εκ νεαράς ηλικίας έτρεφε προς τα
θεία θερμόν και διάπυρον πόθον και αγάπην, μάλιστα προς την μοναχικήν
πολιτείαν, την οποίαν και ησπάσθη, νεαρώτατος ων, και προσήλθε κατ’ αρχάς εις
την Ιεράν Μονήν του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά λεγομένην, ως δόκιμος.
Μετά τρεις μήνας εξελθών εκείθεν μετέβη εις την Ιεράν Μονήν Σουμελά, οπόθεν μετά τριετή δοκιμήν προσήλθεν εις την εκείσε ευρισκομένην Ιεράν Μονήν Βαζελώνος, την επ’ ονόματι του Μεγίστου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, υποταχθείς εις τον εν αυτή ασκούμενον θείον αυτού ονόματι Μελέτιον. Εις τας τρεις ταύτας Ιεράς Μονάς, και μάλιστα εις την του Βαζελώνος, εκδιδαχθείς τα ιερά γράμματα, και εκπαιδευθείς ικανώς «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και στοιχειωθείς «εν φόβω Κυρίου» τας της Μοναχικής πολιτείας επιδόσεις και αναβάσεις και πάσαν άλλην αρετήν, εκάρη Μοναχός, και από Συμεών μετωνομάσθη Σωφρόνιος, μετ’ ου πολύ δε εχειροτονήθη και Ιερεύς. Έκτοτε ο ιερός Σωφρόνιος επεδόθη μετά πλείονος ζήλου και θερμοτέρας προθυμίας εις τας επιδόσεις της Μοναχικής πολιτείας, επιλανθανόμενος, κατά τον θείον Παύλον, των όπισθεν και επεκτεινόμενος εν τοις έμπροσθεν. Και ζηλών τα κρείττονα χαρίσματα άγγελος εφαίνετο εν σώματι, και υποτύπωσις καλών έργων και άστρον φαεινόν εν μέσω της ιεράς εκείνης αδελφότητος, την οποίαν και κατηύγαζε δια των ιερών αυτού αρετών και ασκητικών πράξεων της κατά Χριστόν πολιτείας. Μετά επταετή άσκησιν και δόκιμον διακονίαν εν τη Μονή απεστάλη υπό του Ηγουμένου Ιγνατίου, κατά το έτος αψοστ΄(1776), προς το εν Αχταλεία της Ιβηρίας μεταλλείον, ένθα είχον συγκεντρωθή, μετακληθέντες υπό του βασιλέως της Ιβηρίας εκ της περιφερείας Χαλδείας, πλέον των πεντακοσίων μεταλλουργοί, οίτινες και αποκατεστάθησαν εκεί οικογενειακώς, και απετέλεσαν ίδιον χωρίον υπό το όνομα Δάλ-βέρ, ήτοι πολύτιμοι λίθοι. Εν τη Αχταλεία διαμένων ο ιερός Σωφρόνιος προσείλκυσε δια της χρηστότητος του βίου και της σεμνότητος τών ηθών και γενικώς δια της εναρέτου και αγίας ζωής του, την αγάπην και τον σεβασμόν όχι μόνον των Ελλήνων συμπατριωτών αυτού, αλλά και του Τοπάρχου της χώρας Γεωργιανού Ραμπλή Χαν, όστις, και τη επιμόνω αιτήσει των Ελλήνων μεταλλουργών, παρακαλεί και προτρέπει τον ιερόν Σωφρόνιον να χειροτονηθή Επίσκοπος Αχταλείας. Αλλ’ ούτος αρνείται να δεχθή, προφασιζόμενος το ύψος του αξιώματος της αρχιερωσύνης αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου ότι άνευ της αδείας και ευλογίας της Ιεράς αυτού Μονής δεν δύναται να δεχθή. Τότε ο Τοπάρχης μετά των Ελλήνων αποστέλλουσιν εις την Ιεράν Μονήν Βαζελώνος πρεσβείαν, παρακαλούντες θερμώς να δοθή η δια την χειροτονίαν σχετική άδεια και ευλογία. Λαβόντες τούτων γνώσιν οι Πατέρες συγκατένευσαν προθύμως εις την αίτησιν, και τοιουτοτρόπως ο ιερός Σωφρόνιος χειροτονείται Επίσκοπος Αχταλείας την 29ην Οκτωβρίου του έτους αψοζ΄ (1777), έχων έδραν της Επισκοπής αυτού την εκείσε Ιεράν Μονήν της Παναγίας. Εν τη ποιμαντορία της παροικίας αυτού ο ιερός Σωφρόνιος διεκρίθη εν έργω και λόγω και πάση ευσεβεία και δεξιότητι περί το κυβερνάν, ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός, αγαπών και αγαπώμενος υπό του ποιμνίου αυτού. Εκυβέρνησε δε ευαγγελικώς την λαχούσαν αυτώ Επισκοπήν μέχρι του έτους 1794, ότε η εκ Ταγιστάν ορμωμένη φυλή των Λεσγών επετέθη κατά του μεταλλείου και της Αχταλείας, και κυριεύσασα ελεηλάτησεν αυτήν. Εκ των κατοίκων τους μεν κατέσφαξαν, τους δε ως αιχμαλώτους συνέλαβον, πολιορκήσαντες δε εισήλθον εις την Μονήν της Παναγίας, καθ’ ην ώραν ο θείος Σωφρόνιος εχοροστάτει εν τη Εκκλησία, και κατέσφαξαν το πλείστον του εκκλησιάσματος. Εκ της Εκκλησίς ο ιερός Σωφρόνιος κατώρθωσεν απαρατήρητος να διαφύγη την προσοχήν των Λεσγών, μη δυνηθείς όμως να διαλάθη την προσοχήν και των εξωτερικών φρουρών, εκρύβη εις εσωτερικόν και απόκεντρον δωμάτιον τι μεθ’ ετέρων τριάκοντα· αλλά και ενταύθα εκ των κλαυθμών βρέφους ανακαλυφθείς απήχθη και ούτος μετά των άλλων αιχμάλωτος. Απαγαγόντες οι Λεσγοί τους αιχμαλώτους επώλουν αυτούς κατά το κρατούν σύστημα εις τας διαφόρους του Καυκάσου πόλεις, καθ’ οδόν δε διαφοροτρόπως εβασάνιζον τον Σωφρόνιον, τον οποίον εν τέλει ηγόρασεν εν Ποτίω ή Αχούσκα γυνή τις του λατινικού δόγματος, και απελευθερώσασα τούτον απέστειλε δι’ ιστιοφόρου εις Τραπεζούντα. Κατά το έτος 1796, θανόντος του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Δωροθέου και χηρεύσαντος του Μητροπολιτικού θρόνου, οι λογάδες της πόλεως ταύτης, κατά το τότε ισχύον προνόμιον της επαρχίας αυτών, εξέλεξαν Μητροπολίτην τον ιερόν τούτον πρώην Αχταλείας Σωφρόνιον. Τα εντεύθεν αναφορικώς προς την εκλογήν ταύτην και την Μητρόπολιν Τραπεζούντος δεν είναι σαφή και γνωστά εις τας λεπτομερείας· διότι ο Σωφρόνιος, καίτι εκλεγείς και αποδεξάμενος την εκλογήν, δεν εχρημάτισε Μητροπολίτης Τραπεζούντος, διάδοχος δε του Δωροθέου εγένετο ο Παρθένιος ο Τριπολίτης. Και δια μεν τα μεσολαβήσαντα διάφοροι γνώμαι υπάρχουν, ο δε ιερός Σωφρόνιος, υποταχθείς τω θείω θελήματι, επανήλθεν ευχαριστών τω Θεώ εις την ιεράν Μονήν Βαζελώνος, την μετάνοιαν αυτού, ένθα και απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον του βίου εν ησυχία και πνευματική ασκήσει και ιεραίς μελέταις, προς τελείαν κάθαρσιν και ύψωσιν του νοός προς Θεόν, τον οποίον εκ νεότητος επόθησε και ολοψύχως ηγάπησε, και ωκοδόμησε προς τούτο επί της ανατολικής πλευράς του τείχους της Μονής κελλίον, όπερ εσώζετο μέχρι του 1904, καλούμενον «του Δεσπότη το κελλί». Εντός του κελλίου υπήρχε μικρόν καλλιτεχνικόν εικονοστάσιον, ένθα η εξής επιγραφή· «Εκτίσθη δι’ εξόδων εμού του ταπεινού Μητροπολίτου πρώην Αχταλείας Σωφρονίου αωα΄». Το εικονοστάσιον τούτο μετά την κατά το έτος 1904 κατεδάφισιν των κελλίων εκείνων μετεφέρθη εις έτερον της Μονής κελλίον.Εν τη Μονή Βαζελώνος ο θείος Σωφρόνιος, δια της αγνότητος του βίου του, της αγιότητος των ηθών, της προσευχής και νηστείας, και των λοιπών πνευματικών καμάτων και αγώνων, χωρισθείς τελείως των υλικών, και σχολάσας κατά Θεόν εκαθάρισαν εαυτόν «ψυχή τε και σώματι», και ελάμπρυνε τον νουν δια των καθ΄ εκάστην ιερών εν καρδία αναβάσεων, και εγένετο σκεύος εύχρηστον, κατά Παύλον, και χωρητικόν της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, υπό του οποίου καταλαμπόμενος προείπε πολλά μέλλοντα να συμβούν, άτινα και εξεπληρώθησαν μετά την οσίαν αυτού τελευτήν και εκδημίαν. Η αγία αύτη πολιτεία και μακαρία ζωή του θείου Σωφρονίου ανέδειξεν αυτόν ενθεώτατον θεράποντα Θεού, παρά δε των Πατέρων της Μονής και των κατοίκων όλης της περιφερείας ηγαπήθη, τολμώ ειπείν, μέχρι λατρείας. Το τοιούτον όμως ηρέθισε τον τότε Ηγούμενον Ιερεμίαν, όστις φθονήσας την απονεμομένην τιμήν εις τον Όσιον, συνεχώς εδημιούργει ταραχάς και σκάνδαλα εις αυτόν. Βλέπων ταύτα ο θείος Σωφρόνιος και θέλων να τηρήση εαυτόν εν ειρηνική καταστάσει, ηναγκάσθη να καταλίπη περίλυπος και βαρυαλγής και ένδακρυς την ιεράν αυτού Μονήν, την οποίαν τόσον ηγάπησε και πάντοτε εσκέπτετο πώς να ευεργετήση, και ανεχώρησεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα. Λέγεται δε ότι, ότε περίλυπος καταλιπών την Μονήν ανεχώρει δια το χωρίον του, φθάσας προς της κορυφής «Καρά-καπάν», εκάθησε πλησίον της εκεί διαυγεστάτης πηγής, ρίπτων αποχαιρετιστήρια βλέμματα εφ’ όλων των πέριξ χωρίων, και κλαίων δια τον αποχωρισμόν αυτών. κατόπιν προελθών μικρόν, και από τους συνοδίτας αποκρυβείς, προσηυχήθη ικετεύων τον Κύριον, όπως εις μεν τους άλλους καταπέμψη πλούσια τα ελέη αυτού, από δε του Ηγουμένου Ιερεμίου ζητήση λόγον δια την πολιτείαν αυτού. Ευθύς μετά την υπό τοιαύτας συνθήκας αναχώρησιν του Αγίου εκ της Μονής, νευρική συνοχή κατέλαβε τον Ιερεμίαν, ήτις και απεδόθη εις την δια του εκβιασμού προς απομάκρυνσιν εκείνου αδικίαν, και αμέσως απεστάλησαν ταχυδρόμοι δια να προφθάσουν και παρακαλέσουν τον Όσιον να επανέλθη εις την Μονήν. Οι απεσταλμένοι συνήντησαν τον Όσιον, εν τω μεταξύ αφιχθέντα εις το χωρίον Λοτσίων, και ανεκοίνωσαν τον σκοπόν της αποστολής των, αλλ’ ούτος ηρνήθη να επανέλθη, φοβούμενος μήπως επαναληφθούν και πάλιν τα του Ιερεμίου σκάνδαλα, προς βλάβην των ασθενεστέρων, και οι αποσταλέντες επανήλθον άπρακτοι. Επί τριετίαν καταβασανισθείς ο Ιερεμίας υπό της ασθενείς εκείνης εις παραλυσίαν εγκεφαλικήν καταληξάσης, εξεμέτρησε το ζην κατά το έτος αωε΄ (1805) από Χριστού. Μετά δέκα έτη ανοίξαντες τον τάφον δια να μετακομίσουν τα οστά αυτού εις το της Μονής οστεοφυλάκιον κατά την κρατούσαν τάξιν, εύρον το σώμα άλυτον και τυμπανιαίον, προς μεγίστην αυτών έκπληξιν. Τότε απετάθησαν προς την Μεγάλην Εκκλησίαν, ήτις μετά την διατεταγμένην επί τούτω ιεροτελεστίαν εις τα Πατριαρχεία εκδώσασα ευχετήριον άμα και συγχωρητήριον Εκκλησιαστικήν επιστολήν, απέστειλεν εις την Μονήν, δώσασα εντολήν εις τον Μητροπολίτην Τραπεζούντος Παρθένιον να ανέλθη εις την Μονήν και τελέση τα διατεταγμένα, διότι ο θείος Σωφρόνιος είχεν εν τω μεταξύ απέλθει εις τας αιωνίους μονάς. Ανελθών ο Παρθένιος και τελέσας μετά των Πατέρων της Μονής και των Ιερέων της πέριξ περιφερείας τριήμερον αγρυπνίαν, μετά δε ιερουργήσας μετά του Ηγουμένου και των λοιπών Ιερέων, διηυθύνθη μετά την απόλυσιν της Εκκλησίας εις τον τάφον του Ιερεμίου, ανοιχθέντα εκ νέου, και εκεί μετά την ειθισμένην ακολουθίαν κλίνας τα γόνατα ανέγνωσε κλαίων την Πατριαρχικήν συγχωρητήριον επιστολήν, μετά το πέρας της οποίας το πρώην αδιάλυτον και τυμπανιαίον σώμα μετεβλήθη εις χουν, και έμειναν μόνον τα οστά, άτινα και ανεκομίσθησαν αυθημερόν εις το οστεοφυλάκιον. Ο δε θείος Σωφρόνιος, διανύσας εν τη πατρίδι αυτού το υπόλοιπον της αγίας αυτού ζωής σωφρόνως και οσίως και αμέμπτως, και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη τον τοις Αγίοις πρέποντα ύπνον, και προσετέθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Αγίων, των οποίων μιμητής εχρημάτισε, βαδίσας επί τα ίχνη αυτών. Το δε σεπτόν αυτού σώμα ετάφη εν τω υπ’ αυτού ανακαινισθέντι κοιμητηρίω εν τη ενορία αυτού, η δε ανακομιδή των ιερών αυτού λειψάνων εγένετο κατά το 1824 ως εξής: Η σύζυγος τού ανεψιού αυτού Ιερέως Χαραλάμπους, προσβληθείσα υπ’ ασθενείας ανιάτου, κατέκειτο κλινήρης επί πολλά έτη. Εν μια νυκτί εφάνη εις αυτήν κατ’ όναρ ανήρ τις λευκά και λαμπρά ιμάτια ενδεδυμένος και προέτρεψεν αυτήν ίνα λάβη τα εν τω τάφω του Σωφρονίου ιερά λείψανα, και προσκαλέση τρεις Ιερείς, όπως τελέσωσι δι’ αυτών αγιασμόν προς θεραπείαν αυτής. Την οπτασίαν ταύτην διηγήθη εις τον σύζυγόν της, όστις παραλαβών και δύο άλλους Ιερείς, προέβη εις την ανακομιδήν των ιερών λειψάνων του θείου Σωφρονίου την 20ην Δεκεμβρίου του αυτού έτους 1824, δια του αγιασμού των οποίων χρισθείσα η σύζυγος αυτού αποκατέστη τελείως υγιής, ως μηδέποτε ασθενήσασα. Τα ιερά και πλήρη ευωδίας και χάριτος λείψανα ο Ιερεύς Χαράλαμπος επέδειξεν εις τον τότε Μητροπολίτην Χαλδείας Σίλβεστρον δια να λάβη την γνωμάτευσιν αυτού, αλλ’ εκείνος τον επέπληξε, διότι παρά την γνώμην και δίχα ειδοποιήσεως του Μητροπολίτου προέβη εις την ανακομιδήν των λειψάνων, και διέταξεν ίνα μεταβή και θάψη αυτά εκ νέου εις το χώμα, όπερ και εγένετο. Αλλά κατά την νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου κατά το μεσονύκτιον εφάνη επί του τάφου του Αγίου Σωφρονίου φως άπλετον και λίαν θαυμαστόν ανερχόμενον εις τον ουρανόν. Όσοι δε είδον τούτο, και μάλιστα οι ασθενείς, έδραμον μετά σπουδής και προσεγγίσαντες αυτό εθεραπεύθησαν εκ των ασθενειών των. Την δε 11ην Ιανουαρίου ευρισκόμενος εν τη Μονή Σουμελά ο Μητροπολίτης Σίλβεστρος και ασθενήσας αποκατέστη υγιής επικαλεσθείς τον Άγιον, μεθ’ ο επισήμως πλέον εκήρυξε τα λείψανα εκείνα ιερά, τον δε Σωφρόνιον Άγιον, εορταζόμενον έκτοτε τη 8η Σεπτεμβρίου. Μαθόντες την αγιότητα του Σωφρονίου και την περί αυτού γενομένην απόφασιν του Χαλδείας Σιλβέστρου οι εν τη Μονή Βαζελώνος Πατέρες, απήτησαν παρά τε του Μητροπολίτου και των συγγενών του Αγίου Σωφρονίου να αποδώσωσιν εις την Μονήν τα ιερά λείψανα, διότι ο Άγιος ετύγχανε Βαζελιώτης. Αλλ’ οι συγγενείς του Αγίου ηρνήθησαν να συμμορφωθούν προς τας απαιτήσεις της Μονής, και τότε αύτη ανεφέρθη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν ζητούσα τα άγια λείψανα. Αλλά και εις την Πατριαρχικήν απόφασιν, όπως δοθώσι τα λείψανα εις την Μονήν, αντετάχθησαν οι συγγενείς, οπότε διετάχθη ο Μητροπολίτης Σίλβεστρος να παραλάβη και αποστείλη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν τα διαφιλονεικούμενα ιερά λείψανα. Φοβηθέντες τότε οι συγγενείς του Αγίου μήπως κρατηθούν άπαντα εις το Πατριαρχείον έσπευσαν να συμβιβασθούν μετά της Μονής παραδώσαντες εις αυτήν την Τιμίαν Κάραν και την δεξιάν χείρα, τα δε λοιπά κρατήσαντες, εφυλάττοντο παρά τινος Ιερέως Λαζάρου καλουμένου, εκ της ιδίας οικογενείας καταγομένου. Τα εν τη Μονή Βαζελώνος ιερά λείψανα κατά το 1880 κατετέθησαν εντός αργυράς θήκης κατασκευασθείσης δαπάνοις του τότε Ηγουμένου Ελισσαίου. Τοιούτος εν ολίγοις ο βίος και η ένθεος πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Επισκόπου Αχταλείας. Τοιουτοτρόπως ηγωνίσθη και εδόξασε τον Θεόν επί της γης, παρά του οποίου επαξίως εδοξάσθη μετά πάντων των Αγίων εν ουρανοίς και επί γης δια της δωρεάς των θαυμάτων και παντοδαπών ιάσεων, τας οποίας παρέχει εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους το άγιον αυτού όνομα. Και ήδη εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου αγαλλόμενος και κατά μέθεξιν θείαν θεούμενος πρεσβεύει υπέρ πάντων των ευσεβών Χριστιανών.
Μετά τρεις μήνας εξελθών εκείθεν μετέβη εις την Ιεράν Μονήν Σουμελά, οπόθεν μετά τριετή δοκιμήν προσήλθεν εις την εκείσε ευρισκομένην Ιεράν Μονήν Βαζελώνος, την επ’ ονόματι του Μεγίστου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, υποταχθείς εις τον εν αυτή ασκούμενον θείον αυτού ονόματι Μελέτιον. Εις τας τρεις ταύτας Ιεράς Μονάς, και μάλιστα εις την του Βαζελώνος, εκδιδαχθείς τα ιερά γράμματα, και εκπαιδευθείς ικανώς «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και στοιχειωθείς «εν φόβω Κυρίου» τας της Μοναχικής πολιτείας επιδόσεις και αναβάσεις και πάσαν άλλην αρετήν, εκάρη Μοναχός, και από Συμεών μετωνομάσθη Σωφρόνιος, μετ’ ου πολύ δε εχειροτονήθη και Ιερεύς. Έκτοτε ο ιερός Σωφρόνιος επεδόθη μετά πλείονος ζήλου και θερμοτέρας προθυμίας εις τας επιδόσεις της Μοναχικής πολιτείας, επιλανθανόμενος, κατά τον θείον Παύλον, των όπισθεν και επεκτεινόμενος εν τοις έμπροσθεν. Και ζηλών τα κρείττονα χαρίσματα άγγελος εφαίνετο εν σώματι, και υποτύπωσις καλών έργων και άστρον φαεινόν εν μέσω της ιεράς εκείνης αδελφότητος, την οποίαν και κατηύγαζε δια των ιερών αυτού αρετών και ασκητικών πράξεων της κατά Χριστόν πολιτείας. Μετά επταετή άσκησιν και δόκιμον διακονίαν εν τη Μονή απεστάλη υπό του Ηγουμένου Ιγνατίου, κατά το έτος αψοστ΄(1776), προς το εν Αχταλεία της Ιβηρίας μεταλλείον, ένθα είχον συγκεντρωθή, μετακληθέντες υπό του βασιλέως της Ιβηρίας εκ της περιφερείας Χαλδείας, πλέον των πεντακοσίων μεταλλουργοί, οίτινες και αποκατεστάθησαν εκεί οικογενειακώς, και απετέλεσαν ίδιον χωρίον υπό το όνομα Δάλ-βέρ, ήτοι πολύτιμοι λίθοι. Εν τη Αχταλεία διαμένων ο ιερός Σωφρόνιος προσείλκυσε δια της χρηστότητος του βίου και της σεμνότητος τών ηθών και γενικώς δια της εναρέτου και αγίας ζωής του, την αγάπην και τον σεβασμόν όχι μόνον των Ελλήνων συμπατριωτών αυτού, αλλά και του Τοπάρχου της χώρας Γεωργιανού Ραμπλή Χαν, όστις, και τη επιμόνω αιτήσει των Ελλήνων μεταλλουργών, παρακαλεί και προτρέπει τον ιερόν Σωφρόνιον να χειροτονηθή Επίσκοπος Αχταλείας. Αλλ’ ούτος αρνείται να δεχθή, προφασιζόμενος το ύψος του αξιώματος της αρχιερωσύνης αφ’ ενός, και αφ’ ετέρου ότι άνευ της αδείας και ευλογίας της Ιεράς αυτού Μονής δεν δύναται να δεχθή. Τότε ο Τοπάρχης μετά των Ελλήνων αποστέλλουσιν εις την Ιεράν Μονήν Βαζελώνος πρεσβείαν, παρακαλούντες θερμώς να δοθή η δια την χειροτονίαν σχετική άδεια και ευλογία. Λαβόντες τούτων γνώσιν οι Πατέρες συγκατένευσαν προθύμως εις την αίτησιν, και τοιουτοτρόπως ο ιερός Σωφρόνιος χειροτονείται Επίσκοπος Αχταλείας την 29ην Οκτωβρίου του έτους αψοζ΄ (1777), έχων έδραν της Επισκοπής αυτού την εκείσε Ιεράν Μονήν της Παναγίας. Εν τη ποιμαντορία της παροικίας αυτού ο ιερός Σωφρόνιος διεκρίθη εν έργω και λόγω και πάση ευσεβεία και δεξιότητι περί το κυβερνάν, ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός, αγαπών και αγαπώμενος υπό του ποιμνίου αυτού. Εκυβέρνησε δε ευαγγελικώς την λαχούσαν αυτώ Επισκοπήν μέχρι του έτους 1794, ότε η εκ Ταγιστάν ορμωμένη φυλή των Λεσγών επετέθη κατά του μεταλλείου και της Αχταλείας, και κυριεύσασα ελεηλάτησεν αυτήν. Εκ των κατοίκων τους μεν κατέσφαξαν, τους δε ως αιχμαλώτους συνέλαβον, πολιορκήσαντες δε εισήλθον εις την Μονήν της Παναγίας, καθ’ ην ώραν ο θείος Σωφρόνιος εχοροστάτει εν τη Εκκλησία, και κατέσφαξαν το πλείστον του εκκλησιάσματος. Εκ της Εκκλησίς ο ιερός Σωφρόνιος κατώρθωσεν απαρατήρητος να διαφύγη την προσοχήν των Λεσγών, μη δυνηθείς όμως να διαλάθη την προσοχήν και των εξωτερικών φρουρών, εκρύβη εις εσωτερικόν και απόκεντρον δωμάτιον τι μεθ’ ετέρων τριάκοντα· αλλά και ενταύθα εκ των κλαυθμών βρέφους ανακαλυφθείς απήχθη και ούτος μετά των άλλων αιχμάλωτος. Απαγαγόντες οι Λεσγοί τους αιχμαλώτους επώλουν αυτούς κατά το κρατούν σύστημα εις τας διαφόρους του Καυκάσου πόλεις, καθ’ οδόν δε διαφοροτρόπως εβασάνιζον τον Σωφρόνιον, τον οποίον εν τέλει ηγόρασεν εν Ποτίω ή Αχούσκα γυνή τις του λατινικού δόγματος, και απελευθερώσασα τούτον απέστειλε δι’ ιστιοφόρου εις Τραπεζούντα. Κατά το έτος 1796, θανόντος του Μητροπολίτου Τραπεζούντος Δωροθέου και χηρεύσαντος του Μητροπολιτικού θρόνου, οι λογάδες της πόλεως ταύτης, κατά το τότε ισχύον προνόμιον της επαρχίας αυτών, εξέλεξαν Μητροπολίτην τον ιερόν τούτον πρώην Αχταλείας Σωφρόνιον. Τα εντεύθεν αναφορικώς προς την εκλογήν ταύτην και την Μητρόπολιν Τραπεζούντος δεν είναι σαφή και γνωστά εις τας λεπτομερείας· διότι ο Σωφρόνιος, καίτι εκλεγείς και αποδεξάμενος την εκλογήν, δεν εχρημάτισε Μητροπολίτης Τραπεζούντος, διάδοχος δε του Δωροθέου εγένετο ο Παρθένιος ο Τριπολίτης. Και δια μεν τα μεσολαβήσαντα διάφοροι γνώμαι υπάρχουν, ο δε ιερός Σωφρόνιος, υποταχθείς τω θείω θελήματι, επανήλθεν ευχαριστών τω Θεώ εις την ιεράν Μονήν Βαζελώνος, την μετάνοιαν αυτού, ένθα και απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον του βίου εν ησυχία και πνευματική ασκήσει και ιεραίς μελέταις, προς τελείαν κάθαρσιν και ύψωσιν του νοός προς Θεόν, τον οποίον εκ νεότητος επόθησε και ολοψύχως ηγάπησε, και ωκοδόμησε προς τούτο επί της ανατολικής πλευράς του τείχους της Μονής κελλίον, όπερ εσώζετο μέχρι του 1904, καλούμενον «του Δεσπότη το κελλί». Εντός του κελλίου υπήρχε μικρόν καλλιτεχνικόν εικονοστάσιον, ένθα η εξής επιγραφή· «Εκτίσθη δι’ εξόδων εμού του ταπεινού Μητροπολίτου πρώην Αχταλείας Σωφρονίου αωα΄». Το εικονοστάσιον τούτο μετά την κατά το έτος 1904 κατεδάφισιν των κελλίων εκείνων μετεφέρθη εις έτερον της Μονής κελλίον.Εν τη Μονή Βαζελώνος ο θείος Σωφρόνιος, δια της αγνότητος του βίου του, της αγιότητος των ηθών, της προσευχής και νηστείας, και των λοιπών πνευματικών καμάτων και αγώνων, χωρισθείς τελείως των υλικών, και σχολάσας κατά Θεόν εκαθάρισαν εαυτόν «ψυχή τε και σώματι», και ελάμπρυνε τον νουν δια των καθ΄ εκάστην ιερών εν καρδία αναβάσεων, και εγένετο σκεύος εύχρηστον, κατά Παύλον, και χωρητικόν της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, υπό του οποίου καταλαμπόμενος προείπε πολλά μέλλοντα να συμβούν, άτινα και εξεπληρώθησαν μετά την οσίαν αυτού τελευτήν και εκδημίαν. Η αγία αύτη πολιτεία και μακαρία ζωή του θείου Σωφρονίου ανέδειξεν αυτόν ενθεώτατον θεράποντα Θεού, παρά δε των Πατέρων της Μονής και των κατοίκων όλης της περιφερείας ηγαπήθη, τολμώ ειπείν, μέχρι λατρείας. Το τοιούτον όμως ηρέθισε τον τότε Ηγούμενον Ιερεμίαν, όστις φθονήσας την απονεμομένην τιμήν εις τον Όσιον, συνεχώς εδημιούργει ταραχάς και σκάνδαλα εις αυτόν. Βλέπων ταύτα ο θείος Σωφρόνιος και θέλων να τηρήση εαυτόν εν ειρηνική καταστάσει, ηναγκάσθη να καταλίπη περίλυπος και βαρυαλγής και ένδακρυς την ιεράν αυτού Μονήν, την οποίαν τόσον ηγάπησε και πάντοτε εσκέπτετο πώς να ευεργετήση, και ανεχώρησεν εις την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα. Λέγεται δε ότι, ότε περίλυπος καταλιπών την Μονήν ανεχώρει δια το χωρίον του, φθάσας προς της κορυφής «Καρά-καπάν», εκάθησε πλησίον της εκεί διαυγεστάτης πηγής, ρίπτων αποχαιρετιστήρια βλέμματα εφ’ όλων των πέριξ χωρίων, και κλαίων δια τον αποχωρισμόν αυτών. κατόπιν προελθών μικρόν, και από τους συνοδίτας αποκρυβείς, προσηυχήθη ικετεύων τον Κύριον, όπως εις μεν τους άλλους καταπέμψη πλούσια τα ελέη αυτού, από δε του Ηγουμένου Ιερεμίου ζητήση λόγον δια την πολιτείαν αυτού. Ευθύς μετά την υπό τοιαύτας συνθήκας αναχώρησιν του Αγίου εκ της Μονής, νευρική συνοχή κατέλαβε τον Ιερεμίαν, ήτις και απεδόθη εις την δια του εκβιασμού προς απομάκρυνσιν εκείνου αδικίαν, και αμέσως απεστάλησαν ταχυδρόμοι δια να προφθάσουν και παρακαλέσουν τον Όσιον να επανέλθη εις την Μονήν. Οι απεσταλμένοι συνήντησαν τον Όσιον, εν τω μεταξύ αφιχθέντα εις το χωρίον Λοτσίων, και ανεκοίνωσαν τον σκοπόν της αποστολής των, αλλ’ ούτος ηρνήθη να επανέλθη, φοβούμενος μήπως επαναληφθούν και πάλιν τα του Ιερεμίου σκάνδαλα, προς βλάβην των ασθενεστέρων, και οι αποσταλέντες επανήλθον άπρακτοι. Επί τριετίαν καταβασανισθείς ο Ιερεμίας υπό της ασθενείς εκείνης εις παραλυσίαν εγκεφαλικήν καταληξάσης, εξεμέτρησε το ζην κατά το έτος αωε΄ (1805) από Χριστού. Μετά δέκα έτη ανοίξαντες τον τάφον δια να μετακομίσουν τα οστά αυτού εις το της Μονής οστεοφυλάκιον κατά την κρατούσαν τάξιν, εύρον το σώμα άλυτον και τυμπανιαίον, προς μεγίστην αυτών έκπληξιν. Τότε απετάθησαν προς την Μεγάλην Εκκλησίαν, ήτις μετά την διατεταγμένην επί τούτω ιεροτελεστίαν εις τα Πατριαρχεία εκδώσασα ευχετήριον άμα και συγχωρητήριον Εκκλησιαστικήν επιστολήν, απέστειλεν εις την Μονήν, δώσασα εντολήν εις τον Μητροπολίτην Τραπεζούντος Παρθένιον να ανέλθη εις την Μονήν και τελέση τα διατεταγμένα, διότι ο θείος Σωφρόνιος είχεν εν τω μεταξύ απέλθει εις τας αιωνίους μονάς. Ανελθών ο Παρθένιος και τελέσας μετά των Πατέρων της Μονής και των Ιερέων της πέριξ περιφερείας τριήμερον αγρυπνίαν, μετά δε ιερουργήσας μετά του Ηγουμένου και των λοιπών Ιερέων, διηυθύνθη μετά την απόλυσιν της Εκκλησίας εις τον τάφον του Ιερεμίου, ανοιχθέντα εκ νέου, και εκεί μετά την ειθισμένην ακολουθίαν κλίνας τα γόνατα ανέγνωσε κλαίων την Πατριαρχικήν συγχωρητήριον επιστολήν, μετά το πέρας της οποίας το πρώην αδιάλυτον και τυμπανιαίον σώμα μετεβλήθη εις χουν, και έμειναν μόνον τα οστά, άτινα και ανεκομίσθησαν αυθημερόν εις το οστεοφυλάκιον. Ο δε θείος Σωφρόνιος, διανύσας εν τη πατρίδι αυτού το υπόλοιπον της αγίας αυτού ζωής σωφρόνως και οσίως και αμέμπτως, και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη τον τοις Αγίοις πρέποντα ύπνον, και προσετέθη εις την χορείαν των απ’ αιώνος Αγίων, των οποίων μιμητής εχρημάτισε, βαδίσας επί τα ίχνη αυτών. Το δε σεπτόν αυτού σώμα ετάφη εν τω υπ’ αυτού ανακαινισθέντι κοιμητηρίω εν τη ενορία αυτού, η δε ανακομιδή των ιερών αυτού λειψάνων εγένετο κατά το 1824 ως εξής: Η σύζυγος τού ανεψιού αυτού Ιερέως Χαραλάμπους, προσβληθείσα υπ’ ασθενείας ανιάτου, κατέκειτο κλινήρης επί πολλά έτη. Εν μια νυκτί εφάνη εις αυτήν κατ’ όναρ ανήρ τις λευκά και λαμπρά ιμάτια ενδεδυμένος και προέτρεψεν αυτήν ίνα λάβη τα εν τω τάφω του Σωφρονίου ιερά λείψανα, και προσκαλέση τρεις Ιερείς, όπως τελέσωσι δι’ αυτών αγιασμόν προς θεραπείαν αυτής. Την οπτασίαν ταύτην διηγήθη εις τον σύζυγόν της, όστις παραλαβών και δύο άλλους Ιερείς, προέβη εις την ανακομιδήν των ιερών λειψάνων του θείου Σωφρονίου την 20ην Δεκεμβρίου του αυτού έτους 1824, δια του αγιασμού των οποίων χρισθείσα η σύζυγος αυτού αποκατέστη τελείως υγιής, ως μηδέποτε ασθενήσασα. Τα ιερά και πλήρη ευωδίας και χάριτος λείψανα ο Ιερεύς Χαράλαμπος επέδειξεν εις τον τότε Μητροπολίτην Χαλδείας Σίλβεστρον δια να λάβη την γνωμάτευσιν αυτού, αλλ’ εκείνος τον επέπληξε, διότι παρά την γνώμην και δίχα ειδοποιήσεως του Μητροπολίτου προέβη εις την ανακομιδήν των λειψάνων, και διέταξεν ίνα μεταβή και θάψη αυτά εκ νέου εις το χώμα, όπερ και εγένετο. Αλλά κατά την νύκτα της 8ης Σεπτεμβρίου κατά το μεσονύκτιον εφάνη επί του τάφου του Αγίου Σωφρονίου φως άπλετον και λίαν θαυμαστόν ανερχόμενον εις τον ουρανόν. Όσοι δε είδον τούτο, και μάλιστα οι ασθενείς, έδραμον μετά σπουδής και προσεγγίσαντες αυτό εθεραπεύθησαν εκ των ασθενειών των. Την δε 11ην Ιανουαρίου ευρισκόμενος εν τη Μονή Σουμελά ο Μητροπολίτης Σίλβεστρος και ασθενήσας αποκατέστη υγιής επικαλεσθείς τον Άγιον, μεθ’ ο επισήμως πλέον εκήρυξε τα λείψανα εκείνα ιερά, τον δε Σωφρόνιον Άγιον, εορταζόμενον έκτοτε τη 8η Σεπτεμβρίου. Μαθόντες την αγιότητα του Σωφρονίου και την περί αυτού γενομένην απόφασιν του Χαλδείας Σιλβέστρου οι εν τη Μονή Βαζελώνος Πατέρες, απήτησαν παρά τε του Μητροπολίτου και των συγγενών του Αγίου Σωφρονίου να αποδώσωσιν εις την Μονήν τα ιερά λείψανα, διότι ο Άγιος ετύγχανε Βαζελιώτης. Αλλ’ οι συγγενείς του Αγίου ηρνήθησαν να συμμορφωθούν προς τας απαιτήσεις της Μονής, και τότε αύτη ανεφέρθη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν ζητούσα τα άγια λείψανα. Αλλά και εις την Πατριαρχικήν απόφασιν, όπως δοθώσι τα λείψανα εις την Μονήν, αντετάχθησαν οι συγγενείς, οπότε διετάχθη ο Μητροπολίτης Σίλβεστρος να παραλάβη και αποστείλη εις την Μεγάλην Εκκλησίαν τα διαφιλονεικούμενα ιερά λείψανα. Φοβηθέντες τότε οι συγγενείς του Αγίου μήπως κρατηθούν άπαντα εις το Πατριαρχείον έσπευσαν να συμβιβασθούν μετά της Μονής παραδώσαντες εις αυτήν την Τιμίαν Κάραν και την δεξιάν χείρα, τα δε λοιπά κρατήσαντες, εφυλάττοντο παρά τινος Ιερέως Λαζάρου καλουμένου, εκ της ιδίας οικογενείας καταγομένου. Τα εν τη Μονή Βαζελώνος ιερά λείψανα κατά το 1880 κατετέθησαν εντός αργυράς θήκης κατασκευασθείσης δαπάνοις του τότε Ηγουμένου Ελισσαίου. Τοιούτος εν ολίγοις ο βίος και η ένθεος πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Επισκόπου Αχταλείας. Τοιουτοτρόπως ηγωνίσθη και εδόξασε τον Θεόν επί της γης, παρά του οποίου επαξίως εδοξάσθη μετά πάντων των Αγίων εν ουρανοίς και επί γης δια της δωρεάς των θαυμάτων και παντοδαπών ιάσεων, τας οποίας παρέχει εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους το άγιον αυτού όνομα. Και ήδη εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου αγαλλόμενος και κατά μέθεξιν θείαν θεούμενος πρεσβεύει υπέρ πάντων των ευσεβών Χριστιανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου