Ιλαρίων
ο Άγιος Οσιομάρτυς κατήγετο από την περίφημον νήσον Κρήτην, εκ της πόλεως Ηρακλείου,
της κοινώς λεγομένης Κάστρον. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Φραντζέσκος, η δε μήτηρ
του Αικατερίνα. Είχε δύο αδελφούς, Πολυζώην και Γεώργιον καλουμένους, και δύο
αδελφάς. Ανατραφείς από τους γονείς του καλώς και χρηστοηθώς, έμαθε τα ιερά
γράμματα και ήτο αγαθής προαιρέσεως, Ιωάννης πρότερον καλούμενος. Έχων θείον
ιατρόν, προσελήφθη παρ’ αυτού, όστις απερχόμενος εις Κωνσταντινούπολιν έλαβε
μεθ’ εαυτού και τον Ιωάννην, υπό την στέγην του οποίου παρέμεινεν επί δέκα έτη
και επέκεινα.
Αλλά δυστυχώς ο θείος του ούτε την ιατρικήν τον εμάνθανεν, αλλ’ ούτε και φροντίδα καμμίαν εδείκνυε προς αυτόν και ένεκα τούτου ηναγκάσθη να αποχωρήση εκείθεν και προσελήφθη εις την υπηρεσίαν εμπόρου τινός Χίου, Φραντζέσκου και αυτού λεγομένου. Ο νέος κύριός του Φραντζέσκος δια τινα εργασίαν απήλθεν εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα Χίον, αφήσας τον Ιωάννην με άλλον τινά Χριστιανόν εις το εργαστήριόν του, χωρίς όμως να καταμετρήση τα εν αυτώ πράγματα και παραδώση αυτά λεπτομερώς. Ότε δε επανήλθεν από την χίον, διϊσχυρίζετο και εφιλονίκει προς αυτούς, ότι τα συναχθέντα χρήματα από την πώλησιν δεν συμποσούνται με την τιμήν των πωληθέντων ειδών και ότι έλειπον εξ αυτών τριάκοντα γρόσια. Και δια μεν τον άλλον Χριστιανόν δεν υπωπτεύετο τι, ως έχων δήθεν αυτόν πολλούς χρόνους πλησίον του, όλον δε το βάρος της υποψίας έρριπτεν εις τον Ιωάννην και τον ηπείλει ότι έχει να του προξενήση μεγάλας ζημίας και κακά. Ο Ιωάννης, ευρεθείς εις τοιαύτην δύσκολον θέσιν και στενοχωρηθείς πολύ, έσπευσε προς τον θείον του, τον ιατρόν, ζητών παρ’ αυτού βοήθειαν, αλλ’ εκείνος δεν τον εδέχθη. Ω και τι κακόν είναι η συκοφαντία, αγαπητοί! Ολιγοψυχήσας τότε ο Ιωάννης εκ της πολλής λύπης και μεγάλης στενοχωρίας, απήλθεν εις το βασιλικόν ανάκτορον, δια να συναντήση την μητέρα του βασιλέως των Τούρκων, Βαλιδέ λεγομένην. Και κατά πρώτον παρουσιάσθη εις τον λεγόμενον Μπας Αγάν, όστις, Αιθίοψ ων, εκαλείτο Μερτζάν Αγάς. Εις τούτον, λοιπόν, εμφανισθείς (τον οποίον εκ των προτέρων εγνώριζεν), εδήλωσε την υπόθεσιν ζητών παρ’ αυτού βοήθειαν εις την προκειμένην δυσχερή δι’ αυτόν περίπτωσιν. Εκείνος τότε ο κάκιστος σύμβουλος, δραξάμενος της ευκαιρίας, τον συνεβούλευσε να γίνη Τούρκος και ακολούθως θα του παράσχη πολλάς δωρεάς και αξιώματα, ως πολλά ισχύων προς τον βασιλέα. Τότε ο Ιωάννης, αφ’ ενός μεν από την πολλήν στενοχωρίαν του, αφ’ ετέρου δε εκ συνεργίας του διαβόλου, σκοτισθείς την διάνοιαν, έδωκε λόγον εξωμοσίας και εν τω άμα ο μιαρός εκείνος ανέφερε τούτο εις την βασιλομήτορα και αύτη εις τον Σουλτάνον. Παραλαβόντες τότε ευθύς τον Ιωάννην, τον ετούρκευσαν και τον ενέδυσαν συγχρόνως ιμάτια λαμπρά, διορίσαντες και Χότζαν τινά να τον μανθάνη τουρκικά γράμματα και τα λοιπά ήθη αυτών, ποιήσαντες χαράν επί τούτω μεγάλην εις τα ανάκτορα. Αλλ’ ο πολυέλεος Κύριος, ο γινώσκων τα πάντα προ του γενέσθαι, διήγειρε τον έλεγχον της συνειδήσεως του Ιωάννου, όστις μετά τρεις ημέρας ελθών εις εαυτόν και ανανήψας, μετενόησεν εκ καρδίας, και ελυπήθη μεγάλως δια το μέγα κακόν όπου έπαθεν· όθεν εζήτει καιρόν και τρόπον να φύγη. Παρελθουσών έκτοτε δώδεκα ημερών εύρε κατάλληλον τρόπον και έφυγεν από το κατηραμένον εκείνο παλάτιον, ευρών δε και πλοίον ανεχώρησε δια την Κριμαίαν, ένθα παρέμεινε δέκα μήνας. Αλλά μη ευρίσκων ουδεμίαν ανάπαυσιν δια το μέγα πτώμα της αρνήσεως, εσκέφθη και απεφάσισε να απέλθη και να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του γλυκυτάτου Σωτήρος ημών Χριστού. Με τοιούτους αγαθούς λογισμούς εμβάς εις πλοίον ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις τινα πνευματικόν πατέρα, παπά Συμεών καλούμενον και σκητήν τινα Ιερεμίαν, εις τους οποίους και εφανέρωσε τον περί μαρτυρίου λογισμόν του. Αλλ’ εκείνοι τον συνεβούλευσαν και ήλθεν εις Άγιον Όρος, εξελθών δε εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, απεστάλη περά των εκείσε Πατέρων εις την Ιεράν Σκήτην της Θεομήτορος Αγίας Άννης, παραγγείλαντες εις αυτόν να εύρη τον εν αυτή ασκούμενον Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, τον και προ ενός έτους προ της αφίξεως του Ιωάννου συνοδεύσαντα τον Οσιομάρτυρα Λουκάν εις Μιτυλήνην, όπου και εμαρτύρησε. Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης και περιχαρής γενόμενος, ήλθεν εις ταύτην την Ιεράν Σκήτην , ένθα ευρών τον ρηθέντα Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, προσέπεσεν εις τους πόδας του δεόμενος και παρακαλών αυτόν να τον δεχθή εις την συνοδείαν του δι’ ολίγον καιρόν, ίνα διορθωθή και ό,τι είναι θέλημα Θεού να γίνη. Ο Βησσαρίων τον εδέχθη, αποφασίσας να τον βοηθήση όσον δύναται, εγκλείσας δε αυτόν εις τι μικρόν κελλίον της καλύβης του, τον διέταξε να ποιή μετανοίας μεγάλας χιλίας το ημερονύκτιον, και να τρώγη μετά την δύσιν του ηλίου μόνον άρτον και ύδωρ, και μετ’ ου πολύ τον ενέδυσε το Μοναχικόν Σχήμα, μετονομάσας αυτόν από Ιωάννην εις Ιλαρίωνα. Πρωϊαν τινά λέγει ο Ιλαρίων προς τον Γέροντά του Ιερομόναχον Βησσαρίωνα· «Άγιε Γέρων, σκεπτόμενος εγώ αφ’ ενός μεν την ματαιότητα του κόσμου, αφ’ ετέρου δε το μέγα πτώμα της αρνήσεως εις ο περιέπεσα, έκρινα, ότι καθώς ηρνήθην τον Ποιητήν και Πλάστην μου, ούτω πάλιν να τον ομολογήσω Θεόν αληθινόν, όπως τον ηρνήθην». Εις τον αγαθόν τούτον λογισμόν και την καλήν κρίσιν και απόφασιν του Ιλαρίωνος συγκατένευσεν ο Γέρων αυτού Βησσαρίων, και ευρόντες πλοίον εισήλθον εις αυτό και ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν. Περί δε τας πρωϊνάς ώρας της αυτής ημέρας εκοινώνησε παρά του Γέροντός του των Αχράντων Μυστηρίων και μετά απήλθεν εις το βασιλικόν παλάτιον, ένθα είχεν εξωμόσει, εχάρησαν δε χαράν μεγάλην οι εκεί όντες ως τον είδον. Αμέσως δε ο Άγιος παρουσιάσθη εις τον Αγάν του και λέγει ευθαρσώς· «Γνωρίζεις τον ερχομόν μου»; «Όχι», είπεν εκείνος. Επαναλαμβάνει ο Ιλαρίων· «Ευθύς τότε που εδέχθην τον Μουσουλμανισμόν, μετά τρεις ημέρας μετενόησα πικρώς και αμέσως αφήκα το σκότος της πλάνης και επανήλθον εις το φως το θαυμαστόν της αληθείας· όθεν αναθεματίζω την θρησκείαν σας και την ομολογίαν σας». Ταύτα ακούσας εκείνος και τρόπον τινά εμβροντηθείς, λέγει εις τον Μάρτυρα· «Και τις είσαι συ, βρε»; Ο δε Μάρτυς· «Χριστιανός ήμην και είμαι και αναθεματίζω την θρησκείαν και το σαλαβάτι σας». Και ρίψας κατά γης το σαρίκι, εφόρεσε τον μαύρον σκούφον, τον οποίον είχεν εις τον κόλπον του. Ιδών τότε ο Οθωμανός εκείνος άρχων το αμετάθετον της γνώμης του, προσέταξε και τον εβασάνισαν με διαφόρους βασάνους και σκληράς τιμωρίας, αίτινες είναι εξαρθρώσεις των αρμονιών και μελών όλου του σώματος και άλλαι δειναί τιμωρίαι, τας οποίας υπομείνας ο Μάρτυς γενναίως τελευταίον απετμήθη την κεφαλήν αυτού τη κ΄ (20η) Σεπτεμβρίου του έτους 1804. Και ούτως έλαβεν ο αξιάγαστος Οσιομάρτυς Ιλαρίων, τελέσας τον κάλλιστον δρόμον, διπλούν στέφος εκ χειρός του Κυρίου, της ασκήσεως και της αθλήσεως. Ο δε Θεός θέλων να δοξάση τον Άγιον, πολλά θαυμάσια ετέλεσε δι’ αυτού, τα οποία δια συντομίαν αφήσαντες, εν μόνον σημειούμεν, το εξής. Χριστιανός τις, ονόματι Κωνσταντίνος, πιττάρης το αξίωμα, παρεκάλεσε τον Γέροντα του Αγίου Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, να υπάγη εις τον οίκον του δια να ευλογήση τα τέκνα του. Ο δε απήλθε με άλλον αδελφόν ομού, Ιωάννην καλούμενον. Ως δε εισήλθον και εκάθησαν, ήλθεν η γυνή του καλέσαντος αυτούς μετά των τριών τέκνων της και ησπάσθησαν ευλαβώς την χείρα του Αγίου Γέροντος. Έπειτα ήλθεν έτερον κοράσιόν των, έως οκτώ ετών, Αλεξάνδρα καλούμενον. Λέγει ο πατήρ του κορασίου· «Ευλόγησον το τέκνον μου, άγιε Πνευματικέ»· ηυλόγησε δε και αυτό. Τούτο όμως είχε δαιμόνιον κρυφόν και ευθύς ως το ηυλόγησεν, το εν αυτώ οικούν δαιμόνιον το έρριψε χαμαί, το δε πρόσωπόν του εμαύρισε και εξήμει και άλλα συγχρόνως άτακτα σημεία εποίει, έως ου έμεινεν ως νεκρόν. Ταύτα ιδόντες ο τε Γέρων και ο μετ’ αυτού Ιωάννης έμειναν έντρομοι. Τότε ενεθυμήθη ο Γέρων, ότι είχεν αίμα και τρίχας του Αγίου Ιλαρίωνος εις τι πανίον και μόλις ανοίξας αυτά, πριν φθάση να σφραγίση την πάσχουσαν δι’ αυτών, ω του θαύματος! αμέσως εξήμεσεν αίμα εκ του στόματός του και εν τω άμα ηγέρθη υγιές το κοράσιον. Ένθους τότε ο πατήρ αυτού έκραξε μεγαλοφώνως· «Άγιέ μου Ιλαρίων, ευχαριστώ σοι». Και ούτως εδόξασεν ο Κύριος τον δια μαρτυρικού τέλους δοξάσαντα Αυτόν άγιον Ιλαρίωνα.
Αλλά δυστυχώς ο θείος του ούτε την ιατρικήν τον εμάνθανεν, αλλ’ ούτε και φροντίδα καμμίαν εδείκνυε προς αυτόν και ένεκα τούτου ηναγκάσθη να αποχωρήση εκείθεν και προσελήφθη εις την υπηρεσίαν εμπόρου τινός Χίου, Φραντζέσκου και αυτού λεγομένου. Ο νέος κύριός του Φραντζέσκος δια τινα εργασίαν απήλθεν εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα Χίον, αφήσας τον Ιωάννην με άλλον τινά Χριστιανόν εις το εργαστήριόν του, χωρίς όμως να καταμετρήση τα εν αυτώ πράγματα και παραδώση αυτά λεπτομερώς. Ότε δε επανήλθεν από την χίον, διϊσχυρίζετο και εφιλονίκει προς αυτούς, ότι τα συναχθέντα χρήματα από την πώλησιν δεν συμποσούνται με την τιμήν των πωληθέντων ειδών και ότι έλειπον εξ αυτών τριάκοντα γρόσια. Και δια μεν τον άλλον Χριστιανόν δεν υπωπτεύετο τι, ως έχων δήθεν αυτόν πολλούς χρόνους πλησίον του, όλον δε το βάρος της υποψίας έρριπτεν εις τον Ιωάννην και τον ηπείλει ότι έχει να του προξενήση μεγάλας ζημίας και κακά. Ο Ιωάννης, ευρεθείς εις τοιαύτην δύσκολον θέσιν και στενοχωρηθείς πολύ, έσπευσε προς τον θείον του, τον ιατρόν, ζητών παρ’ αυτού βοήθειαν, αλλ’ εκείνος δεν τον εδέχθη. Ω και τι κακόν είναι η συκοφαντία, αγαπητοί! Ολιγοψυχήσας τότε ο Ιωάννης εκ της πολλής λύπης και μεγάλης στενοχωρίας, απήλθεν εις το βασιλικόν ανάκτορον, δια να συναντήση την μητέρα του βασιλέως των Τούρκων, Βαλιδέ λεγομένην. Και κατά πρώτον παρουσιάσθη εις τον λεγόμενον Μπας Αγάν, όστις, Αιθίοψ ων, εκαλείτο Μερτζάν Αγάς. Εις τούτον, λοιπόν, εμφανισθείς (τον οποίον εκ των προτέρων εγνώριζεν), εδήλωσε την υπόθεσιν ζητών παρ’ αυτού βοήθειαν εις την προκειμένην δυσχερή δι’ αυτόν περίπτωσιν. Εκείνος τότε ο κάκιστος σύμβουλος, δραξάμενος της ευκαιρίας, τον συνεβούλευσε να γίνη Τούρκος και ακολούθως θα του παράσχη πολλάς δωρεάς και αξιώματα, ως πολλά ισχύων προς τον βασιλέα. Τότε ο Ιωάννης, αφ’ ενός μεν από την πολλήν στενοχωρίαν του, αφ’ ετέρου δε εκ συνεργίας του διαβόλου, σκοτισθείς την διάνοιαν, έδωκε λόγον εξωμοσίας και εν τω άμα ο μιαρός εκείνος ανέφερε τούτο εις την βασιλομήτορα και αύτη εις τον Σουλτάνον. Παραλαβόντες τότε ευθύς τον Ιωάννην, τον ετούρκευσαν και τον ενέδυσαν συγχρόνως ιμάτια λαμπρά, διορίσαντες και Χότζαν τινά να τον μανθάνη τουρκικά γράμματα και τα λοιπά ήθη αυτών, ποιήσαντες χαράν επί τούτω μεγάλην εις τα ανάκτορα. Αλλ’ ο πολυέλεος Κύριος, ο γινώσκων τα πάντα προ του γενέσθαι, διήγειρε τον έλεγχον της συνειδήσεως του Ιωάννου, όστις μετά τρεις ημέρας ελθών εις εαυτόν και ανανήψας, μετενόησεν εκ καρδίας, και ελυπήθη μεγάλως δια το μέγα κακόν όπου έπαθεν· όθεν εζήτει καιρόν και τρόπον να φύγη. Παρελθουσών έκτοτε δώδεκα ημερών εύρε κατάλληλον τρόπον και έφυγεν από το κατηραμένον εκείνο παλάτιον, ευρών δε και πλοίον ανεχώρησε δια την Κριμαίαν, ένθα παρέμεινε δέκα μήνας. Αλλά μη ευρίσκων ουδεμίαν ανάπαυσιν δια το μέγα πτώμα της αρνήσεως, εσκέφθη και απεφάσισε να απέλθη και να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του γλυκυτάτου Σωτήρος ημών Χριστού. Με τοιούτους αγαθούς λογισμούς εμβάς εις πλοίον ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις τινα πνευματικόν πατέρα, παπά Συμεών καλούμενον και σκητήν τινα Ιερεμίαν, εις τους οποίους και εφανέρωσε τον περί μαρτυρίου λογισμόν του. Αλλ’ εκείνοι τον συνεβούλευσαν και ήλθεν εις Άγιον Όρος, εξελθών δε εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, απεστάλη περά των εκείσε Πατέρων εις την Ιεράν Σκήτην της Θεομήτορος Αγίας Άννης, παραγγείλαντες εις αυτόν να εύρη τον εν αυτή ασκούμενον Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, τον και προ ενός έτους προ της αφίξεως του Ιωάννου συνοδεύσαντα τον Οσιομάρτυρα Λουκάν εις Μιτυλήνην, όπου και εμαρτύρησε. Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης και περιχαρής γενόμενος, ήλθεν εις ταύτην την Ιεράν Σκήτην , ένθα ευρών τον ρηθέντα Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, προσέπεσεν εις τους πόδας του δεόμενος και παρακαλών αυτόν να τον δεχθή εις την συνοδείαν του δι’ ολίγον καιρόν, ίνα διορθωθή και ό,τι είναι θέλημα Θεού να γίνη. Ο Βησσαρίων τον εδέχθη, αποφασίσας να τον βοηθήση όσον δύναται, εγκλείσας δε αυτόν εις τι μικρόν κελλίον της καλύβης του, τον διέταξε να ποιή μετανοίας μεγάλας χιλίας το ημερονύκτιον, και να τρώγη μετά την δύσιν του ηλίου μόνον άρτον και ύδωρ, και μετ’ ου πολύ τον ενέδυσε το Μοναχικόν Σχήμα, μετονομάσας αυτόν από Ιωάννην εις Ιλαρίωνα. Πρωϊαν τινά λέγει ο Ιλαρίων προς τον Γέροντά του Ιερομόναχον Βησσαρίωνα· «Άγιε Γέρων, σκεπτόμενος εγώ αφ’ ενός μεν την ματαιότητα του κόσμου, αφ’ ετέρου δε το μέγα πτώμα της αρνήσεως εις ο περιέπεσα, έκρινα, ότι καθώς ηρνήθην τον Ποιητήν και Πλάστην μου, ούτω πάλιν να τον ομολογήσω Θεόν αληθινόν, όπως τον ηρνήθην». Εις τον αγαθόν τούτον λογισμόν και την καλήν κρίσιν και απόφασιν του Ιλαρίωνος συγκατένευσεν ο Γέρων αυτού Βησσαρίων, και ευρόντες πλοίον εισήλθον εις αυτό και ήλθον εις Κωνσταντινούπολιν. Περί δε τας πρωϊνάς ώρας της αυτής ημέρας εκοινώνησε παρά του Γέροντός του των Αχράντων Μυστηρίων και μετά απήλθεν εις το βασιλικόν παλάτιον, ένθα είχεν εξωμόσει, εχάρησαν δε χαράν μεγάλην οι εκεί όντες ως τον είδον. Αμέσως δε ο Άγιος παρουσιάσθη εις τον Αγάν του και λέγει ευθαρσώς· «Γνωρίζεις τον ερχομόν μου»; «Όχι», είπεν εκείνος. Επαναλαμβάνει ο Ιλαρίων· «Ευθύς τότε που εδέχθην τον Μουσουλμανισμόν, μετά τρεις ημέρας μετενόησα πικρώς και αμέσως αφήκα το σκότος της πλάνης και επανήλθον εις το φως το θαυμαστόν της αληθείας· όθεν αναθεματίζω την θρησκείαν σας και την ομολογίαν σας». Ταύτα ακούσας εκείνος και τρόπον τινά εμβροντηθείς, λέγει εις τον Μάρτυρα· «Και τις είσαι συ, βρε»; Ο δε Μάρτυς· «Χριστιανός ήμην και είμαι και αναθεματίζω την θρησκείαν και το σαλαβάτι σας». Και ρίψας κατά γης το σαρίκι, εφόρεσε τον μαύρον σκούφον, τον οποίον είχεν εις τον κόλπον του. Ιδών τότε ο Οθωμανός εκείνος άρχων το αμετάθετον της γνώμης του, προσέταξε και τον εβασάνισαν με διαφόρους βασάνους και σκληράς τιμωρίας, αίτινες είναι εξαρθρώσεις των αρμονιών και μελών όλου του σώματος και άλλαι δειναί τιμωρίαι, τας οποίας υπομείνας ο Μάρτυς γενναίως τελευταίον απετμήθη την κεφαλήν αυτού τη κ΄ (20η) Σεπτεμβρίου του έτους 1804. Και ούτως έλαβεν ο αξιάγαστος Οσιομάρτυς Ιλαρίων, τελέσας τον κάλλιστον δρόμον, διπλούν στέφος εκ χειρός του Κυρίου, της ασκήσεως και της αθλήσεως. Ο δε Θεός θέλων να δοξάση τον Άγιον, πολλά θαυμάσια ετέλεσε δι’ αυτού, τα οποία δια συντομίαν αφήσαντες, εν μόνον σημειούμεν, το εξής. Χριστιανός τις, ονόματι Κωνσταντίνος, πιττάρης το αξίωμα, παρεκάλεσε τον Γέροντα του Αγίου Ιερομόναχον Βησσαρίωνα, να υπάγη εις τον οίκον του δια να ευλογήση τα τέκνα του. Ο δε απήλθε με άλλον αδελφόν ομού, Ιωάννην καλούμενον. Ως δε εισήλθον και εκάθησαν, ήλθεν η γυνή του καλέσαντος αυτούς μετά των τριών τέκνων της και ησπάσθησαν ευλαβώς την χείρα του Αγίου Γέροντος. Έπειτα ήλθεν έτερον κοράσιόν των, έως οκτώ ετών, Αλεξάνδρα καλούμενον. Λέγει ο πατήρ του κορασίου· «Ευλόγησον το τέκνον μου, άγιε Πνευματικέ»· ηυλόγησε δε και αυτό. Τούτο όμως είχε δαιμόνιον κρυφόν και ευθύς ως το ηυλόγησεν, το εν αυτώ οικούν δαιμόνιον το έρριψε χαμαί, το δε πρόσωπόν του εμαύρισε και εξήμει και άλλα συγχρόνως άτακτα σημεία εποίει, έως ου έμεινεν ως νεκρόν. Ταύτα ιδόντες ο τε Γέρων και ο μετ’ αυτού Ιωάννης έμειναν έντρομοι. Τότε ενεθυμήθη ο Γέρων, ότι είχεν αίμα και τρίχας του Αγίου Ιλαρίωνος εις τι πανίον και μόλις ανοίξας αυτά, πριν φθάση να σφραγίση την πάσχουσαν δι’ αυτών, ω του θαύματος! αμέσως εξήμεσεν αίμα εκ του στόματός του και εν τω άμα ηγέρθη υγιές το κοράσιον. Ένθους τότε ο πατήρ αυτού έκραξε μεγαλοφώνως· «Άγιέ μου Ιλαρίων, ευχαριστώ σοι». Και ούτως εδόξασεν ο Κύριος τον δια μαρτυρικού τέλους δοξάσαντα Αυτόν άγιον Ιλαρίωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου