Ιωάννης ο νέος Μάρτυς του Χριστού ήτο από την περίφημον νήσον Κρήτην,
ευρίσκετο δε εις την Νέαν Έφεσον, την τουρκιστί λαλουμένην Κουσαντάσι· ήτο
γεωργός το επάγγελμα, νέος την ηλικίαν, άγαμος έτι, και μόνον αρραβωμισμένος με
μίαν κόρην, επηνείτο δε ως κόσμιος και σώφρων και δια πολλών αρετών
εστολισμένος· το δε μαρτυρικόν τέλος του εβεβαίωσε και τα άλλα του προτερήματα.
Ούτος λοιπόν εκάλεσέ ποτε δύο συμπατριώτας του Κρητικούς από τα Σφακιά, και
επήγαν να συνευθυμήσουν έξω από την πόλιν ταύτην μακράν, ένθα εγίνετο εορτή και
πανήγυρις της Αποτομής του Τιμίου Προδρόμου, κατά την εικοστήν ενάτην του
Αυγούστου μηνός· και συνήγοντο εκεί κατά παλαιάν συνήθειαν πολλοί, και
επανηγύριζον, περισσότερον με φαγοπότια και μέθας, παρά με χριστιανικήν
ευλάβειαν και τιμήν εις τον Τίμιον Ιωάννην τον Πρόδρομον.
Ενώ λοιπόν έτρωγον και έπινον ούτοι, ο Ιωάννης και οι δύο Σφακιανοί, συνέβη να περάσουν εκείθεν οι άνθρωποι του αγά, και βλέποντες εκεί ξένους, εγύρισαν προς αυτούς, ζητούντες απ’ αυτούς φόρον, ήτοι το σύνηθες κεφαλιάτικον, το οποίον κοινώς λέγεται χαράτζι· οι Σφακιανοί όμως ουδαμώς ήθελον να δώσουν, ούτε πολύ ούτε ολίγον· και λοιπόν οι του αγά μετ’ εξουσίας ήπλωσαν και επήραν εξ αυτών εν τυφέκιον· και εκ του εναντίου απλώσαντες οι Σφακιανοί, λαμβάνουν αυτό, και σύροντες αυτό με περισσοτέραν δύναμιν και βίαν, απέσπασαν αυτό από τας χείρας του αγά· τέλος με εκείνο το ίδιον όπλον ή και άλλως πως απέκτειναν ένα εξ αυτών, ετραυμάτισαν δε και τους άλλους δια μαχαιρών και ευθύς απέδρασαν δια τον φόβον της συλλήψεως. Ο δε Ιωάννης, θαρρών εις την αθωότητά του, επήγεν εις τον αγρόν του, και εκάθησεν εις το οίκημά του, μη συλλογισθείς όλως των Τούρκων την φιλέκδικον διάθεσιν, και ότι παραμικρόν μόνον αφορμήν θέλουν και ευθύς είναι έτοιμοι να κακοποιήσωσιν, είτε έπταισέ τις είτε και δεν έπταισε· κα μάλιστα εδώ, όπου ο φονευθείς και του αγά ήτο άνθρωπος και αδελφόν είχε, ζητούντα το αίμα τού αδελφού του. Μετά μίαν ημέραν δραμόντες οι Τούρκοι εκεί όπου εκάθητο ο Ιωάννης, τον ήρπασαν μετ’ οργής και αγριότητος μεγάλης, ως καθαυτό φονέα, λέγοντες, ότι δεν διαφέρει ή εκείνον ή τούτον συνέλαβον, ότι συνωμόται και σύντροφοι ήσαν· και ούτω σύροντες αυτόν ως θηρία, και δι’ όλης της μακράς οδού τύπτοντες και πληγώνοντες αυτόν βαρβαρικώτατα ως κακούργοι, τον έφεραν εις την χώραν, και ευθύς τον έβαλον εις την φυλακήν, απαγορεύσαντες αυστηρότατα να μη τολμήση να τον πλησιάση τις, ούτε προς παρηγορίαν, ούτε προς ολίγην τροφήν, εκτός αν του έρριπτον οι δούλοι ολίγα ψιχία, ως εις σκύλον. Διήρκεσε δε αύτη η σκληρά προσταγή ημέρας δεκαέξ, και το αίτιον, δια το οποίον ευθύς δεν τον εκρέμασαν ως φονέα, ήτο πρώτος ο αδελφός του φονευθέντος, ότι αυτός ηβουλήθη και εκαυχήθη, ότι δύναται να τον καταπείση να αρνηθή την πίστιν του, και αφού τουρκεύση να του συγχωρήση το σφάλμα του και να τον καταστήση εις τον τόπον του φονευθέντος αδελφού του· ύστερα από τούτον, ουδέ ο κριτής δεν εύρισκεν εύλογον να τον κρεμάση, επειδή αυτός δεν εφόνευσεν, αλλά άλλος ξένος και έφυγε. Πλην οι άλλοι αγάδες έλεγον· «Όχι, δεν πρέπει να μείνη, αλλά να κρεμασθή, ως σύντροφος εκείνων». Τέλος πάντων έστερξαν όλοι και ο κριτής εις την πρότασιν του αδελφού του φονευθέντος, ότι, εάν μεν δεχθή να τουρκεύση, τότε να σωθή και από την φυλακήν να τον εξαγάγωσι με δόξαν και τιμήν· ειδεμή τότε να τον κρεμάσουν εξ αποφάσεως· όπερ και εγένετο. Εβάλθησαν λοιπόν με όλα των, μετεχειρίσθησαν τρόπους πολλούς και δεινούς και κολακευτικούς, υποσχόμενοι εις αυτόν πολλά και μεγάλα του κόσμου αγαθά δια να τον καταπείσουν, καθώς τα συνειθίζουν πάντοτε και τέλος τον εφοβέρισαν, κάμνοντες εις αυτόν απειλάς διαφόρους, δια να τον τρομοκρατήσουν, αλλ’ όμως εματαιώθησαν οι σκοποί αυτών και οι κόποι, επειδή ο καλός Ιωάννης εθεμελίωσε καλώς την οικίαν της ψυχής του επάνω εις την νοητήν πέτραν, και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και η οικία εκεί έμεινε, στερεά ιδρυμένη εις την πίστιν την αληθινήν και αγίαν και αμώμητον, ένα και μόνον λόγον λέγων· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω, Ιωάννης ονομάζομαι, δεν αλλάζω ούτε την πίστν μου ούτε το όνομά μου». Ως φαίνεται, ωραίος θα ήτο ούτος ο νεανίας· όθεν και λέγεται, ότι και η κόρη του κριτού, ευρούσα τρόπον, προσήλθεν ως δήθεν φιλανθρωπία και συμπαθεία κινηθείσα ή μάλλον ειπείν υπό του διαβόλου καθοπλισθείσα με του έρωτος τα βέλη, και τον παρεκίνει να λυπηθή την νεότητά του και να τουρκεύση δια να σώση την ζωήν του· αλλ’ ουδέ το δέλεαρ τούτο εχρησίμευσεν εις αυτούς και κατησχύνθησαν και εκ τούτου ομού με τον διάβολον τον πατέρα των. Τέλος πάντων απελπισθέντες δια την εξώμοσιν, τη 15η Σεπτεμβρίου 1811, γενομένης της αποφάσεως δια να κρεμασθή, συρόμενος ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης εφαίνετο φαιδρός και αγαλλόμενος, ως πορευόμενος εις καμμίαν διασκέδασιν, και δι’ όλης της οδού την Κυρίαν Θεοτόκον επεκαλείτο εις βοήθειάν του ο μακάριος λέγων· «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι». Παρά πάντων δε των Χριστιανών, όπου υπήντα, εζήτει συγχώρησιν· και τέλος, με τοιαύτα καλά εφόδια έλαβε δια της αγχόνης το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς, προτιμήσας τον δι’ αγχόνης θάνατον υπέρ πάντα τα τίμια και λαμπρά της γης. Συνέβη δε εκ τινος περιστάσεως κατ’ εκείνην την εσπέραν να διαμείνη έξω της πόλεως η συνοδεία η φέρουσα εις ταύτην τον σίτον, δια το πλήθος των καμήλων· όθεν και οι οδηγούντες αυτάς ηναγκάσθησαν να διανυκτερεύσωσιν εις το ύπαιθρον. Τούτο δε φαίνεται ο Θεός ωκονόμησε δια να φανερώση εις τα έθνη και την αθωότητα του ανδρός, και την θειότητα της χριστιανικής Πίστεως. Διότι καταλύσαντες ούτοι με τας καμήλους των προς το μέρος εκείνο της καταδίκης, εγένοντο ακούσιοι μάρτυρες εκείνων τα οποία είδον. Βλέπουν λοιπόν κατά την νύκτα εκείνην φως μέγα κατελθόν ουρανόθεν, όπερ εκάθισεν επάνω εις το μαρτυρικόν εκείνο σώμα· και τούτο όλην την νύκτα βλέποντες, εξίσταντο και συνείχοντο υπό φόβου. Ημέρας δε γενομένης, έσπευσαν εις τον κριτήν και διηγήθησαν το όραμα μετά πολλής εκπλήξεως. Ο δε κριτής ταύτα ακούσας και πιστεύσας εις αυτούς, εκστατικός γενόμενος, εβόα· «Κρίμα, κρίμα», αποδίδων το θαύμα εις την αθωότητα του Μάρτυρος, ουχί δε και εις την αγιότητα της χριστιανικής Πίστεως· αλλά και ούτως ανεγνώριζον την αθωότητα του καλού Ιωάννου. Άλλοι δε αγνοούντες και τα δύο έλεγον· «Επειδή ο άπιστος Γκιαούρης εφόνευσεν εμίρην Τούρκον, ο Θεός έρριψε πυρ δια να τον κατακαύση». Μετά τρεις ημέρας εδόθη άδεια εις τους Χριστιανούς, οίτινες λαβόντες το άγιον λείψανον έθαψαν αυτό εντίμως ες την αυλήν του Αγίου Γεωργίου, τη 18η του αυτού μηνός. ΕΕγένετο δε τότε και το εξής θαύμα. Γυνή τις ενός εκ των πλέον ευγενών Χριστιανών έπασχε πάθος πολυχρόνιον, ημικρανίαν καλούμενον, ουδαμού δε ηδύνατο επί πολλά έτη να εύρη θεραπείαν. Όθεν εζήτησε και της έφεραν μέρος τι του ενδύματός του και του μαρτυρικού σχοινίου του, και δι’ αυτών καπνισθείσα έλαβε τελείαν την θεραπείαν του πάθους της και εδόξασε τον Θεόν και τον καλλίνικον αυτού Αθλητήν Ιωάννην. Αυτού αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι και ημάς ο Θεός. Αμήν.
Ενώ λοιπόν έτρωγον και έπινον ούτοι, ο Ιωάννης και οι δύο Σφακιανοί, συνέβη να περάσουν εκείθεν οι άνθρωποι του αγά, και βλέποντες εκεί ξένους, εγύρισαν προς αυτούς, ζητούντες απ’ αυτούς φόρον, ήτοι το σύνηθες κεφαλιάτικον, το οποίον κοινώς λέγεται χαράτζι· οι Σφακιανοί όμως ουδαμώς ήθελον να δώσουν, ούτε πολύ ούτε ολίγον· και λοιπόν οι του αγά μετ’ εξουσίας ήπλωσαν και επήραν εξ αυτών εν τυφέκιον· και εκ του εναντίου απλώσαντες οι Σφακιανοί, λαμβάνουν αυτό, και σύροντες αυτό με περισσοτέραν δύναμιν και βίαν, απέσπασαν αυτό από τας χείρας του αγά· τέλος με εκείνο το ίδιον όπλον ή και άλλως πως απέκτειναν ένα εξ αυτών, ετραυμάτισαν δε και τους άλλους δια μαχαιρών και ευθύς απέδρασαν δια τον φόβον της συλλήψεως. Ο δε Ιωάννης, θαρρών εις την αθωότητά του, επήγεν εις τον αγρόν του, και εκάθησεν εις το οίκημά του, μη συλλογισθείς όλως των Τούρκων την φιλέκδικον διάθεσιν, και ότι παραμικρόν μόνον αφορμήν θέλουν και ευθύς είναι έτοιμοι να κακοποιήσωσιν, είτε έπταισέ τις είτε και δεν έπταισε· κα μάλιστα εδώ, όπου ο φονευθείς και του αγά ήτο άνθρωπος και αδελφόν είχε, ζητούντα το αίμα τού αδελφού του. Μετά μίαν ημέραν δραμόντες οι Τούρκοι εκεί όπου εκάθητο ο Ιωάννης, τον ήρπασαν μετ’ οργής και αγριότητος μεγάλης, ως καθαυτό φονέα, λέγοντες, ότι δεν διαφέρει ή εκείνον ή τούτον συνέλαβον, ότι συνωμόται και σύντροφοι ήσαν· και ούτω σύροντες αυτόν ως θηρία, και δι’ όλης της μακράς οδού τύπτοντες και πληγώνοντες αυτόν βαρβαρικώτατα ως κακούργοι, τον έφεραν εις την χώραν, και ευθύς τον έβαλον εις την φυλακήν, απαγορεύσαντες αυστηρότατα να μη τολμήση να τον πλησιάση τις, ούτε προς παρηγορίαν, ούτε προς ολίγην τροφήν, εκτός αν του έρριπτον οι δούλοι ολίγα ψιχία, ως εις σκύλον. Διήρκεσε δε αύτη η σκληρά προσταγή ημέρας δεκαέξ, και το αίτιον, δια το οποίον ευθύς δεν τον εκρέμασαν ως φονέα, ήτο πρώτος ο αδελφός του φονευθέντος, ότι αυτός ηβουλήθη και εκαυχήθη, ότι δύναται να τον καταπείση να αρνηθή την πίστιν του, και αφού τουρκεύση να του συγχωρήση το σφάλμα του και να τον καταστήση εις τον τόπον του φονευθέντος αδελφού του· ύστερα από τούτον, ουδέ ο κριτής δεν εύρισκεν εύλογον να τον κρεμάση, επειδή αυτός δεν εφόνευσεν, αλλά άλλος ξένος και έφυγε. Πλην οι άλλοι αγάδες έλεγον· «Όχι, δεν πρέπει να μείνη, αλλά να κρεμασθή, ως σύντροφος εκείνων». Τέλος πάντων έστερξαν όλοι και ο κριτής εις την πρότασιν του αδελφού του φονευθέντος, ότι, εάν μεν δεχθή να τουρκεύση, τότε να σωθή και από την φυλακήν να τον εξαγάγωσι με δόξαν και τιμήν· ειδεμή τότε να τον κρεμάσουν εξ αποφάσεως· όπερ και εγένετο. Εβάλθησαν λοιπόν με όλα των, μετεχειρίσθησαν τρόπους πολλούς και δεινούς και κολακευτικούς, υποσχόμενοι εις αυτόν πολλά και μεγάλα του κόσμου αγαθά δια να τον καταπείσουν, καθώς τα συνειθίζουν πάντοτε και τέλος τον εφοβέρισαν, κάμνοντες εις αυτόν απειλάς διαφόρους, δια να τον τρομοκρατήσουν, αλλ’ όμως εματαιώθησαν οι σκοποί αυτών και οι κόποι, επειδή ο καλός Ιωάννης εθεμελίωσε καλώς την οικίαν της ψυχής του επάνω εις την νοητήν πέτραν, και ήλθον οι ποταμοί και έπνευσαν οι άνεμοι και η οικία εκεί έμεινε, στερεά ιδρυμένη εις την πίστιν την αληθινήν και αγίαν και αμώμητον, ένα και μόνον λόγον λέγων· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω, Ιωάννης ονομάζομαι, δεν αλλάζω ούτε την πίστν μου ούτε το όνομά μου». Ως φαίνεται, ωραίος θα ήτο ούτος ο νεανίας· όθεν και λέγεται, ότι και η κόρη του κριτού, ευρούσα τρόπον, προσήλθεν ως δήθεν φιλανθρωπία και συμπαθεία κινηθείσα ή μάλλον ειπείν υπό του διαβόλου καθοπλισθείσα με του έρωτος τα βέλη, και τον παρεκίνει να λυπηθή την νεότητά του και να τουρκεύση δια να σώση την ζωήν του· αλλ’ ουδέ το δέλεαρ τούτο εχρησίμευσεν εις αυτούς και κατησχύνθησαν και εκ τούτου ομού με τον διάβολον τον πατέρα των. Τέλος πάντων απελπισθέντες δια την εξώμοσιν, τη 15η Σεπτεμβρίου 1811, γενομένης της αποφάσεως δια να κρεμασθή, συρόμενος ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης εφαίνετο φαιδρός και αγαλλόμενος, ως πορευόμενος εις καμμίαν διασκέδασιν, και δι’ όλης της οδού την Κυρίαν Θεοτόκον επεκαλείτο εις βοήθειάν του ο μακάριος λέγων· «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι». Παρά πάντων δε των Χριστιανών, όπου υπήντα, εζήτει συγχώρησιν· και τέλος, με τοιαύτα καλά εφόδια έλαβε δια της αγχόνης το μακάριον τέλος του μαρτυρίου, και τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς, προτιμήσας τον δι’ αγχόνης θάνατον υπέρ πάντα τα τίμια και λαμπρά της γης. Συνέβη δε εκ τινος περιστάσεως κατ’ εκείνην την εσπέραν να διαμείνη έξω της πόλεως η συνοδεία η φέρουσα εις ταύτην τον σίτον, δια το πλήθος των καμήλων· όθεν και οι οδηγούντες αυτάς ηναγκάσθησαν να διανυκτερεύσωσιν εις το ύπαιθρον. Τούτο δε φαίνεται ο Θεός ωκονόμησε δια να φανερώση εις τα έθνη και την αθωότητα του ανδρός, και την θειότητα της χριστιανικής Πίστεως. Διότι καταλύσαντες ούτοι με τας καμήλους των προς το μέρος εκείνο της καταδίκης, εγένοντο ακούσιοι μάρτυρες εκείνων τα οποία είδον. Βλέπουν λοιπόν κατά την νύκτα εκείνην φως μέγα κατελθόν ουρανόθεν, όπερ εκάθισεν επάνω εις το μαρτυρικόν εκείνο σώμα· και τούτο όλην την νύκτα βλέποντες, εξίσταντο και συνείχοντο υπό φόβου. Ημέρας δε γενομένης, έσπευσαν εις τον κριτήν και διηγήθησαν το όραμα μετά πολλής εκπλήξεως. Ο δε κριτής ταύτα ακούσας και πιστεύσας εις αυτούς, εκστατικός γενόμενος, εβόα· «Κρίμα, κρίμα», αποδίδων το θαύμα εις την αθωότητα του Μάρτυρος, ουχί δε και εις την αγιότητα της χριστιανικής Πίστεως· αλλά και ούτως ανεγνώριζον την αθωότητα του καλού Ιωάννου. Άλλοι δε αγνοούντες και τα δύο έλεγον· «Επειδή ο άπιστος Γκιαούρης εφόνευσεν εμίρην Τούρκον, ο Θεός έρριψε πυρ δια να τον κατακαύση». Μετά τρεις ημέρας εδόθη άδεια εις τους Χριστιανούς, οίτινες λαβόντες το άγιον λείψανον έθαψαν αυτό εντίμως ες την αυλήν του Αγίου Γεωργίου, τη 18η του αυτού μηνός. ΕΕγένετο δε τότε και το εξής θαύμα. Γυνή τις ενός εκ των πλέον ευγενών Χριστιανών έπασχε πάθος πολυχρόνιον, ημικρανίαν καλούμενον, ουδαμού δε ηδύνατο επί πολλά έτη να εύρη θεραπείαν. Όθεν εζήτησε και της έφεραν μέρος τι του ενδύματός του και του μαρτυρικού σχοινίου του, και δι’ αυτών καπνισθείσα έλαβε τελείαν την θεραπείαν του πάθους της και εδόξασε τον Θεόν και τον καλλίνικον αυτού Αθλητήν Ιωάννην. Αυτού αγίαις πρεσβείαις ελεήσαι και σώσαι και ημάς ο Θεός. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου