Βησσαρίων Β΄ ο αοίδιμος πατήρ ημών, ο του Πατρός των φώτων υιός· ο κατά
τους Προφήτας τη αληθεία άνθρωπος του Θεού· ο κατά τον Μωϋσήν, πιστός θεράπων
εν τω οίκω του Θεού· ο κατά τον Δανιήλ, ανήρ επιθυμιών των του Πνεύματος· και ο
κατά Απόστολον, οικονόμος και υπηρέτης των του Χριστού μυστηρίων, πατρίδα είχε
την εν Θετταλία ευρισκομένην και παρά πάντων κοινώς ονομαζομένην Μεγάλην
Πόρταν· διότι τα εκείσε δύο βουνά πλησιάζοντα το εν εις το άλλο και στενεύοντα
τον τόπον, σχηματίζουσιν από μακρόθεν ως μίαν μεγάλην θύραν. Αύτη ούτε πολλά
μεγάλη και περιφανής ήτο ούτε πάλιν μικρά και ευτελής, αλλά μετρία εις το όνομα
και εις τον πλουτισμόν, υπερβαίνουσαν όμως τας άλλας πόλεις της Θεσσαλίας τόσον
δια το πλήθος των υδάτων, τα οποία αυτήν πλημμυρούσιν, όσον και δια τον εν αυτή
περίφημον και θαυμαστόν Ναόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, όστις είναι
οικοδομή παλαιά και βασιλική.
Οι γονείς του Αγίου ήσαν άνθρωποι ούτε πολύ πλούσιοι ούτε πολύ πτωχοί, αλλ’ εν αυταρκεία έχοντες τα του βίου πράγματα, καθώς τούτο ζητεί από τον Θεόν και ο Παροιμιαστής λέγων· «Πλούτον δε και πενίαν μη μοι δως· σύνταξον δε μοι τα δέοντα και τα αυτάρκη» (Παρ. 30: 8), εν απλότητι και δικαιοσύνη πορευόμενοι, και με τους ιδίους των κόπους εξοικονομούντες τα προς την ζωήν αναγκαία· και προ πάντων ήσαν πεπλουτισμένοι τον πλούτον της προς Θεόν Ορθοδοξίας και πίστεως, όστις είναι και μόνος και κύριος και αληθινός πλούτος, τον οποίον, όταν έχη ο άνθρωπος, έχει όλους τους θησαυρούς του κόσμου, έστω και αν είναι πάμπτωχος, και όταν δεν τον έχη, δεν έχει ούτε ένα οβολόν, έστω και αν είναι υπέρπλουτος, καθώς το ορίζει και ο σοφός Σολομών· «Του πιστού όλος ο κόσμος των χρημάτων· του δε απίστου ούτε οβολός» (Παροιμ. ιζ: 6). Από τοιούτους λοιπόν γονείς γεννηθείς ο Άγιο;, ανετράφη παρ’ αυτών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος να ανατρέφωσι τα τέκνα των οι γονείς (Εφεσ. στ: 4)· και εδόθη από αυτούς εις διδασκάλους, δια να μανθάνη τα ιερά γράμματα, τα λεγόμενα τότε κοινά, τα οποία και έμαθεν, έως να φθάση εις τον δέκατον χρόνον της ηλικίας του, καθό ευφυής εις τον νουν· όθεν εκ της μαθήσεως των ιερών γραμμάτων εθερμάνθη ο Άγιος εις την αγάπην του Θεού· εσκέφθη ότι όλα του κόσμου τα πράγματα είναι φθαρτά και μάταια, και δια τούτο απέβαλεν από την καρδίαν του και εμίσησε παιδιόθεν γάμον, πλούτον, δόξαν και λοιπάς ηδονάς, ηγάπησε δε την παρθενίαν και την αγγελικήν ζωήν των Μοναχών και εκ νεαράς του ηλικίας ηθέλησε να σηκώση τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, καθώς λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας· «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν νεότητι αυτού» (Θρήν. Γ: 27). Και ω! πόσον αληθώς επληρώθη εις τούτον τον Άγιον εκείνο όπου έγραψεν ο θείος Παύλος προς τον Απόστολον Τιμόθεον περί των γραμμάτων, λέγων εις αυτόν· «Από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας, τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν» (Β΄ Τιμοθ. γ: 15). Διότι πλησίον εις την γεροντικήν φρόνησιν, όπου είχε παοδιόθεν ούτος ο Άγιος, πλησίον εις την αγαθήν προαίρεσιν όπου είχεν εκ νεότητος εις το καλόν, και πλησίον εις την θείαν Χάριν όπου είχε πάντοτε και παρεκίνει εσωτερικώς την ψυχήν του εις την αρετήν, είχεν ακόμη και μεγάλην βοήθειαν των ιερών γραμμάτων την μάθησιν· όθεν δια μέσου αυτών αναγινώσκων διάφορα βιβλία και μελετών τους εναρέτους Βίους των Αγίων, ηγάπησε να ομοιωθή και αυτός με αυτούς· και ούτως εσοφίσθη δια να εύρη την σωτηρίαν της πολυτίμου και αθανάτου ψυχής (καθώς πρέπει να κάμουν και όσοι άλλοι ηξεύρουν γράμματα). Πόθεν δε τούτο είναι φανερόν; Από τους χρόνους, κατά τους οποίους εμίσησε τον κόσμον και ανεχώρησεν. Επειδή, ων ο Άγιος δέκα μόνον χρόνων παιδάριον και ευρισκόμενος εις την παιδικήν εκείνην ηλικίαν, εις την οποίαν φυσικά τα παιδία αγαπούν τους γονείς και συγγενείς και τους ομήλικάς των, απεστράφη όλους ο αοίδιμος και επεθύμησεν υψηλοτέραν και αγιωτέραν ζωήν, ως επτερωμένος εις τον θείον έρωτα. Όθεν παραιτήσας πατέρα, μητέρα, αδελφούς, συγγενείς, πατρικόν οίκον, τους συνηλικιώτας του πάντας, τρέχει ως διψώσα έλαφος εις τον τότε Μητροπολίτην της Λαρίσης τον αγιώτατον Μάρκον, όστις ευρίσκετο εις τα Τρίκκαλα, ένθα κατώκουν όλοι οι Μητροπολίται της Λαρίσης, αφ’ ης η Λάρισα εκυριεύθη από τους Τούρκους, όστις καθώς ήτο εστολισμένος με την αξίαν της αρχιερωσύνης, ούτω και πολλώ μάλλον ήτο εστολισμένος με εκείνας τας θεουργούς αρετάς και εν μέσω του κόσμου ευρισκόμενος υπερέβαινεν εις την άσκησιν τους εν τη ερήμω Μοναχούς. Και ιδού εν πρώτοις γίνεται μιμητής ο Άγιος Βησσαρίων του Πατριάρχου Αβραάμ, όστις υπήκουσε του Θεού, και ανεχώρησεν από τον πατέρα του, επειδή, κτά τον Άγιον Ιωάννην της Κλίμακος, η πρώτη βαθμίς της ουρανίου κλίμακος είναι το να ξενιτευθή τις δια τον Θεόν και την πατρίδα του. Εις τοιούτον λοιπόν αγιώτατον άνδρα ελθών ο θείος Βησσαρίων υποτάσσει όχι μόνον όλα του τα θελήματα, αλλά και όλα τα φρονήματα, το οποίον είναι δυσκολώτερον· και δεικνύει προς τον Γέροντά του μίαν αληθινήν και τελείαν υποταγήν και μεγάλην υπακοήν, διαφυλάττων ακριβώς τα εξ εκείνα γνωρίσματα, όπου έχει η υπακοή· ήτοι α΄) Δεν έκρυπτεν εις την καρδίαν του κανένα λογισμόν, αλλά εφανέρωνεν εις τον Γέροντά του δια της εξομολογήσεως όλα τα κρυπτά της καρδίας του, δια το οποίον γράφει ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος· β΄) Είχε βεβαίαν αγάπην εις τον Γέροντά του και όχι πλαστήν και ψευδή υποταγήν, καθώς λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος· γ΄) Είχε πίστιν καθαράν και άδολον εις αυτόν και ενόμιζεν, ότι βλέπων τον Γέροντά του και υποτασσόμενος εις αυτόν, αυτόν τον ίδιον Χριστόν βλέπει και εις τον Χριστόν υποτάσσεται, όπως λέγει ο αυτός Ιωάννης της Κλίμακος και ο θείος Κάλλιστος· δ΄) Έλεγε την αλήθειαν πάντοτε προς τον Γέροντά του εις όλα τα λόγια και εις όλα τα έργα όπου έκαμνε, χωρίς καμμίαν προσθήκην ή αφαίρεσιν· ε΄ ) Είχεν εκκοπήν τελείαν του θελήματός του· και στ΄) Δεν αντέλεγε τελείως εις όλα εκείνα όπου τον επρόσταζεν ο Γέροντάς του να κάμη, αλλά μετά χαράς υπετάσσετο, καθώς και ταύτα τα τρία γνωρίσματα της υπακοής αναφέρουσιν ο προρρηθείς θείος Ιωάννης της Κλίμακος και ο Άγιος Κάλλιστος. Εις την τοιαύτην λοιπόν αληθινήν και τελείαν υπακοήν διέτριψεν ο Άγιος Βησσαρίων χρόνους πολλούς, υπηρετών αόκνως με μεγάλην φρόνησιν και με πολλήν ευλάβειαν, όχι μόνον τον πνευματικόν του πατέρα και Αρχιερέα του Θεού, αλλά ακόμη και όλους τους πτωχούς και ξένους και αρρώστους, οι οποίοι συνειθίζουν πάντοτε να προστρέχουν χάριν ελέους και βοηθείας εις τοιαύτας Μητροπόλεις και να καταφεύγουν εις την Εκκλησίαν του Θεού, ως εις μέγαν κοινόν και αχείμαστον λιμένα, δια να σωθούν από το ναυάγιον της πτωχείας και δυστυχίας· επειδή τα των Μητροπόλεων και Επισκοπών πράγματα και εισοδήματα δια τούτο ονομάζονται πτωχικά, δια να μοιράζωνται εις τους πτωχούς, εις τας χήρας, εις τα ορφανά, και εις τους ερχομένους ξένους κατά τον ΜΑ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων και τον ΙΑ΄ Κανόνα του Θεοφίλου· να λαμβάνη όμως και ο Επίσκοπος από αυτά τα προς την χρείαν του, και όχι να κλέπτη αυτός όλα και να τα αποθησαυρίζη, ή να τα δίδη εις τους συγγενείς του μόνον. Όθεν σας αφήνω τώρα, αγαπητοί μου ακροαταί, να συμπεράνητε μόνοι σας πόσον εχαριτώθη από τον Θεόν ο θείος Βησσαρίων δια μέσου της γνησίας ταύτης υπακοής! Πόσον να έγινε πράος εις την καρδίαν· πόσον ήρεμος και ταπεινός, ως εν αρνίον άκακον! Πόσον συμπαθητικός και φιλάδελφος· πόσον γλυκύς και παρηγορητικός. Εγώ νομίζω, αδελφοί, ότι ακόμη και όσοι τότε τον έβλεπον, τον ηυλαβούντο από μόνην την έξω θεωρίαν του αγίου προσώπου του και παρεκινούντο να λέγουν τοιαύτα λόγια· «Ω καχαριτωμένη υπακοή, πόσον τιμάς και μεγαλύνεις εκείνους όπου σε εργάζονται και σε αγαπούν, και πως κάμνεις τους ιδικούς σου φίλους, από ανθρώπους, Αγγέλους»! Επειδή λέγουσιν οι θεοφόροι Πατέρες, και μάλιστα ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, ότι η υπακοή γεννά την ταπείνωσιν· η ταπείνωσις γεννά την πραότητα· η πραότης γεννά την διάκρισιν· η διάκρισις γεννά την διόρασιν· η διόρασις γεννά την προόρασιν· και η προόρασις αναβιβάζει τον άνθρωπον εις την τελείαν αγάπην του Θεού και την του πλησίον. Τι να περιττολογώ, αδελφοί; Ο Βησσαρίων, καθαρισθείς πρότερον αυτός, έγινεν ικανός να φωτίζη και να τελειοποιή τους άλλους, καθώς απαιτεί η τάξις της φύσεως, και καθώς παραγγέλλει ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος εις το περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας βιβλίον του· δια τούτο και ο τοιούτος εχειροτονήθη βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον πνευματικόν του πατέρα. Επειδή δε τότε έτυχε να χηρεύση από Επίσκοπον η Επισκοπή της Ελασσώνος και Δομενίκου, γνωρίζων ο αγιώτατος Μάρκος άξιον τον Βησσαρίωνα δια να ποιμάνη τον λαόν του Θεού, εψήφισεν αυτόν με όλον τον κλήρον και εχειροτόνησε της Εκκλησίας εκείνης Επίσκοπον. Ελθών όμως ο Άγιος εις την Επισκοπήν του, δεν εγένετο δεκτός από τους επαρχιώτας του, αλλά εδιώχθη δια δύο αίτια· η πρώτη και κυριωτέρα αιτία ήτο ο φθόνος χαιρεκάκων και σκανδαλοποιών τινων Χριστιανών, ή μάλλον ειπείν του φθονερού διαβόλου, όστις γνωρίζων την μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν έμελλε να κάμη ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, παρεκίνησε τα ίδια τέκνα να διώξωσι τον πατέρα των· η δε άλλη αιτία ήτο, καθώς λέγουσιν, ότι η Επισκοπή εκείνη δεν ήτο άνωθεν και εξ αρχής υποτασσομένη εις τον Μητροπολίτην Λαρίσης, αλλ’ ήτο ελευθέρα και αυτόνομος Αρχιεπισκοπή· όθεν και τότε δεν ηθέλησε να δεχθή τον Άγιον, διότι απεστάλη παρά του Μητροπολίτου Λαρίσης.
Οι γονείς του Αγίου ήσαν άνθρωποι ούτε πολύ πλούσιοι ούτε πολύ πτωχοί, αλλ’ εν αυταρκεία έχοντες τα του βίου πράγματα, καθώς τούτο ζητεί από τον Θεόν και ο Παροιμιαστής λέγων· «Πλούτον δε και πενίαν μη μοι δως· σύνταξον δε μοι τα δέοντα και τα αυτάρκη» (Παρ. 30: 8), εν απλότητι και δικαιοσύνη πορευόμενοι, και με τους ιδίους των κόπους εξοικονομούντες τα προς την ζωήν αναγκαία· και προ πάντων ήσαν πεπλουτισμένοι τον πλούτον της προς Θεόν Ορθοδοξίας και πίστεως, όστις είναι και μόνος και κύριος και αληθινός πλούτος, τον οποίον, όταν έχη ο άνθρωπος, έχει όλους τους θησαυρούς του κόσμου, έστω και αν είναι πάμπτωχος, και όταν δεν τον έχη, δεν έχει ούτε ένα οβολόν, έστω και αν είναι υπέρπλουτος, καθώς το ορίζει και ο σοφός Σολομών· «Του πιστού όλος ο κόσμος των χρημάτων· του δε απίστου ούτε οβολός» (Παροιμ. ιζ: 6). Από τοιούτους λοιπόν γονείς γεννηθείς ο Άγιο;, ανετράφη παρ’ αυτών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος να ανατρέφωσι τα τέκνα των οι γονείς (Εφεσ. στ: 4)· και εδόθη από αυτούς εις διδασκάλους, δια να μανθάνη τα ιερά γράμματα, τα λεγόμενα τότε κοινά, τα οποία και έμαθεν, έως να φθάση εις τον δέκατον χρόνον της ηλικίας του, καθό ευφυής εις τον νουν· όθεν εκ της μαθήσεως των ιερών γραμμάτων εθερμάνθη ο Άγιος εις την αγάπην του Θεού· εσκέφθη ότι όλα του κόσμου τα πράγματα είναι φθαρτά και μάταια, και δια τούτο απέβαλεν από την καρδίαν του και εμίσησε παιδιόθεν γάμον, πλούτον, δόξαν και λοιπάς ηδονάς, ηγάπησε δε την παρθενίαν και την αγγελικήν ζωήν των Μοναχών και εκ νεαράς του ηλικίας ηθέλησε να σηκώση τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, καθώς λέγει ο Προφήτης Ιερεμίας· «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν νεότητι αυτού» (Θρήν. Γ: 27). Και ω! πόσον αληθώς επληρώθη εις τούτον τον Άγιον εκείνο όπου έγραψεν ο θείος Παύλος προς τον Απόστολον Τιμόθεον περί των γραμμάτων, λέγων εις αυτόν· «Από βρέφους τα ιερά γράμματα οίδας, τα δυνάμενά σε σοφίσαι εις σωτηρίαν» (Β΄ Τιμοθ. γ: 15). Διότι πλησίον εις την γεροντικήν φρόνησιν, όπου είχε παοδιόθεν ούτος ο Άγιος, πλησίον εις την αγαθήν προαίρεσιν όπου είχεν εκ νεότητος εις το καλόν, και πλησίον εις την θείαν Χάριν όπου είχε πάντοτε και παρεκίνει εσωτερικώς την ψυχήν του εις την αρετήν, είχεν ακόμη και μεγάλην βοήθειαν των ιερών γραμμάτων την μάθησιν· όθεν δια μέσου αυτών αναγινώσκων διάφορα βιβλία και μελετών τους εναρέτους Βίους των Αγίων, ηγάπησε να ομοιωθή και αυτός με αυτούς· και ούτως εσοφίσθη δια να εύρη την σωτηρίαν της πολυτίμου και αθανάτου ψυχής (καθώς πρέπει να κάμουν και όσοι άλλοι ηξεύρουν γράμματα). Πόθεν δε τούτο είναι φανερόν; Από τους χρόνους, κατά τους οποίους εμίσησε τον κόσμον και ανεχώρησεν. Επειδή, ων ο Άγιος δέκα μόνον χρόνων παιδάριον και ευρισκόμενος εις την παιδικήν εκείνην ηλικίαν, εις την οποίαν φυσικά τα παιδία αγαπούν τους γονείς και συγγενείς και τους ομήλικάς των, απεστράφη όλους ο αοίδιμος και επεθύμησεν υψηλοτέραν και αγιωτέραν ζωήν, ως επτερωμένος εις τον θείον έρωτα. Όθεν παραιτήσας πατέρα, μητέρα, αδελφούς, συγγενείς, πατρικόν οίκον, τους συνηλικιώτας του πάντας, τρέχει ως διψώσα έλαφος εις τον τότε Μητροπολίτην της Λαρίσης τον αγιώτατον Μάρκον, όστις ευρίσκετο εις τα Τρίκκαλα, ένθα κατώκουν όλοι οι Μητροπολίται της Λαρίσης, αφ’ ης η Λάρισα εκυριεύθη από τους Τούρκους, όστις καθώς ήτο εστολισμένος με την αξίαν της αρχιερωσύνης, ούτω και πολλώ μάλλον ήτο εστολισμένος με εκείνας τας θεουργούς αρετάς και εν μέσω του κόσμου ευρισκόμενος υπερέβαινεν εις την άσκησιν τους εν τη ερήμω Μοναχούς. Και ιδού εν πρώτοις γίνεται μιμητής ο Άγιος Βησσαρίων του Πατριάρχου Αβραάμ, όστις υπήκουσε του Θεού, και ανεχώρησεν από τον πατέρα του, επειδή, κτά τον Άγιον Ιωάννην της Κλίμακος, η πρώτη βαθμίς της ουρανίου κλίμακος είναι το να ξενιτευθή τις δια τον Θεόν και την πατρίδα του. Εις τοιούτον λοιπόν αγιώτατον άνδρα ελθών ο θείος Βησσαρίων υποτάσσει όχι μόνον όλα του τα θελήματα, αλλά και όλα τα φρονήματα, το οποίον είναι δυσκολώτερον· και δεικνύει προς τον Γέροντά του μίαν αληθινήν και τελείαν υποταγήν και μεγάλην υπακοήν, διαφυλάττων ακριβώς τα εξ εκείνα γνωρίσματα, όπου έχει η υπακοή· ήτοι α΄) Δεν έκρυπτεν εις την καρδίαν του κανένα λογισμόν, αλλά εφανέρωνεν εις τον Γέροντά του δια της εξομολογήσεως όλα τα κρυπτά της καρδίας του, δια το οποίον γράφει ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος· β΄) Είχε βεβαίαν αγάπην εις τον Γέροντά του και όχι πλαστήν και ψευδή υποταγήν, καθώς λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος· γ΄) Είχε πίστιν καθαράν και άδολον εις αυτόν και ενόμιζεν, ότι βλέπων τον Γέροντά του και υποτασσόμενος εις αυτόν, αυτόν τον ίδιον Χριστόν βλέπει και εις τον Χριστόν υποτάσσεται, όπως λέγει ο αυτός Ιωάννης της Κλίμακος και ο θείος Κάλλιστος· δ΄) Έλεγε την αλήθειαν πάντοτε προς τον Γέροντά του εις όλα τα λόγια και εις όλα τα έργα όπου έκαμνε, χωρίς καμμίαν προσθήκην ή αφαίρεσιν· ε΄ ) Είχεν εκκοπήν τελείαν του θελήματός του· και στ΄) Δεν αντέλεγε τελείως εις όλα εκείνα όπου τον επρόσταζεν ο Γέροντάς του να κάμη, αλλά μετά χαράς υπετάσσετο, καθώς και ταύτα τα τρία γνωρίσματα της υπακοής αναφέρουσιν ο προρρηθείς θείος Ιωάννης της Κλίμακος και ο Άγιος Κάλλιστος. Εις την τοιαύτην λοιπόν αληθινήν και τελείαν υπακοήν διέτριψεν ο Άγιος Βησσαρίων χρόνους πολλούς, υπηρετών αόκνως με μεγάλην φρόνησιν και με πολλήν ευλάβειαν, όχι μόνον τον πνευματικόν του πατέρα και Αρχιερέα του Θεού, αλλά ακόμη και όλους τους πτωχούς και ξένους και αρρώστους, οι οποίοι συνειθίζουν πάντοτε να προστρέχουν χάριν ελέους και βοηθείας εις τοιαύτας Μητροπόλεις και να καταφεύγουν εις την Εκκλησίαν του Θεού, ως εις μέγαν κοινόν και αχείμαστον λιμένα, δια να σωθούν από το ναυάγιον της πτωχείας και δυστυχίας· επειδή τα των Μητροπόλεων και Επισκοπών πράγματα και εισοδήματα δια τούτο ονομάζονται πτωχικά, δια να μοιράζωνται εις τους πτωχούς, εις τας χήρας, εις τα ορφανά, και εις τους ερχομένους ξένους κατά τον ΜΑ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων και τον ΙΑ΄ Κανόνα του Θεοφίλου· να λαμβάνη όμως και ο Επίσκοπος από αυτά τα προς την χρείαν του, και όχι να κλέπτη αυτός όλα και να τα αποθησαυρίζη, ή να τα δίδη εις τους συγγενείς του μόνον. Όθεν σας αφήνω τώρα, αγαπητοί μου ακροαταί, να συμπεράνητε μόνοι σας πόσον εχαριτώθη από τον Θεόν ο θείος Βησσαρίων δια μέσου της γνησίας ταύτης υπακοής! Πόσον να έγινε πράος εις την καρδίαν· πόσον ήρεμος και ταπεινός, ως εν αρνίον άκακον! Πόσον συμπαθητικός και φιλάδελφος· πόσον γλυκύς και παρηγορητικός. Εγώ νομίζω, αδελφοί, ότι ακόμη και όσοι τότε τον έβλεπον, τον ηυλαβούντο από μόνην την έξω θεωρίαν του αγίου προσώπου του και παρεκινούντο να λέγουν τοιαύτα λόγια· «Ω καχαριτωμένη υπακοή, πόσον τιμάς και μεγαλύνεις εκείνους όπου σε εργάζονται και σε αγαπούν, και πως κάμνεις τους ιδικούς σου φίλους, από ανθρώπους, Αγγέλους»! Επειδή λέγουσιν οι θεοφόροι Πατέρες, και μάλιστα ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, ότι η υπακοή γεννά την ταπείνωσιν· η ταπείνωσις γεννά την πραότητα· η πραότης γεννά την διάκρισιν· η διάκρισις γεννά την διόρασιν· η διόρασις γεννά την προόρασιν· και η προόρασις αναβιβάζει τον άνθρωπον εις την τελείαν αγάπην του Θεού και την του πλησίον. Τι να περιττολογώ, αδελφοί; Ο Βησσαρίων, καθαρισθείς πρότερον αυτός, έγινεν ικανός να φωτίζη και να τελειοποιή τους άλλους, καθώς απαιτεί η τάξις της φύσεως, και καθώς παραγγέλλει ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος εις το περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας βιβλίον του· δια τούτο και ο τοιούτος εχειροτονήθη βαθμηδόν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος από τον πνευματικόν του πατέρα. Επειδή δε τότε έτυχε να χηρεύση από Επίσκοπον η Επισκοπή της Ελασσώνος και Δομενίκου, γνωρίζων ο αγιώτατος Μάρκος άξιον τον Βησσαρίωνα δια να ποιμάνη τον λαόν του Θεού, εψήφισεν αυτόν με όλον τον κλήρον και εχειροτόνησε της Εκκλησίας εκείνης Επίσκοπον. Ελθών όμως ο Άγιος εις την Επισκοπήν του, δεν εγένετο δεκτός από τους επαρχιώτας του, αλλά εδιώχθη δια δύο αίτια· η πρώτη και κυριωτέρα αιτία ήτο ο φθόνος χαιρεκάκων και σκανδαλοποιών τινων Χριστιανών, ή μάλλον ειπείν του φθονερού διαβόλου, όστις γνωρίζων την μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν έμελλε να κάμη ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, παρεκίνησε τα ίδια τέκνα να διώξωσι τον πατέρα των· η δε άλλη αιτία ήτο, καθώς λέγουσιν, ότι η Επισκοπή εκείνη δεν ήτο άνωθεν και εξ αρχής υποτασσομένη εις τον Μητροπολίτην Λαρίσης, αλλ’ ήτο ελευθέρα και αυτόνομος Αρχιεπισκοπή· όθεν και τότε δεν ηθέλησε να δεχθή τον Άγιον, διότι απεστάλη παρά του Μητροπολίτου Λαρίσης.
Εις τόσον όμως επροχώρησεν η
διαφορά και η φιλονικία αύτη, ώστε επήγαν τινές εκ των άνωθεν σκανδαλοποιών
Χριστιανών της αυτής Επισκοπής εις τον τότε Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως
Θεόληπτον, ή μάλλον ειπείν χρυσόληπτον, και λαμβάνουσι παρ’ αυτού άλλον
Επίσκοπον, Νεόφυτον ονόματι· από τότε δε επεκράτησεν η συνήθεια να μη
υποτάσσηται η Ελασσών εις την Μητρόπολιν της Λαρίσης, αλλά να λαμβάνη τον
Επίσκοπόν της από τον Πατριάρχην. Ο προρρηθείς όμως Νεόφυτος μετά θάνατον
ευρέθη αφωρισμένος και άλυτος· και τούτο έγινεν εις αυτόν, ως νομίζω, δια την
ατιμίαν όπου επροξένησεν εις τον Άγιον και δια την παρά τους Κανόνας
καινοτομίαν αυτήν· διότι λέγει ο λστ΄ Κανών των Αγίων Αποστόλων, ότι εάν τις
Επίσκοπος χειροτονηθή και υπάγη εις την επαρχίαν του, έπειτα η επαρχία εκείνη
δεν τον δεχθή, όχι δια κανέν έγκλημα και κακίαν ιδικήν του, αλλά δια την
μοχθηρίαν και δυστροπίαν του λαού, αυτός μεν να είναι πάλιν τη αληθεία
Επίσκοπος, οι δε Κληρικοί και Ιερείς της πόλεως εκείνης να αφορίζωνται, διότι
δεν επαιδαγώγησαν τοιούτον λαόν. Ο δε Άγιος Βησσαρίων ουδόλως ελυπήθη δια την
ατιμίαν την οποίαν του έκαμαν, αλλά μάλλον ευρών αυτήν εύλογον αιτίαν,
ανεχώρησε μετά χαράς και εγύρισεν εις τα Τρίκκαλα, προς τον πνευματικόν αυτού
πατέρα, και ειργάζετο πάλιν ως φιλόπονος μέλισσα το γλυκύτατον μέλι της
υπακοής, το οποίον, αφ’ ου εγεύθη μίαν φοράν, δεν ηδύνατο πλέον να το αφήση,
ουδέ προς ώραν να το στερηθή· διότι εγνώριζε κάλλιστα ο αοίδιμος, ότι όποιος
ευρίσκεται υποκάτω εις υπακοήν Γέροντος και κόπτει το θέλημα εαυτού, είναι
μιμητής γνήσιος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· όστις, καθώς λέγει ο Παύλος,
έγινεν εις τον ουράνιόν του Πατέρα υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού
(Φιλιππησ. Β: 8)· και αυτός μόνος του έλεγεν εις τους Ιουδαίους «καταβέβηκα εκ
του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με»
(Ιωάν. στ΄, λη΄). Όθεν χωρίς να σκεφθή το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όπερ είχεν,
υπηρέτει ως ταπεινότατος δούλος με ευλάβειαν τον Γέροντά του, και όλους ακόμη
τους πτωχούς και ξένους και ασθενείς, όσοι προσέτρεχον εις την Μητρόπολιν, ως
προείπομεν. Το θαυμασιώτατον δε ήτο να βλέπη τις τότε τον θείον Βησσαρίωνα να
πηγαίνη εις τους ασθενείς και αρρώστους, να κάθηται πλησίον των, να τους
παρηγορή, πολλάκις δε και να τους ασπάζηται και να καταφιλή τας πληγάς των,
καθώς η μήτηρ ασπάζεται και καταφιλεί τα ίδια τέκνα της και να επιχέη ως ο
Σαμαρείτης εκείνος εις τα τραύματα και τας ασθενείας των το έλαιον της
συμπαθείας και ιλαρότητος, και τον οίνον της ευφροσύνης και παρηγορίας, κατά
την του Ευαγγελίου παραβολήν. Εκείνο όμως που κάμνει να θαυμάζη πας νους ήτο,
ότι και μόνος του ο μακάριος ελάμβανε τα ακάθαρτα ρούχα τών πτωχών και ασθενών
και τα έπλυνεν ιδιοχείρως την νύκτα, ίνα μη ίδη τις και επαινέση το έργον του,
και επομένως απολέση την παρά Θεού μισθαποδοσίαν, μιμούμενος τον Δεσπότην των απάντων Ιησούν Χριστόν, όστις εζώσθη το
λέντιον και ένιψε με τας ιδίας του χείρας τους πόδας των Μαθητών, και αυτού του
προδότου του, και έδωκεν εντολήν εις αυτούς λέγων· «Υπόδειγμα δέδωκα υμίν, ίνα
καθώς εγώ εποίησα υμίν, και ημείς ποιήτε» (Ιωάν. ιγ: 15). Εις ταύτα λοιπόν και
τα τοιαύτα θεάρεστα και χριστομίμητα έργα της υπακοής διεπέρασε την δευτέραν
φοράν τέσσαρας ολοκλήρους χρόνους ο Άγιος· και ακολούθως έλαβεν από τον Χριστόν
χαρίσματα μεγαλύτερα. Επειδή όμως τότε έτυχε να τελευτήση ο Επίσκοπος της
Επισκοπής Σταγών, Νικάνωρ ονομαζόμενος, άνθρωπος ονομαστός εις την αρετήν,
εζητήθη παρά του λαού ο Άγιος Βησσαρίων, δια να διοική την Επισκοπήν εκείνην
επιτροπικώς, εις την οποίαν και έμεινε χρόνους ολοκλήρους εξ, ποιμαίνων
θεαρέστως το του Χριστού ποίμνιον και πολλούς πειρασμούς υπομένων, ήτοι
καταδρομάς, εξορίας, κρίσεις και άλλας ενοχλήσεις αδίκως και παραλόγως από ένα
ανίερον Ιερέα, όστις ήτο εκεί, Δομέτιον ονόματι, τον οποίον παρεχώρησεν ο Θεός
να κατατρέχη τον Άγιον δια περισσοτέραν δοκιμήν της αρετής του, και δια
μεγαλύτερον στέφανον, καθώς παρεχώρησε και τον Αλέξανδρον τον Χαλκέα και τον
Υμέναιον και Φιλητόν και Δημήτριον τον αργυροκόπον και τους άλλους εχθρούς του
Ευαγγελίου να κατατρέχωσι τον Απόστολον Παύλον δια μεγαλυτέραν του ευδοκίμησιν·
δια τούτο και το μέρος εκείνο της πόλεως, εις το οποίον κατώκει ο προρρηθείς
Κακοδομέτιος, έως την σήμερον φαίνεται σχεδόν έρημον και καμμίαν δεν έχει
προκοπήν. Υπέμεινεν όμως ο Άγιος ανεξικάκως πάσαν δοκιμασίαν, διότι λέγουσιν οι
θεοφόροι Πατέρες, και μάλιστα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης, ότι δια να γίνη
τις τέλειος εις την αγιότητα, δεν φθάνει μόνον να υπομένη τους κόπους και
πόνους της αρετής, όπου αυτός με το θέλημά του εξέλεξε να εργάζηται· διότι
τούτο δεν είναι τόσον δυσκολοκατόρθωτον, δια το της γνώμης εκούσιον· αλλά
πρέπει προς τούτοις και να υπομένη ευχαρίστως τους πειρασμούς και τας θλίψεις
και καταδρομάς, όπου χωρίς το θέλημά του συμβαίνουσιν εις αυτόν έξωθεν, είτε
από τους ανθρώπους, είτε από τους δαίμονας, είτε από την φύσιν· διότι τούτο
είναι αληθώς πράγμα δυσκολοκατόρθωτον, δια το της γνώμης ακούσιον· «δι’
υπομονής γαρ εκουσίων τε και ακουσίων πόνων πας σπουδαίως τελειούται, των μεν
επιτιθεμένων έξωθεν, των δε επιφερομένων οίκοθεν». Και άλλος θεοφόρος λέγει· «Πράξις
και πάθος εις εν συνελθόντα τελειούσι τον κατά Χριστόν άνθρωπον»· και πάλιν
λέγει ο αυτός θείος Γρηγόριος, ότι χωρίς να υπομένη τις ευχαρίστως εκείνα τα
κακά που του συμβαίνουσι χωρίς το θέλημά του, ουδέ τα καλά τα οποία κάμνει με
το θέλημά του λαμβάνουν παρά του Θεού ευλογίαν και χάριν· «Χωρίς της υπομονής
των ακουσίως ημίν επερχομένων, ουδέ τα εκουσίως πεπραγμένα τεύξεται της θείας
ευλογίας» (εν τη προς Ξένην Επιστολή). Ταύτα όθεν γνωρίζων και ο Άγιος
Βησσαρίων υπέμενε μετά χαράς τας παρά του Δομετίου καταδρομάς, ευχαριστών μεν
τον Κύριον, όστις τον εδυνάμωσε να διώκηται ένεκα της δικαιοσύνης και της
αρετής, και επεθύμει να αξιωθή και αυτός του μακαρισμού εκείνου του λέγοντος·
«Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των
ουρανών» (Ματθ. ε: 10), συγχωρών δε από καρδίας και ψυχής τον Δομέτιον, χωρίς
να φυλάττη καμμίαν μνησικακίαν προς αυτόν, τι λέγω μόνον ότι τον εσυγχώρει! Και
δι’ αυτόν ακόμη προσηύχετο ο Άγιος προς τον Θεόν, και ως μεγάλον ευεργέτην και
φίλον ενόμιζε, μιμούμενος τον δεσπότην Χριστόν, όστις επί του Σταυρού
κρεμάμενος παρεκάλει τον ουράνιον Πατέρα του δια να συγχωρήση τους σταυρωτάς
του, λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ: 34).
Τοιαύτα αποστολικά και ευαγγελικά έργα πράττοντος του Αγίου, ετελεύτησε και ο
Πνευματικός αυτού πατήρ, όστις, καταλιπών την παρούσαν ζωήν, απήλθεν εις τας
ουρανίους Μονάς, δια να απολαύση ον επόθησε Κύριον. Και παρευθύς ψήφω κοινή
πάντων των Επισκόπων της επαρχίας Λαρίσης και πάντων των Κληρικών και αρχόντων,
και γνώμη και παρακλήσει όλου του λαού, μάλλον δε ψήφω και κλήσει του Αγίου και
τελεταρχικού Πνεύματος, αναβιβάζεται ο θείος Βησσαρίων εις τον έγκριτον θρόνον
της Μητροπόλεως Λαρίσης παρά του τότε Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου Ιερεμίου,
διότι έπρεπεν ο τοιούτος μέγας λύχνος να μη κρύπτεται υποκάτω εις τον μόδιον,
μηδέ να περιορίζηται εις μικράς πόλεις και Επισκοπάς, αλλά να τεθή αναλόγως
επάνω εις την υψηλήν και μεγάλην ταύτην λυχνίαν, δια να λάμψη μακροτέρας και
λαμπροτέρας τας ακτίνας και αστραπάς των χαρίτων του, καθώς λέγει ο Κύριος, ότι
«ουδέ καίουσι λύχνον, και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον· αλλ’ επί την λυχνίαν,
και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε: 15). Αφ’ ου λοιπόν ανέβη εις τον
Μητροπολιτικόν θρόνον ο Άγιος, τι έκαμε νομίζετε; Άρα να υπερηφανεύθη δια
τούτο, και να εξέπεσε καν ολίγον τι από την προτέραν του ταπείνωσιν, καθώς
κάμνουσιν άλλοι τινές ομοιόσχημοι; Μη γένοιτο! αλλ’ όσον έγινεν εις το αξίωμα
μεγαλύτερος, τόσον εφαίνετο εις την ταπείνωσιν χθαμαλώτερος, ακούων τον σοφόν
Σειράχ να λέγη: «Όσω μέγας ει, τοσούτω ταπείνου σεαυτόν, και έναντι Κυρίου
ευρήσεις χάριν» (Σειράχ γ: 18). Όχι δε μόνον εις την ταπείνωσιν επρόσθετε
περισσοτέραν ταπείνωσιν, αλλά και εις την προτέραν του πραότητα επρόσθετεν
άλλην πραότητα· εις την φιλαδελφίαν, φιλαδελφίαν· εις την ελεημοσύνην,
ελεημοσύνην· εις την επιμέλειαν των ασθενών και πεφυλακισμένων, άλλην
επιμέλειαν· και απλώς ειπείν, εις τας προτέρας αρετάς όπου είχεν, επρόσθετεν
άλλας περισσοτέρας. Δια τούτο εμιμείτο τον Μωϋσήν και τον Δαβίδ εις την πραότητα
και ανεξικακίαν· τον Αβραάμ και τον Λωτ εις την φιλοξενίαν· τον δίκαιον Ιώβ εις
την φιλαδελφίαν και την συμπάθειαν· όθεν και ούτος ο Άγιος εγίνετο, καθώς
εκείνος, πους χωλών, οφθαλμός τυφλών, πατήρ ορφανών και χηρών και αδυνάτων.
Συνέτριβε δε τας μύλας αδίκων εκ μέσου των οδόντων αυτών· κατά το λόγιον του
Ιώβ· «Διέσωσα γαρ πτωχόν εκ χειρός δυνάστου και ορφανώ, ω ουκ ην βοηθός,
εβοήθησα… οφθαλμός ήμην τυφλών, πους δε χωλών. Εγώ ήμην πατήρ αδυνάτων, δίκην
δε ην ουκ ήδειν εξιχνίασα· συνέτριψα δε μύλας αδίκων, εκ μέσου των οδόντων
αυτών άρπαγμα εξήρπασα» (Ιώβ κθ: 12-17). Όταν έβλεπε κανένα αδύνατον έκλαιε·
και όταν έβλεπε κανένα όστις να ευρίσκεται εις ανάγκην, εστέναζεν· η θύρα του
ήτο ανοικτή εις έκαστον πτωχόν ερχόμενον εις αυτόν· την κρίσιν την οποίαν δεν ήξευρε,
την εξιχνίαζε καλώς, φοβούμενος μήπως κάμη απόφασιν άδικον. Εμιμείτο ωσαύτως
τον πάγκαλον Ιωσήφ εις την σιτοδοσίαν και την διατροφήν του λαού· όθεν και όταν
ποτέ συνέβη πείνα και ακρίβεια εις την επαρχίαν του, δεν εδίστασεν ο αοίδιμος,
αλλά ήνοιξε παρευθύς τας αποθήκας της Μητροπόλεως και τας εκένωσεν όλας,
μοιράζων τον σίτον εις τους πεινώντας και ενδεείς· διότι ήκουσε τον Σολομώντα,
όστις λέγει, ότι εκείνοι οι σκληροκάρδιοι και ανελεήμονες πλούσιοι, οίτινες
κρύπτουσι τον σίτον δια να τον πωλήσουν με περισσοτέραν τιμήν εν καιρώ πείνης
και ακριβείας, ούτοι είναι κατηραμένοι από τον λαόν, και δεν θα χαρούν εις το
τέλος τον τοιούτον σίτον, αλλά θα τους τον αρπάσουν τα αλλότρια και ξένα έθνη·
εκείνοι δε οίτινες μεταδίδουν εις τους πτωχούς και ενδεείς, θα λάβουν ευλογίαν
και ευχήν. «Ο τιμιουλκών σίτον, δημοκατάρατος»· και πάλιν· «ο συνέχων σίτον,
υπολείποιτο αυτόν τοις έθνεσιν· ευλογίαν δε εις κεφαλήν τού μεταδιδόντος»
(Παροιμ. ια: 26). Εμιμείτο επίσης τον Άγιον Ιωάννην τον Ελεήμονα εις την
άφθονον και πλουσιοπάροχον ελεημοσύνην· όθεν και εποίει αόκνως τα επτά σωματικά
έργα της ελεημοσύνης· ήτοι έτρεφε τους πεινώντας· επότιζε τους διψώντας· συνήγε
τους ξένους· ενέδυε τους γυμνούς· επεσκέπτετο τους ασθενείς· ποτέ μεν μόνος του
ποτέ δε έστελλεν άλλους και περιεποιείτο τους εν τη φυλακή ή τους ανάγκην
έχοντας και μετέβαινε προθυμότατα εις τας κηδείας των πτωχών, ως ο αοίδιμος
Τωβίτ. Εποίει δε ταύτα ο Άγιος, διότι ήκουσε τον Κύριον, όστις εν ημέρα κρίσεως
έχει να είπη: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων,
εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε: 40). Επειδή δε η ελεημοσύνη δεν είναι μόνον
σωματική, αλλ’ είναι και πνευματική, δια τούτο και ο Άγιος Βησσαρίων δεν έπαυεν
από του να ενεργή καθ’ εκάστην και τα επτά έργα της πνευματικής ελεημοσύνης, τα
οποία είναι ταύτα· ήτοι πρώτον το να παρακινή πάντοτε τους αμαρτωλούς δια μέσου
του λόγου και της διδασκαλίας του εις το να αφήσουν μεν την αμαρτίαν και τα
έργα του διαβόλου, να μετανοήσουν δε και να επιστραφώσι προς τον Θεόν· β΄) το
να διδάσκη τους ανοήτους και αμαθείς περί Θεού και της Ορθοδόξου πίστεως· γ΄)
το να συμβουλεύη ορθώς εκείνους, οίτινες εχρειάζοντο συμβουλήν περί των αρετών
και των θεαρέστων πράξεων, όσαι χρεωστούνται από τους Χριστιανούς· δ΄) το να
παρακαλή τον Θεόν πάντοτε δια την σωτηρίαν όλου του κόσμου, εξαιρέτως δε και
μάλιστα δια το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον, ποτέ μεν εις το κελλίον του και κατ’
ιδίαν, ποτέ δε παρρησία και κοινώς, γενόμενος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων,
δια μέσου των φρικτών και αναιμάχων ιερουργιών, ενδυόμενος όλην την ιερατικήν
στολήν, και εισερχόμενος εις το άδυτον του Ναού, ως άλλος Μωϋσής και Ααρών, και
εξιλασκόμενος τον Άγιον Σαββαώθ δια τας αμαρτίας και τα αγνοήματα του λαού· ε΄)
το να παρηγορή όλους τους τεθλιμμένους και απηλπισμένους με λόγια παρηγορητικά,
δια να μη βυθίζωνται εις υπέρμετρον λύπην, αλλά να έχουν θάρρος και ελπίδα εις
τον Θεόν. στ΄) το να υπομένη αγογγύστως όλας τας θλίψεις και δυστυχίας, όπου
τον ηκολούθουν είτε εξ ανθρώπων, είτε εκ δαιμόνων, είτε εκ φύσεως, ως
προείπομεν· καθώς τούτο μάλιστα βεβαιούται από την μεγάλην υπομονήν όπου είχεν
ο Άγιος εις την παντοτεινήν ασθένειαν από την οποίαν έπασχε· διότι έτυχεν ο
αοίδιμος να έχη σώμα πολύ φιλάσθενον, από του οποίου τους πόνους εκακοπάθει
πάντοτε και εταλαιπωρείτο εις όλην του την ζωήν· ζ΄) δε και τελευταίον, το να
συγχωρή από καρδίας και ψυχής τα σφάλματα τα οποία τω έκαμνόν τινες, φυλάττων
την δεσποτικήν εκείνην παραγγελίαν την λέγουσαν· «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα
παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ: 14). Τι
να περιττολογώ, αδελφοί; Εάν, κατά τον Φιλαδελφέα Γαβριήλ (εν τω «Περί
Μυστηρίων»), δια τούτο λέγεται Μητροπολίτης, διότι ως μήτηρ φιλοστοργοτάτη
απλώνει τας αγκάλας του εις όλας τας ιδικάς του πόλεις, και τρέφει ταύτας και
πνευματικώς με την διδασκαλίαν των λόγων του, και σωματικώς με τα εισοδήματα
της Μητροπόλεώς του, βεβαιότατα το όνομα τούτο εμπράκτως και δια των έργων το
έδειξεν εις τον εαυτόν του αληθινόν ο Άγιος Βησσαρίων· διότι εγνωρίζετο τω
καιρώ εκείνω εις όλην την Λάρισαν και εις όλα τα μέρη της Θεσσαλίας αληθώς ως
άλλη μήτηρ φιλότεκνος ομού και φιλόστοργος, αγκαλιζομένη όλους, τρέφουσα όλους,
προνοούσα δι’ όλους, και συμπονούσα και ευσπλαγχνιζομένη εις τας συμφοράς και
δυστυχίας, όχι μόνον όλων των ιδικών της πνευματικών τέκνων, αλλά και των ξένων
και αλλοτρίων. Επειδή εγνώριζε κάλλιστα ο μακάριος εκείνο όπου παρήγγειλεν ο
Θεός εις τον Μωϋσήν, ότι να δέχεται όλους εις τας αγκάλας του, καθώς η τροφός
λαμβάνει εις τον κόλπον της το γαλακτοτροφούμενον παιδίον της· «Λάβε αυτόν εις
τον κόλπον σου, ωσεί άρα τιθηνός τον θηλάζοντα» (Αριθμ. ια: 12)· και μάλιστα
εκείνο όπου γράφει ο Απόστολος Παύλος προς τους Θεσσαλονικείς λέγων· «Ως αν
τροφός θάλπη τα εαυτής τέκνα, ούτως ομειρόμενοι υμών ευδοκούμεν μεταδούναι υμίν
ου μόνον το Ευαγγέλιον του Θεού, αλλά και τας εαυτών ψυχάς» (Α΄ Θεσσαλονικ. Β΄:
7-8). Δια τούτο όθεν εσπούδαζε πώς να τους αναπαύση όλους και πώς να προφθάση
εις την δυστυχίαν εκάστου, ποθών ίνα δώση δια την αγάπην αυτών όχι μόνον
αργύρια, αλλά και την ιδίαν του ψυχήν. Ακούσατε δε μίαν από τας πολλάς του
ευεργεσίας: Χριστιανούς πολλούς ηχμαλώτισαν εις τους καιρούς εκείνους οι
Αγαρηνοί από τινα μέρη, και τους έφεραν εις το φρούριον της Λαρίσης. Ο δε
Άγιος, βλέπων αυτούς λελυπημένους, τεταλαιπωρημένους, κατεσχισμένους,
κεκονιασμένους και πεφοβισμένους από την κακοπάθειαν της αιχμαλωσίας,
συνεπόνησε την συμφοράν των ο συμπαθέστατος μιμητής του Χριστού και τους
ηυσπλαγχνίσθη η φιλάδελφος αυτού ψυχή, νομίζων την δυστυχίαν εκείνων δυστυχίαν
και συμφοράν ιδικήν του· όθεν εξηγόρασεν από αυτούς τεσσαράκοντα τον αριθμόν,
και παρηγορήσας αυτούς με λόγια παρηγορητικά, και κυβερνήσας αυτούς εις όλα τα
χρειαζόμενα, τους απέστειλε με ειρήνην και χαράν έκαστον εις την πατρίδα του.
Ταύτα δε έπραττεν ο Άγιος, διότι εγνώριζεν ότι ο πρώτος και κυριώτατος τύπος
της ελεημοσύνης είναι το να δίδη τις χρήματα να εξαγοράζη αιχμαλώτους, και
μάλιστα γυναίκας και ανήλικα παιδία· διότι αυτοί μάλιστα υπερβαίνουσιν όλους
τους άλλους πτωχούς εις την δυστυχίαν και αθλιότητα δια το ανελεύθερον και
υπεξούσιον· προς τούτοις δε και πεινώσι και διψώσι και γυμνητεύουσι, και εις
την φυλακήν βάλλονται, και ξένοι και αγνώριστοι είναι απανταχού, και όλα τα
κακά ευρίσκονται εις αυτούς. Εξαιρέτως δε και μάλιστα κινδυνεύουσι περισσότερον
περί την Ορθόδοξον πίστιν και την τιμήν και σωφροσύνην των, δια το ασθενές της
φύσεως αυτών· δια τούτο παντοιοτρόπως είναι και από τους άλλους ακόμη δυστυχείς
πλέον ελεεινότεροι, και πλέον άξιοι βοηθείας και αντιλήψεως. Βεβαιότατα,
αδελφοί, το μέγα τούτο καλόν όπου έκαμεν εις τους αιχμαλώτους τούτους εν τοις
υστέροις καιροίς ο θείος Βησσαρίων εγώ αν το συγκρίνω με εκείνα όπου έκαμεν ο
Πατριάρχης Αβραάμ εις τον ανεψιόν του τον Λωτ, και εις τους Σοδομίτας τον
παλαιόν καιρόν, ελευθερώσας αυτούς από την αιχμαλωσίαν των εθνικών βασιλέων,
δεν το ευρίσκω κατώτερον, καθότι εκείνος μεν ηλευθέρωσε περισσοτέρους
ανθρώπους, αλλά από μόνην την αιχμαλωσίαν του σώματος· ο δε Άγιος Βησσαρίων
ηλευθέρωσε μεν ολιγωτέρους, αλλά τους ηλευθέρωσεν εν ταυτώ και από την
αιχμαλωσίαν του σώματος και από την αιχμαλωσίαν της ψυχής, φυλάττων την εντολήν
την οποίαν γράφει το Πνεύμα το Άγιον δια του Παροιμιαστού «Ρύσαι αγομένους εις
θάνατον, και εκπρίου κτεινομένους, μη φείση» (κδ: 11). Και άλλο δε ακόμη
ακούσατε, ακροαταί, μεγαλύτερον του Αγίου κατόρθωμα· από την Πίνδον, το βουνόν
του Μετσόβου, τρέχει μέγας ποταμός, όστις διαβαίνων δια μέσου των τόπων του
Ξηρομέρου και του Ζαπαντίου εκφορείται και χύνεται μέσα εις το Ιόνιον Πέλαγος
κατέναντι της νήσου Λευκάδος· και δια την καθαρότητα του ύδατός του, από μεν
τους παλαιούς ωνομάζετο Αργυροδίνης και Αχελώος, τώρα δε ονομάζεται υπό του
λαού Ασπροπόταμος. Ούτος λοιπόν ο Ασπροπόταμος, πλημμυρών πολλάκις εις τον
καιρόν του χειμώνος, εγίνετο τότε αδιάβατος και κανείς από τους οδοιπόρους δεν
απετόλμα να τον διαβή, αλλ’ έπρεπεν οι διαβάται να δαπανούν ημέραν σχεδόν ολόκληρον
διανύοντες μέγαν κύκλον δια νατον διαβούν, και εκ της μακράς ταύτης οδοιπορίας
ηκολούθει εις αυτούς μεγάλη ζημία, συντριβή πολλή, και κόπος αυτών των ιδίων
και των ζώων των ομού· όθεν πολλοί δια να αποφύγουν την μακράν ταύτην
οδοιπορίαν και την κάκωσιν και την ζημίαν, και μάλιστα οι πτωχοί, και όσοι
είχον υπηρεσίας αναγκαίας δια να τας τελειώσουν το ταχύτερον, εβιάζοντο
θέλοντες και μη να τον διαβούν· δια τούτο και επνίγοντο οι περισσότεροι από
αυτούς εις τα αγριώτατα ρεύματα του ποταμού. Τούτο το μεγάλον κακόν και την
κακήν συμφοράν, την οποίαν έκαμνεν εις όλους ο ποταμός, σκεπτόμενος ο Άγιος
Βησσαρίων ελυπείτο πολύ. Συλλογιζόμενος όμως την δυσκολίαν όπου είχεν η του
τοιούτου κακού διόρθωσις, δεν απετόλμα και να επιχειρισθή την θεραπείαν· τέλος
πάντων νικάται από την φιλανθρωπίαν και συμπάθειαν των αδελφών ο συμπαθέστατος
και φιλανθρωπότατος, και ελπίζων εις την δύναμιν και το έλεος του Θεού, του εν
απόροις πόρους και ευλολίας ευρίσκοντος, επιχειρίζεται την διόρθωσιν και κτίζει
και οικοδομεί θαυμαστήν γέφυραν εις αυτόν τον ποταμόν καθώς έως την σήμερον
φαίνεται εκτισμένη εις τον τόπον τον καλούμενον «Κόρακα», εις ένα τόπον δηλαδή
όπου δεν ήτο καμμία ελπίς να κτισθή ποτέ γέφυρα, ειμή μετά κόπων αμέτρων, μετά
εξόδων σχεδόν αναριθμήτων, και μετά κινδύνων πολλών· και ακούσατε τι
ηκολούθησεν. Όταν ήρχισαν οι οικοδόμοι να κτίζουν και να στερεώνουν με μάρμαρα
τετράγωνα και μεγάλα τας απέναντι δύο όχθας του ποταμού, και παρευθύς μετά
τούτο να σηκώνουν επάνω τα κεφαλογέφυρα και ενώ έστησαν το ξύλινον σχέδιον, επάνω
εις το οποίον έμελλε να γυρίση η καμάρα, καθώς είναι συνήθεια, γίνεται έξαφνα
μία μεγάλη βροχή, από την οποίαν αυξήσας ο ποταμός κατεβίβασε τόσα μεγάλα ξύλα,
ώστε έγιναν ως μία μεγάλη καμάρα, με τα οποία κατακτυπήσας ορμητικώτατα εκείνα
τα νεόκτιστα κτίρια, τα κατεκρήμνισεν όλα και τα ηφάνισεν· όθεν εμβήκεν ο Άγιος
πάλιν εις νέον κόπον και έξοδα· και συνάξας άλλην ύλην, έκαμε δευτέραν αρχήν
της γεφύρας, στερεωτέραν από την πρώτην, και ούτως ετελείωσε το έργον με την
βοήθειαν και την δύναμιν του Θεού. Προνοών ο Άγιος δια να μένη η γέφυρα αύτη
παντοτεινή και στερεά εις όλους τους μετά ταύτα χρόνους, έκαμε τους Χριστιανούς
όπου κατοικούν εις το πλησίον του ποταμού χωρίον, Βουστερνίτσαν επονομαζόμενον,
ελευθέρους από παν δόσιμον εκκλησιαστικόν, επί τω σκοπώ να έχωσιν εκείνοι
παντοτεινά την φροντίδα να ανακαινίζουν όποιον μέρος της γεφύρας τυχόν χαλάση
ποτέ. Κατά αλήθειαν η διάβασις αύτη του Ασπροποτάμου, την οποίαν κατώρθωσεν ο
θείος Βησσαρίων δι’ όλους τους κατοικούντας την Θεσσαλίαν, δεν είναι κατωτέρα από
την διάβασιν του Ιορδάνου ποταμού, την οποίαν ενήργησεν ο Ιησούς του Ναυή εις
όλους τους Ισραηλίτας· διότι εκείνη, αν και έγινε δια θαυματουργίας του Θεού,
αλλ’ έγινε μίαν μόνην φοράν, και όχι άλλην· αύτη δε, αν και έγινε δια τέχνης
ανθρωπίνης, μένει όμως εις πολλούς χρόνους, ελευθερώνουσα πάντοτε όλους τους
διερχομένους από την ζημίαν και κόπωσιν της μακράς οδοιπορίας, και από αυτόν
τον θάνατον του πνιγμού εξ υδάτων. Όχι δε μόνον την γέφυραν αυτήν, αλλά και
άλλας πολλάς γεφύρας και δρόμους πολλούς ωκοδόμησε και κατεσκεύασεν ο Άγιος εις
όλην την Θεσσαλίαν, και άλλα μεν ανεκαίνισε μόνον και εστερέωσεν, άλλα δε και
εκ θεμελίων έκτισε και τοιουτοτρόπως έγινεν εις όλους παντοδαπός ευεργέτης και
προθυμότατος αντιλήπτωρ και βοηθός· διότι εγνώριζεν ο μακάριος, ότι με κανέν
άλλο μέσον δεν γίνεται ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεόν ειμή με το να ευεργετή και
να κάμνη καλόν εις τους αδελφούς του, καθώς λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Ουδενί άλλω άνθρωπος Θεώ ομοιούται, ως τω ευ ποιείν». Ταύτα μεν είναι τα
εξωτερικά καλά, όπου ο Άγιος κατώρθωσεν εις τον λαόν του. Καιρός δε είναι να
είπωμεν εδώ εν ή δύο και από αυτά τα εσωτερικά και εκκλησιαστικά κατορθώμετά
του, και ούτω να δώσωμεν τέλος εις τον λόγον μας. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος να μη
χειροτονή Επισκόπους απλώς τους τυχόντας ανθρώπους, αλλά τους αξίους και
ικανούς εις το να ποιμάνουν σωτηριωδώς το του Χριστού ποίμνιον, και εκείνους
όπου έβλεπεν ότι μιμούνται την πολιτείαν αυτού και είναι ανεπίληπτοι,
ειρηνικοί, αφιλάργυροι, νηφάλιοι, σώφρονες, επιεικείς, καθώς ο Απόστολος Παύλος
παραγγέλλει, και οι θείοι και ιεροί Κανόνες διαγορεύουσι· τοσούτον δε ειργάζετο
ο Άγιος την μεταξύ αυτού και των Επισκόπων του αγάπην, ομόνοιαν και ειρήνην,
ώστε δια να μη νομίση τις από τους Επισκόπους του, ότι έχει πράγμα ιδικόν του,
είχεν όλα τα πράγματα, τόσον αυτού και των Επισκόπων του, όσον και πάντων των
εν τη Μητροπόλει ανθρώπων του, κοινοβιάτικα καθώς ήσαν και κατά την αρχήν του
Ευαγγελίου όλα τα πράγματα των Αποστόλων και των Χριστιανών κοινά εις όλους, ως
ιστορεί ο ιερός Λουκάς εις τας Πράξεις· «Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η
καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι,
αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά» (δ: 32). Δια την τοιαύτην όθεν πολιτείαν του Αγίου
τοσαύτη αγάπη αδελφική και ομόνοια εβασίλευεν εις τον καιρόν εκείνον μεταξύ του
Αγίου και των Επισκόπων του, ώστε ούτε οι Επίσκοποί του έκαμναν κανέν πράγμα
χωρίς την γνώμην αυτού, αλλά τον ετίμων ως κεφαλήν και Μητροπολίτην των, ούτε
αυτός έκαμνε τι έξω από την γνώμην των Επισκόπων του· και επληρούτο αληθώς εις
αυτούς ο θείος εκείνος και ιερός των γίων Αποστόλων λδ΄ Κανών, ούτω διορίζων·
«Τους Επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι
αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης.
Εκείνα δε μόνον πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει, και ταις υπ’
αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της των πάντων γνώμης ποιείτω· ούτω γαρ
ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός δια Κυρίου εν αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, ο
Υιός, και το άγιον Πνεύμα». Επειδή δε ο Άγιος ηγάπησεν ολοψύχως τον Θεόν εκ
νεαράς του ηλικίας, κανέν δε σημείον αισθητόν δεν έμελλε να αφήση μετά θάνατον
της τόσης προς Θεόν αγάπης του, ηβουλήθη να δείξη τούτο, αλλά να το δείξη
μεγάλον και περιφανές αναλόγως, καθώς ήτο μεγάλη και περιφανής η αγάπη του· και
δη απεφάσισε να οικοδομήση Ναόν εις το όνομα και την δόξαν του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, του εν τω όρει Θαβώρ μεταμορφωθέντος. Επειδή δε πάλιν καμμίαν
ευεργεσίαν έως τότε δεν έκαμεν ο Άγιος εις το τάγμα των Μοναχών, εσκέφθη να
κατορθώση και ταύτην· αλλά να την κατορθώση μεγάλην και παντοτεινήν· όθεν και
απεφάσισεν ομού με τον Ναόν του Κυρίου να οικοδομήση και Μοναστήριον εις
κατοικίαν εκείνων, οίτινες φεύγουν τας του κόσμου μερίμνας, και αγαπούν να
ζήσουν μοναδικήν ζωήν, ούτως ειπείν εις κατοικίαν και ανάπαυσιν Μοναχών. Δια
τούτο ηρεύνα και εξήταζεν επιμελώς που να εύρη τόπον αρμόδιον δια να οικοδομήση
το τοιούτον Μοναστήριον· και φαίνεταί μοι ότι έλεγε καθ’ εαυτήν η αγία του ψυχή
εκείνο το δαβιτικόν: «Ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου
νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα
τω Θεώ Ιακώβ» (Ψαλμ. ρλα: 4-5). Και λοιπόν πλησίον της πατρίδος αυτού ευρών
τόπον επιτήδειον εις το να τελειώση τον θεοφιλή του σκοπόν, ομού με τον
θεοφιλέστατον Επίσκοπον Καπούας και Φαναρίου Ιγνάτιον ωκοδόμησεν εκ θεμελίων
περικαλλέστατον Ναόν του εν Θαβώρ Μεταμορφωθέντος Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού, λαμπρόν τε και χαριέστατον, ως άλλον δεύτερον ουρανόν. Αλλά
και όλον τούτο το ιερόν και περιώνυμον και θαυμαστόν Μοναστήριον εξ αυτών των
βάθρων ανήγειρεν ο αοίδιμος· και προικίσας αυτό με διάφορα κτήματα και πράγματα
κινητά και ακίνητα προς ανάπαυσιν των ενασκουμένων, και νόμους και κανόνας
παραδώσας, πως πρέπει να πολιτεύωνται οι εν αυτώ ευρισκόμενοι Μοναχοί, καθώς
φαίνονται γεγραμμένοι εις την ιεράν αυτού Διαθήκην (την οποίαν συνέθεσε και
συνέγραψε το πνευματικόν αυτού τέκνον, ο λογιώτατος Διάκονος Γρηγόριος, ο
υπεραγαπώμενος αυτού υποτακτικός, όστις δι΄επιμελείας και εξόδων του Αγίου
έμαθε τα ελληνικά γράμματα), με τοιούτους, λέγω, κόπους ο Άγιος συνέστησε και
συνεκρότησε το Μοναστήριον αυτό, ούτω καθώς τώρα ευρίσκεται (αν και ύστερον
παρά του ανεψιού αυτού Νεοφύτου Αρχιερέως, του και διαδόχου του θρόνου
γενομένου, και άλλων Επισκόπων, και δη παρά άλλων πολλών αδελφών του αυτού
Μοναστηρίου εις το κρείττον και μείζον μετεσκευάσθη ως νυν οράται). Αληθώς
αδελφοί, τούτο το μέγα κατόρθωμα του Αγίου Βησσαρίωνος υπερβαίνει όλα τα άλλα
κατορθώματα, όσα έκαμεν εις όλην του την ζωήν· με τούτο το θαυμαστόν έργον
έβαλε σφραγίδα και εστεφάνωσεν όλα τα άλλα έργα του, εις το οποίον αρμόζουν
όλοι οι υψηλοί και μεγάλοι τίτλοι· και δικαιότατα πρέπει τούτο να επιγράφεται
και να ονομάζεται έργον θεάρεστον, έργον αθάνατον και έργον μεγαλοπρεπές. Με
τοιαύτα κατορθώματα επέρασε την ζωήν του ο θείος Βησσαρίων, αδελφοί, με
τοιαύτας θεοειδείς και χριστομιμήτους αρετάς εστόλισε την ιεράν του ψυχήν· με
τοιαύτα θεάρεστα έργα εδόξασεν αυτός επί της γης τον Θεόν, και παρεκίνησε και
όλους τους ανθρώπους δια να τον δοξάσωσι και να λέγωσιν ούτω καθ’ εαυτούς·
«Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι, ότι και τώρα εις τους εσχάτους καιρούς είδομεν με
τους ιδίους μας οφθαλμούς αληθινόν και Άγιον Αρχιερέα του Χριστού, όμοιον με
εκείνους τους παλαιούς Αγίους Αρχιερείς, όπου ακούομεν». Αληθώς, αδελφοί,
επληρώθη εις τούτον τον θείον Ιεράρχην εκείνο όπου γράφει ο Άγιος Ισίδωρος ο
Πηλουσιώτης· «Άπτει λύχνον ο Θεός Ιερέα, και τίθησιν αυτόν επί της λυχνίας της
εαυτού φωτοφόρου καθέδρας, ίνα εξαστράπτη φωτισμόν τη Εκκλησία, και δογμάτων
και πράξεων σκότους απηλλαγμένον, όπως ορώντες οι λαοί τας ακτίνας της ζωτικής
λαμπηδόνος, προς εκείνας ευθύνωνται, και τον Πατέρα των φώτων δοξάζωσι»· μ΄λλον
δε το λόγιον του Κυρίου· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως
ίδωσιν υμών τα καλά έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς»
(Ματθ. ε: 16). Με τοιούτους κόπους εποίμανεν ο αοίδιμος το ποίμνιόν του, με
τοιαύτην επιμέλειαν και αγάπην εγίνωσκεν όλα τα λογικά πρόβατά του σχεδόν κατ’
όνομα καθώς ήτο προστεταγμένος υπό Πνεύματος Αγίου λέγοντος· «Γνωστώς επιγνώση
ψυχάς ποιμνίου σου, και επιστήσεις καρδίαν σου σαις αγέλαις» (Παροιμ. κζ: 23).
Και ενίοτε μεν τα εποίμαινε δια της διδασκαλίας του εις τόπον χλόης, της
πρακτικής αρετής των καλών έργων, και μάλιστα της μετανοίας και ψυχικής
διορθώσεως· ενίοτε δε εις ύδωρ αναπαύσεως της θείας γνώσεως και θεωρίας. Διο
και αυτά αντιστρόφως εγίνωσκον τον καλόν ποιμένα των και ηκολούθουν αυτώ όπου
απήρχετο, και της φωνής του ήκουον εν πάση υπακοή και ευπειθεία, κατά το λόγιον
του Κυρίου: «Εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά, και γινώσκομαι υπό
των εμών» (Ιωάν. ι: 14). Δια τοιαύτης εναρέτου πολιτείας έγινεν ο Βησσαρίων
μίμημα μεν και σφραγίς και τύπος των παλαιών Αγίων, παράδειγμα δε και κανών και
πρωτότυπον των νυν Αρχιερέων, διότι ήτο πλούσιος εις τας αρετάς εκείνας τας
συνιστώσας τον αληθινόν και τέλειον Επίσκοπον και Αρχιερέα· τας οποίας ο
Απόστολος Παύλος απαριθμεί εν τω γ΄ Κεφαλαίω της προς Τιμόθεον Α΄ επίστολής
λέγων: «Δει ουν τον Επίσκοπον ανεπίληπτον είναι, νηφάλιον…, σώφρονα, κόσμιον,
φιλόξενον, διδακτικόν, μη πάροινον, μη πλήκτην, μη αισχροκερδή, αλλ’ επιεική,
άμαχον, αφιλάργυρον» (γ: 3). Και καθώς η φίλεργος και φιλόπονος μέλισσα συνάγει
από εκάστου δένδρου τα ευωδέστατα άνθη και εργάζεται το γλυκύτατον μέλι, ούτω
και ο Άγιος ούτος συνήγαγεν εις την θείαν του ψυχήν άλλην μεν αρετήν από ενός
Αγίου, άλλην δε εξ άλλου, παρ’ εκάστου έλαβε μίαν, και εξ απάντων όλας τας
αρετάς, και ούτω κατεσκεύασε το ήδιστον μέλι της αγιότητος. Τέλος αφ’ ου
έφθασεν εις το πεντηκοστόν σχεδόν έτος της ηλικίας του κατεκυριεύθη πλέον ο
μακάριος υπό της συνήθους και χρονίας ασθενείας του και προγνωρίσας ότι έμελλε
να τελευτήση, ένεκα της εξαντλήσεως των ζωτικών του δυνάμεων, προσεκάλεσε τους
Αρχιερείς τών υπ’ αυτόν Επισκοπών, και άπαντας τους Μοναχούς τους εις αυτόν
υποτεταγμένους, και τους ενουθέτησεν όλα όσα έπρεπε να τους νουθετήση, καθώς
ήτο αρμόδιον ες ένα έκαστον ιδιαιτέρως, δια να επιμελώνται, ήτοι να φυλάττωσι
τα καθήκοντα του επαγγέλματός των, και να φροντίζωσι τόσον δια την σωτηρίαν την
ιδικήν των, όσον και δια την σωτηρίαν και ψυχικήν διόρθωσιν του εμπιστευθέντος
εις αυτούς χριστωνύμου λαού. Και τοιουτοτρόπως χαιρετήσας αυτούς, και
ασπασάμενος τον τελευταίον ασπασμόν ζων έτι και υγιαίνων εν Χριστώ, εκτείνας
τους πόδας αυτού επί της κλίνης, ως ο Πατριάρχης Ιακώβ, παρέδωκε την αγίαν του
ψυχήν εις χείρας Θεού και εν μεγάλη ειρήνη εκοιμήθη τον εις τους δικαίους
πρέποντα και οφειλόμενον ύπνον, την 15ην Σεπτεμβρίου 1541 μετά
Χριστόν· και ευθύς απήλθε προς Κύριον, ον εκ νεότητός του ηγάπησε,
συναριθμηθείς μετά των Αρχιερέων ο Αρχιερεύς, μετά των Ελεημόνων ο Ελεήμων,
μετά των Δικαίων ο Δίκαιος και μετά των Αγίων ο Άγιος, και απολαμβάνει ήδη την
ουράνιον Βασιλείαν, ένθα η ανεκλάλητος χαρά, ο χειμάρρους της τρυφής, η
πανήγυρις των Πρωτοτόκων, ο ήχος των εορταζόντων και τα αγαθά εκείνα «α
οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α΄
Κορινθ. Β: 9). Λαβόντες λοιπόν το ιερόν και άγιον αυτού λείψανον άπαντες οι
Αρχιερείς και Ιερείς, μονάζοντες και όλος ο λαός, μετά μεγάλης παρρησίας και
προπομπής ομού και μετά πολλών δακρύων και κλαυθμών ενεταφίασαν αυτό εις την
Εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, την οποίαν ζων έτι είχε κτίσει ο Άγιος Βησσαρίων
κάτωθι του Μοναστηρίου μίαν ώραν απ’ αυτού απέχουσαν, εντός της λεγομένης
Αμπελικής. Ο δε Θεός θέλων να φανερώση και κάτω εις την γην την αγιότητα του
θείου Βησσαρίωνος, απέδειξε μετά θάνατον το θείον αυτού λείψανον πεπλουτισμένον
με όλα εκείνα τα αναντίρρητα σημεία της Χάριτός τε και αγιότητος, ήτοι με τον
ωραίον και αγιώτατον χρωματισμόν, με την πολλήν και άρρητον ευωδίαν, και με τα
εξαίσια θαύματα, όπου ενεργεί εις τους μετά πίστεως προσερχομένους. Μετά
παρέλευσιν καιρού από της εν Κυρίω κοιμήσεως του Αγίου, άνθρωπός τις Αγαρηνός,
όστις πάντοτε ευρίσκετο εις την Μητρόπολιν δια τας εξωτερικάς ανάγκας, όπου
συχνάκις ακολουθούσιν, ούτος, λέγω, αν και εθνικός, βλέπων όμως τας αρετάς και
τα λαμπρά κατορθώματα του Αγίου, τον επίστευε δια μεγάλον και Άγιον άνθρωπον.
Επειδή κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον «οίδε και πολέμιος θαυμάζειν ανδρός αρετήν»·
όθεν εν μια των ημερών κρυφίως επήγε και ήνοιξε τον τάφον του Αγίου, και ω του
θαύματος! ησθάνθη άρρητον ευωδίαν όπου εξήρχετο
από το λείψανόν του· διο και ηννόησε βεβαιότατα, ότι αυτό είναι άγιον·
λαβών όθεν το άγιον λείψανον επήγε, καθώς άδεται λόγος, εις την Γαλλίαν, και το
επώλησε αντί πολλών χρημάτων. Αισχυνέσθωσαν λοιπόν οι Λατίνοι, διαβάλλοντες την
Ανατολικήν Εκκλησίαν και λέγοντες ότι αφού εχωρίσθη από την Δυτικήν κανένα
Άγιον ανατολικόν δεν απέκτησε· και αυτοί οι ίδιοι ηγόρασαν τα άγια λείψανα του
Αγίου Βησσαρίωνος, και άλλων νεωτέρων Αγίων της Ανατολικής Εκκλησίας, και τα
προσκυνούσι μετ’ ευλαβείας· όθεν ας συμπεράνουν, ότι αν η Ανατολική Εκκλησία
κάμνη άγια τέκνα και καρπούς αγίους, φανερόν είναι ότι και αυτή ως μήτηρ τούτων
και ρίζα, Αγία είναι και Ορθόδοξος, και τα δόγματα αυτής είναι άγια και
ορθόδοξα, δια τα οποία και ο Κύριος είναι και μέλλει να είναι πάντοτε με αυτήν,
καθώς υπεσχέθη μόνος του· «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της
συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη: 20)· και η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος ποτέ
δεν έλειψεν, ούτε λείπει, ούτε ποτέ θα λείψη από αυτήν εις τον αιώνα, κατά την
υπόσχεσιν του Κυρίου την λέγουσαν· «Ερωτήσω τον Πατέρα, και άλλον Παράκλητον
δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιωάν. ιδ: 16). Κατ’ οικονομίαν
δε Θεού και κατά βούλησιν του Αγίου, ο προρρησθείς Αγαρηνός, αν και εψηλάφησεν
ικανώς, δεν εύρεν όμως την πάντιμον κάραν του Αγίου, αλλ’ έμεινε κεκρυμμένη εις
εν μέρος δια να την έχουν παρηγορίαν οι Αδελφοί και Πατέρες, και δια να μη
στερηθή τελείως από τοιούτον θησαυρόν η Ιερά Μονή αύτη, την οποίαν έκτισε με
τόσους κόπους και ιδρώτας ο Άγιος. Ως δε έμαθον οι Πατέρες του Μοναστηρίου, ότι
ο τάφος του Αγίου ηνοίχθη, έδραμον παρευθύς με πολλήν σπουδήν, και ευρόντες τον
τάφον εσκαμμένον και κενόν από το λείψανον του Αγίου, υπερβαλλόντως ελυπήθησαν·
ερευνήσαντες δε καλλίτερον, εύρον την σεβασμίαν κάραν του Αγίου ευωδιάζουσαν ως
ρόδον εύοσμον και κρίνον ηδύπνοον, ή μάλλον ειπείν υπέρ πάντα τα ρόδα και κρίνα
και νάρδους και κρόκους και ξύλα του Λιβάνου, και υπέρ πάσαν άλλην ευωδίαν των
γηϊνων πραγμάτων, καθώς δύναται έκαστος να αισθανθή και να ευφρανθή αισθητώς
και νοητώς, προσκυνών αυτήν και ασπαζόμενος μετ’ ευλαβείας και πίστεως, και
πλησιάζων εις αυτήν το αισθητήριον της οσφρήσεώς του· ούτω λοιπόν έφεραν αυτήν
οι Μοναχοί επάνω εις το Μοναστήριον, και απέθεντο ως θησαυρόν ατίμητον και
κειμήλιον των κειμηλίων απάντων του Μοναστηρίου πολυτελέστατον, το οποίον
ετίμησεν, εδόξασεν, εμεγάλυνε και εθαυμάστωσεν εις όλον τον κόσμον το ιερόν
τούτο Μοναστήριον, υπέρ πάντα τα άλλα αυτού σκεύη και πράγματα, κινητά και
ακίνητα, ο δε τάφος του Αγίου κατέστη ως άλλη πηγή του Σιλωάμ, εις την οποίαν
προστρέχουσι πανταχόθεν ασθενείς λαμβάνοντες των νοσημάτων των την ίασιν.
Επειδή δε διάφορα είναι τα χαρίσματα και αι
ενέργειαι του Αγίου Πνεύματος, τα οποία μοιράζει εις τους Αγίους το εν
και το αυτό Πνεύμα, κατά την αναλογίαν και τον βαθμόν της εκάστου ξεχωριστής
δεκτικής δυνάμεως και καθαρότητος, ως λέγει ο μακάριος Παύλος: «Διαιρέσεις δε
χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα. Και διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός
Κύριος. Και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός εστι Θεός ο ενεργών τα
πάντα εν πάσι» (Α΄ Κορινθ. ιβ: 4-6). Δια τούτο, καθώς λόγου χάριν έδωκεν ο Θεός
εις μεν τον Άγιον Αρτέμιον το να ιατρεύη τα ζώα, εις δε τον Άγιον Τρύφωνα το να
διώκη τα βλαπτικά ζωϋφια από τους κήπους, και εις άλλους Αγίους άλλο, ούτως
έδωκε και εις τον Άγιον Βησσαρίωνα το να διώκη την πανώλην και δια μέσου της
σεβασμίας αυτού και παντίμου κάρας να γίνεται πανταχού του πάθους τούτου ιατρός
ταχύτατος, και μέγας αντιλήπτωρ και βοηθός· και τούτο το βλέπομεν να γίνεται
καθ’ εκάστην ημέραν εις πολλούς και διαφόρους τόπους. Διότι εις όποιον τόπον
ακολουθήση η βρωμερά αύτη και θανατηφόρος πληγή, και προσκαλεσθή εκείθεν μετ’
ευλαβείας η θαυματουργός αύτη και πάντιμος κάρα του Αγίου τούτου Βησσαρίωνος,
ευθύς ως εκτελέσουν αγιασμόν με αυτήν, και παρακαλέσουν όλοι τον Θεόν δια του
Αγίου με πίστιν θερμήν, και με αναστεναγμούς και δάκρυα, ω της θαυμαστής και
μεγίστης του Αγίου Βησσαρίωνος χάριτος! Ευθύς, λέγω, και εν τω άμα παύει η φθορά
της ασθενείας αυτής· και όχι μόνον εις τους τόπους της Θεσσαλίας, της Στερεάς
Ελλάδος και της Ηπείρου θαυματουργεί η αγία αυτού κάρα και η αγία του σιαγών,
και προσκαλείται δια την τοιαύτην της πανώλους ασθένειαν, και δι’ άλλας ακόμη
πληγάς και νόσους, αλλά και εις αυτήν την περίφημον Ουγγροβλαχίαν, εις την
οποίαν έχομεν παράδοσιν ότι υπήγεν εν τη ζωή του ο Άγιος, ή προσκληθείς δια την
πολλήν του φήμην και αγιότητα, ή δια χρείαν της οικοδομής του Μοναστηρίου. Εις
την Ουγγροβλαχίαν μεταβάς ο Άγιος, ηυλόγησε τον τόπον εκείνον και ελειτούργησε
κατόπιν αδείας του Πατριάρχου και του εκείσε αρχιερατεύοντος ως και του τότε
ηγεμόνος· φαίνεται δε εν τω Μοναστηρίω τω καλουμένω Άρντζεσι και εν αντιμήνσιον
καθιερωμένον υπό του Αγίου Βησσαρίωνος, γράφον τάδε: «Ο ταπεινός Μητροπολίτης
Λαρίσης Βησσαρίων». Επανακάμψας δε ο Άγιος εις την επαρχίαν του από Βλαχίας και
την Ιεράν Μονήν του Δουσίκου οικοδομήσας, απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς
πεντηκοντούτης· όπερ και ηκούσθη εις την Βλαχίαν, και μάλιστα ότι ηγίασε και
εθαυματούργησε. Δια τούτο και όταν παρουσιάσθη θανατικόν εις την Βλαχίαν,
έπεμψαν και επήραν την αγίαν και θαυματόβρυτον κάραν του Αγίου από το
Μοναστήριον, και μόνον καθώς επλησίασεν εις τον τόπον της Βλαχίας έπαυσεν η
πανώλης, και έδειξαν μεγάλον σέβας και τιμήν οι Βλάχοι εις την θαυματόβρυτον
κάραν του Αγίου. Αλλά και εις τον καιρόν του ευσεβεστάτου και γαληνοτάτου
Αυθέντου και ηγεμόνος κυρίου Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου, κατά την πρώτην του
ηγεμονίαν, εμολύνθη από θανατικόν το περίφημον Βουκουρέστιον, και επήγαν οι
Αρχιερείς και άρχοντες εις τον αυθέντην και ηγεμόνα, λέγοντες· «Έχομεν ιατρόν
της ολεθρίου ταύτης νόσου, την θαυματόβρυτον κάραν του Αγίου Βησσαρίωνος
Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, και παρακαλούμεν να σταλώσιν αυθεντικά γράμματα και
άνθρωποι να φέρουν την αγίαν κάραν». Ευθύς τότε ο ευσεβέστατος ηγεμών έπεμψε
και έφεραν την αγίαν κάραν από το Μοναστήριον του Δουσίκου· και ευθύς ως
επλησίασεν η αγία κάρα, εξήλθεν ο ίδιος ο ηγεμών μετά των αρχόντων αυτού,
προεξάρχοντος του Μητροπολίτου και του ιερατικού τάγματος, και πλήθος πολύ του
λαού και υπεδέχθησαν αυτήν ευλαβώς και με δεήσεις γονυπετείς και καταφιλήσαντες
αυτήν με θερμήν κατάνυξιν, και με θερμά δάκρυα, συνώδευσαν αυτήν εντίμως και
μεγαλοπρεπώς εις το Βουκουρέστιον· ευθύς δε το θανατικόν έπαυσε και έψαλεν αγιασμούς
η Βλαχία άπασα, επληροφορήθη δε και ο ηγεμών τας θαυματουργίας του Αγίου δια
των ιδίων του οφθαλμών. Έτυχε δε να είναι και ακρίδα τότε εις όλον τον τόπον
της Βλαχίας αδιακόπως τρεις χρόνους· και ακρίδα όχι κατά την συνειθισμένην
ποσότητα, όπου είδομεν ημείς και οι πρόγονοι ημών, αλλά ακρίδα εις υπερφυσικήν
ποσότητα τόσον, ώστε οι ιππείς διαβαίνοντες μεταξύ του πλήθους των ακρίδων
εκρημνίζοντο και εκινδύνευον, τα δένδρα τα πεφορτωμένα από τας ακρίδας
συνετρίβοντο· και ήσαν καθώς σχεδόν τα σύννεφα εις το περιέχον, ούτω και εις
την γην της Ουγγροβλαχίας ήσαν τα σύννεφα των ακρίδων και ήτο να θαυμάζη τις
και να εκπλήττεται, βλέπων τοσαύτην ακρίδα, ης ουκ ην αριθμός κατά τον Δαβίδ.
Έδραμον τέλος πάντων πάλιν οι Ουγγροβλάχοι εις την αγίαν κάραν, με την ομοίαν
κατάνυξιν και ευλάβειαν, την οποίαν είχον δείξει και δια την αιτίαν της
πανώλους· κι αφού έψαλαν αγιασμούς μέσα εις την Βλαχίαν, και έξω εις όλα τα
περίχωρα, και επώτισαν με τον αγιασμόν τα χωράφια, αμπέλια, κήπους, περιβόλια
και όλον τον τόπον εκείνον, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ, και ω χάρις
της θαυματουργού του σου θεράποντος Βησσαρίωνος κάρας! Εκείνο το κατά ψάμμον
πλήθος των ακρίδων, όπερ εσκέπαζε την γην καθήμενον, και όταν επετούσεν
εσκέπαζε τον ουρανόν και τον εσκότιζε και ημπόδιζε τους διαβάτας και κατέτρωγε
παν δένδρον κάρπιμον και άκαρπον, ως να εδιώκετο υπό της αμάχου θείας δυνάμεως
της εν τη θαυματουργώ κάρα του Αγίου, εξαρθέν έπεσεν εις τον Δούναβιν ποταμόν
με ήχον και τριγμόν, και απεπνίγη και εφαίνετο εν θαύμα παράδοξον, το καθαρόν
και διαυγές ύδωρ του Δουνάβεως να είναι κατασκεπασμένον με ακρίδας.
Ευεργετηθέντες λοιπόν οι Βλάχοι εξέπεμψαν πάλιν την αγίαν κάραν λαμπρώς και
εντίμως εις το Μοναστήριον, με την ιδίαν τιμήν με την οποίαν την εδέχθησαν.
Αυτό το ίδιον θαύμα εις τας ακρίδας έδειξε και εις πολλάς άλλας χώρας κα εις
την Θεσσαλίαν πολλάκις και εις όλην την Ελλάδα η θαυματουργός αύτη κάρα, και
όχι μόνον τον λοιμόν της πανώλους καταπαύει και εξοστρακίζει, αλλά και πάσαν
άλλην λοιμικήν νόσον, και άλλας διαφόρους ασθενείας χαλεπάς· και προσέτι
μυριάκις εσταμάτησε και τον άλλον λιμόν, τουτέστι την πείναν, και την αφορίαν
της γης με την κατάβασιν της βροχής· διότι πολλάκις προσεκλήθη εις πολλάς χώρας
η αγία αύτη κάρα, και έβρεξεν υετόν ο ουρανός δια τας θερμάς δεήσεις και δια
την πίστιν και ευλάβειαν εκείνων, όπου την επροσκάλεσαν. Το δε εις Καλαρρύτας
γενόμενον θαύμα, πως δύναται να σιωπηθή; Όχι προ πολλών χρόνων επισυνέβη εις
αυτούς θάνατος οξύς από την κοινώς λεγομένην καρδίαν, ήτις, ως νομίζω, είναι η
δυσεντερία, εξ ης απέθνησκον πολλοί καθ’ εκάστην ημέραν· προσκληθείσης δε της
αγίας κάρας, και ευλαβώς υποδεξαμένων αυτήν των Χριστιανών, ευθύς και ο θάνατος
έπαυσε και ηλευθερώθησαν οι άνθρωποι εκ της θανατηφόρου ταύτης ασθενείας. Και
έτερον θαύμα γέγονεν εις το χωρίον Κλινοβόν, ένθα έθος έχουσιν οι του χωρίου
τούτου ευσεβείς Χριστιανοί να ψάλλωσι κατ’ έτος αγιασμούς εις το χωρίον, και
κοινώς και εις εκάστην οικίαν με την αγίαν κάραν· και όλαι μεν αι οικίαι
έψαλλον, μία δε μόνη γυνή τρεις και τέσσαρας φοράς προσελθόντων των Πατέρων εις
τον οίκον της, απεδίωξεν υβριστικώς την αγίαν κάραν· και ω του θαύματος! έλαβεν
ευθύς αοράτως εν ράπισμα, και έπεσεν ημιθανής κατά γης, και εφώναζεν ελεεινώς
από τον πόνον του ραπίσματος· την ήγειραν δε βαστακτικά οι συγγενείς της, και
την επήγαν εις το οίκημα της αγίας κάρας, και με μεγάλην φωνήν εζήτει
συγχώρησιν από τον Άγιον Βησσαρίωνα, και εξωμολογείτο παρρησία την αμαρτίαν
της, λέγουσα εις τους Πατέρας που είχον την αγίαν κάραν· «Εγώ, Άγιοι Πατέρες,
έως τώρα ήμην θυγάτηρ του σατανά, δηλαδή μάγισσα, και σήμερον είχον να πράξω
μίαν μαντείαν· και αν ήρχετο ο Άγιος εις την οικίαν μου, δεν θα ηδύνατο να
ενεργήση η μαντεία μου· δια τούτο δεν ήθελον να δεχθώ την αγίαν κάραν, αλλ’
εθύμωσεν ο Άγιος, και μου ήλθε το ράπισμα αοράτως εις τους οφθαλμούς, και ιδού ετυφλώθην
και κινδυνεύω εις θάνατον· σας παρακαλώ λοιπόν να μεσιτεύσητε εις τον Άγιον δι’
εμέ, και εγώ κάμνω αποχήν της μαντείας και των άλλων κακών μου, μόνον να λάβω
την υγείαν μου η ταλαίπωρος· διότι σκέπτομαι πόσον θα τιμωρηθώ εις εκείνην την
αιώνιον κόλασιν». Τότε ηγέρθη ευθύς εις των Ιερομονάχων, ονόματι Ιερόθεος, και
ανέγνωσεν ευχάς ιεράς επ’ αυτήν, και την εσταύρωσε με την αγίαν κάραν εις την
κεφαλήν της και ευθύς εθεραπεύθη η γυνή, κηρύττουσα και δοξάζουσα τον Άγιον.
Εις το διαληφθεν χωρίον Κλινοβόν, εις Ιερεύς, χάριν ευλαβείας, επήρε κρυφίως
μέρος βραχύτατον της αγίας κάρας, δια την οποίαν ιεροσυλίαν πολλά επαιδεύθη υπό
του Αγίου ο Ιερεύς με ασθενείας πολλάς και με θανάτους των ζώων του, ώστε και ο
Ιερεύς απέθανεν υπό ασθενείας χαλεπής, και εις τον θάνατόν του παρήγγειλεν εις
τα τέκνα του να δώσουν το μέρος του αγίου λειψάνου εις το Μοναστήριον, και τα
τέκνα αφού είδον την πληγήν της ανωτέρω γυναικός, έδωκαν την μερίδα του αγίου
λειψάνου από τον φόβον των, δια να λάβη την συγχώρησιν ο πατήρ των. Και άλλο
θαύμα εις το αυτό χωρίον Κλινοβόν ετέλεσεν ο Άγιος· μία γυνή έχουσα ένα ημίονον
ασθενή, και επικαλεσαμένη τον Άγιον Βησσαρίωνα, λαβόντος του ημιόνου την
υγείαν, πολλάς ωμολόγει τας χάριτας εις τον Άγιον· και ποτε χειμώνος ώρα
διαβαινόντων των Πατέρων το χωρίον, τους επροσκάλεσε να καταλύσουν εις τον
οίκον της, καίτοι πτωχή ούσα, οι δε Πατέρες βιασθέντες από τας θερμάς της
δεήσεις κατέλυσαν εις τον οίκον της γυναικός, ήτις πολλά ηυχαρίστει τον Άγιον
δια την υγείαν όπου εχάρισε του ημιόνου της· θαύμα δε επάνω εις το θαύμα
επηκολούθησε· δι΄τι ο υιός αυτής κομίζων τροφάς εις τον πατέρα αυτού,
ποιμαίνοντα τα πρόβατα, έτυχε να διέλθη τον εκείσε ποταμόν, δυσδιάβατον από
πολυομβρίαν, και παρεσύρθη με εν ξύλον εις την μέσην του ποταμού αποπνιγόμενος·
τότε εφάνη εις αυτόν, απελπισμένον όντα, μέγας Αρχιερεύς υψηλός, μαυρογένειος,
μαυρόφρυς, φορών σκέπην μαύρην εις την κεφαλήν, βαστάζων δε εις τας χείρας
ράβδον αρχιερατικήν, και έδωκεν εις αυτόν την ράβδον, ως δε ήγγισε την ράβδον ο
παις ευρέθη την ιδίαν στιγμήν έξω του ποταμού· είπε δε εις αυτόν ο φανείς·
«Πήγαινε εις την οικίαν σου, και το εσπέρας θα με έχης εκεί». Ήλθε δε ο παις
διηγούμενος το συμβάν και το θαύμα, αλλά δεν παρωμοίαζε τον φανέντα με κανένα
από τους Πατέρας· ιδών δε την εικόνα του Αγίου, εφώναξεν ο παις· «Αυτός είναι
όπου με έσωσεν από τον πνιγμόν». Ευχαριστούσα όθεν η μήτηρ αυτού τον Άγιον δια
τούτο το θαύμα, έδωκεν εις το Μοναστήριον τον υγιανθέντα ημίονον εις σημείον
ευγνωμοσύνης. Ωσεί ψάμμος θαλάσσης κατά αλήθειαν είναι τα θαύματα όπου επιτελεί
η αγία αύτη κάρα δια της θείας δυνάμεως· εις τα χωρία τα πεδινά προσκαλουμένη
μετά πίστεως και ευλαβείας των Χριστιανών, καταπαύει ευθύς τον θάνατον και τας
ασθενείας των ζώων των· όταν τα κτήματα των ηγεμόνων εμολύνοντο υπό της
πανώλους, οι ίδιοι αυτοί παρεκίνουν τους Χριστιανούς και έφερον την αγίαν
κάραν, ωνόμαζον δε τον Άγιον Βησσαρίωνα διώκτην της πανώλους, και συνερίζονται
ποίος να λάβη πρώτος την αγίαν κάραν και να ψάλη Αγιασμόν εις το κτήμα του.
Πρώτοι δε οι ασεβείς υπέσχοντο να δώσουν σίτον εις το Μοναστήριον, δίδοντες δε
παρεκίνουν τους Χριστιανούς να δώσουν και αυτοί. Ένας ασεβής Άραψ εις εν
λαρισαϊκόν κτήμα, βλέπων τους Χριστιανούς λιτανεύοντας με την αγίαν κάραν και
με ιεράς εικόνας, και των Ιερέων όντων περιβεβλημένων τας ιερατικάς στολάς, και
των Χριστιανών βοώντων το «Κύριε, ελέησον», από τον φθόνον και την
χριστιανομαχίαν του ύβρισε την αγίαν κάραν, και εβλασφήμησε τον Άγιον· και
ευθύς, ω του θαύματος και ω της μεγάλης πίστεως των Χριστιανών! Έπεσεν από το
ανώγαιον κάτω εις την αυλήν, και εταράττετο κυλιόμενος και αφρίζων ως
δαιμονιών· μετά πολλήν δε ώραν ήλθεν εις τον εαυτόν του, και εγερθείς ολίγον
διηγήθη πως έπεσεν από το ανώγαιον κάτω λέγων· «Εγώ, ακούων μέσα από τα δωμάτια
μου τους Χριστιανούς βοώντας το «Κύριε, ελέησον» και βλέπων τους Ιερείς
ενδεδυμένους χρυσά υποκάμισα, και κρατούντας και εν κιβώτιον ασημένιον, ύβρισα
ο ανόητος και τους Ιερείς και τον Άγιόν των, και ευθύς βλέπω οπίσω μου ένα
Καλόγηρον, όστις με ώθησε, και έπεσα κάτω. Τώρα σας παρακαλώ, Χριστιανοί, να
τον παρακαλέσετε εκείνον όπου είδον, να μη έλθη πάλιν και με πνίξη, και σας
κάμνω όρκον εις την πίστιν μου, ότι δεν τον υβρίζω άλλην φοράν, και μάλιστα να
τον έχω και φίλον μου». Και άλλους πολλούς Οθωμανούς υβριστάς ετιμώρησεν ο
Άγιος αοράτως, και τους εφοβέρισε· δια τούτο και τον ωμολογούσαν ως Άγιον·
πολλάκις δε ο Άγιος Βησσαρίων ούτος εφάνη ως ζων εις τεθλιμμένους, οίτινες τον
επεκαλέσθησαν με ευλάβειαν, και εις ασθενείς και πεφυλακισμένους, καθώς και
όταν έζη ο μακάριος επήγαινε παρηγορών τους τεθλιμμένους ασθενείς. Εις εν
χωρίον της πεδιάδος εκαυχάτο εις μάταιος άνθρωπος ότι δεν έμβαινε πανώλης εις
το χωρίον του, επειδή ήτο εμποδισμένη από τους προπάτορας του χωρίου· εμολύνθη
όμως και αυτός ο ίδιος και εξεβλήθη του χωρίου του ως μεμολυσμένος· εφάνη δε
εις αυτόν κατακείμενον και αλγούντα, ότι δύο γυναίκες γερόντισσαι τον έσυρον
βιαίως να τον πνίξουν εις τον εκεί παραρρέοντα ρύακα, και φανείς ο Άγιος τας
επετίμησε, και ηλευθέρωσε τον άνθρωπον από την πανώλη, ο οποίος ελευθερωθείς
διηγείτο το θαύμα του Αγίου, και κατηγόρει τον εαυτόν του ως άγνωστον· και
πολλούς άλλους αναριθμήτους ηλευθέρωσεν ο Άγιος από την πανώλη και από άλλας
δεινάς ασθενείας και διαφόρους περιστάσεις. Πολλά δε και αναρίθμητα ετέλεσε
θαύματα και καθ’ εκάστην επιτελεί. Ακούσατε και εν παράδοξον θαύμα όπου έγινεν
εν έτει αψμα΄ (1741), καθ’ ο έτος εξήλθον οι αλλόφυλοι εξ Αλβανίας λησταί, και
ελεηλάτουν τον κόσμον ανηλεώς τε και απηνώς· εκ ταύτης της αιτίας οι χωρικοί
των πέριξ χωρίων εβίασαν τους Πατέρας να βάλουν τας γυναίκας των εις το
Μοναστήριον δια να προφυλαχθούν από την αιχμαλωσίαν. Αλλ’ ο Άγιος Βησσαρίων,
όπου με αράς φρικτοτάτας και αφορισμούς αλύτους ημπόδιζε την είσοδον των
γυναικών, δεν ήργησε να θαυματουργήση δια της θείας δυνάμεως, και εύθυς έγινε
μέγας σεισμός φοβερός μόνον εις το Μοναστήριον, και έγινεν αίφνης μία τρομερά
βροντή και αστραπή, όπου ολίγον έλειψε να καταφλεγή το Μοναστήριον· και τότε
εσχίσθη το μεγάλον κυπαρίσσιον, το οποίον ήτο εν τω μέσω του Μοναστηρίου, εκ
του οποίου ευρίσκονται κατασκευασμέναι μέχρι του νυν αι τράπεζαι των Πατέρων.
Όθεν οι Πατέρες βλέποντες την τοσαύτην ορμήν του Αγίου και τον κίνδυνον του
Μοναστηρίου, ευθύς εδίωξαν τας γυναίκας από το Μοναστήριον και εκόπασεν ο θυμός
του Αγίου και ο κίνδυνος· ο δε εκ Σθλατίνης πνευματικός Ιωσήφ, ο συμβουλεύσας
να βάλουν τας γυναίκας εις το Μοναστήριον, ευρέθη μετά θάνατον άλυτος, ίσως δια
τούτο το αίτιον. Παρόμοιον δε θαύμα ηκολούθησε μετά τούτο· γυνή τις αλλόφυλος
εκ Τρίκκης, εξελθούσα προς διατριβήν επ΄των βουνών, ηβουλήθη να διαβή από το
Μοναστήριον· και δη εξελθούσα εβίασε τους Πατέρας να την αναβιβάσουν επάνω·
πολύ εκοπίασαν οι Πατέρες να την εμποδίσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ήρχισαν
λοιπόν να την τραβούν επάνω με το δίκτυον, και εν τω άμα, ω των θαυμασίων σου
Χριστέ Βασιλεύ! εγένετο σεισμός, και βροντή τόσην μεγάλη, ώστε εσχίσθη το
τείχος του Μοναστηρίου μόνον από την έξω επιφάνειαν, και φαίνεται έως την
σήμερον· όθεν και δεν επρόφθασε το αλλόφυλον γύναιον να αναβή, καταβάσα όμως
ετράπη εις φυγήν φοβερίζουσα τους Πατέρας, μάγους και απατεώνας τούτους
αποκαλούσα, και προσέτι ηπείλει να χαλάση το Μοναστήριον. Αλλά δεν επρόφθασε,
διότι εις την οδόν των Τρικκάλων εύρεν αυτήν η οργή του Θεού και η εκδίκησις
του Αγίου, και κατέστρεψε τον βίον ελεεινώς. Φαίνεται δε και η πέτρα εφ’ ης
ετέθη αύτη η αλλόφυλος, και ήδη καλείται πέτρα της αλλοφύλου κυρίας εκ Τρίκκης
της υπό του Αγίου Βησσαρίωνος παταχθείσης. Άπειρα τω όντι του Αγίου τούτου τα
θαύματα, τα οποία ηκούσαμεν και είδομεν δια των ιδίων μας οφθαλμών· μαρτυρούσιν
αι πόλεις και τα χωρία πάντα της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος και της
Ηπείρου, και αυτή η περίφημος Ουγγροβλαχία· μαρτυρούσιν οι κατά τόπους ιεροί
αυτού Ναοί, οι οποίοι εκτίσθησαν με θαύμα του Αγίου, και δια τας ευεργεσίας
όπου έλαβον οι Χριστιανοί, και προ του καιρού ημών, και εν τω καιρώ ημών· και
όχι μόνον η αγία αυτού κάρα και η σιαγών θαυματουργεί, αλλά και τα ιερά αυτού
φελόνια εισέτι σωζόμενα νυν εις το Ιερόν Μοναστήριον θαυματουργούσιν, εις τους
μετά πίστεως εγγίζοντας αυτά. Θαυματουργεί δε και η σωζομένη ράβδος αυτού
έχουσα τους ιερούς Αποστόλους σκαλιστούς, και εις το εκ μονοκέρωτος μηλοειδές
κόκκαλον περιέχουσα ολόκληρον το «Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι» δια γραμμάτων
σκαλιστών, η οποία ράβδος εμβαπτιζομένη εις το ύδωρ, και του ύδατος πινομένου,
καταπαύει πυρετόν, ρίγος και πάσαν άλλην ασθένειαν εκείνων, οίτινες ζητούν την
θεραπείαν μετά πίστεως και ευλαβείας. Ολίγον έλειψε να αφήσωμεν αδιήγητον το
θαύμα, όπερ έκαμεν η αγία του σιαγών επάνω εις την θάλασσαν, οπόταν ο Ιερόθεος
και ο γέρων πνευματικός Χρύσανθος κατήρχοντο εκ Κωνσταντινουπόλεως· τρικυμία
μεγάλη και φρικτή εύρε το πλοίον δια του οποίου εταξίδευαν, ευρίσκοντο δε τότε
πλησίον εις τα Τρίκκερα, ο δε άτακτος και σφοδρός άνεμος τους εξώθησεν εις τον
πορθμόν Εύριπον· το πλοίον εκινδύνευσε τότε να κτυπηθή εις τους βράχους και να
καταβυθισθή· ενώ δε ευρίσκοντο εις απόγνωσιν, λαβών ο πνευματικός Χρύσανθος την
αγίαν σιαγόνα, την εβούτησεν εις το ύδωρ της θαλάσσης ειπών· «Άγιε Βησσαρίων,
βοήθησον· μη θέλης να πνιγώμεν ομού με την σιαγόνα σου». Και ευθύς, ω του
θαύματος! γαλήνη εγένετο, και εξέστησαν οι ναύται εις το παράδοξον τούτο θαύμα.
Πολλάκις επίσης οράται κατ’ όναρ ο Άγιος Βησσαρίων εις τινας Πατέρας της Μονής
ταύτης, και ποτέ μεν επιτιμά και απειλεί τους ατάκτους και διδάσκει αυτούς ν’
απέχωσι της κακίας, ποτέ δε παρηγορεί τινα λυπούμενον ή ασθενούντα κι ευθύς
δίδει ή επγγέλλεται την υγείαν· πολλάκις δε και παιδεύει μετά θάνατον τους
πλεονέκτας Πατέρας και συλλούντάς τι του Αγίου, όταν περιέρχωνται μετά της
αγίας κάρας, καθώς επαίδευσε και ένα Διάκονον του Μοναστηρίου με θάνατον της
πανώλους, κρύψαντα διπλά μαχαίρια αργυρά. Πολλάκις εφάνη διώκων την δυσώνυμον
πανώλην, φανείσαν με αλλοκότους μορφάς, και οιονεί φθεγγομένην· «Τίμιε
Βησσαρίων, με διώκεις; Φεύγω αλλοίμονον. Σου ελθόντος, εγώ να σταθώ δεν
δύναμαι». Αλλά και το της πηγής ύδωρ, το προ του αγίου Βήματος ρέον, ιάτρευσε
τους εσκοτισμένους οφθαλμούς ενός πτωχού τώρα εις τους καιρούς μας. Εις την
Ιεράν του ταύτην Μονήν ο Άγιος ούτος Βησσαρίων αφήκε την διαθήκην του πλήρη
χάριτος και αγιότητος, ήτις και αναγινώσκεται εις καιρούς διωρισμένους υπό των
Πατέρων· εις ταύτην την διαθήκην του συμβουλεύει τους Πατέρας τα δέοντα, και
δίδει κανόνας ωφελιμωτάτους και ψυχωφελεστάτους· εις ταύτην την διαθήκην του
παραγγέλλει και εις τους διαδόχους αυτού Αρχιερείς της Λαρίσης να επισκέπτωνται
το Μοναστήριόν του πνευματικώς τε και πατρικώς, και μίαν λίτραν κηρίου να
λαμβάνωσι παρά του Μοναστηρίου εις σημείον υπακοής, αρκούμενοι μόνον εις το
μνημόσυνον του ονόματος αυτών, οι οποίοι ακολουθούσιν εις τας διαταγάς και
παραγγελίας του Αγίου, υπογραφόμενοι εις την ιεράν ταύτην διαθήκην του γίου,
και δεν ευρέθη ποτέ τα ζητήσας τι περισσότερον από ό,τι παραγγέλλει ο Άγιος·
αλλά και οι Επίσκοποι της Λαρίσης λίαν ευλαβώς φέρονται εις τον Άγιον,
αδωροδοκήτως δίδοντες τας αδείας εις το να περιέρχωνται οι Πατέρες εις τα
ταξείδια και ως έμψυχον Πατέρα και Γέροντα τιμώσι τον Άγιον. Ταύτα πάντα
γίνονται, ευλογημένοι Χριστιανοί, εις απόδειξιν ζώσαν της αγιότητος του θείου
τούτου Πατρός Βησσαρίωνος και δια να γνωρίσωμεν ημείς οι επί γης πόσην
παρρησίαν εύρεν ο Άγιος Βησσαρίων προς τον Θεόν, και πόσον τον εδόξασεν εν
ουρανοίς· διότι αυτός μόνος του υπόσχεται να δοξάση εκείνους όπου τον
δοξάζουσι· «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω (Βασιλειών Α΄ β: 30). Όθεν εδόξασεν ο
Θεός τον Βησσαρίωνα και εις την γην, και εις τον ουρανόν· ο δε Βησσαρίων
εδόξασε τον Θεόν εις μόνην την παρούσαν ζωήν, αλλ’ ο Θεός θα δοξάση τον
Βησσαρίωνα και εις την μέλλουσαν· ο Βησσαρίων εδόξασε τον Θεόν καθό άνθρωπος,
με έργα και αρετάς δυνατάς εις την ασθενή φύσιν των ανθρώπων· ο δε Θεός εδόξασε
τον Βησσαρίωνα καθό Θεός, ήτοι με χαρίσματα θεοπρεπή και με αξιώματα υπερφυσικά
και ουράνια. Τοιουτοτρόπως ο θείος Βησσαρίων εδόξασε τον Θεόν και αντεδοξάσθη
παρά Θεού· ημείς δε, αδελφοί και πατέρες, πως ημπορούμεν να δοξάσωμεν τον Θεόν
και τον θεράποντα αυτού Βησσαρίωνα; Πως; Εγώ να σας ειπώ εν αληθεία. Αν
μιμώμεθα τας αρετάς και τα έργα του εν Αγίοις Πατρός ημών Βησσαρίωνος, αν
ακολουθώμεν το παράδειγμα της εναρέτου αυτού πολιτείας, και αν επιμεληθώμεν να
περιπατώμεν και ημείς την οδόν εκείνην της σωτηρίας όπου αυτός επεριπάτησεν εις
την ζωήν του. Ναι, καλή είναι βεβαίως και η δόξα, την οποάν προσφέρομεν εις τον
Άγιον με τας δια λόγου ψαλμωδίας ταύτας και ιερούς ύμνους, και άσματα, και
εγκώμια, με τα οποία τον επαινούμεν δι’ όλης της νυκτός· δέχεται ναι, και
ταύτην την δόξαν η χριστομίμητος αυτού ψυχή, αλλά καλλιτέρα είναι η δόξα, την
οποίαν του προσφέρομεν δια των έργων, και δια της μιμήσεως των αρετών του· όθεν
και ταύτην περισσότερον δέχεται χαίρων και ευχαριστούμενος. Ο βασιλεύς Οζίας
όταν απετόλμησε να θυσιάση ως ιερεύς ενώπιον Κυρίου, νομίζων με τούτο ότι
προσφέρει δόξαν εις τον Κύριον, τον ήλεγξαν οι ιερείς και του είπον· «Ουκ έσται
σοι τούτο εις δόξαν παρά Κυρίου Θεού» (Β΄ Παραλειπομ. κστ: 18). Και ημείς, αν
μόνον με λόγον δοξολογώμεν τον Άγιον Βησσαρίωνα, και δια του έργου δεν τον
μιμούμεθα, αυτόν τον ίδιον ελεγμόν έχομεν να ακούσωμεν· «Ουκ έσται υμίν τούτο
εις δόξαν παρά του Αγίου Βησσαρίωνος». Βλέπετε, αδελφοί, τον ουρανόν, και τον
λαμπρόν ήλιον, και την αργυροειδή σελήνην, και τα πολύφωτα άστρα; Βλέπετε τα
τέσσαρα στοιχεία; Βλέπετε τα πολυποίκιλα δένδρα και τα αναρίθμητα γένη και είδη
των αλόγων ζώων; Όλα ταύτα ακαταπαύστως υμνούσι τον Θεόν και δοξάζουσιν, όχι με
φωνάς και λόγους, αλλά και εμπράκτως με τα έργα· επειδή δια μέσου της
ωραιότητος και λαμπρότητός των, δια μέσου της δυνάμεως και της ευτάκτου
κινήσεως και όλων των άλλων φυσικών αυτών αρετών και χαρίτων, παρακινούσι τους
βλέποντας αυτά λογικούς ανθρώπους να υμνώσι τον Ποιητήν των, και να τον
δοξάζωσι. Δια τούτο ο μεν Προφήτης Δαβίδ είπεν· «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν
Θεού»· ο δε μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει· «Πάντα υμνεί και δοξάζει φωναίς
αλαλήτοις· επί πάσι γαρ ευχαριστείται ο Θεός· και όντως ο εκείνων ύμνος
ημέτερος γίνεται, παρ’ ων εγώ το υμνείν λαμβάνω» (Λόγος εις την νέαν Κυριακήν).
Στοχασθήτε λοιπόν, αδελφοί και πατέρες, πόση ατιμία και πόση εντροπή είναι, τα
μεν αναίσθητα και άλογα ποιήματα του Θεού να τον δοξάζωσι με τα έργα των, ημείς
δε οι λογικοί, και κατ’ εικόνα Θεού κτισθέντες άνθρωποι, να τον ατιμάζωμεν με
τα έργα μας, και να γινώμεθα κατά τούτο χειρότεροι των αλόγων ζώων και
ναισθήτων κτισμάτων. Δια τούτο ομού με την δια λόγου δοξολογίαν όπου κάμνομεν
του Αγίου Βησσαρίωνος, ας προσθέσωμεν και την δια των έργων δοξολογίαν, την
πλέον ευπρόσδεκτον εις αυτόν, και ας τον μιμηθώμεν όλοι, όσοι συνήχθημεν εις
την εορτήν του, και ηκούσαμεν τα ένθεα κατορθώματά του, αναλόγως έκαστος, και
κατά την τάξιν και το επάγγελμα όπου έχει. Οι μεν Αρχιερείς ας μιμηθούν την
μεγάλην ταπείνωσιν του Αγίου, ήτις είναι αρετή υψοποιός, την οποίαν αρετήν
έδειξεν εμπράκτως ο μέγας Αρχιερεύς Ιησούς, όταν ένιψε τους πόδας των Μαθητών
του. Οι μονάζοντες και Ιερείς ας μιμηθούν την ελεημοσύνην και συμπάθειαν, την
οποίαν έδειξεν ο Άγιος εις τους πτωχούς, εις τους φυλακισμένους, εις τας χήρας
και τα ορφανά. Άλλος ας μιμηθή την αδελφήν της ταπεινώσεως, ήτις είναι η
πραότης, την οποίαν εξαιρέτως είχεν ούτος ο Άγιος, καθώς η Βιογραφία αυτού
παρέστησεν. Άλλος ας μιμηθή την αγιότητα αυτού, όστις ημέρας και νυκτός
ηγωνίζετο, πώς να αρέση εις τον Θεόν, και εφύλαττεν απαρασαλεύτως τας εντολάς
αυτού· άλλος ας μιμηθή την εγκράτειαν και χαλιναγωγίαν των παθών όπου εφύλαττε,
και δεν εμίανε το κατ’ εικόνα Θεού, αλλά το ετήρησεν αλώβητον, και υπέταξε το
χείρον εις το κρείττον, τουτέστιν υπέταξε το σώμα εις την ψυχήν, και σχεδόν
έκαστος, ον τρόπον εισερχόμενος εις κανένα πολυανθή λειμώνα τρυγά όποιον από τα
άνθη του αρέσει, τοιουτοτρόπως και από τον πολυανθή λειμώνα των αρετών του
Αγίου τούτου ας μιμηθή έκαστος όποιαν αρετήν δυνηθή να κατορθώση, μόνον κενός
να μη φανή, μόνον να μη αμελήση πας τις πανηγυρίζων τον Άγιον. Και εάν ούτω
ποιήσωμεν, πρώτον γινόμεθα ευάρεστοι εις τον Θεόν και δεύτερον χαροποιούμεν και
τον Άγιον, ο οποίος θα μας έχη ως τέκνα του πνευματικά, ευλογών αοράτως ημάς,
και θα είναι βοηθός μας θερμότατος, τόσον εις την παρούσαν ζωήν, όσον και κατά
τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως και ανταποδόσεως, πρεσβεύων δηλαδή προς τον
αδέκαστον Κριτήν, δια να μη συνερισθή τας απείρους ημών αμαρτίας, και δια να μη
μας καταδικάση εις το πυρ το αιώνιον. Αλλ’ ω θεία και ιερά του Αγίου
Βησσαρίωνος κεφαλή (στρέφω τον λόγον μου προς Σε, και ως να είσαι έμψυχος και
ζώσα μετά Σου διαλέγομαι)· χαίροις, διότι Συ εδόξασες τον Θεόν επί της γης, και
αντεδοξάσθης παρά Θεού με την απειροδύναμον Χάριν του Αγίου Πνεύματος· ω
αγιωτάτη και σεβασμία κεφαλή, χαίροις· διότι Συ ούσα ηνωμένη με την κεφαλήν των
απάντων, τον Χριστόν, υψώθης κατά το γεγραμμένον ως Κάρμηλος· δεν εφρόνεις τα
επίγεια, αλλά πάντοτε εφρόνεις τα επουράνια, ου εστι Χριστός εν τη δεξιά του
Θεού καθήμενος, και δια τούτο εστάθης αληθινή κεφαλή, ήτοι αυτοκράτειρα όλων των
αλόγων παθών και ορέξεων· ω γλυκυτάτη και κοσμοπόθητε του Αγίου Βησσαρίωνος
κάρα, χαίροις· διότι εφύλαξες σώας και καθαράς τας αισθήσεις εις όλην σου την
ζωήν, και είσαι αξία δια τούτο να εγκωμι΄ζησαι, με όλα εκείνα τα εγκώμια όπου
έγραψε το Πνεύμα το Άγιον εις το Άσμα Ασμάτων. «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου,
ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί εκτός της σιωπήσεώς σου· τρίχωμά σου ως
αγέλαι των αιγών, αι απεκαλύφθησαν από του Γαλαάδ» (Άσμα Ασμάτων δ:1). «Κοιλία
σου θημωνία σίτου πεφραγμένη εν κρίνοις… Ο τράχηλός σου ως πύργος ελεφάντινος.
Οι οφθαλμοί σου ως λίμναι εν Εσεβών, εν πύλαις θυγατρός πολλών. Μυκτήρ σου ως
πύργος του Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκού. Κεφαλή σου επί σε ως Κάρμηλος,
και πλόκιον κεφαλής σου ως πορφύρα» (Αυτ. ζ: 2-5). «Και οσμή ρινός σου ως μήλα,
και ο λάρυγξ σου ως οίνος ο αγαθός» (Αυτ. ζ: 9-10). «Τι ωραιώθησαν σιαγόνες σου
ως τρυγόνος, τράχηλός σου ως ορμίσκοι» (Αυτ. α:10). «Και ελθέ, συ περιστερά
μου, εν σκέπη της πέτρας… Δείξον μοι την όψιν σου, και ακούτισόν με την φωνήν
σου, ότι η φωνή σου ηδεία, και η όψις σου ωραία» (Αυτ. β:13-14). «Οδόντες σου
ως αγέλαι των κεκαρμένων, αι ανέβησαν από του λουτρού, αι πάσαι διδυμεύουσαι,
και ατεκνούσα ουκ έστιν εν αυταίς. Ως σπαρτίον το κόκκινον χείλη σου, και η
λαλιά σου ωραία, ως λέπυρον ροάς μήλόν σου» (Αυτ. δ:2-3). «Μέλι και γάλα υπό
την γλώσσάν σου, και οσμή ιματίων σου ως οσμή λιβάνου» (Αυτ. δ:11). «Οφθαλμοί
αυτού ως περιστεραί επί πληρώματα υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι, καθήμεναι επί
πληρώματα. Σιαγόνες αυτού ως φιάλαι του αρώματος φύουσαι μυρεψικά· χείλη αυτού
κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη» (Αυτ. ε:12-13). «Τι ωραιώθης και τι ηδύνθης
αγάπη; Εν τρυφαίς σου τούτο μέγεθός σου. Ωμοιώθης τω φοίνικι» (Αυτ. ζ:6-7).
«Ανάστα, ελθέ, η πλησίον μου, καλή μου περιστερά μου» (Αυτ. β:13).
Σε
μακαρίζομεν ημείς όλοι, οίτινες συνήχθημεν εδώ σήμερον, διότι, τέλος πάντων, συ
είσαι του Ιερού Σου Μοναστηρίου το μόνον εξαίρετον καύχημα· Συ είσαι του
πανώλους λοιμού η φθορά και ο αφανισμός, και πάσης άλλης ασθενείας ο διώκτης
και ιατρός. Και Σου δεόμεθα και Σε παρακαλούμεν (μάλλον δε δια Σου, και μετά
Σου δεόμεθα και περακαλούμεν εν ταυτώ και την εν ουρανοίς μακαρίαν και
θεοειδεστάτην ψυχήν Σου), εισάκουσον της ταπεινής δεήσεως ημών, και το μεν Ιερόν
Σου Μοναστήριον φύλαττε ανώτερον πάσης ανάγκης και περιστάσεως· την δε επαρχίαν
Σου, και όλους όσοι προσκαλούσι την αγίαν και χαριτόβρυτον Σην κάραν εις πάσαν
ανάγκην των, ρύου και διαφύλαττε παντοίας δεινής κακώσεως· και ημάς άπαντας
τους εορτάζοντας εδώ πνευματικώς την αγίαν μνήμην σου, και όλους τους
συνωνύμους σου, τους και εις άπαντα τα μέρη του κόσμου Σε εορτάζοντας, εις μεν
την παρούσαν ζωήν σκέπε και διαφύλαττε από πάσης βλάβης των ορατών και αοράτων
εχθρών· και ενδυνάμωνε ημάς, δια να μιμώμεθα και ημείς όσον το δυνατόν την
ενάρετον ζωήν και τα έργα Σου· εις δε την μέλλουσαν, αξίωσον ημάς της ουρανίου
βασιλείας δια των πρεσβειών Σου· ίνα άπαντες ομοφρόνως δοξάζωμεν την σε
δοξάσασαν Αγίαν Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιόν, και το Πνεύμα το Άγιον· η πρέπει πάσα
δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου