Δύο λέξεις μέ βαθύ πνευματικό νόημα: Κατάνυξη– Ἔκσταση.
Νά ποῦμε ἀπ’ τήν ἀρχή πώς γειτονεύουν καί συνορεύουν. Ἡ κατάνυξη, σύμφωνα καί
μέ τό ἑρμηνευτικό λεξικό Μπαμπινιώτη, εἶναι «αἴσθημα ἔντονης θρησκευτικῆς ἀνάτασης,
ἤ ἔξαρσης». Ἐνῶ ἔκσταση, εἶναι κατάσταση κατά την ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἔχει την αἴσθηση
πώς ἀποσπᾶται ἀπό τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου. Θά λέγαμε πώς, προηγεῖται ἡ
κατάνυξη καί ἀκολουθεῖ ἡ ἔκσταση. Ὡστόσο, εἶναι δύο ἐξαίσιες ψυχικές
καταστάσεις θείου ἔρωτα. Ἀφοῦ μέ τήν κάθαρση, διαλυθοῦν τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς, ἀκολουθοῦν
τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: Ἱερή ἡσυχία, προσευχή, κοινωνία, κατάνυξη, ἕνωση,
ἔλλαμψη, ἔκσταση καί θέωση. Τά στάδια, βέβαια, ὅλα, δεν εἶναι γιά ὅλους. «Ἀστήρ
γάρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ». Τά ρεκόρ δέν εἶναι γιά ὅλους τούς ἀθλητές. «Κατά
μικρόν ὁ ἄνθρωπος αὐξάνει καί γίνεται εἰς ἄνδρα τέλειον», λέγει ὁ ἅγιος
Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.
Ὅλοι, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τείνουμε «προς τήν τελείαν τῶν τελείων ἀτέλεστον τελειότητα». Ἀπ’ τή στιγμή, πού ὁ θεῖος ἔρωτας φωτίσει τήν ἀνθρώπινη καρδιά, ὅλα φωτίζονται καί μεταμορφώνονται. Ὅλα γίνονται «θεοειδῆ». Καί τότε, «κατάστασίς ἐστι προσευχῆς, ἕξις ἀπαθής, ἔρωτι ἀκροτάτω εἰς ὕψος νοητόν ἁρπάζοντα τον φιλόσοφον νοῦν», λέγει ὁ ὅσιος Νεῖλος. Ἡ συντριβή τῆς μετάνοιας, ἡ χαρμολύπη καί ἡ ἐσωτερική συγκίνηση τῆς ψυχῆς, φέρουν τήν κατάνυξη καί συχνά, τά εὐλογημένα δάκρυα. Δάκρυα θεϊκῆς ἀγάπης. Δάκρυα κατανύξεως. «Καρδιοστάλακτον δάκρυον» τό λένε κάποιοι Πατέρες. Μερικοί μιλᾶνε καί για «Θεολογία τῶν δακρύων». «Ἡ κατάνυξη, εἶναι χωρισμός καί ἀπόσπαση ἀπ’ τὰ γήϊνα καί εἴσοδος στόν πνευματικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τό διαστημόπλοιο. Ἐάν δέν ὑπερνικήσει τή βαρύτητα τῆς γῆς, δέν εἰσέρχεται στό χῶρο τοῦ διαστήματος. Ἡ κατάνυξη δέν εἶναι θεωρία καί ψιλή γνώση, ἀλλά βαθυβίωση μυστικῆς χαρμολύπης. «Προτιμῶ νά αἰσθάνομαι τήν κατάνυξη, παρά νά γνωρίζω τόν ἐπιστημονικό της ὁρισμό», ἐπισημαίνει ὁ συγγραφέας τῆς «Μίμησης τοῦ Χριστοῦ». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δυνατό νά κατανυγοῦν καί νά νιώσουν τή μυστική αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή τους, ἀλλά, δίχως ἀμφιβολία, οἱ μοναχοί ἔχουν τό προνόμιο και τίς συνθῆκες νά βιώσουν την κατάνυξη —κάποτε καί την ἔκσταση—σύμφωνα μέ τόν β΄ ἀναβαθμό τοῦ Α΄ ἤχου: «Τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός». «Τί οὖν ὡραιότερον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ; Τί δέ γλυκύτατον τῆς μακαρίας αὐτοῦ ἀγάπης;», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Εἶναι τῆς ψυχῆς ὁ κοσμοπόθητος Νυμφίος. Εἶναι ὁ «εὐσυμπάθητος», ὁ «ὡραῖος κάλλει», ὁ «ἐκλελοχισμένος ἀπό μυριάδων». Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει ὅτι, «μετά τήν καθαρή προσευχή, ἀκολουθεῖ ἔκπληξη και θαυμασμός, καί ὁ νοῦς βρίσκεται πιά στή θεωρία καί ὄχι στήν προσευχή. Ὁ δέ Vl. Lossky, μελετώντας τό θέμα, γράφει ὅτι, «ἡ “ἐκπληξη” αὐτή, ὁ “ θαυμασμός”, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ ἡσυχαστῆ, ὀνομάζεται κάποτε “ἔκσταση”, γιατί ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἔξω ἀπ’ τόν ἑαυτό του καί δέ γνωρίζει ἄν βρίσκεται σ’ αὐτή τή ζωή, ἤ στην αἰώνια. Δέν ἀνήκει πιά στον ἑαυτό του, ἀλλά στό Θεό». Ἡ «ἔκσταση» γιά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι μιά πνευματική κατάσταση, συνδεδεμένη μέ τή θεωρία τοῦ ἄκτιστου φωτός. Εἶναι μιά ἔξοδος ἀπό τό σῶμα, σάν ἐκείνη τήν περίπτωση τοῦ Παύλου πού ἔλεγε: «εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα». Ἡ φύση τούτης τῆς ἔκστασης παραμένει ἀκατάληπτη. Τό μόνο αἰσθητό και ὁρατό, εἶναι ἡ ἐσωτερική γαλήνη τῆς ψυχῆς, καί τά δάκρυα.Ἀκόμα κι ὁ ἴδιος, δυσκολεύεται νά ἐκφράσει τήν ἀνέκφραστη ἐμπειρία του. Στίς περιπτώσεις, πού ἡ ψυχή ἐκστασιάζεται, τότε, «ὅλη καθόλου ἐξίσταται, ὅλη ἐκπλήττεται, θαῦμα καινόν ὁρῶσα, θαῦμα παράδοξον». Παρόμοια καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θεωρητικός καί ἐμπειρικός τῆς ἔκστασης, τόσο τόν συνεπαίρνει ἡ ἄρρητη θέα τῆς ἔλλαμψης και τῆς ἀνάβασης τοῦ νοῦ, ὥστε βλέπει τόν ἑαυτό του,ν’ ἁρπάζεται στά οὐράνια σέ μιά κατάσταση ἔκστασης. Καί μή θεωρηθεῖ ἡ κατάσταση τῆς ἔκστασης σάν κάτι φανταστικό, ἤ σάν κάποια συναισθηματική ἀπάτη. Οὔτε ρομαντισμός εἶναι, οὔτε ὀνειροπόλημα. Ἄλλωστε, ἄν ἀμφισβητήσουμε τήν ἔκσταση τῶν ἁγίων ἀνθρώπων—καθώς και τό ἄκτιστο φῶς—τότε θά πρέπει ν’ ἀμφισβητήσουμε καί τόσα ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει γιά τόν Μέγα Βασίλειο, ὅτι, ἐνῶ προσευχότανε μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας, «ἔλλαμψις αὐτῷ φωτός γίνεται ἄϋλον δέ τι φῶς ἐκεῖνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον τό οἴκημα, ὑπ’ οὐδενός πράγματος ὑλικοῦ ἐξαπτόμενον». Ἀσφαλῶς στά θέματα τῆς κατάνυξης, τῆς ἔκστασης, τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἔλλαμψης, τοῦ φωτισμοῦ, καί ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπερβατικῶν πνευματικῶν καταστάσεων, χρειάζεται μεγάλη διάκριση και ταπείνωση, γιατί, δέν εἶναι δύσκολο, οὔτε σπάνιο,νά πλανηθεῖ ο ἄνθρωπος. Ὁ Διάβολος, «ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην», ἐπλάνησε πολλούς. Αὐτό ἀκριβῶς, ἐπισημαίνει καί ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας ὅταν λέγει ὅτι, «οἱ εἰς κατάστασιν ἐκστάσεως συναρπαζόμενοι, δέν εἶναι δύσκολον νά καταληφθοῦν ὑπό φυσιώσεως, νομίζοντες ὅτι κατέφθασαν εἰς τά τέλεια μέτρα τῆς ἀρετῆς». Ἡ μακάρια ταπείνωση σώζει καί ἀσφαλίζει ἀπό κάθε παγίδα.
Ὅλοι, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, τείνουμε «προς τήν τελείαν τῶν τελείων ἀτέλεστον τελειότητα». Ἀπ’ τή στιγμή, πού ὁ θεῖος ἔρωτας φωτίσει τήν ἀνθρώπινη καρδιά, ὅλα φωτίζονται καί μεταμορφώνονται. Ὅλα γίνονται «θεοειδῆ». Καί τότε, «κατάστασίς ἐστι προσευχῆς, ἕξις ἀπαθής, ἔρωτι ἀκροτάτω εἰς ὕψος νοητόν ἁρπάζοντα τον φιλόσοφον νοῦν», λέγει ὁ ὅσιος Νεῖλος. Ἡ συντριβή τῆς μετάνοιας, ἡ χαρμολύπη καί ἡ ἐσωτερική συγκίνηση τῆς ψυχῆς, φέρουν τήν κατάνυξη καί συχνά, τά εὐλογημένα δάκρυα. Δάκρυα θεϊκῆς ἀγάπης. Δάκρυα κατανύξεως. «Καρδιοστάλακτον δάκρυον» τό λένε κάποιοι Πατέρες. Μερικοί μιλᾶνε καί για «Θεολογία τῶν δακρύων». «Ἡ κατάνυξη, εἶναι χωρισμός καί ἀπόσπαση ἀπ’ τὰ γήϊνα καί εἴσοδος στόν πνευματικό κόσμο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τό διαστημόπλοιο. Ἐάν δέν ὑπερνικήσει τή βαρύτητα τῆς γῆς, δέν εἰσέρχεται στό χῶρο τοῦ διαστήματος. Ἡ κατάνυξη δέν εἶναι θεωρία καί ψιλή γνώση, ἀλλά βαθυβίωση μυστικῆς χαρμολύπης. «Προτιμῶ νά αἰσθάνομαι τήν κατάνυξη, παρά νά γνωρίζω τόν ἐπιστημονικό της ὁρισμό», ἐπισημαίνει ὁ συγγραφέας τῆς «Μίμησης τοῦ Χριστοῦ». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δυνατό νά κατανυγοῦν καί νά νιώσουν τή μυστική αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή τους, ἀλλά, δίχως ἀμφιβολία, οἱ μοναχοί ἔχουν τό προνόμιο και τίς συνθῆκες νά βιώσουν την κατάνυξη —κάποτε καί την ἔκσταση—σύμφωνα μέ τόν β΄ ἀναβαθμό τοῦ Α΄ ἤχου: «Τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός». «Τί οὖν ὡραιότερον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ; Τί δέ γλυκύτατον τῆς μακαρίας αὐτοῦ ἀγάπης;», ἀναφωνεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Εἶναι τῆς ψυχῆς ὁ κοσμοπόθητος Νυμφίος. Εἶναι ὁ «εὐσυμπάθητος», ὁ «ὡραῖος κάλλει», ὁ «ἐκλελοχισμένος ἀπό μυριάδων». Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει ὅτι, «μετά τήν καθαρή προσευχή, ἀκολουθεῖ ἔκπληξη και θαυμασμός, καί ὁ νοῦς βρίσκεται πιά στή θεωρία καί ὄχι στήν προσευχή. Ὁ δέ Vl. Lossky, μελετώντας τό θέμα, γράφει ὅτι, «ἡ “ἐκπληξη” αὐτή, ὁ “ θαυμασμός”, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ ἡσυχαστῆ, ὀνομάζεται κάποτε “ἔκσταση”, γιατί ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἔξω ἀπ’ τόν ἑαυτό του καί δέ γνωρίζει ἄν βρίσκεται σ’ αὐτή τή ζωή, ἤ στην αἰώνια. Δέν ἀνήκει πιά στον ἑαυτό του, ἀλλά στό Θεό». Ἡ «ἔκσταση» γιά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι μιά πνευματική κατάσταση, συνδεδεμένη μέ τή θεωρία τοῦ ἄκτιστου φωτός. Εἶναι μιά ἔξοδος ἀπό τό σῶμα, σάν ἐκείνη τήν περίπτωση τοῦ Παύλου πού ἔλεγε: «εἴτε ἐν σώματι, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος, οὐκ οἶδα». Ἡ φύση τούτης τῆς ἔκστασης παραμένει ἀκατάληπτη. Τό μόνο αἰσθητό και ὁρατό, εἶναι ἡ ἐσωτερική γαλήνη τῆς ψυχῆς, καί τά δάκρυα.Ἀκόμα κι ὁ ἴδιος, δυσκολεύεται νά ἐκφράσει τήν ἀνέκφραστη ἐμπειρία του. Στίς περιπτώσεις, πού ἡ ψυχή ἐκστασιάζεται, τότε, «ὅλη καθόλου ἐξίσταται, ὅλη ἐκπλήττεται, θαῦμα καινόν ὁρῶσα, θαῦμα παράδοξον». Παρόμοια καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θεωρητικός καί ἐμπειρικός τῆς ἔκστασης, τόσο τόν συνεπαίρνει ἡ ἄρρητη θέα τῆς ἔλλαμψης και τῆς ἀνάβασης τοῦ νοῦ, ὥστε βλέπει τόν ἑαυτό του,ν’ ἁρπάζεται στά οὐράνια σέ μιά κατάσταση ἔκστασης. Καί μή θεωρηθεῖ ἡ κατάσταση τῆς ἔκστασης σάν κάτι φανταστικό, ἤ σάν κάποια συναισθηματική ἀπάτη. Οὔτε ρομαντισμός εἶναι, οὔτε ὀνειροπόλημα. Ἄλλωστε, ἄν ἀμφισβητήσουμε τήν ἔκσταση τῶν ἁγίων ἀνθρώπων—καθώς και τό ἄκτιστο φῶς—τότε θά πρέπει ν’ ἀμφισβητήσουμε καί τόσα ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀναφέρει γιά τόν Μέγα Βασίλειο, ὅτι, ἐνῶ προσευχότανε μέσα στήν ἡσυχία τῆς νύχτας, «ἔλλαμψις αὐτῷ φωτός γίνεται ἄϋλον δέ τι φῶς ἐκεῖνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον τό οἴκημα, ὑπ’ οὐδενός πράγματος ὑλικοῦ ἐξαπτόμενον». Ἀσφαλῶς στά θέματα τῆς κατάνυξης, τῆς ἔκστασης, τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἔλλαμψης, τοῦ φωτισμοῦ, καί ὅλων αὐτῶν τῶν ὑπερβατικῶν πνευματικῶν καταστάσεων, χρειάζεται μεγάλη διάκριση και ταπείνωση, γιατί, δέν εἶναι δύσκολο, οὔτε σπάνιο,νά πλανηθεῖ ο ἄνθρωπος. Ὁ Διάβολος, «ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην», ἐπλάνησε πολλούς. Αὐτό ἀκριβῶς, ἐπισημαίνει καί ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας ὅταν λέγει ὅτι, «οἱ εἰς κατάστασιν ἐκστάσεως συναρπαζόμενοι, δέν εἶναι δύσκολον νά καταληφθοῦν ὑπό φυσιώσεως, νομίζοντες ὅτι κατέφθασαν εἰς τά τέλεια μέτρα τῆς ἀρετῆς». Ἡ μακάρια ταπείνωση σώζει καί ἀσφαλίζει ἀπό κάθε παγίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου