Αἰώνιος ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, «καί γε οὐ
μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα», καθώς κήρυξε καί δίδαξε τούς Ἀθηναίους
ὁ μέγας τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος, ὁ Παῦλος (Πράξ. ΙΖ΄ 27). Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶν’ ἕνα
ἀεικίνητο κηνύγημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μιά φλογερή δίψα Θεοῦ. Εἶναι μιά ἀέναη
κίνηση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν Πατέρα, τοῦ πλάσματος πρός τόν Πλάστη καί
Δημιουργό. Ὁ ἄνθρωπος μοιάζει σάν τό μικρό παιδάκι, πού κλαίει ἀπαρηγόρητο σάν
χάσει γιά μιά στιγμή ἀπ’ τά χέρια του τή μητέρα. Ἤ σάν τή νύμφη τοῦ «Ἄσματος»,
πού μέ ἀγωνία ἀναζητᾶ τόν ἀγαπημένο της καί μέ πόνο ψυχῆς ὁμολογεῖ καί λέγει: «ἐζήτησα
ὅν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἐζήτησα αὐτόν καί οὐχ εὗρον αὐτόν» (Γ΄ 1). Στήν ἀναζήτηση
τοῦ Θεοῦ παρατηρεῖται τό πιό παράδοξο φαινόμενο: Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀναζητᾶ τόν
Θεό, τόσο Ἐκεῖνος καί περισσότερο κρύβεται.
Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, ἀλλά δέ θεᾶται. «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής. Καί γιατί; Διότι «Πνεῦμα ὁ Θεός», κατά τή διακήρυξη τοῦ Κυρίου. Ἀλλά καί ὁ Μωϋσῆς, πού ζητοῦσε νά ἰδεῖ τό Θεό, πῆρε την ἀπάντησή Του, μιά γιά πάντα, ὥστε νά μάθει νά μή ἐρευνᾶ τ’ ἀνεξερεύνητα: «Οὐ γάρ μη ἴδη ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται» (Ἐξ. ΛΓ΄ 20). Εἴπανε, πολύ σωστά, πώς «ὁ Θεός δεικνύεται, ἀλλά δεν ἀποδεικνύεται». Γιαυτό καί οἱ λεγόμενες «ἀποδείξεις» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι, παρά ἐνδείξεις καί ὄχι ἀποδείξεις. Ὁ Θεός γνωρίζεται και ἀναγνωρίζεται, ἀλλά δέν ἀποδεικνύεται μέ τή λογική και τόν ὀρθό λόγο. Ὡραῖα τό ἔχει διατυπώσει ὁ Πασκάλ στίς «Σκέψεις» του: «Ἡ πίστη διαφέρει ἀπό την ἀπόδειξη. Ἡ μιά εἶναι ἀνθρώπινη, ἡ ἄλλη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ... Οἱ ἀποδείξεις δέν πείθουν παρά τό πνεῦμα». Καί ἡ πίστη καί ἡ γνώση, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύο δρόμοι, πού ὁδηγοῦν προς τό Θεό. Οὔτε μόνο πίστη, οὔτε μόνο γνώση. Ἔχεις δύο μάτια καί δύο αὐτιά καί δύο χέρια καί δύο πόδια. Γιατί δέν περιορίζεσαι στό ἕνα μάτι καί το ἕνα αὐτί καί τό ἕνα χέρι; Ἔτσι, δέ μπορεῖς νά ἀπορρίψεις οὔτε τήν πίστη καί νά πεῖς, μοῦ ἀρκεῖ τό λογικό ἀλλ’ οὔτε ν’ ἀπορρίψεις τό λογικό, και νά πεῖς, μοῦ ἀρκεῖ ἡ Πίστη! «Ἡ γνῶσις ἡ φυσική, προηγεῖται τῆς πίστεως, καί αὕτη ὁδός ἐστι πρός τόν Θεόν», λέγει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ἡ γνώση, δηλαδή, εἶναι φυσική ἱκανότητα, πού προηγεῖται και ἀνοίγει δρόμους γιά τήν πίστη ἡ δέ πίστη, σάν τό μεγάλο τηλεσκόπιο τῆς ψυχῆς, βλέπει μακρύτερα καί ἐναργέστερα τά τοῦ Θεοῦ. Γιαυτό καί θα πεῖ πάλι ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ὅτι, ναί μέν «ἡ γνῶσις ὅρος τῆς φύσεώς ἐστι, ἡ δέ πίστις ὑπέρ τήν φύσιν ἐνεργεῖ». Ἐάν ἡ γνώση εἶναι ἡ μυστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πίστη εἶναι ἡ μυστική δύναμη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἡ γνώση ἐμποδίζει τήν πίστη, ἀλλ’ οὔτε ἡ πίστη ὑποτιμᾶ τή γνώση. «Fides non destruit, sed excedit rationem» (Ἡ πίστη δεν καταστρέφει, ἀλλά ὑπερβαίνει τό λόγο). Καί τό κερί φωτίζει ἀλλά ὁ ἠλεκτρισμός με τήν ἠλεκτρική λάμπα, ὑπερβαίνει τό φῶς τοῦ κεριοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτός πού ἐρευνᾶς, ἀλλ’ αὐτός πού πιστεύεις. Δέν εἶναι αὐτός πού ψάχνεις νά τόν βρεῖς καί να Τόν ἀναγνωρίσεις, ἀλλ’ αὐτός πού κάνει αἰσθητή τήν παρουσία Του μέσα σου, μέ τή μυστική δύναμη τῆς πίστης. Ἕνας ἅγιος ἔλεγε: «Μή ἐρευνᾶς τό Θεό ἄν θές νά Τόν βρεῖς. Κλεῖσε τά μάτια σου, ἄν θές να τόν δεῖς. Φράξε τ’ αὐτιά σου, ἄν θές νά Τόν ἀκούσεις. Αὐτό κάνω κι ἐγώ»! Αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες: «μέθεξη Θεοῦ». Ἀλλ’ ἄς ἀκούσομε τόν βασιλιά τοῦ ἄμβωνα καί τῆς οἰκουμένης τό μέγα κήρυκα, τον ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Ἔνθα γάρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως». Ὅπου ὑπάρχει πίστη, δέ χρειάζεται ἔρευνα. Γιατί; Διότι «ἡ ζήτησις τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική». Ὅποιος ἐπιμένει πώς ἡ ἔρευνα θά τον ὁδηγήσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, σίγουρα βρίσκεται σέ λάθος δρόμο. Καί συνεχίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ἡ γάρ πίστις ἀναπαύει τον λογισμόν». Μά ὁ Κύριος εἶπε, «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς», θα ποῦν μερικοί. Ναί, «εἶπε “ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς”, ὥστε την ἀκρίβειαν αὐτῶν καταμαθεῖν καί εἰδέναι, οὐχί ἵνα ἀεί ζητῶμεν, ἀλλ’ ἵνα παυώμεθα ζητοῦντες». Ὅταν, δηλαδή, ἔλεγε ὁ Κύριος «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς», ἤθελε μ’ αὐτό νά μάθουμε καί να γνωρίσουμε ἀκριβῶς τί λέγουν οἱ Γραφές, ὄχι γιά νά ἀναζητοῦμε διαρκῶς, ἀλλά γιά να σταματήσουμε τήν ἀναζήτηση. Ἄλλωστε τά πάντα στην Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τά συνοδεύει ἡ πίστη. «Πίστει καί ἡ γέννησις καί ἡ ἀνάστασις καταλαμβάνεται», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Αὐτά, δηλαδή, τά μεγάλα καί ἀποκαλυπτικά γεγονότα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ Γέννηση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν κατανοοῦνται μέ τη γνώση, ἀλλά μέ τήν πίστη. Στα θαύματα τῆς θείας παντοδυναμίας, ἡ γνώση καί ὁ ὀρθός λόγος παραχωροῦν τή θέση τους στήν πίστη. Μόνο μ’ αὐτήν τελεσιουργοῦνται τ’ ἀκατάληπτα μυστήρια τοῦ ἀπρόσιτου Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει: «Αὐτός ὁ κόσμος ἔχει τήν ἀρχή του στό θαῦμα, συντηρεῖται μέ τό θαῦμα καί θα τελειώσει μέ ἕνα θαῦμα. Δημιουργήθηκε μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, συντηρεῖται μέ το Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί θά τελειώσει μέ τήν κρίση τοῦ Θεοῦ». Εἴπανε πώς, «ἡ πίστη, εἶναι ἡ πιό μεγάλη θεολογία». Και πολύ σωστά. Δέν εἶναι μόνο λόγος περί Θεοῦ, ἀλλά και ἐνδοβύθιση στή γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων μυστηρίων, «ἄχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. Δ΄ 13).
Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, ἀλλά δέ θεᾶται. «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε», λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής. Καί γιατί; Διότι «Πνεῦμα ὁ Θεός», κατά τή διακήρυξη τοῦ Κυρίου. Ἀλλά καί ὁ Μωϋσῆς, πού ζητοῦσε νά ἰδεῖ τό Θεό, πῆρε την ἀπάντησή Του, μιά γιά πάντα, ὥστε νά μάθει νά μή ἐρευνᾶ τ’ ἀνεξερεύνητα: «Οὐ γάρ μη ἴδη ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται» (Ἐξ. ΛΓ΄ 20). Εἴπανε, πολύ σωστά, πώς «ὁ Θεός δεικνύεται, ἀλλά δεν ἀποδεικνύεται». Γιαυτό καί οἱ λεγόμενες «ἀποδείξεις» τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι, παρά ἐνδείξεις καί ὄχι ἀποδείξεις. Ὁ Θεός γνωρίζεται και ἀναγνωρίζεται, ἀλλά δέν ἀποδεικνύεται μέ τή λογική και τόν ὀρθό λόγο. Ὡραῖα τό ἔχει διατυπώσει ὁ Πασκάλ στίς «Σκέψεις» του: «Ἡ πίστη διαφέρει ἀπό την ἀπόδειξη. Ἡ μιά εἶναι ἀνθρώπινη, ἡ ἄλλη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ... Οἱ ἀποδείξεις δέν πείθουν παρά τό πνεῦμα». Καί ἡ πίστη καί ἡ γνώση, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δύο δρόμοι, πού ὁδηγοῦν προς τό Θεό. Οὔτε μόνο πίστη, οὔτε μόνο γνώση. Ἔχεις δύο μάτια καί δύο αὐτιά καί δύο χέρια καί δύο πόδια. Γιατί δέν περιορίζεσαι στό ἕνα μάτι καί το ἕνα αὐτί καί τό ἕνα χέρι; Ἔτσι, δέ μπορεῖς νά ἀπορρίψεις οὔτε τήν πίστη καί νά πεῖς, μοῦ ἀρκεῖ τό λογικό ἀλλ’ οὔτε ν’ ἀπορρίψεις τό λογικό, και νά πεῖς, μοῦ ἀρκεῖ ἡ Πίστη! «Ἡ γνῶσις ἡ φυσική, προηγεῖται τῆς πίστεως, καί αὕτη ὁδός ἐστι πρός τόν Θεόν», λέγει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ἡ γνώση, δηλαδή, εἶναι φυσική ἱκανότητα, πού προηγεῖται και ἀνοίγει δρόμους γιά τήν πίστη ἡ δέ πίστη, σάν τό μεγάλο τηλεσκόπιο τῆς ψυχῆς, βλέπει μακρύτερα καί ἐναργέστερα τά τοῦ Θεοῦ. Γιαυτό καί θα πεῖ πάλι ὁ ἀββάς Ἰσαάκ, ὅτι, ναί μέν «ἡ γνῶσις ὅρος τῆς φύσεώς ἐστι, ἡ δέ πίστις ὑπέρ τήν φύσιν ἐνεργεῖ». Ἐάν ἡ γνώση εἶναι ἡ μυστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ πίστη εἶναι ἡ μυστική δύναμη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε ἡ γνώση ἐμποδίζει τήν πίστη, ἀλλ’ οὔτε ἡ πίστη ὑποτιμᾶ τή γνώση. «Fides non destruit, sed excedit rationem» (Ἡ πίστη δεν καταστρέφει, ἀλλά ὑπερβαίνει τό λόγο). Καί τό κερί φωτίζει ἀλλά ὁ ἠλεκτρισμός με τήν ἠλεκτρική λάμπα, ὑπερβαίνει τό φῶς τοῦ κεριοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι αὐτός πού ἐρευνᾶς, ἀλλ’ αὐτός πού πιστεύεις. Δέν εἶναι αὐτός πού ψάχνεις νά τόν βρεῖς καί να Τόν ἀναγνωρίσεις, ἀλλ’ αὐτός πού κάνει αἰσθητή τήν παρουσία Του μέσα σου, μέ τή μυστική δύναμη τῆς πίστης. Ἕνας ἅγιος ἔλεγε: «Μή ἐρευνᾶς τό Θεό ἄν θές νά Τόν βρεῖς. Κλεῖσε τά μάτια σου, ἄν θές να τόν δεῖς. Φράξε τ’ αὐτιά σου, ἄν θές νά Τόν ἀκούσεις. Αὐτό κάνω κι ἐγώ»! Αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες: «μέθεξη Θεοῦ». Ἀλλ’ ἄς ἀκούσομε τόν βασιλιά τοῦ ἄμβωνα καί τῆς οἰκουμένης τό μέγα κήρυκα, τον ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Ἔνθα γάρ πίστις, οὐ χρεία ζητήσεως». Ὅπου ὑπάρχει πίστη, δέ χρειάζεται ἔρευνα. Γιατί; Διότι «ἡ ζήτησις τῆς πίστεώς ἐστιν ἀναιρετική». Ὅποιος ἐπιμένει πώς ἡ ἔρευνα θά τον ὁδηγήσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, σίγουρα βρίσκεται σέ λάθος δρόμο. Καί συνεχίζει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Ἡ γάρ πίστις ἀναπαύει τον λογισμόν». Μά ὁ Κύριος εἶπε, «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς», θα ποῦν μερικοί. Ναί, «εἶπε “ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς”, ὥστε την ἀκρίβειαν αὐτῶν καταμαθεῖν καί εἰδέναι, οὐχί ἵνα ἀεί ζητῶμεν, ἀλλ’ ἵνα παυώμεθα ζητοῦντες». Ὅταν, δηλαδή, ἔλεγε ὁ Κύριος «ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς», ἤθελε μ’ αὐτό νά μάθουμε καί να γνωρίσουμε ἀκριβῶς τί λέγουν οἱ Γραφές, ὄχι γιά νά ἀναζητοῦμε διαρκῶς, ἀλλά γιά να σταματήσουμε τήν ἀναζήτηση. Ἄλλωστε τά πάντα στην Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τά συνοδεύει ἡ πίστη. «Πίστει καί ἡ γέννησις καί ἡ ἀνάστασις καταλαμβάνεται», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Αὐτά, δηλαδή, τά μεγάλα καί ἀποκαλυπτικά γεγονότα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ Γέννηση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν κατανοοῦνται μέ τη γνώση, ἀλλά μέ τήν πίστη. Στα θαύματα τῆς θείας παντοδυναμίας, ἡ γνώση καί ὁ ὀρθός λόγος παραχωροῦν τή θέση τους στήν πίστη. Μόνο μ’ αὐτήν τελεσιουργοῦνται τ’ ἀκατάληπτα μυστήρια τοῦ ἀπρόσιτου Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει: «Αὐτός ὁ κόσμος ἔχει τήν ἀρχή του στό θαῦμα, συντηρεῖται μέ τό θαῦμα καί θα τελειώσει μέ ἕνα θαῦμα. Δημιουργήθηκε μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, συντηρεῖται μέ το Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί θά τελειώσει μέ τήν κρίση τοῦ Θεοῦ». Εἴπανε πώς, «ἡ πίστη, εἶναι ἡ πιό μεγάλη θεολογία». Και πολύ σωστά. Δέν εἶναι μόνο λόγος περί Θεοῦ, ἀλλά και ἐνδοβύθιση στή γνώση τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν θείων μυστηρίων, «ἄχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. Δ΄ 13).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου