Ο αυτοκράτωρ, λαβών
παρά του Πάπα το οφειλόμενον σιτηρέσιον και αναχωρήσας εκ Φλωρεντίας, έφθασεν
εις Βενετίαν την 6ην Σεπτεμβρίου 1439, έχων μετ’ αυτού τον Άγιον
Μάρκον, ίνα φυλάξη αυτόν από κάθε επιβουλήν, επιβιβάσας δε εις το ιδικόν του
πλοίον επανήγαγεν ασφαλή εις Κωνσταντινούπολιν. Εκ Βενετίας επιβιβασθέντες
βενετικών πλοίων, και χωρίς να λάβωσιν όσα υπεσχέθη εις αυτούς ο Πάπας,
ανεχώρησαν την 19ην Οκτωβρίου 1439 και μετά πολλούς κινδύνους
επανήλθον εις Κωνσταντινούπολιν την 1ην Φεβρουαρίου 1440, πλην του
αποθανόντος εις Φλωρεντίαν Πατριάρχου, του θανόντος εις Φερράραν Μητροπολίτου
Σάρδεων και των Μητροπολιτών Ρωσίας Ισιδώρου και Νικαίας Βησσαρίωνος, οίτινες
έγιναν Καρδινάλιοι του Πάπα.
Ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως, μαθών τους αγώνας
του Αγίου Μάρκου, έσπευσεν εις προϋπάντησιν αυτού μάλλον ή του αυτοκράτορος,
πολλοί δε ωνόμαζον τούτον στύλον της Εκκλησίας, άλλοι Αθανάσιον, άλλοι Κύριλλον,
άλλοι νέον Ιωάννην τον Θεολόγον. Ο αυτοκράτωρ, μαθών τον θάνατον της συζύγου
του και του αδελφού του Δημητρίου, κατελήφθη υπό μεγάλης λύπης. Οι δε Αρχιερείς
ερωτώμενοι περί των γενομένων ωμολόγουν ότι επώλησαν την Πίστιν των και εκάλουν
τους ερωτώντας να κόψουν την δεξιάν των την υπογράψασαν τον όρον και να
εκριζώσουν την γλώσσαν των την τοιαύτα ομολογήσασαν. Τρεις μήνες παρήλθον από της
επιστροφής και ούτε το όνομα του Πάπα εμνημονεύετο, ούτε ο όρος ανεγινώσκετο
επ’ Εκκλησίας. Παρεσιωπάτο δε και αυτό το όνομα του αυτοκράτορος. Δια τούτο
ηναγκάσθη ούτος να προβή εις εκλογήν Πατριάρχου. Μη αποδεχθέντος του Εφέσου
Αγίου Μάρκου ούτε του Ηρακλείας Αντωνίου την πατριαρχίαν, εξέλεξαν Πατριάρχην
τον Κυζίκου Μητροφάνην, στέργοντα την ένωσιν. Κατά δε την ημέραν της
Πεντηκοστής ο Άγιος Μάρκος έφυγε κρυφίως εις Προύσαν και εκείθεν επανήλθεν εις
Έφεσον, τον οποίον με ανέκφραστον χαράν υπεδέχθη το ποίμνιόν του.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου