Η ψευδοένωσις της Φλωρεντίας ετάραξε σφόδρα την Εκκλησίαν. Δια τούτο
συνεκροτήθη κατά το αυτό έτος Σύνοδος εις Ιεροσόλυμα, εις την οποίαν μετέσχον
οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας Φιλόθεος, Αντιοχείας Δωρόθεος και
Ιεροσολύμων Ιωακείμ, παρόντος και του Καισαρείας Αρσενίου, η οποία ανεθεμάτισε
την εν Φλωρεντία Σύνοδον και καθήρεσε τον λατινόφρονα Πατριάρχην Μητροφάνην.
Εξέδωκε δε και εγκύκλιον, την οποίαν ενεχείρισαν εις τον Καισαρείας
Μητροπολίτην, να κηρύξη παντού την ευσέβειαν, έχουσαν ούτω:
«….Επειδή ήλθε και ο πανιερώτατος Μητροπολίτης ενταύθα
της αγιωτάτης Μητροπόλεως Καισαρείας Καππαδοκίας, ο και πρωτόθρονός τε και
έξαρχος πάσης Ανατολής, άμα μεν προσκυνήσαι τον πάνσεπτον και θείον του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού τάφον και τους εν Ιεροσολύμοις ιστορήσαι ιερούς τόπους, ένθα
τα παράδοξα ετελέσθησαν της Χριστού οικονομίας μυστήρια, άμα δε κοινώσασθαι
προς ημάς και το της Ορθοδοξίας και ευσεβείας Χριστιανών μέγα μυστήριον και
δηλοποιήσαι τα εν Κωνσταντινουπόλει σκάνδαλα πάντα, δια την συναθροισθείσαν εν
Φλωρεντία τη προς Ιταλίαν μιαράν Σύνοδον και τα των Λατίνων συν Ευγενίω Πάπα
δοξάσασαν, άπερ ουκ έξεστι, τινά προσθήκην δηλαδή εν τω της Πίστεως ημών θείω
και αμωμήτω συμβόλω υπογράψασαν και πεισθείσαν, ως και εκ του Υιού το θείον
εκπορεύεται Πνεύμα, τα τε άζυμα συγχωρήσασαν προς ημάς θύεσθαι και μνημονεύειν
δια τούτο τον Πάπαν». «Έτι δε τα άλλα
όσα παρά Κανόνας άθεσμα εκείνων συγκατατεθείσαν και στέρξασαν και ότι ο Κυζίκου
Μητροφάνης ληστρικώς τον της Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ήρπασε, συναινέσασαν
τοις τε αιρετικοίς και τω ειρημένω Πάπα και Βασιλεί των Ρωμαίων Παλαιολόγω τω
λατινόφρονι, τους μεν πιστούς τε και Ορθοδόξους απειλούντι, διώκοντι,
τυραννούντι, επιτιμούντι, τους δ’ απίστους και κακοδόξους προσκαλούντι, τιμώντι
ως και αναβιβάζοντι, τους της εαυτού αιρέσεως σύμφρονας και υπέρ εκ περισσού
μάλιστα περιποιουμένω τούτους κατ’ αντιπάθειαν της Ορθοδοξίας και ευσεβείας. Ως
εκ τούτου του τρόπου και Μητροπολιτίδια βέβηλα και μικρά Επισκοπίδια πανταχού,
εις τους θείους και αγίους θρόνους της Αγίας Μεγάλης Εκκλησίας
Κωνσταντινουπόλεως προτρέψας, ως από της εαυτού τάχα ενορίας
υποκειμένους».
«Έδειξεν
όμως ο ειρημένος πανιερώτατος Μητροπολίτης Κύριος Αρσένιος της αγιωτάτης
Μητροπόλεως μεγάλης Καισαρείας Καππαδοκίας, πρωτόθρονός τε και έξαρχος πάσης
Ανατολής, ως ου μόνον προς τας άλλας Εκκλησίας ο Μητροφάνης Πατριάρχης τας
παρανόμους χειροτονίας προτρέψας λατινοφρόνοις, αλλ’ ήδη και προς τας της
επαρχίας της Ανατολής απάσης τέσσαρα ο αχειροτόνητος κεχειροτόνησε
Μητροπολιτίδια και Επισκοπίδια, προς τε την Αμάσειαν δηλονότι, Νεοκαισάρειαν,
Τύανα και Μακισόν, τα των Λατίνων πάντα φρονούντα και πράττοντα, α και ου μόνον
εντεύθεν την εαυτών ανεχόμεθα φθοράν και απώλειαν, αλλά γε μετά την του Χριστού
ποίμνην άπαντες εκείσε Χριστιανούς ούτως απατώντα και διαφθείροντα και πολλά τη
Ορθοδόξω Εκκλησία σκάνδαλα προξενούντα». «Δια τούτο ο ευσεβής και πιστότατος και της Ορθοδοξίας πάσης υπέρμαχός
τε και ζηλωτής ουτοσί ο ειρημένος Μητροπολίτης Καισαρείας ηξίωσε συνοδικήν λαβείν
γνώμην περ’ ημών των τριών Ορθοδόξων Αρχιερέων, όπως αποσοβήση τους μη ορθώς
φρονούντας εκ πάσης της επαρχίας αυτού και ως ότι πρωτογενέστερος ούτος και
Ορθόδοξος· ένθεν τοι και ορίζομεν ημείς συνοδικώς αποφαινόμενοι εν τω ονόματι
της ομοουσίου και ζωαρχικής και αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος, τους μη δι’ αρετήν
ευσεβείας χειροτονηθέντας Μητροπολίτας τε και Επισκόπους πανταχού, προσέτι δε
και Ηγουμένους ομού και πνευματικούς τάχα».
«Ωσαύτως
τε Ιερείς και Διακόνους και πάσης Εκκλησιαστικής απλώς ψήφου, όλως βεβήλους
όντας και αναξίους, τον δε της αιρέσεως και διωγμού της Ορθοδοξίας δραξαμένους
καιρόν και δραμόντας αναξίως, αιρέσεως τρόπω, προς Επισκοπάς τε και
Μητροπόλεις, ως δήθεν τάχα σωτήρας ψυχών, ίνα συν αυτοίς άλλους φθείρωσι και το
του Χριστού του αληθινού ημών Θεού άπαν Ορθόδοξον ποίμνιον, ορίζομεν από της
σήμερον αργούς και ανιέρους είναι πάσης Εκκλησιαστικής καταστάσεως, άχρις αν
εξετασθή η ευσέβεια κοινώς τε και οικουμενικώς. Ούτω μεν ουν καταπεισθέντες,
έστωσαν αργοί και ανίεροι, ανθιστάμενοι δε ληστρικώς τε και παρανόμως έστωσαν
αφωρισμένοι και ηλλοτριωμένοι της Αγίας και υπερουσίου και ομοουσίου Τριάδος ως
απειθείς και αντίλογοι». «Ωσαύτως δε και οι τούτους δεχόμενοι και συναινούντες εν τοις τοιούτοις
και υπερασπίζοντες· αποκαθιστώμεν δ’ όμως κήρυκα της ευσεβείας και Ορθοδοξίας
τον άνωθεν ειρημένον πανιερώτατον Μητροπολίτην κηρύξαι πανταχού την ευσέβειαν,
μη αιδούμενον προς αλήθειαν πρόσωπον Βασιλέως, ή Πατριάρχου, του μη ορθώς
φρονούντος και πράττοντος, μη δε πλουσίου και άρχοντος, αλλά παρρησία την
Πίστιν και Ορθοδοξίαν κατέχοντα αφόβως και αδιστάκτως κατά την εντολήν έχειν
αυτόν άδειαν από του νυν, ένεκεν ευσεβείας, ελέγξαι, επιτιμήσαι και διορθώσαι
τους μη ορθώς φρονούντας εν παντί τόπω, εφ’ όσον αν ισχύει οδεύειν παρ’ ημών
αυτών ειληφότα την συγγνώμην δια της δοθείσης ημίν Χάριτος και δυνάμεως του
Αγίου Πνεύματος ως και οφείλει κατά τούτων ρήσαι αδωροδοκήτως τε και ορθώς την
ευσέβειαν· ου ένεκεν επεδόθη αυτώ και η έγγραφος ημών γνώμη συνοδικώς
υπογραφείσα ιδιοχείρως εν μηνί Απριλίω του 6951=1443 της νυν τρεχούσης
Ινδικτιώνος στ΄». Και
η Εκκλησία της Ρωσίας ανεθεμάτισε την εν Φλωρεντία Σύνοδον, ο δε μέγας Κνέζης
Βασίλειος ενέκλεισε τον Μητροπολίτην Ισίδωρον εις την φυλακήν, οπόθεν
δραπετεύσας ήλθεν εις Ρώμην, γενόμενος δε Καρδινάλιος Πολωνίας ετελεύτησεν
εκεί. Το αυτό έπραξαν και πάσαι αι λοιπαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου