Η Σύνοδος της Φερράρας. -- Λίβελλος ον έδωκε τω Βασιλεί Ρωμαίων και τω Πάπα Λατίνων ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός

Αμέσως ο Πάπας έστειλεν επιστολάς καλών τους ηγεμόνας και Επισκόπους εις την Σύνοδον. Αλλ’ ολίγοι προσήλθον. Εν τω μεταξύ ο Ναός του Αγίου Γεωργίου της Φερράρας διερρυθμίσθη καταλλήλως δια την Σύνοδον. Μεγάλαι όμως φιλονικίαι εγένοντο μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων δια την σειράν των εδρών. Διότι οι μεν Λατίνοι εζήτουν να καθήσουν εκείνοι από την μίαν πλευράν και οι Έλληνες από την άλλην, εις το μέσον δε των δύο επί υψηλοτέρου θρόνου ο Πάπας! Οι Έλληνες όμως δεν εδέχοντο. Τέλος έγινε δεκτόν να καθίσουν ο Πάπας μετά των Λατίνων εξ αριστερών και οι Έλληνες εκ δεξιών· ούτω δε η Σύνοδος ήρχισε τας εργασίας της την 9ην Απριλίου 1438, ήτις συνέπιπτε με την Αγίαν και Μεγάλην Τετάρτην.
Το έγγραφον της ανακηρύξεως ανεγνώσθη ελληνιστί και λατινιστί από του άμβωνος, αι δε συζητήσεις εγίνοντο, ελληνιστί μεν υπό των ημετέρων με διερμηνέα τον Νικόλαον Συνοδινόν δοκιμώτατον περί την Ελληνικήν και Λατινικήν, λατινιστί δε υπό των Δυτικών με διερμηνέα τον Λατίνον Επίσκοπον Ρόδου Ανδρέαν. Εις το μέσον ήτο τοποθετημένον ανοικτόν το Ιερόν Ευαγγέλιον. Αφού λοιπόν ετακτοποιήθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον ο Άγιος Μάρκος επέδωκε τον εξής λίβελλον.

Λίβελλος ον έδωκε τω Βασιλεί Ρωμαίων και τω Πάπα Λατίνων ο Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός εκ μέρους των Ορθοδόξων, προτρεπτικός εις ένωσιν, ελέγχων την κακοφροσύνην των Δυτικών και μάλιστα τα ελαττώματα των αζύμων.                                                                                                                                  
«Υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους».                                                                                             
«Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμνια· σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης Ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσι· σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις σιεσπαρμένα τε και ερρηγμένα, προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται· ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται· δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα προς την ημετέραν ταύτην κλήσιν και τον ευσεβέστατον ημών Βασιλέα προς την σην υπακοήν διανέστησε και τον αγιώτατον ημών Ποιμένα και Πατριάρχην, γήρως επιλαθέσθαι και ασθενείας μακράς παρεσκεύασε και ημάς τους υπ’ αυτώ ποιμαινομένους απανταχόθεν συνήθροισε και μακράς οδού και πελάγους και κινδύνων ετέρων κατατολμήσαι πεποίηκεν, αφ’ ου προφανώς Θεού δυνάμει και κρίσει γεγένηται· και τόπερ οποίον έσται καλόν και Θεώ φίλον, εντεύθεν ήδη προοιμιάζεται».                                
«Δεύρο δη ουν, αγιώτατε Πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα μακρόθεν εξ ανατολών ήκοντα, περίπτυξαι τους εκ μακρού διεστώτας του χρόνου, προς τας σας καταφυγόντας αγκάλας· θεράπευσον τους σκανδαλισθέντας, άπαν σκώλον και πρόσκομμα της ειρήνης κωλυτικόν εκ μέσου γενέσθαι κέλευσον· ειπέ και αυτός τοις Αγγέλοις ως του Θεού μιμητής, οδοποιήσατε τω λαώ μου και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε· μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής Πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν; Έως αν υπ’ αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν; Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, τούτο, μηδέ νικήση την σην αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς, αλλ’ ώσπερ εν τοις πρότερον χρόνοις, ότε την κακίαν είδες υπερταθείσαν και επί μέγα χωρήσασαν, δια σαυτού και των σων Αποστόλων ανέστειλας αυτήν της πρόσω φοράς και προς την Σην επίγνωσιν επέστρεψας άπαντας, ούτω και νυν δια των σων θεραπόντων, οι μηδέν της σης αγάπης προυργειαίτερον έθεντο, σύναψον ημάς αλλήλοις και Σεαυτώ και την ευχήν εκείνων επιτελή ποίησον, ην ηνίκα προς το πάθος απήεις ευχόμενος έλεγες· «(Δος αυτοίς) ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμεν» (Ιωάν. ιζ: 22).                                                                                                                 «Οράς, Κύριε, την διασποράν ημών ως ελεεινή και ως οι μεν αυτονομία και αυθαδεία συνειθισθέντες, εις αφορμήν της σαρκός την ελευθερίαν κατεχρησάμεθα και δούλοι της αμαρτίας και το όλον σάρκες γεγόναμεν, οι δε τοις εχθροίς του σταυρού σου προς διαρπαγήν και δουλείαν έκδοτοι καθεστήκαμεν και ως πρόβατα σφαγής ελογίσθημεν· ιλάσθητι, Κύριε, πρόσχες, Κύριε, αντιλαβού ημών, Κύριε. Το πάλαι θρυλούμενον ως Οικουμενικής Συνόδου χρεία τοις πράγμασι, σήμερον ημείς επληρώσαμεν και το ημέτερον άπαν εισενηνόχαμεν· δος δη καυτός τα προς τελείωσιν ων ηρξάμεθα· δύνασαι γαρ, ει θελήσης μόνον και το θέλημά σου πράξίς εστι συντετελεσμένη· ειπέ και ημίν, ως πρότερον δια του Προφήτου σου· «μεθ’ υμών εγώ ειμι… και το Πνεύμά μου εφέστηκεν εν μέσω υμών» (Αγγ. β: 4-5) σου γαρ παρόντος άπαντα λοιπόν εύοδα και λεία γενήσεται. Και ταύτα μεν εμοί προς γε το παρόν ηύχθω· προς δε σε λοιπόν, αγιώτατε Πάτερ, τον λόγον ποιήσομαι».                                                            
«Τις η τοσαύτη φιλονικία περί την καινοτόμον ταύτην προσθήκην, ήτις το σώμα Χριστού κατέτεμε και διέσχισε και τους υπ’ αυτού καλουμένους επί τοσούτον ταις γνώμαις διέσχισε; Τις η μακρά και χρονία ένστασις και άφιλος υπεροψία των αδελφών και των σκανδαλιζομένων η αλλοτρίωσις; Τι των Πατέρων κατέγνωμεν, ότι παρά τας κοινάς αυτών παραδόσεις, έτερα φρονούμεν και λέγομεν; Την εκείνων ελλιπή τιθέμεθα Πίστιν και την ημετέραν ως τελειοτέραν εισάγομεν; Τι παρά το Ευαγγέλιον, ο παρελάβομεν, έτερον ευαγγελιζόμεθα; Τις ημίν εβάσκανε πονηρός δαίμων της ομονοίας και της ενώσεως; Τις δε αδελφικήν αγάπην εξ ημών αφείλε, την διάφορον θυσίαν εισαγαγών, την ουκ ορθώς προσφερομένην, επεί μη διαιρουμένην; Άρα ψυχής Αποστολικής ταύτα και πατρικής γνώμης και αδελφικής διαθέσεως; Ή τουναντίον σκαιού αν και διεστραμμένου και αυθεκάστου και ουδέν ηγουμένου δεινόν ει πάντες απόλλοιντο; Εγώ μεν οίμαι τον την διαίρεσιν ταύτην εισαγαγόντα και τον άνωθεν υφαντόν χιτώνα του Δεσποτικού Σώματος διασχίσαντα μείζω των σταυρωτών υποστήσασθαι δίκην και των απ’ αιώνος απάντων ασεβών και αιρετικών. Αλλά σοι τουναντίον εξέσται, μακαριώτατε Πάτερ, ει ηβουλήθης μόνον τα διεστώτα συνάψαι και το μεσότοιχον του φραγμού καθελείν και Θεού οικονομίας έργον εργάσασθαι, τούτου και την αρχήν αυτός κατεβάλου και ταις λαμπραίς φιλοτιμίαις και μεγαλοδωρίαις επηύξησας και τόπερ επιθείναι ευδόκησον· ου γαρ ευρήσεις επιτήδειον μάλλον, ή ον ο Θεός σοι παρέσχετο σήμερον· άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου και ίδε πολιάς αιδεσίμους και ιεροπρεπείς, κλίνης ήδη το πλέον και αναπαύσεως δεομένας, εκ των οικείων όρων επαναστάσας και προσδραμούσας τη ση τελειότητι, μόνη τη εις Θεόν ελπίδι και τη προς υμάς αγάπη συνεχομένους· ίδε τον στέφανον τον πλακέντα της δόξης, ον περιθέσθαι μη αναβάλη· κατέτεμεν έτερος; Αυτός συνούλωσον· διέσχισεν έτερος και αδιόρθωτον το κακόν έσπευσεν εργάσασθαι; Συ φιλονείκησον επανορθώσαι το γεγονός, ως ειμή όλως εγένετο την αρχήν».                                       
«Ήκουσα των παρ’ υμίν φιλοσόφων, οικονομίας χάριν και διορθώσεώς τινων, ουχ υγιώς περί την πίστιν εχόντων, την προσθήκην ταύτην εξ αρχής επινοηθήναι· ουκούν οικονομίας χάριν αφαιρεθήτω πάλιν, ίνα προσλάβησθε αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαράττεσθαι πάντας υμάς εικός, ει μη αναλγήτως έχετε. Λάβε μοι κατά νουν τα των χριστιανών αίματα, τα καθ’ εκάστην εκχεόμενα την ημέραν, εις την υπό βαρβάρων πικράν δουλείαν και τον ονειδισμόν του Σταυρού του Χριστού· προσέτι δε θυσιαστηρίων ανατροπήν, κατάσχεσιν ιερών σκευών και επίπλων διανομήν· άπαντα λυθήναι δια της ημών ομονοίας εικός, του Θεού συνεργούντος, ην εθελήσετε μόνον το τραχύ τούτο και ανένδοτον αποθέμενοι συγκαταβήναι τοις ασθενέσιν ημίν και τα σκανδαλίζοντα ημάς εκ μέσου περιελείν· «ει (γαρ) βρώμα σκανδαλίζει τον αδελφόν μου, ου μη φάγω κρέα εις τον αιώνα» (Α΄ Κορ. η:13)· και μην ου κεκώλυται το κρέας φαγείν· ούτω και νυν, αγιώτατε Πάτερ. Καλός μεν, ωσανεί είπωμεν και ο ένζυμος άρτος, καλός και ο άζυμος, αλλ’ ο άζυμος σκανδαλίζει και ήττων εις θυσίαν λογίζεται και ατελής και νεκρός και άρτος κακώσεως παρά τη Αγία Γραφή καλείται· τι μη ο ένζυμος αίρετέος και περιαιρετέος ο άζυμος; «ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν», φησίν ο θείος Απόστολος· «οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου (και ουκ αζύμου φησί) μετέχομεν» (Α΄ Κορ. ι: 17)· όπου άρα μη του ενός άρτου μετέχομεν, εικότως ουδέ εν σώμα σύνεσμεν, ουδέ συμπνέομεν αλλήλοις και την αυτήν ποιούμεθα κίνησιν».                                            
«Παρακαλώ υμάς (ο αυτός φησί) δια του ονόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ίνα το αυτό λέγητε πάντες και μη η εν υμίν σχίσματα» (Α΄ Κορ. α:10)· όπου μη το αυτό λέγωμεν, εικότως το σχίσμα τούτο το μέγα και αθεράπευτον εν ημίν εστι και μέχρι της σήμερον· που δε ου το αυτό λέγομεν; Ουκ εν γωνία και παραβύστω τινί και κατ’ αυτούς συνιόντες, όπου και λαθείν εστί τους πολλούς, αλλ’ εν τω κοινώ Συμβόλω της Πίστεως, εν τη του Βαπτίσματος ομολογία, εν τη Χριστιανική σφραγίδι. Και ει ο βασιλικόν παραχαράττων νόμισμα μεγάλης εστί τιμωρίας άξιος, ο την κοινήν σφραγίδα της Χριστιανών ομολογίας μεταποιών, τίνα αν υποσχών την δίκην, ουκ ελλάτω δόξειε δούναι του πλημμελήματος; Σκόπει δε ούτως· ελέγομέν ποτε το αυτό δηλονότι και ουκ ην εν ημίν σχίσματα, τότε δήπου και τοις Πατράσι συνεφωνούμεν αμφότεροι· νυν δε, ότε μη το αυτό λέγομεν, όπως άρα εκάτερος έχομεν, ημείς μεν δη τα αυτά λέγομεν, άπερ καν τότε και ημίν αυτοίς συνεφωνούμεν και τοις Πατράσιν ημών και υμίν, αν εθέλητε τα’ αληθή λέγειν· υμείς δε επεισαγαγόντες καινότερα, πρώτον μεν προς υμάς αυτούς, είτα προς τους κοινούς Πατέρες, έπειτα δε γε και προς ημάς διαφωνείν αναγκάζεσθε· και τι μη προς την καλήν εκείνην συμφωνίαν επάνιμεν; Ή και ημίν αυτοίς και αλλήλοις και τοις Πατράσιν ομολόγους αποφανεί και το σχίσμα περιελεί και συνάψει τα διεστώτα και παν αγαθόν εργάσεται».                                                                                                                 
«Ναι, προς της Τριάδος αυτής, ναι προς της κοινής ελπίδος, εφ’ ης πεποίθαμεν και πεποίθατε· μη περιίδητε κενούς και απράκτους ημάς απελθόντας, υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Χριστού παρακαλούντος δι’ ημών· μη ατιμάσητε την πρεσβείαν, μη τας ευχάς ακάρπους εξελέγξητε, μη το θέλημα των εχθρών εκπληρώσητε, μη τον κοινόν ημών εχθρόν και πολέμιον επιγελάσαι ημίν ως πρότερον συγχωρήσητε· μη τον Θεόν και το Πνεύμα το Άγιον λυπηθήναι παρασκευάσητε· μετέωρός εστι πάσα ψυχή και ακοή πάσα την υμών αναμένουσα γνώμην, ην εθελήσητε νεύσαι προς την αγάπην και τα σκάνδαλα εκ μέσου περιελείν· ήρθη τα των Χριστιανών, πέπτωκε τα των ασεβών· έπτυξαν οι μισούντες ημάς και τον οικείον προεγνώκασιν όλεθρον· ειδ’ ο μη γένοιτο, τουναντίον εκβαίη και το πονηρόν έθος της διαστάσεως επικρατήσειε του κοινού και συμφέροντος, εγώ μεν ουκέτι δύναμαι περαιτέρω λέγειν και τω πάθει συγχέομαι. Θεός δε ο πάντα δυνάμενος επανορθώσειε την Εκκλησίαν αυτού, ην τω ιδίω εξηγόρασεν αίματι και το θέλημα αυτού ως εν ουρανώ και επί της γης γενέσθαι παρασκευάσειεν· ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: