Ίνα γίνωσιν εις τους αναγνώστας
σαφέστερα τα εν συνεχεία εκτιθέμενα, νομίζομεν ότι καλόν είναι να ανατρέξωμεν
ολίγους αιώνας προηγουμένως. Το έθνος των Λατίνων, ήτοι οι κοινώς λεγόμενοι
Φράγκοι, δεν ήτο χωρισμένον ανέκαθεν αφ’ ημών ουδέ υπήρχον δύο Εκκλησίαι
αντιστρατευόμεναι, η Ανατολική και η Δυτική, όπως μετά το σχίσμα. Μία Εκκλησία
υπήρχε, περιλαμβάνουσα εις τους κόλπους της όλας τας εν τη Ανατολή και Δύσει
τοπικάς Εκκλησίας, ως μία νύμφη εκλεκτή, έχουσα νυμφίον ουράνιον και κεφαλήν
αθάνατον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Η ενότης δε αύτη της Εκκλησίας
διετηρήθη μέχρι του έτους οκτακόσια από Χριστού και πέραν αυτού. Επί των
αυτοκρατόρων όμως Μιχαήλ και Θεοδώρας, οι Πάπαι της Ρώμης κινούμενοι από
φιλαρχίαν, αφώρισαν τους ημετέρους Ανατολικούς και προέβησαν εις καθαιρέσεις
Πατριαρχών.
Αλλ’ οι ημέτεροι δεν έλαβον σοβαρώς υπ’ όψιν τους κεραυνούς των Παπών. Εν τούτοις ούτοι ηγωνίζοντο δια παντός τρόπου να υποτάξουν την Ανατολικήν Εκκλησίαν, αλλ’ οι Ανατολικοί, μη αναγνωρίζοντες υπερτέραν εξουσίαν εις τον Πάπαν, δεν επείθοντο εις τας παπικάς προσταγάς. Από την αφορμήν αυτήν γίνεται μεν αρχή χωρισμού των δύο Εκκλησιών, αλλ’ όχι και τέλειον σχίσμα· διότι εφ’ όσον ο λόγος ήτο περί εθίμων και τάξεων εκκλησιαστικών και δεν επήρχετο μεταβολή τις εις τα δόγματα της Πίστεως, δεν εγίνετο και τέλειος χωρισμός. Κατά την εποχήν όμως του αυτοκράτορος Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, προσετέθη παρά της Εκκλησίας της Ρώμης φοβερά βλασφημία εις το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού εκπορεύεται. Υπό τοιαύτας συνθήκας δεν επρόκειτο πλέον περί χειροτονιών και προτιμήσεως θρόνων, αλλά περί αυτών των δογμάτων της Πίστεως. Δια τούτο ο αυτοκράτωρ Βασίλειος συνεκρότησε Σύνοδον Οικουμενικήν, εις ην παρέστησαν και αντιπρόσωποι του Πάπα Ιωάννου του Η΄, η Σύνοδος δε εκείνη επεβεβαίωσε τον όρον του Αγίου Συμβόλου της Πίστεως άνευ τινός μεταβολής. Τα πρακτικά της Συνόδου ομιλούν επί λέξει ως εξής: «Οι αγιώτατοι τοποτηρηταί της πρεσβυτέρας Ρώμης είπον, ως εκέλευσεν ο εκ Θεού μέγας βασιλεύς ημών, πρέπον εστί μη έτερον όρον καινουργηθήναι, αλλ’ αυτόν τον αρχαίον, και ανά πάσαν την οικουμένην κρατούμενόν τε και δοξαζόμενον αναγνωσθήναι και επιβεβαιωθήναι». Ανεγνώσθη λοιπόν εις επήκοον πάντων το Άγιον Σύμβολον, ήτοι το «Πιστεύω εις ένα Θεόν», χωρίς καμμίαν προσθήκην ή αφαίρεσιν, αλλ’ αμετάβλητον ως διατηρούμεν αυτό μέχρι σήμερον ημείς οι Ορθόδοξοι. Μετά την ανάγνωσιν πάσα η Σύνοδος εξεβόησε: «Πάντες ούτω φρονούμεν· ούτω πιστεύομεν· εν ταύτη τη ομολογία εβαπτίσθημεν και του ιερατικού βαθμού ηξιώμεθα· τους ετέρως δε παρά ταύτα φρονούντας, ως εχθρούς Θεού και της αληθείας ηγούμεθα· ει τις παρά τούτο το ιερόν Σύμβολον τολμήσει έτερον αναγράψασθαι ή προσθήναι ή αφελείν, και όρον ονομάσας αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης Χριστιανικής ομολογίας απόβλητος· το γαρ αφαιρείν ή προσθήναι ατελή την εις την Αγίαν Τριάδα μέχρι της σήμερον ομολογίαν δείκνυσι, και της τε Αποστολικής παραδόσεως και της των Πατέρων διδασκαλίας καταγινώσκει· ει τις τοίνυν εις τούτο απονοίας ελάσας τολμήσει, ως ανωτέρω λέλεκται, έτερον εκθέσαι σύμβολον και όρον ονομάσαι, ή προσθήκην ή υφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της Αγίας Οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω». Εκ τούτων συνάγεται ότι η Εκκλησία της Ρώμης δεν είχεν ακόμη αποδεχθή την βλασφημίαν ταύτην, άλλως οι τοποτηρηταί του Πάπα δεν θα συνεφώνουν μετά των Πατέρων της Συνόδου, όντων τριακοσίων ογδοήκοντα πέντε, να μένη αμετακίνητον και απαρασάλευτον το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως και δεν θα ανεθεμάτιζον πάντα επιχειρούντα μεταβολήν τινα. Η αίρεσις αύτη ανεφύη και διεδόθη βραδύτερον, ότε ο Πάπας Νικόλαος έστειλε θεολόγους εις Βουλγαρίαν.
Αλλ’ οι ημέτεροι δεν έλαβον σοβαρώς υπ’ όψιν τους κεραυνούς των Παπών. Εν τούτοις ούτοι ηγωνίζοντο δια παντός τρόπου να υποτάξουν την Ανατολικήν Εκκλησίαν, αλλ’ οι Ανατολικοί, μη αναγνωρίζοντες υπερτέραν εξουσίαν εις τον Πάπαν, δεν επείθοντο εις τας παπικάς προσταγάς. Από την αφορμήν αυτήν γίνεται μεν αρχή χωρισμού των δύο Εκκλησιών, αλλ’ όχι και τέλειον σχίσμα· διότι εφ’ όσον ο λόγος ήτο περί εθίμων και τάξεων εκκλησιαστικών και δεν επήρχετο μεταβολή τις εις τα δόγματα της Πίστεως, δεν εγίνετο και τέλειος χωρισμός. Κατά την εποχήν όμως του αυτοκράτορος Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, προσετέθη παρά της Εκκλησίας της Ρώμης φοβερά βλασφημία εις το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα όχι μόνον εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού εκπορεύεται. Υπό τοιαύτας συνθήκας δεν επρόκειτο πλέον περί χειροτονιών και προτιμήσεως θρόνων, αλλά περί αυτών των δογμάτων της Πίστεως. Δια τούτο ο αυτοκράτωρ Βασίλειος συνεκρότησε Σύνοδον Οικουμενικήν, εις ην παρέστησαν και αντιπρόσωποι του Πάπα Ιωάννου του Η΄, η Σύνοδος δε εκείνη επεβεβαίωσε τον όρον του Αγίου Συμβόλου της Πίστεως άνευ τινός μεταβολής. Τα πρακτικά της Συνόδου ομιλούν επί λέξει ως εξής: «Οι αγιώτατοι τοποτηρηταί της πρεσβυτέρας Ρώμης είπον, ως εκέλευσεν ο εκ Θεού μέγας βασιλεύς ημών, πρέπον εστί μη έτερον όρον καινουργηθήναι, αλλ’ αυτόν τον αρχαίον, και ανά πάσαν την οικουμένην κρατούμενόν τε και δοξαζόμενον αναγνωσθήναι και επιβεβαιωθήναι». Ανεγνώσθη λοιπόν εις επήκοον πάντων το Άγιον Σύμβολον, ήτοι το «Πιστεύω εις ένα Θεόν», χωρίς καμμίαν προσθήκην ή αφαίρεσιν, αλλ’ αμετάβλητον ως διατηρούμεν αυτό μέχρι σήμερον ημείς οι Ορθόδοξοι. Μετά την ανάγνωσιν πάσα η Σύνοδος εξεβόησε: «Πάντες ούτω φρονούμεν· ούτω πιστεύομεν· εν ταύτη τη ομολογία εβαπτίσθημεν και του ιερατικού βαθμού ηξιώμεθα· τους ετέρως δε παρά ταύτα φρονούντας, ως εχθρούς Θεού και της αληθείας ηγούμεθα· ει τις παρά τούτο το ιερόν Σύμβολον τολμήσει έτερον αναγράψασθαι ή προσθήναι ή αφελείν, και όρον ονομάσας αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης Χριστιανικής ομολογίας απόβλητος· το γαρ αφαιρείν ή προσθήναι ατελή την εις την Αγίαν Τριάδα μέχρι της σήμερον ομολογίαν δείκνυσι, και της τε Αποστολικής παραδόσεως και της των Πατέρων διδασκαλίας καταγινώσκει· ει τις τοίνυν εις τούτο απονοίας ελάσας τολμήσει, ως ανωτέρω λέλεκται, έτερον εκθέσαι σύμβολον και όρον ονομάσαι, ή προσθήκην ή υφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της Αγίας Οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω». Εκ τούτων συνάγεται ότι η Εκκλησία της Ρώμης δεν είχεν ακόμη αποδεχθή την βλασφημίαν ταύτην, άλλως οι τοποτηρηταί του Πάπα δεν θα συνεφώνουν μετά των Πατέρων της Συνόδου, όντων τριακοσίων ογδοήκοντα πέντε, να μένη αμετακίνητον και απαρασάλευτον το Άγιον Σύμβολον της Πίστεως και δεν θα ανεθεμάτιζον πάντα επιχειρούντα μεταβολήν τινα. Η αίρεσις αύτη ανεφύη και διεδόθη βραδύτερον, ότε ο Πάπας Νικόλαος έστειλε θεολόγους εις Βουλγαρίαν.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου