Με συγκλόνησε κυριολεκτικά το ερώτημα ενός νεαρού
κληρικού μας, ευπαιδεύτου μεν και πανεπιστημιακά, αλλά εντελώς αγεύστου της ορθοδοξίας,
όπως παραδίδεται από τους Αγίους μας. Μου έθεσε το ερώτημα, πως κρίνω την
λεγομένη «Μεγάλη» Σύνοδο της Κρήτης (2016), ζητώντας την γνώμη μου γι’ αυτήν.
Του απάντησα, ότι δυστυχώς ούτε «Αγία» ούτε «Μεγάλη» ούτε «Οικουμενική» Σύνοδος
είναι, αλλά σαφώς Οικουμενιστική, με το να διακονεί τον Οικουμενισμό,
καταστρέφοντας την ενότητα της Ορθοδοξίας. Επί πλέον είναι ξένη προς την
Αποστολική και Συνοδική μας Παράδοση και την εμπειρία και διδασκαλία όλων των
Αγίων μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων. Γι’ αυτό ήδη η σύγκλησή της διέσπασε την
ενότητα της Εκκλησίας μας, αφού από τις 14 αυτοκέφαλες τοπικές Ορθόδοξες
Εκκλησίες απουσίαζαν οι τέσσαρες (Αντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας),
που εκπροσωπούν αριθμητικά περισσότερο από το ήμισυ των Ορθοδόξων Πιστών στον
κόσμο.
Η απάντησή μου δεν έπεισε τον συνομιλητή μου, ο οποίος – άνθρωπος καλής
θελήσεως – μου υπέβαλε ένα ακόμη ερώτημα: Πως τότε είναι δυνατόν να διατηρηθεί
και εδραιωθεί η ενότητα της Εκκλησίας μας, όταν δεν πειθαρχούμε στους Επισκόπους
μας, που είναι οι εκκλησιαστικοί μας Ηγέτες; Τότε κατάλαβα, ότι η λογική του
συνομιλητού μου κινείται στα όρια της κοσμικής εννοίας της Εξουσίας (πρβλ. Ιω.
19, 10 εξ. Διάλογος του Ι. Χριστού με τον Πιλάτο). Οι Επίσκοποι γενικά, από
εκείνους που είναι τελείως άσχετοι με το πνεύμα του Χριστού και των Αγίων μας,
νοούνται ως Κύριοι και εξουσιαστές του ποιμνίου τους. Κάτι που
ενσαρκώθηκε και στην από τινων αιώνων ορολογία για τον επίσκοπο: δεσπότης,
κυριάρχης κ.τ.ο. Συνεπώς, αρκεί η υπακοή στον «ανώτερο» και «εξουσιαστή», για
να διαφυλαχθεί η ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Μάλλον όχι. Γι’ αυτό έσπευσα να του απαντήσω με τον λόγο των Αγίων μας. α)
Θεμέλιο της ενότητάς μας δεν είναι η «εξουσία» των Ποιμένων, αλλά η Χάρις του
Θεού, που συνέχει και συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας. Ο Χριστός μας στην «αρχιερατική
προσευχή» Του (Ιω. 17, Ι εξ.), παρακαλώντας τον Πατέρα για την ενότητα των
Πιστών (ίνα ώσιν εν), προσθέτει και τα εξής: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα
όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν, ην
δέδωκάς μοι…» (Ιω. 17, 24). Η ενότητα των Πιστών στον Χριστό προϋποθέτει την
θεοπτία, την ενοίκηση της άκτιστης Χάρης του Τριαδικού Θεού στην καρδία των
Πιστών. Άλλου είδους ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει στην Ορθοδοξία. Όταν
απουσιάζει αυτή η ενότητα, οδηγούμεθα στην «ολοκληρωτική» πειθαρχία. β) Δεν
αρκεί συνεπώς η χειροτονία, για να ασκεί κάποιος «εξουσία» στο σώμα του
Χριστού. Ο χειροτονούμενος μπορεί να είναι «φορέας» ή «αχθοφόρος» της ιερωσύνης.
Σαφέστατα παρατηρεί στο σημείο αυτό ο Ι. Χρυσόστομος: Με την χειροτονία «προσθήκη
Πνεύματος» γίνεται. Η χορηγούμενη με την χειροτονία νέα Χάρη προϋποθέτει την
ύπαρξη Χάριτος στην καρδία του χειροτονουμένου. Γι’ αυτό υπάρχουν και αθέμιτες
χειροτονίες κατά τον Άγιο Πατέρα, που προσθέτει: «Ουκ από της θείας γίνονται
χάριτος – αυτές οι χειροτονίες - , αλλά και από της των ανθρώπων σπουδής».
Έτσι, καταλήγει: «Πάντας ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε ενεργεί» (ΕΠ. 62,
610). Η θεϊκή Χάρη ενεργεί λόγω της ιερωσύνης μας, που είναι του Χριστού, έστω
και αν εμείς οι κληρικοί αναξίως χειροτονούμεθα. Μεγαλύτερη δε αναξιότητα δεν
υπάρχει από τη νόθευση της αληθινής Πίστεως και την στήριξη και κήρυξη «γυμνή
τη κεφαλή» της αιρετικής πλάνης, όπως ο νεοεποχίτικος οικουμενισμός. γ) Εξ
άλλου, συπλήρωσα, ήδη ο Απόστολος Παύλος μας προειδοποίησε (Πράξ. 20, 30): «Και
εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς
οπίσω αυτών». «Οι λύκοι βαρείς» δεν έρχονται δηλαδή πάντοτε έξωθεν (στ. 29),
αλλά είναι δυνατόν να ανήκουν, τυπικά και επιφανειακά, στο εκκλησιαστικό σώμα. δ)
Κριτήριο, συνεπώς, της ορθοδοξίας των Ποιμένων δεν είναι το αξίωμά τους, αλλά η
σχέση τους, η καρδιακή και πνευματική, με τους προ αυτών Ποιμένας, τους Αγίους
Πατέρες μας. Ο διδάσκων αντίθετα με όσα μας παρέδωσαν οι Άγιοί μας (π,χ. Μ.
Φώτιος, Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Μάρκος Ευγενικός, εν προκειμένω) δεν είναι
γνήσιοι Ποιμένες και γι’ αυτό δεν είναι άξιοι υπακοής. Κατέκλεισα δε αυτές τις σκέψεις
με μία εμπειρία μου εκτός Ελλάδος. Ο Μητροπολίτης μου ανέθεσε να ομιλήσω για
την θέση του Επισκόπου στην Εκκλησία κατά τον Άγιον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο (+107 ή
117), σε μία κληρικολαϊκή σύναξη. Ανέλυσα τους λόγους του αγίου Ιγνατίου, το
κατά δύναμιν, και σε μια στιγμή ο Μητροπολίτης άρχισε να χειροκροτεί,
νομίζοντας ότι ετελείωσα. Έσπευσα όμως να παρατηρήσω: «Δεν τελείωσα,
Σεβασμιώτατε. Ακολουθεί το β΄ μέρος της Εισηγήσεώς μου, με τον τίτλο: «Ποιος…
(πρέπει να) είναι ο Επίσκοπος, στον οποίον αναφέρονται όσα ο Άγιος Πατέρας μας διδάσκει».
Ο συνομιλητής μου με ευχαρίστησε για την απάντησή μου και, όπως διεπίστωσα,
είχε αρχίσει να βλέπει αγιοπατερικά τα πράγματα. Δόξα τω Θεώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου