Προ ετών βρέθηκα μιὰ Κυριακή σ᾽ ἕνα μεγάλο Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν,
ὅπου λειτουργοῦσαν δύο μεσήλικες κληρικοί, καλλικέλαδοι καὶ μὲ περιποιημένη ἐξωτερικὴ
ἐμφάνιση. Λαμπρὰ ἦταν καὶ τὰ ἄμφιά τους. Ἱερέας ἐγὼ ἀπὸ τὴν ἐπαρχία, πρόσεχα νὰ
βρῶ τὰ θετικὰ τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν τῆς πόλης, μὲ τὸ μεγάλο ποίμνιο, τὶς πολλὲς
δυνατότητες, τοὺς καλοὺς ἱεροψάλτες καὶ τὴ μεγάλη ἐμπειρία. Τελικὰ ἔφυγα
σκανδαλισμένος. Ἡ εἰκόνα τοῦ ἱεροῦ δὲν ἦταν καλή. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν ἀδελφῶν ἀπαράδεκτη.
Ἔνιωθαν ὅτι βρίσκονταν στὸ γραφεῖο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Μιλοῦσαν, γελοῦσαν,
χειρονομοῦσαν. Τὸ ἱερὸ γι᾽ αὐτοὺς ἦταν τὰ παρασκήνια τοῦ θεάτρου. Βαρὺς ὁ λόγος
μου, ἀλλὰ ἔτσι συμπεριφέρονταν οἱ ἀδελφοί. Ὅταν ὅμως ἐρχόταν ἡ ὥρα γιὰ τὰ «εἰρήνη πᾶσι» καὶ τὶς εὐλογίες, τί ἠθοποιΐα, τί εὐλάβεια, τί ὑποκρισία!
Μάλιστα ὁ ἕνας
ἱερέας ἀπὸ μιὰ γωνία ἔκανε νόημα στὸ δεξιὸ ψάλτη καὶ μὲ τὰ τρία πρῶτα δάχτυλα
τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του, τὸ ὁποῖο ἀνεβοκατέβαζε, τοῦ ἔδινε συγχαρητήρια γιὰ τὴν ὡραία
ἐκτέλεση τῶν διαφόρων ὕμνων! Μὲ τὸ «δι᾽ εὐχῶν» αἰσθανόμουν τὴν ἀνάγκη νὰ φύγω
γρήγορα ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναό, γιατὶ δὲν εἶχα ἄλλη ὑπομονή. Εἶχα δεχτεῖ πολλὰ ἐρεθίσματα,
τὰ ὁποῖα μὲ εἶχαν ἀπογοητεύσει. Ἔνιωθα ἐντελῶς ἄβολα, ἤμουν ἀνίκανος νὰ κάνω τὰ
ἴδια, νὰ συμβιβαστῶ μὲ τὸν ἐπαγγελματισμὸ τῶν ἀδελφῶν μου καὶ νὰ νιώσω ἄνετα στὴν
εὐρυχωρία τῆς κόλασης, ποὺ μόνοι τους καὶ ἐλεύθερα εἶχαν δημιουργήσει ἐντὸς τοῦ
Ἱεροῦ Ναοῦ! Ἡ μεγάλη ἐξοικείωση μὲ τὰ ἱερὰ εἶχε δημιουργήσει στοὺς δύο ἱερεῖς τὴν
ἐντύπωση ὅτι ὅλα εἶναι μιὰ ἐκδήλωση κοσμικοῦ χαρακτήρα. Εἶχαν χάσει τὴν αἴσθηση
τῆς ἱερότητας τοῦ χώρου καὶ τῶν τελουμένων. Προσωπικὰ θεωροῦσα ὅτι ἦταν σχεδὸν ἀδύνατο
γι᾽ αὐτοὺς νὰ συγκεντρωθοῦν καὶ νὰ ἀποκτήσουν αὐτὴ τὴν αἴσθηση. Ἦταν τόσο ἐξωστρεφεῖς
καὶ τόσο διαχυτικοὶ μεταξύ τους…
Ὁ Μητροπολίτης Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος κ. Νικόδημος ἀναφέρεται στὸ θέμα αὐτὸ ὡς
ἑξῆς: «Ἡ τελετουργία εἶναι ἐνεργοποίηση τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι
παράσταση στὸ Γολγοθᾶ καὶ στὴν πύλη τοῦ κενοῦ Μνημείου. Μετοχὴ στὸ Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας
καὶ στὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἡ κάθε κίνηση ἀποτελεῖ ἔκφραση,
φανέρωση ψυχικῆς διάθεσης καὶ μεταβίβαση τῶν γεννημάτων τοῦ νοῦ μὲ τὸ ἅρματῶν
σχημάτων. Καὶ ἡ κάθε λέξη, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη τοξεύει στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναφέρεται
στὸ θρόνο τῆς Θείας Χάριτος. Τίποτα δὲν εἶναι περιττό. Ἀλλὰ καὶ τίποτα δὲν ἐπιτρέπεται
νὰ διαφθαρεῖ καὶ νὰ μεταποιηθεῖ σὲ κοσμικὸ θέαμα καὶ ἀκρόαμα. Ὡστόσο, ἡ τελετουργία ἀποτελεῖ καὶ τὸ μεγάλο πειρασμὸ γιὰ τὸν τελετουργό.
Γιὰ τὸν κάθε τελετουργό. Γιὰ τὸν πρεσβύτερο. Καὶ γιὰ τὸν ἐπίσκοπο. Ἀπὸ ἔντρομη
παράσταση στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ παράσταση ἐνώπιον τῶν συναγμένων ἀνθρώπων. Σὲ
εὐκαιριακὴ κοσμικὴ ἐκδήλωση. Σὲ φαντασμαγορικὸ πανηγυρισμὸ ἐπαιτείων. Σὲ προβολὴ
προσωπικοτήτων. Σὲ ἐπίδειξη ἀμφίων. Σὲ ἐπιτηδευμένο μουσικὸ ἀκρόαμα. Σὲ ἐντυπωσιακὴ
ρητορικὴ ἄσκηση» («Μνησθείη Κύριος ὁ Θεός…», σελ. 123). Εὐχὴ ὅλων τῶν χριστιανῶν
εἶναι νὰ ἀποκτήσουν οἱ κληρικοὶ τὴν εὐλάβεια, μὲ τὴν ὁποία θὰ γίνουν ὄντως λειτουργοὶ τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ
ὄχι ψυχροὶ διεκπεραιωτὲς κάποιας τελετουργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου