«Δὲν ξέρεις ἂν ἡ Σκιάθος γέννησε τὸν Παπαδιαμάντη ἢ ἂν ὁ
Παπαδιαμάντης τὴ Σκιάθο». Τὸ καταπράσινο καὶ μαγεμένο νησί, μὲ τοὺς γραφικοὺς
δρόμους καὶ τὰ λιτὰ σπίτια, ὑποδέχεται τὸν ἐπισκέπτη μὲ στοργὴ καὶ καλοσύνη. Ἡ
μνήμη του γυρίζει πολλὰ χρόνια πίσω. Ἕνα φτωχὸ καὶ πετρῶδες νησί, λησμονημένο ἀπ᾽
τὸν κόσμο, ἀλλὰ γεμᾶτο εὐωδία ἀπ᾽ τὴν ἄνθηση, τὰ ξωκκλήσια καὶ τὰ ρόδινα ἀκρογιάλια
του. Σκληρὴ ἡ ζωή τῶν κατοίκων, τῶν φτωχῶν θαλασσινῶν, ναυαγῶν καὶ ξενιτεμένων
γιὰ τὸ φαρμακερὸ καὶ μὲ δάκρυα ζυμωμένο ψωμί τους. Εἶναι οἱ κουρασμένοι ἄνθρωποι
τῆς ζωῆς. Ἐδῶ τούς ἔρριξε ὁ Θεός, κάτω ἀπ᾽ τὴν ἐπιβλητικὴ σκιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑπέρτατη ἐπιταγὴ τῆς μοίρας τους, ἰδανικοὶ καὶ
πονεμένοι, γενναῖοι καὶ ὑπερήφανοι, ἐκράτησαν σταθερὰ τὴ δάδα τῆς τραγικῆς
πορείας τους, μέσα στὸ χρόνο. Σ᾽ αὐτὸ τὸ μαγεμένο νησί, γεννήθηκε, πρὶν ἀπὸ 154
χρόνια, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1861 - 1911), εὐόσμος καὶ πάναγνος Σκιαθίτης,
ποὺ τίμησε, μὲ τὴ ζωή του καὶ τὸ ἔργο του, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Ἔζησε
τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰώνα καὶ τὴν πρώτη τοῦ περασμένου, ἀνακαλύπτοντας,
μέσα στὸν Ἑλληνισμὸ του τὸ Βυζάντιο καὶ μέσα στὸ Βυζαντινισμὸ του τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα,
ἄρρηκτα συνυφασμένες δύο αἰώνιες ἀξίες. Εἶναι ὁ φορέας τοῦ πόνου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς
παραδόσεως. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ποίηση, τὰ φτωχὰ ξωκκλήσια, μὲ τὰ χορταριασμένα
πλακόστρωτα, οἱ κατανυκτικὲς λειτουργίες καὶ οἱ ἑσπερινοὶ στὸ ἱλαρὸ φῶς τὸν
συγκινοῦν καὶ τὸν ἐμπνέουν στὰ ἔργα του. «Καὶ πάλιν κίνησα νὰ ᾽ρθῶ, Χριστέ μου
στὴν αὐλή σου, νὰ σκύψω στὰ κατώφλια σου, στὰ τρισαγαπημένα, ὅπου, μὲ πόθο ἀχόρταγο,
τὸ λαχταρεῖ ἡ ψυχή μου». Γιὸς ταπεινοῦ ἐφημερίου, ξεκινᾶ ἀπ᾽ τὸ ὡραῖο νησί του
καὶ ὑψώνεται, μέσα στὴ δοκιμασία καὶ στὸν πόνο, στὴ στέρηση καὶ στὴν πικρία, σὲ
ἰδεολόγο ἀγωνιστὴ τῶν Γραμμάτων Ἡ ζωή του ὁλόκληρη εἶναι ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα ἁγνότητας
καὶ ταπεινοφροσύνης, αὐτοπειθαρχίας καὶ συνέπειας. Ἀγαποῦσε καὶ νοσταλγοῦσε τὴν
ἁγνότητα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς, γιατί ζοῦσε μέσα του ἡ αὐστηρὴ παράδοση. Ἡ ζωή
του μοιράζεται ἀνάμεσα στὴ Σκιάθο καὶ στὴν Ἀθήνα. «Ἡ ψυχή μου - ἔγραφε - ἦτο
πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Σκιάθου, ἂν καὶ τὸν τελευταῖον χρόνον ἀπεδήμουν
σωματικῶς...». Θύελλες καὶ καταιγίδες τὸν συνοδεύουν, ὅπως ἀφρίζει ἡ θάλασσα
στοὺς βράχους τοῦ Κάστρου. Οἱ χωρισμοί, ἡ ξενιτιά, τὰ ναυάγια, ἡ φτώχεια, οἱ
θάνατοι, ἡ ἀθῳότητα, ἡ νοσταλγία, ἡ πίστη στοιχειοθετοῦν τὸν ἀγαπημένο καὶ οἰκεῖο
βιοκόσμο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ μᾶς ἀφυπνί- ζουν τὴ συγκίνηση καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν
καρτερία καὶ στὴν ὀδύνη του. Ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾽ τὴν πραγματικότητα τῆς
ζωῆς. Ἡ μνήμη του μεταφέρεται διαδοχικὰ ἀπ᾽ τὰ ἔγκατα τῶν ψυχῶν τῶν Σκιαθιτῶν
στὶς φτωχογειτονιὲς τῆς Ἀθήνας. Ἀπ᾽ τὸ σκιόφωτο τοῦ ἐξωκκλησίου στὸ δροσερὸ ὑπόγειο
τοῦ καπηλιοῦ. Εἶναι ὁ μεγάλος καημός του γιὰ τὴν ἐνατένιση τῆς ζωῆς καὶ τὸν
τίμιο ἀγῶνα γιὰ τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ δίκαια. Ἑκατὸ μέτρα ἀπὸ τὴν παραλία βρίσκεται
τὸ σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη, χωρὶς ἰδιαίτερο ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο, ποὺ τὸ 1965,
κηρύχτηκε διατηρητέο μνημεῖο καὶ λειτουργεῖ ὡς μουσεῖο. Ἡ ἐπίσκεψη σ᾽ αὐτὸ
φέρνει πολλὲς συγκινήσεις... Ἐδῶ, ἔμεινε μόνιμα τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς
του. Ὁ ἐπισκέπτης νομίζει, ὅτι θὰ δεῖ τὸν «Κοσμοκαλόγερο», σκυμμένο, μὲ
πλεγμένα τὰ χέρια του, μπροστὰ καὶ τὸ τριμμένο παλτό του, καὶ τὶς τέσσερις ἀδελφές
του: τὴ Χαρίκλεια, τὴ Σοφούλα, τὴν Κυρατσούλα καὶ τὴν Οὐρανία, πρόθυμες νὰ τὸν
φιλέψουν καρύδι καὶ φασκόμηλο. Ἐδῶ «μετὰ στοργῆς ἐζωγράφισε τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη,
τὴ Σκιαθίτικη φύση καὶ μετὰ λατρείας ὑμνοῦσε τὸν Χριστόν του» κι ἔψαλλε τὰ «τραγούδια
τοῦ Θεοῦ», μὲ τὴν κατανυκτικὴ καὶ γλυκειὰ φωνή του. Ἐδῶ, ἄρρωστο ἀπὸ πνευμονία,
τὸν βρῆκε ὁ θάνατος. Ἀτάραχο καὶ ἤρεμο. Ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1911,
θέλησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ δὲ βρῆκε τὴ δύναμη κι ἐδάκρυσε. Ζήτησε καὶ τοῦ διάβασε ὁ
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνδρέας Μπούρας ἀπ᾽ τὸ ὡραῖο του ἱστορημένο χειρόγραφο, ὅπου εἶχε
μαζὶ τὶς λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τὴν ὡραία
προσευχὴ τῶν μεγάλων ἁμαρτωλῶν, ποὺ μετανοοῦν. Μετάλαβε τρεῖς φορὲς καὶ προσευχήθηκε
στὸ εὐχέλαιο. Εἶπε στὶς ἀδελφές του καὶ στοὺς φίλους του, ποὺ τὸν συντρόφευαν,
νὰ τὸν ἀφήσουν μόνο καί, γυρνώντας πρὸς τὸν τοῖχο, ἄρχισε νὰ ψέλνει χαμηλόφωνα
τὸ δοξαστικό τῆς Ἐνάτης ὥρας τῶν Θεοφανείων: «Τὴν χεῖραν Σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον
κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτόν, Βαπτιστά...». Στὴ μία μετὰ τὰ
μεσάνυχτα, ἡ ἁγία ψυχὴ του πέταξε στὰ οὐράνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου