ΗΤΟ Ο ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗΣ; -- του Πρωτοπρεσβύτερου Θεόδωρου Ζήση

1. ᾿Από τήν Κ. Διαθήκη στόν Μ. Φώτιο

῾Ο Μ. Φώτιος (820-891) ἀνήκει στίς πιό μεγάλες μορφές τῆς μεσαιωνικῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου. Εἶναι ὁ τελευταῖος μεγάλος ἀνάμεσα στούς ὀλίγους ἱεράρχες πού ἀξιώθηκαν νά λάβουν τόν τίτλο τοῦ μεγάλου, μολονότι τήν ὀνομασία αὐτή θά τήν ἐδικαιοῦτο καί ὁ πέντε αἰῶνες βραδύτερον ἀκμάσας ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Πάντως καί οἱ δύο προηγούμενοι μεγάλοι, ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος καί ὁ Μ. Βασίλειος, καθόρισαν ἀποφασιστικά τήν πνευματική πορεία τῆς νέας ἑλληνοχριστιανικῆς οἰκουμένης τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμένης τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου.
Κάτοχοι καί οἱ δύο πλούσιας ἑλληνικῆς παιδείας ἀπέτρεψαν τήν ἐπιστροφή πρός τά πίσω, στόν εἰδωλολατρικό ῾Ελληνισμό, στήν ἀνοησία τῆς λατρείας τῶν κτισμά των, ὅπως ἐπεδίωξε ὁ σύγχρονός τους ᾿Ιουλιανός ὁ Παραβάτης, ὁ ὁποῖος διεκήρυσσε ὅτι ἡ ἑλληνική παιδεία εἶναι ἀχώριστα συνδεδεμένη μέ τήν εἰδωλολατρία· «ἡμῶν τό ἑλληνίζειν, ὧν καί τό σέβειν θεούς»1. Τό ἴδιο ἐπεδίωξε ἐκ τῶν ἔσω, ὡς χριστιανός θεολόγος, ὁ ῎Αρειος, ἀπολυτοποιώντας τήν φιλοσοφική σκέψη, τόν ὀρθό λόγο, καί μειώνοντας τήν ἀποστολική καί ἐκκλησιαστική παράδοση, τήν αὐθεντικότητα καί γνησιότητα τοῦ λόγου τοῦ Εὐαγγελίου, μέ συνέπεια νά ὁδηγηθεῖ καί αὐτός στήν κτισματολατρία, ἀφοῦ ἐδίδασκε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, δέν εἶναι Θεός ἀλλά κτίσμα. ῾Ο γηρασμένος τότε εἰδωλολατρικός ῾Ελληνισμός, τό τέλος τοῦ ὁποίου εἶχε προβλέψει καί τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ἐτίθετο πρό ἑνός κρισίμου διλήμματος. ῎Η θά ἐξακολουθοῦσε νά πορεύεται μόνος του, αὐτόνομος καί ἀνεξάρτητος, χωρίς καμμία σύνδεση μέ τόν Χριστιανισμό, τόν ὁποῖο οἱ ἀρχαιολάτρες, οἱ τότε καί οἱ τώρα, θεωροῦν κακῶς ὡς μία ἰουδαϊκή αἵρεση, ἤ θά ἐνίσχυε τούς δεσμούς του μέ τήν νέα θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, τόν νέο ἔφηβο τῆς ἱστορίας, κατά τόν Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Στήν πρώτη περίπτωση τό τέλος του ἦτο βέβαιο, γιατί ἤδη ἦσαν ἐμφανῆ τά σημάδια τοῦ γήρατος καί τῆς παρακμῆς. Στήν δεύτερη περίπτωση θά ἀποκτοῦσε σφρῖγος καί δύναμη ἀπό τό νέο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί θά συνέχιζε δυνατός καί ἀκμαῖος τήν ἱστορική του πορεία, μέ μία μόνο ἀναγκαία προϋπόθεση, τήν ἐγκατάλειψη τῶν εἰδώλων καί τήν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Η ἀπάντηση στό δίλημμα αὐτό δέν προσδιορίσθηκε μόνο ἀπό ἀνθρώπινα, ὑποκειμενικά καί καιρικά κριτήρια. Σχεδιάσθηκε ἀπό τό Θεό καί προετοιμάσθηκε ἐπί σειρά αἰώνων μέ τήν ἐξάπλωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μέσῳ τῆς ἐκστρατείας τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου καί τῆς δημιουργίας τῶν ἑλληνιστικῶν κρατῶν στό χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς. ᾿Ακόμη
καί τόν κλεισμένο αὐστηρά στόν ἑαυτό του ᾿Ιουδαϊσμό ἄγγιξε ὁ ῾Ελληνισμός, μέ τό πλῆθος τῶν ῾Ελληνιστῶν ᾿Ιουδαίων πού προσοικει ώθηκαν τήν ἑλληνική γλώσσα καί τόν ἑλληνικό πολιτισμό, ἰδιαίτερα μετά τήν μετάφραση τῆς Π. Διαθήκης στά ἑλληνικά ἀπό τούς ἑβδομήντα δύο ῾Ελληνιστάς ᾿Ιουδαίους στήν ᾿Αλεξάνδρεια τῶν Πτολεμαίων τόν 3ο π.Χ. αἰῶνα. ῞Οταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἑλληνική γλῶσσα ἦταν οἰ κουμενική· ὁ κόσμος σκεφτόταν καί μιλοῦσε ἑλληνικά. Στήν γλῶσσα αὐτή, τήν ὑψηλή καί ἐκλεπτυσμένη ἀπό τόν ἑλληνικό φιλοσοφικό στοχασμό, ἐνυλώθηκε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου· τά βι βλία τῆς Κ. Διαθήκης, σχεδόν στό σύνολό τους γράφτηκαν πρωτοτύπως ἑλληνικά. ῾Ο ἑλληνικός κόσμος πρῶ τος ἀγκάλιασε μαζικά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τά ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνθηκε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ ἑλληνιστής ᾿Ιουδαῖος Παῦλος, ἔτειναν εὐήκοον οὖς, καί δέχθηκαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. ᾿Ακόμη καί μέσα στά κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης, ἐκτός ἀπό τή γλώσσα, ὑπάρχει ἐγκατεσπαρμένη ἑλληνική γραμματεία καί ὁρολογία. ῾Ο
Χριστιανισμός ἀπό τή γέννησή του ἀκόμη, μέσα στό λίκνο του, συνδέθηκε μέ τόν ῾Ελληνισμό, καί θά παραμείνει ἀδιαίρετα ἑνωμένος, γιατί ἔτσι ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό βέβαια δέν ἔχει σχέση μέ σωβινισμούς καί ἐθνικισμούς, γιατί καί ὁ Χριστιανισμός καί ὁ ῾Ελληνισμός διακρίνονται γιά τήν ὑπερφυλετική, ὑπερεθνική τους προοπτική, ἀντίθετα μέ τόν ἰουδαϊκό ἀπομονωτισμό, τήν ἰουδαϊκή ἀποκλειστι κότητα, πού χαρακτηρίζει καί ἄλλους πολιτισμούς. Τό σημαντικό σʼ αὐτήν τήν ἐξέλιξη ὡς πρός τόν ῾Ελληνισμό βρί σκεται εἰς τό ὅτι ἡ ἑλληνική παιδεία, ὁ ἑλληνικός πολιτισμός δέν ἐξαφανίζονται. Μεταμορφώνονται μέσα στό ἀνακαινιστικό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποκτοῦν νέες προοπτικές καί δυνατότητες καί ἐξακολουθοῦν νά ἀναπτύσσονται, ἐπιτελώντας μάλιστα τώρα καλύτερα, τό ἀνθρωποπλαστικό τους ἔργο. Γιατί ἄν στούς ἀρχαίους ῞Ελληνες σοφούς, κατά τόν ᾿Ιουστῖνο, τόν φιλόσοφο καί μάρτυρα, ἀποκαλύφθηκαν σπέρματα ἀληθείας, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύφθηκε τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας· «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»2. ῾Η ἑλληνική παιδεία εἰς τό ἑξῆς πλουτίζεται μέ νέο περιεχόμενο· αὐτό πού κρατᾶ ἀπό τό παρελθόν δέν εἶναι βέβαια μόνο ἡ γλωσσική μορφή, ὅπως νομίζουν μερικοί, πού θέλουν τήν ἑλληνική παιδεία, ἐκτός ἀπό τή γλώσσα, νά σβήνει καί νά χάνεται στή σύνθεσή της μέ τόν Χριστιανισμό, καί νά ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται δειλά – δειλά μέ τό Φώτιο καί κατόπιν νά ξεπροβάλλει θαρρετά μέ τήν ᾿Αναγέννηση καί τόν Οὐμανισμό. ᾿Εκτός ἀπό τή γλώσσα ἡ χριστιανική πλέον ἑλληνική παιδεία ἐκλεκτικά κρατάει ὅλα τά ὑγιῆ στοιχεῖα πού συντείνουν στήν ἀρετή καί στήν εὐσέβεια, ἀπορρίπτοντας μόνον τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας καί τή συνδεδεμένη μέ τήν ζωή τῶν θεῶν αἰσχρότητα καί ἀνηθικότητα. Αὐτό πού ἀλλάζει εἶναι ὅτι ἡ πρώην ἀσεβής ἑλληνική παιδεία, γίνεται τώρα εὐσεβής· οἱ νέοι διδάσκαλοι, οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησί ας, γνωρίζοντας πόσο συντελεῖ ἡ ἑλληνική παιδεία στήν μορφοποίηση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, στήν ἑρμηνεία καί κατανόηση τῶν ἱερῶν κειμένων, στόν ἐκλεπτυσμό τῆς διανοίας καί στόν ἐννοιολογικό ἐφοδιασμό της, ὡς καί στόν ἀπαραίτητο γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων ἐξοπλισμό καί στήν δικαίωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἔναντι διωκτῶν καί κατηγόρων, ἐφοδιάζονται πρῶτα οἱ ἴδιοι μʼ αὐτήν, τήν μεταδίδουν κατόπιν καί στούς μαθητάς των. Κατά τόν μνημονευθέντα φιλόσοφο καί μάρτυρα ᾿Ιουστῖνο «ὅσα παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Χριστι ανῶν ἐστί»3, κατά δέ τόν Μ. Βασίλειο, στό γνωστό καί κλασικό γιά τό θέμα αὐτό ἔργο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», οἱ Χριστιανοί νέοι ὠφελοῦνται ἀπό τήν κλασική ἑλ ληνική παιδεία, ὅταν παίρνουν ἀπό αὐτήν ὅσα συντελοῦν στήν ἀρετή καί στήν εὐσέβεια καί ἀπορρίπτουν τά ἀντίθετα, ὅπως γίνεται μέ τήν τριανταφυλλιά, ἀπό τήν ὁποία παίρνομε τά ρόδα καί ἀποφεύγομε τά ἀγκάθια· «῾Ημεῖς τε, ἤν σωφρονῶμεν, ὅσον οἰκεῖον ἡμῖν καὶ συγγενὲς τῇ ἀληθείᾳ παρ᾿ αὐτῶν κομισάμενοι, ὑπερβησόμεθα τὸ λειπόμενον. Καὶ καθάπερ τῆς ροδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν τοι ούτων λόγων ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν φυλαξώμεθα»4. Αὐτή ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν ἀπέναντι στήν ἑλληνική παιδεία, θεμελιωμένη στά ἴδια τά κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης καί ἐνισχυμένη στή συνέχεια ἀπό τούς ᾿Απολογητάς, τούς ᾿Αλεξανδρινούς Θεολόγους καί τούς Καππαδόκες, ἀκολουθήθηκε σταθερά κατόπιν σέ ὅλη τή χιλιόχρονη διάρκεια ζωῆς τοῦ Βυζαντίου μέ μικροδιαφοροποιήσεις ὡς πρός τήν ἀναγκαιότητα σπουδῆς καί μελέτης τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων συγγραφέων, εἰδικά ὅταν αὐτό σχετίζεται μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι γιά τήν σωτηρία καί πνευματική τελείωση τοῦ ἀνθρώπου σέ
προσωπικό ἐπίπεδο δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά σπουδάσει κανείς τήν κοσμική παιδεία, ὅπως φαίνεται ἀπό τό παράδειγμα τῶν ἀγραμμάτων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καί ἑκατοντάδων ἁπλοϊκῶν ἁγίων, πού ἔφθασαν στήν ἁγιότητα χωρίς νά φοιτήσουν σέ σχολεῖα καί πανεπιστήμια. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ἡ παιδεία εἶναι ἄχρηστη καί πρέπει νά ἐξοβελισθεῖ, ἀφοῦ καλύπτει τόσες ἄλλες ἀνάγκες στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, σχετικές μέ τήν διατύπωση καί μορφοποίηση τῆς διδασκαλίας, τήν διαμόρφωση τῆς λατρείας καί τήν ἀπόκρουση τῶν αἱρέσεων5, ἀλλά ἀκόμη καί μέ τήν παιδαγωγική σταδιακή προετοιμασία καί γυμνασία γιά νά ὑψωθεῖ κανείς ἀπό τά ἀτελῆ στά τελειότερα. Δέν ὑπάρχει περίοδος στή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία νά παρατηρεῖται κάποια ἀλλαγή στή στάση αὐτή, ἐκτός βέβαια ἀπό μεμονωμένες ἐξαιρέσεις προσώπων, οἱ ὁποῖες πάντως δέν προσδιόρισαν τήν γενική στάση καί κατεύθυνση6. ῎Ετσι ἡ γραμμή, πού ξεκινάει ἀπό τήν Κ. Διαθήκη, συνεχίζεται τονιζόμενη καί ἐνισχυόμενη ἀπό τούς μεγάλους θεολόγους τοῦ 4ου αἰῶνος. ᾿Ενισχυμένη καί πιό καθαρή ἐξακολουθεῖ καθʼ ὅλους τούς μετέπειτα αἰῶνες. Χωρίς καμμία διακοπή, μέσῳ μάλιστα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, φθάνει μέχρι τόν Μ. Φώτιο, τήν μεγαλύτερη καί ἐπιβλητικώτερη ἐκκλησιαστική προσωπικότητα τοῦ 9ου αἰῶνος, καί μία ἀπό τίς πιό μεγάλες μορφές τοῦ Βυζαντίου στήν χιλιόχρονη παρουσία του.


1. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατά ᾿Ιουλιανοῦ, Στηλιτευτικός 1, 102 ἑ. Βλ. Σχετικῶς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, ῾Επόμενοι τοῖς θείοις πατράσι. ᾿Αρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 80 ἑ.
2. ᾿Ιω. 1, 14. ᾽ Ιουστίνου, Β´ ᾿Απολογία 8, 1. 13.
3. ᾽ Ιουστίνου, Β´ ᾿Απολογία 13, 4-5.
4. Πρός τούς νέους 3.
5. Παρουσιάζοντας π.χ. ὁ Μ. Φώτιος τό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου Χαλκηδόνος ῾Ηρακλειανοῦ, Κατά Μανιχαίων, ἐκτιμᾶ ὅτι, λόγῳ τῆς καλῆς ἐκ μέρους του γνώσεως τῆς φιλοσοφίας καί τῶν ἄλλων μαθημάτων, κατόρθωσε νά ἀνατρέψει τίς φλυαρίες τῶν Μανιχαίων ≪῎Εστι δὲ ὁ ἀνὴρ πνέων καὶ τὴν ἀπὸ φιλοσοφίας ἰσχύν, καὶ τὴν ἀπὸ τῶν ἄλλων μαθημάτων πλουτῶν θεωρίαν, διὸ καὶ τὰ παραλόγως μυθολογηθέντα τῷ Μανιχαίῳ σφοδρότατον ἀνατρέπει, ἐξ αὐτῆς τῆς τῶν ὄντων θεωρίας τὴν περὶ τοῦ ῎Οντος αὐτῷ μεμυθολογημένην ἀπελέγχων φλυαρίαν≫. Βιβλιοθήκη πε´, PG 103, 288 – 89.
6. Πολύ καλή εἰκόνα τῆς στάσεως τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπέναντι στήν θύραθεν σοφία δίνει πρόσφατη μελέτη τοῦ Γ. Θεοδωρούδη, Θεία καί ἀνθρώπινη σοφία κατά τήν πατερικήν παράδοσιν τῆς ᾿Ορθο δόξου ᾿Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1998.


2. ᾿Εντυπωσιακή ἡ βιβλιογραφία καί ἡ ἔρευνα γιά τόν Φώτιο
῾Η βιβλιογραφία γύρω ἀπό τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι τεράστια, μολονότι, ὅπως σωστά ἔχει ἐπισημανθῇ ἀπουσιάζει μία μονογραφία, ἡ ὁποία, ἀφοῦ ἀξιοποιήσει τά εἰδικώτερα πορίσματα καί ἐντοπίσει τίς ὑπερβολές καί τίς ἐλλείψεις, θά συνθέσει στήν συνέχεια τίς πληροφορίες καί τίς κρίσεις γύρω ἀπό τά προσωπογραφικά καί θεωρητικά θέματα καί προβλήματα. ᾿Αξίζει ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση χιλίων ἑκατό ἐτῶν ἀπό τόν θάνατο τοῦ Μ. Φωτίου (891 –1991) συνεκλήθησαν ἀξιόλογα συνέδρια καί ἐξεδόθησαν συλλογικοί ἐπετειακοί τόμοι, πού καλύπτουν πλῆθος πλευρῶν τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου του. Μνημονεύομε ἐνδεικτικῶς τό συνέδριο τοῦ Κέντρου Βυζαντινῶν ᾿Ερευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μέ θέμα «Μνήμη ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Μεγάλου Φωτίου, ᾿Αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως» (14 – 17 ᾿Οκτωβρίου 1993)7, ὡς καί τό συνέδριο τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης μέ θέμα «Μέγας Φώτιος» (14 – 17 Νοεμβρίου 1994)8, τῶν ὁποίων ἤδη ἔχουν ἐκδοθῆ τά Πρακτικά. Δέν πρέπει νά παραλείψουμε καί τόν πολύ καλό ἐπετειακό τόμο μέ συμβολές ἀξιολόγων ἐρευνητῶν, πού ἑτοίμασε ὁ μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος Φούγιας καί πού καλύπτει τήν ὕλη τοῦ δεκάτου τόμου τῆς σειρᾶς «᾿Εκκλησία καί Θεολογία»9. Πολλά λοιπόν θέματα ἔχουν μελετηθῆ, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν βιβλιογραφία10. ᾿Ακόμη καί τό θέμα τῆς παιδείας τοῦ Φωτίου καί τῶν περί παιδείας ἀπόψεών του ἔχει σχεδόν καλυφθῆ μέ τίς μελέτες τῶν Β. Τατάκη καί ᾿Ιω. ᾿Αναστασίου, πού ἐδημοσιεύθησαν στόν τόμο «Κυρίλλῳ καί Μεθοδίῳ τόμος ἑόρτιος ἐπί τῇ χιλιοστῇ καί ἑκατοστῇ ἐτηρίδι», ὁ ὁποῖος ἐξεδόθη μέσα στά πλαίσια τῶν ἑορτασμῶν πού ἔλαβαν χώρα στή Θεσσαλονίκη γιά τή συμπλήρωση χιλίων ἑκατό ἐτῶν (866 – 1996) ἀπό τήν ἔναρξη τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου στή Μοραβία τῶν ῾Αγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, μαθητῶν καί συνεργατῶν τοῦ Μ. Φωτίου στό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς11. Δέν πρόκειται λοιπόν νά ἐπαναλάβουμε τά ἴδια παραθέτοντας πληροφορίες γιά τήν καταπληκτική πράγματι στήν πολυμέρειά της παιδεία τοῦ Μ. Φωτίου, πού ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους, ὡς καί γιά τό πολυσχιδές διδακτικό του ἔργο. Θά ἐπιμείνουμε σέ ὁρισμένα μόνο σημεῖα πού δημιουργοῦν σύγχυση καί ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις. Τό πρῶτο ἀπό αὐτά εἶναι ὅτι δῆθεν ὁ Φώτιος ἀποτελεῖ κάτι ξεχωριστό στήν ἀντιμετώπιση τῆς θύραθεν παιδείας, ἡ ὁποία εἶχε διακοπῆ ἐπί τρεῖς αἰῶνες, ἀπό τόν 5ο μέχρι τόν 8ο αἰῶνα, καί ἐπαναρχίζει μέ τόν Φώτιο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔτσι θεωρεῖται πρόδρομος τῶν μετέπειτα κινήσεων τῆς ᾿Αναγεννήσεως καί τοῦ Οὑμανισμοῦ, πού ἔστρεψαν τό ἐνδιαφέρον τους πρός τήν ἑλληνορωμαϊκή ἀρχαιότητα καί ἀντιμετώπισαν μέ ἐπιφυλάξεις μέχρι ἀπορρίψεως τόν χριστιανικό μεσαίωνα, ὡς ἐποχή σκότους καί βαρβαρότητος. Πολλοί βυζαντινολόγοι αὐτῆς τῆς τάσεως ὀνομάζουν τά πολιτιστικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐποχῆς Φωτίου «πρώτη ἀναγέννηση»«πρῶτο Οὑμανισμό»12. Τό δεύτερο στοιχεῖο, συναφές μέ τό πρῶτο, ἀναφέρεται στήν ὀνομασία τοῦ Φωτίου, ὡς ἀνθρωπιστοῦ, καί μάλιστα ὡς μεγάλου ἀνθρωπιστοῦ, ὅπως εἶναι καί ὁ τίτλος τῆς μελέτης τοῦ Β. Τατάκη. Εἶναι πράγματι ὁ Φώτιος ἕνας ἀνθρωπιστής τοῦ τύπου τῶν λογίων τῆς ᾿Αναγεννήσεως, ἀδιάφορος καί πολλές φορές ἐχθρικός πρός τήν ᾿Εκκλησία, ὀρθολογιστής καί λογοκράτης, ἤ εἶναι πιστό ἀντίγραφο τῶν μεγάλων ῾Αγίων καί Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, τούς ὁποίους θαυμάζει καί ἐξαίρει, ἐνῶ ἀντίθετα ἐπικρίνει πολλάκις τούς ἀρχαίους σοφούς γιά τίς πλάνες τους ἤ χριστιανούς
λογίους τοῦ τύπου τῶν Οὑμανιστῶν γιά τίς αἱρετικές διδασκαλίες τους; Προστίθενται κατόπιν ἐνδεικτικῶς ἀπό τήν διδασκαλία του μερικές θέσεις περί παιδείας καί ἀγωγῆς, πού τόν ἀποξενώνουν ἀπό τήν ἀρχαιολατρία τοῦ Οὑμανισμοῦ, καί τόν ἐντάσσουν στήν χορεία τῶν Πατέρων καί ῾Αγίων τῆς ᾿Εκκλησίας, μέ τίς θεμιτές βέβαια καί ἀναγκαῖες διαφοροποιήσεις λόγῳ προσώπου καί ἐποχῆς.

3. ῾Η «ἀνθρωπιστική» παιδεία τοῦ Φωτίου καί οἱ σκοτεινοί αἰῶνες
῾Η ἄποψη περί σκοτεινοῦ Μεσαίωνος, διατυπωμένη ἀπό δυτικούς ἐρευνητάς γιά τόν δυτικό μεσαίωνα, ἐν μέρει δικαιολογημένη, ἐπεκτάθηκε καί εἰς τήν ᾿Ανατολή καί περιέλαβε καί τό Βυζάντιο, ὅπου ὅμως οὐδέποτε ἔπαυσε ἡ ἑλληνική παιδεία ὑπό τήν χριστιανική της πλέον διάσταση νά ἐξανθρω πίζει καί νά ἐκπολιτίζει τούς ἀνθρώπους. Δέν ἔσβησαν ποτέ ὁ πολιτισμός καί ἡ παιδεία ἐδῶ, ὥστε νά χρειάζονται ἀναγέννηση. Αὐτή ὅμως ἡ ἀρνητική ἄποψη πέρασε ἄκριτα ἀπό τήν δυτική ἱστοριογραφία καί ἔρευνα καί στήν ἀνατολική. ᾿Εκπλήσσεται κανείς ὅταν διαβάζει π.χ. τόν κριτικώτατο καί πολυγραφώτατο ἱστορικό τῆς ᾿Εκκλησίας, τόν ᾿Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, νά γράφει ὅτι «μετά πνευματικήν νέκρωσιν καί στασιμότητα ἐν Βυζαντίῳ δύο περίπου αἰώνων ἐπέρχεται αἴφνης ἀναγέννησις τῶν γραμμάτων, ἧς τόν φαεινότατον πυρσόν ἐκράτησεν ὁ Φώτιος, διά τῆς μεγάλης αὐτοῦ διανοίας φωτίσας τόν κόσμον τόν ἑλληνικόν»13. ῾Ο γνωστός ἱστορικός A. Toynbee συγκαταλέγει τόν Φώτιο μεταξύ τῶν λογίων οἱ ὁποῖοι ἀντιμετώπισαν προβλήματα, γιατί στράφηκαν στή μελέτη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ποιά σχέση ἔχει ὅμως ἡ ἀρχαιογνωσία καί ἡ παιδεία τοῦ Φωτίου, πού ἀκολουθεῖ σʼ αὐτό τήν ἐκλεκτή καί κριτική στάση τοῦ Μ. Βασιλείου καί τῶν ἄλλων Πατέρων, μέσα σέ καθαρῶς ἐκκλησιαστικά πλαίσια, μέ τήν ἀρχαιολατρία ἄλλων λογίων, οἱ ὁποῖοι εἴτε στράφηκαν καθʼ ὁλοκληρίαν στόν παγανισμό, εἴτε ἀκροβατοῦσαν μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί εἰδωλολατρίας. Γράφει ὁ Toynbee ἐντελῶς ἐσφαλμένα· «῾Ο Φώτιος τόν 9ο αἰ., ὁ Μιχαήλ Ψελλός καί ὁ ᾿Ιωάννης ᾿Ιταλός τόν 11ο αἰ. καί ὁ Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τόν 15ο αἰ., ὁ καθένας μέ τή σειρά του, ἀντιμετώπισαν προβλήματα σέ αὐτό τό ἐγχείρημα»14. ῾Ο ἴδιος γράφει ὅτι ἐπί 300 περίπου χρόνια ἡ παιδεία εἶχε ἐκλείψει στό Βυζάντιο καί ἀναδύθηκε ξανά τήν ἐποχή τοῦ Φωτίου, γιατί οἱ μοναχοί τήν ἔθεσαν προσωρινά ἐκτός μάχης, ἀπό τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος15. Δέν θά σχολιάσουμε ἐδῶ τήν ἄλλη παραδοξολογία τοῦ Toynbee πώς τάχα ἡ ἑλληνική παιδεία εἶχε καταντήσει ἕνας ἐφιάλτης γιά τούς Βυζαντινούς ῞Ελληνες, γιατί τό γόητρο τῆς φιλολογικῆς τους κληρονομιᾶς τούς ἀνάγκασε νά γράφουν σέ μία νεκρή γλώσσα καί τούς ἀποθάρρυνε νά δημιουργήσουν λογοτεχνική ἀναγέννηση μέ τή χρήση τῆς ζωντανῆς ὁμιλουμένης γλώσσας16. Θά ἀρκεσθοῦμε ἐδῶ νά ἀντιπαραθέσουμε ὅσα ὁ Καθηγητής Β. Τατάκης λέγει στήν μνημονευθεῖσα μελέτη του σέ ὅσα περί διακοπῆς τῆς παιδείας καί τῶν σκοτεινῶν αἰώνων λέγονται: «῾Η πλού σια αὐτή ἀκτινοβολία (τόν 9ο αἰῶνα) μαρτυρεῖ φυσικά ὅτι τό Βυζάντιο βρίσκεται τότε σέ πολιτιστική ἄνθηση καί ὅτι τήν ἄνθηση αὐτή τήν ἀναγνωρίζουν καί οἱ ἄλλοι λαοί καί γιʼ αὐτό ἀποζητοῦν τό φῶς της. Μαρτυροῦν ὅμως καί κάτι ἄλλο, πού δέν τό ἔχομε προσέξει ἀρκετά. ῾Η πνευματική ἄνθηση δέν εἶναι ἕνα αἰφνιδιαστικό γεγονός. Προϋποθέτει προηγούμενη συνεχῆ πορεία, πού καταλήγει σʼ αὐτήν. Τά λέγω αὐτά, γιατί προσωπικά δέν κατάλαβα ποτέ πῶς μιλοῦν γιά σκοτεινούς αἰῶνες στό Βυζάντιο, καί χαρακτηρίζουν σκοτεινούς τόν 7ο καί 8ο αἰῶνα. Τόν 7ο αἰῶνα πού παρουσίασε μορφές ὅπως τόν Μάξιμο τόν ῾Ομολογητή, τόν Πατριάρχη Σέργιο καί τόν ᾿Αναστάσιο τόν Σιναΐτη· τόν 8ο αἰῶνα πού παρουσίασε τόν ῞Αγιο Γερμανό, τόν ᾿Ιωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, τόν Θεόδωρο Στουδίτη καί τό τόσο πλούσιο σέ περιεχόμενο καί πολύπλευρο κίνημα πού ἄξονά του εἶχε τήν λατρεία τῶν εἰκόνων»17. Στήν μνημονευθεῖσα ἐπίσης μελέτη τοῦ ᾿Ιω. ᾿Αναστασίου γιά τήν παιδεία στό Βυζάντιο τόν θ´ αἰῶνα, παρέχονται πολλές μαρτυρίες ἀπό ἁγιολογικά καί ἄλλα κείμενα περί τοῦ ὅτι κατά τούς θεωρουμένους σκοτεινούς αἰῶνες λειτουργοῦ σαν στήν Κωνσταντινούπολη καί ἀλλοῦ ἀνώτατες σχολές, τῶν ὁποίων οἱ καθηγηταί καί ἐγνώριζαν καί
ἐδίδασκαν «ἅπασαν τήν γνῶσιν τῆς τε θύραθεν καί τῆς καθʼ ἡμᾶς φιλοσοφίας». ᾿Αρκεῖ νά μνημονευθεῖ τό παράδειγμα τοῦ διδασκάλου τῶν ἁγίων ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ καί Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐξεμυστηρεύθη μέ παράπονο στόν πατέρα τους, στή Δαμασκό, ὅπου εἶχε ὁδηγηθῆ αἰχμάλωτος τό 710, ὅτι στήν Κωνσταντινούπολη, κοντά σέ ἐλλογίμους καί σοφούς διδασκάλους, εἶχε μάθει ὅλες τίς ἐπιστῆμες, ἀκόμη δέ καί τήν φιλοσοφίαν «οὐ μόνον τήν καθʼ ἡμᾶς καί φιλόθεον, ἀλλʼ ἥν καί θύραθεν σοφοί διετάξαντο». Δέν παρέλειψε νά σπουδάσει καί θεολογίαν «ἥν τε παῖδες ῾Ελλήνων παρέδωκαν καί ἥν οἱ καθʼ ἡμᾶς θεολόγοι διεσάφησαν ἀπλανέστατα»18. Παρεπονεῖτο, γιατί αὐτά πού ἐγνώριζε δέν ἠμποροῦσε νά τά μεταδώσει ὡς αἰχμάλωτος πού ἦτο· ἀπελευθερωθείς ὅμως, ἔπλασε καί ἐδημιούργησε τόν μεγάλο φιλόσοφο, θεολόγο καί ὑμνογράφο ᾿Ιωάννη Δαμασκηνό καί τόν παραγωγικώτατο ἐπίσης ὑμνογράφο Κοσμᾶ, θετό ἀδελφό τοῦ ᾿Ιωάννη. Κατά τήν εἰκονομαχική περίοδο ἐξακολούθησε ἡ κατάσταση τῆς παιδείας στό Βυζάντιο νά εἶναι πολύ καλή. Αὐτό μάλιστα φαίνεται κατά τήν τελευταία φάση της, ἐπί Αὐτοκράτορος Θεοφίλου, ὁ ὁποῖος συνεκέντρωσε γύρω του καί ἐνεθάρρυνε μεγάλες μορφές λογίων τοῦ 9ου αἰῶνος, τόν ᾿Ιωάννη Γραμματικό καί τόν Λέοντα φιλόσοφο καί μαθηματικό, πού ὑπῆρξε
καί διδάσκαλος τοῦ Φωτίου. ῎Ας σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι δέν πρέπει νά τίθεται διαζευκτικά τό θέμα περί τοῦ ἄν ὁ Φώτιος εἶχε διδασκάλους ἤ ἦταν αὐτοδίδακτος, ἀλλά προσθετικά. Εἶχε διδασκάλους καί ἐφοίτησε σέ σχολεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά συγχρόνως λόγῳ τῆς μεγάλης του εὐφυΐας καί τῆς συνεχοῦς μελέτης βιβλίων, τά ὁποῖα ποτέ δέν ἀπεχωρίζετο, καταρτίσθηκε μόνος του καί ξεπέρασε καί τούς διδασκάλους του. Αὐτό ἐπισημαίνεται ἐδῶ, διότι τό αὐτοδίδακτο τοῦ Φωτίου συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς ἀπόψεως ὅτι δῆθεν εἶχαν ἐκλείψει οἱ διδάσκαλοι, λόγῳ παρακμῆς, καί ὁ αὐτοδίδακτος Φώτιος προκαλεῖ τήν ἀναγέννηση. Κατά τήν εἰκονομαχική πάντως περίοδο ἡ παιδεία μεταρρυθμίζεται ὡς πρός ἕνα βασικό σημεῖο, τοῦ ὁποίου τίς συνέπειες ἀκόμη καί στή στάση τοῦ Φωτίου δέν ἔχομε ἀξιολογήσει ἐπαρκῶς. ῾Η ἀλλαγή ἔγκειται εἰς τό ὅτι ὁ Λέων Γ´ ῎Ισαυρος, ἐπειδή δέν κατάφερε νά πείσει τούς Καθηγητάς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Διδασκαλείου, πού
ἦσαν στή πλειονότητά τους μοναχοί, νά συμφωνήσουν μέ τίς εἰκονομαχικές του θέσεις, ἔκλεισε τό Διδασκαλεῖο καί ἀπέλυσε τούς διδασκάλους. Προχώρησε ὅμως στή δημιουργία ἄλλης ἀνωτάτης σχολῆς, χωρίς ὅμως τώρα ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα, μέ ἐκκοσμικευμένη δηλαδή μορφή, ὅπου τά θεολογικά μαθήματα ἐξοβελίσθηκαν ἀπό τήν κρατική παιδεία καί διδάσκονταν ξεχωριστά σέ ἀντίστοιχο ἐκκλησιαστικό ἵδρυμα καί στά μοναστηριακά σχολεῖα19. Αὐτή ἡ ἀποεκκλησιαστικοποίηση τῆς παιδείας ἀπό τούς εἰκονομάχους, λόγῳ τῆς ἀντιπαθείας τους πρός τούς εἰκονοφίλους μοναχούς καί πρός ἀποτροπήν τῆς ἐπιρροῆς των ἐπί τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου ἀποτελεῖ «ἀνθρωπιστική» κίνηση, παρόμοια πρός αὐτήν τῆς ᾿Αναγεννήσεως. Εἶναι μάλιστα πολύ πιθανόν ὅτι ἐνισχύθηκε ἀπό τούς εἰκονομάχους ἡ στροφή πρός τόν κλασικισμό καί τήν ἀρχαιολατρία, ἐντός τῶν ὁποίων ἀνατράφηκε ὁ Μ. Φώτιος καί ηὔξησε τήν ἀρχαιομάθειά του, λόγῳ τῶν φυσικῶν προσόντων καί τῆς καλῆς οἰκογενειακῆς του καταστάσεως. Τό σημαντικό ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ νεαρός Φώτιος, τοῦ ὁποίου συγγενικά πρόσωπα εἶχαν βασανισθῆ ἀπό τούς εἰκονομάχους ὡς εἰκονόφιλα, καί τοῦ ὁποίου ἐπίσης τά αἰσθήματα ἦσαν ὑπέρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀπό νεαρᾶς δέ ἡλικίας ἐπιθυμοῦσε καί ὁ ἴδιος νά γίνει μοναχός, ὅταν ἔπαυσε πλέον ἡ εἰκονομαχία ἀπό τό 843, καί ὁ ἴδιος ἀνέλαβε σημαντικό ρόλο στήν χάραξη τῆς νέας ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς, δέν ἐνισχύει τήν «ἀνθρωπιστική» κίνηση τῶν εἰκονομάχων, ἀλλά ἐπαναφέρει στήν παιδεία τόν ἐκκλησιαστικό της χαρακτήρα, καθιστᾶ τήν παιδεία καί πάλιν εὐσεβῆ καί ἱεράν. Καί μόνο τό ἔργο του «Μυριόβιβλος ἤ Βιβλιοθήκη», ὅπου ἀντικατοπτρίζεται τό διδακτικό του πρόγραμμα, πού περιελάμβανε ἐξ ἴσου θύραθεν καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπου φιλολογία, φιλοσοφία, θεολογία, ρητορική διδάσκονται ἑνιαῖα στό ἴδιο σχολεῖο, ἀπό τόν ἴδιο διδάσκαλο, στούς ἴδιους μαθητάς, δείχνει ὅτι ὁ Φώτιος δέν εἶναι καθόλου «ἀνθρωπιστής» τοῦ τύπου τῶν λογίων τῆς ᾿Αναγεννήσεως, καί οὔτε μπορεῖ οὔτε πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς πρόδρομός τους, ἀφοῦ διακόπτει τό «ἀνθρωπιστικό» πείραμα τῶν εἰκονομάχων καί συνδέει τήν παιδεία μέ τήν ᾿Εκκλησία, τήν θύραθεν σοφία μέ τήν θεία σοφία. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἀλλά καί γιά τούς λόγους πού θά ἐκτεθοῦν στήν συνέχεια, δέν ἔχει δίκαιο ὁ Β. Τατάκης νά χαρακτηρίζει τόν Φώτιο ὡς μεγάλο ἀνθρωπιστή καί νά πιστεύει ὅτι μέ τόν Φώτιο ἐγκαινιάζεται μιά νέα ἀνθρωπιστική στάση μέ τρόπο σαφῆ γιά πρώτη φορά στό Βυζάντιο πού περιέχει τά κύρια στοιχεῖα τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ πνεύματος τῶν κατόπιν βυζαντινῶν αἰώνων καί τῶν νεωτέρων χρόνων. Δέν ἐγκαινιάζεται μέ τόν Φώτιο τίποτε καινούργιο. ᾿Επανέρχεται ἡ παιδεία στήν ἐκκλησιαστική της τροχιά ἀπό τήν ὁποία τήν ἐξέτρεψαν προσωρινά οἱ εἰκονομάχοι καί ὁριστικά οἱ Οὑμανισταί καί οἱ Διαφωτισταί στά νεώτερα χρόνια. Καί οἱ ἄλλες μάλιστα σημαντικές πλευρές τῆς ἐκκλησιαστικῆς δράσεως τοῦ Μ. Φωτίου, ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ καί ὡς θεολόγου, προσδίδουν καθαρά ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα στό ἔργο του καί τόν ἀπομακρύνουν πολύ ἀπό ἀναγεννησιακές οὑμανιστικές τάσεις. Σχεδιάζει καί ὀργανώνει τό τεράστιο ἱεραποστολικό πρόγραμμα τῆς μεταδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ στούς Σλάβους μέ τή βοήθεια μοναχῶν καί στήν ὥριμη μορφή τῆς λατρείας, τῆς τέχνης τῆς γραμματείας, ὅπως αὐτά εἶχαν διαμορφωθῆ μετά τήν εἰκονομαχία. Μεταφράζονται στή σλαβική ἡ ῾Αγία Γραφή, λειτουργικά καί πατερικά κείμενα καί ἀποστέλλονται ἀρχιτέκτονες καί ζωγράφοι, γιά νά κτίσουν ναούς καί νά τούς διακοσμήσουν μέ εἰκόνες. Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτά μέ ἀνθρωπιστικές τάσεις καί μέ λογίους τύπου Ψελλοῦ, ᾿Ιταλοῦ καί Πλήθωνος; Στό χῶρο μάλιστα τῆς Θεολογίας ἀποδύεται σέ κληρό ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δυτικῶν καινοτομιῶν, τῆς προσθήκης τοῦ filioque στό σύμβολο τῆς πίστεως, τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί ἄλλων. ᾿Εάν εἶχε καί ἐλάχιστες ἀνθρωπιστικές τάσεις καί κλίσεις, θά κρατοῦσε ἀποστάσεις ἀπό τά καθαρῶς ἐκκλησιαστικά καί δογματικά θέματα, ὅπως ἐκράτησαν ἀποστάσεις σχεδόν ὅλοι οἱ βυζαντινοί λόγιοι τῆς ᾿Αναγεννήσεως μέ πρωτεργάτη τόν Βησσαρίωνα, ὁ ὁποῖος τόσο λίγο ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ᾿Ορθοδοξία καί τή διδασκαλία της, ὥστε προσχώρησε στόν Παπισμό καί ἔγινε Οὐνίτης. ῞Ενα ἄλλο ἐπίσης σημαντικό ἀντιουμανιστικό στοιχεῖο ἀπό τήν ζωή καί δράση τοῦ Φωτίου, τό ὁποῖο μάλιστα χρειάζεται ἰδιαίτερη ἔρευνα καί προβολή, εἶναι ἡ ἀγάπη του γιά τόν Μοναχισμό καί ἡ φροντίδα κατά τήν διάρκεια τῶν δύο πατριαρχιῶν του νά κτισθοῦν ἤ νά ἀνακαινισθοῦν δεκάδες μοναστηριῶν. Μία πρώτη εἰκόνα γιʼ αὐτήν του τήν δραστηριότητα μᾶς δίνει ὁ Σ. ᾿Αριστάρχης στήν εἰσαγωγή τῆς ἐκδόσεως τῶν λόγων καί ὁμιλιῶν τοῦ Φωτίου20.


7. Μνήμη ῾Αγίων Γρηγορίου Θεολόγου καί Μεγάλου Φωτίου, ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως, Πρακτικά ᾿Επιστημονικοῦ Συμποσίου (14 – 17 ᾿Οκτωβρίου), Θεσσαλονίκη 1994.
8. Πρακτικά ΙΕ´ Θεολογικοῦ Συνεδρίου «Μέγας Φώτιος», Θεσσαλονίκη 1995.
9. ᾿Εκκλησία καί Θεολογία 10 (1989 – 1991).
10. Πολύ καλή, σχεδόν πλήρη βιβλιογραφία, περί τοῦ Φωτίου εὑρίσκει κανείς εἰς τό τέλος τῆς μελέτης τοῦ μητροπολίτου Πισιδίας Μεθοδίου Φούγια, «Εἰσαγωγή εἰς τόν Μέγαν Φώτιον», ἐν ᾿Εκκλησίᾳ καί Θεολογίᾳ 10 (1989- 1991). ῾Ολοκληρωμένη ἐπίσης βιβλιογραφία κατήρτισε κατά χρονολογική τάξη, ἀπό τό 1561 μέχρι τό 1990, ὁ πρωτοπρεσβύτερος καθηγητής Γεώργιος Δράγας, «Towards a complete Bibliographia Photiana in chronological progression with an index to authors», ἐν ᾿Εκκλησίᾳ καί Θεολογίᾳ 10 (1989 – 1991) 531 – 669. ῾Η ἴδια βιβλιογραφία τοῦ π. Γεωργίου Δράγα προτάσσεται καί στήν ἑλληνική ἔκδοση τῆς ῾Ελληνικῆς Πατρολογίας τοῦ ἀββᾶ Μigne, πού
ἑτοιμάζει ὁ π. ᾿Ιωάννης Διώτης, PG 101, ρκγ´ – σλψ´.
11. ᾽ Ιω. ᾽ Αναστασίου, «῾Η κατάστασις τῆς παιδείας εἰς τό Βυζάντιον κατά τήν διάρκειαν τοῦ θ´ αἰῶνος», ἐν Κυρίλλῳ καί Μεθοδίῳ τόμος ἑόρτιος ἐπί τῇ χιλιοστῇ καί ἑκατοστῇ ἐτηρίδι, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1966, 28 – 77. Β. Τατάκη, «Φώτιος ὁ μεγάλος ἀνθρωπιστής», αὐτόθι 80 – 111. Τήν ἴδια μελέτη ἐδημοσίευσε Β. Τατάκης καί στό ἔργο του Μελετήματα Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, ᾿Αθῆναι 1967, σελ. 102 – 142.
12. Βλ. π.χ. P. Lemerle, ῾Ο πρῶτος Βυζαντινός Οὑμανισμός. Σημειώσεις καί παρατηρήσεις γιά τήν ἐκπαίδευση καί τήν παιδεία στό Βυζάντιο ἀπό τίς ἀρχές ὡς τόν 10ο αἰώνα, Μετάφραση Μαρίας ΝυσταζοπούλουΠελεκίδου, Μορφωτικό ῞Ιδρυμα ᾿Εθνικῆς Τραπέζης, ᾿Αθήνα 1981.
13. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Περί τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ Μεγάλου Φωτίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ᾿Αθῆναι 1912, σελ.9. Τά ἴδια λέγει καί Κ. Κρουμβάχερ, ῾Ιστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, Μετάφραση Γ. Σωτηριάδου, τόμ. 1, ᾿Αθῆναι 1964, σελ. 183, 217.
14. A. Toynbee, Οἱ ῞Ελληνες καί οἱ κληρονομίες τους, ᾿Αθῆνα 1992, σελ. 116, 411.
15. Αὐτόθι, σελ. 116, 137 – 138.
16. Αὐτόθι, σελ. 168 – 185.
17. ῎Ενθ’ ἀνωτ. (Κυρίλλῳ καί Μεθοδίῳ), σελ. 82.
18. ῎Ενθ’ ἀν., σελ. 38ἑ. Βίος ᾿Ιωάννου Δαμασκηνοῦ, PG 94, 441 – 444.
19. ᾽ Ιω. ᾽ Αναστασίου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 40 – 50.
20. Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Φωτίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγοι καί ῾Ομιλίαι ὀγδοήκοντα τρεῖς, ἐκδίδοντος Σ. ᾿Αριστάρχου, Κωνσταντινούπολις 1900 τόμ. 1, σελ. ια´, ψα´, ριβ´.__



4. ῾Η καθʼ ἡμᾶς καί ἡ θύραθεν παιδεία.
Περισσότερο ὅμως ὅλων αὐτῶν, τά ἴδια τά κείμενα τοῦ Φωτίου μᾶς
διαφωτίζουν περί τοῦ ὅτι ἀκολουθεῖ ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστική γραμμή στό θέμα τῆς παιδείας. Συνιστᾶ τήν σπουδή τῆς θύραθεν παιδείας, δίδει ὅμως τό προβάδισμα εἰς τήν «καθʼ ἡμᾶς». Στά «᾿Αμφιλόχια», ἀφοῦ διαπιστώσει ὅτι δέν πρέπει νά ἀσχολεῖται κανείς μόνομέ ἐκστρατεῖες καί σωματικούς πόνους, συνιστᾶ ἐνασχόληση μέ τά «καλά μαθήματα», προφανῶς τά κλασικά συγγράμματα, ἀλλά καί μέ τά χριστιανικά μαθήματα τά ὁποῖα ὑπερέχουν τῶν πρώτων, ὅσο ὑπερέχουν οἱ ἐλεύθεροι ἀπό τούς δούλους, καί ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν κολακεία. ῾Η ἀληθινή εὐδαιμονία ἀποκτᾶται μόνο μέ τήν σπουδή καί ἐφαρμογή τῶν θείων λόγων· «ἀλλὰ καὶ ταῖς ἡ μετέραις εὐγενέσι μούσαις, αἳ τῶν ῾Ελληνίδων τοσοῦτον διαφέρουσιν, ὅσον ἐλεύθεραι φύσεις δούλων ἠθῶν καὶ κολακείας ἀλήθεια... Τὴν δʼ ἀληθῆ καὶ θείαν εὐδαιμονίαν καὶ ἀνθρώπῳ πρέπουσαν... ἐκ μόνων ἔστιν τῶν θείων Λογίων καὶ τῆς ἐκεῖθεν γεωργίας ἀμήσασθαι»21. Στό ἴδιο ἔργο, ἀπαντᾶ στήν ἐρώτηση πῶς κατόρθωσαν οἱ ἀγράμματοι ἀπόστολοι νά νικήσουν τούς ρήτορες· λέγει ὅτι, ὅπως ὁ νοῦς εἶναι ἀνώτερος τῶν γραμμάτων, ἔτσι καί ἡ θεία Χάρις εἶναι ἀνώτερη ἀπό τόν νοῦ. ᾿Επειδή λοιπόν οἱ ἀπόστολοι εἶχαν τό μέγιστο, κατενίκησαν αὐτούς πού ἐκαυχῶντο γιά τό ἐλάχιστο, γιά τόν νοῦ, τούς ρήτορες δηλαδή καί τούς φιλοσόφους «Εἰ νοῦς μὲν γραμμάτων, νοῦ δὲ ἡ θεία χάρις ἀσυγ κρίτῳ μέτρῳ πλεονεκτεῖ, μη δὲν θαυμάζῃς, εἰ οἱ ἀπόστολοι, τὸ πλέον καὶ μέγιστον λαβόντες, τῶν ἐπὶ τῷ ἐλαχίστῳ μέγα φρονησάντων, ρητόρων, λέγω, καὶ φιλοσόφων, κατὰ κράτος περιεγένοντο»22. ῾Η χρήση ἐκ μέρους τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου θύραθεν ἐπιγραμμάτων, ὅπως συνέβη στήν ᾿Αθήνα μέ τόν βωμό στόν ἄγνωστο θεό, δέν σημαίνει ὅτι ὁ ᾿Απόστολος ἐγκαταλείπει τήν βασική του θέση, ὅτι πρέπει ἐπί πνευματικῶν μόνο λόγων νά οἰκοδομοῦμε τήν ἀλήθεια, «πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες», αὐτός μάλιστα πού «καὶ αὐτὴν τὴν Μωσαϊκὴν φιλοσοφίαν, πρὸς τὴν ὑπερέχουσαν τοῦ Χριστοῦ σοφίαν» σκύβαλα ὀνόμαζε. Θά ἦταν ὄντως ἀνάξιο τοῦ Παύλου καί τῆς θεϊκῆς του ἐμπνεύσεως «ἐκ μύθων συγκροτεῖν τὴν ἀλήθειαν». ῾Απλῶς συγκαταβαίνει πρός τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῶν ᾿Αθηναίων, πού λόγῳ πνευματικῆς νηπιότητος δέν μποροῦσαν νά δοῦν ἀμέσως τήν ἀλήθεια, καί παιδαγωγικά τούς προετοιμάζει ὥστε στό νοῦ τους
νά λάμψει ἡ αἴγλη της23. Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ στάση του ἀπέναντι τῶν ἁγίων Πατέρων ἀφʼ ἑνός καί τῶν αἱρετικῶν ἀφʼ ἑτέρου, δεῖγμα γνησίου καί ἀκραιφνοῦς ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ἀνεπιθολώτου ἀπό τήν δῆθεν εὐρύτητα τῶν ἀνθρωπιστῶν τῆς ᾿Αναγεννήσεως, ἀπό τήν ἐποχή τῆς ὁποίας ἄρχισε ἡ κατεδάφιση τῶν δογμάτων καί μαζύ μέ τήν κυριαρχία τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἡ αὔξηση τοῦ ὑποκειμενισμοῦ καί τῶν αἱρέσεων. ῎Ηδη στήν ἀρχή ἐλέχθη ὅτι θαυμάζει τόν Μ. ᾿Αθανάσιο καί τόν Μ. Βασίλειο, οἱ ὁποῖοι ἐνίσχυσαν τούς δεσμούς τῆς παιδείας μέ τήν ἀρετή καί τήν εὐσέβειαν. Γιά τόν πρῶτο γράφει· «Τὴν μὲν φράσιν σαφὴς τέ ἐστιν, ὡς καὶ ἐν πᾶσι, καὶ ἀπέριττος καὶ ἀφελής, δριμὺς δὲ καὶ βαθὺς καὶ λίαν τοῖς ἐπιχειρήμασιν εὔτονος. Καὶ τὸ γόνιμον δὲ αὐτοῖς ἡλίκον ὅσον καὶ θαυμάσιον. Λογικαῖς τε μεθόδοις οὔτε γυμνῶς καὶ ἀπὸ τῶν ἐκεῖθεν λέξεων, ὥσπερ οἱ παῖδες καὶ ἀρτιμαθεῖς μειρακιώδη φιλοτιμίαν ἐπιδεικνύμενοι πράττουσιν, ἀλλʼ ἐμφιλοσόφως τε καὶ μεγαλοπρεπῶς καὶ ταῖς ἐννοίαις μόναις, καὶ ταύταις διεσχηματισμέναις, ἀποκέχρηται, Γραφικαῖς τε μαρτυρίαις καὶ ἀποδείξεσιν εἰς τὸ καρτερὸν κατοχυρώνων. Καὶ ἁπλῶς ἀρκεῖ τὸ βιβλίον τοῦτο κατὰ πάσης ᾿Αρειανῆς παρατάξεως. Καὶ εἴ τις τὸν Θεολόγον Γρηγόριον καὶ τὸν θεῖον Βασίλειον ἐκ ταύτης ὥσπερ ἀπὸ πηγῆς ἀρυσαμένους φαίη τῆς βίβλου τοὺς καλοὺς ἐκείνους καὶ διειδεῖς τῶν οἰκείων λόγων κατὰ τῆς πλάνης ρεῦσαι ποταμοὺς οὐκ ἄν, οἶμαι, σφαλείη τοῦ παραδείγματος»24. Στήν γνώμη του γιά τόν Μ. Βασίλειο, πού στή συνέχεια παραθέτομε, ἀξιοπαρατήρητη εἶναι ἡ ἐκτίμηση ὅτι εἶναι τόσο καλά δομημένος ὁ λόγος τοῦ Καππαδόκου πατρός σέ πειστικότητα, καθαρότητα νοημάτων καί λέξεων, λαμπρό καί ρέοντα λόγο, ὥστε δέν ὑστερεῖ σέ τίποτε, οὔτε ἔρχεται δεύτερος σέ σχέση μέ προηγουμένους συγγραφεῖς. Δέν χρειάζεται νά μελετήσει κανείς οὔτε τόν Πλάτωνα, οὔτε τόν Δημοσθένη, τή μελέτη τῶν ὁποίων συνιστοῦν οἱ παλαιοί, γιά νά γίνει καλός ρήτορας· φθάνει ὁ Μ. Βασίλειος. Δένἀποτελεῖ αὐτό ὑπέρβαση τῆς ἀρχαιολατρίας τῶν ἀνθρωπιστῶν καί ἐνεπιφύλακτη ἀποδοχή τῆς ὑψηλῆς ἀξίας τῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας, πού συνεχίζουν τήν ἑλληνική παιδευτική παράδοση; Γράφει ὁ Μ. Φώτιος ἐπί λέξει· «῎Αριστος μὲν ἐν πᾶσι τοῖς αὐτοῦ λόγοις ὁ μέγας Βασίλειος· λέξει τε γάρ καθαρᾷ καὶ εὐσήμῳ καὶ κυρίᾳ καὶ ὅλως πολιτικῇ καὶ πανηγυρικῇ δεινός, εἴ τις ἄλλος, χρήσασθαι, νοημάτων τε τάξει καὶ καθαρότητι πρῶτος, ἀλλʼ οὐδενὸς δεύτερος ᾄδεται· πιθανότητος δὲ καὶ γλυκύτητος καί γε λαμπρότητος ἐραστής, καὶ ρέων τῷ λόγῳ, καὶ ὥσπερ ἐξ αὐτοσχεδίου πηγάζων τὸ ρεῖθρον. Καὶ τῷ πιθανῷ δὲ ἐπὶ τοσοῦτον ἧκεν ἀποκεχρημένος, ὡς τις πολιτικοῦ λόγου τοὺς αὐτοῦ λόγους παράδειγμα ἑαυτῷ θείη, ἔπειτα τούτους ἐκμελετῴη, μηδὲ τῶν εἰς τοῦτο συντελούντων δηλονότι νόμων ἄπειρος ὑπάρχων, οὐδενὸς
αὐτὸν ἑτέρου δεήσεσθαι οἶμαι, οὔτε Πλάτωνος οὔτε Δημοσθέ νους, οἷς οἱ παλαιοὶ ἐνδιατρίβειν προτρέπονται, εἰς τὸ πολιτικόν τε καὶ πανηγυρικὸν ρήτορα γενέσθαι»25. ᾿Αντιθέτως ἀπέναντι τῶν αἱρετικῶν χριστιανῶν συγγραφέων ὁ Φώτιος εἶναι αὐστηρός· παρουσιάζει ἀντικειμενικά τό περιεχόμενο τῶν ἔργων τους, δέν διστάζει ὅμως νά ἐπικρίνει καί νά ψέξει τίς αἱρέσεις τους, ἀκόμη καί τίς μεθόδους πού χρησιμοποιοῦν γιά νά τίς προβάλουν. Θά ἀρκεσθοῦμε ἐνδεικτικῶς στίς κρίσεις του γιά δύο πολύ γνωστούς συγγραφεῖς, φιλοσόφους καί θεολόγους, τούς ὁποίους ἀκόμη καί σήμερα στά πατρολογικά ἐγχειρίδια πού διδάσκονται στίς θεολογικές σχολές, ἀλλά καί σέ ἄλλα συγγράμματα, ὑπερεπαινοῦν καί προβάλλουν οἱ συγγραφεῖς, τούς ᾿Ωριγένη καί ᾿Ιωάννη Φιλόπονο, ὡς καί γιά τόν ἱστορικό Φιλοστόργιο πού ἦταν ἀρειανός. Γιά τόν ᾿Ωριγένη μάλιστα ὑπάρχει καί σήμερα τόσος ἐνθουσιασμός, ὥστε πολλοί ἀκόμη καί Καθηγηταί θεολογικῶν σχολῶν ὑποστηρίζουν ὅτι κακῶς καταδικάσθηκε ὡς αἱρετικός καί πρέπει νά ἀποκατασταθεῖ. Γιά τόν ᾿Ωριγένη καί μάλιστα γιά τό περίφημο ἔργο του Περί ἀρχῶν γράφει· «᾿Ανεγνώσθη ᾿Ωριγένους τὸ Περὶ ἀρχῶν, λόγοι διʼ ὧν ὁ μὲν πρῶτος περὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ ῾Αγίου Πνεύματος ἐν ᾧ πλεῖστα βλασφημεῖ, τὸν μὲν Υἱὸν ὑπὸ τοῦ Πατρὸς πεποιῆσθαι λέγων, τὸ δὲ Πνεῦμα ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ, καὶ διήκειν μὲν τὸν Πατέρα διὰ πάντων τῶν ὄντων, τὸν δὲ Υἱὸν μέχρι τῶν λογικῶν μόνων, τὸ δὲ Πνεῦμα μέχρι μόνων τῶν σεσωσμένων. Λέγει δὲ καὶ ἄλλα παραλογώτατα καὶ δυσσεβείας πλήρη. Μετεμψυχώσεις γὰρ ληρῳδεῖ, καὶ ἐμψύχους τοὺς ἀστέρας καὶ ἕτερα τούτοις παραπλήσια»26.
Γιά τόν ᾿Ιωάννη Φιλόπονο λέγει· «᾿Ανεγνώσθη ᾿Ιωάννου Φιλοπόνου ὁ Περὶ ᾿Αναστάσεως λόγος ἐν τόμοις..., ἐν οἷς τὴν τῶν σωμάτων ἀνάστασιν ἀναιρεῖ πολλά τε ἀπερισκέπτως λέγει, ἐπιχλευάζων καὶ τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους Πατέρας ἡμῶν»27. Σέ ἄλλο σημεῖο μεταπλάσσων εἰρωνικά τό Φιλόπονος σέ Ματαιόπονος γράφει· «᾿Ανεγνώσθη ᾿Ιωάννου τοῦ Φιλοπόνου, μᾶλλον δὲ Ματαιοπόνου, κατὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς τετάρτης συνόδου. ᾿Εν οἷς ἐστι τὴν μὲν φράσιν ὅμοιος ἑαυτῷ, ὠθεῖν δὲ πειρᾶται ἀναισχύντως τὴν σύνοδον εἰς τὸ Νεστορίου φρόνημα... πρᾶγμα πλάττων καὶ τερατευόμενος, ὅ τῆς ἐκείνου φρενὸς καὶ τῆς ἀστηρίκτου γνώμης καθέστηκεν ἄξιον. Τοιαῦτα μὲν κατὰ ταύτης ματαιολογεῖ καὶ θρασύνεται, ἐν τμήμασι δὲ τέσσαρσι ποιεῖται τὴν ὅλην κατʼ αὐτῆς κωμῳδίαν, οὐδὲν πιθανὸν ἢ διανοίας λέγων ἐχόμενον»28. Γιά τόν ἀρειανό ἐκκλησιαστικό ἱστορικό Φιλοστόργιο γράφει· «᾿Εξαίρει τοὺς ᾿Αρειανίζοντας ἅπαντας, λοιδορίαις πλύνει τοὺς ᾿Ορθοδόξους, ὡς εἶναι τὴν ἱστορίαν αὐτοῦ μὴ ἱστορίαν μᾶλλον, ἀλλʼ ἐγκώμιον μὲν τῶν αἱρετικῶν, ψόγον δὲ γυμνὸν καὶ κατηγορίαν τῶν ᾿Ορθοδόξων... Οὗτος δὲ ὁ Φιλοστόργιος, καίτοι κατὰ τῶν ᾿Ορθοδόξων λυσσῶν, Γρηγορίου μὲν τοῦ Θεολόγου καθάψασθαι οὐκ ἐτόλμησεν, ἀλλὰ καὶ τὴν παιδείαν ἄκων συνομολογεῖ, Βασιλείου δὲ τοῦ Μεγάλου ἐπεχείρησεν ὑφᾶναι μῶμον, διʼ οὗ λαμπρότερον ἔδειξε. Τὴν μὲν γὰρ ἰσχὺν καὶ τὸ κάλλος τῆς ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὁμιλίας ὑπʼ αὐτῆς τῆς τῶν πραγμάτων ἐν αργείας ἐβιάσθη συμφθέξασθαι, θρασὺν δὲ αὐτὸν ὁ δείλαιος ἀποκαλεῖ καὶ ἀντιλογικῶν λόγων ἄπειρον, ὅτι, φησίν, ἀπετόλμησεν Εὐνομίου ταῖς συγγραφαῖς ἀντιτάξασθαι»29. ᾿Εμφανέστατη ἀπόδειξη περί τοῦ ὅτι ὁ Φώτιος προτάσσει τήν καθʼ ἡμᾶς παιδείαν καί θεωρεῖ ὅτι αὐτή ὑπερέχει τῆς θύραθεν, τήν ὁποία ὅμως τιμᾶ, ἀποδέχεται καί ἀξιοποιεῖ εἶναι ἡ περίφημη ἐπιστολιμαία πραγματεία του πρός τόν βασιλέα τῆς Βουλγαρίας Μιχαήλ, τόν γνωστόν Βόριν, μέ θέμα «Τί ἔστιν ἔργον ἄρχοντος»30. Στό κείμενο αὐτό πού θά ἔπρεπε νά διδάσκεται σέ ὅλα τά σχολεῖα, διότι μεγάλο μέρος τῶν μαθητῶν σέ ποικίλους τομεῖς τῆς μετέπειτα ζωῆς τους θά ἀσκήσουν ἔργο ἄρχοντος καί ἡγέτου, ἐκθέτει στό πρῶτο μέρος ὁ Φώτιος σύντομα τήν ὀρθόδοξη πίστη μέ βάση τό σύμβολο τῆς πίστεως καί τίς ἀποφάσεις τῶν ἑπτά οἰκουμενικῶν συνόδων. Προτάσσει, ὅπως λέγει, τό ἱερό καί θεόσοφο μάθημα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μέσα στά πλαίσια τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁγίων ἑπτά οἰκουμενικῶν συνόδων, πού λειτουργοῦν ὡς χάρακες καί περίβολοι τοῦ θείου αὐτοῦ καί ὀρθοδόξου μαθήματος. ᾿Επειδή ὅμως ἡ ὀρθότης τῆς πίστεως ἀποδεικνύεται ἀπό τήν ὀρθότητα τοῦ βίου, τῆς πολιτείας, στό δεύτερο μέρος δίδει πρακτικές συμβουλές γιά τό πῶς πρέπει νά συμπεριφέρεται ὁ ἄρχων σέ ποικίλες περιστάσεις τῆς καθʼ ἡμέραν ζωῆς, οἱ περισσότερες ἀπό τίς ὁποῖες ἀφοροῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους. ῎Αν δέν συνυπάρχουν πίστη καί ἀρετή, ἡ παιδεία δέν μπορεῖ νά παραγάγει σπουδαίους ἀνθρώπους «Δεῖ δὲ τὰς ἀρετὰς τῇ πίστει παραπεπηγέναι, καὶ διʼ ἀμφοῖν τὸν σπουδαῖον καταρτίζεσθαι. Καὶ γὰρ δογμάτων μὲν εὐθύτης πολιτείας προβάλλεται κοσμιότητα, πράξεων δὲ καθαρότης τῆς πίστεως ἀπαγγέλλει θειότητα, ὧν ἑκάτερον χωρὶς τοῦ ἑτέρου ρᾶον εἴωθεν ὑπορρεῖν καὶ παρασύρεσθαι, μὴ ἀνεχόμενον κατὰ μόνας ψυχαῖς ἀνθρώπων ἐγκατοικίζεσθαι»31. Στό δεύτερο, τό πρακτικό μέρος, ὅπως ὀρθά παρατηρεῖ ὁ Β. Τατάκης, «σέ πλεῖστα σημεῖα μιλᾶ μέ τό στόμα τοῦ Φωτίου ἡ ἑλληνική παιδεία· μᾶς θυμίζει τό κείμενό του, τά περί καθηκόντων ἔργα τῶν Στωϊκῶν, τῆς Μέσης ἰδίως Στοᾶς, καί ἀνάλογο παραινετικό ἔργο τοῦ ᾿Ισοκράτους (πρός Νικοκλέα), καί δείχνει γενικά τό Φώτιο γνώστη τῆς πολιτικῆς καί ἠθικῆς φιλοσοφίας τῶν ἀρχαίων καί
μάλιστα τῆς ᾿Αριστοτελικῆς καί τῆς Στωϊκῆς. Λαμπρό κείμενο πού ἀποτελεῖ ἐξαίρετο μνημεῖο τῆς ἐκπολιτιστικῆς γενικά ἀκτινοβολίας τοῦ Βυζαντίου»32.


᾿Επίλογος
Μέ βάση τά ἀναπτυχθέντα ὁ Μ. Φώτιος παρουσιάζεται ὄντως ὡς μία μεγαλειώδης μορφή διδασκάλου τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς. Καρπός καί γόνος μιᾶς παιδευτικῆς παραδό σεως πού προετοιμάσθηκε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μ. ᾿Αλεξάνδρου, μορφοποιήθηκε ἤδη στό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ᾿Αποστόλων καί πορεύθηκε χωρίς διακοπές μέχρι τήν ἐποχή του, δέν ἐγκαινιάζει τίποτε καινούργιο πού νά τόν συνδέει μέ τούς μετέπειτα ἀρχαιολάτρες καί ἀρχαιόπληκτους ἀνθρωπιστές. Πορεύεται πάνω στά ἴχνη πού ἐχάραξαν οἱ προηγούμενοι μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι, χρησιμοποιεῖ ἐκλεκτικά καί κριτικά τήν θύραθεν παιδεία, τήν θέτει ὅμως στήν ὑπηρεσία τῆς ᾿Εκκλησίας, στήν κατίσχυση καί στόν θρίαμβο τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, στούς ὁποίους μπορεῖ κανείς νά ἐντοπίσει «ἀνθρωπιστικές τάσεις».


21. ᾿Αμφιλόχια, ᾿Ερώτησις ρζ´, PG
101, 641.
22. Αὐτ., ᾿Ερώτησις σβ´, PG 101, 945.
23. Αὐτόθι, ᾿Ερώτησις σγ´, PG 101,
945-948.
24. Βιβλιοθήκη ρμ´, PG 103, 420.
25. Αὐτόθι ρμα´, PG 103, 420-421.
26. Αὐτόθι η´, PG 103, 52-53.
27. Αὐτόθι κα´, PG 103, 57.
28. Αὐτόθι νε´, PG 103, 97.
29. Αὐτόθι μ´, PG 103, 72-73.
30. Γιά τό ἔργο αὐτό βλ. Π. Κ. Χρήστου, «Φωτίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ᾿Επιστολή πρός Μιχαήλ ἄρχοντα Βουλγαρίας», ᾿Εποπτεία, Φεβρουάριος 1992, 127 – 177 καί Κ. Π. Χρήστου, ῾Ο «βασιλικός ἀνδριάς» τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη, Συμ βολή στήν πολιτική θεωρία τῶν Βυζαντινῶν,Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 37.
31. ᾿Επιστολαί 1, 8, PG 102, 629.

32. ῎Ενθ’ ἀνωτ., σελ. 87.

Δεν υπάρχουν σχόλια: