του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος εν δόξη βασιλέως των Ελλήνων, έστη προ
αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν, αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης
το πρόσκαιρον· κλαίων δε και θρηνών έλεγε τους εξής επιγραμματικούς λόγους, τους
οποίους ύστερον οι μαθηταί του, ζωγραφούντες την εικόνα του παρά τον τάφον του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγραφον επ’ αυτής· «Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και
καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων· πως ουν
μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»;
Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»;
Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου