Μία απάντησις εις εν
σχόλιον
Εδιάβασα κάπως αργοπορημένα το σχόλιο του
μαχητικού αγωνιστού κ. Μανώλη Μ. Μηλιαράκη (στο εξής κ. Μ.Μ.Μ.) στην
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ» της 20ης Οκτωβρίου 2016 για το άρθρο μου «ΜΑΣΩΝΙΚΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΟΥΛΗΣ», που είχε δημοσιευθεί ως βασικό άρθρο στον «ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ»
της 30ης Σεπτεμβρίου 2016.
Απαντώ μέσω του «ΟΡΘ. ΤΥΠΟΥ» και όχι μέσω της
«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ» για δύο λόγους:
Πρώτον, επειδή εδιάβασαν το άρθρο μου οι
αναγνώστες του «Ο.Τ.» και ως εκ τούτου είναι εις θέσιν να αξιολογήσουν και το
επικριτικό σχόλιο του κ. Μ.Μ.Μ. αλλά και την δική μου απάντηση. Και, δεύτερον,
γιατί η επίκριση βασικών άρθρων του «Ο.Τ.» δεν περιορίζει την μομφή και την
ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτου τους –και εν προκειμένω στο πρόσωπο μου– αλλά
την επεκτείνει και στην Συντακτική Επιτροπή της Εφημερίδος.
Με κατηγορεί ο αγαπητός κ. Μ.Μ.Μ. ότι υπέπεσα
σε «βαρύ ολίσθημα» με το ως άνω άρθρο μου με το να εμφανίζομαι σ’ αυτό (βεβαίως
κατά την άποψή του) «εμμέσως πλην σαφώς, ως εκείνος που “με κάθε τρόπο από το
2007 φωνάζω για τον ρόλο της Μασωνίας και οι κληρικοί και οι χριστιανοί μας δεν
εννοούν να καταλάβουν!”». Και, συμπληρώνει: «Ώστε από το 2007 άρχισε ο
αντιμασωνικός αγώνας και το ξεσκέπασμα του Τεκτονισμού! Η απόφαση της Ιεραρχίας
της Εκκλησίας μας του 1933, τα συγγράμματα του Παναγιώτη Τρεμπέλα, του π.
Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, του π. Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, του π. Αυγουστίνου
Καντιώτη και φυσικά του Νικολάου Ψαρουδάκη κυκλοφόρησαν μετά το 2007 πατέρα
Βασίλειε; Γιατί αυτή η εκκωφαντική σιωπή;».
Ας δούμε, όμως και το άρθρο μου για να διαπιστώσουμε
ότι ο καλός επικριτής μου παρερμήνευσε τα σαφή και μη επιδεχόμενα παρερμηνείας
λόγια μου. Δεν έγραψα ότι από το 2007 άρχισε από εμένα ο αντιμασωνικός αγώνας,
ούτε ότι είμαι ο μόνος που φωνάζω από τότε για τον ρόλο της Μασωνίας στην
Εκκλησιαστική και στην Πολιτική ζωή! Ήμουν σαφής ως προς την επισήμανση του
έτους 2007 και του λόγου για τον οποίο «εμείς φωνάζουμε με κάθε τρόπο».
Παραθέτω αυτούσια τα γραφέντα στο άρθρο μου:
«Οι Μασώνοι κατάλαβαν πολύ νωρίς –από το
1902(!)– αυτό που εµείς φωνάζουµε µέ κάθε τρόπο από το 2007 και οι Κληρικοί και
οι Χριστιανοί µας ακόμη δεν εννοούν να το καταλάβουν. Ότι, δηλαδή, η ζωή και το
ήθος που επιβάλλουν οι πολιτικοί είναι αυτά που θα κυριαρχήσουν στη ζωή και
στην ψυχή της πλειοψηφίας του λαού, καθ’ όσον η καθηµερινή κοινωνική και
επαγγελµατική ζωή και τα “ιδανικά” που διαµορφώνονται από την πολιτική, είναι
αυτά που θα υπερισχύσουν στην τελική διαµόρφωση της προσωπικότητος των
περισσοτέρων ανθρώπων, αφού είναι λίγοι οι άνθρωποι που έχουν τόσο στέρεες
πνευματικές βάσεις, ώστε να μη επηρεάζονται από τις συνθήκες του περιβάλλοντός
τους.
Εµεις οι υποτιθέμενοι χριστιανοί
αποκοιµηθήκαµε, ενώ οι Μασώνοι αγρυπνούσαν. Αφού οι άνθρωποί τους δολοφόνησαν
τον Καποδίστρια, που προέταξε την Χριστιανική Πίστη και διαπότισε µέ Αυτήν την
Πολιτική του, φρόντισαν εγκαίρως ώστε να µή παρουσιασθή ξανά στο πολιτικό
προσκήνιο άνθρωπος αληθινά και βαθειά θρησκευόµενος».
Εν συνεχεία, για να εξηγήσω τα γραφόμενά μου,
παρέθεσα την υπ’ αριθ. 1473/11-12-1902 Μασωνική Εγκύκλιο, με την οποία καλούσε
το Ύπατο Μασωνικό Συμβούλιο τους απανταχού της Ελλάδος Μασώνους να ψηφίσουν
στις Εθνικές Εκλογές μόνο Μασώνους! Να σημειωθή δε, ότι η Εγκύκλιος αυτή μέχρι
της παραθέσεώς της στο άρθρο μου δεν είχε ιδεί το φως της δημοσιότητος! Και
συμπλήρωσα, ώστε να γίνη απολύτως κατανοητό στους αναγνώστες, αυτό που τονίζω
με ιδιαίτερη έμφαση από του έτους 2007:
«Οι Μασώνοι εννόησαν την σοβαρότητα και την
ωφέλεια του να δοθή εντολή να ψηφίζουν οι µασώνοι ψηφοφόροι µασώνους υποψηφίους
και, µάλιστα, όχι οποιουσδήποτε µασώνους αλλά εκείνους “οίτινες έµειναν πιστοί εις το µασωνικόν Σώµα” και, εν συνεχεία να
προσπαθήσουν να επηρεάζουν και τους «βεβήλους», όπως αποκαλούν όλους εµάς που
δεν είµαστε µασώνοι!
Εµεις, όµως, οι Χριστιανοί, δεν έχουµε
καταλάβει ακόµη την σοβαρότητα και την ωφέλεια που θα προέκυπτε αν όλοι οι
Κληρικοί συνιστούσαν στους τακτικά εκκλησιαζοµένους να ψηφίζουν µόνο εκείνους
που τεκμηριωμένα είναι απολύτως συνεπείς µέ την διδασκαλία της Εκκλησίας µας
και την πνευµατική ζωή. Οι µασώνοι κατάλαβαν από το 1902 και είπαν ότι «ήλθεν ο
καιρός να δοκιµάσωµεν την ισχύν ηµών», εµείς οι εκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί,
ούτε σήµερα, το 2016, µετά από τέτοιον αποχριστιανισµό της Πατρίδος µας και
τέτοιον ηθικό ξεπεσμό, δεν έχουµε συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να µετρηθούµε και
να διεκδικήσουµε την διακυβέρνηση της Πατρίδος µας από τους Ελληνόφωνους ξένους
και µασώνους εισβολείς!».
Τι σχέση έχουν, λοιπόν, αυτά που φωνάζω από
το 2007 με αυτά που έχουν γράψει περί της Μασωνίας η Ιεραρχία της Εκκλησίας της
Ελλάδος, οι σύγχρονοι στύλοι της Ορθοδοξίας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, π.
Αυγουστίνος Καντιώτης και π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος η ο πνευματικός αγωνιστής
Παναγιώτης Τρεμπέλας, ώστε έπρεπε να μνημονευθούν στο άρθρο μου; Αν έγραφα γενικώς περί της Μασωνίας, βεβαίως
και έπρεπε να μνημονεύσω όλους αυτούς τους μακαριστούς Πατέρες μας. Το στίγμα,
όμως, του άρθρου μου ήταν κάτι εντελώς καινούργιο, η, τουλάχιστον, αυτό
προσπάθησα να είναι: Αφ’ ενός μεν να προσκομίση αδημοσίευτα στοιχεία –
ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ξεκάθαρα τις μεθοδεύσεις και τον απώτερο σκοπό της
Μασωνίας για την εγχώρια αλλά και την Παγκόσμια κυριαρχία, που κατεργάζεται
κρυφά και ύπουλα μέσω των Εθνικών Εκλογών, χωρίς κανείς μας να “παίρνει είδηση”
και, αφ’ ετέρου, να αφυπνίση όλους εκείνους που συνεχίζουν να πιστεύουν ότι είναι
αποτελεσματικό για την διατήρηση ακεραίας της Ρωμηοσύνης το να ψηφίζουν
θρησκευομένους υποψηφίους που ανήκουν σε διάφορα κόμματα Francise Παραρτήματα των κομμάτων του Εξωτερικού.
Τρανό παράδειγμα ο πολύς Νίκος Ψαρουδάκης, ο οποίος το μόνο που κατάφερε, παρά
την εξέχουσα και πληθωρική προσωπικότητά του ήταν να στηρίξη για περισσότερα
χρόνια στην εξουσία τον ολετήρα του Γένους μας Ανδρέα Παπανδρέου, εφ’ όσον
αυτός, μόνο με τις ψήφους του Ψαρουδάκη κατώρθωσε να υπερισχύση της Ν. Δ. και
να κυβερνήση στις τελευταίες του εκλογές!
Αλλά για τον μακαριστό Νίκο Ψαρουδάκη (με τον
οποίον –σημειωτέον– είχα την ευκαιρία να συζητήσω επί μακρόν, μετά την πικρά
γι’ αυτόν αποπομπή του από την «Χριστιανική Δημοκρατία», στα περιθώρια των
δικαστικών αγώνων του «Ορθ. Τύπου» και να διαπιστώσω από κοντά την βαθειά αγάπη
του για τον Χριστό και την Πατρίδα μας) θέλω να προσθέσω ότι δεν είχα καμμιά
σκοπιμότητα να αποσιωπήσω τους αγώνες και τα κηρύγματά του κατά της Μασωνίας
και της επιρροής της στην πολιτική ζωή του τόπου μας, αλλά ισχύει και για
εκείνον, αυτό που ήδη έγραψα. Είναι διαφορετικό το απήχημα του σαλπίσματος του
άρθρου μου. Εντελώς ειδικό και πέρα από τα εξαίσια κατά της Μασωνίας απηχήματα
άλλων προγενεστέρων η και συγχρόνων μου.
Πάντως, έχω την εντύπωση ότι η “τραβηγμένη
απ’ τα μαλλιά” παρανόηση του άρθρου μου έχει άλλα, βαθύτερα αίτια και όχι αυτό
που επισημάνθηκε στο σχόλιο της «Χριστιανικής», γι’ αυτό, εξ άλλου απέφυγαν να
το αναρτήσουν τα θρησκευτικά ιστολόγια, παρ’ ότι το άρθρο μου αυτό περιείχε
μασωνικά ντοκουμέντα που για πρώτη φορά παρουσίαζαν ανάγλυφη την σατανική
πολιτική μεθόδευση της μασωνίας, με την οποία έχει αλυσοδέσει την Ελληνική
Πολιτεία και την κατευθύνει μέσω του Εθνικού Κοινοβουλίου στις αντίθεες
επιδιώξεις της.
Έχω, λοιπόν, την εντύπωση ότι τα βαθύτερα
αίτια συσχετίζονται με την αντιπαράθεση που μου έχει γίνει κατά το παρελθόν από
εκείνους που δεν συμφωνούν με την θεολογική μου θεώρηση της Πολιτικής. Και δεν
συμφωνούν με το σάλπισμά μου όσοι εκ των θρησκευομένων αισθάνονται ότι
κλονίζεται μέσω αυτού το ιδεολογικό υπόβαθρο των περί Πολιτικής απόψεών τους.
Αυτοί διακρίνονται σε
δύο μεγάλες μερίδες: Η μια μερίδα υποστηρίζει την δημιουργία και ύπαρξη
Χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, αδιαφορώντας για το ότι το είδος αυτό της πολιτικής ήρθε από το Προτεσταντικό
περιβάλλον και δεν έχει καμμιά σχέση με την Πολιτική της Ορθοδοξίας. Και η
δεύτερη μερίδα απαρτίζεται από όλους εκείνους, οι οποίοι αρνούνται να
αναζητήσουν την Δογματική της Πίστεώς μας και την όλη Θεολογία Της ενσαρκουμένη
και στην καθημερινή μας ζωή και, ιδίως, στην Πολιτική. Μάλλον δε, όχι μόνο δεν
την αναζητούν, αλλά και την εξορκίζουν ως αποδιοπομπαία ενασχόληση των
θρησκευομένων ανθρώπων.
Έτσι, την πρώτη μερίδα απαρτίζουν εκείνοι που
θέλησαν και θέλουν να παρουσιάσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού ως εναρμονιζόμενο
με τις Σοσιαλιστικές η τις Αριστερές απόψεις της συγχρόνου Πολιτικής, είτε
εκείνοι που επιλέγουν Δεξιούς η Ακροδεξιούς, θεωρώντάς τους κυματοθραύστες
έναντι των αθέων Πολιτικών. Όλοι αυτοί κοινωνικοποιούν το Ευαγγέλιο με τρόπο
ξενόφερτο, μετατρέποντάς Το σε μια εγκόσμια ιδεολογία, η οποία αποπνέει ένα
πέρα για πέρα χωματένιο πολίτευμα!
Το δικό μου σάλπισμα, το οποίο πιστεύω ότι
είναι και σάλπισμα των Ορθοδόξων Αιώνων, απαντά σ’ αυτήν την ιδεολογία ότι το
Ευαγγέλιο πρέπει να ανυψώση την Πολιτική σε πνευματική Διακονία, για να
πραγματοποιηθή το Θέλημα του Θεού επί της γης «ως εν Ουρανώ» και όχι να μετατρέψουμε το «εν Ουρανώ»
Θέλημα του Θεού «ως τα επί της γης» θελήματά μας! Αυτό δεν μπορεί να γίνη με
ιδεολογήματα και προτάσεις ξενόφερτες από τον παραχαραγμένο Ευρωπαϊκό
χριστιανισμό, ούτε με
πολιτικά και ψευτοψυχολογικά επινοήματα ανθρώπων, αλλά πρέπει να είναι απόρροια
των Δογμάτων του Ουρανού!
Έχω γράψει πολλά επ’ αυτού και προτίθεμαι να
γράψω και πολλά άλλα –αν, βεβαίως, ο Θεός το επιτρέψη– προσφέροντας γραπτά και
γεγονότα από τους Αγίους Πατέρας μας. Ωστόσο εν προκειμένω –για να μη θεωρηθή
ότι αερολογώ– αρκούμαι να υπενθυμίσω ότι η «Χριστιανική Δημοκρατία», με
εκφραστή της το ιδρυτικό μέλος της κ. Αθανάσιον Κουρταλίδην αντετάχθη στην Θεολογική
Πολιτική μου, ζώντος τότε του αοιδίμου Πατρός μας, π. Μάρκου Μανώλη, ο οποίος
και εδημοσίευσε την μεταξύ μας αντιπαράθεση στον «Ο. Τ.» (φύλλα 5ης, 13ης και
20ης Ιουνίου 2008).
Έγραφα τότε, χαρακτηριστικά, μεταξύ των άλλων
ότι οι ενστερνιζόμενοι την γραμμή και την φιλοσοφία των Χριστιανοδημοκρατικών
κομμάτων «κινήθηκαν στα Προτεσταντικά πρότυπα, οραµατιζόµενοι το Κράτος του
Δυτικού Θεού, επηρεασµένοι από τα Χριστιανοδηµοκρατικά Κόµµατα της Δύσεως, από
την Ηθική του Καντ και από την αυθαίρετη επαναστατικότητα του Μακράκη, και γι’
αυτό, όχι µόνο δεν κατώρθωσαν να επανασυνδέσουν την πολιτική µέ την πνευµατική
ζωή, όπως τη βίωνε ανά τους αιώνες ο Ορθόδοξος λαός µέχρι τον µαρτυρικό
Καποδίστρια, αλλά δηµιούργησαν και σύγχυση στους πιστούς, µέ αποτέλεσµα να
είναι σήµερα ο λαός µας επιφυλακτικός, όταν ακούη ότι µιά πολιτική προσπάθεια
γίνεται από χριστιανούς. Πορεύθηκαν σε µιά κατεύθυνση αντίθετη από το πνεύµα
της Εκκλησίας µας: Αντί να εκκλησιοποιήσουν την πολιτική, πολιτικοποίησαν το
Ευαγγέλιο, πιστεύοντες ότι µέ αυτόν τον τρόπο ζωντανεύουν το Ευαγγέλιο του
Χριστού στη σύγχρονη εποχή! Με αυτό το πνεύµα έφθασαν κάποιοι στο σηµείο να
µιλήσουν και να γράψουν ακόµη και για «Παναγία ….Σοσιαλίστρια»! Αντί να
οδηγήσουν την πολιτική ζωή –που είναι η καθηµερινή µας ζωή– στην πνευµατική
ζωή, οδήγησαν την Εκκλησία και το Ευαγγέλιο στον αριστερό κοινωνισµό,
κηρύσσοντας πως το Ευαγγέλιο είναι ο Ιδρυτής του Σοσιαλισµού. Αυτό το θεωρούσαν
ιεραποστολή και επικράτηση του Ευαγγελίου! Από αυτούς πλανήθηκαν πολλοί και
πλανώνται ακόµη, πιστεύοντες ότι το να ψηφίζη κανείς αριστερά Κόµµατα
εναρµονίζεται απολύτως µέ τη χριστιανική ζωή!».
Την άλλη μερίδα απαρτίζουν εκείνοι που
αρνούνται να αναζητήσουν την καταγωγή της Πολιτικής στη Δογματική της
Εκκλησίας και την θεωρούν ως τελείως ξένη και άσχετη με τις ενασχολήσεις του
Χριστιανού, γιατί, επηρεασμένοι από την κριτική που δικαίως άσκησαν σύγχρονοι
Γέροντες σε Χριστιανοδημοκρατικές πολιτικές προσπάθειες στην Πατρίδα μας,
συγχέουν τα
Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα (που πράγματι είναι απαράδεκτα) με την θεολογική
Πολιτική, που απορρέει ως τρόπος ζωής από τα δογματα της Πίστεώς μας.
Μέσα σ’ αυτήν την σύγχυση, αναφέρονται στα
λόγια του Αγίου Πατρός Παϊσίου και του Αγίου Πατρός Πορφυρίου, οι οποίοι είπαν
–και καλώς είπαν– ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται Χριστιανικά κόμματα (έχοντες
οι Πατέρες μας υπ’ όψει τους την προϋπάρξασα «Χριστιανική Δημοκρατία», την
οποία έψεξαν θεολογικά και ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης και ο π. Επιφάνιος
Θεοδωρόπουλος, αφού από τον τίτλο της και μόνο εμφανιζόταν ότι εκφράζει τον
Χριστιανισμό), και θεώρησαν ότι αυτό σημαίνει πως απαγορεύεται στους
εκκλησιαζομένους Χριστιανούς να δημιουργήσουν Πολιτική Παράταξη! Άλλο, όμως,
είναι η δημιουργία Χριστιανικών Κομμάτων και άλλο η δημιουργία Πολιτικής
Παρατάξεως απαρτιζομένης αμιγώς από εκκλησιαζομένους χριστιανούς, που έχουν
πνευματική καθοδήγηση, χωρίς η ονομασία της Παρατάξεως να περιέχη χριστιανικά
διακριτικά! Το πρώτο, εκθέτει την Εκκλησία και τον Χριστιανισμό, τον οποίο
παρουσιάζεται ότι μονοπωλεί η και απλώς εκφράζει, αφού έχει τον χριστιανισμό ως
ονοματικό προσδιορισμό. Αυτή ήταν και η κριτική του π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου
προς τον μακαριστό Νικόλαο Ψαρουδάκη, διατυπωμένη σε βιβλίο του μακαριστού
Διονυσιάτου μοναχού. Το δεύτερο, εκφράζει μόνον τους συμμετέχοντας στην Πολιτική
Παράταξη και μόνον αυτούς, οι οποίοι, βεβαίως, και υπόκεινται σε κριτική εάν
και κατά πόσον θα εκφράζουν όλους τους εκκλησιαζομένους η όχι.
Το περίεργο είναι πως, ενώ αναφέρονται στον
Άγιο Παΐσιον οι
θεωρούντες ασυμβίβαστη την Πολιτική με την πνευματική ζωή, χρησιμοποιούντες,
μάλιστα, παρανοημένη την υπόδειξή του, που προαναφέραμε, κάνουν πως δεν
καταλαβαίνουν την προτροπή του προς τους Χριστιανούς να αναμιχθούν στην
Πολιτική, όταν έγραψε πως «Σήμερα, αν ένας ευλαβής δεν ενδιαφέρεται και δεν
πονάη για την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο, είναι για κλείσιμο στον
Πύργο. Γιατί τότε αυτοί που κυβερνούσαν είχαν Θεό μέσα τους, ενώ σήμερα πολλοί
απ’ αυτούς που κυβερνούν δεν πιστεύουν. Είναι πολλοί τώρα εκείνοι που
επιδιώκουν να τα διαλύσουν όλα, οικογένεια, νεολαία, Εκκλησία (Λόγοι Β’,
Πνευµατική αφύπνιση, σελ. 22-23, Θεσσαλονίκη 2006).»!
Το ακόμη πιο περίεργο είναι ότι, όταν
ανασύραμε πρώτοι τα λόγια αυτά του Αγίου Παϊσίου στην Εισήγησή μας το 2009 στο
«Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας», με θέμα «Εκκλησία και Πολιτική, ένα θέμα Ταμπού αλλά
Πνευματικό», έπεσαν ασχολίαστα στο κενό, αρκέσθηκαν μόνο κάποιοι να επιτεθούν
εναντίον μου. Πριν λίγα χρόνια, κάποιος μνημόνευσε την ανωτέρω φράση του Αγίου
Πατρός σε κείμενό του, αλλά δεν έβγαλε το συμπέρασμα που θέλησε να δώση ο Άγιος
Παΐσιος, παρ’ ότι ο Άγιος Πατέρας μας εξηγεί στη συνέχεια του κειμένου του ότι
πρέπει να ενδιαφερθούμε οι χριστιανοί για τα Κοινά, όπως κάποτε ο Άγιος
Κωνσταντίνος, αφού σήμερα οι Πολιτικοί στην πλειοψηφία τους είναι άθρησκοι και
πολέμιοι της Εκκλησίας και δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε σαν πρόσχημα της
αδιαφορίας μας περί τα κοινά πως τάχα είμαστε δοσμένοι στην προσευχή και την
πνευματική ζωή!
Πολλά έχω λέγειν αλλά, νομίζω, «ικανόν εστι» επί του παρόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου