Ὄμορφη εἶν’ ἡ
ζωή. Ὁλοπλούμιστη ἀπό χαρές καί γέλιο καί τραγούδι. Ἕνα ξεφάντωμα τῆς ψυχῆς π’ ἀναζητάει
τή γεύση τοῦ αἰώνιου. Τό ξέρει. Τό γνωρίζει πολύ καλά. Θά τό ‘θελε τοῦτες οἱ
χαρές οἱ τωρινές, νά παραμένουν ἀσάλευτες γιά πάντα. Μά ὁ ἄνθρωπος, ὁ πλασμένος
γιά τήν αἰώνια χαρά, ὁ ἴδιος ἔγινε ὁ δολοφόνος της. Τή σκότωσε πρίν ἀκόμα ὁλοκληρώσει
τήν ἀπόλαυσή της. Στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς εἶχε «ἀγγελική μεγαλοφυΐα», ὅπως
λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ἄγγελος ἤτανε, μέ ἀνθρώπινη σάρκα. Κι ἐκεῖ πού
θ’ ἄρχιζε τό πανηγύρι τῆς ἀτέλειωτης χαρᾶς, τό διέκοψε ἀπότομα ἡ ὀδύνη τῆς
πτώσης. Κι ἡ «συμφωνία τῆς χαρᾶς»(Μπετόβεν), θά γινότανε «ἡμιτελής συμφωνία»
(Σιοῦμπερτ) ἤ ἕνα Marche Funebre (πένθιμο ἐμβατήριο). Ὁ ἄνθρωπος δέ στάθηκε καλός
καπετάνιος τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ ἐνοχή του θά γίνει θλίψη, πόνος καί σπαραγμός.
Πολύ ἐκφραστικός εἶναι ὁ στίχος τοῦ ποιητῆ: «Ἐγώ τά μάρανα τά ρόδα˙ ἐγώ τό
σώπασα τ’ ἀηδόνι». Αὐτό θά ‘ναι τό θρηνητικό τραγούδι τοῦ Ἀδάμ, πού κάθεται «ἀπέναντι
τοῦ παραδείσου».
Οἱ χαρές, μετά τήν πρώτη καταιγίδα τῆς ἱστορίας, δέ θά σβήσουνε, ἀλλά θά ‘ναι ζυμωμένες μέ τόν πόνο τῆς ἐνοχῆς. Ὁ ἄνθρωπος θά βρίσκεται πιά μπροστά στό χρόνο καί στό θάνατο. Θά στοχάζεται τή ζωή, μέ φόντο πάντα τό θάνατο. Θ’ ἀτενίζει τή ζωή μ’ αἰσιοδοξία καί θ’ ἀκούει τῆς μουσικῆς τίς γοητευτικές μελωδίες, ἀλλά μέ τήν προσδοκία τῆς αἰώνιας, καί χωρίς τέλος, οὐράνιας συναυλίας τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων. Θ’ ἀναμένει τήν «πανήγυριν καί ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων, τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (Ἑβρ. ΙΒ΄ 23). Χρόνος καί θάνατος. Χρόνος καί αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος φεύγει. Ὁ θάνατος ἔρχεται. Ἡ αἰωνιότητα, τό τέρμα, χωρίς τέρμα. Ἀτέρμονη. Μέσα στό χρόνο παίζεται τό θέατρο τῆς ζωῆς. Κι ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ θεάτρου τῆς ζωῆς, ἐξαρτᾶται τό πέρασμα ἀπ’ τό θάνατο στήν κρίση καί τήν ἀθανασία. Τελικά, ὁ χρόνος θά κρίνει τήν αἰωνιότητα. Ὅποιος ἔχει κατανοήσει τοῦ χρόνου τήν ἀξία, αὐτός ἔχει κατανοήσει τή φιλοσοφία τῆς ζωῆς. Καί ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρά αὐτογνωσία καί θεογνωσία. Γνώση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί γνώση τοῦ Θεοῦ. «Ρεῖ γάρ ὁ χρόνος καί οὐκ ἐκδέχεται τόν βραδύνοντα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ χρόνος μοιάζει σάν τό ποτάμι πού τρέχει καί δέ γυρνάει πίσω. Τήν ἀξία τοῦ χρόνου τήν ἔχουνε διαπιστώσει ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Ἀπ’ τίς πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου μαθαίναμε τό «χρόνου φείδου», τοῦ Μενάνδρου. Ἄλλο ἀρχαῖο ρητό ἔλεγε: «Μόνος γάρ χρόνος ἐστίν ἀνθρώπων κριτής». Ὁ χρόνος, ὁ μόνος δικαστής τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔχει ὁ λόγος τοῦ θεόπνευστου ἀποστόλου Παύλου, «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι»(Ἐφ. Ε΄ 16). Ὁ Παν. Τρεμπέλας πολύ ὡραῖα ἑρμηνεύει τό στίχο: «Ἡ σύνεσις δέ καἰ ἡ σοφία σας θά φαίνεται μέ τό νά ἐπωφελῆσθε πνευματικῶς κάθε εὐκαιρίαν καί μέ πᾶσαν σπουδήν νά ἁρπάζετε αὐτήν. Δέν πρέπει δέ νά χάνετε καμμίαν εὐκαιρίαν, διότι αἱ ἡμέραι ἕνεκα τοῦ ἐπικρατοῦντος κακοῦ, εἶναι γεμᾶται σκάνδαλα, καί ὡς ἐκ τούτου αἱ μέν εὐκαιρίαι τοῦ ἀγαθοῦ παρουσιάζονται σπανιώτερον, αἱ δέ ἀφορμαί πρός τό κακόν εἶναι πολυπληθέστεραι». Ἐάν οἱ ἄνθρωποι ὑποβάλλονται σέ τόσους κόπους καί τόσες θυσίες καί καταβολή χρημάτων γιά νά κερδίσουν μερικά λεπτά τῆς ὥρας —ὅπως ἔγινε μέ τή γέφυρα Ρίου-‘Αντιρρίου, καί ἄλλα πολλά τεχνολογικά ἔργα— πῶς, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά ξοδέψουμε ἄσκοπα τό χρόνο καί κάθε εὐκαιρία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς; Κάποτε λέμε: «Σκότωσα τήν ὥρα μου»! Ναί. Κάθε στιγμή πού φεύγει ἄσκοπα, μοιάζει μέ θάνατο. Δηλαδή, θάνατο τῆς ψυχῆς. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέ χάνουν τήν παραμικρότερη εὐκαιρία, προκειμένου νά κερδίσουν χρήματα, πῶς εἶναι δυνατό νά ἐφησυχάζουμε, μπροστά στήν ἀπώλεια πολύτιμου χρόνου; Ποιός θά εἶναι ὁ ἀπολογισμός τῆς ζωῆς μας; Ποιά ἡ ἀπολογία μας στό βῆμα τῆς θείας κρίσης; Φευγαλέο πέρασμα εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Ἐφήμερο, σάν τό λουλούδι τοῦ ἀγροῦ. Γοργοπέταγμα σάν τοῦ διαβατάρικου πουλιοῦ. Ἀράχνη πού μ’ ἕνα πρωτάγγιγμα διαλύεται. Ὁ μεγάλος Ἰρλανδός ποιητής Γουΐλλιαμ Γέϊτς εἶχε ἑτοιμάσει τό ἐπίγραμμα στόν τάφο του, πού ἔλεγε: «Ρίξε ἕνα βλέμμα ψυχρό στή ζωή, στό θάνατο. Προσπέρνα καβαλάρη». Ὁ θάνατος – καβαλάρης, ἔρχεται καί φεύγει σάν ἀστραπή. Μή ξεχνᾶμε τόν ἐρχομό του. Εἴμαστε, ὅμως, ἕτοιμοι γιά τό μεγάλο ταξίδι; Ἔχουμε ἕτοιμο τό εἰσιτήριο τῶν θεάρεστων πράξεων; Ἕνα πάλι, ὡραῖο ἐπίγραμμα στόν τάφο κάποιου φιλάνθρωπου ἐδῶ στήν Ἀθήνα, λέγει: «Στοῦ παραδείσου τίς δροσιές ν’ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή σου˙ στή θέση πού σοῦ φύλαγαν οἱ πράξεις τῆς ζωῆς σου». Μή διστάζουμε νά φιλοσοφοῦμε στό θέμα τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου. Ἀποτελεῖ θησαύρισμα ψυχῆς τέτοια φιλοσοφία.
Οἱ χαρές, μετά τήν πρώτη καταιγίδα τῆς ἱστορίας, δέ θά σβήσουνε, ἀλλά θά ‘ναι ζυμωμένες μέ τόν πόνο τῆς ἐνοχῆς. Ὁ ἄνθρωπος θά βρίσκεται πιά μπροστά στό χρόνο καί στό θάνατο. Θά στοχάζεται τή ζωή, μέ φόντο πάντα τό θάνατο. Θ’ ἀτενίζει τή ζωή μ’ αἰσιοδοξία καί θ’ ἀκούει τῆς μουσικῆς τίς γοητευτικές μελωδίες, ἀλλά μέ τήν προσδοκία τῆς αἰώνιας, καί χωρίς τέλος, οὐράνιας συναυλίας τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί ἀρχαγγέλων. Θ’ ἀναμένει τήν «πανήγυριν καί ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων, τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (Ἑβρ. ΙΒ΄ 23). Χρόνος καί θάνατος. Χρόνος καί αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος φεύγει. Ὁ θάνατος ἔρχεται. Ἡ αἰωνιότητα, τό τέρμα, χωρίς τέρμα. Ἀτέρμονη. Μέσα στό χρόνο παίζεται τό θέατρο τῆς ζωῆς. Κι ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ θεάτρου τῆς ζωῆς, ἐξαρτᾶται τό πέρασμα ἀπ’ τό θάνατο στήν κρίση καί τήν ἀθανασία. Τελικά, ὁ χρόνος θά κρίνει τήν αἰωνιότητα. Ὅποιος ἔχει κατανοήσει τοῦ χρόνου τήν ἀξία, αὐτός ἔχει κατανοήσει τή φιλοσοφία τῆς ζωῆς. Καί ἡ φιλοσοφία τῆς ζωῆς δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρά αὐτογνωσία καί θεογνωσία. Γνώση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου καί γνώση τοῦ Θεοῦ. «Ρεῖ γάρ ὁ χρόνος καί οὐκ ἐκδέχεται τόν βραδύνοντα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ χρόνος μοιάζει σάν τό ποτάμι πού τρέχει καί δέ γυρνάει πίσω. Τήν ἀξία τοῦ χρόνου τήν ἔχουνε διαπιστώσει ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Ἀπ’ τίς πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου μαθαίναμε τό «χρόνου φείδου», τοῦ Μενάνδρου. Ἄλλο ἀρχαῖο ρητό ἔλεγε: «Μόνος γάρ χρόνος ἐστίν ἀνθρώπων κριτής». Ὁ χρόνος, ὁ μόνος δικαστής τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαίτερη βαρύτητα ἔχει ὁ λόγος τοῦ θεόπνευστου ἀποστόλου Παύλου, «ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι»(Ἐφ. Ε΄ 16). Ὁ Παν. Τρεμπέλας πολύ ὡραῖα ἑρμηνεύει τό στίχο: «Ἡ σύνεσις δέ καἰ ἡ σοφία σας θά φαίνεται μέ τό νά ἐπωφελῆσθε πνευματικῶς κάθε εὐκαιρίαν καί μέ πᾶσαν σπουδήν νά ἁρπάζετε αὐτήν. Δέν πρέπει δέ νά χάνετε καμμίαν εὐκαιρίαν, διότι αἱ ἡμέραι ἕνεκα τοῦ ἐπικρατοῦντος κακοῦ, εἶναι γεμᾶται σκάνδαλα, καί ὡς ἐκ τούτου αἱ μέν εὐκαιρίαι τοῦ ἀγαθοῦ παρουσιάζονται σπανιώτερον, αἱ δέ ἀφορμαί πρός τό κακόν εἶναι πολυπληθέστεραι». Ἐάν οἱ ἄνθρωποι ὑποβάλλονται σέ τόσους κόπους καί τόσες θυσίες καί καταβολή χρημάτων γιά νά κερδίσουν μερικά λεπτά τῆς ὥρας —ὅπως ἔγινε μέ τή γέφυρα Ρίου-‘Αντιρρίου, καί ἄλλα πολλά τεχνολογικά ἔργα— πῶς, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί θά ξοδέψουμε ἄσκοπα τό χρόνο καί κάθε εὐκαιρία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς; Κάποτε λέμε: «Σκότωσα τήν ὥρα μου»! Ναί. Κάθε στιγμή πού φεύγει ἄσκοπα, μοιάζει μέ θάνατο. Δηλαδή, θάνατο τῆς ψυχῆς. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δέ χάνουν τήν παραμικρότερη εὐκαιρία, προκειμένου νά κερδίσουν χρήματα, πῶς εἶναι δυνατό νά ἐφησυχάζουμε, μπροστά στήν ἀπώλεια πολύτιμου χρόνου; Ποιός θά εἶναι ὁ ἀπολογισμός τῆς ζωῆς μας; Ποιά ἡ ἀπολογία μας στό βῆμα τῆς θείας κρίσης; Φευγαλέο πέρασμα εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Ἐφήμερο, σάν τό λουλούδι τοῦ ἀγροῦ. Γοργοπέταγμα σάν τοῦ διαβατάρικου πουλιοῦ. Ἀράχνη πού μ’ ἕνα πρωτάγγιγμα διαλύεται. Ὁ μεγάλος Ἰρλανδός ποιητής Γουΐλλιαμ Γέϊτς εἶχε ἑτοιμάσει τό ἐπίγραμμα στόν τάφο του, πού ἔλεγε: «Ρίξε ἕνα βλέμμα ψυχρό στή ζωή, στό θάνατο. Προσπέρνα καβαλάρη». Ὁ θάνατος – καβαλάρης, ἔρχεται καί φεύγει σάν ἀστραπή. Μή ξεχνᾶμε τόν ἐρχομό του. Εἴμαστε, ὅμως, ἕτοιμοι γιά τό μεγάλο ταξίδι; Ἔχουμε ἕτοιμο τό εἰσιτήριο τῶν θεάρεστων πράξεων; Ἕνα πάλι, ὡραῖο ἐπίγραμμα στόν τάφο κάποιου φιλάνθρωπου ἐδῶ στήν Ἀθήνα, λέγει: «Στοῦ παραδείσου τίς δροσιές ν’ ἀναπαυθεῖ ἡ ψυχή σου˙ στή θέση πού σοῦ φύλαγαν οἱ πράξεις τῆς ζωῆς σου». Μή διστάζουμε νά φιλοσοφοῦμε στό θέμα τοῦ χρόνου καί τοῦ θανάτου. Ἀποτελεῖ θησαύρισμα ψυχῆς τέτοια φιλοσοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου