Ξακουστός χώρος
στρατευμένος στον αγώνα κατά των κατηγορημένων παθών και για την κατάκτηση της
αρετής, που φθάνει μέχρι τη θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, όπως είναι το Άγιον
Όρος, είναι επόμενο να αναδεικνύη αγίους και προφήτας. Αυτό το «μεγάλο
στοιχείο» της αγιότητος και θεολογίας, που εσχεδίασε και εσάρκωσε ο Άθως, ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λέγει κάπου, ότι «οι Μοναχοί είναι προφήται της
Καινής Διαθήκης, οι κήρυκες της ερχομένης βασιλείας». Και ο αγιασμένος Άθως,
που εξακολουθεί να ζη την παράδοση, δηλαδή να ανεβαίνει τη θεότευκτη κλίμακα
των αρετών, στην κορυφή των οποίων συναντάται ο Θεός «εκτυπώτερον», έχει και
σήμερα τους αγίους και τους προφήτας του, που κρύβονται από τα ανάξια μάτια μας
να δουν τέτοιες θεωμένες ανθρώπινες υποστάσεις. Αλλά η χάρι του Θεού, δεν ξεύρω
πως «οικονόμησε» και επέβλεψε στην ταπείνωσή μας, μας απεκάλυψε ένα από αυτούς
τους σαρκοφόρους αγγέλους του, ένα πνεύμα αληθινά λειτουργικό, μια φύση
καθαρμένη «ταις των δακρύων της ροαίς», ένα άνθρωπο που εικονίζει τη δόξα του
Θεού, αφού από το «κατ΄ εικόνα», που «ετήρησεν αλώβητον», έφθασε στο «καθ΄
ομοίωσιν», όσο είναι «εφικτόν τη ανθρωπίνη φύσει». Ο άγιος και προφήτης αυτός
ερημίτης δεν κινδυνεύει να πλανηθή από τα παραπάνω λόγια μας, όχι μόνο γιατί
έχει γίνει δυσκίνητος προς κάθε μορφή κακού, αλλά και γιατί βρίσκεται «έξω
κόσμου και των του κόσμου» με έννοια ηθική και τοπική, αφού η σπηλιά του είναι
τόσο δυσπρόσιτη, όσο και η αρετή του. Πως κανείς μπορεί να βρη ένα τέτοιο
κρυμμένο θησαυρό, είναι κάτι που σχετίζεται με την αξιότητα εκείνου που τον
βρίσκει, αλλά το πλείστο ανήκει στο θείον Έλεος.
Αλλά στην περίπτωση τη δική
μου το όλο ανήκει στο Θεό που με ελέησε. Για το σύντροφό μου Μοναχό δεν μπορώ
να κρίνω. Δεν ξεύρω πως το πνεύμα του Κυρίου μας άρπαξε θάλεγα και μας μετέφερε
στους «απορρώγας» αυτούς βράχους, που στα σπλάχνα τους ζούσε αυτός ο Ερημίτης,
σαν το μαργαριτάρι μέσα στο όστρακό του. πάντων για μας, η αποκάλυψη αυτού του
«βραχύ τι παρ΄ αγγέλους ηλαττωμένου» γέροντος μοναχού, ήταν απάντηση του παναγάθου
Θεού, που είναι τόσο κοντά μας με τις άκτιστες ενέργειές του, στην καθημερινή
μας ικεσία: «Κύριε, γνώρισόν μοι άνδρα πεπαιδευμένον τη καρδία εν σοφία». Αφού
εδαπανήσαμε την ημέρα μέσα στο καθαρό ηλιακό φως της λεπτής αθωνικής
ατμοσφαίρας της Ερήμου, κατά την ώρα του εσπερινού, όταν εψάλλαμε μεσ΄ στις
καρδιές μας τον «επιλύχνιον ύμνον» και ερροφούσαμε το «ιλαρόν φως αγίας δόξης»,
ακριβώς «επί την ηλίου δύσιν», ένα σεμνό, παρθενικό και εξαϋλωμένο λογικό ον,
ένας ένσαρκος άγγελος που ζούσε πάνω στη γη όχι περισσότερο από 25 χρόνια,
φάνηκε στην ατραπό που με προσοχή περνάγαμε ανύποπτοι τα κοφτερά βράχια της: «ο
Γέροντάς μου σας προσκαλεί στη σπηλιά»! Μείναμε άφωνοι. Ακολουθήσαμε τα φτερωτά
βήματα του ιερού αυτού ζώου και αφού κάναμε δυο-τρεις στροφές δια μέσου των
ψηλών βράχων, φτάσαμε στη θεόκτιστη σπηλιά που είχε για κατοικία ο θεοφόρος
αυτός ασκητής. Πριν προλάβουμε να συνέλθωμε απ΄ την έκπληξη της προσκλήσεως,
από το θαυμασμό που αμέσως νοιώσαμε στην πρώτη εμφάνιση του θείου εκείνου
ανδρός, νομίσαμε πως ονειρευόμαστε, όταν μας μίλησε με τα ονόματά μας τα
μοναχικά!
--Σας είδα που
περνούσατε πάνω από τη σπηλιά και έστειλα τον αδελφό Χ. να σας φωνάξη γιατί θα
χανόσαστε απόψε στην Έρημο, είπε και πριν απαντήσουμε, πέσαμε στα γόνατα και
τον προσκυνήσαμε.
–Γέροντα,
ετόλμησα, πως μας είδατε μέσα από τη σπηλιά σας, αφού είναι αδύνατο αυτό; Αλλά
και πως ξεύρετε τα ονόματά μας;
Ο Ερημίτης γέλασε
ελαφρά και με συγκατάβαση. Ύστερα ο αγγελικός υποτακτικός μας έφερε σε ξύλινες
παροψίδες βρόχινο νερό και «ισχάδες»-σύκα ξερά. Ζητήσαμε την ευχή τους και
ήπιαμε νερό.
…Πέρασε λίγη ώρα μέσα σε υποβλητική σιωπή.
Ο Ερημίτης είχε κάτι από «το άγριον και ανεπιμέλητον πρόσωπον» του μεγάλου εκείνου τέκνου της Ερήμου του Ιορδάνου, «εν Βηθαβαρά», του Βαπτιστού Ιωάννου. Μόνο που οι δασείς βόστρυχοί του ήταν άσπροι, χιονάτοι, όπως και τα μακρυά σαν προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης γένεια του. Βαθουλωμένα τα αστραφτερά από εσωτερική λάμψη μάτια του στις κόγχες τους αντιφέγγιζαν δεν ξεύρω ποιους θείους κόσμους της αγιασμένης ψυχής του, που παρέσυρε η δύναμή τους κι΄ εμάς.
Ο Ερημίτης είχε κάτι από «το άγριον και ανεπιμέλητον πρόσωπον» του μεγάλου εκείνου τέκνου της Ερήμου του Ιορδάνου, «εν Βηθαβαρά», του Βαπτιστού Ιωάννου. Μόνο που οι δασείς βόστρυχοί του ήταν άσπροι, χιονάτοι, όπως και τα μακρυά σαν προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης γένεια του. Βαθουλωμένα τα αστραφτερά από εσωτερική λάμψη μάτια του στις κόγχες τους αντιφέγγιζαν δεν ξεύρω ποιους θείους κόσμους της αγιασμένης ψυχής του, που παρέσυρε η δύναμή τους κι΄ εμάς.
–Ψάχνετε,
δεν είναι έτσι; Ψάχνετε για αλήθειες, είπε ο Ερημίτης και μας κύτταξε με
ουράνια γλυκύτητα.
–Ναι, Γέροντα, απάντησα. Αγωνιούμε να μάθωμε σε ποια φάση της ιστορικής
ζωής του κόσμου βρισκόμαστε. Δηλαδή σε ποιο ιστορικό χώρο που περιγράφουν οι
επτά σφραγίδες της Αποκαλύψεως. Υπάρχει τέτοια σύγχυση σήμερα στο σύγχρονο
κόσμο, τέτοια αποστασία από το Θεό, τόσος δαιμονισμός, που όσοι δεν έχασαν και
την τελευταία αίσθηση της αλήθειας συνεχώς βρίσκονται σε ανησυχία και
ερωτήματα. Σεις τι θα είχατε να μας πήτε, άγιε Γέροντα;
--Τέκνα
εν Χριστώ, δεν διαβάζετε το ιερό Ευαγγέλιο; Ο αιώνιος λόγος του Θεού τα λέει
όλα. Τι σημασία έχει για το χριστιανό η ιστορική στιγμή που ζη; Σας καταπλήσουν
η αποστασία απ΄ το Θεό, η σύγχυση του κόσμου και ο δαιμονισμός του. Αλλά πότε
δεν είχαμε αυτά τα φαινόμενα; Ο Κύριος δεν είπε ότι «ο κόσμος κείται εν τω
πονηρώ»; Αν σήμερα φαίνεται το κακό κάθε μορφής πιο εκτεταμένο από παλαιότερα,
είναι γιατί πολλαπλασιάστηκε κατά την αναλογία της αριθμητικής αυξήσεως του
κόσμου και γιατί βλέπουμε όλον τον κόσμο «εν στιγμή χρόνου». Αλλά με το συλλογισμό
αυτό και το καλό αντίστοιχα έχει πολλαπλασιασθή. Ο Θεός πάντοτε είχε τους
ανθρώπους του. Λίγους; Το είπε ο Ίδιος: «Πολλοί οι κλητοί, ολίγοι οι εκλεκτοί».
Γιατί λοιπόν να αγωνιάτε; Και τι θα σας ωφελήση να μάθετε αν ο άγγελος τώρα άνοιξε
την έκτη ή την εβδόμη σφραγίδα; Σεις είσθε μοναχοί και θα έπρεπε να ζήτε πέρα
απ΄ όλες τις ιστορικές φάσεις, ώστε η σκέψις σας και ολόκληρη η ψυχή σας να
κινήται μεταξύ της δύσεως του παρόντος κόσμου και της ανατολής του μέλλοντος,
που είναι τα έσχατα όρια της αρχής της αιωνίου βασιλείας του Θεού.
–Γέροντα,
επιτρέψτε μου, είπα, να ερωτήσω· θεωρείτε κατ΄ αρχήν σωστό να αποσπασθή ο
μοναχός από το παρόν του και να μεταφερθή στα έσχατα χρονικά όρια του κόσμου;
Και αν είναι σωστό, πως θα αποφύγουμε την ευθύνη μας απέναντι της Εκκλησίας και
του κόσμου, αφού είμαστε οργανικά μέλη της στρατευμένα;
--Τέκνα Χριστού,
απάντησε με τη βαθειά φωνή του ο Ερημίτης. Εάν η βίωση των εσχάτων εσήμαινε
απομάκρυνση από το παρόν, τότε φυσικά θα βρισκώμαστε σε πλάνη. Αλλά ο λόγος μου
δεν έχει το νόημα που υποθέσατε. Αντιθέτως μάλιστα εκφράζει τη βαθύτερη ουσία
όλης της Εκκλησίας. Βίωση λοιπόν των εσχάτων, με κανένα τρόπο δε σημαίνει
αποξένωση, αλλά συνθετική κατάσταση παρόντος και μέλλοντος, που εκφράζει την
Ορθόδοξη ζωή.
–Άγιε Γέροντα,
παρατήρησε ο σύντροφός μου μικρότερος μοναχός, πως πραγματοποιείται αυτή η
συνθετική κατάσταση μέσα στην ενιαία ψυχή του χριστιανού; Γιατί φαίνεται
τουλάχιστο σαν αντινομία σε πρώτη φάση αυτή η άποψη.
–Αν είχατε δοκιμάσει πιο έντονη πνευματική πείρα απ΄ αυτή που διαθέτετε,
ασφαλώς θα διαπιστώνατε πόσο απλή είναι αυτή η σύνθεση, αυτή που τώρα, χωρίς να
το καταλαβαίνετε, ζείτε. Αλλά η σύνθεση παρόντος και μέλλοντος, δεν είναι
τίποτε άλλο από την σύνθεση της πίστεως του ανθρωπίνου όντος προς τον Θεόν, σε
ποικίλου βαθμού εμπειρία της εν Θεώ ζωής, με την άφευκτη κατ΄ αίσθηση ιστορική
ζωή του. Όταν λοιπόν έχη κανείς καθαρίση την ψυχήν του από τα ψεκτά πάθη και
την έκαμε δεκτική των ακτίστων ενεργειών του αγίου Πνεύματος, αυτές οι
ενέργειες τον συνδέουν με τα έσχατα, με την ερχομένη βασιλεία του Θεού.
Παράλληλα η ψυχή ζη μέσα στο χώρο του φυσικού βίου του παρόντος. Να λοιπόν ποια
είναι η σύνθεση. Ο μεταμορφωμένος λοιπόν άνθρωπος, σαν οργανικό μέλος της
Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ενώ ζη απ΄ εδώ προγευστικά την αιώνια ζωή,
και έχει κενώσει εκεί τον θείο πόθο του, όμως έχει πλήρη την αίσθηση της
μετοχής του στη στρατευομένη Εκκλησία, αφού είναι δεμένος μαζή της με τα
Μυστήρια και την αγάπη… Και ο Ερημίτης σταμάτησε να μιλάη.
–Θα
μπορούσα να ρωτήσω, άγιε του Θεού, είπα, με ποιο τρόπο στις λεπτομέρειές του
μπορεί να ζη κανείς τη διπλή αυτή ζωή;
--Μη ζητάτε να
μάθετε θεωρητικώς αυτά τα εσωτερικά γεγονότα. Όχι μονάχα γιατί είναι εμπειρικής
τάξεως, αλλά και γιατί είναι τόσοι οι τρόποι στις λεπτομέρειές τους της εν Θεώ
βιώσεως και της ζωής σε σχέση με την Εκκλησία, ώστε να μην υπάρχη μονάχα μια
περιγραφή.
–Η ποικιλία των
τρόπων της διπλής βιώσεως, ρώτησα πάλι, που έχει τους λόγους της, τίμιε
Γέροντα;
--Στην ποικιλία
των ανθρωπίνων τύπων και στην ποικιλία του βαθμού και του είδους της ενεργείας
του αγίου Πνεύματος, απήντησε ο μέγας Γέροντας.
–Και τι είναι
εκείνο, ξαναρώτησε ο σύντροφός μου, που προσδιορίζει την ποικιλία και το βαθμό
της άκτιστης ενεργείας του αγίου Πνεύματος, σεβάσμιε πατέρα;
--Πρώτα η σοφία
και η πρόνοια του αγίου Πνεύματος υπέρ του ενεργουμένου με τις άκτιστες
ενέργειες, δηλαδή ο σεβασμός στην ελευθερία του και η πρόνοια να μη ζημιωθή ο
χριστιανός από την ενδεχόμενη κατάχρηση των χαρισμάτων. Ύστερα είναι ο βαθμός
δεκτικότητος του πιστού, που την καθορίζει ο βαθμός καθαρότητος· η αναλογία της
φυσικής καταβολής και η προσωπική ιδιοτυπία. Οι άνθρωποι είναι μια ατέλειωτη
ποικιλία, είπε ο Ερημίτης, που κατευθύνονται, αν θέλουν, στην κατάκτηση των πιο
υψηλών μορφών τελειότητος.
–Άγιε πατέρα,
παρετήρησα, μας είπατε σε γενικές γραμμές για τη σύνθεση του παρόντος και
εσχάτων. Θα είχατε την καλωσύνη να μας μιλήσετε πιο αναλυτικά για το πώς φθάνει
ο άνθρωπος στους δύο αυτούς χώρους;
--Πρώτ΄ απ΄ όλα,
τέκνα εν Κυρίω, είπεν ο Ερημίτης, πρέπει να γνωρίζωμε, ότι είμαστε έτσι
πλασμένοι, ώστε να αισθανόμαστε έλξη από τον Θεό. Όταν, όπως είπα,
απελευθερώσουμε τις δυνάμεις της ψυχής από την αιχμαλωσία των παθών και με τη
χάρη του αγίου Πνεύματος αντεισάξουμε στην ψυχή αρετές, τότε κατά μια αναλογία
ζούμε με πνευματική αίσθηση μέσα στους κόλπους του Θεού. Το να ζη κανείς εν
Θεώ, αυτό σημαίνει ότι ζη μέσα στο φως, στην ειρήνη, στην αγάπη, στη
μακαριότητα σε μια αναλογία δεκτικότητος. Από αυτή την κατάσταση της αισθήσεως
των εσχάτων, η ψυχή βλέπει τα εγκόσμια πράγματα με τη συνείδηση του τέκνου της
Εκκλησίας και σκέπτεται και δρα. Αφού λοιπόν η ψυχή είναι σε ένα ποικίλο βαθμό
ενωμένη με το Θεό δια της αγάπης, τότε δύναται και να ενεργή και να δρα υπό την
άμεση σχέση της αισθήσεως της αγάπης. Οπότε και ενωμένη παραμένει και διάχυση
των δυνάμεών της με τη δράση δεν παθαίνει… Αυτά είπε ο άγιος και διέκοψε το
λόγο.
–Φαίνεται,
λοιπόν, σεβαστέ πατέρα, από αυτά τα σοφά που είπατε, ότι η ψυχή συνέχεται και
από την αγάπη του Θεού, πράγμα που έχει τον όρο της βιώσεως των εσχάτων, αλλά
μπορεί να ζη και μέσα στο παρόν της Εκκλησίας, παρετήρησε ο σύντροφός μου.
–Τη βαθύτερη
σημασία της διπλής κινήσεως της ψυχής δεν διεκρίνατε, είπε ο σοφός Ερημίτης.
Αυτός που βρίσκεται ενωμένος με το Θεό, νομίζω ότι είναι ένας σχετικά τέλειος
άνθρωπος, όχι μόνο για την σταθερή αγάπη του, αλλά και γιατί η συμπεριφορά του
μέσα στον κόσμο της Εκκλησίας είναι ωφέλιμη χάρη στο φως της διακρίσεως, που
του χορηγεί η αίσθηση της αγάπης του Θεού, που ταυτόχρονα είναι και αίσθηση
αγάπης προς τους ανθρώπους. Χωρίς την αίσθηση της αγάπης, όσο και να θέλη ο
χριστιανός να πάρη σωστή θέση απέναντι στα εκάστοτε προβλήματα που
παρουσιάζονται, είναι αδύνατο να βρη τη χρυσή τομή τους. Με διανόηση χωρίς ιερό
πάθος, δε βρίσκεται το σωστό.
–Άγιε του Θεού, θέλετε, να πήτε, ότι ο νους στην αναζήτηση του σωστού, ποτέ δεν μπορεί να το διακρίνη αν δεν έχη οδηγό την πνευματική αίσθηση της αγάπης;
–Άγιε του Θεού, θέλετε, να πήτε, ότι ο νους στην αναζήτηση του σωστού, ποτέ δεν μπορεί να το διακρίνη αν δεν έχη οδηγό την πνευματική αίσθηση της αγάπης;
--Ναι, τέκνα. Η
απουσία της αισθήσεως της διπλής αγάπης μαρτυρεί την παρουσία των παθών—εννοώ
των κακών παθών, αφού και η αγάπη πάθος είναι, αλλά άγιο και μακάριο.
Καταλαβαίνετε λοιπόν, ότι υπό την επήρεια των ενεργημάτων των παθών
συλλογιζόμενος ο νους, δεν μπορεί ν΄ αποφύγη τις εκτροπές είτε στις υπερβολές
είτε στις ελλείψεις. Άφευκτα θα κινήται σε ακραίες περιοχές. Φυσικά και η
ενέργεια, η δραστηριοποίηση του θεωρουμένου ως αγαθού θα ακολουθήση μοιραία τον
ίδιο στραβό δρόμο, όσο και να εμφανίζεται υπό μορφή ζήλου του καλού και θα
υφέρπη το κακό.
–Με
αυτά που είπατε, άγιε του Θεού, παρετήρησε ο συνέκδημος αδελφός μου, βγαίνει
αβίαστα το συμπέρασμα, ότι αφού εμείς οι ταλαίπωροι και ταλαιπωρούμενοι από τα
πάθη μας δε φθάσαμε στην αίσθηση της διπλής αγάπης, θα πρέπει να αποφεύγουμε
κάθε δράση μέσα στην Εκκλησία, για να μη κάνωμε κακό αντί καλού.
–Όχι, απάντησε, ο
Ερημίτης. Έτσι πέφτουμε σε άλλη άκρη. Εάν δεν έχη φτάσει κανείς στο όριο που
εγγυάται σωστή θεώρηση και σωστή πραγμάτωση των στόχων, αλλά υπάρχει διάθεση
και δυνατότητα να κάμη το νομιζόμενο καλό, ένας τρόπος διασφαλίζει από
αστοχήματα· η ταπείνωσις, που γεννιέται από την επίγνωση της πνευματικής
φτώχειας μας και που οδηγεί κατ΄ ευθείαν στην αμφιβολία αν σκεφτώμαστε σωστά,
οπότε αναστέλουμε κάθε δημιουργική δράση και παίρνουμε το δρόμο του ξένου που
ρωτάει εκείνους που γύρισαν την «πολιτεία».
–Και
ποίοι είναι, πατέρα μας, ξαναρώτησα, αυτοί που έμαθαν την «πολιτεία» για να
βρούμε εκείνο που ζητάμε χωρίς να πλανηθούμε;
--Είναι οι Άγιοι
της Εκκλησίας, οι πατέρες και διδάσκαλοί της, απάντησε ο ησυχαστής. Αυτοί τα
ξεύρουν όλα, γιατί είχαν το φως του αγίου Πνεύματος. Αυτοί μονάχα που ανέβηκαν
όλη την κλίμακα της εν Χριστώ ζωής, εβίωσαν σε όλες τις μυστηριώδεις περιοχές
της «κεκρυμμένης εν Χριστώ» ζωής, αυτοί μόνοι και έμαθαν και απεκάλυψαν στον
κόσμο τις άρρητες δόξες του ανθρώπου…
Ο αγιασμένος και
ουρανοφάντορας Ερημίτης, μέσα στο θαμπό φως της εσπέρας φαινόταν σαν υπερκόσμιο
πλάσμα και τα λόγια του, που έβγαιναν σαν μαργαριτάρια από το γηραλαίο και
σεπτό στόμα του, επλήγωναν από αγάπη τις καρδιές μας. μάλιστα τα λόγια εκείνα
τα μυστικά που μας είπε και που δεν γράφονται εδώ, επειδή «ουκ εξόν ανθρώπω
λαλήσαι». Και όταν με διακοπές, από τις ενέργειες στη θεοφόρο καρδιά του του
αγίου Πνεύματος, μας μιλούσε για το Θεό, για την απεραντωσύνη του, για την
παντοδυναμία του και για την τρυφερή αγάπη του προς όλη την κτίση, έβλεπες το
αγνισμένο πρόσωπό του να παίρνη μια τέτοια λάμψη, που νόμιζες ότι δεν ήταν
άνθρωπος, αλλά φωτόμορφος Άγγελος.
Μπορώ να ισχυρισθώ, ότι σε μια ολόκληρη νύχτα, μέσα σε εκείνη την έξαρση και την αγία αλλοίωση της ψυχής, έμαθα και «έπαθα» τη θεολογία για πρώτη φορά στη μοναχική ζωή μου. Γιατί ενώ τα θεολογικά νοήματα δεν διέφεραν από την Πατρολογική διδασκαλία, όμως, αν μπορώ να εκφρασθώ έτσι, στον θεωμένον αυτόν άνθρωπο τα νοήματα έπαιρναν σάρκα, ζωντάνευαν όπως έβγαιναν από το στόμα του και εγίνοντο, όπως λέει ο Προφήτης, «αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού» και κύκλωναν ολόκληρη την ψυχήν μου, για να τις προκαλέσουν το πιο άγιο και πιο μυστικό απαθές πάθος, τον θείον έρωτα. Ο σαρκωμένος αυτός άγγελος, μέσα στη βαθειά σιωπή της υποβλητικής σπηλιάς του έπαιρνε διαστάσεις εξώκοσμου όντος, όταν το θείο πρόσωπό του εγίνετο ωσάν «ετέρα μορφή», με τις σαν αστραπή εκφράσεις του, που τις φώτιζε το ένοικον στην ψυχή του άγιον Πνεύμα και το γλυκό φως του καντηλιού, τις ώρες που μας μυούσε στα μυστήρια του Θεού. Πώς να λησμονήσουμε εκείνες τις θεολογικές συλλήψεις του για την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, που μας συνεκλόνιζε ολόκληρο το είναι η αγάπη του Θεού, όπως ο άγιος ησυχαστής την ζούσε; Και όταν τον ρωτήσαμε να μας πη, πως ένοιωθε ο ίδιος το μέγα μυστήριο της Σταυρώσεως του Θεού, ο θεοειδής Ερημίτης έπαψε να μιλάη· γύρισε το λευκό του κεφάλι προς το στήθος και τα δάκρυά του έπεφταν σαν διαμάντια αθόρυβα επάνω στο μοναχικό του ένδυμα… Πέρασε πολλή ώρα έως ότου πήραμε πάλιν επαφή με τον Γέροντα.
Μπορώ να ισχυρισθώ, ότι σε μια ολόκληρη νύχτα, μέσα σε εκείνη την έξαρση και την αγία αλλοίωση της ψυχής, έμαθα και «έπαθα» τη θεολογία για πρώτη φορά στη μοναχική ζωή μου. Γιατί ενώ τα θεολογικά νοήματα δεν διέφεραν από την Πατρολογική διδασκαλία, όμως, αν μπορώ να εκφρασθώ έτσι, στον θεωμένον αυτόν άνθρωπο τα νοήματα έπαιρναν σάρκα, ζωντάνευαν όπως έβγαιναν από το στόμα του και εγίνοντο, όπως λέει ο Προφήτης, «αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού» και κύκλωναν ολόκληρη την ψυχήν μου, για να τις προκαλέσουν το πιο άγιο και πιο μυστικό απαθές πάθος, τον θείον έρωτα. Ο σαρκωμένος αυτός άγγελος, μέσα στη βαθειά σιωπή της υποβλητικής σπηλιάς του έπαιρνε διαστάσεις εξώκοσμου όντος, όταν το θείο πρόσωπό του εγίνετο ωσάν «ετέρα μορφή», με τις σαν αστραπή εκφράσεις του, που τις φώτιζε το ένοικον στην ψυχή του άγιον Πνεύμα και το γλυκό φως του καντηλιού, τις ώρες που μας μυούσε στα μυστήρια του Θεού. Πώς να λησμονήσουμε εκείνες τις θεολογικές συλλήψεις του για την ενσάρκωση του Θεού Λόγου, που μας συνεκλόνιζε ολόκληρο το είναι η αγάπη του Θεού, όπως ο άγιος ησυχαστής την ζούσε; Και όταν τον ρωτήσαμε να μας πη, πως ένοιωθε ο ίδιος το μέγα μυστήριο της Σταυρώσεως του Θεού, ο θεοειδής Ερημίτης έπαψε να μιλάη· γύρισε το λευκό του κεφάλι προς το στήθος και τα δάκρυά του έπεφταν σαν διαμάντια αθόρυβα επάνω στο μοναχικό του ένδυμα… Πέρασε πολλή ώρα έως ότου πήραμε πάλιν επαφή με τον Γέροντα.
… Ολόκληρη η
νύχτα εκείνη δεν καταλάβαμε πότε πέρασε από τη μυσταγώγηση των ψυχών μας, που
τις μετέφερε με τα λόγια της χάριτος σε χώρους θείους. Και μόλις χάραξε η αυγή,
ο εξαϋλωμένος αυτός ασκητής και μύστης των απορρήτων, έδωσεν εντολή στον
αγγελικόν υποτακτικό του να μας οδηγήση πάλιν εκεί που την προηγουμένη ημέρα
μας παρέλαβε. Εμείς γονατίσαμε μπροστά του σαν σε εικόνα αγίου, πήραμε την
ευχήν του, άφωνοι και με εκστατική ψυχή ακολουθήσαμε τον οδηγό μας… Ο διάλογος
με τον άγιον Ερημίτη είχε τελειώσει. Ο λόγος του όμως σαν φως και φωτιά εφώτιζε
και έκαιγε ερωτικά τις καρδιές μας για πολύ καιρό…
Α.α
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου