Εἶναι τό σαράκι τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ταλαιπωρεῖ μικρούς και
μεγάλους. Τρυπώνει στήν καρδιά τοῦ ὑπερήλικα γέροντα, πού ταράσσεται μέ τήν
κάθε μικροαδιαθεσία, ἀλλά καί τοῦ μικροῦ μαθητῆ, πού ἀναστατώνεται ἀπό τίς ἀλλαγές
τῶν σχολικῶν προγραμμάτων, τοῦ φοιτητῆ, πού πιέζεται ἀπό την ἐντατική μελέτη,
καί τοῦ νεαροῦ ἐπιστήμονα, πού μελαγχολεῖ με τόν περιορισμό τῶν προοπτικῶν να βρεῖ
μιά θέση, γιά τήν ὁποία τόσα χρόνια μόχθησε. Κατατρύχει τον «πετυχημένο» ἐπιχειρηματία,
πού τρέχει καί δέν φθάνει νά διεκπεραιώσει τίς πολλές ὑποθέσεις, να προλάβει
τίς ἀλλαγές τοῦ χρηματιστηρίου, γιά νά ἐπενδύσει συμφερώτερα τά κεφάλαιά του, ἀλλά
και τόν φτωχό μεροκαματιάρη καί τον ταλαίπωρο ἄνεργο, πού ἀντιμετωπίζουν σοβαρό
τό πρόβλημα τοῦ ἐπιούσιου, τῆς στέγης καί τόσα ἄλλα. Ἐπίσημοι καί ἀφανεῖς,
μορφωμένοι καί ἀγράμματοι, φτωχοί και πλούσιοι, εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι στήν ἀγωνιώδη
μέριμνα, στό ἄγχος, πού σωστά χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ ἀσθένεια τοῦ αἰώνα
μας. Σύγχρονος καθηγητής τῆς Ψυχιατρικῆς παρατηρεῖ· «Κάποτε οἱ ἄνθρωποι
πήγαιναν στόν γιατρό μέ τό παράπονο τοῦ πόνου.
Τώρα τό κεντρικό παράπονο εἶναι τό ἄγχος. Ἀπό δέ τίς συνταγές πού καθημερινά γράφονται ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε γιατρό, ἕνα ποσοστό γύρω στό 60% ἀφορᾶ στό ἄγχος». Ποῦ, λοιπόν, ὀφείλεται αὐτό τό καταλυτικό για τήν κοινωνία μας φαινόμενο και πῶς θά μποροῦσε τάχα ν᾽ ἀντιμετωπισθεῖ; Θά ἦταν ἀσφαλῶς ἁρμόδιος ν᾽ ἀπαντήσει στό ἐρώτημα αὐτό ἕνας ψυχίατρος, μιά καί τό ἄγχος σαφῶς ἐντάσσεται στά ψυχικά νοσήματα. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἑνός θεολόγου ἡ ἀπάντηση. Γιά νά μή πῶ ὅτι ἀκριβῶς τοῦ θεολόγου ἡ ἀπάντηση προσφέρει τήν ἀλήθεια, ἐφόσον ἀντλεῖται ἀπό τόν λόγο τῆς ἀληθείας, τόν ἀλάθητο καί ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί δέν περιέχεται στήν ἁγία Γραφή ἡ λέξη, μνημονεύεται και στιγματίζεται κατ᾽ ἐπανάληψη ἡ ἔννοια τοῦ ἄγχους. Ἀπό τό ὕψος τοῦ ὄρους, ὅπου πραγματοποιεῖ την μνημειώδη ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία του, ὁ Κύριος βλέπει τήν ἀνθρωπότητα ν᾽ ἀναστενάζει κάτω ἀπό το βάρος τοῦ ἄγχους, καθώς προσπαθεῖ νά σηκώσει τήν βαρειά ἔγνοια γιά τά καθημερινά -τί θά φᾶμε, τί θα πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε;
Τώρα τό κεντρικό παράπονο εἶναι τό ἄγχος. Ἀπό δέ τίς συνταγές πού καθημερινά γράφονται ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε γιατρό, ἕνα ποσοστό γύρω στό 60% ἀφορᾶ στό ἄγχος». Ποῦ, λοιπόν, ὀφείλεται αὐτό τό καταλυτικό για τήν κοινωνία μας φαινόμενο και πῶς θά μποροῦσε τάχα ν᾽ ἀντιμετωπισθεῖ; Θά ἦταν ἀσφαλῶς ἁρμόδιος ν᾽ ἀπαντήσει στό ἐρώτημα αὐτό ἕνας ψυχίατρος, μιά καί τό ἄγχος σαφῶς ἐντάσσεται στά ψυχικά νοσήματα. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἑνός θεολόγου ἡ ἀπάντηση. Γιά νά μή πῶ ὅτι ἀκριβῶς τοῦ θεολόγου ἡ ἀπάντηση προσφέρει τήν ἀλήθεια, ἐφόσον ἀντλεῖται ἀπό τόν λόγο τῆς ἀληθείας, τόν ἀλάθητο καί ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί δέν περιέχεται στήν ἁγία Γραφή ἡ λέξη, μνημονεύεται και στιγματίζεται κατ᾽ ἐπανάληψη ἡ ἔννοια τοῦ ἄγχους. Ἀπό τό ὕψος τοῦ ὄρους, ὅπου πραγματοποιεῖ την μνημειώδη ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία του, ὁ Κύριος βλέπει τήν ἀνθρωπότητα ν᾽ ἀναστενάζει κάτω ἀπό το βάρος τοῦ ἄγχους, καθώς προσπαθεῖ νά σηκώσει τήν βαρειά ἔγνοια γιά τά καθημερινά -τί θά φᾶμε, τί θα πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε;
Μή μεριμνᾶτε γιά ὅλα αὐτά, παραγγέλλει ὁ Κύριος. Καί
φυσικά δέν θέλει μ᾽ αὐτό νά πεῖ ὅτι δέν θα φροντίσουμε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα
μας καί γιά ὅλα τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Σήμερα μποροῦμε καθημερινά νά βρίσκουμε
ψωμί και κρέας κι ὁ,τιδήποτε χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε. Δέν ἦταν ὅμως ἴδιες οἱ
συνθῆκες ζωῆς καί τότε. Οἱ ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀναγκασμένοι
νά γεμίζουν ἀπό τό καλοκαίρι τό ἀμπάρι τους μέ τό σιτάρι ὅλης τῆς χρονιᾶς καί
νά κάνουν ἐγκαίρως τίς ἀπαραίτητες προμήθειες. Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἔκανε
αὐτές τίς προμήθειες. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, τήν πρόνοια. Ἀσφαλῶς, ἄν μιλοῦσε
σήμερα, θά ἐπαινοῦσε και τήν κοινωνική πρόνοια καί τά ταμεῖα συντάξεων καί ὅλα
τά σχετικά. Δέν καταδικάζει τόν προγραμματισμό. «Δέν εἶπε πώς δέν πρέπει να σπέρνουμε»,
παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀλλ᾽ ὅτι δέν πρέπει νά μεριμνοῦμε. Ὄχι πώς δέν
πρέπει νά ἐργάζεσαι, ἀλλά δεν πρέπει νά εἶσαι μικρόψυχος καί νά παραδίδεσαι ὁλότελα
στήν ἀγχώδη μέριμνα». Δηλαδή, νά μή ἑστιάζεις ὅλο τό ἐνδιαφέρον σου μόνο σ᾽ αὐτά.
Πολύ περισσότερο νά μή ἐπιβαρύνεις τόν ἑαυτό σου μέ πλασματικές ἀνάγκες καί «νά
μή πολλαπλασιάζεις σέ βάρος σου τις ἀφορμές τῶν πόνων», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος
Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης. «Γιατί αὐξάνεις τούς φόρους σέ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ
σου; Γιά ποιό λόγο ἔσυρες τόν ἑαυτό σου καί τόν ὑποδούλωσες σέ τόσα χρέη;», ρωτᾶ
ὁ ἴδιος πατέρας.
Μᾶς χρειάζονται στήν ζωή πολύ λιγώτερα ἀπ᾽ ὅσα
φανταζόμαστε. Γι᾽ αὐτό ὁ Κύριος χαρακτήρισε «ἄφρονα», δηλαδή τρελλό, τον πλούσιο
τῆς παραβολῆς, πού συγκέντρωνε «πολλά ἀγαθά» προσπαθώντας μ᾽ αὐτά ν᾽ ἀσφαλίσει την
ζωή του. Εἶναι κυρίαρχος κι ὄχι δοῦλος τῆς ὕλης ὁ ἄνθρωπος. Και μπορεῖ νά ὑπερνικᾶ
καί νά κυριαρχεῖ «διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρωμ. 8,37), μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητική φροντίδα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀσφάλεια καί
τό βέβαιο στήριγμα γιά τήν ζωή. Αὐτή εἶναι τό μυστικό τῆς ψυχικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας
καί ὁ πιό δραστικός ἀντίπαλος τοῦ ἄγχους. Θά κοπιάσουμε ἀσφαλῶς, γιά να ἐξασφαλίσουμε
τήν τροφή καί τά ἀναγκαῖα ἀγαθά. Δέν εἶναι ἡ λύση τοῦ προβλήματός μας ὁ Κύριος,
ὅταν κρατοῦμε σταυρωμένα τά χέρια μας. Θά ἐργασθοῦμε καί θα μοχθήσουμε, γιά νά ᾽χουμε
τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προοπτική καί δυνατότητά μας ἡ δημιουργία. Νά μή
ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μέσα, γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ζωή μας, ἡ ὁποία
τείνει στήν αἰωνιότητα. Ὅταν τό μέσο ὑποκαταστήσει τόν σκοπό, τότε ὅλα ἀνατρέπονται
καί σύγχυση ἐπικρατεῖ. Ἡ σημερινή προσκόλληση στόν ὑπερκαταναλωτισμό καί τό ὄργιο
τῶν διαφημίσεων ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Νά μή ξεχνοῦμε πώς πίσω ἀπ᾽ ὅλα
καί πάνω ἀπ᾽ ὅλα στέκει ὁ Θεός. Σ᾽ αὐτόν ν᾽ ἀναθέτουμε τήν κάθε μέριμνα, μᾶς
συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «ὅτι αὐτῷ μέλει περὶ ὑμῶν» (Α´ Πέτ. 5,7). Οἱ
δικοί του θεϊκοί ὦμοι ἀντέχουν νά σηκώσουν κάθε φορτίο κι ἡ καρδιά του ἡ
γενναιόδωρη περιβάλλει μέ ἀγάπη το κάθε τι πού μᾶς βαραίνει. Ἀρκεῖ να τοῦ τό ἐμπιστευθοῦμε.
Κανένα πρόβλημα, ὅσο μικρό καί ἀσήμαντο κι ἄν εἶναι, δέν τό θεωρεῖ τέτοιο ὁ Θεός, ἀφοῦ τοῦ τό ἀναθέσαμε. Βέβαια,
σέ καμιά περίπτωση δεν μποροῦμε να παραβλέψουμε την σκοτεινή πλευρά τῶν
πραγμάτων. Ποιός ὅμως εἶπε ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἐξίσου ἀναγκαία μέ τήν φωτεινή,
γιά νά κατανοήσουμε καί νά χαροῦμε τό μυστήριο τῆς ζωῆς; Κι ἔπειτα, γιατί νά
τονίζουμε τίς σκιές; Καί ποιό εἶναι τό κέρδος, ὅταν ὑπερφορτωνόμαστε μέ τήν ἀγχώδη
μέριμνα; Ὁ Νεύτων συνήθιζε νά παρομοιάζει τούς μόχθους καί τό ἄγχος τῆς ζωῆς μ᾽
ἕνα ὀγκῶδες φορτίο ξύλων, πού κάτω ἀπό τό βάρος του ἀγκομαχᾶ ὁ θνητός. Ὁ
πανάγαθος Θεός τοῦ πρότεινε ἕνα τρόπο πού τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τό καθημερινό
μαρτύριο. Ἔλυσε τό φορτίο καί εἶπε στόν ἄνθρωπο νά σηκώνει μόνο ἕνα ξύλο κάθε
μέρα. Προλαβαίνει νά τά σηκώσει ὅλα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μά ἐκεῖνος ἐπιμένει
νά τά φορτώνεται ὅλα μαζί... «Ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία (=ταλαιπωρία) αὐτῆς» (Μθ
6,34). Γιατί θέλουμε νά πιεζόμαστε καί ἀπό τά βάρη τῆς ἑπόμενης μέρας, τοῦ ἑπόμενου
μήνα καί χρόνου; Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, νομίζω, δέν εἶναι
το ἄγχος ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία μας, πού τό προκαλεῖ καί τό καλλιεργεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου