Τὰ πασίγνωστα χωρία, δηλ. ἀπὸ τὰ «εἰρηνικὰ» τῶν ἱ.
ἀκολουθιῶν «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα
πάντες ἓν ὦσιν», ἐπιστρατεύθηκαν καὶ πάλι στὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου,
γιὰ νὰ στηρίξουν τὴν δῆθεν παραδοσιακότητα τοῦ ἀτέρμονος οἰκουμενικοῦ διαλόγου
καὶ τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος. Σύμφωνα μὲ
τὶς θεωρίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη σὲ ἐπὶ μέρους «ἐκκλησίες»
(ὄχι τοπικές, ἀλλ΄ ὁμολογιακές-δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre παρακάτω) καὶ χρῄζει ἑνώσεως· τὸ ὁποῖον βεβαίως εἶναι ἰσχυρισμὸς
πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ἔχει ἐπισημανθῆ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν
πάντων ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δόγματος· ἄλλωστε
ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν πασῶν [καὶ ὄχι “πάντων”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν
σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πίστη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν
τοπικῶν Ἐκκλησιῶν οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴν Μίαν Ἐκκλησίαν, τὸ Σῶμα Χριστοῦ,
χάρη στὴν ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος
Θεόληπτος Φιλαδελφείας: «[Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε σὰν κάποιο
Παράδεισο τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ὅλους
σὲ αὐτὲς καὶ ἔφτιαξε μία Ἐκκλησία στὴν Πίστη καὶ στὸ φρόνημα». Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες
ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες, διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη
συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά
της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ
ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. «Ἡ ἑνότητα, κατὰ τὸν π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀνήκει στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς
σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία εἶναι «μόνον
μία καὶ μοναδική», κατὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο. Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ ἑνότητα τῆς
Ἐκκλησίας φανερώνεται καὶ ἐξωτερικά, ὡς ἑνότητα στὴν Πίστη, τὴν Λατρεία,
μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἴδια Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴν διοίκηση, μὲ κέντρο
τοὺς ἐπισκόπους. Εἶναι, λοιπόν, ἑνότητα δογματική, λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ/κανονική.
Οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴν «μυστικὴ» ἑνότητά τους στὸ ἕνα σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, μέσω τοῦ ἀνωτάτου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου τους, ποὺ εἶναι
ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Κάθε ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς αὐτὲς
προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαιότητες γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας
ἐπιφέρει σχισματικὲς καταστάσεις, μὲ τὴν ἀπόσχιση τῆς καινοτομίας καὶ πλάνης ἀπὸ
τὸ ἕνα σῶμα. Διότι μένοντας πιστὸ στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τὸ σῶμα,
καθʼ αὑτὸ δὲν σχίζεται, ἀλλὰ τὸ «σεσηπὸς ἐκκόπτεται» κατὰ τὴν χαρακτηριστικὴ ἔκφραση
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου».
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ποὺ
βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγκριτο
συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε ὑπάρχουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία
τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσματα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν.
Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς, στὶς
Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμό τους (1716/1725): «... πρὸ χρόνων τινῶν
ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα
δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη
τῆς ὁλομελείας τοῦ
σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν οἷον
διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱστίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας
[...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, διʼ ὧν εὐχερῶς
ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως οὖν ἡ
καθʼ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ
τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις,
τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ
μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος». Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ
σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, λέγοντας
χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους
πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες,
ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴ δια [ἡ Ἐκκλησία]
μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει
ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ
διαμένει ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς
θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά».
Ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν
Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν»
ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας,
διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυτότητος τῆς ὀρθοδόξου
Πίστεως πάντων· δὲν ὑφίσταται λοιπὸν ἐκκρεμότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλʼ ἐκκρεμεῖ ἡ
ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ: «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ,
Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “ Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια
τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ
γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ
κατόρθωσε. Διότι ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα,
μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσπάστηκαν
[...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴν ὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσευχὴ αὐτή».
Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας,
χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι
κάτι το ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν
μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία
δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες, «ἑπόμενοι
τοῖς θείοις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δογματικὴ
ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ
τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ
γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ
δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλησία
δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλʼ εὔχεται
ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ
κείμενά της. Ἀντιθέτως ἡ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
Τὴν παραπλανητικὴ αὐτὴ τακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν στιγματίζει καὶ ὁ Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«Μερικοὶ θεολόγοι ἑρμηνεύουν τὴ φράση τοῦ Χριστοῦ «ἵνα
πάντες ἓν ὦσι» (Ἰ ω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶναι τμῆμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς Του, μὲ τὸ ὅτι δῆθεν ἀναφέρεται
στὴν μελλoντικὴ ἑνότητα τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τὴν χρησιμοποιοῦν κατὰ κόρον, γιὰ νὰ
δηλώσουν ὅτι ὁ Χριστὸς προανήγγειλε ὅτι ὅλες οἱ χριστιανικὲς ὁμολογίες θὰ ἀποκτή
σουν στὸ μέλλον ἑνότητα μεταξύ τους καὶ θὰ ἀποτελέσουν τὴ “μία” ἐκκλησία, ὑπονοώντας
ὅτι ἡ Ἐκκλησία τώρα εἶναι διασπασμένη. Ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς φράσεως εἶναι
διαφορετική. Τὸ “ἵνα πάντες ἓν ὦσι”, ἐὰν διαβάσει κανεὶς πολὺ προσεκτικὰ ὅλο τὸ
κείμενο τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, θὰ δεῖ ὅτι συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ ἄλλες
φράσεις, ὅπως “καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί” (Ἰ ω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ
φράση “ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἓν” (Ἰ ω. 17/ιζ΄,
23) καὶ ἐπίσης τὴν ἄλλη φράση “ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰ
ω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σαφῶς, ἐδῶ, ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται στὴν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων
κατὰ θεωρίαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τὴν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ποὺ ἔγινε τὴν ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς, γιατὶ ἀκριβῶς τότε οἱ Ἀπόστολοι ἀπέκτησαν καὶ ἑνότητα οὐσιαστικὴ
μεταξύ τους. Ἑπομένως ὅσοι ἐκ τῶν Ἁγίων μέσα στὴν ἱστορία φθάνουν στὴ θέωση καὶ
στὴ θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀποκτοῦν ἑνότητα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔχουν τὴν ἴδια
πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ ἐφαρμόζεται τὸ χωρίο αὐτό, τοῦ Χριστοῦ, “ἵνα ὦσιν ἕν”».
Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνος στὴν ἴδια του τὴν ὁμιλία, ἀνεφέρθη στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν» συμπεριλαμβάνοντας
τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (βλ. καὶ παρακάτω στὰ περὶ
Porto Alegre).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου