Ήχος ο αυτός,
Ειρμός άλλος.
Ο δια βρώσεως του
ξύλου, τω γένει προσγενόμενος θάνατος, δια Σταυρού κατήργηται σήμερον· της γαρ
προμήτορος η παγγενής κατάρα διαλέλυται, τω βλαστώ της αγνής Θεομήτορος· ην
πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.
Ερμηνεία.
Απορίας άξιον
είναι· διατί ο ιερός Κοσμάς, τας μεν άλλας Ωδάς τόσον του παρόντος Κανόνος,
όσον και των άλλων αυτού Κανόνων μοναπλάς εποίησε, την δε εννάτην ταύτην διπλήν
εσύνθεσεν; Ο μεν ουν Θεόδωρος ο καλούμενος Πτωχός Πρόδρομος ο των ασματικών
Κανόνων εξηγητής λέγει, ότι επειδή ετελείωσαν τα στοιχεία της ακροστιχίδος του
παρόντος Κανόνος, έμειναν δε και άλλαι ιστορίαι περί του Σταυρού
διαλαμβάνουσαι, τούτου χάριν ο Μελωδός, μη υποφέρων να αφήση και εκείνας, δια
τούτο προσέθηκε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, φυλάττων την ιδίαν ακροστιχίδα και
αρχίζων τον Ειρμόν ταύτης από το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής, ίνα και
τας ιστορίας εκείνας συμπεριλάβη· απίθανος όμως είναι η γνώμη αύτη· καθότι την
ιστορίαν της Μερράς, όπου ανέφερε πρότερον ο Μελωδός εν τη δ΄ Ωδή, ειπών
«Πικρογόνους μετέβαλε», ταύτην την ιδίαν αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή,
λέγων «Μη την πικρίαν την του ξύλου εάσας αναιρέσιμον, Κύριε, δια Σταυρού
τελείως εξήλειψας.
Όθεν και ξύλον έλυσέ ποτε πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν του Σταυρού την ενέργειαν». Ομοίως και την ιστορίαν του εν Ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού επί Κωνσταντίνου, την οποίαν ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, ειπών: «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το τρόπαιον», αυτήν την ιδίαν λέγω αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή, λέγων «Ίνα τον τύπον αποδείξης τω Κόσμω προσκυνούμενον, Κύριε», και τα εξής. Όθεν πιθανωτέρα είναι η γνώμη, την οποίαν αναφέρει περί τούτου ο σοφός Ιωάννης ο Ζωναράς· ήτις περιέχεται εν βίβλω χειρογράφω της ιεράς και μεγίστης Λαύρας του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου· εν η εκτίθεται παρά του αυτού Ζωναρά μία πλατεία ερμηνεία εις τους οκτωήχους αναστασίμους Κανόνας Ιωάννου του Δαμασκηνού. Έστι δε τοιαύτη η γνώμη εκείνου: λόγος, λέγει, εκ παραδόσεως έφθασεν εις ημάς, ότι ο θείος Κοσμάς, αφ΄ ου εσύνθεσε τον παρόντα Κανόνα του Σταυρού, παρέδωκεν αυτόν εις τας Εκκλησίας του Θεού δια να τον ψάλλουσιν. Όθεν έφθασε και έως εις την Πόλιν της Αντιοχείας. Μίαν φοράν δε πηγαίνων ο Άγιος εις την Αντιόχειαν, ήλουσε να ψάλλουν τον Κανόνα οι εκεί ευρισκόμενοι, έξω από το μέλος εκείνο, προς το οποίον αυτός τον ετόνησεν· ήτον γαρ και της Μουσικής έμπειρος. Όθεν είπεν εις εκείνους, ότι ψάλλουν τον Κανόνα παρεφθαρμένως, και όχι καθώς τον ετόνισεν ο τούτου Ποιητής. Εκείνοι δε μη ηξεύροντες τον άνδρα, και πως; Απεκρίθησαν, πως; Καλύτερα ηξεύρεις συ από ημάς το μέλος του Κανόνος; Ο δε θείος Πατήρ πάλιν είπεν εις εκείνους μετά ημερότητος, ότι ο Κανών εντέχνως ου ψάλλεται. Επειδή δε εκείνοι περισσότερον εφιλονείκουν και ετραχύνοντο· τούτου χάριν ο Μουσουργός Κοσμάς ηναγκάσθη να φανερώση, ότι αυτός είναι ο του Κανόνος Ποιητής. Αλλ΄ εκείνοι πάλιν εδυσπίστουν, και, τότε θέλομεν γνωρίση, είπον, ότι συ είσαι ο τούτου Ποιητής, αν και έμπροσθεν ημών συνθέσης και άλλο τι τοιούτον μελώδημα. Τότε ο θεσπέσιος Μελωδός εμελούργησε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, την παρούσαν δηλαδή, και ετόνησεν αυτήν μουσικώτατα. Προς περισσοτέραν δε πληροφορίαν των φιλονεικούντων, εμεταχειρίσθη το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής ακροστιχίδα της δευτέρας ταύτης εννάτης, και είπεν ούτως, ότι ο θάνατος, όπου επροξενήθη εις το γένος των ανθρώπων δια μέσου της βρώσεως του απηγορευμένου ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, αυτός, λέγω, κατηργήθη σήμερον δια μέσου του ξύλου του ζωοποιού Σταυρού. Όρα δε, ότι κατά τον ρηθέντα Ζωναράν, ο θείος Κοσμάς ευθύς από την αρχήν του Ειρμού τούτου αναιρεί την αίρεσιν του τε Πελαγίου και του μαθητού αυτού Κελεστίου. Ούτοι γαρ, ως μαρτυρεί ο θείος Αυγουστίνος Κεφ. Ε΄ και Στ΄ περί Προπατορικής αμαρτίας, εφρόνουν, ότι ο Αδάμ εξ αρχής επλάσθη παρά Θεού θνητός· Ώστε καν παρέβαινε την εντολήν του Θεού, καν μη παρέβαινεν, έμελλε να αποθάνη· μη ακούοντες οι άφρονες του Σολομώντος όπου λέγει: «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε… φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον Κόσμον» (Σοφ. α΄ 13, β΄ 24)· εφθόνησε γαρ ο μιαρός και τον Θεόν, δια να μη φανερωθή η δύναμις αυτού θεοποιούσα τον άνθρωπον, και τον άνθρωπον, δια να μη γένη της του Θεού δόξης μέτοχος· καθώς αποφαίνεται ο θεοφόρος Μάξιμος λέγων: «Φθονών τω Θεώ και ημίν ο Διάβολος, δόλω τον άνθρωπον υπό Θεού φθονείσθαι παραπείσας, παραβήναι την εντολήν παρεσκεύασε· τω Θεώ μεν, ίνα φανερά μη γένηται κατ΄ ενέργειαν η πανύμνητος αυτού δύναμις θεουργούσα τον άνθρωπον· τω δε ανθρώπω προδήλως, ίνα μη γένηται της θείας εν είδει κατ΄ αρετήν μέτοχος δόξης· φθονεί γαρ ο μιαρώτατος, ου μόνον ημίν της επί τω Θεώ δια την αρετήν δόξης, αλλά και τω Θεώ, της εφ΄ ημίν δια την σωτηρίαν πανυμνήτου δυνάμεως» (Κεφ. μη΄ της στ΄ εκατοντάδος των θεολογικών). Όθεν η αγία και τοπική Σύνοδος εν Καρθαγένη ανεθεμάτισε τους τούτο φρονούντας εν τω ΡΚ΄ Κανόνι αυτής ούτως ειπούσα: «Ήρεσεν, ίνα, όστις λέγει τον Αδάμ τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, θνητόν γενόμενον ούτως, ως είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι, τεθνήξεται εν τω σώματι: τουτέστιν εξελθείν εκ του σώματος, μη τη αξία της αμαρτίας, αλλ΄ εν τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα είη». Ταύτην λοιπόν την αίρεσιν ανατρέπων ο δογματικώτατος θείος Κοσμάς είπεν: «Ο δια βρώσεως του ξύλου τω γένει προσγενόμενος θάνατος». Προσγενόμενος γαρ ειπών, εφανέρωσεν, ότι δεν ήτον ο θάνατος εις τον άνθρωπον εκ φύσεως, αλλά προσεγένετο: τουτέστιν ύστερον ηκολούθησεν έξωθεν εις αυτόν δια την βρώσιν του ξύλου. Ει δε απορή τινάς, πως εδώ ο Μελωδός είπεν, ότι δια της βρώσεως του ξύλου προσεγένετο ο θάνατος, εν ω η θεία Γραφή λέγει, ότι οι πρωτόπλαστοι έφαγον από τον καρπόν του ξύλου; (Γέν. γ: 6). Ημείς αποκρινόμεθα, ότι τούτο όπου λέγει ο θείος Μελωδός, λέγει ομοίως και η θεία Γραφή· και εκεί γαρ έφη ο Θεός τω Αδάμ: «Από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β: 16). Όθεν κατά σχήμα συνεκδοχής τούτο είρηται, του αιτίου λαμβανομένου αντί του αιτιατού: τουτέστι του ξύλου, αντί του καρπού του ξύλου. Κατήργηται λοιπόν ο θάνατος: ήτοι αργός και άπρακτος έμεινεν· επειδή δεν εδυνήθη να κρατήση εν τω τάφω το ζωοποιόν σώμα του Κυρίου, και να παραδώση αυτό εις διαφθοράν: ήτοι εις λύσιν των σαρκών και αρμονιών του σώματος, ούτε εις καταφθοράν: τουτέστιν εις διάλυσιν και αυτών των οστέων του σώματος. Ποία δε ήτον η κατάρα της προμήτορος Εύας; Αποκρίνεται ο Ζωναράς, ότι ήτον το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. γ: 19). Η κατάρα γαρ αύτη μ΄ όλον ότι ερρέθη από τον Θεόν κατά του Αδάμ, όμως και κατά της Εύας μάλλον εγένετο, επειδή και η Εύα έγινεν εις τον Αδάμ αιτία της παραβάσεως. Παγγενής δε ωνομάσθη η κατάρα αύτη, επειδή δια των πρωτοπλάστων επροχώρησεν εις όλον το γένος των ανθρώπων. Κατάρα δε της Εύας δύναται να νοηθή και το «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γέν. γ: 16)· η οποία και αυτή παγγενής εγένετο· καθότι εξηπλώθη εις κάθε γεννώσαν γυναίκα. Αύται δε και αι δύο κατάραι διελύθησαν από τον βλαστόν: ήτοι από τον Μονογενή Υιόν της αγνής Θεομήτορος· η μεν γαρ κατάρα του: «Γη ει, και εις γην απελεύση» διελύθη, επειδή αποθανών ο Κύριος ανέστη, και πλέον δεν θέλει αποθάνη, κατά τον Παύλον «Χριστός γαρ, φησίν, εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει» (Ρωμ. στ:9) η δε κατάρα του: «Εν λύπαις τέξη τέκνα» διελύθη, επειδή και η Παρθένος γεννήσασα τον Κύριον, χωρίς πόνους και λύπας Αυτόν εγέννησε. Δια τούτο λοιπόν την παρθένον ταύτην μεγαλύνομεν, όχι μόνον ημείς οι άνθρωποι, αλλά και όλαι αι Δυνάμεις των Ουρανών, επειδή και εκείναι είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Μεγαλύνουσι δε, είπε, και ουχί ευφημούσι ή υμνούσι· δια να φανερώση, ότι η Ωδή αύτη είναι η εννάτη της Θεοτόκου, ης η αρχή εγένετο από του : «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον». Πάσαι δε αι Δυνάμεις, είπεν, όχι μόνον δηλαδή αι των εννέα ταγμάτων των ημίν γνωρίμων· αλλά και αι άλλαι αι παρ΄ ημίν ανώνυμοι και αγνώριστοι. Έφη γαρ ο Παύλος ο των απορρήτων θεατής τε και ακουστής, περί Χριστού ομιλών: «Εκάθισε τον Χριστόν ο Πατήρ εν δεξιά Αυτού υπεράνω πάσης Αρχής και Εξουσίας και Δυνάμεως και Κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι» (Εφ. α: 21). Αρμόζει δε ο Ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ αναγνώστα· διότι καθώς ο Αδάμ φαγών από το γλυκό ξύλον της γνώσεως, έπεσεν εις την φθοράν και τον θάνατον, ούτω και συ τρώγων και πίνων φαγητά νόστημα και γλυκέα, πίπτεις εις τον θάνατον της αμαρτίας. Ας μη σε πλανήση λοιπόν η γλυκύτης και ηδονή των φαγητών· αύτη γαρ φθάνει έως εις μόνον τον λάρυγγα· αφ΄ ου δε τα φαγητά περάσουν τον λάρυγγα, και καταβούν εις την κοιλίαν, τότε χάνεται όλη η γλυκύτης και ηδονή των. Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος είπεν, ότι τα φαγητά αφ΄ ου περάσουν τον λαιμόν, είναι όλα ομότιμα, καθότι όλα ομού χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, γίνονται κόπρος και εις αφεδρώνα εκβάλλονται. Διο και ο Παύλος είπε: «Τα βρώματα τη κοιλία, και η κοιλία τοις βρώμασιν· ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει» (α΄ Κορ. στ: 13)· ήτοι τα μεν βρώματα μετά την φυσικήν περίοδον της χωνεύσεως, εκ του αφεδρώνος εξέρχονται· η δε κοιλία μένει πάλιν κενή ως το πρότερον. Έχε λοιπόν, αδελφέ, εις την ενθύμησίν σου πάντοτε, τον Ησαύ και τον Ιωνάθαν τον υιόν του Σαούλ· ο μεν γαρ Ησαύ δια ολίγην φακήν επώλησε τα πρωτοτόκια του εις τον αδελφόν του Ιακώβ· όθεν και κατηγορείται από τον Απόστολον Παύλον, όστις παραγγέλλει εις τους Χριστιανούς και λέγει: «Μη τις πόρνος (έστω) ή βέβηλος ως Ησαύ, ος αντί βρώσεως μιας απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού» (Εβρ. ιβ: 16), ο δε Ιωνάθαν δια ολίγον μέλι εκινδύνευσε να αποθάνη· διο και θρηνών έλεγε: «Γευσάμενος εγευσάμην εν άκρω τω σκήπτρω τω εν τη χειρί μου βραχύ μέλι, και ιδού εγώ αποθνήσκω» (α΄Βασιλ. 14: 43). Θέλεις να καταλάβης, αγαπητέ, πόσον ολέθριον είναι το να επιθυμής φαγητά τρυφηλά και γλυκέα και νόστιμα; Μάθε από το παράδειγμα του Αδάμ, όστις δια την γλυκείαν βρώσιν του απηγορευμένου ξύλου, και αυτός απέθανε, και το γένος του όλον έγινεν αίτιος να αποθάνη. Μάθε τούτο και από τον ολόκληρον λαόν του Ισραήλ· ούτος γαρ επειδή επεθύμησε κρέατα και οψάρια και σκόρδα και κρομμύδια και πράσα και αγγούρια και πεπόνια, τα οποία έτρωγον εις την Αίγυπτον· δια τούτο παρεχώρησεν ο Θεός και έπεσεν εις αυτόν πληγή μεγάλη και θάνατος, και τα μνήματα, όπου ενταφιάσθη, ωνομάσθησαν μνήματα της επιθυμίας: «Τα κρέα, φησίν, έτι ην εν τοις οδούσιν αυτών πρινή εκλείπειν, και Κύριος εθυμώθη εις τον λαόν, και επάταξε Κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην σφόδρα, και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου, Μνήματα της επιθυμίας, ότι εκεί έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν» (Αριθ. ια: 33). Και λοιπόν επειδή έμαθες, αδελφέ, πόσον παιδεύει ο Θεός τους επιθυμούντας τα ηδονικά και τρυφηλά φαγητά, αναπαύου και αρκού εις εκείνα τα φαγητά, όπου σοι ευρίσκονται, ευχαριστών τον Κύριον και μη γογγύζων. Εάν γαρ ούτω ποιής, ήξευρε, ότι ο Κύριος ευφραινόμενος εις την ευχάριστον διάθεσιν της καρδίας σου, ευρίσκεται παρών αοράτως, και ευλογεί την τράπεζάν σου, και ποιεί νόστιμα τα φαγητά της, αν και είναι ευτελή και λιτά. Επάνω δε εις όλα ενθυμού πάντοτε εκείνο όπου σοι παραγγέλλει ο σοφός Σειράχ· ότι, αν συ δώσης εις την επιθυμίαν σου τα φαγητά όπου θέλει, έχει να σε κάμη περίπαιγμα των εχθρών σου Δαιμόνων. Διότι τα ηδονικά φαγητά προξενούν γαργαλισμούς εις τα πάθη, και ρίπτουν τον άνθρωπον εις πορνείας και ασελγείας: «Οπίσω των επιθυμιών σου μη πορεύου και από των ορέξεών σου κωλύου. Εάν χορηγήσης τη ψυχή σου ευδοκίαν επιθυμίας, ποιήσει σε επίχαρμα των εχθρών σου. Μη ευφραίνου επί πολλή τρυφή, μηδέ προσδεθής συμβολή αυτής» (Σειρ. ιη: 30-32). Ενθυμού δε και το του Χρυσορρήμονος λέγοντος εύκαιρον νυν ειπείν εκείνο το του σοφού: «Τις ελεήσει επαοιδόν οφιόδηκτον και πάντας τους προσάγοντας θηρίοις εαυτούς; (Σειρ. ιβ: 13) ήτοι ουδείς· θηρίον γαρ εστιν η τρυφή, θηρίον χαλεπόν και ατίθασσον. Και ουχ ούτω σκορπίος ή όφις τοις σπλάγχνοις ημών εγκαθήμενος λυμαίνεται πανταχόσε, ως η της τρυφής επιθυμία πάντα ανατρέπει και απόλλυσι· τοις μεν γαρ θηρίοις εκείνοις μέχρι του σώματος η επιβουλή· αύτη δε όταν εγκαθεσθή, μετά του σώματος και την ψυχήν προσαπόλλυσι· διόπερ φύγωμεν απ΄ αυτής» (Λόγω στ΄ περί Προνοίας· τόμω στ΄ ου η αρχή, φάγωμεν και πίωμεν).
Όθεν και ξύλον έλυσέ ποτε πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν του Σταυρού την ενέργειαν». Ομοίως και την ιστορίαν του εν Ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού επί Κωνσταντίνου, την οποίαν ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, ειπών: «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το τρόπαιον», αυτήν την ιδίαν λέγω αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή, λέγων «Ίνα τον τύπον αποδείξης τω Κόσμω προσκυνούμενον, Κύριε», και τα εξής. Όθεν πιθανωτέρα είναι η γνώμη, την οποίαν αναφέρει περί τούτου ο σοφός Ιωάννης ο Ζωναράς· ήτις περιέχεται εν βίβλω χειρογράφω της ιεράς και μεγίστης Λαύρας του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου· εν η εκτίθεται παρά του αυτού Ζωναρά μία πλατεία ερμηνεία εις τους οκτωήχους αναστασίμους Κανόνας Ιωάννου του Δαμασκηνού. Έστι δε τοιαύτη η γνώμη εκείνου: λόγος, λέγει, εκ παραδόσεως έφθασεν εις ημάς, ότι ο θείος Κοσμάς, αφ΄ ου εσύνθεσε τον παρόντα Κανόνα του Σταυρού, παρέδωκεν αυτόν εις τας Εκκλησίας του Θεού δια να τον ψάλλουσιν. Όθεν έφθασε και έως εις την Πόλιν της Αντιοχείας. Μίαν φοράν δε πηγαίνων ο Άγιος εις την Αντιόχειαν, ήλουσε να ψάλλουν τον Κανόνα οι εκεί ευρισκόμενοι, έξω από το μέλος εκείνο, προς το οποίον αυτός τον ετόνησεν· ήτον γαρ και της Μουσικής έμπειρος. Όθεν είπεν εις εκείνους, ότι ψάλλουν τον Κανόνα παρεφθαρμένως, και όχι καθώς τον ετόνισεν ο τούτου Ποιητής. Εκείνοι δε μη ηξεύροντες τον άνδρα, και πως; Απεκρίθησαν, πως; Καλύτερα ηξεύρεις συ από ημάς το μέλος του Κανόνος; Ο δε θείος Πατήρ πάλιν είπεν εις εκείνους μετά ημερότητος, ότι ο Κανών εντέχνως ου ψάλλεται. Επειδή δε εκείνοι περισσότερον εφιλονείκουν και ετραχύνοντο· τούτου χάριν ο Μουσουργός Κοσμάς ηναγκάσθη να φανερώση, ότι αυτός είναι ο του Κανόνος Ποιητής. Αλλ΄ εκείνοι πάλιν εδυσπίστουν, και, τότε θέλομεν γνωρίση, είπον, ότι συ είσαι ο τούτου Ποιητής, αν και έμπροσθεν ημών συνθέσης και άλλο τι τοιούτον μελώδημα. Τότε ο θεσπέσιος Μελωδός εμελούργησε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, την παρούσαν δηλαδή, και ετόνησεν αυτήν μουσικώτατα. Προς περισσοτέραν δε πληροφορίαν των φιλονεικούντων, εμεταχειρίσθη το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής ακροστιχίδα της δευτέρας ταύτης εννάτης, και είπεν ούτως, ότι ο θάνατος, όπου επροξενήθη εις το γένος των ανθρώπων δια μέσου της βρώσεως του απηγορευμένου ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, αυτός, λέγω, κατηργήθη σήμερον δια μέσου του ξύλου του ζωοποιού Σταυρού. Όρα δε, ότι κατά τον ρηθέντα Ζωναράν, ο θείος Κοσμάς ευθύς από την αρχήν του Ειρμού τούτου αναιρεί την αίρεσιν του τε Πελαγίου και του μαθητού αυτού Κελεστίου. Ούτοι γαρ, ως μαρτυρεί ο θείος Αυγουστίνος Κεφ. Ε΄ και Στ΄ περί Προπατορικής αμαρτίας, εφρόνουν, ότι ο Αδάμ εξ αρχής επλάσθη παρά Θεού θνητός· Ώστε καν παρέβαινε την εντολήν του Θεού, καν μη παρέβαινεν, έμελλε να αποθάνη· μη ακούοντες οι άφρονες του Σολομώντος όπου λέγει: «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε… φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον Κόσμον» (Σοφ. α΄ 13, β΄ 24)· εφθόνησε γαρ ο μιαρός και τον Θεόν, δια να μη φανερωθή η δύναμις αυτού θεοποιούσα τον άνθρωπον, και τον άνθρωπον, δια να μη γένη της του Θεού δόξης μέτοχος· καθώς αποφαίνεται ο θεοφόρος Μάξιμος λέγων: «Φθονών τω Θεώ και ημίν ο Διάβολος, δόλω τον άνθρωπον υπό Θεού φθονείσθαι παραπείσας, παραβήναι την εντολήν παρεσκεύασε· τω Θεώ μεν, ίνα φανερά μη γένηται κατ΄ ενέργειαν η πανύμνητος αυτού δύναμις θεουργούσα τον άνθρωπον· τω δε ανθρώπω προδήλως, ίνα μη γένηται της θείας εν είδει κατ΄ αρετήν μέτοχος δόξης· φθονεί γαρ ο μιαρώτατος, ου μόνον ημίν της επί τω Θεώ δια την αρετήν δόξης, αλλά και τω Θεώ, της εφ΄ ημίν δια την σωτηρίαν πανυμνήτου δυνάμεως» (Κεφ. μη΄ της στ΄ εκατοντάδος των θεολογικών). Όθεν η αγία και τοπική Σύνοδος εν Καρθαγένη ανεθεμάτισε τους τούτο φρονούντας εν τω ΡΚ΄ Κανόνι αυτής ούτως ειπούσα: «Ήρεσεν, ίνα, όστις λέγει τον Αδάμ τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, θνητόν γενόμενον ούτως, ως είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι, τεθνήξεται εν τω σώματι: τουτέστιν εξελθείν εκ του σώματος, μη τη αξία της αμαρτίας, αλλ΄ εν τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα είη». Ταύτην λοιπόν την αίρεσιν ανατρέπων ο δογματικώτατος θείος Κοσμάς είπεν: «Ο δια βρώσεως του ξύλου τω γένει προσγενόμενος θάνατος». Προσγενόμενος γαρ ειπών, εφανέρωσεν, ότι δεν ήτον ο θάνατος εις τον άνθρωπον εκ φύσεως, αλλά προσεγένετο: τουτέστιν ύστερον ηκολούθησεν έξωθεν εις αυτόν δια την βρώσιν του ξύλου. Ει δε απορή τινάς, πως εδώ ο Μελωδός είπεν, ότι δια της βρώσεως του ξύλου προσεγένετο ο θάνατος, εν ω η θεία Γραφή λέγει, ότι οι πρωτόπλαστοι έφαγον από τον καρπόν του ξύλου; (Γέν. γ: 6). Ημείς αποκρινόμεθα, ότι τούτο όπου λέγει ο θείος Μελωδός, λέγει ομοίως και η θεία Γραφή· και εκεί γαρ έφη ο Θεός τω Αδάμ: «Από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ΄ αυτού» (Γέν. β: 16). Όθεν κατά σχήμα συνεκδοχής τούτο είρηται, του αιτίου λαμβανομένου αντί του αιτιατού: τουτέστι του ξύλου, αντί του καρπού του ξύλου. Κατήργηται λοιπόν ο θάνατος: ήτοι αργός και άπρακτος έμεινεν· επειδή δεν εδυνήθη να κρατήση εν τω τάφω το ζωοποιόν σώμα του Κυρίου, και να παραδώση αυτό εις διαφθοράν: ήτοι εις λύσιν των σαρκών και αρμονιών του σώματος, ούτε εις καταφθοράν: τουτέστιν εις διάλυσιν και αυτών των οστέων του σώματος. Ποία δε ήτον η κατάρα της προμήτορος Εύας; Αποκρίνεται ο Ζωναράς, ότι ήτον το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. γ: 19). Η κατάρα γαρ αύτη μ΄ όλον ότι ερρέθη από τον Θεόν κατά του Αδάμ, όμως και κατά της Εύας μάλλον εγένετο, επειδή και η Εύα έγινεν εις τον Αδάμ αιτία της παραβάσεως. Παγγενής δε ωνομάσθη η κατάρα αύτη, επειδή δια των πρωτοπλάστων επροχώρησεν εις όλον το γένος των ανθρώπων. Κατάρα δε της Εύας δύναται να νοηθή και το «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γέν. γ: 16)· η οποία και αυτή παγγενής εγένετο· καθότι εξηπλώθη εις κάθε γεννώσαν γυναίκα. Αύται δε και αι δύο κατάραι διελύθησαν από τον βλαστόν: ήτοι από τον Μονογενή Υιόν της αγνής Θεομήτορος· η μεν γαρ κατάρα του: «Γη ει, και εις γην απελεύση» διελύθη, επειδή αποθανών ο Κύριος ανέστη, και πλέον δεν θέλει αποθάνη, κατά τον Παύλον «Χριστός γαρ, φησίν, εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει» (Ρωμ. στ:9) η δε κατάρα του: «Εν λύπαις τέξη τέκνα» διελύθη, επειδή και η Παρθένος γεννήσασα τον Κύριον, χωρίς πόνους και λύπας Αυτόν εγέννησε. Δια τούτο λοιπόν την παρθένον ταύτην μεγαλύνομεν, όχι μόνον ημείς οι άνθρωποι, αλλά και όλαι αι Δυνάμεις των Ουρανών, επειδή και εκείναι είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Μεγαλύνουσι δε, είπε, και ουχί ευφημούσι ή υμνούσι· δια να φανερώση, ότι η Ωδή αύτη είναι η εννάτη της Θεοτόκου, ης η αρχή εγένετο από του : «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον». Πάσαι δε αι Δυνάμεις, είπεν, όχι μόνον δηλαδή αι των εννέα ταγμάτων των ημίν γνωρίμων· αλλά και αι άλλαι αι παρ΄ ημίν ανώνυμοι και αγνώριστοι. Έφη γαρ ο Παύλος ο των απορρήτων θεατής τε και ακουστής, περί Χριστού ομιλών: «Εκάθισε τον Χριστόν ο Πατήρ εν δεξιά Αυτού υπεράνω πάσης Αρχής και Εξουσίας και Δυνάμεως και Κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι» (Εφ. α: 21). Αρμόζει δε ο Ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ αναγνώστα· διότι καθώς ο Αδάμ φαγών από το γλυκό ξύλον της γνώσεως, έπεσεν εις την φθοράν και τον θάνατον, ούτω και συ τρώγων και πίνων φαγητά νόστημα και γλυκέα, πίπτεις εις τον θάνατον της αμαρτίας. Ας μη σε πλανήση λοιπόν η γλυκύτης και ηδονή των φαγητών· αύτη γαρ φθάνει έως εις μόνον τον λάρυγγα· αφ΄ ου δε τα φαγητά περάσουν τον λάρυγγα, και καταβούν εις την κοιλίαν, τότε χάνεται όλη η γλυκύτης και ηδονή των. Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος είπεν, ότι τα φαγητά αφ΄ ου περάσουν τον λαιμόν, είναι όλα ομότιμα, καθότι όλα ομού χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, γίνονται κόπρος και εις αφεδρώνα εκβάλλονται. Διο και ο Παύλος είπε: «Τα βρώματα τη κοιλία, και η κοιλία τοις βρώμασιν· ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει» (α΄ Κορ. στ: 13)· ήτοι τα μεν βρώματα μετά την φυσικήν περίοδον της χωνεύσεως, εκ του αφεδρώνος εξέρχονται· η δε κοιλία μένει πάλιν κενή ως το πρότερον. Έχε λοιπόν, αδελφέ, εις την ενθύμησίν σου πάντοτε, τον Ησαύ και τον Ιωνάθαν τον υιόν του Σαούλ· ο μεν γαρ Ησαύ δια ολίγην φακήν επώλησε τα πρωτοτόκια του εις τον αδελφόν του Ιακώβ· όθεν και κατηγορείται από τον Απόστολον Παύλον, όστις παραγγέλλει εις τους Χριστιανούς και λέγει: «Μη τις πόρνος (έστω) ή βέβηλος ως Ησαύ, ος αντί βρώσεως μιας απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού» (Εβρ. ιβ: 16), ο δε Ιωνάθαν δια ολίγον μέλι εκινδύνευσε να αποθάνη· διο και θρηνών έλεγε: «Γευσάμενος εγευσάμην εν άκρω τω σκήπτρω τω εν τη χειρί μου βραχύ μέλι, και ιδού εγώ αποθνήσκω» (α΄Βασιλ. 14: 43). Θέλεις να καταλάβης, αγαπητέ, πόσον ολέθριον είναι το να επιθυμής φαγητά τρυφηλά και γλυκέα και νόστιμα; Μάθε από το παράδειγμα του Αδάμ, όστις δια την γλυκείαν βρώσιν του απηγορευμένου ξύλου, και αυτός απέθανε, και το γένος του όλον έγινεν αίτιος να αποθάνη. Μάθε τούτο και από τον ολόκληρον λαόν του Ισραήλ· ούτος γαρ επειδή επεθύμησε κρέατα και οψάρια και σκόρδα και κρομμύδια και πράσα και αγγούρια και πεπόνια, τα οποία έτρωγον εις την Αίγυπτον· δια τούτο παρεχώρησεν ο Θεός και έπεσεν εις αυτόν πληγή μεγάλη και θάνατος, και τα μνήματα, όπου ενταφιάσθη, ωνομάσθησαν μνήματα της επιθυμίας: «Τα κρέα, φησίν, έτι ην εν τοις οδούσιν αυτών πρινή εκλείπειν, και Κύριος εθυμώθη εις τον λαόν, και επάταξε Κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην σφόδρα, και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου, Μνήματα της επιθυμίας, ότι εκεί έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν» (Αριθ. ια: 33). Και λοιπόν επειδή έμαθες, αδελφέ, πόσον παιδεύει ο Θεός τους επιθυμούντας τα ηδονικά και τρυφηλά φαγητά, αναπαύου και αρκού εις εκείνα τα φαγητά, όπου σοι ευρίσκονται, ευχαριστών τον Κύριον και μη γογγύζων. Εάν γαρ ούτω ποιής, ήξευρε, ότι ο Κύριος ευφραινόμενος εις την ευχάριστον διάθεσιν της καρδίας σου, ευρίσκεται παρών αοράτως, και ευλογεί την τράπεζάν σου, και ποιεί νόστιμα τα φαγητά της, αν και είναι ευτελή και λιτά. Επάνω δε εις όλα ενθυμού πάντοτε εκείνο όπου σοι παραγγέλλει ο σοφός Σειράχ· ότι, αν συ δώσης εις την επιθυμίαν σου τα φαγητά όπου θέλει, έχει να σε κάμη περίπαιγμα των εχθρών σου Δαιμόνων. Διότι τα ηδονικά φαγητά προξενούν γαργαλισμούς εις τα πάθη, και ρίπτουν τον άνθρωπον εις πορνείας και ασελγείας: «Οπίσω των επιθυμιών σου μη πορεύου και από των ορέξεών σου κωλύου. Εάν χορηγήσης τη ψυχή σου ευδοκίαν επιθυμίας, ποιήσει σε επίχαρμα των εχθρών σου. Μη ευφραίνου επί πολλή τρυφή, μηδέ προσδεθής συμβολή αυτής» (Σειρ. ιη: 30-32). Ενθυμού δε και το του Χρυσορρήμονος λέγοντος εύκαιρον νυν ειπείν εκείνο το του σοφού: «Τις ελεήσει επαοιδόν οφιόδηκτον και πάντας τους προσάγοντας θηρίοις εαυτούς; (Σειρ. ιβ: 13) ήτοι ουδείς· θηρίον γαρ εστιν η τρυφή, θηρίον χαλεπόν και ατίθασσον. Και ουχ ούτω σκορπίος ή όφις τοις σπλάγχνοις ημών εγκαθήμενος λυμαίνεται πανταχόσε, ως η της τρυφής επιθυμία πάντα ανατρέπει και απόλλυσι· τοις μεν γαρ θηρίοις εκείνοις μέχρι του σώματος η επιβουλή· αύτη δε όταν εγκαθεσθή, μετά του σώματος και την ψυχήν προσαπόλλυσι· διόπερ φύγωμεν απ΄ αυτής» (Λόγω στ΄ περί Προνοίας· τόμω στ΄ ου η αρχή, φάγωμεν και πίωμεν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου