Τροπάριον.
Ο της επιπνοίας,
μετασχών της αμείνω Αδάμ χοϊκός, και προς φθοράν κατολισθήσας, γυναικεία απάτη,
Χριστόν γυναικός βοά εξορών· ο δι΄ εμέ κατ΄ εμέ γεγονώς, Άγιος ει Κύριε.
Ερμηνεία.
Από τον εις την
Χριστού Γέννησιν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου ερανίζεται ο Μελωδός το παρόν
Τροπάριον· λέγει γαρ εκείνος ταύτα περί Χριστού: «Δευτέραν κοινωνεί (ο Υιός),
δηλαδή πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Όσω τότε μεν του κρείττονος μετέδωκεν
(εις τον Αδάμ δηλαδή), νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος». Ταύτα λοιπόν και ο
Ιεράρχης Κοσμάς μελουργών εδώ λέγει, ότι ο Προπάτωρ Αδάμ ο χοϊκός πλασθείς:
ήτοι εκ του χοός, ο οποίος ήτον το πλέον λεπτότερον και καθαρώτερον και
ευγενέστερον χώμα της γης, καθώς ο Ζωναράς ερμηνεύων το Τροπάριον:
«Ο χερσίν αχράντοις εκ χοός» λέγει «Το μεν σώμα του ανθρώπου χερσί διαπλάττει· και ουδέ από της γης απλώς ως τα θηρία, αλλ΄ από χοός του λεπτοτάτου δηλονότι και καθαρωτάτου της γης». Ούτος ο Αδάμ, λέγω, όστις έλαβε την καλυτέραν έμπνευσιν του Θεού, δια μέσου της οποίας εδημιουργήθη η ψυχή αυτού ζώσα, λογική και αθάνατος· ου γαρ το εμφύσημα του Θεού εγένετο ψυχή, καθώς φλυαρούν τινές, αλλ΄ εκείνο ψυχήν εδημιούργησε κατά τον μέγαν Αθανάσιον· «Ενεφύσησε γαρ, φησίν, ο Θεός εις το πρόσωπον του Αδάμ, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β: 7)· και ύστερον ο θεόθεν τοιαύτην ψυχήν αθάνατον λαβών έπεσε, φευ! εις την φθοράν και τον θάνατον με απάτην της γυναικός του Εύας, βλέπων τώρα τον Χριστόν να γεννάται εκ γυναικός (ίνα γυνή λύση πάλιν την απάτην και το έγκλημα της γυναικός) φωνάζει προς αυτόν: «Ω Κύριε, όστις δια την ιδικήν μου σωτηρίαν έγινες άνθρωπος τέλειος, καθώς εγώ, και το όργανον της απωλείας την γυναίκα απέδειξας εκ του εναντίου όργανον σωτηρίας, συ είσαι, Κύριε, Άγιος». Καλυτέραν δε είπε την του Θεού έμπνευσιν, δι΄ ης έλαβε την λογικήν ψυχήν ο Αδάμ, συγκρίνων αυτήν με το ανθρώπινον σώμα όπου έλαβεν ύστερον ο Χριστός, το οποίον είναι χειρότερον: ήτοι κατώτερον από την ψυχήν, ως είπεν ανωτέρω ο Θεολόγος. Λέγει δε ο αυτός καθαρώτερον εν τη προς Κληδόνιον α΄ επιστολή· προτιθείς γαρ εκεί το ευαγγελικόν εκείνο: «Και ο λόγος σαρξ εγένετο», ούτω φησίν: «Ουκ άλλως ην την του Θεού δηλωθήναι περί ημάς αγάπην, ή εκ του μνημονευθήναι την σάρκα, ότι δι΄ ημάς κατέβη και μέχρι του χείρονος· σάρκα γαρ είναι ψυχής ευτελέστερον πας των ευφρονούντων ομολογήσει». Αμείνονος δε έπρεπε να γράψη ο Μελωδός, δια να συνταχθή με το, επιπνοίας, και να γένη συμφωνία, επιπνοίας αμείνονος· απεκόπη όμως η νος τελευταία συλλαβή, και η λέξις εχρεώστει να γράφεται δια του ο· ούτω, της αμείνο· επειδή δε ουδεμία γενική ισοσυλλαβούσα με την ιδικήν της ονομαστικήν λήγει εις βραχύ φωνήεν, αλλ΄ εις μακρόν, δια τούτο το νο βραχύ έγινε μακρόν, ως αμείνω. Τοιαύτη είναι και η κλίσις του χείρων χείρονος και κατά αποκοπήν χείρω, και μείζων μείζονος και μείζω. Ου μόνον δε τα εις ων λήγοντα ονόματα εις ω ποιούσι την γενικήν, αλλά και τα εις ως· ως το, άλως άλωνος και κατά αποκοπήν άλω· ομοίως και το, Μίνως Μίνωνος και Μίνω.
«Ο χερσίν αχράντοις εκ χοός» λέγει «Το μεν σώμα του ανθρώπου χερσί διαπλάττει· και ουδέ από της γης απλώς ως τα θηρία, αλλ΄ από χοός του λεπτοτάτου δηλονότι και καθαρωτάτου της γης». Ούτος ο Αδάμ, λέγω, όστις έλαβε την καλυτέραν έμπνευσιν του Θεού, δια μέσου της οποίας εδημιουργήθη η ψυχή αυτού ζώσα, λογική και αθάνατος· ου γαρ το εμφύσημα του Θεού εγένετο ψυχή, καθώς φλυαρούν τινές, αλλ΄ εκείνο ψυχήν εδημιούργησε κατά τον μέγαν Αθανάσιον· «Ενεφύσησε γαρ, φησίν, ο Θεός εις το πρόσωπον του Αδάμ, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν» (Γεν. β: 7)· και ύστερον ο θεόθεν τοιαύτην ψυχήν αθάνατον λαβών έπεσε, φευ! εις την φθοράν και τον θάνατον με απάτην της γυναικός του Εύας, βλέπων τώρα τον Χριστόν να γεννάται εκ γυναικός (ίνα γυνή λύση πάλιν την απάτην και το έγκλημα της γυναικός) φωνάζει προς αυτόν: «Ω Κύριε, όστις δια την ιδικήν μου σωτηρίαν έγινες άνθρωπος τέλειος, καθώς εγώ, και το όργανον της απωλείας την γυναίκα απέδειξας εκ του εναντίου όργανον σωτηρίας, συ είσαι, Κύριε, Άγιος». Καλυτέραν δε είπε την του Θεού έμπνευσιν, δι΄ ης έλαβε την λογικήν ψυχήν ο Αδάμ, συγκρίνων αυτήν με το ανθρώπινον σώμα όπου έλαβεν ύστερον ο Χριστός, το οποίον είναι χειρότερον: ήτοι κατώτερον από την ψυχήν, ως είπεν ανωτέρω ο Θεολόγος. Λέγει δε ο αυτός καθαρώτερον εν τη προς Κληδόνιον α΄ επιστολή· προτιθείς γαρ εκεί το ευαγγελικόν εκείνο: «Και ο λόγος σαρξ εγένετο», ούτω φησίν: «Ουκ άλλως ην την του Θεού δηλωθήναι περί ημάς αγάπην, ή εκ του μνημονευθήναι την σάρκα, ότι δι΄ ημάς κατέβη και μέχρι του χείρονος· σάρκα γαρ είναι ψυχής ευτελέστερον πας των ευφρονούντων ομολογήσει». Αμείνονος δε έπρεπε να γράψη ο Μελωδός, δια να συνταχθή με το, επιπνοίας, και να γένη συμφωνία, επιπνοίας αμείνονος· απεκόπη όμως η νος τελευταία συλλαβή, και η λέξις εχρεώστει να γράφεται δια του ο· ούτω, της αμείνο· επειδή δε ουδεμία γενική ισοσυλλαβούσα με την ιδικήν της ονομαστικήν λήγει εις βραχύ φωνήεν, αλλ΄ εις μακρόν, δια τούτο το νο βραχύ έγινε μακρόν, ως αμείνω. Τοιαύτη είναι και η κλίσις του χείρων χείρονος και κατά αποκοπήν χείρω, και μείζων μείζονος και μείζω. Ου μόνον δε τα εις ων λήγοντα ονόματα εις ω ποιούσι την γενικήν, αλλά και τα εις ως· ως το, άλως άλωνος και κατά αποκοπήν άλω· ομοίως και το, Μίνως Μίνωνος και Μίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου