ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  στ΄.  Ο  Ειρμός.
Σπλάγχνων Ιωνάν, έμβρυον απήμεσεν, ενάλιος θηρ οίον εδέξατο· τη Παρθένω δε, ενοικήσας ο Λόγος και σάρκα λαβών, διελήλυθε, φυλάξας αδιάφθορον· ης γαρ ουχ΄ υπέστη ρεύσεως, την τεκούσαν κατέσχεν απήμαντον.

Ερμηνεία.

Ποίος δεν ήθελε θαυμάση την σοφήν διάνοιαν του Ιερού τούτου Μελωδού; Διότι αυτός ένα και τον αυτόν Προφήτην Ιωνάν εις διαφόρους υποθέσεις μεταχειρίζεται. Και πρότερον μεν αυτόν προσφυώς εμεταχειρίσθη εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού, παρομοιάσας τούτον με τον τύπον του Σταυρού· τώρα δε αυτόν μεταχειρίζεται εις την υπόθεσιν της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού. Και την μεν εν τη κοιλία του κήτους διαμονήν αυτού εξομοιάζει με την του εμβρύου Σύλληψιν· την δε από του κήτους εξέλευσίν του παρομοιάζει με την του εμβρύου Γέννησιν. Όθεν λέγει, ότι ο ενάλιος θηρ (το κήτος της θαλάσσης) δεξάμενος εις την κοιλίαν του τον Ιωνάν, και φυλάξας αυτόν, καθώς η μήτηρ δέχεται εις την κοιλίαν της το έμβρυον, και φυλάττει αυτό, ύστερον εξέρασεν αυτόν από τα σπλάγχνα του· αλλά τοιούτον σώον και αβλαβή εξέρασεν, οποίος σώος και αβλαβής ήτον, όταν εδέχθη αυτόν πρότερον εις τα σπλάγχνα του. Ο μεν ουν Ιωνάς τοιουτοτρόπως εδέχθη και εξεράσθη από το κήτος· ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος εισελθών υπερφυώς εις την κοιλίαν της Παρθένου, και σάρκα λαβών εκ των παναχράντων αυτής αιμάτων διελήλυθεν (εγεννήθη) φυλάξας αβλαβή και αδιάφθορον την δεξαμενήν και γεννήσασαν αυτόν κοιλίαν: τουτέστιν αφήκεν αυτήν Παρθένον, καθώς Παρθένον εύρεν αυτήν και όταν εισήλθεν.
Όθεν κατά τούτο φαίνεται, ότι είναι εναντίον, τρόπον τινά, το παράδειγμα του Ιωνά με την εκ της Παρθένου Γέννησιν του Κυρίου· καθότι εκεί μεν τον κυοφορούμενον Ιωνάν εφύλαττεν αβλαβή το κυοφορούν αυτόν κήτος δια της παντοδυνάμου χάριτος του Θεού· ενταύθα δε κυοφορούμενος εν τη κοιλία της Παρθένου ο Θεός Λόγος, αυτός μάλλον εφύλαξεν αβλαβή την κυοφορούσαν Αυτόν, μη διαφθείρας τα κλείθρα της Παρθενίας Της. Καθώς γαρ ο Υιός του Θεού γεννηθείς άνω εκ του Πατρός προ αιώνων, καθό Θεός δεν υπέμεινε κανέν πάθος και ρεύσιν και φθοράν· απαθώς γαρ και αρρεύστως προήλθεν εκ του Πατρός, ως λόγος εκ νου· ούτως ο αυτός γεννηθείς κάτω επ΄ εσχάτων των χρόνων, καθό άνθρωπος εφύλαξεν αβλαβή και χωρίς καμμίαν φθοράν την γεννήσασαν αυτόν Θεοτόκον. Όθεν η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος εν τη ια΄ Πράξει αυτής δια του Λιβέλου της Πίστεως Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Παρθένον Αυτήν ανεκήρυξε προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον: ταυτόν ειπείν Αειπάρθενον. Αλλά και ο θείος Επιφάνιος αιρέσει ιη΄ : «Τις ποτε, λέγει, Μαρίαν ειπών και διερωτηθείς ουχί την Παρθένον προσέθετο;» Όθεν ο Χριστός και κατά τας δύο Γεννήσεις απαθής ώφθη και άρρευστος· ούτε γαρ ο Πατήρ γεννών Αυτόν έπαθέ τι, ούτε η Μήτηρ. Και δια να ειπώ καθαρώτερα, καθώς ο Υιός του Θεού έγινεν Υιός ανθρώπου ατρέπτως: ήτοι χωρίς να τραπή από την ιδικήν του φύσιν και Θεότητα, ή να λάβη καμμίαν αλλοίωσιν και ρεύσιν, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα: «Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, ουχ΄ ο ην μεταβαλών· άτρεπτος γαρ· αλλ΄ ο ουκ ην προσλαβών· φιλάνθρωπος γαρ» (Λόγ. εις τα Φώτα) ούτω και την τεκούσαν Αυτόν εφύλαξεν άτρεπτον και αβλαβή· μη τραπείσα γαρ αύτη από την κατά φύσιν παρθενίαν όπου είχε, προσέλαβεν εκείνο όπου δεν είχεν: ήτοι την υπέρ φύσιν μητρότητα. Όθεν και ο Θεοφόρος Μάξιμος είπεν: «Ως γαρ αυτός ο του Θεού Υιός άνθρωπος γέγονεν, ουκ αλλοιώσας την φύσιν, ουδ΄ αμείψας την δύναμιν· ούτω την τεκούσαν και Μητέρα ποιεί και Παρθένον διατηρεί, θαύματι θαύμα κατά ταυτό διερμηνεύων άμα και θατέρω κρύπτων το έτερον» (Κεφ. θ΄ της γ΄ εκατοντ. των γνωστικών). Λέγει δε και ο Βρυέννιος Ιωσήφ: «Τις Μήτηρ του Θεού των Πατέρων εφάνη ποτέ; Τις άμα και πλάστην και πλάσμα συνέλαβε; Τις δε και συλλαβούσα Υιόν και κυήσασα και τεκούσα το είναι Παρθένον ουκ απεβάλετο; Προ της συλλήψεως Παρθένος· εν τη συλλήψει Παρθένος· εν τη κυήσει Παρθένος· εν τω τίκτειν Παρθένος· και μετά το τεκείν ωσαύτως Παρθένος και αεί Αειπάρθενος· η γαρ εν τω της ζωής αυτής παντί χρόνω και οράσει και γεύσει και ακοή και αφή και οσφρήσει και νω και διανοία και δόξη και φαντασία και αισθήσει και, ενί λόγω, πάσαις δυνάμεσι και ψυχικαίς και σωματικαίς άβατον λογισμοίς ρυπαροίς εαυτήν όλην τηρήσασα, εικότως αν Αειπάρθενος λέγοιτο. Όθεν ουκ ενεπόδισεν οπωσούν το χρήμα της παρθενίας η υπέρ φύσιν κυοφορία· ουδέ το Αειπάρθενον είναι ο Θείος τόκος εκώλυσεν· ουθ΄ η σύλληψις την νηδύν ελυμήνατο· ουθ΄ ο τόκος την τεκούσαν διέφθειρε» (Λόγω Γ΄ εις τον Ευαγγελισμόν).

Δεν υπάρχουν σχόλια: