Τροπάριον.
Ίνα τον τύπον
υποδείξης, τω κόσμω προσκυνούμενον Κύριε, τον του Σταυρού εν πάσιν ως ένδοξον,
εν ουρανώ εμόρφωσας, φωτί απλέτω ηγλαϊσμένον, Βασιλεί πανοπλίαν αήττητον· ην
πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.
Ερμηνεία.
Και εδώ αναφέρει
ο Πρόεδρος Μαϊουμά την ιστορίαν εκείνην, όπου ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, κατά το
Τροπάριον εκείνο το λέγον «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το Τρόπαιον» ήγουν την
ιστορίαν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού εις τον μέγαν και
ισαπόστολον Κωνσταντίνον. Όθεν και λέγει: ω Κύριε, θέλων συ να δείξης εις τον
Κόσμον, ότι ο τύπος του Σταυρού σου πρέπει να προσκυνήται από όλους, ως ένδοξος
και γεμάτος από κάθε δόξαν· φυσικώ γαρ τω τρόπω κάθε ένδοξον έλκει τους
ανθρώπους εις το να το προσκυνούν· τούτου χάριν εμόρφωσας αυτόν τον Σταυρόν εν
τω ουρανώ, κατηγλαϊσμένον με φως άπλετον: ήγουν άπειρον και αμέτρητον· (Άπλετον
δε λέγεται εκείνο το πράγμα, έξω του οποίου δεν ημπορεί να εύρη τινάς πλέον:
ήτοι περισσότερον) δια να είναι ο Σταυρός αυτός μία ανίκητος αρματοθήκη εις τον
Βασιλέα και αυτοκράτορα Κωνσταντίνον.
Kαι βλέπε, ω αναγνώστα, την μεγαλειότητα του θαύματος. δεν εμόρφωσεν ο Θεός τον τύπον του Σταυρού εις κανένα στενόν τόπον και μικρόν χωρίον της γης· διότι ούτως ήθελαν τον ιδή και τον προσκυνήση μόνοι οι εν εκείνω τω τόπω κατοικούντες και ευρισκόμενοι άνθρωποι· ουδέ εμόρφωσεν αυτόν επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης· διότι και ούτως ήθελαν τον ιδή μόνοι οι εν τη θαλάσση πλέοντες, και ακολούθως μόνοι εκείνοι ήθελαν τον προσκυνήση· αλλά τον εμόρφωσεν υψηλά, επάνω εις το υπέρ γην ημισφαίριον του ουρανού· και ουχί εν καιρώ νυκτός, αλλά εν ημέρα· και ουκ εν ημέρα μόνον, αλλ΄ εν αυτώ τω μεσημερίω· ουχί εξαστράπτοντα με ένα ολίγον φως, αλλά με ένα φως αμέτρητον και απεριόριστον. Δια τι δε ταύτα πάντα εποίησεν ο Θεός; Δια να ιδή όλος ο Κόσμος τον τύπον του Σταυρού Του, και να προσκυνήσουν αυτόν. Καθώς γαρ, όταν ο ήλιος λάμπη εν τω ουρανώ κατά την ώραν του μεσημερίου, κάθε άνθρωπος, όπου έχει οφθαλμούς, από κάθε μέρος βλέπει τον δίσκον του, με το να μη εμποδίζη κανένα πράγμα την εις ουρανόν εκείνου ανάβλεψιν· ούτω, λέγει, και συ νοητέ Ήλιε Χριστέ, με τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν εζωγράφησας εις τους ουρανούς τον τύπον του τιμίου Σταυρού Σου· ένα μεν, δια να προσκυνήται από όλους· άλλο δε, δια να έχη τούτον ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος μίαν αρματοθήκην ανίκητον, ως προείπομεν, κατά των απίστων Βαρβάρων. Και καθώς μία μεγάλη πέτρα δεν έχει τόσην δύναμιν, όταν ρίπτεται από τα κάτω εις τα άνω· αλλ΄ όταν πίπτη από τα άνω εις τα κάτω, προξενεί μεγάλην φθοράν· ή καθώς ο κεραυνός και το αστραποπελέκι, πίπτον άνωθεν από τα σύννεφα, μεγάλην βλάβην προξενεί εκεί όπου πέση· τοιουτοτρόπως και ο θείος Σταυρός, άνωθεν από το ύψος του ουρανού επί την γην πίπτων, καταβάλλει, καταφθείρει, και αφανίζει πάντας τους Βαρβάρους, τους εχθρούς μεν όντας της ευσεβείας, των πιστών δε Βασιλέων και Χριστιανών, πολεμίους· και ούτως, ο του Κυρίου Σταυρός γίνεται τη αληθεία μία πανοπλία ανίκητος εις όλους τους ορθοδόξους. Όθεν δίκαιον είχεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος να ειπή: «Τον αοίδιμον Σταυρόν δίκαιον προσειπείν, ου μόνον γης, αλλά και ουρανού έρεισμα τε και αγλάϊσμα· την γαρ Κτίσιν πάσαν ανέσχε, τοις μεν υπερκοσμίοις χαράν, τοις δ΄ επιγείοις ελευθερίαν πρυτανεύσας, και τα διεστώτα συνάψας» (Επιστολ. Λβ΄Βιβλ. Δ΄). θαυμαστόν δε είναι και το εγκώμιον, όπου πλέκει εις τον Σταυρόν ο χρυσούς την ψυχήν και την γλώτταν Ιωάννης, ούτω λέγων: «Ουκ αισχύνης, αλλά πολλού καυχήματος άξιος είη· τον Σταυρόν λέγω του Χριστού· ουδέν γαρ ούτω της αυτού φιλανθρωπίας τεκμήριον μέγα, ουκ ουρανός, ου θάλαττα, ου γη, ου το εκ μη όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγείν, ου τα άλλα πάντα, ως ο Σταυρός. Διο και ο Παύλος επ΄ αυτώ καυχάται, λέγων: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ομιλ. β΄ εις την β΄ προς Τιμόθεον, προκειμένου ρητού, «Μη ουν επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου»). Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα ασματικόν Κανόνα, ας ιδούμεν με τους νοερούς οφθαλμούς της καρδίας τον ένδοξον και αγλαοπυρσόμορφον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά χαράς και φόβου ας προσκυνήσωμεν αυτόν· μετά φόβου μεν, διότι είμεθα αμαρτωλοί· μετά χαράς δε, διότι ηξιώθημεν να λάβωμεν δι΄ Αυτού την σωτηρίαν· λέγει γαρ ο Χρυσορρήμων: «Το του θανάτου σύμβολον (ο Σταυρός δηλαδή) εγένετο ευλογίας υπόθεσις πολλοίς, και παντοδαπής ασφαλείας τείχος· διαβόλου καιρία πληγή· δαιμόνων χαλινός· κημός της των αντικειμένων δυνάμεως. Τούτο θάνατον ανείλε· τούτο του Άδου τας χαλκάς πύλας συνέκλασε· τους σιδηρούς μοχλούς συνέθλασε· της αμαρτίας τα νεύρα εξέκοψεν· υπό καταδίκην κειμένην την οικουμένην άπασαν εξήρπασε· θεήλατον φερομένην κατά της φύσεως της ημετέρας πληγήν ανέστειλε» (Λόγ. ότι Θεός ο Χριστός Τομ. στ΄). Αλλά και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τη ερμηνεία της Β΄ εντολής, παρακινεί τους Χριστιανούς εις την προσκύνησιν του τιμίου Σταυρού, λέγων: «Ου μόνον δε την θείαν εικόνα του Χριστού προσκυνήσεις, αλλά και του Σταυρού Αυτού τον τύπον· σημείον γαρ εστι μέγιστον, και τρόπαιον Χριστού κατά του Διαβόλου και πάσης της αντικειμένης φάλαγγος. Διο και φρίττουσι και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες. Ούτος ο τύπος και προ του γενέσθαι το πρωτότυπον, (ήτοι ο σταυρωθείς Χριστός καθό άνθρωπος) μεγάλως εν τοις Προφήταις εδοξάσθη, και τα μέγιστα ετερατούργησεν· αλλά και επί της δευτέρας παρουσίας του κρεμασθέντος εν αυτώ Κυρίου Ιησού Χριστού, μέλλοντος έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς, ελεύσεται έμπροσθεν τούτο το μέγα και φρικτόν αυτού σημείον μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. Δόξασον ουν Αυτόν νυν, ίνα μετά παρρησίας προσβλέψης τότε και συνδοξασθής αυτώ». Πρόδηλον δε, ότι ημείς προσκυνούντες τον Σταυρόν, προσκυνούμεν ομού και τον εν αυτώ προσηλωθέντα σαρκί Χριστόν τον Θεόν ημών· ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Kαι βλέπε, ω αναγνώστα, την μεγαλειότητα του θαύματος. δεν εμόρφωσεν ο Θεός τον τύπον του Σταυρού εις κανένα στενόν τόπον και μικρόν χωρίον της γης· διότι ούτως ήθελαν τον ιδή και τον προσκυνήση μόνοι οι εν εκείνω τω τόπω κατοικούντες και ευρισκόμενοι άνθρωποι· ουδέ εμόρφωσεν αυτόν επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης· διότι και ούτως ήθελαν τον ιδή μόνοι οι εν τη θαλάσση πλέοντες, και ακολούθως μόνοι εκείνοι ήθελαν τον προσκυνήση· αλλά τον εμόρφωσεν υψηλά, επάνω εις το υπέρ γην ημισφαίριον του ουρανού· και ουχί εν καιρώ νυκτός, αλλά εν ημέρα· και ουκ εν ημέρα μόνον, αλλ΄ εν αυτώ τω μεσημερίω· ουχί εξαστράπτοντα με ένα ολίγον φως, αλλά με ένα φως αμέτρητον και απεριόριστον. Δια τι δε ταύτα πάντα εποίησεν ο Θεός; Δια να ιδή όλος ο Κόσμος τον τύπον του Σταυρού Του, και να προσκυνήσουν αυτόν. Καθώς γαρ, όταν ο ήλιος λάμπη εν τω ουρανώ κατά την ώραν του μεσημερίου, κάθε άνθρωπος, όπου έχει οφθαλμούς, από κάθε μέρος βλέπει τον δίσκον του, με το να μη εμποδίζη κανένα πράγμα την εις ουρανόν εκείνου ανάβλεψιν· ούτω, λέγει, και συ νοητέ Ήλιε Χριστέ, με τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν εζωγράφησας εις τους ουρανούς τον τύπον του τιμίου Σταυρού Σου· ένα μεν, δια να προσκυνήται από όλους· άλλο δε, δια να έχη τούτον ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος μίαν αρματοθήκην ανίκητον, ως προείπομεν, κατά των απίστων Βαρβάρων. Και καθώς μία μεγάλη πέτρα δεν έχει τόσην δύναμιν, όταν ρίπτεται από τα κάτω εις τα άνω· αλλ΄ όταν πίπτη από τα άνω εις τα κάτω, προξενεί μεγάλην φθοράν· ή καθώς ο κεραυνός και το αστραποπελέκι, πίπτον άνωθεν από τα σύννεφα, μεγάλην βλάβην προξενεί εκεί όπου πέση· τοιουτοτρόπως και ο θείος Σταυρός, άνωθεν από το ύψος του ουρανού επί την γην πίπτων, καταβάλλει, καταφθείρει, και αφανίζει πάντας τους Βαρβάρους, τους εχθρούς μεν όντας της ευσεβείας, των πιστών δε Βασιλέων και Χριστιανών, πολεμίους· και ούτως, ο του Κυρίου Σταυρός γίνεται τη αληθεία μία πανοπλία ανίκητος εις όλους τους ορθοδόξους. Όθεν δίκαιον είχεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος να ειπή: «Τον αοίδιμον Σταυρόν δίκαιον προσειπείν, ου μόνον γης, αλλά και ουρανού έρεισμα τε και αγλάϊσμα· την γαρ Κτίσιν πάσαν ανέσχε, τοις μεν υπερκοσμίοις χαράν, τοις δ΄ επιγείοις ελευθερίαν πρυτανεύσας, και τα διεστώτα συνάψας» (Επιστολ. Λβ΄Βιβλ. Δ΄). θαυμαστόν δε είναι και το εγκώμιον, όπου πλέκει εις τον Σταυρόν ο χρυσούς την ψυχήν και την γλώτταν Ιωάννης, ούτω λέγων: «Ουκ αισχύνης, αλλά πολλού καυχήματος άξιος είη· τον Σταυρόν λέγω του Χριστού· ουδέν γαρ ούτω της αυτού φιλανθρωπίας τεκμήριον μέγα, ουκ ουρανός, ου θάλαττα, ου γη, ου το εκ μη όντων εις το είναι τα πάντα παραγαγείν, ου τα άλλα πάντα, ως ο Σταυρός. Διο και ο Παύλος επ΄ αυτώ καυχάται, λέγων: «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ομιλ. β΄ εις την β΄ προς Τιμόθεον, προκειμένου ρητού, «Μη ουν επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου»). Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα ασματικόν Κανόνα, ας ιδούμεν με τους νοερούς οφθαλμούς της καρδίας τον ένδοξον και αγλαοπυρσόμορφον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά χαράς και φόβου ας προσκυνήσωμεν αυτόν· μετά φόβου μεν, διότι είμεθα αμαρτωλοί· μετά χαράς δε, διότι ηξιώθημεν να λάβωμεν δι΄ Αυτού την σωτηρίαν· λέγει γαρ ο Χρυσορρήμων: «Το του θανάτου σύμβολον (ο Σταυρός δηλαδή) εγένετο ευλογίας υπόθεσις πολλοίς, και παντοδαπής ασφαλείας τείχος· διαβόλου καιρία πληγή· δαιμόνων χαλινός· κημός της των αντικειμένων δυνάμεως. Τούτο θάνατον ανείλε· τούτο του Άδου τας χαλκάς πύλας συνέκλασε· τους σιδηρούς μοχλούς συνέθλασε· της αμαρτίας τα νεύρα εξέκοψεν· υπό καταδίκην κειμένην την οικουμένην άπασαν εξήρπασε· θεήλατον φερομένην κατά της φύσεως της ημετέρας πληγήν ανέστειλε» (Λόγ. ότι Θεός ο Χριστός Τομ. στ΄). Αλλά και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τη ερμηνεία της Β΄ εντολής, παρακινεί τους Χριστιανούς εις την προσκύνησιν του τιμίου Σταυρού, λέγων: «Ου μόνον δε την θείαν εικόνα του Χριστού προσκυνήσεις, αλλά και του Σταυρού Αυτού τον τύπον· σημείον γαρ εστι μέγιστον, και τρόπαιον Χριστού κατά του Διαβόλου και πάσης της αντικειμένης φάλαγγος. Διο και φρίττουσι και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες. Ούτος ο τύπος και προ του γενέσθαι το πρωτότυπον, (ήτοι ο σταυρωθείς Χριστός καθό άνθρωπος) μεγάλως εν τοις Προφήταις εδοξάσθη, και τα μέγιστα ετερατούργησεν· αλλά και επί της δευτέρας παρουσίας του κρεμασθέντος εν αυτώ Κυρίου Ιησού Χριστού, μέλλοντος έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς, ελεύσεται έμπροσθεν τούτο το μέγα και φρικτόν αυτού σημείον μετά δυνάμεως και δόξης πολλής. Δόξασον ουν Αυτόν νυν, ίνα μετά παρρησίας προσβλέψης τότε και συνδοξασθής αυτώ». Πρόδηλον δε, ότι ημείς προσκυνούντες τον Σταυρόν, προσκυνούμεν ομού και τον εν αυτώ προσηλωθέντα σαρκί Χριστόν τον Θεόν ημών· ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου