Ανεψιός μου, που μετέχει του συμβουλίου του
ευαγούς Συλλόγου «Οι φίλοι του Αγίου Όρους», μου έδωσε ένα τευχίδιον διαλέξεως,
που ωργάνωσεν ο Σύλλογος, με ομιλητήν τον ιερομόναχον π. Νικόλαον
Χατζηνικολάου,(σ.σ. είναι ο νυν Μητρ. Μεσογαίας Νικόλαος) ευφήμως γνωστόν, ανήκοντα στην Ι. Μονήν της εν Αγίω Όρει Σίμωνος Πέτρας
και διακονούντα στο εν Παγκρατίω Μετόχιόν της. Από τα βιογραφικά στοιχεία, που
παραθέτει ο εκδώσας την διάλεξη Σύλλογος, προκύπτει ότι ο ανήρ, μέσης ηλικίας,
είναι επιστήμων φυσικός, με σπουδές στο Χάρβαρτ και ΜΙΤ, αλλά και θεολόγος,
αποφοιτήσας της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού, στην Βοστώνη. Πλην της
λειτουργικής-Πνευματικής διακονίας του στο Μετόχιον, του ανετέθη και η Προεδρία
μιας Επιτροπής της Εκκλησίας, της Βιοηθικής, σχέσιν εχούσης με το πρόβλημα των
μεταμοσχεύσεων. Επομένως, ο ομιλητής, στην αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας
κατά το παρελθόν έτος, είναι αξιόλογος μεν, αλλά κατάλληλος να αναπτύξη το θέμα
της «συναντήσεως του Θεού μετά του πιστού Ορθοδόξου»; Και επισημαίνομεν του
Ορθοδόξου, διότι και στα πλαίσια της δογματικής Παραδόσεως της Ορθοδοξίας,
αναπτύσσει το θέμα του, --το οποίον προφανώς δεν γνωρίζει--, αλλά και επειδή
την δυνατότητα της συναντήσεως αυτής αρνούνται οι παπικοί και οι προτεστάντες,
δέσμιοι όντες του φιλοσοφικού actus purus. Για την δυνατότητα
συναντήσεως του Θεού με τον Ορθόδοξον Χριστιανόν,--που είναι το ίδιον και με
άλλους όρους, όπως την «γνώση» ή «μέθεξη» του Θεού—υπάρχει πλουσιωτάτη
θεολογική γραμματεία, εμπλουτισθείσα κατά τον 14ον αιώνα, κατά
τις ησυχαστικές έριδες, όπως απεκλήθη η σύγκρουση μεταξύ των Ησυχαστών – που
εξέφραζαν την αγιοπνευματικήν εμπειρίαν της μεθέξεως της ακτίστου χάριτος—και
της παπικής ακυνατίου—φιλοσοφικής και αγνωστικιστικής θεολογίας και των
«ορθοδόξων» Ελλήνων ανθρωπιστών. Σε αυτήν την σύγκρουση, που ηγήθη ο μέγας
Ησυχαστής Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, διετυπώθησαν θεολογικώς οι βασικές
προϋποθέσεις «συναντήσεως» ή «γνώσεως» ή «μεθέξεως» του Θεού. Η μία είναι η
θεοπρεπής διάκριση του Θεού σε Ουσίαν και Ενέργειαν, μετεχομένην, γνωστήν από
τον 4ον αιώνα, κατά την σχετικήν διατύπωση του Μ. Βασιλείου. Η
Δευτέρα προϋπόθεση είναι η καθαρότης της ψυχής, που επιτυγχάνεται δια της
εκτελέσεως των θεοποιών εντολών του Χριστού, και που προετοιμάζουν το έδαφος
για την μυστικήν ένωση μετά του Θεού, τη βοηθεία, απαραιτήτως, του Αγίου
Πνεύματος, και της καθαράς, αρεμβάστου και ανειδέου προσευχής, η οποία
τελεσιουργεί την υπερφυά μυστική ένωση με την άκτιστην Ενέργειαν του Θεού. Η
ένωση, άλλωστε, της πλήρους κοινωνίας του Θεού μετά του Ορθοδόξου πιστού, βεβαιούται
σαφώς από τους λόγους του Κυρίου, όπου διατυπούται όχι μονάχα η φανέρωση—ένωση
του Χριστού μετά του χριστιανού, αλλά και η προϋπόθεση: «Ο έχων τας εντολάς μου
και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του
πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. 14: 21). Περί
της εμφανίσεως, ενώσεως, σκηνώσεως του Θεού, στην κεκαθαρμένην δια των εντολών
και του Αγίου Πνεύματος ψυχήν υπάρχουν πλήθος μαρτυρίες όπως στον «μακαρισμόν»·
«μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» από εδώ. Την
διδασκαλίαν των Ησυχαστών, βεβαιουμένην από το θείον και άκτιστον φως, το
θαβώριον φως, μέσα στο οποίον έπλεον, όπως περιγράφει στα φωτωνυμικά κείμενά
του ο «κήρυξ της χάριτος» Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αλλά και πολλοί Ησυχαστές,
την επεκύρωσαν τέσσαρες Σύνοδοι: 1341, 1347, 1351, 1358 και έγινε πανορθόδοξος.
Από τότε μέχρι σήμερα παρήχθη πλουσιωτάτη γραμματεία, για να μη αναφέρω και των
προγενεστέρων αιώνων την ανάλογον μυστικήν θεολογίαν, πολλά δείγματα της οποίας
περιελήφθησαν στην «Φιλοκαλίαν», που εξέδωκεν η «ιερά ξυνωρίς» των Αγίων
Νικοδήμου του Αγιορείτου και Μακαρίου Κορίνθου, των γνωστών ηγετών της
φιλοκαλικής αναγεννήσεως. Ταύτα έγραψα, προκειμένου, ως από οπτικής γωνίας, να
διατυπώσουμε τις παρατηρήσεις μας, όπως παρεκλήθημεν, επί της διαλέξεως του
ευλαβεστάτου ιερομονάχου Νικολάου Συμωνοπετρίτου, επειδή παρουσιάζει μιαν άλλη
θεολογίαν. Δεν θα έλεγα νεορθόδοξη, πάντως ελαφρώς ξενίζουσαν, που στο τέλος
αφήνει τον ακροατήν της και ήδη τον αναγνώστη σε κατάσταση απορίας, αν μη
συγχύσεως, όταν μάλιστα γνωρίζη ο αναγνώστης την παραδοσιακή διαδικασία, του
προς γνώση και ένωση μετά του Θεού, αγωνιζομένου Ορθοδόξου Χριστιανού, μοναχού
ή λαϊκού. Και η μεθοδολογία ή διαδικασία ή τρόποι αγώνος πνευματικού, είναι η
πλουσιωτάτη ασκητική και πνευματική παράδοση, που συγκροτούν τα συγράμματα και
οι Βίοι των Αγίων και αποτελούν καθοδηγητικούς κανόνες πνευματικής αθλήσεως.
Κυρίως για τους Μοναχούς, η οδός προς την θέωση αρχίζει από την ασκητική πράξη,
αφού ο Μοναχισμός είναι πρακτική φιλοσοφία και άνευ «νομίμου αθλήσεως», όπως
την περιγράφουν οι ασκητικοί συγγραφείς και όπως την εβίωσαν οι Άγιοι, αδύνατος
ο αγιασμός. Και η «πράξις, ως θεωρίας επίβασις», πέρασε στην υμνογραφίαν, ως
βασική διδασκαλία: «Την πράξιν εύρες, θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν», που
ισχύει, φυσικά, και για όλους τους χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, όπως
υπομνηματίζει το Ευαγγέλιον και η πνευματική παράδοση. Και η ασκητική πρακτική
περιλαμβάνει και νηστείες και αγρυπνίες και προσευχές αδιάλειπτες και ταπείνωση
και την διπλήν αγάπην και όσες αρετές περιέχονται στους «Μακαρισμούς», που
έχουν ερμηνευθή δια πράξεως από τους Αγίους Πατέρες και παρεδόθησαν στην
Εκκλησίαν ως ορθόδοξη πνευματική παράδοση από τον 4ον αιώνα
απλανείς οδοδείκτες. Επομένως, οι θεολόγοι μας οι ακαδημαϊκοί, ανεξαρτήτως αν
αυτοί διώδευσαν υπό την καθοδήγηση των Αγίων, αν θέλουν να είναι ορθόδοξοι και
να διδάξουν ορθοδόξως, είναι απαραίτητον να ακολουθήσουν δουλικώς την διδαχή
τους. Περιθώρια άλλων επιλογών δεν υπάρχουν. Όσοι δε απετόλμησαν να θεολογήσουν
χωρίς την εμπειρικήν ενσωμάτωση στην πνευματικήν παράδοση της Εκκλησίας ή
τουλάχιστον να υποτάξουν τον λόγον των στον λόγον των Αγίων, αυτοί ή έγιναν
αιρετικοί, αιρετίζοντες ή παραδοξολογούντες δια των αυθαιρέτων και υποκειμενικών,
εξ οιήσεως, φαντασιώσεων, όπως ο Μακράκης ή ο σύγχρονός μας κ. Χρ. Γιανναράς,
περί των οποίων έχω γράψει από μισού σχεδόν αιώνος και συνεχίζω να γράφω κατά
του κ. Γιανναρά. Λοιπόν, ας παρατηρήσουμε το τεύχος με την διάλεξη του π.
Νικολάου Σιμωνοπετρίτου, αρχίζοντες από τον τίτλον. Ο ομιλητής, προφανώς,
αποβλέπει ν΄ απασχολήση τους ακροατές του με το μέγα θέμα της συναντήσεως του
Θεού. Όπως ήδη έγραψα, το πρόβλημα αυτό έχει λυθεί για την Ορθόδοξη Εκκλησία,
κατά τον πλέον έγκυρον τρόπον. Και θα περίμενε κανείς από ένα ορθόδοξο θεολόγον
και μάλιστα αγιορείτην –παρ΄ ότι, ορθώς, αρνείται την ιδιότητα αυτή—να
ακολουθήση την «πεπατημένην» οδόν. Μας εξαφνιάζει, όμως, η εντόπιση της
θεολογικής του αναζητήσεως, στις μετά την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου εμφανίσεις
του Κυρίου. Δηλαδή, βλέπει, στην «συμπεριφορά» του Κυρίου Ιησού, διάφορες
υπέρλογες εκφάνσεις συναντήσεως μετά των ευκλεών Αποστόλων Του, τις θεωρεί
τύπους και τρόπους, δίνει ερμηνείες, τις απολυτοποιεί και εξάγει το συμπέρασμα,
ότι η μακαρία συνάντηση του ορθοδόξου πιστού μετά του Θεού του, περνάει μέσα
από αυτά τα «υπέρλογα ρίσκα», κάτι άγνωστον και αυθαίρετον για την Εκκλησίαν.
Ομολογώ ότι αδυνατώ να κατανοήσω την θεολογική αυτή κρίση, επόμενος τη ενιαία
και καθολική πνευματική παραδόσει της Εκκλησίας, τελών εν γνώσει, ότι η
συνείδηση της Ορθοδοξίας, δεν έδωσε καμμίαν αλληγορικήν ερμηνείαν, στις
εμφανίσεις του Κυρίου μετά την Ανάστασή Του, πέραν της βεβαιότητος της
Αναστάσεως «εν πολλοίς τεκμηρίοις». Και ότι ουδείς των Αγίων Πατέρων εθεώρησε,
την «συμπεριφοράν» του Κυρίου, ως υποτύπωση του τρόπου συναντήσεως του Θεού με
τα πιστά τέκνα Του και ως υλικόν ερμηνείας. Εκτός του γεγονότος, ότι οι Άγιοι
δεν διείδαν ό,τι ο π. Νικόλαος στις ποικίλης μορφής εμφανίσεις του Κυρίου
Ιησού, έχουμε τα «Εωθινά» Δοξαστικά, ως απόδειξη, ότι όλα εξαντλούνται μόνον
στην περιγραφήν απλώς των εμφανίσεων και μόνον στο Ε΄ Εωθινόν, να προστίθεται ο
θαυμασμός για τον σοφόν τρόπον αποδείξεως της Αναστάσεώς Του: «Ω, των σοφών σου
κριμάτων, Χριστέ· πως Πέτρω μεν τοις οθωνείοις μόνοις έδωκας εννοήσαί σου την
Ανάστασιν. Λουκά δε και Κλεώπα, συμπορευόμενος ομίλεις και ομιλών ουκ ευθέως
σεαυτόν φανεροίς… Αλλ΄ ο πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονομών και τας
περί σου προφητείας ανέπτυξας…». Ουδεμία, λοιπόν, τάση προς ερμηνείαν και ούτε ανακάλυψη
βλέπομεν μυστικών λόγων στις διάφορες εμφανίσεις, ειμή μόνον φανερώσεις προς
απόδειξη της Αναστάσεως. Αυτό δεν μας υποχρεώνει να μη αναζητήσωμεν και οι
πιστοί αλληγορικούς και μυστικούς λόγους, αναστέλλοντες την ατακτούσαν
φαντασίαν μας; Γιατί περί αδοκίμων φαντασιώσεων πρόκειται, που δημιουργούν
σύγχυση στις ψυχές και αποκαλύπτουν άγνοιαν της διδασκαλίας των Αγίων, περί
μυστικής ενώσεως μετά του Θεού, με συνέπειαν να αφήνουν στο σκότος της αγνωσίας
τους πιστούς ή να τους εξωθούν στις ανατολικές θρησκείες. Λυπούμαι εκ καρδίας
γι΄ αυτήν την διάλεξη και θα ήτο ευχής έργον να μη εκτυπωθή. Γιατί έτσι θα
έσβηνε με τον καιρόν ως «έπεα πτερόεντα». Τώρα όμως, εκτυπωθείσα σε χιλιάδες
αντίτυπα και μελετωμένη ως κείμενον αγιορειτικόν, τι θα προσφέρη στον ορθόδοξον
λαόν μας; Και οι εχθροί της Εκκλησίας δεν θα το εκμεταλλευθούν; Και δεν θα
διασυρθή το Άγιον Όρος, αφού ο ομιλητής ιερομόναχος είναι αγιορείτης; Ταύτα
γράφων, δεν αρνούμαι την αγαθήν πρόθεση του π. Νικολάου. Ως θετικός επιστήμων
επί πολλά έτη, προφανώς παρεσύρθη από το κάπως κοσμικόν ήθος και ύφος στο
σκέπτεσθαι και στην διατύπωση του θεολογικού λόγου, αφού η διακονία του, ως
διδασκάλου, αμέσως μετά την κουράν του, δεν του επέτρεψε να αφομοιώση κάποια
μοναχικά στοιχεία ήθους, που διαμορφώνουν την ψυχήν. Βέβαια, αιρετικά στοιχεία
δεν υπάρχουν στην διάλεξη. Αντιθέτως αφθονούν ορθόδοξες διατυπώσεις. Το
μειονέκτημα, όμως, ευρίσκεται στο ότι, τα καλά στοιχεία δίδονται ως απλές
νύξεις και με τρόπον, θα έλεγα, ακροβατικόν, με πετάγματα και άλματα, που δεν διακρίνονται
πάντως ως εκκλησιαστικός λόγος. Ομοιάζουν με ευφυολογήματα, ποιητικά
πτερυγίσματα, λογοτεχνικές μεθοδείες, με λεκτικές αντιθέσεως και γριφώδεις
διατυπώσεις, που εντυπωσιάζουν μεν τους αγεύστους του Πατερικού λόγου, όμως,
δεν πείθουν τους τραφέντες με την αλήθειαν της Εκκλησίας και το ήθος της.
Επίσης, ο π. Νικόλαος λέγει ότι μεταχειρίζεται την λέξη ρίσκο γιατί δεν υπάρχει
αντίστοιχη ελληνική! Ουδέν σχόλιον. Οι οργανώσαντες την διάλεξη δηλώνουν ότι
είχε μεγάλην απήχηση και ότι αναρίθμητα τηλεφωνήματα εδέχθησαν με την αίτηση να
εκδοθή τύποις. Δι΄ ημάς είναι ευεξήγητον το ενδιαφέρον. Αφού «η συνάντηση με
τον Θεόν» είναι απλώς ένα ανώδυνον ρίσκο, γιατί να μη μυηθούμε σ΄ αυτήν την
μέθοδον, χωρίς να θυσιάσουμε τίποτε από τις φιληδονίες μας και χωρίς «καλογερίστηκες»
οδυνηρές ασκήσεις, -- που αποβλέπουν στην λογοποίηση των παθών;
Ταύτα ως οφειλήν προς την αγιωτάτην Εκκλησίαν
μας, ώστε να μη νοθεύεται η ουρανία διδασκαλία της.
Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης --
Άγιον Όρος 22. 3. 2002
Υ.Γ. Επειδή δεν παρέμεινε σαν υποτακτικός
αρκετόν χρόνον στην μετάνοιάν του, ο π. Νικόλαος, δεν αξιώθηκε να κατανοήση δια
πείρας, ότι η όλη «Φιλοσοφία» των μοναχών δεν κινείται ούτε στο υπέρλογον, ούτε
στην «άλλη λογική», αλλά στην εξυγίανση των γνωστικών οργάνων, ώστε να
θεραπευθούν τα ψεκτά και άλογα πάθη, μεταβαλλόμενα σε έλλογες ψυχικές δυνάμεις,
σε καταστάσεις, όπου «πάσχονται τα θεία». Έτσι και στην περίπτωση του «δια
Χριστόν σαλού»(;) ρουμάνου Ηρωδίωνος, βλέπει, υπό το ενθουσιαστικό πρίσμα του
ανωρίμου αρχαρίου, υπερβατικές και υπέρλογες λογικές. Κατά την μακροχρόνια
διαμονή μου στο Άγιον Όρος είδα πολλούς Ηρωδίωνες, που τινές αφελείς θεωρούσαν
«δια Χριστόν σαλούς». Αλλ΄ αν κάποιος απ΄ αυτούς ήταν, όμως, είναι γνωστόν ότι
η Εκκλησία δεν ενεθάρρυνε τον τρόπον αυτόν ασκήσεως, διο και τιμούμε μόνον 4-5
Αγίους. Αλλά ερωτάται: Μετά το πέταγμα των τροφίμων «για τα πουλάκια», ποιος
δύναται να βεβαιώση ότι, ο δαίμων της κενοδοξίας δεν θα τον έπειθε ότι ήταν
απαθής και ανώτερος υλικών πραγμάτων, όπως ενεφανίσθη ενώπιον των ανθρώπων;
Κάτι που έκανε και ο φιλόσοφος Κράτης και κενοδοξήσας πολύ. Πιο ασφαλής δεν θα
ήταν ο όντως απαθής, που θα εδέχετο μεν ευγνωμόνως τις «ευλογίες», τις οποίες,
όμως, θα διεμοίραζε λαθών σε πτωχούς συνασκητές του, ευχαριστών τον Θεόν και
ταπεινούμενος, αλλά και ασφαλιζόμενος από το μη «θεαθήναι» τοις ανθρώποις; Προ
τι το «ρίσκο»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου