Τροπάριον.
Μετά
δέους σοι ως δούλος, τη Κυρία παρίσταμαι· μετά φόβου Κόρη, νυν κατανοείν
ευλαβούμαί σε· ως υετός επί πόκον καταβήσεται, επί σε Λόγος, ο του Πατρός ως
ηυδόκησεν.
Ερμηνεία.
Εις μεν
το ανωτέρω Τροπάριον εζήτησεν η Παρθένος με ποίον τρόπον έχει να γεννήση τον
Υιόν του Θεού, χωρίς να διαφθαρή η παρθενία της· όθεν και ο Άγγελος εις το
παρόν Τροπάριον φέρει παράδειγμα προς αυτήν της βροχής και του ποκαρίου των
μαλλίων. Επειδή δε οι δούλοι και οι παραμικροί άνθρωποι, όταν θέλουν να
λαλήσουν προς τους αυθέντας και μεγαλυτέρους των, έχουν συνήθειαν να
εξευτελίζωνται πρώτον, και να καλώσι τον εαυτόν των δούλον· ούτω γαρ ο Ιακώβ,
όταν απάντησε τον πρωτότοκον αδελφόν του Ησαύ, είπεν αυτώ, «Ίνα εύρη ο παις σου
(ήτοι ο δούλος σου) χάριν εναντίον σου, Κύριε» (Γέν. λγ: 8)· δια τούτο και ο
Γαβριήλ θέλων να συνομιλήση με την Παρθένον εν τω παρόντι Τροπαρίω, πρώτον
ονομάζει δούλον τον εαυτόν του, καθώς και τη αληθεία ήτον δούλος, και την
Παρθένον ονομάζει Κυρίαν, καθώς και τη αληθεία ήτον Κυρία αυτού, και Δέσποινα
παντός του Κόσμου· όθεν και ο σοφός Ψελλός πανηγυρίζων εις την εορτήν λέγει·
«Επεί γαρ λόγον επιστεύθη του Μυστηρίου ο Γαβριήλ, την Παρθένον άγαταί τε και
τέθηπε, και ως κρείττονα φύσιν φρίττει και υποστέλλεται· όθεν ουδέ μετά του
σχήματος (ει δει και ούτως ειπείν) προς την Παρθένον χωρεί, ουδέ ηλιοειδής ή
αέριος γίνεται, ώσπερ δη ποιείν Αγγέλοις σύνηθες, ίνα δέος προς τον θεωρόν
κινήσωσι και υποδεχθώσι μετά σεβάσματος· αλλ΄ ώσπερ Δεσποίνη θεράπων ανθρωπικώ
προσέρχεται σχήματι, και καθημένη παρίσταται, και μετά του προσφόρου σεβάσματος
τα ευαγγέλια δίδωσι». Λέγει λοιπόν προς την Θεοτόκον ο Άγγελος· εγώ μεν, ω
Θεοτόκε, είμαι δούλος ιδικός σου, συ δε είσαι Κυρία μου· όθεν, καθώς οι δούλοι
παραστέκονται με δέος: ήτοι με τρόμον εις την Κυρίαν των· ούτω και εγώ
παραστέκομαι με τρόμον ωσάν δούλος εις εσέ την φερονύμως Κυρίαν μου· Μαριάμ γαρ
θέλει να ειπή Κυρία εβραϊκώς, παραγόμενον εκ του «Αϊά» ονόματος του Θεού, ο
δηλοί Κύριος. Εγώ, λέγει, ω Κόρη Παρθένε, ευλαβούμαι και συστέλλομαι να σε
κατανοήσω: ήτοι να σε θεωρήσω με ατενές όμμα και ακλινές· διότι, αν ο Μωϋσής
βλέπων τον τύπον μόνον του ιδικού σου Μυστηρίου, ήγουν την Βάτον την καιομένην
και μη κατακαιομένην, εγύρισε τους οφθαλμούς του οπίσω, δια να μη ιδή ακλινώς
εκείνο το θέαμα· «Απέστρεψε, φησί, Μωϋσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γαρ
κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού» (Έξ. γ: 6)· πως εγώ δεν πρέπει να ευλαβούμαι εις
το να βλέπω ατενώς εσέ την πάντων των Αγγελικών ταγμάτων ασυγκρίτως ούσαν
ανωτέραν και μείζονα; Ήξευρε λοιπόν, ω Κυρία μου, ότι καθώς η βροχή
καταβαίνουσα επάνω εις το απαλόν ποκάρι των μαλλίων δεν προξενεί κανένα κρότον,
ή καμμίαν φθοράν εις αυτό· ούτω και ο ενυπόστατος Λόγος του Πατρός θέλει
καταβή, καθώς ηθέλησε με το προηγούμενον αυτού θέλημα (τούτο γαρ δηλοί το,
Ηυδόκησε, κατά τε τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον).
Που δε θέλει καταβή; Εις την άχραντον κοιλίαν σου, χωρίς να κάμη κανένα κρότον
και ταραχήν, αλλά με τόσην ησυχίαν και κρυφιότητα, ώστε δεν εδυνήθη να καταλάβη
τινάς τον τρόπον της αυτού καταβάσεως, ούτε από τους Αγγέλους, ούτε από τους
ανθρώπους· αλλ΄ ούτε θέλει προξενήσει καμμίαν φθοράν εις εσέ, Θεοτόκε, ούτε εν
τη εισόδω, ούτε εν τη εξόδω του, τουτέστιν ούτε εν τη συλλήψει, ούτε εν τη
γεννήσει του. το ρητόν δε τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τον Δαβίδ προφητεύοντα
περί του Χριστού και λέγοντα· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η
στάζουσα επί την γην» (Ψαλμ. οα: 6). Δια ποία δε αίτια λέγεται η Παρθένος
ποκάρι των μαλλίων, όρα εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου του λέγοντος «Ως πόκω
γαστρί παρθενική» εν τη Δ΄ Ωδή του Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως· ίνα μη και
εδώ λέγοντες τα αυτά περιττολογώμεν. Άριστα δε είναι και εκείνα όπου φιλοσοφεί
ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος επάνω εις το όνομα της Παρθένου, πανηγυρίζων εις
την εορτήν και λέγων· «Και το όνομα, φησί, της Παρθένου Μαριάμ· τούτο δε
ερμηνεύεται «Κυρία» παρίστησι δε και το αξίωμα της Παρθένου, και το βέβαιον της
Παρθενίας και εις το εξής αδιάπτωτον, και το εξηλλαγμένον αυτής του βίου και
δια πάντων ηκριβωμένον και, ως ειπείν, παναμώμητον· κυρίως γαρ ούσα και
φερωνύμως Παρθένος, πάσαν είχε την της αγνείας παντελή παγκτησίαν. Παρθένος
ούσα και το σώμα και την ψυχήν, και τας της ψυχής δυνάμεις και τας του σώματος
αισθήσεις πάσας μολυσμού παντός υπερανωκισμένας πλουτούσα, και τοσούτο κυρίως
τε και βεβαίως και, ως ειπείν, κεκυρωμένως και τοις πάσιν ασύλως τον άπαντα
χρόνον, ώσπερ η κεκλεισμένη πύλη τα εντεθησαυρισμένα, και το εσφραγισμένον
βιβλίον οφθαλμοίς άψαυστα τηρεί τα εγγεγραμμένα. Αλλά και Κυρία πάλιν έτερον
τρόπον η Παρθενος κατά την αξίαν, ως δεσπόζουσα πάντων, άτε τον φύσει του
παντός Δεσπότην εν παρθενία τε συλλαβούσα και τεκούσα θείως. Έτι γεμήν Κυρία,
και ως ουκ ελευθέρα μόνον δουλείας, και κυριότητος θείας επειλημμένη, αλλά και
ως πηγή και ρίζα της του γένους ελευθερίας, και μάλιστα μετά τον απόρρητον και
χαρμόσυνον τόκον· η γαρ ανδρί συζυγείσα, κυριευομένη μάλλόν εστιν ή κυρία, και
μάλιστα μετά τον περίλυπον και κατώδυνον τόκον, κατά την προς την Εύαν αράν
εκείνην «Εν λύπαις τέξη τέκνα, και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου, και
αυτός σου κυριεύσει· ης αράς η Παρθενομήτωρ ελευθερούσα το ανθρώπινον γένος,
την χαράν δι΄ Αγγέλου και την σύλληψιν αντιλαμβάνει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου