http://agiooros.org/viewtopic.php?f=4&t=10117&sid=68d1ef607f750836ad807f24e7c71747
Ο ὅσιος πατήρ Ἰουστίνος Πόποβιτς γεννήθηκε στίς 25 Μαρτίου 1884 στήν πόλη Βράνε τῆς νοτίου Σερβίας. Ἐκοιμήθη ὁσιακά στίς 25 Μαρτίου τό 1979. Σπούδασε Θεολογία στή Σερβία, Ρωσία καί Ἀγγλία καί ἀνεκηρύχθη τό 1926 διδάκτωρ τῆς Θεολογίας ὑπό τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Τό 1935, ἐξελέγη ὑφηγητής καί μετά καθηγητής τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου. Τό 1945, ἐπικρατήσαντος τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος ὑπεχρεώθη νά ἐγκαταλείψει τό Πανεπιστήμιο καί ἔζησε στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἀρχαγγέλων Τσέλε, κοντά στό Βάλιεβο ὡς πνευματικός, συνεχίζοντας ἐκεῖ, κάτω ἀπό δυσχερεῖς συνθῆκες, τό πνευματικό καί συγγραφικό του ἔργο. Συνέγραψε τρίτομο ἔργο «Ὀρθόδοξος φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας», τήν γνωστή Δογματική του, ἑπτά τόμους ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί Δώδεκα τόμους Βίους Ἁγίων καί πολλά ἄλλα Θεολογικά καί Φιλοσοφικά. Ἐφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησή του. Θεωρεῖται ἀπό τούς μεγαλύτερους Θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνος, ἀκολούθησε κατά πάντα τήν Θεολογική ἐμπειρία καί ἄσκηση τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ κρυφή συνείδηση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας. Πολλά βιβλία του ἔχουν μεταφραστεῖ στά Ἑλληνικά.
Ἕνα λαμπρό ἄρθρο του γιά τήν θεωρία τῆς ἐξελίξεως παραθέτουμε κατωτέρω.
Ἡ Θεανθρώπινη ἐξέλιξη
Ζητᾶς νά σοῦ ἀπαντήσω στό ἐρώτημα, ἄν μπορεῖ ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη περί τῆς ἐξελίξεως τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου νά συνυπάρξει μέ τήν παραδοσιακή Ὀρθόδοξη αἴσθηση καί γνώση. Ἀκόμη, ρωτᾶς ποιά, τό ποιά εἶναι στήν περίπτωση αὐτή ἡ στάση τῶν Πατέρων καί γιά τόν ἄν ὑπάρχει γενικῶς ἡ ἀνάγκη γιά μία τέτοια συνύπαρξη. Μέ πολλή συντομία λοιπόν γράφω τά ἑξῆς:
Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης στήκει καί πίπτει ἐπάνω στήν ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς. Ὅλο τό Εὐαγγέλιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ! Ὅλο τό Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεάνθρωπος εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι ἐπουράνιο, θεῖο αἰώνιο, ἀθάνατο καί ἀμετάβλητο στόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μέσα του τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό θεοειδές τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό θεοειδές στόν ἄνθρωπο κακοποιήθηκε μέ τήν ἐθελούσια ἁμαρτία ἐκείνου, μέ τήν σύμπραξη μέ τόν διάβολο, μέσῳ τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου ὡς ἀπόρροιας τῆς παραβάσεως.
Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἀνακαινίσει τήν ἐφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα Του. Γι’ αὐτό ἐνηνθρώπησε καί ἔμεινε στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ὡς Θεάνθρωπος, ὡς Ἐκκλησία, γιά νά προσφέρει στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο, ὅλα τά ἀπαραίτητα μέσα, ὥστε αὐτός ὁ παραμορφωμένος θεόμορφος ἄνθρωπος νά μπορέσει μέσα στό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν βοήθεια τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί τῶν ἀρετῶν, νά ὡριμάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4,13). Αὐτή εἶναι ἡ θεανθρώπινη ἀνθρωπολογία. Ὁ σκοπός τοῦ θεοειδοῦς ὄντος πού λέγεται ἄνθρωπος εἶναι ἕνας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, ὅπως ὁ Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά ἐπιτύχει τήν θέωση, τήν θεοποίηση, τήν Χριστοποίηση, τήν Τριαδικοποίηση. Κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, «Θεός ἐνηνθρώπησε, ἵνα ὁ ἄνθρωπος Θεός γένηται» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Ὅμως οἱ ἀποκαλούμενες «ἐπιστημονικές» ἀνθρωπολογίες διόλου δέν ἀναγνωρίζουν τό θεοειδές τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Μέ αὐτό, ἀρνοῦνται προκαταβολικά τήν θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεάνθρωπος καί τό Εὐαγγέλιό Του ἀποτελοῦν κάτι τό ἀφύσικο γιά ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, κάτι τό μηχανικό καί ἀπραγματοποίητο.
Τότε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ἕνα ρομπότ, πού κατασκευάζει ἄλλα ρομπότ. Ὁ Θεάνθρωπος γίνεται ἕνας δυνάστης, ἀφοῦ θέλει ἀπό τόν ἄνθρωπο, διά τῆς βίας, νά πλάσει ἕνα ὄν τέλειο, ὅπως ὁ Θεός. Στήν οὐσία μιλᾶμε γιά μία δικανική οὐτοπία, μία αὐταπάτη καί ἕνα ἀπραγματοποίητο «ἰδανικό». Στό τέλος τέλος, πρόκειται γιά ἕνα μῦθο, γιά μία ἀφήγηση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, δέν εἶναι μία θεοειδής ὕπαρξη, τότε καί ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος εἶναι περιττός, ἀφοῦ οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες περί ἐξέλιξης δέν δέχονται οὔτε τήν ἁμαρτία, ἀλλά οὔτε καί τόν Σωτῆρα τῆς ἁμαρτίας. Στόν ἐπίγειο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» τά πάντα εἶναι φυσικά καί χῶρος γιά ἁμαρτία δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό καί εἶναι κωμικό νά γίνεται λόγος περί Σωτῆρος καί σωτηρίας, ἀπό τήν ἁμαρτία. Σέ τελική ἀνάλυση τά πάντα εἶναι φυσικά: ἡ ἁμαρτία, τό κακό καί ὁ θάνατος. Γιατί, ἄν ὅλα στόν ἄνθρωπο συμβαίνουν καί δίδονται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέλιξης, τότε δέν ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο χρειάζεται νά σωθεῖ σέ αὐτόν, ἀφοῦ τίποτε τό ἀθάνατο καί ἀμετάβλητο δέν ἔχει μέσα του, παρά ὅλα εἶναι γήινα καί χοϊκά καί σάν τέτοια εἶναι παροδικά, φθαρτά καί νοητά. Μέσα σέ ἕναν τέτοιο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» δέν ἔχει θέση οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἡ θεολογία πάλι ἡ ὁποία θεμελιώνει τήν ἀνθρωπολογία της ἐπάνω στήν «ἐπιστημονική» θεωρία τῆς ἐξέλιξης δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό μία αὐτοαναίρεση. Πρόκειται στήν οὐσία γιά θεολογία δίχως Θεό καί ἀνθρωπολογία δίχως ἄνθρωπο. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ ἀθάνατη αἰώνια καί θεανθρώπινη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλες οἱ θεολογίες καί ὅλες οἱ ἀνθρωπολογίες δέν εἶναι παρά μία ἀνόητη φάρσα, μία τραγική κωμῳδία. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ σχέση, πού ἔχουμε μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἡ ὁδός καί ἀνάβασή μας πρός τήν Θεανθρώπινη, τήν Ὀρθόδοξη Παναλήθεια. Αὐτό εἶναι κάτι, πού θέλει ἀνάλυση, εἶναι γιά ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τά εὐαγγελικά ζητήματα ἐπάνω στόν πλανήτη. Ὅλα πάλι τά εὐαγγελικά προβλήματα ἐπικεντρώνονται οὐσιαστικά σέ ἕνα μόνο πρόβλημα, ἐκεῖνο τοῦ Θεανθρώπου. Μονάχα ὁ Θεάνθρωπος ἀποτελεῖ τήν λύση στό καθολικό αἴνιγμα πού λέγεται ἄνθρωπος. Δίχως Θεάνθρωπο καί ἔξω ἀπό τόν Θεάνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος πάντα –συνειδητά ἡ ὄχι– μεταλλάσσεται σέ ὑπάνθρωπο, σέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου, σέ ὑπεράνθρωπο, σέ διαβολάνθρωπο. Ἀπόδειξη καί ἀποδείξεις γιά τοῦτο; Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους!
Σημείωση: Τό ἀνωτέρῳ κείμενο δημοσιεύθηκε ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιμ. π.Μᾶρκον Μανώλην στό Περιοδικό πού ὁ ἴδιος δημιούργησε, στά «Ἐνοριακά Νέα», τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Διονύσου Ἀττικῆς, στό τεῦχος Μαΐου 2009. "ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ", Τεῦχος 135
Ο ὅσιος πατήρ Ἰουστίνος Πόποβιτς γεννήθηκε στίς 25 Μαρτίου 1884 στήν πόλη Βράνε τῆς νοτίου Σερβίας. Ἐκοιμήθη ὁσιακά στίς 25 Μαρτίου τό 1979. Σπούδασε Θεολογία στή Σερβία, Ρωσία καί Ἀγγλία καί ἀνεκηρύχθη τό 1926 διδάκτωρ τῆς Θεολογίας ὑπό τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Τό 1935, ἐξελέγη ὑφηγητής καί μετά καθηγητής τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου. Τό 1945, ἐπικρατήσαντος τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος ὑπεχρεώθη νά ἐγκαταλείψει τό Πανεπιστήμιο καί ἔζησε στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἀρχαγγέλων Τσέλε, κοντά στό Βάλιεβο ὡς πνευματικός, συνεχίζοντας ἐκεῖ, κάτω ἀπό δυσχερεῖς συνθῆκες, τό πνευματικό καί συγγραφικό του ἔργο. Συνέγραψε τρίτομο ἔργο «Ὀρθόδοξος φιλοσοφία τῆς Ἀληθείας», τήν γνωστή Δογματική του, ἑπτά τόμους ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί Δώδεκα τόμους Βίους Ἁγίων καί πολλά ἄλλα Θεολογικά καί Φιλοσοφικά. Ἐφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμησή του. Θεωρεῖται ἀπό τούς μεγαλύτερους Θεολόγους τοῦ 20ου αἰῶνος, ἀκολούθησε κατά πάντα τήν Θεολογική ἐμπειρία καί ἄσκηση τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ κρυφή συνείδηση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας. Πολλά βιβλία του ἔχουν μεταφραστεῖ στά Ἑλληνικά.
Ἕνα λαμπρό ἄρθρο του γιά τήν θεωρία τῆς ἐξελίξεως παραθέτουμε κατωτέρω.
Ἡ Θεανθρώπινη ἐξέλιξη
Ζητᾶς νά σοῦ ἀπαντήσω στό ἐρώτημα, ἄν μπορεῖ ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη περί τῆς ἐξελίξεως τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου νά συνυπάρξει μέ τήν παραδοσιακή Ὀρθόδοξη αἴσθηση καί γνώση. Ἀκόμη, ρωτᾶς ποιά, τό ποιά εἶναι στήν περίπτωση αὐτή ἡ στάση τῶν Πατέρων καί γιά τόν ἄν ὑπάρχει γενικῶς ἡ ἀνάγκη γιά μία τέτοια συνύπαρξη. Μέ πολλή συντομία λοιπόν γράφω τά ἑξῆς:
Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης στήκει καί πίπτει ἐπάνω στήν ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς. Ὅλο τό Εὐαγγέλιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ Θεοῦ! Ὅλο τό Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ Θεάνθρωπος εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι ἐπουράνιο, θεῖο αἰώνιο, ἀθάνατο καί ἀμετάβλητο στόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μέσα του τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό θεοειδές τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό θεοειδές στόν ἄνθρωπο κακοποιήθηκε μέ τήν ἐθελούσια ἁμαρτία ἐκείνου, μέ τήν σύμπραξη μέ τόν διάβολο, μέσῳ τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου ὡς ἀπόρροιας τῆς παραβάσεως.
Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά ἀνακαινίσει τήν ἐφθαρμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα Του. Γι’ αὐτό ἐνηνθρώπησε καί ἔμεινε στόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ὡς Θεάνθρωπος, ὡς Ἐκκλησία, γιά νά προσφέρει στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο, ὅλα τά ἀπαραίτητα μέσα, ὥστε αὐτός ὁ παραμορφωμένος θεόμορφος ἄνθρωπος νά μπορέσει μέσα στό Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν βοήθεια τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων καί τῶν ἀρετῶν, νά ὡριμάσει «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφ. 4,13). Αὐτή εἶναι ἡ θεανθρώπινη ἀνθρωπολογία. Ὁ σκοπός τοῦ θεοειδοῦς ὄντος πού λέγεται ἄνθρωπος εἶναι ἕνας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, ὅπως ὁ Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά ἐπιτύχει τήν θέωση, τήν θεοποίηση, τήν Χριστοποίηση, τήν Τριαδικοποίηση. Κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, «Θεός ἐνηνθρώπησε, ἵνα ὁ ἄνθρωπος Θεός γένηται» (Μέγας Ἀθανάσιος).
Ὅμως οἱ ἀποκαλούμενες «ἐπιστημονικές» ἀνθρωπολογίες διόλου δέν ἀναγνωρίζουν τό θεοειδές τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Μέ αὐτό, ἀρνοῦνται προκαταβολικά τήν θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποτελεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεάνθρωπος καί τό Εὐαγγέλιό Του ἀποτελοῦν κάτι τό ἀφύσικο γιά ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, κάτι τό μηχανικό καί ἀπραγματοποίητο.
Τότε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός εἶναι ἕνα ρομπότ, πού κατασκευάζει ἄλλα ρομπότ. Ὁ Θεάνθρωπος γίνεται ἕνας δυνάστης, ἀφοῦ θέλει ἀπό τόν ἄνθρωπο, διά τῆς βίας, νά πλάσει ἕνα ὄν τέλειο, ὅπως ὁ Θεός. Στήν οὐσία μιλᾶμε γιά μία δικανική οὐτοπία, μία αὐταπάτη καί ἕνα ἀπραγματοποίητο «ἰδανικό». Στό τέλος τέλος, πρόκειται γιά ἕνα μῦθο, γιά μία ἀφήγηση. Ἄν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, δέν εἶναι μία θεοειδής ὕπαρξη, τότε καί ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος εἶναι περιττός, ἀφοῦ οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες περί ἐξέλιξης δέν δέχονται οὔτε τήν ἁμαρτία, ἀλλά οὔτε καί τόν Σωτῆρα τῆς ἁμαρτίας. Στόν ἐπίγειο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» τά πάντα εἶναι φυσικά καί χῶρος γιά ἁμαρτία δέν ὑπάρχει. Γι’ αὐτό καί εἶναι κωμικό νά γίνεται λόγος περί Σωτῆρος καί σωτηρίας, ἀπό τήν ἁμαρτία. Σέ τελική ἀνάλυση τά πάντα εἶναι φυσικά: ἡ ἁμαρτία, τό κακό καί ὁ θάνατος. Γιατί, ἄν ὅλα στόν ἄνθρωπο συμβαίνουν καί δίδονται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέλιξης, τότε δέν ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο χρειάζεται νά σωθεῖ σέ αὐτόν, ἀφοῦ τίποτε τό ἀθάνατο καί ἀμετάβλητο δέν ἔχει μέσα του, παρά ὅλα εἶναι γήινα καί χοϊκά καί σάν τέτοια εἶναι παροδικά, φθαρτά καί νοητά. Μέσα σέ ἕναν τέτοιο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» δέν ἔχει θέση οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Ἡ θεολογία πάλι ἡ ὁποία θεμελιώνει τήν ἀνθρωπολογία της ἐπάνω στήν «ἐπιστημονική» θεωρία τῆς ἐξέλιξης δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό μία αὐτοαναίρεση. Πρόκειται στήν οὐσία γιά θεολογία δίχως Θεό καί ἀνθρωπολογία δίχως ἄνθρωπο. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἡ ἀθάνατη αἰώνια καί θεανθρώπινη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλες οἱ θεολογίες καί ὅλες οἱ ἀνθρωπολογίες δέν εἶναι παρά μία ἀνόητη φάρσα, μία τραγική κωμῳδία. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί ἡ σχέση, πού ἔχουμε μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἡ ὁδός καί ἀνάβασή μας πρός τήν Θεανθρώπινη, τήν Ὀρθόδοξη Παναλήθεια. Αὐτό εἶναι κάτι, πού θέλει ἀνάλυση, εἶναι γιά ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τά εὐαγγελικά ζητήματα ἐπάνω στόν πλανήτη. Ὅλα πάλι τά εὐαγγελικά προβλήματα ἐπικεντρώνονται οὐσιαστικά σέ ἕνα μόνο πρόβλημα, ἐκεῖνο τοῦ Θεανθρώπου. Μονάχα ὁ Θεάνθρωπος ἀποτελεῖ τήν λύση στό καθολικό αἴνιγμα πού λέγεται ἄνθρωπος. Δίχως Θεάνθρωπο καί ἔξω ἀπό τόν Θεάνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος πάντα –συνειδητά ἡ ὄχι– μεταλλάσσεται σέ ὑπάνθρωπο, σέ ὁμοίωμα ἀνθρώπου, σέ ὑπεράνθρωπο, σέ διαβολάνθρωπο. Ἀπόδειξη καί ἀποδείξεις γιά τοῦτο; Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους!
Σημείωση: Τό ἀνωτέρῳ κείμενο δημοσιεύθηκε ἀπό τόν μακαριστό Ἀρχιμ. π.Μᾶρκον Μανώλην στό Περιοδικό πού ὁ ἴδιος δημιούργησε, στά «Ἐνοριακά Νέα», τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Διονύσου Ἀττικῆς, στό τεῦχος Μαΐου 2009. "ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ", Τεῦχος 135
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου