«… ίνα ο νους υψωθή και συναφθή τη Θεαρχική Τριαδική Μονάδι… πάσαν αποκλείσαν πλάνης είσοδον και υπεράνω καθεστός σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος». Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς.
Εις την εποχήν του Παλαμά, ότε ανεκινήθη το θέμα της «νοεράς προσευχής», οι θεολογούντες φιλόσοφοι, οι «δια βίου την ελληνικήν παιδείαν μετιόντες άνδρες», διαποτισμένοι υπό του υπερτιμωμένου υπ’ αυτών κλασσικού πνεύματος, κατηγόρουν τους Μυστικούς Πατέρας, «ως κακώς ποιείν ένδον του σώματος σπεύδοντας εμπερικλείειν τον οικείον νουν». Ο δέκατος τέταρτος αιών από πνεύματα ουμανιστικά δεν ήτο άμοιρος. Ήτο η περίοδος της δύσεως της βυζαντινής δόξης, την οποίαν προσεπόριζεν η γνησία Ορθόδοξος πνευματικότης. Του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά είχον προηγηθή σπουδαίοι λόγιοι, οι οποίοι υπήρξαν και οι πρόδρομοι του θριάμβου του Ανθρωπισμού, οπού ήτο η Αναγέννησις, ως ο Ψελλός, Ιωάννης ο Ιταλός, ο Θεόδωρος Μετοχίτης. Επίσης σύγχρονοί του ήσαν οι εξ ίσου λάτρεις του κλασσικισμού, ως ο Κυπαρισσιώτης, Λαπίθης, οι αδελφοί Κυδώνη, ο Ακίνδυνος, ο πολύς Γρηγοράς και άλλοι. Οι φιλόσοφοι αυτοί μάλλον ή θεολόγοι ανεμιγνύοντο, κατά τον συρμόν της εποχής, εις θεολογικάς συζητήσεις, στηριζόμενοι επί φιλοσοφικών αρχών και αξιωμάτων, διο και συνεφώνουν μεταξύ των. Του ιδίου πνεύματος ήτο και ο εκ Καλαυρίας Βαρλαάμ, ως «φυς και τραφείς εν λατίνοις» και επομένως οικειωθείς την φιλοσοφικήν διδασκαλίαν του Αριστοτελισμού, ο οποίος χαρακτηρίζει την Σχολαστικήν Καθολικήν Θεολογίαν.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είχεν ανακύψει ένα ζήτημα καθαρώς ανθρωπολογικόν, εξ αφορμής της «νοεράς προσευχής», το οποίον εγένετο αντικείμενον ενδιαφέροντος της Μυστικής Θεολογίας. Το ζήτημα, αν δηλαδή ο ανθρώπινος νους πρέπει να κινήται επί τα έξω, όπως εκείθενπορίζηται τας γνώσεις, ή να «άγχεται» προς τα έσω, προς εαυτόν. Ο Αριστοτελισμός, ως γνωστόν, υποστηρίζει ότι «ουδέν εν τω νω ο μη πρότερον τη αισθήσει». Η δε μυστική διδασκαλία των Πατέρων ήτο ομόφωνος εις το ότι ο νους πρέπει να στρέφηται προς τα έσω. Αναφέραμεν εις το προηγούμενον άρθρον ότι, την προς τα έσω στροφήν ητιολόγουν οι άγιοι Πατέρες από την Γραφικήν διαπίστωσιν των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος επί της ανθρωπίνης φύσεως, καθ΄ ας συνεπείας διεχύθη η εσωτερική ενότης δια των αισθητηρίων επί τα έξω. Προκειμένου μάλιστα περί αρχαρίων εν τη ησυχαστική αγωγή, προέτρεπον τους νέους οι Μυστικοί Πατέρες «εφ’ εαυτούς βλέπειν και δια της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν». Εντεύθεν οι αντιμυστικοί ορθολογισταί εξετόξευσαν το ειρωνικόν παρωνύμιον «ομφαλόψυχοι» και εσυκοφάντουν τους Μυστικούς, «ως την χάριν δια των μυκτήρων επιχειρούντας εισοικίζειν». Επί πλέον οι φιλοκλασσικοί φιλόσοφοι, πιστεύοντες ότι το ανθρώπινον σώμα αποτελεί ιδίαν αρχήν και είναι πονηρόν, διεμαρτύροντο δια την προς τα έσω στροφήν του νου και προς εγκλεισμόν εντός πονηράς ειρκτής. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ενώπιον των κατηγοριών αυτών, ηναγκάσθη να αμυνθή δια της Γραφής, επικαλούμενος σχετικά χωρία εκ του Αποστόλου Παύλου. «Ουκ ακούεις, λέγει, ότι τα σώματα ημών ναός του εν ημίν Πνεύματος», ότι «οίκος του Θεού εσμέν», και ως ο Θεός λέγει, ότι «ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι αυτών Θεός»; Ημείς, δε, εν τοις σωματικοίς φρονήμασιν είναι τον νουν οιόμεθα κακόν…». Είναι απαραίτητον να παρατηρήσωμεν, ότι η σύστασις όπως, «δια της αναπνοής είσω πέμπειν τον οικείον νουν», απηυθύνετο μόνον προς αρχαρίους του Ησυχασμού. Διότι οι ειθισμένοι εν τη νοερά προσευχή δια της «συνελίξεως των νοερών δυνάμεων εν εαυτοίς», δεν είχον ανάγκην της τοιαύτης βοηθητικής μεθόδου, του ελαφρού κρατήματος της αναπνοής, δια την αναγκαιότητα της οποίας ο Παλαμάς λέγει επί λέξει: «Τούτο δ’ ίδοι τις αν και αυτομάτως επόμενον τη προσοχή του νου· ηρέμα γαρ είσεισί τε και έξεισι τουτί το πνεύμα καπί πάσης εναγωνίου σκέψεως». Αργότερον ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, διερμηνεύων την άποψιν ταύτην του Παλαμά, λέγει: «Θαυμάζω και απορώ κατ’ αλήθειαν, αν τινες των νυν διδασκάλων και σοφών ευρίσκονται, μη ασμενίζοντες εις τον παρά των θείων Πατέρων παραδεδομένον τρόπον της νοεράς προσευχής, μη παραδεχόμενοι τάχα το εν τη προσευχή σύμμετρον κράτημα της αναπνοής. Και δεν στοχάζονται οι ευλογημένοι, αν όχι τον εαυτόν των, καν τους ζωγράφους και καλλιγράφους και τους άλλους, οίτινες δουλεύουσι λεπτάς τέχνας· ημείς γαρ βλέπομεν, ότι αδιδάκτως κρατούσι συμμέτρως την αναπνοήν των και ευκόλως δεν αναπνέουσι, τόσον εκείνοι όσοι απορούσι και έχουσι σκέψιν τινά και μελέτην εναγώνιον τινός λεπτού θεωρήματος, όσον και οι θέλοντες να γράψωσι λεπτογραμμίαν τινά, ή να ιστορήσωσι λεπτήν εικόνα… δια να ακινητήση και να μη μετασαλεύη και κινήται ο νους αυτών και οι οφθαλμοί και το χέρι…».
Οι άγιοι Πατέρες ανάγουν την μέθοδον της εσωστρεφείας, ως βοηθητικού μέσου προς αυτοσυγκέντρωσιν, εις τον Προφήτην Ηλίαν, ο οποίος αναβάς εις το Καρμήλιον Όρος – περί του οποίου εκτενέστερον πραγματεύεται ο Jean de la Croix εις το έργον του «Ανάβασις εις το όρος Καρμήλιον»-- έκυψεν επί την γην και έθηκε το πρόσωπον αυτού αναμέσον των γονάτων του. Δια του τοιούτου σχήματος συνάξας εν εαυτώ τον νουν του, ανεβίβασε την προσευχήν του προς τον Θεόν, δια της οποίας έλυσε τον τριετή εκείνον αυχμόν. Την μέθοδον αυτήν ωκειώθησαν έκτοτε οι Μυστικοί Πατέρες, τους οποίους ο Παλαμάς κατονομάζει εις απόδειξιν, και την παρέδωκαν εις τους μεταγενεστέρους. Αλλά την εν τη περιοχή της χάριτος «νοεράν ησυχίαν», ο θείος Παλαμάς ανάγει εις την Παναγίαν Παρθένον. Όπως αναφέρει εις τον δεύτερον λόγον του, ον έγραψε εν τη Ησυχία εν Αγίω Όρει – όστις, κατ’ εμήν ταπεινήν γνώμην, αποτελεί το αριστούργημα του θεοφωτίστου Παλαμικού νοός – «Εις την προς τα άγια των αγίων είσοδον της Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας»· «… η Παρθένος την ιεράν ησυχίαν ευρίσκει χειραγωγόν· ησυχίαν, την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν· αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας ή θεοπτίας, ειπείν οικειότερον· ή μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής… δι’ αυτής εαυτής όλη γενομένη, και του πολυμόρφου συρφετού των λογισμών και απλώς παντοίου είδους υπεράνω καταστάσα, καινήν και απόρρητον οδόν εις ουρανούς εδείματο, την, ίν’ ούτως είπω, νοητήν σιγήν… συνήψε τον νουν τη προς εαυτόν στροφή και προσοχή και τη αδιαλείπτω θεία προσευχή… Και ταύτη προσέχουσα τον νουν, πάντων υπερίπταται κτιστών, και κρείττον ή κατά Μωϋσήν δόξαν ορά Θεού και θείαν εποπτεύει χάριν, ήκιστα αισθήσεως υποπίπτουσαν δυνάμει, ψυχών δε και νόων ασπίλων εύχαρι και ιερόν θέαμα· ου δη μεταλαχούσα, κατά τους θείους υμνωδούς φωτεινή νεφέλη γίνεται του όντως ζώντος ύδατος, αυγή τε μυστικής ημέρας και πυρίμορφον όχημα του Λόγου…».
Το πρώτον στάδιον της προσευχής παρά τω Παλαμά, ως εξεθέσαμεν εις προηγούμενον άρθρον, είναι όπως «το ενιαίον του νου γένηται τρισσόν, μένον ενιαίον» -- νους, λόγος, βούλησις – ως απλότης νοερά. Κατόπιν, όπως το ενιαίον τούτο «υψωθή και συναφθή τη Θεαρχική Τριαδική Μονάδι, πάσαν αποκλείσαν πλάνης είσοδον και υπεράνω καθεστός σαρκός και κόσμου και κοσμοκράτορος». Αλλά δια να επιτευχθή τούτο, πρέπει να προηγηθή η κάθαρσις του νου. Κατά τον θείον Γρηγόριον, νους είναι και η εν λογισμοίς συνισταμένη του νου ενέργεια, και η ενεργούσα δύναμις, «ήτις και καρδία καλείται παρά της Γραφής»,οποία είναι η ψυχή. Παραδέχεται ότι, η μεν ενέργεια του νου, οι λογισμοί και τα νοήματα, δι’ εκείνους οι οποίοι «σχολάζουν τη προσευχή και μάλιστα μονολογίστω», δηλ. το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ευκόλως καθαίρεται, αποτρεπομένων των πονηρών λογισμών. Αλλ’ η γεννώσα τους λογισμούς δύναμις, η ψυχή, δεν είναι δυνατόν να καθαρθή, αν μη και πάσαι αι δυνάμεις της ψυχής, ως είναι το θυμικόν και το επιθυμητικόν. «Και γαρ εν εστι, λέγει, πολυδύναμον πράγμα η ψυχή· μολύνεται τοίνυν όλη, κακίας εγγεγενημένης αφ’ ηστινοσούν των εν αυτή δυνάμεων και κοινωνούσι πάσαι της μιας τω ενιαίω της ψυχής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου