http://www.osotir.org/2011-05-01-08-29-38
Ξενιτεμένος χρόνια τώρα στὸ Σικάγο τῆς μακρινῆς Ἀμερικῆς ὁ γερο-Δια-
μαντὴς θυμᾶται τοῦτες τὶς μέρες τ’ ὄμορφο χωριό του. Καὶ πιὸ πολὺ τὸ ἁγια-
σμένο μοναστήρι τους, τοῦ Ἅϊ-Νικόλα τῶν Βαρσῶν, σκαρφαλωμένο σὲ μιὰ
πλαγιὰ τῆς Μαντινείας στὴν Ἀρκαδία. Ὅλους τοὺς εὐλογοῦσε ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ὁ
Ἅγιος. Τό ’ξεραν. Σὲ κάθε τους πρόβλημα ντόπιοι καὶ ξένοι καὶ οἱ καλόγεροι
κατέφευγαν στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ τό ’λεγαν μὲ πίστη τὸ μεγάλο ἢ τὸ μικρό τους
πρόβλημα, τὸ προσωπικὸ ἢ τὸ οἰκογενειακό. Κι ἐκεῖνος τοὺς τὸ ἔλυνε, μὲ τὶς
πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Ὕψιστο. Σὲ πόσους δὲν εἶχε φανερώσει τὸ θεῖο
θέλημα γιὰ τὸ δρόμο τῆς ζωῆς τους! Πόσους δὲν εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ ἀρ-
ρώστιες! Πόσους δὲν εἶχε ἐλευθερώσει ἀπὸ πάθη καὶ κακίες!
Ἀλλὰ καὶ πόσους ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε τιμωρήσει ὑποδειγματικὰ γιατὶ πρόσβαλλαν
τῆς ἁγίας μας θρησκείας τοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ βεβήλωναν μὲ
ἀτιμίες καὶ βλαστήμιες τὴ γύρω περιοχή.
Ἕνας τέτοιος σκληρὸς καὶ βλάστημος ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὁ Στρατής, ποὺ κα-
θὼς πήγαινε κάποτε νὰ ποτίσει τὰ μεγάλα του ζῶα τιμωρήθηκε. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ
ξαφνικὰ ἀφηνίασε καὶ τὸν κτύπησε μ’ ὁρμὴ στὸ πρόσωπο καὶ τὸν ἄφησε νεκρό.
Ποῦ νὰ τολμήσουν ξανὰ ἄλλοι τότε νὰ βλαστημήσουν καὶ νὰ βρίσουν τοὺς ταπεινοὺς
ἱερωμένους τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τὰ θεῖα!...
Θυμᾶται ἀκόμη ὁ γερο-Διαμαντὴς τὸν προτελευταῖο ἡγούμενο τῆς Μονῆς (Μη-
τροπολίτη τώρα) ποὺ εἶχε βρεθεῖ σὲ ἀδιέξοδο. Τὸν πίεζαν οἱ ἐργάτες τὸν ἄξιο καὶ
καθαρὸ Προϊστάμενο τῆς μικρῆς τότε συνοδείας νὰ πληρώσει πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα
τους τὰ ἔξοδα ποὺ εἶχαν συμφωνήσει γιὰ τὸν ἀνακαινισμὸ μιᾶς πτέρυγας. Καὶ
κεῖνος, ὁ ἐνάρετος ἡγούμενος, ξαγρύπνησε ὅλη νύχτα προσευχόμενος μὲ
καυτὰ δάκρυα λέγοντας στὸν Ἅγιο: «Λύσε μας, Ἅγιε, τὸ πρόβλημα».
Καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα, πρὶν καλά-καλὰ μεσημεριάσει, κατέφθανε ἕνας ἄγνωστος
καλοβαλμένος κύριος ποὺ ἄνοιξε τὸ σακάκι καί ’βγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο του ἕνα φά-
κελο καὶ τοῦ εἶπε:
«Πάρε τα, παππούλη μου, πάρε τα, ἅγιε ἡγούμενε. Μὴν τά ’χω βάρος πάνω
μου. Εἶναι ταμένα ἀπὸ τὴ γυναίκα μου –ποὺ συγχωρέθηκε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες.
– Μοῦ τό ’χε πεῖ: Νὰ τὰ πᾶς στὸν Ἅγιο!».
Καὶ ἦταν τὰ χρήματα 350.000 δρχ. Ἀκριβῶς ὅσο ἦταν τὸ χρέος.
Ἦταν φτωχὸ ἀλλὰ βαρυφορτωμένο ἀ πὸ μνῆμες θαυμάτων πολλῶν τὸ Μοναστήρι
τους τῶν Βαρσῶν, σημάδια φανερὰ τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ
ζωντανοῦ Ἁγίου τοῦ λαοῦ μας.
μαντὴς θυμᾶται τοῦτες τὶς μέρες τ’ ὄμορφο χωριό του. Καὶ πιὸ πολὺ τὸ ἁγια-
σμένο μοναστήρι τους, τοῦ Ἅϊ-Νικόλα τῶν Βαρσῶν, σκαρφαλωμένο σὲ μιὰ
πλαγιὰ τῆς Μαντινείας στὴν Ἀρκαδία. Ὅλους τοὺς εὐλογοῦσε ἀπὸ κεῖ ψηλὰ ὁ
Ἅγιος. Τό ’ξεραν. Σὲ κάθε τους πρόβλημα ντόπιοι καὶ ξένοι καὶ οἱ καλόγεροι
κατέφευγαν στὸν Ἅγιο καὶ τοῦ τό ’λεγαν μὲ πίστη τὸ μεγάλο ἢ τὸ μικρό τους
πρόβλημα, τὸ προσωπικὸ ἢ τὸ οἰκογενειακό. Κι ἐκεῖνος τοὺς τὸ ἔλυνε, μὲ τὶς
πρεσβεῖες του πρὸς τὸν Ὕψιστο. Σὲ πόσους δὲν εἶχε φανερώσει τὸ θεῖο
θέλημα γιὰ τὸ δρόμο τῆς ζωῆς τους! Πόσους δὲν εἶχε θεραπεύσει ἀπὸ ἀρ-
ρώστιες! Πόσους δὲν εἶχε ἐλευθερώσει ἀπὸ πάθη καὶ κακίες!
Ἀλλὰ καὶ πόσους ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε τιμωρήσει ὑποδειγματικὰ γιατὶ πρόσβαλλαν
τῆς ἁγίας μας θρησκείας τοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ βεβήλωναν μὲ
ἀτιμίες καὶ βλαστήμιες τὴ γύρω περιοχή.
Ἕνας τέτοιος σκληρὸς καὶ βλάστημος ἄνθρωπος ἦταν καὶ ὁ Στρατής, ποὺ κα-
θὼς πήγαινε κάποτε νὰ ποτίσει τὰ μεγάλα του ζῶα τιμωρήθηκε. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ
ξαφνικὰ ἀφηνίασε καὶ τὸν κτύπησε μ’ ὁρμὴ στὸ πρόσωπο καὶ τὸν ἄφησε νεκρό.
Ποῦ νὰ τολμήσουν ξανὰ ἄλλοι τότε νὰ βλαστημήσουν καὶ νὰ βρίσουν τοὺς ταπεινοὺς
ἱερωμένους τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τὰ θεῖα!...
Θυμᾶται ἀκόμη ὁ γερο-Διαμαντὴς τὸν προτελευταῖο ἡγούμενο τῆς Μονῆς (Μη-
τροπολίτη τώρα) ποὺ εἶχε βρεθεῖ σὲ ἀδιέξοδο. Τὸν πίεζαν οἱ ἐργάτες τὸν ἄξιο καὶ
καθαρὸ Προϊστάμενο τῆς μικρῆς τότε συνοδείας νὰ πληρώσει πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα
τους τὰ ἔξοδα ποὺ εἶχαν συμφωνήσει γιὰ τὸν ἀνακαινισμὸ μιᾶς πτέρυγας. Καὶ
κεῖνος, ὁ ἐνάρετος ἡγούμενος, ξαγρύπνησε ὅλη νύχτα προσευχόμενος μὲ
καυτὰ δάκρυα λέγοντας στὸν Ἅγιο: «Λύσε μας, Ἅγιε, τὸ πρόβλημα».
Καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα, πρὶν καλά-καλὰ μεσημεριάσει, κατέφθανε ἕνας ἄγνωστος
καλοβαλμένος κύριος ποὺ ἄνοιξε τὸ σακάκι καί ’βγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο του ἕνα φά-
κελο καὶ τοῦ εἶπε:
«Πάρε τα, παππούλη μου, πάρε τα, ἅγιε ἡγούμενε. Μὴν τά ’χω βάρος πάνω
μου. Εἶναι ταμένα ἀπὸ τὴ γυναίκα μου –ποὺ συγχωρέθηκε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες.
– Μοῦ τό ’χε πεῖ: Νὰ τὰ πᾶς στὸν Ἅγιο!».
Καὶ ἦταν τὰ χρήματα 350.000 δρχ. Ἀκριβῶς ὅσο ἦταν τὸ χρέος.
Ἦταν φτωχὸ ἀλλὰ βαρυφορτωμένο ἀ πὸ μνῆμες θαυμάτων πολλῶν τὸ Μοναστήρι
τους τῶν Βαρσῶν, σημάδια φανερὰ τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ
ζωντανοῦ Ἁγίου τοῦ λαοῦ μας.
Μεγάλη ἡ χάρη σου, Ἅϊ-Νικόλα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου