ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἀπέστειλε εὐλαβῶς πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν
Πατριάρχην κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ τήν κάτωθι ἐπιστολήν:
᾿Αριθμ. Πρωτ. 722
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Ἰουνίου
2013
Τῆ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι,
τῷ Ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως,
Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικῶ Πατριάρχῃ
Κυρίῳ μοι κ. Βαρθολομαίῳ Α΄,
Rum Patrikhanesi
34.220
Fener - Haliç – Instabul
TURKIYE
Παναγιώτατε, Θειότατε καί Πάνσεπτε Δέσποτα,
Μετά τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ καί εἰλικρινοῦς υἱϊκῆς
ἀγάπης, προαγόμεθα νά γνωρίσουμε εἰς Ὑμᾶς τά κάτωθι˙ ταπεινῶς φρονοῦμεν, ὅτι ὡς
ἔσχατο μέλος τοῦ Παναγίου καί Παναχράντου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δή ὡς
Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, πέραν τῆς ὑπαγωγῆς μας στήν οἰκεία Ἱερά Σύνοδο τῆς
Ἁγιωτάτης καί Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Ἀνωτάτη
Ἐκκλησιαστική μας Ἀρχή, ἀνήκουμε ἐν ταυτῶ καί στήν καθόλου καί Ἀδιαίρετο Μία,
Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔχουμε ταπεινό λόγο γιά τά
θεολογικά, δογματικά καί ἐκκλησιολογικά θέματα.
Γι’αὐτό, στήν ὀψέποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξο ἤ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἐάν δέν εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου ἐπιθυμοῦμε νά συμμετέχουμε, ὡς διαποιμαίνοντες Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἡ ἀναφορά στά θέματα αὐτά δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς παρέμβαση στά ἐσωτερικά ἄλλης Ὁμοδόξου Ἐκκλησίας καί δή τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά τοῦ ὁποίου, ὅμως, ὅπως καί μεθ’ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κοινό εἶναι τό Εὐαγγέλιο, κοινή ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική παράδοση, κοινόν τό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, κοινή ἡ δογματική διδασκαλία, κοινή ἡ Ἱερά καί ἡ Πατερική Παράδοση.
H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more
Γι’αὐτό, στήν ὀψέποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξο ἤ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἐάν δέν εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου ἐπιθυμοῦμε νά συμμετέχουμε, ὡς διαποιμαίνοντες Ὀρθόδοξο ποίμνιο. Ἡ ἀναφορά στά θέματα αὐτά δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς παρέμβαση στά ἐσωτερικά ἄλλης Ὁμοδόξου Ἐκκλησίας καί δή τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά τοῦ ὁποίου, ὅμως, ὅπως καί μεθ’ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κοινό εἶναι τό Εὐαγγέλιο, κοινή ἡ θεολογική καί ἐκκλησιαστική παράδοση, κοινόν τό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, κοινή ἡ δογματική διδασκαλία, κοινή ἡ Ἱερά καί ἡ Πατερική Παράδοση.
Υἱϊκῶς καί ταπεινῶς ἐπικοινωνοῦντες μεθ’ Ὑμῶν,
Παναγιώτατε Δέσποτα, οὐδέποτε λησμονοῦμεν ὅτι ὀφείλουμε τήν Ἀρχιερωσύνη κατ’
ἄνθρωπον στήν ἐγνωσμένη Ὑμετέρα ἀγάπη καί ὅτι ἔχουμε γευθεῖ τῆς εὐγενείας καί
τῆς Ὑμετέρας στοργῆς. Διά τοῦ παρόντος
ὅμως Ἐπισκοπικοῦ γράμματος, ἐπιθυμοῦμεν ὡς υἱός πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ νά ἐκφράσουμε,
τήν ἄφατη ἀγωνία καί συνοχή, θλίψη καί ἔκπληξη, πού δοκιμάσαμε ἐξ αἰτίας τῶν
δηλώσεων, ἐκδηλώσεων καί ἐν γένει κινήσεων τῆς Ὑμετέρας Πανσέπτου Παναγιότητος,
κατά τήν πρόσφατη πατριαρχική ἐπίσκεψη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας, ἀλλά καί
εἰς Κωνσταντινούπολιν, μέ ἀφορμήν τόν ἑορτασμόν τῆς συμπληρώσεως 1700 ἐτῶν ἀπό
τήν ὑπογραφή τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων», καθώς καί γιά τήν πρότριτα γενομένη
ἐπίσκεψη Ὑμῶν στήν Τσεχία καί Σλοβακία, κατά τίς ὁποῖες ἐκφράζονται θέσεις,
ἐκτιμήσεις καί ἀπόψεις, ἐλάχιστα συμβιβαζόμενες πρός τό Ὀρθόδοξο δόγμα, ἦθος
καί ἔθος καί οἱ ὁποῖες προκαλοῦν καί ἐμποιοῦν ἀπορία στό πλήρωμα τῶν πιστῶν,
ἐγκυμονοῦν δέ καί κινδύνους καί ἀπροβλέπτες συνέπειες διά τήν ἑνότητα αὐτῆς
ταύτης τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῶ συνόλῳ αὐτῆς.
Διευκρινίζοντας πλέον σαφέστερα τά πράγματα, μέ ἀπόλυτο
σεβασμό πρός τό θεσμό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί πρός τό Πατριαρχικό
Ἐκκλησιαστικό καί Διακονικό ἀξίωμα Ὑμῶν καί πρός τό Θεοτίμητο πρόσωπο Ὑμῶν, καταθέτουμε
πρός Ὑμᾶς τά κάτωθι μέ καρδιακό πόνο, ἀγάπη καί εἰλικρίνεια καί ἀλήθεια.
Κρίνουμε ἀδήριτη τήν ἀνάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου
Συνόδου μέ τή συμμετοχή ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων,
Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί λαϊκῶν θεολόγων, ἡ ὁποία θά ἔχει μέγα χρέος καί
πρώτιστο καθῆκον νά καταδικάσει τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπό τό φῶς τῆς
Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καί Ἱεροκανονικῆς διδαχῆς καί παραδόσεως καί νά
ἐξαγγείλει στήν Πόλη καί τήν Οἰκουμένη, ὅτι ἡ σωτηρία δίδεται μόνο ἐντός τῆς Μίας,
Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι, δίχα τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως, δέν ὑπάρχει δυνατότης κοινωνίας μετά τοῦ ζῶντος Θεοῦ διό καί
ἡ παροῦσα ἀναφορά μας ὑποβάλλεται ὡς σχετική αἴτησις πρός Ὑμᾶς τόν Ἔχοντα τήν
θεόθεν εὐθύνην συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
Τά πραχθέντα καί
λεχθέντα ὑφ’ Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, στό Μιλᾶνο, ἀναμοχλεύουν στή μνήμη μας
τά λόγια τοῦ ἡγιασμένου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀπευθυνομένου πρός τόν
ἀοίδιμο προκάτοχο καί ποδηγέτη Ὑμῶν, κυρό Ἀθηναγόρα. Γράφει ὁ Γέρων : «Ἐπειδή βλέπω τόν μεγάλο σάλο εἰς τήν
Ἐκκλησίαν μας, ἐξ αἰτίας τῶν διαφόρων φιλενωτικῶν κινήσεων καί τῶν ἐπαφῶν τοῦ
Πατριάρχου (Ἀθηναγόρα) μετά τοῦ Πάπα, ἐπόνεσα κι ἐγώ σάν τέκνον Της καί
ἐθεώρησα καλόν, ἐκτός ἀπό τίς προσευχές μου, νά στείλω κι ἕνα μικρό κομματάκι
κλωστή (πού ἔχω σάν φτωχός Μοναχός), διά νά χρησιμοποιηθεῖ κι αὐτό, ἔστω γιά
μία βελονιά, διά τό πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας... Φαντάζομαι ὅτι
θά μέ καταλάβουν ὅλοι, ὅτι τά γραφόμενά μου δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας
βαθύς μου πόνος διά τήν γραμμήν καί κοσμικήν ἀγάπην δυστυχῶς τοῦ πατέρα μας κ.
Ἀθηναγόρα. Ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μιάν ἄλλην γυναίκα μοντέρνα, πού λέγεται
Παπική «Ἐκκλησία», διότι ἡ Ὀρθόδοξος Μητέρα μας δέν τοῦ κάμνει καμμίαν
ἐντύπωσι, ἐπειδή εἶναι πολύ σεμνή. Αὐτή ἡ ἀγάπη, πού ἀκούσθηκε ἀπό τήν Πόλι,
βρῆκε ἀπήχησι σέ πολλά παιδιά του, πού τήν ζοῦν εἰς τάς πόλεις. Ἄλλωστε αὐτό
εἶναι καί τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας : ἡ οἰκογένεια νά χάση τό ἱερό νόημά της,
πού ὡς σκοπόν ἔχουν τήν διάλυσιν καί ὄχι τήν ἕνωσιν (sic).
Μέ μία τέτοια περίπου κοσμική ἀγάπη καί ὁ
Πατριάρχης μας φθάνει στή Ρώμη. Ἐνῶ θά ἔπρεπε νά δείξη ἀγάπη πρῶτα σέ μᾶς τά
παιδιά του καί στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, αὐτός, δυστυχῶς, ἔστειλε τήν ἀγάπη του
πολύ μακριά. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀναπαύσει μέν ὅλα τά κοσμικά παιδιά, πού
ἀγαποῦν τόν κόσμο καί ἔχουν τήν κοσμικήν αὐτήν ἀγάπην, νά κατασκανδαλίση, ὅμως,
ὅλους ἐμᾶς, τά τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, μικρά καί μεγάλα, πού ἔχουν φόβο Θεοῦ.
Μετά λύπης μου, ἀπό ὅσους φιλενωτικούς ἔχω
γνωρίσει, δέν εἶδα νά ἔχουν οὔτε ψίχα πνευματική οὔτε φλοιό. Ξέρουν, ὅμως, νά
ὁμιλοῦν γιά ἀγάπη καί ἑνότητα, ἐνῶ οἱ ἴδιοι δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν,
διότι δέν Τόν ἔχουν ἀγαπήσει»[1].
Α) Ποιά
πανορθόδοξη ἀπόφαση;
Λαμβάνουμε
υἱϊκῶς θάρρος καί ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Ἡ μετάβαση Ὑμῶν, τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, τῆς Σεπτῆς Κορυφῆς τῆς ὑπ’ οὐρανόν Ὀρθοδοξίας, στό
Μιλάνο ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα καί ἀπόφαση κάποιας Συνόδου Πανορθοδόξου; Θεωροῦμε ὅτι
γιά ἕνα τέτοιο σοβαρό ζήτημα, πού ἅπτεται τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς
Παπικούς, θά ἔπρεπε νά ἐρωτηθοῦν ἅπασαι οἱ κατά τόπους Ἱερές Σύνοδοι τῶν
Ἱεραρχῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί νά ὑπάρχει συγκατάθεση, ἀπόφαση, εὐλογία.
Ἡ πανορθοδόξως ἀποφασισθεῖσα διεξαγωγή θεολογικοῦ διαλόγου μέ τήν ἑτεροδοξία
καλύπτει τέτοιες ἐνέργειες «συγχοροστασίες καί συμπροσευχές»;
Β) Ἐκκλησιολογική σύγχυση
Εἶναι
πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ὁμιλίες, πού ἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης
στό Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καί οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία,
βεβαίως, τυγχάνει ἀλλοτρία καί ξένη πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἀποδέχεσθε τίς κακόδοξες οἰκουμενιστικές
θεωρίες περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» και «δύο πνευμόνων». Ἀναγνωρίζετε τίς
αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ (Λουθηρανοί,
Μεταρρυθμισμένοι) ὡς «Ἐκκλησίες» ἰσότιμες καί ἰσάξιες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀναγνωρίζετε τόν αἱρεσιάρχη Πάπα, τούς Καρδιναλίους, τούς Πάστορες σάν νά ἔχουν
ἔγκυρη ἱερωσύνη, μυστήρια καί ἀποστολική διαδοχή. Χρησιμοποιεῖτε ὁμοειδῆ
θεολογία καί γιά τούς ἀλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους). Γιά Σᾶς,
Παναγιώτατε, ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις μαζί μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν
ἤδη τή «Μία Ἐκκλησία», ἡ ὁποία ὅμως, στόν παρόντα καιρό εἶναι διηρημένη καί
προχωρᾶ πρός τήν ἑνότητά της. Γιά τοῦ
λόγου τό ἀληθές, παραθέτομεν τά Ὑμέτερα λόγια ἀπό τίς ὁμιλίες Ὑμῶν :
Στό Μιλᾶνο
ἀποκαλέσατε πολλάκις τόν Καρδινάλιο κ. Angelo Scola ὡς ἑξῆς: «Σεβασμιώτατε ἀδελφέ ἐν Κυρίῳ Καρδινάλιε, Ἀρχιεπίσκοπε Μιλάνου». Τόν θεωρεῖτε ὡς διάδοχο τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου
-«Ὁ ἐκ τῶν προκατόχων σας, Σεβασμιώτατε ἀδελφέ Καρδινάλιε, Ἅγιος ᾿Αμβρόσιος»[2]- καί ὡς πνευματικό ἡγέτη μέ τά λόγια: «ἡ ἐπέτειος αὕτη... εἶναι κυρίως προβληματισμός καί εὐθύνη ἡμῶν τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν ἔναντι τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου»[3]. Ἀποκαλέσατε τούς ὑπολοίπους Καρδιναλίους «ἀδελφούς Ἱεράρχας», τούς λαϊκούς
Παπικούς «υἱούς καί θυγατέρες ἐν Χριστῷ ἀγαπητούς», «ἀδελφούς καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά». Ἀποκαλέσατε τόν
κ. Enzo Bianchi τοῦ γνωστοῦ
οἰκουμενιστικοῦ, οὐνιτικοῦ και μεικτοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Bose ὡς ἑξῆς: «Ὁσιολογιώτατε κύριε Enzo Bianchi, Ἡγούμενε τῆς Μοναστικῆς Κοινότητος τοῦ Bose καί λοιπά μέλη αὐτῆς» καί «προσφιλή
και αγαπητό»[4]. Ἐπίσης, προσθέσατε καί τά ἐξῆς : «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου», «ἀπευθύνομεν πρός πάντας ὑμᾶς ἐπί τῇ ἀδελφικῇ καί πνευματικῇ ταύτῃ συναντήσει τό "Χριστός Ἀνέστη"»,
«Εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά τήν ἀδελφοσύνη πού ἐπικρατεῖ ἀνάμεσά μας, ἀνάμεσα
στίς δύο ἀδελφές ἐκκλησίες μας» καί «ἰδού διανύομεν ὡς Ἐκκλησία»[5].
Στήν ἡμερίδα τῆς Κων/λης, ὅπου παρίσταντο ὁ
νούντσιος τοῦ Βατικανοῦ στήν Ἄγκυρα, ὁ ὁποῖος διάβασε μήνυμα τοῦ πάπα
Φραγκίσκου, ἐκπρόσωποι τοῦ Παπισμοῦ καί λειτουργοί θρησκευτικῶν κοινοτήτων τῆς
Πόλης, στό χαιρετισμό ‘Υμῶν τούς ἀποκαλέσατε ὅλους ἀδελφούς καί συλλειτουργούς:
«Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν, ἀλλ’ἤ τό
κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό»; «ἅγιοι καί προσφιλέστατοι ἀδελφοί καί
συλλειτουργοί ἐν τῷ Ἀναστάντι Κυρίῳ», «ἐν Χριστῷ ἀδελφοί τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν»,
«εὐχαριστοῦντες ταῖς ἀποστειλάσαις ὑμᾶς Ἁγίαις Ἐκκλησίαις καί τοῖς σεβασμίοις
συναδελφοῖς Προκαθημένοις αὐτῶν», «ἀδελφοί καί Πατέρες», «δεόμενοι τοῦ Κυρίου,
ὅπως δίδῃ ἡμῖν πᾶσι καί ταῖς Ἐκκλησίαις ἡμῶν»[6].
Παραλλήλως, στήν Πατριαρχική καί Συνοδική
Ἐγκύκλιο λέτε : «ἐπικοινωνοῦντες πρός τήν
ἐν παντί τόπω καί χρόνῳ ἐκκλησίαν»[7].
Ἐπίσης, στίς ὁμιλίες Ὑμῶν στή Τσεχία καί
Σλοβακία, παρουσίᾳ Καρδιναλίων, Εὐαγγελικῶν καί λοιπῶν «χριστιανικῶν
ὁμολογιῶν», προσφωνήσατε : «Αἰδεσιμώτατε κ. Joel Ruml, Πρόεδρε τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου - Synod senior τῆς Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας τῶν Τσέχων Ἀδελφῶν»,
«Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί Αἰδεσιμώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», «Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί», «τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά», «ἐκλεκτοί
ἀδελφοί καί τέκνα», «ἀδελφοί καί φίλοι ἐν Χριστῷ», «ἤλθομεν ἐνταῦθα ἴνα
συμπνευματισθῶμεν μεθ’ὑμῶν πάντων», «τόν ὁποῖον (Μεγάλο Κων/νο) ἐφέτος ἅπασαι
αἱ Χριστιανικαί Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι ἰδιαιτέρως τιμῶμεν», «Σεβασμιώτατοι
Καρδινάλιοι κ. κ. Dominik Duka καί Miloslav VLK», «εὑρισκόμεθα σήμερον ἐν μέσῳ ἀδελφῶν
ἀγαπητῶν… ρωμαιοκαθολικῶν πιστῶν»[8].
Στήν πρόποση Ὑμῶν, κατά τό γεῦμα στό μέγαρο
τῆς Πράγας μέ τούς Παπικούς ἀναφέρατε : «Ἡ γλῶσσα αὕτη ἀπετέλεσε τόν κ ρ ί κ ο ν τόν συνδέοντα ἅπαντα τόν σλαβικόν κόσμον, τόν δημιουργήσαντα μίαν σχολήν ἐντός τῆς Μιᾶς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», «Γνωρίζοντες καί κηρύττοντες… μία ἡ Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ», «ὀφείλομεν νά ἐπισημάνωμεν ὅτι ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία», «Οἱ δύο Ἅγιοι (Κύριλλος και
Μεθόδιος) ἦσαν, εἶναι καί θά εἶναι συνεκτικός κ ρ ί κ ο ς διά τούς χριστιανούς ὅλων τῶν Ὁμολογιῶν, μάλιστα δέ διά τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν Κωνσταντινουπόλεως καί Ρώμης. Ἡ κληρονομία των εἶναι κοινή δι᾿ ὅλους τούς χριστιανούς, ἀλλά καί διά πάντας τούς λαούς. Μελετῶντες τήν ζωήν καί ἐμβαθύνοντες εἰς τό παράδειγμά των, ἀποκομίζομεν ὠφέλειαν καί ἐμπνεόμεθα εἰς τήν ἄσκησιν τοῦ λειτουργήματος ἡμῶν ἕκαστος»[9].
Στήν ὁμιλία Ὑμῶν
πρός τούς Ἀντιπροσώπους τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου καί τά μέλη
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας, προσφωνήσατε τούς Παπικούς, τούς
Λουθηρανούς καί τούς Μεταρρυθμισμένους ὡς ἑξῆς : «Σεβασμιώτατε κύριε Stanislav Zvolensk, Ἀρχιεπίσκοπε
τῶν ἐν Bratislava Ρωμαιοκαθολικῶν, Πρόεδρε τοῦ
Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου Σλοβακίας», «Σεβασμιώτατε κύριε Milos Klatik, Γενικέ
Ἐπίσκοπε τῆς ἐν Σλοβακίᾳ Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας, Πρόεδρε τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας», «Σεβασμιώτατε κύριε Laszlo Fazekas, Γενικέ
Ἐπίσκοπε τῆς Μετερρυθμισμένης Ἐκκλησίας, Ἀντιπρόεδρε τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας», «Ἱερώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί», «Τέκνα ἡμῶν ἐν Κυρίῳ
ἀγαπητά», «ἐκπροσώπων τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», «Τοῦτο συνιστᾷ τήν
ἱστορίαν πιστότητος-ἀπιστίας τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν», «Παρομοίως, αἱ Χριστιανικαί
Ἐκκλησίαι, τάς ὁποίας ἐκπροσωπεῖτε», «αἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μᾶς
κάμνουν νά αἰσθανώμεθα τήν μοναξιάν τῆς καρδίας», «πολλοί ἐξ ἡμῶν ἐνδεδυμένοι
τόν ποδήρη χιτῶνα τῆς ἱερατείας», «Ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, "κλήσεως
ἐπουρανίου μέτοχοι"», «Εἰς ἡμᾶς, εἰς τάς Ἐκκλησίας μας ἀνήκει σήμερον ἡ
ὑποχρέωσις…»[10].
Ἐπί τῶν ἀνωτέρω ἀπαραδέκτων ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, δογματικῆς καί
ἐκκλησιολογικῆς δηλώσεων Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἐπισημαίνομεν ὅτι σφάλλετε.
Σχετικά μέ τίς κακόδοξες
οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» καί «δύο πνευμόνων» καί τῆς
Οὐνίας, εἶναι
γνωστόν ὅτι αὐτές υἱοθετήθηκαν ἀπό τό ἀπαράδεκτο, ἐπαίσχυντο καί ἄστοχο
ἐκκλησιολογικῶς κείμενο τοῦ Balamand
τοῦ Λιβάνου τό 1993. Ἐκεῑ ἀναγνωρίζεται ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ,
ὄχι μόνο ὡς «Ἐκκλησία», ἀλλά καί ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία» μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
Δηλαδή ἐξισώνεται ἐκκλησιολογικῶς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἐπίσης, Ὀρθοδοξία
καί Παπισμός θεωροῦνται ὡς «οἱ δύο πνεύμονες», μέ τούς ὁποίους δῆθεν ἀναπνέει ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, ἡ προσηλυτιστική μέθοδος, ὁ Δούρειος ἵππος τοῦ
Παπισμοῦ, ἡ ἐπάρατη καί δαιμονική Οὐνία, ἡ ὁποία προηγουμένως καταδικάσθηκε στή
Βιέννη (26-31 Ἰανουαρίου 1990) καί στό Freising τοῦ Μονάχου (6-15 Ἰουνίου 1990) ἀπό Ὀρθοδόξους καί
Παπικούς θεολόγους, στό Balamand τοῦ Λιβάνου ἀθωώθηκε πανηγυρικῶς, θεωρουμένη πλέον ὡς κοινῶς
ἀποδεκτός τρόπος «ἑνώσεως» Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ (οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωση).
Ἀντιλαμβανόμεθα, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς στηρίζεσθε σέ αὐτές τίς
ἀποφάσεις. Γνωρίζετε ὅμως ὅτι ἡ συμφωνία τοῦ Balamand δέν ἀποτελεῖ πανορθόδοξη ἀπόφαση, διότι δέν τήν
ὑπέγραψαν ἕξι τοπικές Ἐκκλησίες (Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας,
Ἑλλάδος, Τσεχοσλοβακίας)[11]. Δέν
ὑπῆρξε, λοιπόν, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἤ ἔγκριση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Ἐνῷ,
λοιπόν, δέν ὑπῆρξε Πανορθόδοξη υἱοθέτηση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand, ἐν
τούτοις ὑπῆρξε Πανορθόδοξη ἀπόφαση ἀκυρώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Balamand στή
Βαλτιμόρη τῆς Ἀμερικῆς στίς 9-19 Ἰουλίου τοῦ 2000, μέ τή συμμετοχή ἐκπροσώπων ὅλων
τῶν Ὁρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί μάλιστα καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[12]. Ἐπίσης,
ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες» δέν ἔχει υἱοθετηθεῖ, οὔτε κἄν στά κείμενα τῶν
Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων μέχρι καί σήμερα. Βεβαίως, καί Πανορθόδοξη Σύνοδος
νά γινόταν, πού θά ἐνέκρινε τόν ὅρο «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί τίς ὑπόλοιπες
οἰκουμενιστικές θεωρίες, θά ἦταν ἄκυρη, διότι θά εἶχε συγκληθεῖ ὡς ληστρική, ἀφοῦ
οἱ ἀποφάσεις της θά ἔρχονταν σέ ἄμεση καί πλήρη ἀντίθεση μέ τήν καθολική καί
διαχρονική ἁγιογραφική, ἀποστολική, ἱεροκανονική καί πατερική παράδοση τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν κοινή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πού χρησιμοποιήσατε στίς ὁμιλίες Ὑμῶν, ἐπισημαίνει καί
ὑπογραμμίζει ὅτι δέν μποροῦμε, ἀπαγορεύεται ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀποκαλοῦμε
τούς ἀπίστους καί τούς αἱρετικούς «ἀδελφούς», ἐπειδή δεν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ
πνευματικῶς ἀπό τον Ἅγιο Τριαδικό Θεό διά τοῦ Ὀρθοδόξου Ἁγίου Βαπτίσματος[1].
Μετά
ταῦτα, ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πῶς χρησιμοποιεῖτε τόν ὅρο «ἀδελφές
ἐκκλησίες», ὅταν αὐτός εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καί μάλιστα πανορθοδόξως
ἔχει ἀπορριφθεῖ καί ἀκυρωθεῖ; Διατί κάνετε ἐπιλεκτική χρήση τῶν πανορθοδόξων
ἀποφάσεων;
Πλέον συγκεκριμένως, ἐρωτοῦμεν εὐλόγως: Κατά τήν Θεοτίμητον Παναγιότητα Ὑμῶν,
πόσες Ἐκκλησίες ὑπάρχουν; Μία ἤ πολλές; Ὁ Χριστός ἵδρυσε Μία ἤ πολλές
ἐκκλησίες; Ὁ Χριστός δέν ἵδρυσε μόνο τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία, ὅπως ὁμολογοῦμε ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως
Νικαίας-Κων/λεως; Ἀφοῦ, λοιπόν, συμφώνως πρός τούς Ὑμέτερους Λόγους ὑπάρχουν
πολλές ἐκκλησίες καί ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, τότε ὑπάρχουν καί
πολλοί Κύριοι, πολλές πίστεις, πολλά βαπτίσματα. Ὅμως, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν
Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, λέει ὅτι ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[2]. Στόν ὀρθόδοξο χῶρο κάνουμε λόγο γιά Ὀρθοδοξία (ὀρθή δόξα
περί Θεοῦ) καί γιά αἵρεση, πλάνη (πλανεμένη, ἐσφαλμένη, διαστρεβλωμένη δόξα
περί Θεοῦ). Ἀπό πότε, ὅμως, οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν
ἐκκλησίες;
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, τόν ὁποῖο χρησιμοποιήσατε
στίς ὁμιλίες Ὑμῶν, ἐλέγχει τά ἀνωτέρω, ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «ἵνα τί ὑπολαμβάνετε ὄρη τετυρωμένα»;[3], σημειώνει ὅτι ὁ θεῖος Δαβίδ λέει αὐτόν τό λόγο πρός
τούς ἐχθρούς της Ἐκκλησίας, ρωτῶντας τους : Γιατί ἐσεῖς νομίζετε πώς ὑπάρχουν
ἄλλα ὄρη στερεά καί ἄσειστα, ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν; Δηλαδή, γιατί νομίζετε πώς οἱ ἄλλες συναγωγές καί τά συστήματα τῶν
ἀσεβῶν καί κακοδόξων εἶναι ὄρη στερεά καί ἀκίνητα, ἐνῶ δέν εἶναι; Παραθέτει,
ἐπίσης, καί τή μαρτυρία τοῦ μεγάλου ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος λέει
: «ἐπιτιμᾷ οὖν τοῖς τάς τῶν αἱρετικῶν
Ἐκκλησίας ὑπολαμβάνουσιν εἶναι τετυρωμένας, ἤγουν συνεστηκυίας καί στερεάς˙
οὐδέν γάρ ἐν αὐταῖς τό δυνάμενον τρέφειν εἰς ἕξιν πνευματικήν»[4].
Ἀναγνωρίζετε,
Παναγιώτατε Δέσποτα, τόν Παπισμό ὡς «Ἐκκλησία»; Εἶναι, ὅμως, «ἐκκλησία» ἤ
αἵρεσις; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τόν Παπισμό ὡς αἵρεση.
Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ὁρισμένες: Τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 στήν Κωνσταντινούπολη,
ἐπί τοῦ Πανσέπτου Προκατόχου Ὑμῶν Οἰκουμενικοῦ Πατρός καί Ἰσαποστόλου Μεγάλου
Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄
Οἰκουμενική, ἐπειδή σέ αὐτή συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί
τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ καί οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν
ὁμόφωνα ἀποδεκτές, καταδίκασε ὡς αἱρετική τή διδασκαλία τοῦ Filioque. Ἡ
διδασκαλία αὐτή ἐπεκράτησε δυστυχῶς ὡς ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, ἀπό τίς
ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος (1014) μέχρι σήμερα. Ἡ καταδίκη αὐτή ἰσχύει κατ’ ἐπέκτασιν καί διά τήν αἵρεση τῶν
Προτεσταντῶν, ἐπειδή καί αὐτοί ἀποδέχονται τήν αἱρετική αὐτή διδασκαλία. Ὁ
Παπισμός, ἀποδεχόμενος ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά ἀπό ἕνα αἰῶνα καί πλέον, μία
αἱρετική διδασκαλία, πού εἶχε ἤδη καταδικάσει μαζί μέ τά ἄλλα Ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα, αὐτοαναιρεῖται καί αὐτοκαταδικάζεται ὡς αἵρεση. Πέραν τούτου, ὅλες
οἱ ἑπόμενες Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι τοῦ 1170,
1341, 1450, 1722, 1838, 1895, ἀπεριφράστως καταδικάζουν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση[5]. Ἐπίσης,
ἐκτός ἀπό τόν Μέγα Φώτιο, ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος
Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος
ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ
ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ ἅγιος Ἰουστίνος
Πόποβιτς κ.ἄ.[6], ὁμοφώνως
καταδικάζουν τόν Παπισμό ὡς αἵρεση. Ὁ Παπισμός δέν εἶναι «Ἐκκλησία», ἀλλά
κράτος, τό Βατικανό. Οὔτε εἶναι «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν εἶναι οὔτε Ρωμαίϊκη,
οὔτε Καθολική, οὔτε Ἐκκλησία. Δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ρωμηοσύνη, οὔτε μέ τή
Ρωμανία. Δέν εἶναι Καθολική, ἀφοῦ χωρίσθηκε μόνη της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
τό 1054 μ.Χ. Δέν εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε κράτος, ὑποκύπτοντας στόν τρίτο
πειρασμό τοῦ Χριστοῦ. Δέχθηκε ὁ Παπισμός τήν πρόταση τοῦ διαβόλου νά τόν
προσκυνήσει καί νά τόν κάνει κοσμικό παντοκράτορα τῆς γῆς. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι
εἴμαστε ἡ ὀρθή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Ρωμηοί, σέ
μᾶς ἀνήκει ἡ Ρωμανία, ἡ Ρωμηοσύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καί
Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἀληθής Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
Πάνω στήν
ἀνωτέρω ἐσφαλμένη θεολογική ἀντίληψη, Παναγιώτατε Δέσποτα, πολύ εὔστοχα
παρατηρεῖ ὁ αἰδεσιμολογιώτατος πρεσβύτερος π. Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος τῆς τῶν
Πατρέων Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας: «…μήπως ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔπαψε ἀπό τό 787 μ.Χ. νά αὐτοπροσδιορίζεται καί νά
ἀντιδιαστέλλεται ἀπό τήν πλάνη, τό ψέμα καί τήν αἵρεση; Ἡ ἄποψη αὐτή δέν ὁδηγεῖ
σέ αὐτοαναίρεση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας; Τί θά συμβεῖ, ἄν αὐτή ἡ
συλλογιστική, ὅτι, ἐπειδή γιά τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος παρουσιάστηκε μετά τόν 9ο
αἰώνα, δέν ἔχει ἀποφανθεῖ κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος, κανένας Ὀρθόδοξος καί
μάλιστα ὑπεύθυνος ποιμένας, δέν ἔχει τό δικαίωμα νά τόν χαρακτηρίζει ὡς αἵρεση,
τήν ἐπεκτείνουμε καί σέ ἄλλες αἱρέσεις; Διερωτῶμαι γιά τούς Ψευδομάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ, τούς Μορμόνους, τούς Πεντηκοστιανούς, τούς τηλευαγγελιστές κ.ο.κ., ποιά
Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει ἀποφανθεῖ; Ἤ μήπως καί αὐτοί δέν εἶναι αἱρετικοί»[7];
Πῶς εἶναι δυνατόν Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ὁ πνευματικός
ἡγέτης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά διαλέγεσθε μέ τόν ἀμετανόητο Παπισμό, ὅταν
αὐτός δέν ἔχει ἀποκηρύξει τίς πάμπολλες αἱρέσεις του καί δέν ἔχει δείξει ἴχνος
μετανοίας; Ἤ μήπως δέν εἶναι φοβερές καί τρομερές αἱρέσεις Α) ἡ κρατική
ὑπόσταση καί δομή τοῦ Βατικανοῦ μέ ὑπουργεῖα καί ὑπουργούς καί τράπεζες, β) τό Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), γ) ἡ
κτιστή Θεία Χάρις, δ) τό πρωτεῖο ἐξουσίας, ε) ἡ κατοχή τόσο τῆς κοσμικῆς ὅσο
καί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Πάπα, στ) τό ἀλάθητο, ζ) οἱ θεωρίες περί
ἐσχάτου κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, περί αὐθεντίας, περί μοναρχικοῦ ἀξιώματος,
ἐκκλήτου καί ἀναμαρτησίας, περί ἄκρου Ἀρχιερέως τοῦ Πάπα, η) τό διά ραντισμοῦ «βάπτισμα»,
θ) τά ἄζυμα (ὄστια), ι) ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ
μέ τά ἰδρυτικά λόγια καί ὄχι μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θεωρία
τῆς μετουσιώσεως, ια) ἡ στέρηση τῆς κοινωνίας τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς
λαϊκούς καί ἡ παροχή σέ αὐτούς μόνο τοῦ Σώματος, ιβ) ἡ στέρηση τῆς Θείας
Κοινωνίας ἀπό τά νήπια, ιγ) ἡ Μαριολατρεία, ιδ) ἡ ἄσπιλος σύλληψη καί ἡ
ἐνσώματη ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου, ιε) τό καθαρτήριο πῦρ, ιστ) τά λυσίποινα, ιζ) ἡ
περίσσεια ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, ιη) ἡ περίσσεια τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων, ιθ) ἡ
ἀξιομισθία τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, κ) τά ἀγάλματα καί γενικά ἡ θρησκευτική
ζωγραφική ἀντί τῆς Ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, κα) ἡ ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ
κλήρου, κβ) ἡ ἀναγνώριση σφαγέων (βλ. Στέπινατς) ὡς «ἁγίων», κγ) ἡ θεωρία περί
προσβολῆς καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, λόγω τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος καί γενικά τό δικανικό πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο κυριαρχεῖται ὁ
Παπισμός, κδ) ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ ἐκμετάλλευσή της ὡς ὀργάνου
τῆς παπικῆς διδακτικῆς ἐξουσίας (ὁ Πάπας εἶναι ἡ Παράδοση), κε) ἡ ἄποψη ὅτι ὁ
ἀλάθητος Πάπας εἶναι ὁ μοναδικός φύλακας, κριτής καί ἑρμηνευτής τῆς Θείας
Ἀποκαλύψεως, κστ) ἡ θεώρηση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ὡς ὑπερφυσικοῦ δώρου τῆς
Θείας Χάριτος, πού προστέθηκε ‘κατά συμβεβηκός’ στό ‘κατ’εἰκόνα’, τό ὁποῖο
νοεῖται μέσα σέ πλαίσια αὐτάρκειας καί στατικότητας, κζ) ἡ ἀπώλεια τῆς
ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί ἡ διατήρηση ἀλωβήτου καί σώου τοῦ κατ’εἰκόνα, κη) ἡ
«πάσχουσα ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τούς πιστούς, πού βρίσκονται στό
καθαρτήριο πῦρ, κθ) ἡ ἀπόρριψη τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, λ) τό συγκεντρωτικό
καί ἀπολυταρχικό διοικητικό σύστημα μέ ἀπόλυτο μονάρχη τόν Πάπα, πού εἰσήγαγε
τόν παποκαισαρισμό, λα) τά μοναχικά τάγματα καί ὁ ὀργανωτικός-κοινωνικός
χαρακτήρας τοῦ μοναχισμοῦ, λβ) ὁ ἀπρόσωπος καί δικανικός χαρακτήρας τοῦ
μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, λγ) ἡ ἐπάρατη Οὐνία, δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ;
Ἐνῷ παγκοσμίως τό σπίτι τοῦ παπισμοῦ κλονίζεται
ἐπικίνδυνα λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς αὐτοδικαιώσεως τῶν παπικῶν, τῆς
ἀνηθικότητός τους, τῶν σκανδάλων παιδεραστίας, τῶν οἰκονομικῶν σκανδάλων, Ὑμεῖς,
Παναγιώτατε Δέσποτα, στηρίζετε τόν παπισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τῆς
ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς θεοεγκαταλείψεως τῶν Παπικῶν εἶναι καί τά δύο ἑπόμενα :
α) στίς 29-4-2012 στήν Αὐστρία στήν πόλη Hartberg ἔγινε παπική πασχαλινή
παιδική «Λειτουργία» μέ κούνελο[8], καί β) παπικός «ἱερεύς» ντυμένος κλόουν. Σέ «φωτογραφία
(πού κυκλοφορήθηκε ἐμφαίνεται) ντυμένος κλόουν ὁ Ρωμαιοκαθολικός “ἱερέας” Grzegorz Wita καί Καθηγητής τοῦ τμήματος
Οἰκουμενικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σιλεσίας στό Κατοβίτσε (Katowicach) Πολωνίας. Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπό συνέδριο γιά τήν
ἱεραποστολή στούς νέους». Μάλιστα στίς 19.12.2010 εἶχε πραγματοποιηθεῖ καί
παπική λειτουργία, κατά τήν ὁποία οἱ συμμετέχοντες, ἀπό τόν «ἱερέα» μέχρι καί
τόν τελευταῖο πιστό, ἦταν ντυμένοι σάν κλόουν, διακοσμώντας ἀκόμη καί τόν ἴδιο
τόν ναό μέ μπαλόνια καί ἄλλα σύνεργα, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ κλόουν, γιά νά
διασκεδάζουν τά μικρά παιδιά[9].
Ἔχουν, λοιπόν, «ἱερωσύνη» αὐτοί, πού
ντύνονται σάν καρνάβαλοι; Ἔχουν ἰσχύ τά «μυστήριά» τους, ὅπως θέλουν νά μᾶς
πείσουν οἱ οἰκουμενιστικοί κύκλοι; Μποροῦμε νά ταυτιστοῦμε μέ αἱρετικούς, οἱ
ὁποῖοι μετατρέπουν τούς ναούς τους σέ θέατρα μέ χορῳδίες, τραγουδιστές, σκύλους
καί τώρα καί κλόουν; Κατά τά ἄλλα, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὁμιλεῖτε περί τῆς
μαρτυρίας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως στούς διαλόγους καί περί διατηρήσεως τῆς
ἀμωμήτου πίστεως.
Ἀναγνωρίζετε,
Παναγιώτατε Δέσποτα, καί τόν Προτεσταντισμό ὡς «Ἐκκλησία». Εἶναι, ὅμως,
«ἐκκλησία» ἤ αἵρεση; Οἱ αἱρετικοί Λουθηροκαλβῖνοι ἤ Προτεστάντες ἤ
Διαμαρτυρόμενοι ὀνομάζονται Χριστιανοί, ἀλλά εἰς μάτην περιφέρουν τό ὄνομα καί
καυχῶνται ὅτι εἶναι Χριστιανοί, διότι δέν ἔχουν μέρος μέ τό Χριστό. Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι μόρφωση μόνο ἔχουν Χριστιανισμοῦ, τήν δέ δύναμή του ἀρνήθηκαν,
διότι : α) Δέν παραδέχονται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀλλά λένε οἱ κατάρατοι
ὅτι Αὐτή, μετά τήν ἄφθορη καί ὑπερφυῆ σύλληψή της καί τόν ἀνερμήνευτο τόκο τοῦ
Υἱοῦ καί Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνεμίγη μέ τόν Ἰωσήφ, ἔτεκε ἀπό
αὐτόν κι ἄλλα τέκνα, ὅπως οἱ μνημονευόμενοι στό ἱερό Εὐαγγέλιο ἀδελφοί τοῦ
Κυρίου, στήν πραγματικότητα τέκνα τῆς θανούσης γυναικός τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ. β)
Δέν ἀποδίδουν καμμία τιμή καί ὑπεροχή σέ Αὐτήν, ὡς πρός τήν ἀρετή καί τήν
ἁγιότητα πάνω ἀπό ὅλους καί ὅλες τούς ἁγίους, ἀλλά ἰσχυρίζονται οἱ μικροί ὅτι
εἶναι κοινή γυναῖκα, δηλ. ὅπως μία ἀπό τίς γυναῖκες τοῦ κόσμου! γ) Δέν παραδέχονται
ὅτι πρέπει νά παρακαλεῖται ἡ Θεοτόκος καί οἱ ὑπόλοιποι ἅγιοι γιά τήν σωτηρία
καί βοήθεια τῶν ἀνθρώπων καί ὅτι θαυματουργεῖ ὁ Θεός διά τῶν ἁγίων! δ) Δέν
προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες, τόν τίμιο Σταυρό, τό ἱερό Εὐαγγέλιο κτλ., δηλ.
εἶναι νέοι εἰκονομάχοι. ε) Δέν προσεύχονται κατ’ ἀνατολάς, δέν κάνουν τό σημεῖο
τοῦ Σταυροῦ, οὔτε γονυκλισίες ἤ μετάνοιες κτλ. στ) Ἀπορρίπτουν ὡς ἄσκοπο τό νά
μνημονεύομε καί νά δεόμεθα ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ζ) Παντελῶς ἀποδοκιμάζουν οἱ
ἄφρονες τήν ἐξομολόγηση καί τόν κανόνα τοῦ πνευματικοῦ! η) Ἀποβάλλουν τή
θεοπνευστία, τήν αὐθεντία καί τό ἀλάθητο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. θ) Δέ
δογματίζουν τή μεταβολή, δηλ. ὅτι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί
Αἷμα Χριστοῦ μέ τήν θεία ἐπίκληση τοῦ ἱερέως, ἀλλά ὅτι ἡ θεία μυσταγωγία
γίνεται ἁπλῶς σέ ἀνάμνηση τοῦ μυστικοῦ Δείπνου! ι) Πιστεύουν στό διπλό ἀπόλυτο
προορισμό, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο, ὁ Θεός, ἄλλους προορίζει γιά τήν αἰώνιο ζωή
καί ἄλλους γιά τήν αἰώνια κόλαση. ια) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά Παράδοση καί τούς
ἁγίους Πατέρες καί θεωροῦν τήν Ἁγία Γραφή ὡς τή
μοναδική πηγή Ἀποκαλύψεως (sola scriptura). ιβ) Ἀρνοῦνται τήν ὁρατή Ἐκκλησία καί πιστεύουν στήν
ἀόρατη καί ἰδανική Ἐκκλησία. ιγ) Υἱοθετοῦν τήν αἵρεση τοῦ Filioque. ιδ) Ὑποστηρίζουν τήν αἱρετική διδασκαλία γιά τήν
πανταχοῦ παρουσία τοῦ Χριστοῦ σωματικῶς, τή γνωστή ubiquitas. ιε) Ἀπορρίπτουν τήν Ἱεραρχία μέ τήν Ὀρθόδοξη ἔννοια καί
τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο. ιστ) Περιορίζουν τόν ἀριθμό τῶν μυστηρίων μόνο σέ
δύο, τό βάπτισμα καί τή θεία Εὐχαριστία, στηριζόμενοι στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ
Χριστοῦ. ιζ) Ἀπορρίπτουν τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. ιη) Θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος,
ὅταν σώζεται, σώζεται μέ μόνη τή Χάρη τοῦ Θεοῦ (sola gratia) καί μέ μόνη τή πίστη (sola fide) καί ὅτι στήν παροῦσα ζωή ὁ πιστός εἶναι ταυτόχρονα
δίκαιος καί ἁμαρτωλός (simul justus et peccator). ιθ) Τοποθετοῦν τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου στή μετά θάνατον
ζωή. κ) Πρεσβεύουν ὅτι μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, τό κατ’εἰκόνα
ἐξαχρειώθηκε, καταστράφηκε τελείως. κα) Κάθε προτεστάντης εἶναι αὐτός ἀπό μόνος
του ἡ Ἐκκλησία, ἡ Παράδοση. Αὐτός κατέχει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο. Κάθε
προτεστάντης εἶναι κι ἕνας πάπας. Ἐνῷ δηλ. στόν Παπισμό ἔχουμε ἕνα Πάπα, στόν
Προτεσταντισμό ἔχουμε πολλούς Πάπες. κβ) Ἐπιτρέπουν τήν ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν
καί τήν χειροτονία ὁμοφυλοφίλων[10].
Τί μεγάλη διάσταση ὑπάρχει
μεταξύ ἡμῶν καί τῶν διαμαρτυρομένων! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ
φωτός καί σκότους, μεταξύ Χριστοῦ καί Βελίαρ! Ὁ Θεός, λέει ὁ θεῖος Χρυσόστομος,
εἶναι παντοῦ, ὄχι ὅμως καί στήν καρδιά τοῦ ἀσεβοῦς. Αὐτοί, κατά τό γεγραμμένο, «ηὐλίσθησαν ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται
γνῶσις»[11], δηλ. δέν ἐπισκοπεῖ ὁ Κύριος. Μεταξύ ἡμῶν καί αὐτῶν
εἶναι ἀδύνατο ποτέ νά γίνει ἕνωση. Ἡ διάσταση εἶναι τόση, ὅση μεταξύ Θεοῦ καί
διαβόλου. Τόσο χωρισμένοι εἶναι οἱ Λουθηροκαλβῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Ὅσοι
ἀποδύονται στόν ἀγώνα τῆς ἑνώσεως ἐφορμοῦνται ἀπό ἰδιαίτερα αἴτια! Αὐτό εἶναι
ἀναντίρρητο! Ὅταν ἀκούσουμε ὅτι ὁ διάβολος σωφρονίσθηκε καί ἑνώθηκε μέ τά
ἀγγελικά τάγματα, τότε θά πιστεύσουμε ὅτι εἰλικρινῶς θά ἑνωθοῦν καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι
μέ ἐμᾶς[12]!
Ὡς φυσικός ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς
«Ἐκκλησιῶν» ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καί
τῶν μυστηρίων τους.
Τά μυστήρια, ὅμως, τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατα, γιατί
οἱ αἱρετικοί στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λόγῳ τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀποκοπῆς
τους ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Κατά τόν νζ΄ ἱερό Κανόνα τῆς
Καρθαγένης, τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν συντελοῦν στήν καταδίκη τους : «ἐν ἧ (τῇ μιᾷ ἐκκλησίᾳ) πάντα τά ἁγιάσματα
σωτηριωδῶς αἰώνια καί ζωτικά περιλαμβάνονται ἅτινα τοῖς ἐπιμένουσιν ἐν τῇ
αἱρέσει, μεγάλην τῆς καταδίκης τήν τιμωρίαν πορίζουσιν, ἵνα, ὅπερ ἦν αὐτοῖς ἐν
τῇ ἀληθείᾳ πρός τήν αἰώνιον ζωήν ἀκολουθητέον φωτεινότερον, τοῦτο γένῃται
αὐτοῖς ἐν τῇ πλάνῃ σκοτεινότερον καί πλέον καταδεδικασμένον˙ ὅπερ τινές ἔφυγον
καί τῆς ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς μητρός τά εὐθύτατα ἐπιγνόντες, πάντα ἐκεῖνα τά
ἅγια μυστήρια φίλτρῳ τῆς ἀληθείας ἐπίστευσαν καί ὑπεδέξαντο».
Στούς αἱρετικούς δέν ὑφίσταται κἄν ἀληθές βάπτισμα ἤ χρῖσμα
(«ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι
δύνασθαι ἔξω της καθολικῆς ἐκκλησίας˙ ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνη τῇ
καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος˙… ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς
αἱρετικοῖς εἶναι»). Ὁ λόγος εἶναι προφανής˙ «παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων
ἄφεσιν λαβεῖν» καί «οὐ γάρ δύναται ἐν
μέρει ὑπερισχύειν˙ εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι˙ εἰ οὐκ
ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὧν, Πνεῦμα Ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι,
ἑνός ὄντος τοῦ Βαπτίσματος καί ἑνός ὄντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μιᾶς
ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν
λέγοντος τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης˙ καί διά τοῦτο τά ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ
καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»[1]. Ὁ Κανόνας αὐτός δέν ἀποτελεῖ κάτι τό καινοφανές στήν
Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου˙ «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε
ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[2]. Κάθε ἄλλη θεώρηση θά ἀνέτρεπε αὐτή τήν ἐκκλησιολογική
βάση[3]. Γιατί, ἀπό τή μιά, ἄν μία εἶναι ἡ Καθολική, Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία καί ἕνα εἶναι τό ἀληθές Βάπτισμα, πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἀληθές τό
Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἀφοῦ αὐτοί δέν εἶναι μέσα στήν Καθολική Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεκόπηκαν ἀπό αὐτή διά τῆς αἱρέσεως; Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν εἶναι
ἀληθές τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, εἶναι ἀληθές καί τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τότε, λοιπόν, δέν εἶναι ἕνα βάπτισμα, καθώς ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, τό ὁποῖο εἶναι ἀτοπώτατο.
Σχετικά μέ τήν χειροτονία καί τήν ἱερωσύνη τῶν αἱρετικῶν
χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ ξη΄ Κανόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «…τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων (τῶν αἱρετικῶν)
βαπτισθέντας, ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
Ἑρμηνεύοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν ἐν λόγω Κανόνα, λέει ὅτι αὐτοί,
πού βαπτίσθηκαν ἤ χειροτονήθηκαν ἀπό αἱρετικούς, δέν μποροῦν καθόλου νά εἶναι
Χριστιανοί μέ τό αἱρετικό αὐτό βάπτισμα ἤ καλύτερα μόλυσμα, οὔτε Ἱερεῖς καί
Κληρικοί μέ τήν αἱρετική αὐτή χειροτονία. Γι’αὐτό αὐτοί ἀκινδύνως καί
βαπτίζονται ἀπό τούς ὀρθοδόξους Ἱερεῖς καί χειροτονοῦνται ἀπό τούς ὀρθοδόξους
Ἐπισκόπους. Γι’αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος γράφοντας πρός τούς Νικοπολίτες, λέει
ὅτι δέν θά συναριθμήσει ποτέ μαζί μέ τούς ἀληθεῖς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον
πού χειροτονήθηκε καί ἔλαβε προστασία λαοῦ ἀπό τά βέβηλα χέρια τῶν αἱρετικῶν,
πρός ἀνατροπή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Προσθέτει ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί τή
μαρτυρία τοῦ σχολιαστοῦ Βαλσαμῶνος, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι, ἄν αἱρετικός ἱερεύς ἤ
διάκονος βαπτισθεῖ (ἤ μυρωθεῖ) ἡ προτέρα του ἱερωσύνη, ἐπειδή εἶναι μιαροσύνη,
λογίζεται ὡς ἀνύπαρκτη. Ἄν, ὅμως, μετά ἀπό αὐτά βρεθεῖ ἄξιος, γίνεται καί
ἱερεύς καί Ἀρχιερεύς. Ἐπειδή, λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν παρόντα Ἀποστολικό Κανόνα,
οἱ αἱρετικοί δέν ἔχουν ἱερωσύνη, ἄρα καί τά ἱερουργούμενα ἀπό αὐτούς εἶναι
κοινά καί ἄμοιρα Χάριτος καί ἁγιασμοῦ[4]. Ὅπως ἀναφέρει καί ὁ Καθηγητής
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης : «Ἡ ἱερωσύνη στό
πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἱερωσύνη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός τελεῖ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του διά τῶν Ἐπισκόπων καί Ἱερέων Του. Ἡ
ἱερωσύνη, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλα τά μυστήρια, ἀποτελεῖ λειτουργική φανέρωση τῆς
Ἐκκλησίας (ἡ Ἐκκλησία “σημαίνεται ἐν τοῖς
μυστηρίοις”, κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα). Τοῦτο σημαίνει ὅτι, γιά νά
ὑπάρχουν μυστήρια, πρέπει προηγουμένως νά ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Τά μυστήρια εἶναι
σάν τά κλαδιά ἑνός δένδρου. Ζωντανά κλαδιά, πού ἀνθοῦν καί καρποφοροῦν, μποροῦν
νά ὑπάρχουν μόνον, ὅταν αὐτά εἶναι ὀργανική προέκταση τοῦ δένδρου, ὅταν δηλαδή
εἶναι ὀντολογικά συνδεδεμένα μέ τόν κορμό τοῦ δένδρου»[5].
Εἶναι φανερό πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τό
πνεῦμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτό καί δέχεσθε,
ὀνομάζετε καί ἀναγνωρίζετε τίς αἱρέσεις ὡς «Ἐκκλησίες», ἐρχόμενος σέ πλήρη ἀντίθεση
καί ἀντίφαση μέ τήν διαχρονική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τόν κάθε
πιστό, ὅμως, θά πρέπει νά τόν ἐνδιαφέρει τί λέει, τί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία, ἡ Ἁγία Γραφή, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, οἱ ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι,
οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι Πατέρες.
Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα : Διατί, ἐνῷ
ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δέν
προβαίνετε στήν μαζί τους διαμυστηριακή κοινωνία; Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον
κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύετε τίς
διακηρύξεις Ὑμῶν, ἡ μυστηριακή διακοινωνία εἶναι μονόδρομος, γιατί ἄλλως
ἀποδεικνύετε μέ τήν στάση Ὑμῶν τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού
ἀποδίδετε στούς ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων!!! Καί ἀποδεικνύεται ἀκόμη ὅτι
αὐτή ἡ στάση ἀποτελεῖ «εὐφυᾶ διπλωματία» ἀλλά χωρεῖ διπλωματία στά τῆς πίστεως;
Γ) Τό
Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων
Στίς ὁμιλίες Ὑμῶν καί
ἰδιαιτέρως στήν Πατριαρχική
καί Συνοδική ἐγκύκλιό Ὑμῶν[6] ἀναφέρεσθε,
Παναγιώτατε Δέσποτα, στό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καί στήν
ἀνεξιθρησκεία καί προσπαθεῖτε νά στηρίξετε τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ
διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ, βασιζόμενος στήν
ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τό ὁποῖο, ὅμως, δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στό
χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καί διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν προβάλλει τήν μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δέν εὐνοεῖ τό Χριστιανισμό, ὅπως τόν εὐνόησε τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» καί ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἀντίθετα μᾶς ἐπιστρέφει στό πρό Χριστοῦ σκότος τῆς ἰσότητος καί ἰσοτιμίας τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀνεξιθρησκίας, στήν
«Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», ὅπως περιγράφεται στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο : «Γῆ Ζαβουλών καί γῆ Νεφθαλείμ, ὁδόν θαλάσσης πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ και σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς»[7].
Κατ’ἀρχήν
δέν εἶναι ἀκριβές ὅτι τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων καθιέρωσε την ἀνεξιθρησκεία.
Το Διάταγμα ἐκφράζει περισσότερο τή θέληση καί τήν ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, καί
λιγότερο τοῦ Λικινίου, νά παύσουν οἱ φοβεροί και ἄδικοι διωγμοί τῆς ρωμαϊκῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν και νά ἐπιτραπεῖ καί εἰς αὐτούς να ἀσκοῦν ἐλεύθερα τά τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας τους, ὅπως αὐτό αὐτονοήτως ἴσχυε γιά τούς ἄλλους ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, ἀκόμη καί γιά τούς Ἰουδαίους.
Γιά νά μη φανεῖ δέ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι ἡ πολιτεία ἐγκαταλείπει τήν πατρῴα θρησκεία τῆς πλειονότητος τῶν ὑπηκόων καί στρέφεται ἐμφανῶς ὑπέρ τῶν μέχρι τότε μετά μίσους διωκομένων Χριστιανῶν, πού ἀποτελοῦσαν μειονότητα, οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐμφανίσθηκαν ὡς εἰσηγούμενες τήν ἀνεξιθρησκεία γιά ὅλους τούς ὑπηκόους τῆς αὐτοκρατορίας, ὥστε νά ἀποτρέπονται σκέψεις γιά εὔνοια ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν, καί αὐξηθεῖ το μῖσος ἐναντίον τους.
Εἶναι, ὅμως, σαφές ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα ὅτι ὁ συγκρητισμός, ἡ ἀνάμειξη δηλαδή διαφόρων θρησκειῶν, πού ἐπιστεύοντο ἐλεύθερα στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, ἐκ τῆς ὁποίας ἀναμείξεως προῆλθε καί τό κίνημα τοῦ Γνωστικισμοῦ, ἀποτελεῖ βασικό γνώρισμα τῆς θρησκευτικῆς πολιτικῆς τῶν πρό τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Ρωμαίων αὐτοκρατόρων. Ἑπομένως καί πρό τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων» ὑπῆρχε ἀνεξιθρησκεία, ἡ ὁποία ἐξαιροῦσε ἀδίκως μόνο τούς
Χριστιανούς. Γιά τό λόγο αὐτό τό «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι εἰσηγεῖται τή γενική ἀρχή τῆς ἀνεξιθρησκίας, ἀλλά κυρίως ὅτι θεραπεύει τήν ἄνιση μεταχείριση τῶν Χριστιανῶν, σέ σχέση μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό κείμενο τοῦ «Διατάγματος», τό ὁποῖο ἐξέδωκε στίς 15 Ἰουνίου τοῦ 313 ὁ Λικίνιος, μετά τήν
θριαμβευτική του εἴσοδο στή Νικομήδεια καί τό ἀπηύθυνε πρός τόν ἔπαρχο τῆς Βιθυνίας. Πρόκειται
δηλαδή γιά διάταγμα, πού ἐξέδωκε ὁ Λικίνιος στή Νικομήδεια, μέ βάση τή συμφωνία τῶν Μεδιολάνων[8].
Ἑπομένως, οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων ἐνέταξαν κατ᾽ ἰσονομίαν καί τόν μέχρι
τότε διωκόμενο Χριστιανισμό στά πλαίσια μιᾶς θεσμικά κατοχυρωμένης ἀνεξιθρησκείας και θρησκευτικῆς ἐλευθερίας[9], καί ἄνοιξαν πλέον τό δρόμο μέσα στά ἑπόμενα δέκα ἔτη, γιά νά θεμελιωθεῖ τό πρῶτο καί μοναδικό σέ
πολιτισμική καρποφορία καί χρονική διάρκεια χριστιανικό κράτος, τό δρόμο ἐπίσης γιά τήν πλήρη ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, πού τώρα δυστυχῶς ἔχει σχεδόν ἀποχριστιανισθεῖ[10].
Χωρίς ἀμφιβολία, τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, μέ τήν ἐπίσημη νομική κατοχύρωση τῶν δύο ἀρχῶν, δηλαδή τῆς ἐντάξεως καί τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀλλά καί τῆς ἐλευθερίας συνειδήσεως τῶν Ρωμαίων γιά τήν ἐπιλογή ὁποιασδήποτε θρησκευτικῆς πίστεως καί εἰδικότερα τῆς χριστιανικῆς, εὐνοοῦσε κυρίως τόν Χριστιανισμό[11].
Παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι ἔχει δοθῆ πολύ μεγάλη δημοσιότητα στο γεγονός τῶν ἑορταστικῶν
ἐκδηλώσεων γιά τά 1700 ἔτη ἀπό τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Συναντήσεις ἐπί συναντήσεων, συσκέψεις ἐπί συσκέψεων καί ἰδιαίτερα ἀπόδοση μεγάλης σημασίας
στό ἐάν στίς ἐκδηλώσεις θά λάβει μέρος καί ὁ πάπας τῆς Ρώμης. Φαίνεται μάλιστα ὅτι τίθενται κάποιοι ὅροι στίς διμερεῖς συναντήσεις μεταξύ
Βατικανοῦ καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας), ἀπό τούς ὁποίους θά ἐξαρτηθεῖ τό ἐάν ὁ πάπας θα ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση, τήν ὁποία εἶναι ἀποφασισμένη κατ’ ἐγκύρους
πληροφορίας νά ἀποστείλει ἡ Σερβική Ἐκκλησία. Καί οἱ ὅροι αὐτοί ἀσφαλῶς ἔχουν σχέση μέ τό πῶς θά προβληθεῖ ἀνά τόν κόσμο ἡ δῆθεν ἐξέχουσα, καί πρωτιστεύουσα θέση τοῦ Ρωμαίου ποντίφηκα, μεταξύ
ὅλων τῶν Χριστιανῶν ἡγετῶν, πῶς δηλαδή θά προβληθεῖ τό κανονικῶς ἀνύπαρκτο πρωτεῖο τοῦ πάπα, πού ἀποτελεῖ ἀκανθῶδες καί δυσεπίλυτο
πρόβλημα ἀνά τους αἰῶνες, γιατί τορπιλίζει τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας· κινδυνεύει
μάλιστα νά τορπιλίσει καί τόν ἀπό τριακονταετίας (1980 καί ἑξῆς) διεξαγόμενο
προσχηματικό καί ἀντιπατερικό διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν.
Ἔχουν δοθεῖ τέτοιες διαστάσεις
καί τόση σημασία στίς ἑορταστικές αὐτές ἐκδηλώσεις, ὥστε μεγεθυντικά πολλοί πιστεύουν ὅτι δέν ἀποκλείεται, κατά τή
συνάντηση αὐτή τοῦ πάπα μέ τούς ὀρθοδόξους πατριάρχας καί προκαθημένους νά προχωρήσετε καί
σέ κοινό ποτήριο. Αὐτό βέβαια τό εὔχονται ἀνά τούς αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί τό εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Διαφορετικά δέν
θά ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας
(1438-1439).
Ἡ ἐμπλοκή τοῦ πάπα στούς ἑορτασμούς τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», ἄνευ
δημοσίας, προηγουμένως, ἀποκηρύξεως τῶν αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ, ἀποτελεῖ νόθευση τοῦ πνεύματος τῶν Μεδιολάνων, ἀποσκοπεῖ στήν προβολή τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα καί τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν εἶναι Κωνσταντίνειες, ἀλλά ψευδο-Κωνσταντίνειες ἐκδηλώσεις, πού ὑπενθυμίζουν τή μεγάλη ἱστορική ἀπάτη τῆς «Ψευδο-Κωνσταντίνειας
δωρεᾶς», καί τῶν «Ψευδο-Ἰσιδωρείων Διατάξεων». Σύμφωνα μέ τους εἰδικούς, «οὐδεμία ἄλλη νοθεία ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορίᾳ συνετελέσθη μετά τόσης τέχνης καί οὐδεμία ἄλλη εἶχε τόσον μεγάλα ἀποτελέσματα»[12]. Κατά τήν ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀναχωρώντας ἀπό τήν Δύση, γιά νά
μεταφέρει τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας στήν Ἀνατολή, παρεχώρησε δῆθεν στόν πάπα τήν διοίκηση, πολιτική καί ἐκκλησιαστική, τοῦ δυτικοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους. Με βάση τό
μεγάλο ἱστορικό αὐτό ψέμμα, ἐπί αἰῶνες συνταράχθηκε ἡ Δύση ἀπό τόν παποκαισαρισμό, τούς ἀγῶνες δηλαδή τοῦ πάπα νά ἐπιβληθεῖ καί ἐπί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας ἔναντι τῶν δυτικῶν ἡγεμόνων, πολλάκις ὅμως καί ἡ Ἀνατολή, μέ ἐπεμβάσεις του,
πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές.
Οἱ ἐπετειακοί ἑορτασμοί γιά το «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων» θα εἶχαν νόημα, ἄν μέσα ἀπό αὐτούς προεβάλετο ἡ σταδιακή ἐκχριστιάνιση τῆς Εὐρώπης, πού ἄρχισε ἀπό τό Μ. Κωνσταντῖνο, ὡς καί ἡ σταδιακή καί τώρα σχεδόν ὁριστική ἀποχριστιάνισή της μέ κύριο
ὑπεύθυνο τόν Παπισμό, πού ἐνόθευσε το εὐαγγελικό κήρυγμα καί ἀναμείχθηκε εἰς τά τοῦ κόσμου. Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία δυστυχῶς ἀπό τόν περασμένο αἰώνα, ἔχει ἀμνηστεύσει μέ τόν Οἰκουμενισμό τήν αἱρετική διαστροφή τοῦ Παπισμοῦ, τόν ὁποῖο ἀναγνωρίζει, διά τῶν οἰκουμενιστῶν ἡγετῶν της, ὡς κανονική, ὡς «ἀδελφή Ἐκκλησία», ἀλλά καί τόν εἰκονομαχικό καί διαλυτικό Προτεσταντισμό, μέ τήν συμμετοχή
της στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πού οὐσιαστικῶς εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων καί Πλάνης[13].
Δ) Κοινή
πίστη;
Σέ ἕνα
σημεῖο τῆς ὁμιλίας Ὑμῶν, κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο, εἴπατε, Παναγιώτατε
Δέσποτα, ὁτι «ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καί ὄχι ἰδεολογικόν κατασκεύασμα καί ἀνθρωπίνη θεωρία· δέν εἶναι "βρῶσις καί πόσις ἀπολλυμένη", ἀλλά ζωή»[14]. Στήν ὁμιλία Ὑμῶν, στή Βασιλική τοῦ Ἁγίου
Ἀμβροσίου, εἴπατε: «Ἐνδιέφερε τόν Αὐτοκράτορα (τό Μεγάλο Κωνσταντῖνο) ὡς εἰκός, βαθέως καί ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἑνότητα ἐν τῇ πίστει, ἄνευ τῆς ὁποίας ἐν τῇ οὐσίᾳ εἶναι ἀδύνατος»[15]. Ἀλλά καί ὁ Καρδινάλιος Ἄγγελος Σκόλα, καλωσορίζοντας Ὑμᾶς, εἶπε : «Εἶστε εὐπρόσδεκτος στά μέρη
τοῦ Ἀμβροσίου, ἑνός κοινοῦ Ἁγίου σέ Ἀνατολή καί Δύση, Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας καί
Διδάσκαλο τῆς κοινῆς χριστιανικῆς πίστης»[16].
Δὲν διευκρινίζετε, ὅμως, Παναγιώτατε Δέσποτα,
ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Πίστη· εἶναι ἡ ὀρθόδοξη; εἶναι ἡ παπική; Μήπως εἶναι ἕνα
μεῖγμα αὐτῶν; Μήπως εἶναι ἡ πίστη τῆς δογματικῆς ποικιλομορφίας, ὅπως ἤδη εἶχε
καθιερωθεῖ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀπόπειρες ἑνώσεως ὑπὸ τοὺς ἑκάστοτε
λατινόφρονες Ὀρθοδόξους, ὅπως στὶς Συνόδους Λυών καὶ
Φερράρας-Φλωρεντίας; Δυστυχῶς, ἡ πορεία τοῦ Διαλόγου ἀποδεικνύει ὅτι θὰ παραβλεφθοῦν οἱ διαφορὲς καὶ θὰ γίνει ἕνωση μὲ διατήρηση τῆς δογματικῆς ἑτερότητος. Μάλιστα στὸ Porto Alegre, στὴν Θ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., ἡ δογματικὴ διαφοροποίηση ἐντὸς τῆς «ὑπερ-εκκλησίας» τοῦ Π.Σ.Ε.
καταξιώθηκε πλήρως, καὶ ἔτσι τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰουλίου Πάπα Ρώμης ἁρμόζουν
στὴν περίσταση: «Τὸ νὰ προσποιούμαστε ὅτι συμφωνοῦμε μὲ τὰ λόγια, ἐνῷ διαφωνοῦμε στὰ δόγματα, εἶναι ἀσεβές»[17].
Παναγιώτατε Δέσποτα, οἱ Ὀρθόδοξοι διδαχθήκαμε ὑπό τῶν θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὑπό συγχρόνων παραδοσιακῶν Πατέρων καί Γεροντάδων, ὅτι δέν ἔχουμε κοινή πίστη μέ τούς Παπικούς. Ἄλλωστε πολλοί Σεβ. Μητροπολῖτες τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι σέβονται τούς φρικώδεις ὅρκους, τούς ὁποίους ἔδωσαν κατά τήν χειροτονία τους, δέν ἀποδέχονται τό Βατικανό ὡς κανονική Ἐκκλησία, τούς δέ Παπικούς ἀποκαλοῦν αἱρετικούς ἀλλά δέν ὁμιλοῦν διά νά μή
χαρακτηρισθοῦν «ἀκραῖοι, συντηρητικοί, φονταμενταλιστές» κ.ἄ..
Ε) Οἱ
πραγματικές αἰτίες τῆς ἁλώσεως τῆς Κων/λεως
Στήν
ὁμιλία Ὑμῶν, κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο, ἀναφερόμενος στήν ἅλωση τῆς
Κωνσταντινουπόλεως τό 1453, εἴπατε, Παναγιώτατε Δέσποτα: «Μετά τήν πτῶσιν, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν Κύριος, τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας…»[18].
Ἐδῶ νομίζουμε ὅτι εἰσηγεῖσθε ἀγνωστικισμό ἐπί
τοῦ θέματος, ἰσχυριζόμενος ὅτι μόνον ὁ Κύριος γνωρίζει γιατί ἔπεσε ἡ Πόλις.
Διατί Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/λεως καί Νέας Ρώμης, δέν εἴπατε
γυμνή τήν ἀλήθεια περί τῶν πραγματικῶν αἰτιῶν τῆς πτώσεως τῆς Κων/λεως ἐνώπιον
τῶν Παπικῶν;
Ἄς εἰπωθοῦν, λοιπόν τά πράγματα μέ τό ὄνομά
τους, πρός ἀποκατάσταση τῆς ἀληθείας.
Ὁ Παπισμός, πειθήνιο ὄργανο τοῦ Σατανᾶ, κατά
τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ[19], δέν ἀρκεῖται στή διατύπωση αἱρέσεων καί
πλανῶν, ἀλλά ἐπιχείρησε καί ἐπιχειρεῖ νά τίς ἐπιβάλλει διά τῆς βίας, φθάνοντας
μέχρι τέτοιου σημείου μίσους ἐναντίον ὅσων δέν δέχονται τίς αἱρέσεις του, ὥστε
νά τούς ὁδηγεῖ στό θάνατο. «Ἐκεῖνος
ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ἀρχῆς καί ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν»[20]. Ἰδιαίτερα ὅσα ἔπραξαν οἱ Παπικοί κατά τήν
πρώτη ἅλωση τῆς Κων/λης τό 1204, ξεπερνοῦν σέ φρίκη καί βιαιότητες ἀκόμη καί
τήν συμπεριφορά ἀλλοθρήσκων καί βαρβάρων κατακτητῶν. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς
ἱστορικούς συμφωνοῦν περί τοῦ ὅτι, ἄν δέν εἶχε ἀποδυναμωθεῖ ἡ αὐτοκρατορία ἀπό
τούς σταυροφόρους τοῦ Πάπα, δέν θά ἔπεφτε μετά ἀπό διακόσια πενήντα χρόνια (1204-1453)
στά χέρια τοῦ Μωάμεθ, συμπαρασύροντας στήν πτώση, ἀλλά ὄχι καί στήν ἐξαφάνιση,
τό μεγαλεῖο της Ρωμηοσύνης[21].
Σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς, τά αἴτια τῆς
δευτέρας ἁλώσεως τοῦ 1453 συνεπείᾳ τῆς πρώτης πτώσεως τοῦ 1204, τά ὁποῖα
ἐπέφεραν τήν πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, συνοψίζονται στά ἑξῆς: α) Ἡ
οἰκονομική κρίση, ἡ ὁποία, τίς παραμονές τῆς ἁλώσεως μάστιζε τό Ρωμαϊκό κράτος,
πού δέ διέθετε πιά πόρους γιά τόν ἐξοπλισμό ἱκανοῦ στρατοῦ καί στόλου. β) Ἡ
ἔλλειψη ἐπαρκοῦς βοήθειας ἐκ μέρους τοῦ Πάπα καί τῶν βασιλέων τῆς Δύσης, οἱ
ὁποῖοι στήν ἀρχή, ὅπως συνήθως, ὑπόσχονταν τά πάντα, καί κατόπιν ἀρκέστηκαν
στήν ἀποστολή ἑνός μικροῦ στόλου πλοιαρίων καί λίγων ἑκατοντάδων στρατιωτῶν,
πού διατελοῦσαν ὑπό τίς διαταγές τοῦ γενναίου Ἰουστινιάνη. γ) Ἡ προηγηθεῖσα
ἐξασθένηση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες βαρβαρικές ἐπιδρομές
καί ἰδίως ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν περιβόητων Σταυροφόρων. δ) Ἡ ἀκμή, ἡ σφριγηλότητα
τοῦ νεαροῦ κράτους τῶν Μωαμεθανῶν. ε) Ἡ δυσαναλογία τῶν δικῶν μας στρατιωτικῶν
δυνάμεων πρός τίς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ, δεδομένου ὅτι 7.000 στρατιῶτες τοῦ
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ἀντιπαρατάχθηκαν σέ τριακονταπλάσιες δυνάμεις τοῦ
Μωάμεθ Β΄. στ) Ἡ διάπραξη ἀπό τούς δικούς μας στρατηγικῶν λαθῶν κατά τή
διάρκεια τῶν μαχῶν. ζ) Ὁ ἐφοδιασμός τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ μέ νέο ὅπλο, τό
τεράστιο τηλεβόλο, τό ὁποῖο ἔβαλε κατά τῶν τειχῶν καί μέ τό δαιμονιώδη κρότο
ἐπιδροῦσε ψυχολογικά στούς πολιορκούμενους. η) τέλος, ἡ ἀπρονοησία τῶν
ὑπερασπιστῶν τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων νά ἀφήσουν ἀνοιχτή μία ἀπό τίς πύλες τοῦ
ἀπέραντου τείχους, μέσω τῆς ὁποίας καί ἔγινε ἡ πρώτη εἴσοδος τῶν βαρβάρων στήν Πόλη.
Ἡ μαρτυρία, τοῦ ἁγίου Γενναδίου Σχολαρίου, τοῦ πρώτου
μετά τήν ἅλωση Πατριάρχου, εἶναι οὐσιώδης. Ὁ ἅγιος Γεννάδιος, μπροστά στίς
ἰταμές παπικές ἀπαιτήσεις, καί γιά νά προλάβει νέα ἀποστασία στήν πίστη,
ἀναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα. Ἀπευθύνεται μέ ἐπιστολές στό βασιλέα, στό μέγα
δούκα Λουκᾶ Νοταρᾶ καί πρός τό λαό, γιά νά τούς ἐξηγήσει ὅτι ἡ Πόλη μπορεῖ νά
σωθεῖ, χωρίς τήν προδοσία τῆς πίστεως, ὁπότε θά πρόκειται γιά διπλή σωτηρία,
ἀπό τούς Τούρκους καί ἀπό τούς Λατίνους. Ἀπαιτεῖται τόνωση τοῦ φρονήματος τοῦ
λαοῦ καί ὄχι μοιρολατρική ἐγκαρτέρηση καί ἡττοπάθεια· ἐάν χρειασθεῖ, πρέπει νά
εἶναι ἕτοιμοι καί τή ζωή τους ἀκόμη νά θυσιάσουν. Ὅσες φορές ἡ Πόλη ἐναπέθετε
τίς ἐλπίδες στό Θεό καί ὄχι σέ δυσσεβεῖς συμμαχίες ἀνθρώπων ἐσώζετο. Ὁ Θεός θά
βοηθήσει, ἐάν καί οἱ πολίτες συνεργήσουν στήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἄν προσφέρουν
χρήματα, ἄν ἀδειάσουν τά βαλάντιά τους, ἄν προσφέρουν προσωπική ἐργασία στήν
ἐνίσχυση τῶν τειχῶν. Προδότης δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού ἀποκρούει τήν ἀμφίβολη καί
μέ ἐπαχθῆ ἀνταλλάγματα βοήθεια τῶν ξένων, ἀλλά αὐτός πού δέν πράττει ὅ,τι
μπορεῖ, γιά νά σώσει τήν πατρίδα. Κανένα ἔθνος δέ θέλησε ποτέ νά προδώσει τήν
θρησκεία του, γιά νά εὐημερεῖ· ἀντίθετα πολλά ἔθνη ἐγκατέλειψαν τίς παλαιές
θρησκευτικές δοξασίες, μέσα σέ διωγμούς καί βασανιστήρια, γιά νά ἀσπασθοῦν τήν
ἀληθινή θρησκεία. Ὄχι μόνον δέν ἀποθαρρύνει τό λαό καί δέν συνιστᾶ μοιρολατρική
ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου, ἀλλά γράφει πρός τόν Λουκᾶ Νοταρᾶ, ὅτι οἱ ἡγέτες
πρέπει νά ξυπνήσουν τήν Πόλη, πού φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, ὅτι δέν καταλαβαίνει
τόν κίνδυνο, τόν ὁποῖο μποροῦν νά ἀποφύγουν μέ θυσίες ὑλικές, ἀκόμη καί τῆς
ζωῆς τους· οἱ περισσότεροι ὅμως νομίζουν ὅτι θά σωθοῦν χωρίς θυσίες, γιατί
πιστεύουν στή σκιά καί στό παραμύθι τῆς παπικῆς βοηθείας, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ
προδοσία τῆς πίστεως.
Ἡ μοναδική αὐτή προφητική φωνή δυστυχῶς δέν εἰσακούσθηκε·
στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, στό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπικυρώθηκε ἡ ἕνωση μέ τό
συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, στό ὁποῖο μνημονεύθηκαν ὁ πάπας Νικόλαος Ε΄
(ἐκπρόσωπος τοῦ πάπα ἦταν ὁ ἀποστάτης καί ἕτερος Βησσαρίων καρδινάλιος
Ἰσίδωρος, πρώην Μητροπολίτης Κιέβου) καί ὁ ἐξόριστος στή Ρώμη λατινόφρων
πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας. Ἔτσι, δεκατρία ἔτη μετά τήν ὑπογραφή τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου
τῆς Φλωρεντίας ἐφαρμοζόταν στήν πράξη ἡ ἕνωση σέ λατρευτική ἐκδήλωση τῶν
Ὀρθοδόξων. Πικραμένος ἀπό τήν ἐξέλιξη αὐτή γράφει ὁ ἅγιος Γεννάδιος ἐπιστολή
στόν Δημήτριο Παλαιολόγο στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ὅπου ἐκθέτει τά γενόμενα,
καί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1453 θρηνεῖ σέ σωζόμενο ἔργο του «ἐπί τῆ δι' ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ ματαίᾳ καί ἀλόγῳ καί ἀσυνειδήτῳ
καινοτομίᾳ τῆς πίστεως»[22].
Νά, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ πραγματική αἰτία τῆς
πτώσεως τῆς Πόλης. Ἡ προδοσία τῆς πίστεως, ἡ ὑποχώρηση στίς ἀπαιτήσεις τῶν
Παπικῶν γιά ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί γιά κοινό
συλλείτουργο, μέ λίγα λόγια ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί ὁ Θεός δέν
ἄργησε νά στείλει τήν τιμωρία Του. Πέντε μῆνες μετά ἐπῆλθε ἡ πτῶσις. Τό ἴδιο
ἄλλωστε ἔγινε καί σέ ἄλλες περιπτώσεις. Ἡ μικρασιατική καταστροφή τό 1922-3
ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῶν οἰκουμενιστικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902, 1904 καί 1920 ἐκ
μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τόν κυρό Ἰωακείμ Γ΄. Ἡ εἰσβολή τῶν
Τούρκων στήν Κύπρο τό 1974 ἦταν ἀπότοκος της οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς τοῦ
κυροῦ Ἀθηναγόρα καί ἰδίως τῆς πρωτοφανοῦς καί καινοφανοῦς, ἀντικανονικῆς ἄρσεως
τῶν ἀναθεμάτων στά Ἱεροσόλυμα τό 1965 μέ τόν πάπα Παῦλο ΣΤ΄. Ἡ γιά πρώτη φορά
στήν ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἐπίσημη ὑποδοχή τοῦ παναιρετικοῦ πάπα τό
2001 καί ἡ φιλοξενία τοῦ παμπροτεσταντικοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου
Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον αἱρέσεων, ἔφερε τήν Ἑλλάδα στήν ἐσχάτη κατάντια, πού
βρίσκεται σήμερα. Καί τέλος, ἡ ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στή Κύπρο τό 2010 ἐπί Μακ.
Ἀρχιεπισκόπου κ. Χρυσοστόμου, εἶναι ὑπαίτιος τῆς γνωστῆς σημερινῆς καταστάσεως
στή μαρτυρική Κύπρο.
Ἡ χειρότερη ἅλωση, πέρα ἀπό τίς δύο ἁλώσεις
τῆς Κων/λεως τό 1204 καί τό 1453, εἶναι ἡ ἅλωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας,
συμπεριλαμβανομένου ὡς πρώτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀπό τήν παναίρεση
τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ τωρινή οἰκουμενιστική
αἰχμαλωσία εἶναι ἡ χειρότερη. Διότι, ἡ αἰχμαλωσία στούς Τούρκους τότε ἦταν
ἀκούσια. Τώρα ἡ αἰχμαλωσία στόν οἰκουμενισμό εἶναι ἑκούσια. Τότε ἦταν σέ
κίνδυνο μόνο τά προσωρινά ὑλικά ἀγαθά. Τώρα βρίσκεται σέ κίνδυνο αὐτή ἡ ἴδια ἡ
σωτηρία, ἀφοῦ στήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ κανένας δέ σώζεται.
ΣΤ) Τά
ἱερά λείψανα
Παναγιώτατε
Δέσποτα, προσκυνήσατε τό Λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, τό ὁποῖο φυλάσσεται στή
Βασιλική του. Δέν γνωρίζετε, ὅμως, ὅτι ὁ Θεός ἦρε τήν Χάριν Του ἀπό τά λείψανα
πού κατέχουν οἱ Παπικοί, ἀπό τή στιγμή πού ἔγιναν αἱρετικοί καί εἰσήγαγαν
δογματικές καινοτομίες, ὅπως εἶναι ἡ κακοδοξία τους περί κτιστῆς Χάριτος,;
Ἐφ’ὅσον οἱ Παπικοί πιστεύουν σέ κτιστή Χάρι καί ὄχι σέ ἄκτιστη, ποιός καί πῶς,
λοιπόν, θά ἐξαγιάσει καί θά θεώσει τόν ἄνθρωπο, καί πῶς τά ἅγια λείψανα θά
μυροβλύζουν καί θά ἔχουν Χάρι; Ἑπομένως τά λείψανα, πού κατέχουν οἱ Παπικοί,
εἶναι ἀχαρίτωτα, ἄμοιρα ἀκτίστου θείας Χάριτος καί παραμένουν ἀνενέργητα. Πολύ
δέ περισσότερο οἱ ἅγιοι δέν ἐπαναπαύονται, ὅταν βρίσκονται σέ αἱρετικό
περιβάλλον. Τό φρικτόν θαῦμα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ τήν
12/11/1716 πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος εἰς τό ἔργον του «Οὐρανοῦ
κρίσις», (Λειψία Σαξωνίας, 1805), κατά τό ὁποῖο ὁ Ἅγιος μέ ἀπόλυτο τρόπο
ἀπηγόρευσε τήν πῆξι ἁλταρίου (Λατινικοῦ θυσιαστηρίου) εἰς τόν ἐν Κερκύρᾳ Ἱ.
Ναόν Αὐτοῦ, μαρτυρεῖ τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Ζ) Ἡ
Εὐρώπη καί ὁ δυτικός κόσμος
Στήν ὁμιλία Ὑμῶν στό οἰκουμενιστικό μοναστήρι
τοῦ Bose διατείνεσθε
ὅτι «ἡ χριστιανική ζωή εἰς τόν Δυτικόν
κόσμον δέν ἔχει παύσει νά βιοῦται αὐθεντικῶς»[23]. Ἐπίσης, στό χαιρετισμό Ὑμῶν στήν ἡμερίδα τῆς
Κων/λης ἰσχυρισθήκατε ὅτι, «παρά τήν ἀπογοητευτικήν ταύτην πορείαν τῶν ἀνθρωπείων, ἡ ὁποία εἶναι πλέον ἐμφανής
εἰς τόν ἐκκοσμικευόμενον ὁσημέραι δυτικόν λεγόμενον "κόσμον" καί
πολιτισμόν, διατηρεῖται εἰς τά ἔγκατα καί εἰς τά σπλάγχνα αὐτοῦ τοῦ δυτικοῦ
κόσμου, εἰς τήν διάρθρωσιν καί εἰς τήν δομήν του, εἰς τήν διοίκησιν καί τήν
νομοθεσίαν του, εἰς τήν τέχνην καί εἰς τάς ἀξίας του, τό ἦθος καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ἦθος καί τό πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Βασιλέως
Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, τό ἦθος καί τό πνεῦμα τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου»[24].
Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀπό ποιούς ἀποτελεῖται ὁ
δυτικός κόσμος; Τί εἶναι ἡ Εὐρώπη; Ὁ Πάπας καί ὁ Λούθηρος. Οἱ αἱρετικές
παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ κυριαρχοῦν στή Δύση, στό
δυτικό κόσμο. Ὁ Παπισμός, μετά τήν ἀποκοπή του ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία,
ὑπέκυψε στούς τρεῖς πειρασμούς, τούς ὁποίους ἐνίκησε ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, κατά
τό Εὐαγγέλιο[25], τόν πειρασμό τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν, τῆς
ἐξουσίας καί τῆς ὑπερηφανείας, στόν πειρασμό γενικά της ἐκκοσμικεύσεως. Γι’αὐτό
καί στή συνέχεια ἔγινε πηγή ὅλων τῶν σχισμάτων καί διαιρέσεων στό δυτικό κόσμο,
πού ἀπέρρευσαν ἀπό τήν προτεσταντική μεταρρύθμιση, ἀλλά καί ὅλων τῶν
παραμορφώσεων τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος καί τῶν ἀπογοητεύσεων τῶν ἀνθρώπων τῆς
Δύσεως, πού δέν βρῆκαν, οὔτε βρίσκουν ἀνάπαυση σ’αὐτόν τόν παραμορφωμένο,
διαστρεβλωμένο καί νοθευμένο Χριστιανισμό τοῦ Πάπα, τοῦ Λουθήρου καί τῶν ἄλλων
μεταρρυθμιστῶν. Ὁ Παπισμός καί ὁ Προτεσταντισμός δέν εἶναι μόνο αἱρέσεις, ἀλλά
ἀναιρέσεις καί καθαιρέσεις τῆς ἀληθείας, παραμορφώσεις, διαστρεβλώσεις καί νοθεύσεις
τοῦ αὐθεντικοῦ βιώματος τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς, γι’αὐτό καί
εἶναι οἱ κύριοι ὑπαίτιοι τοῦ ἀθεϊσμοῦ τῆς Εὐρώπης[26]. Ἄλλωστε, ἡ ἀποχριστιανοποίηση τῆς Εὐρώπης
φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἴδια ἡ Εὐρώπη, στό Εὐρωπαϊκό της Σύνταγμα
ἀπαρνήθηκε τίς χριστιανικές της ρίζες, ἐνῷ εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστόν ὅτι οἱ τρεῖς
στύλοι, στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ Εὐρώπη, εἶναι α) τό ρωμαϊκό δίκαιο, β) ἡ
κλασσική ἑλληνική φιλοσοφία καί γ) ὁ Χριστιανισμός.
Τέλος, στήν πρόποση Ὑμῶν, κατά τό γεῦμα στό
παπικό μέγαρο τῆς Πράγας, ἰσχυρισθήκατε ὅτι προστάτες τῆς Εὐρώπης εἶναι οἱ
ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος. Εἴπατε ἐπί λέξει : «ὁ ἀείμνηστος Πάπας Ρώμης Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β´ ἀνεκήρυξε τούς Ἁγίους Κύριλλον καί Μεθόδιον "προστάτας τῆς Εὐρώπης"»[27]. Προστάτες τῆς Εὐρώπης δέν εἶναι οἱ ἅγιοι
Κύριλλος καί Μεθόδιος, ἀλλά ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Οἱ ἅγιοι Κύριλλος καί
Μεθόδιος εἶναι προστάτες τῶν Σλαύων, τοῦ Σλαυϊκοῦ κόσμου. Οἱ Σλαῦοι, ὅμως, δέν
ἀποτελοῦν ὁλόκληρη τήν Εὐρώπη. Ἄλλωστε, δέ συμφέρει τόν Πάπα νά ἀνακηρύξει ὡς
προστάτη τῆς Εὐρώπης τόν Ἀπ. Παῦλο, γιατί θά χάσει τά «πρωτεῖα» του ἀπό τόν Ἀπ.
Πέτρο!!!, τήν δῆθεν διαδοχή τοῦ Ἀπ. Πέτρου τοῦ δῆθεν «πρίγκηπος τοῦ κολλεγίου
τῶν Ἀποστόλων»!!!
Η) Σταύρωση καί Ἀνάσταση.
Στήν
ὁμιλία Ὑμῶν κατά τήν ἄφιξη Ὑμῶν στό Μιλᾶνο εἴπατε : «Ὁ Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀντί τοῦ κλασσικοῦ χαιρετισμοῦ "Καλημέρα" ἤ "Καλησπέρα", ἀπηυθύνετο πρός τούς συνανθρώπους του διά τοῦ "Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου"»! Παναγιώτατε Δέσποτα! Τή γνωστή φράση "Χριστός Ἀνέστη, χαρά μου" δέν τήν εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλός, ἀλλά ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶπε κάτι
ἄλλο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε : «Τόν Πάπα νά
καταρᾶσθε, διότι αὐτός εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν (τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας)»
καί ὅτι «ὁ Πάπας εἶναι ἀντίχριστος».
Ἐκτός αὐτοῦ, τό «Χριστός Ἀνέστη», τό
«Καλημέρα» καί τό «Καλησπέρα» δέν μποροῦμε νά τό λέμε σέ αἱρετικούς καί
ἀπίστους, α) διότι ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ μαθητής τῆς
ἀγάπης, παραγγέλλει : «Εἰ τίς ἔρχεται
πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί
χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε. Ὁ γάρ λέγων αὐτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ
τοῖς πονηροῖς»[28] καί β) γιά τόν πολύ ἁπλό λόγο ὅτι αὐτοί δέν
πιστεύουν στό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση, ὅπως διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Πιό
συγκεκριμένα ὑπάρχει μέγα χάσμα μεταξύ Παπισμοῦ καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σχετικά
μέ τό Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση. Οἱ αἱρετικοί Παπικοί ὑπερτονίζουν τή Σταύρωση
καί ὑποτονίζουν τήν Ἀνάσταση. Κέντρο τους εἶναι ὁ Σταυρός καί ὄχι ἡ Ἀνάσταση.
Τό γεγονός αὐτό, βεβαίως, ἔρχεται ὡς φυσικός ἀπότοκος καί ἀπόρροια τῆς
κακόδοξης διδασκαλίας τους περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, ἀλλά καί
τῆς ἀπογυμνώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Θεότητα, μέ ἀποτέλεσμα τόν οὐμανισμό,
ἀνθρωπισμό. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, κέντρο παραμένει, ὄχι ὁ
Ἐσταυρωμένος, ἀλλά ὁ Ἀναστημένος Θεάνθρωπος, χωρίς βεβαίως νά παραγνωρίζεται
καί νά παραγκωνίζεται ἡ σημασία τῆς Σταυρικῆς Θυσίας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὁ σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας, ἡ χαρμολύπη. Στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου ἀσκούμασθε σταυρικά, λαμβάνουμε τήν πείρα τῆς
Ἀναστάσεως. Ὅλα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀναστάσιμα, γιατί ὅλα εἶναι σταυρικά. Ἡ
Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. Χωρίς Σταυρό δέν
ὑπάρχει Ἀνάσταση. Ἀλλά οὔτε καί Σταυρός ὑπάρχει, πού νά μήν ἀκολουθεῖται ἀπό
τήν Ἀνάσταση. Γι’αὐτό οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε καί τή Μ. Παρασκευή ἀναστάσιμα,
ἐνῶ οἱ Δυτικοί καί τό Πάσχα σταυρώσιμο[29].
Κατά τόν
ἅγιο Μελέτιο τόν Ὁμολογητή, στό λόγο του περί τῶν Ἠθῶν[30] τῶν
Ἰταλῶν, οἱ Λατῖνοι εἶχαν συνήθεια νά χαράττουν στό ἔδαφος Σταυρό, νά τόν
ἀσπάζονται καί μετά νά τόν πατοῦν[31].
Σύμφωνα μέ
τόν ογ΄ (73) Κανόνα τῆς ΣΤ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐπειδή μέσῳ τοῦ
Ζωοποιοῦ Σταυροῦ σωθήκαμε καί ἀπελευθερωθήκαμε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας,
γι’αὐτό πρέπει νά σπουδάζουμε νά ἀποδίδουμε σέ αὐτόν τήν πρέπουσα τιμή καί
προσκύνηση καί μέ τόν νοῦ καί μέ τό λόγο καί μέ τήν αἴσθηση. Ἐπειδή, ὅμως,
μερικοί ἁπλούστεροι σημαδεύουν παντοῦ τόν τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, μέχρι καί
στό ἔδαφος τῆς γῆς, τάχα γιά εὐλάβεια καί γιά νά δώσουν περισσότερη τιμή
σ’αὐτόν, γι’αὐτό ἡ Σύνοδος προστάζει, ὅπου βρεθεῖ τύπος Σταυροῦ τυπωμένος στή
γῆ, νά ἐξαλείφεται καί νά χαλᾶται, γιά νά μήν καταπατεῖται καί ἀκολούθως
ἀτιμάζεται ἀπό ὅσους πατοῦν τό νικητικό τρόπαιο τῆς σωτηρίας. Ὅσοι στό ἑξῆς
κατασκευάσουν τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ στό ἔδαφος, ἄς ἀφορίζονται.
Ἀπό τόν
διορισμό αὐτό τοῦ Κανόνος, σημειώνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἄς μάθει ὁ Δίκερως πάπας τῆς Ρώμης πόσο ἀντίχριστα
κάνει, ὅταν τυπώνει κάτω στό πόδι του τόν Ζωοποιό Σταυρό καί τόν δίνει στούς
προσερχομένους νά τόν ἀσπάζονται. Γιατί, μ’αὐτόν τόν τρόπο, καταπατεῖ τό
νικητικό τρόπαιο τῆς σωτηρίας μας.
Σχετικά μέ
τόν τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἤδη ἡ ἐπικρατοῦσα συνήθεια τῶν Χριστιανῶν εἶναι νά
σμίγουν τά δύο δάκτυλα τοῦ χεριοῦ μαζί μέ τόν μεγάλο καί μέ τά τρία αὐτά, πού
σημαίνουν τήν Ἁγία Τριάδα, νά σχηματίζουν τό Σταυρό, βάζοντας τό χέρι, πρῶτον
στό μέτωπο, δεύτερο στόν ὀμφαλό, μέ τό ὁποῖο παριστάνεται τό ὄρθιο μέρος τοῦ
Σταυροῦ, τρίτον βάζοντας τό χέρι στόν δεξιό ὦμο καί τέταρτον βάζοντας τό στόν
ἀριστερό, μέ τό ὁποῖο παριστάνεται τό πλάγιο μέρος τοῦ Σταυροῦ. Οἱ Λατῖνοι
κατηγοροῦν ἐμᾶς, ἐπειδή δέν βάζουμε τό χέρι πρῶτον στόν ἀριστερό ὦμο κι ἔπειτα
στόν δεξιό, καθώς κάνουν ἐκεῖνοι. Ἄραγε νοοῦν τί λένε; ρωτάει ὁ Ὅσιος
Νικόδημος. Ἐμεῖς τό κάνουμε αὐτό, γιατί μέ αὐτό τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ ζητοῦμε νά
ἐντυπώσουμε τό σταυρωθέντα Χριστό στόν ἑαυτό μας, ὁ Ὁποῖος, ἐπειδή ἔβλεπε κατά
δυσμάς, ὅταν σταυρώθηκε, ἐμεῖς δέ βλέπουμε κατά ἀνατολάς, ὅταν προσκυνοῦμε,
ἐντεῦθεν ἀκολουθεῖ ὅτι ὁ μέν ἀριστερός ὦμος τοῦ Χριστοῦ νά πίπτει στόν δικό μας
δεξιό, ὁ δέ δεξιός ἐκείνου, νά πίπτει στό δικό μας ἀριστερό. Γι’αὐτό, ὅταν
ἐμεῖς βάζουμε τό χέρι μας στό δεξί μας ὦμο, τό βάζουμε στόν ἀριστερό τοῦ
Χριστοῦ καί ὅταν τό βάζουμε στόν ἀριστερό, τό βάζουμε ἐξεναντίας στό δεξί ὦμο
τοῦ Χριστοῦ[32]. Οἱ
Παπικοί κάνουν τό «Σταυρό» τους μέ τά τέσσερα δάκτυλα (ἐκτός του ἀντίχειρος)
βάζοντάς τα, πρῶτον στό μέτωπο, δεύτερον στόν ὀμφαλό, τρίτον στόν ἀριστερό ὠμό
καί τέταρτον στόν δεξιό. Τά τέσσερα δάκτυλα συμβολίζουν τόν Θεό Πατέρα, τόν
Υἱό, τήν Θεά Παναγία, καί τόν βικάριο (ἀντιπρόσωπο) τοῦ Θεοῦ στή γῆ, Πάπα.
Σέ βίντεο,
πού κυκλοφορήθηκε, στό διαδίκτυο, εἴδαμε πρός μεγάλη ἔκπληξή μας, τόν προκάτοχο
Ὑμῶν καί μέντορα κυρό Ἀθηναγόρα, νά κάνει
τόν Σταυρό του παπικῶ τῷ τρόπῳ[33]. Τό γεγονός
αὐτό, τό ὁποῖο ἔγινε μάλιστα ἀπό τήν τότε κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας, μόνο σύμπτωση
δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι οἱ Λατῖνοι
εἶναι καί σχισματικοί, ἐπειδή ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιο καί τό καλαντάριο.
Ἄς δοῦμε ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά
τούς Λατίνους ὅσον ἀφορᾶ τό Πάσχα, ὅπως μᾶς τήν παρουσιάζει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης. Σχολιάζοντας τόν ζ΄ Ἀποστολικό Κανόνα «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος τήν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέρα
πρό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετά Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω», ἀναφέρει
ὅτι ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις λέει πώς ἡ Α΄ ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκρότησε
καί ἐξέδωσε τό ἐξαίρετο καί τό καλύτερο Κανόνιο περί τῆς εὑρέσεως τοῦ Πάσχα,
κατά τόν α΄ Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τοπικῆς Συνόδου. Στή συνέχεια ὁ Ὅσιος
Νικόδημος ἀναφέρει ὅτι τέσσερεις εἶναι οἱ ἀναγκαῖες, ἀπαραίτητες προϋποθέσεις
γιά τόν ἑορτασμό τοῦ δικοῦ μας, τοῦ Ὀρθοδόξου Πάσχα. Πρῶτον, τό Πάσχα πρέπει νά
γίνεται πάντοτε ὕστερα ἀπό τήν ἰσημερία τῆς ἀνοίξεως. Δεύτερον, τό Πάσχα δέν
πρέπει νά γίνεται τήν ἴδια ἡμέρα μέ τό νομικό Φάσκα τῶν Ἰουδαίων (αὐτά τά δύο
διορίζονται ἀπό τόν παρόντα ζ΄ Ἀποστολικό Κανόνα). Τρίτον, τό Πάσχα νά μήν
γίνεται ἁπλῶς καί ἀορίστως ὕστερα ἀπό τήν ἰσημερία, ἀλλά ὕστερα ἀπό τήν πρώτη
πανσέληνο τοῦ Μαρτίου, πού θά τύχει μετά τήν ἰσημερία. Καί τέταρτον, τό Πάσχα
νά γίνεται τήν πρώτη Κυριακή, πού θά τύχει ὕστερα ἀπό τήν πανσέληνο (αὐτά τά
δύο τά ἔχουμε ἐκ παραδόσεως καί ὄχι ἀπό κανόνα). Γιά νά φυλάττονται καί οἱ
τέσσερις αὐτοί διορισμοί ἐξίσου σέ ὅλη τήν οἰκουμένη καί νά ἑορτάζουν οἱ
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τόν ἴδιο χρόνο καί τήν ἴδια ἡμέρα τό Ἅγιο Πάσχα καί νά μή
χρειάζονται κάθε χρόνο ἀστρονόμους καί συνόδους, συνήρμοσαν οἱ θεόσοφοι Πατέρες
τό κανόνιο περί τοῦ Πάσχα.
Στό σημεῖο αὐτό, σημειώνει ὁ Ὅσιος ὅτι, ἐξαιτίας τῆς
ἀνωμαλίας τῆς κινήσεως τῆς σελήνης, δέν φυλάττεται πάντα ὁ τέταρτος διορισμός,
ἀλλά κάποτε παραβαίνεται, ἐπειδή, κατά τόν Βλάσταρη, μετά ἀπό τριακόσια (300)
ἔτη καί δύο (2) ἡμέρες μετά τήν πρώτη πανσέληνο, συμβαίνει νά γίνεται τό νομικό
φάσκα τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Αὐτές οἱ δύο ἡμέρες, πού περισσεύουν ἀπό αὐτή τήν
ἀνωμαλία, προστιθέμενες, ὑπερβαίνουν κάποτε τήν πρώτη Κυριακή, πού τυχαίνει
ὕστερα ἀπό τήν πανσέληνο τοῦ Μαρτίου, κατά τήν ὁποία Κυριακή τότε ἑορτάζουμε τά
Βάϊα καί κατά τήν ἐρχομένη κάνουμε Πάσχα. Ἀπό τή λίγη αὐτή παράβαση, δέν
ἀκολουθεῖ καμμία παρατροπή τῆς εὐσεβείας, οὔτε κάτι ἄτοπο ἤ ψυχικός κίνδυνος.
Γι’αὐτό καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος, στό λόγο του «εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας» λέει˙ «Χρόνων ἀκρίβειαν καί ἡμερῶν παρατήρησιν δέν ἠξεύρει ἡ τοῦ Χριστοῦ
Ἐκκλησία. Ἐπειδή ὅσαις φοραῖς τρώγει τόν ζωοποιόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον
τοῦτο πίνει, καταγγέλλει τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καί Πάσχα ἐπιτελεῖ˙ ἀλλ’ἐπειδή
εἰς τήν πρώτην σύνοδον ἐσυνάχθησαν οἱ Πατέρες καί ἐδιώρισαν πότε νά γίνεται τό
Πάσχα, τιμώσα ἡ Ἐκκλησία πανταχοῦ τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν, ἐδέχθη τόν
διορισμόν, ὁπού ἐκεῖνοι ἔκαμαν»[34]. Ἔπρεπε,
λοιπόν, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, νά προτιμήσουν καί οἱ Λατῖνοι τή συμφωνία καί
ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας, περισσότερο ἀπό τήν παρατήρηση τῶν χρόνων (τῆς ἰσημερίας
δηλαδή, πού κατέβηκε τώρα στίς 11 Μαρτίου, ἐνῶ τόν καιρό τῆς Α΄ Συνόδου ἦταν
στίς 21 Μαρτίου) καί νά ἑορτάζουν τό Πάσχα μ’ἐμᾶς καί ὄχι νά ἀτιμάζουν τούς
τριακοσίους ἐκείνους θεοφόρους καί πνευματοφόρους Πατέρες, πού τό νομοθέτησαν,
κατά θεῖο φωτισμό, νομίζοντάς τους ὡς ἀνοήτους καί ὑβρίζοντας τήν κοινή μητέρα
ὅλων μας Ἐκκλησία, διότι (λέει ἀκολούθως ὁ χρυσοῦς ρήτωρ), ἄν καί ἡ Ἐκκλησία
ἔσφαλε βέβαια δέ θά κατορθωνόταν τόσο μεγάλο κακό ἀπό αὐτή τήν ἀκριβή φύλαξη
τοῦ καιροῦ, ὅσο μεγάλο κακό θά προξενοῦνταν ἀπό αὐτή τήν διαίρεση καί τό σχίσμα
ἀπό τήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπειδή λέει˙ «δέν φροντίζει ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία διά τοιαύτην παρατήρησιν τῶν
χρόνων καί ἡμερῶν, πάρεξ διά μοναχήν τήν ὁμόνοιαν καί εἰρήνην».
Μᾶς παροτρύνει ὁ Ὅσιος Νικόδημος νά προσέξουμε πώς ὁ
θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς ἐκείνους ὅπως οἱ Λατίνοι, πού
ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιό τους καί Καλαντάριο, ὄχι ἐπειδή αὐτό δέν εἶναι ὀρθό,
κατά τήν ἰσημερία – διότι βλέπουμε ὅτι ἡ ἰσημερία ἀληθῶς ἔμεινε πίσω 11 ἡμέρες
– ἀλλά γιατί χωρίσθηκαν γι’αὐτό ἀπό μᾶς, τό ὁποῖο εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητο,
κατά τόν ἴδιο ἅγιο. Γιατί, λέει στόν ἴδιο λόγο, ὅτι τό νά νηστεύσει κανείς καί
τό νά κάνει Πάσχα σ’αὐτόν τόν καιρό ἤ σ’ἐκεῖνον, μετά τήν 21η Μαρτίου,
ὑποθετικά, ὅπως κάνουμε ἐμεῖς, ἤ μετά τήν 11η
Μαρτίου, ὅπως κάνουν οἱ Λατῖνοι, αὐτό δέν εἶναι ἔγκλημα. «Τό δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά
ἀντιστέκῃται φιλονείκως καί νά κάμνῃ διχοστασίας καί διαιρέσεις καί νά χωρίζῃ
τόν ἑαυτό τοῦ πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι
ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον καί κατηγορίας ἄξιον καί πολλήν ἔχει κόλασιν καί
τιμωρίαν». Γιατί, ἄς γνωρίζουν οἱ Λατῖνοι ὅτι καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι,
πού ἔγιναν μετά τήν πρώτη, καί οἱ ὑπόλοιποι Πατέρες, ἔβλεπαν ναί καί αὐτοί, ὡς
σοφοί πού ἦταν, πώς κατέβηκε πολύ ἡ ἰσημερία˙ ἀλλ’ὅμως δέν θέλησαν νά τήν
μεταθέσουν ἀπό τήν 21η Μαρτίου, πού τήν βρῆκε ἡ Α΄ Σύνοδος, προτιμῶντας
περισσότερο τή συμφωνία καί ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν ἀκρίβεια τῆς
ἰσημερίας, ἡ ὁποία δέν προξενεῖ, οὔτε στήν εὕρεση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα καμμία
σύγχυση, οὔτε βλάβη στήν εὐσέβεια, μάλιστα δέ προξενεῖ αὐτή ἡ ἀκρίβεια στούς
Λατίνους δύο μεγάλες ἀτοπίες, τό νά ἑορτάζουν δηλαδή τό Πάσχα ἤ μαζί μέ τούς
Ἰουδαίους, τό ὁποῖο εἶναι ἐναντίον στόν παρόντα ζ΄ Ἀποστολικό Κανόνα, ἤ πρίν τούς
Ἰουδαίους.
Τό ὅτι ὁ
Θεός περισσότερο εὐαρεστεῖται στήν τάξη τοῦ πασχαλίου καί ἁπλῶς εἰπεῖν τοῦ
καλανταρίου τοῦ δικοῦ μας, τοῦ Ὀρθοδόξου, παρά στήν ἀκρίβεια τοῦ πασχαλίου καί
καλανταρίου τῶν Λατίνων, γίνεται φανερό ἀπό τά θαύματα, πού ἔδειξε καί δείχνει
ἕως τώρα γι’αὐτό. Διότι, α) στά μέρη τῆς Ἡλιουπόλεως τῆς Αἰγύπτου, ὅπου εἶναι
οἱ δύο μεγάλες Πυραμίδες, ἐνεργεῖ ὁ Θεός κάθε χρόνο αὐτό τό παράδοξο˙ δηλαδή
κατά τό ἑσπέρας τῆς Μεγάλης Πέμπτης τῆς δικῆς μας (ὄχι τῶν Λατίνων), ξερνᾶ ἡ γῆ
λείψανα καί κόκκαλα παλαιά ἀνθρώπινα, ἀπό τά ὁποία γεμίζει ἕνας εὐρύχωρος
κάμπος, τά ὁποία στέκονται ἕως τήν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως, καί τότε κρύβονται καί
παντελῶς δέ φαίνονται, μέχρι νά ἔλθει πάλι ἡ Μεγάλη Πέμπτη. Αὐτό δέν εἶναι
κανένας μύθος, ἀλλά ἀληθινό καί βέβαιο, μαρτυρημένο ἀπό παλαιούς καί νέους
ἱστορικούς, μάλιστα δέ ἀπό τόν Γεώργιο Κορέσσιο τόν Χίο καί ἀπό τόν ἀοίδιμο
πατριάρχη Ἱεροσολύμων Νεκτάριο[35], ὁ ὁποῖος
τό διηγεῖται στόν ἀραβικό χρονογράφο, πού ἔγραψε, καί φαίνεται, ἀπ’ὅσα λέει
παρακάτω, ὅτι τό εἶδε μέ τά μάτια του (τά ἀνθρώπινα αὐτά κόκκαλα προμηνύουν τήν
μέλλουσα ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ὅπως τά εἶδε καί ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ). β) Ἐπίσης,
ὁ ρηθείς Κορέσσιος γράφει ὅτι ὁ Πασχασῖνος ἔγραφε πρός τό Λέοντα ὅτι, ὅταν
ἑόρταζαν κάποτε τό Πάσχα οἱ μέν ἀνατολικοί τήν 22α Ἀπριλίου, οἱ δέ
δυτικοί τήν 25η Μαρτίου, μιά βρύση, ἡ ὁποία προηγουμένως ἦταν ξηρά,
γέμισε ἀπό νερό τήν 22α Ἀπριλίου, δηλαδή στό δικό μας Πάσχα καί ὄχι
τῶν Λατίνων. γ) Τέλος, ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων[36], στό ιβ΄
βιβλίο τοῦ περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις πατριαρχευσάντων, διηγεῖται ὅτι εὑρισκόμενος
κάποτε ὁ Ἱεροσολύμων Παΐσιος στό Βελιγράδι, ἀκολούθησε ἕνα θαῦμα, βεβαιωτικό
μέν τοῦ δικοῦ μας καλανταρίου, ἀναιρετικό δέ τοῦ τῶν Λατίνων˙ δηλαδή ἡ ζύμη,
πού ζυμώθηκε ἀπό κάποια Λατίνα κατά τήν ἡμέρα τοῦ προφήτου Ἠλιού, μεταβλήθηκε
σέ πέτρα σκληρή, κίσσηρα[37]. Ὁ αὐτός
Δοσίθεος ἀναφέρει ὅτι τό Φεβρουάριο τοῦ 1593 συνεκλήθη Σύνοδος στήν Κων/λη,
στόν ναό τῆς Παμμακαρίστου, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Κων/λεως Ἱερεμίας, ὁ
Ἀλεξανδρείας Μελέτιος, ὁ ὁποῖος ἐπεῖχε καί τόν τόπο τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακείμ καί
ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, ἡ ὁποία καθόρισε νά γίνεται τό Πάσχα, ὅπως τό διόρισε
ἡ Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδος, καί ἀναθεμάτισε τό νέο καλαντάριο, πού ἐπινοήθηκε ἀπό
τούς Λατίνους[38].
Παρ’ὅλα αὐτά,
τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προωθεῖ τόν κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα μεταξύ
Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ προωθεῖ ἀρχικῶς τὸ Βατικανὸν ἀπὸ τὸ 1960. Τὸ στόχο
του, ὅμως, αὐτὸν τὸν ἐπισημοποίησε κατὰ τὴν Β´
Βατικανὴ Σύνοδο καὶ τὸν ἀποδέχθηκε ὁ μακαριστός Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κυρὸς Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἰδέας αὐτῆς. Γιὰ πολλὰ ἔτη ὑπῆρχε ἄκρα τοῦ «τάφου
σιωπὴ», διότι ὅλοι φοβοῦνταν τίς ἀντιδράσεις κυρίως, τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔτη, ὅμως, συζητοῦσαν μυστικῶς οἱ κεφαλές τοῦ Παπισμοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων μὲ σκοπὸ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στή συνέχεια συγκροτήθηκε γιὰ τὸ θέμα
κοινός «ἄξονας»
μεταξὺ Παπισμοῦ, Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ἢ Αἱρέσεων-ΠΣΕ) καὶ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου. Ὁ «ἄξονας» αὐτὸς προέβλεπε, μετὰ τὸ 2001, νὰ ἑορτάζεται ἀπὸ κοινοῦ τὸ Πάσχα
μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ ἄλλων πλανεμένων Χριστιανῶν. Τὸ στόχο τὸν ἔθεσε τὸ Βατικανὸ καὶ τὸν προώθησε δυναμικῶς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Τὸ τελευταῖο μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀριθ. 150 πρωτ. 420/26.5.1995 ἐγκύκλιό του[39], ἀνεφέρθη «εἰς τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τῆς Μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα».
[3] ΑΡΧΙΜ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ ποιμαντική διακονία
κατά τούς Ἱερούς Κανόνες, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2003, σσ. 156-157.
[5] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας;», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ.
Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα Ἰούνιος 2009, σσ. 80-81.
[6] http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/oikoumeniko-patriarxeio/17106-patriarxiki-egkiklios
[8] Α. ΤΖΟΟΥΝΣ, Ὁ Κωνσταντῖνος καί ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς Εὐρώπης, Ἀθήνα 1962, ἐκδ. «Γαλαξίας», σελ. 97-98. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 10, 5, 4-6, ΕΠΕ 3, 286-288.
[10] Γιά τόν ἀποχριστιανισμό τῆς Εὐρώπης,
ἡ ὁποία διά τῶν ἡγετῶν της ἀρνήθηκε στή «Χάρτα γιά τά ἀνθρώπινα
δικαιώματα», πού ψηφίσθηκε τό Δεκέμβριο τοῦ 2000 στήν Νίκαια τῆς Γαλλίας,
ὁποιαδήποτε ἀναφορά στό χριστιανικό παρελθόν της, στίς
χριστιανικές ρίζες της, βλ. Πρωτοπρεσβ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἀπό
τή Νίκαια τῆς Βιθυνίας στή Νίκαια τῆς
Γαλλίας. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος
καί οἱ
μικροί τῶν καιρῶν μας, Θεσσαλονίκη 2001.
[13] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Πρός «κοινόν ποτήριον» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς τάς
ἐκδηλώσεις διά τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων»; Θεοδρομία ΙΔ4
(Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2012) 485-495.
[17] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἱερὰ
Παράλληλα Α΄, 77 PG 96, 509A, ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ
ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011, http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx
[19] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγος
ἀποδεικτικός περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Α΄, ἐκδ. Γρηγόριος
Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1981, ΕΠΕ 1 Πρόλογος 3-4, σ. 68.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ,
«Γνωμάτευση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς ἀπαγορευτική τῶν συμπροσευχῶν», Θεοδρομία ΙΔ3
(Ἰούλιος-Σεπτέμβριος) 326.
[22] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ἡ ἅλωση
τῆς Πόλης κατά τόν Γεννάδιο Σχολάριο», Θεοδρομία
Η2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2006) 219-239.
[26] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Σχόλια
σέ ἐπίκαιρα θέματα καί γεγονότα», Θεοδρομία
8 (Ὀκτώβριος –Δεκέμβριος 2000) 158.
[29] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σημασία του στή
ζωή μας, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1993, σσ. 46-47.
[33] Ὀρθόδοξος
Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος Τύπος
(20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html,
(λεπτό 16.00)
[36] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος˙ περί τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις
πατριαρχευσάντων, βιβλίο 12ο, κεφ. 2ο, §β΄, ἐκδ. Β.
Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1983, σσ. 105-106.
[39] «Συνεορτασμόν τοῦ Πάσχα μέ τούς
ἑτεροδόξους ἀνακινεῖ τό Πατριαρχεῖον», Ὀρθόδοξος
Τύπος (9-2-1996)
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα,
ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη,Θεσσαλονίκη 1986,
σσ. 600-601.
[4] ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΙΓΑΒΗΝΟΣ - ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ΄ ψαλμούς
τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, τ. Β΄, ἐκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 180.
[5] ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας
τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σσ.
40-42.
[9] http://aktines.blogspot.com/2010/12/blog-post_2188.html καί Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, Ὀρθόδοξος
Τύπος (4-5-2012) 4.
[10] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ Προτεσταντισμοῦ», Οἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά διορθοδόξου
ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Αἴθουσα τελετῶν Α.Π.Θ. 20-24/9/2004, τ. Β’, σσ.
859-869.
[12] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν,
ἐκδ. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 410-413.
[1] ΓΕΡΩΝ ΠΑÏΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, «Ἄγνωστη
ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους 23-1-1969, Θεοδρομία ΙΒ3
(Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 420-423.
[2] Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή βασιλική τοῦ Ἁγίου
Ἀμβροσίου http://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/oikoumeniko-atriarxeio/17051- 2013-05-17-07-55-11
[3] Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ἄφιξή του στό
Μιλᾶνο στίς 14-5-2013 http://www.romfea.gr/ektakta-nea-2/17007-scola
[4] Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό μοναστήρι τοῦ Bose στίς 15-5-2013
[11] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙
ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[12] Ἀριθμός ἀκυρωτικῆς ἀποφάσεως
943/2000, 3736/2000. www.patriarxia.ro/ro/relatii_externe/dialogue_intercrestin_6_5.html.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου