Εάν πιστεύση ο άνθρωπος ολοψύχως και ειλικρινώς εις τον αναστάντα Θεάνθρωπον, γεννάται αμέσως εις την ψυχήν του η αίσθησις της αθανασίας και της αναστάσεως, η αίσθησις ότι ο θάνατος ενικήθη και μαζί του η αμαρτία και το κακόν. Η αίσθησις της προσωπικής αθανασίας εμψυχώνει και υποκινεί τον χριστιανόν εις όλας τας ευαγγελικάς αρετάς και τους αγώνας, ώστε να εργάζεται με χαράν τας εντολάς του Χριστού και με αγαλλίασιν να διέρχεται την οδόν της ζωής, εκ του μη είναι προς το παν-είναι, από τον θάνατον εις την αθανασίαν. Όπως γίνεται με την τελείαν, το ελάχιστον σημείον στίξεως, που αυξάνει εις το άπειρον, ούτως συμβαίνει και με τον άνθρωπον, ο οποίος βλαστάνει δια του Θεανθρώπου. Ολόκληρος ακτινοβολεί με θείαν απεραντοσύνην και εις τας απεραντοσύνας και αισθάνεται αθάνατος και άπειρος εις όλα τα σημεία του είναι του. Ούτως, η τραγική αρχή της ουμανιστικής προόδου, «ο θάνατος είναι αναγκαιότης», αντικαθίσταται δια της χαροποιού αρχής της θεανθρωπίνης προόδου: «η αθανασία είναι αναγκαιότης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου