Μιά ζωή τρωγόταν ὁ μπάρμπα-Γιάννης
κι’ ὁ δάσκαλος.
Τοῦ σχολαρχείου ἦταν ὁ πρῶτος, ἀλλά
μέ πίστη βουνό. Ὁ δεύτερος,
δάσκαλος μέ προοδευτικές ἀντιλήψεις καί δέν τό
‘κρύβε πώς ἦταν μαρξιστής καί δέν
πίστευε αὐτά, πού πίστευαν οἱ παλιοί, σάν τόν
μπάρμπα-Γιάννη. Κοντοχωριανοί καί φίλοι χρόνια. Κι ἀντίθετοι ἀπ’
τήν ρίζα στίς ἰδέες.
— Μωρέ δέν τά παρατᾶς αὐτά τά συναξάρια καί
τίς ἄλλες φυλλάδες, ποῦ διαβάζεις,
τόν πείραζε. Ξύπνα μπάρμπα-Γιάννη, ὁ ἄνθρωπος
πάτησε στό φεγγάρι κι’ ἐσύ διαβάζεις ἀκόμα
παραμύθια!
H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο
κάτω στο: Read more
— Παραμύθια εἶναι αὐτά, ποῦ πιστεύεις
καί λές, ἐσύ, ἀξιοθρήνητε. Καί εἶσαι
καί δάσκαλος καί στραβώνεις καί τά μικρά παιδιά, μέ τίς δῆθεν, προοδευτικές σου ἰδέες,
ποῦ ἀντί νά πᾶνε τόν ἄνθρωπο
μπροστά, τόν πάνε πίσω στά σκοτάδια! Κρίμα σέ σένα καί στά γράμματα, ποῦ ἔμαθες!…
Ἔτσι γινόταν ἡ κουβέντα
τους, ὅταν συναντιόταν στό καφενεῖο τοῦ χωριοῦ τους
στό Μακρολίβαδο. Σάν τόν σκύλο μέ τήν γάτα. Χαμογελοῦσε ὁ δάσκαλος,
ποῦ τόν ἔλεγαν
καί Στάλιν τό παρατσούκλι του, κι’ ὅλο ἔριχνε
φαρμάκι στά λόγια του, ὅταν μιλοῦσε. Μέ πραότητα
τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ μπάρμπα-Γιάννης,
ποῦ εἶχε περάσει τά ἑξῆντα του, ἐνῶ εἶχαν ἀρχίσει
νά ἀσπρίζουν καί τά μαλλιά τοῦ δασκάλου
Στάλιν ή το ἐπίσημό
του Ἀργύρης Δρεπάνης.
Μιά χειμωνιάτικη Κυριακή μέ λιακάδα ὁ μπάρμπα-Γιάννης
καθόταν σέ μίαν ἄκρη τοῦ καφενείου, ὅπου
τήν χτύπαγε ὁ ἥλιος
καί διάβαζε κάποιο βιβλίο, γιατί ἦταν
πολύ μελετηρός ἄνθρωπος κι’ ὅλο
διάβαζε γιά τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία. Ἦταν
μάλιστα καί ἐπίτροπος στήν Ἁγία
Τριάδα καί δέν ἔλειπε ποτέ ἀπό
τόν ναό τίς Κυριακές καί τίς γιορτές.
— Χαιρετῶ τόν ἐκλεκτόν ἐπίτροπον Ἰωάννην!
εἶπε εἰρωνικά ὁ δάσκαλος καί κάθησε στήν ἀντικρυνή
καρέκλα τοῦ τραπεζιοῦ.
— Εἶμαι ἐπίτροπος
τῆς Ἐκκλησίας, κύριε Ἀργύρη
καί ὄχι τῆς κομμούνας. Γι’ αὐτό ἄσε
τίς εἰρωνεῖες, ποῦ σου στενεύουν τό μυαλό.
— Δέν τό ἤξερα,
μπάρμπα-Γιάννη, ὅτι ἡ εἰρωνεία
στενεύει τό μυαλό καί σ’ εὐχαριστῶ, ποῦ μου
τόπες. Σήμερα ὅμως δέν σέ εἰρωνεύομαι. Ἀπόδειξη ὅτι θά
σέ κεράσω καί οὖζο.
— Δέν θέλω οὖζα καί πιοτά. Μέ βλάφτουν…
—Τότε πάρε ὅ,τι
θέλεις. Εἶσαι φίλος μου καί κοντοχωριανός μου. Καί τό ξέρεις ὅτι σ’ ἐκτιμῶ. Ἅς
διαφωνοῦμε στά μυαλά.
—Δεν θέλω νά σέ πικράνω, κύρ-δάσκαλε, ἀλλά
βρίσκεσαι σέ πολύ λανθασμένο δρόμο. Ἄλλαξε
στράτα ὅσον εἶναι καιρός καί δές
τήν ἀλήθεια καί στηρίξου σ’ αὐτήν. Τοῦτος ὁ ψεύτης
κόσμος τελειώνει γρήγορα. Φεύγουμε ξαφνικά καί τότε….
— Αὐτά τά ἔχουμε
ξαναπεῖ. Δέν μέ ἀλλάζεις μέ τίποτα…
Παρήγγειλαν δυό καφέδες κι’ ὁ μπάρμπα-Γιάννης ἔβαλε ἕνα ἄσπρο
χαρτάκι στό βιβλίο γιά σημάδι κι’ ἑτοιμαζόταν
νά τό κλείση.
— Τί διαβάζεις, ἄν ἐπιτρέπεται;
— Είναι ἕνα
πνευματικό βιβλίο γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη…
— Δηλαδή συναξάρι, ποῦ λένε,
συναξάρι. Καί τί γράφει;
—Εξηγεί πολλά, κύριε κομμουνιστή. Ἄκουσε
τήν τελευταία φράση, ποῦ διάβαζα πρίν ἔρθης.
Εἶναι μιά φράση ἀπό τό Εὐαγγέλιον κατά
Ματθαῖον κι’ ἄν ἔχης
μέσα σου μυαλό σκέψου τήν βαθειά, ὅσο
μπορεῖς. Σοῦ τήν διαβάζω: «Πάλιν ἀμήν λέγω ὑμίνὅτι ἐάν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπί τῆς γῆς περί παντός πράγματος οὐ ἐάν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρά τόν
πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ.
18, 19). Εἶναι ἀπό τό κεφάλαιο δεκαοχτώ
καί ὁ στίχος δεκαεννιά.
— Καί θές, μπάρμπα-Γιάννη, ἐγώ ὁ ἐλεύθερος
στοχαστής, ὁ μαρξιστής…
— Σταμάτα, σταμάτα, τόν ἔκοψε ὁ μπάρμπα-Γιάννης,
βγάζοντας τά γυαλιά του. Αὐτά τά δύο δέν πᾶνε μαζί. Ή ἐλεύθερος
στοχαστής ή μαρξιστής.
Βέβαια καί οἱ δυό εἶναι σκλάβοι τῆς λογικῆς
τους, ἀλλά ὁ μαρξιστής
δυό φορές δεμένος κι’ ἀνίκανος νά κάνη ἕνα βῆμα
παρά πέρα. Κατάλαβες, κύριε Δρεπάνη;
— Ἐγώ αὐτά
δέν τά δέχομαι, καί λέγε ὅ,τι θέλεις…
— Μή γίνεσαι ἄπιστος,
δάσκαλε, καί χάσης τήν ψυχή σου ἀπό πεῖσμα!
— Ἐγώ ἀσπάζομαι
μονάχα ὅσα στέκουν λογικά!
— Αὐτά, ποῦ σου
λέγω, κύρ-Ἀργύρη, εἶναι πιό πάνω ἀπό
τήν λογική. Εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρημένα μέσα στό
Εὐαγγέλιο!
— Εἶσαι ἀπόλυτος,
μπάρμπα-Γιάννη.
— Στήν πίστη ὅλα εἶναι ἀπόλυτα. Ἡ λογική
εἶναι σχετική καί πολλές φορές ἄσχετη στά μεγάλα θέματα,
ποῦ δέν τά χωρά μέσα της καί τά πετά. Καλή ὥρα
σάν καί σένα, ποῦ ἀρνιέσαι τήν πίστη καί τό
μέγα μυστήριό της!
— Ξέρεις, μπάρμπα-Γιάννη, τί μου κάνει ἐντύπωσι
σέ σένα;
— Γιά ν’ ἀκούσω.
— Ὅτι εἶσαι
τόσο σίγουρος γιά πράγματα, ποῦ δέν μπορεῖς νά τά ἀπόδειξης
καί νά τά ἔλεγξης. Γιατί;
— Γιατί ὁποῖος
πιστεύει ἔχει ἀνοιχτά
μάτια. Ὁ ἄπιστος
περπατᾶ μέ κλειστά τα μάτια του καί γι’ αὐτό σκουντουφλᾶ καί
πέφτει. Καί γιά τήν ἀπόδειξη, ποῦ λές,
θέλεις νά βάλουμε στοίχημα γι’ αὐτό, ποῦ σου
διάβασα ἀπό τό βιβλίο;
— Χά, χά! Τί στοίχημα; εἶπε ἀπορημένος ὁ δάσκαλος.
— Γι’ αὐτά, ποῦ πιστεύω ἐγώ
καί δέν πιστεύεις ἐσύ!
— Καί πῶς θά γίνη αὐτό;
— Θά συμφωνήσουμε τώρα οἱ δυό
μας, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιον, ὅτι όποιος
πεθάνη πρῶτος, νά τοῦ ἐπιτρέψη ὁ Κύριος
νά εἰδοποίηση τόν ἄλλον τήν ἴδια
μέρα ὅτι πέθανε, ὅπου
κι’ ἄν βρίσκεται ὁ ἄλλος.
Συμφωνεῖς;
— Τί ἔχω νά
χάσω; Συμφωνῶ.
— Τί θά χάσης; Τήν ἀπιστία
σου θά χάσης, ἄθλιε.
Κι’ αὐτό θά εἶναι ἡ καλύτερη ἐπιβεβαίωση
τῆς ἀληθινῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ.
— Ἄν καί ἡ λογική
μου δέν τό δέχεται, συμφωνῶ νά γίνη ὅπως
λές…
Ξαφνικά σταμάτησαν κι’ ἔμειναν
σιωπηλοί μέ τίς σκέψεις του ὁ καθένας. Δέν ξαναμίλησαν
γι’ αὐτό. Χώρισαν φιλικά κι’ ὁ δάσκαλος πῆρε μετάθεση γιά ἕνα
χωριό σέ γειτονικό νομό τῆς Πελοποννήσου. Πέρασαν ἀρκετοί
μῆνες καί ὁ κύρ-Ἀργύρης
εἶχε ξεχάσει καί τήν συζήτηση καί τό στοίχημα καί τόν μελετηρό μπάρμπα-Γιάννη
μέ τήν καλή καρδιά καί τήν σωστή κουβέντα.
Φτάσανε οἱ γιορτές
τῶν Χριστουγέννων, ἔπεσε χιόνι στά βουνά καί ὅταν
ξανάρχισαν τά μαθήματα ὁ δάσκαλος
ρίχτηκε πάλι στήν δουλειά μέ τά μικρά παιδόπουλα, μέ τά γυαλιστερά ματάκια τά
πανέξυπνα. Τό χαιρόταν αὐτό καί τά καμάρωνε, ποῦ μέσα
στήν χωριάτικη φτώχεια τους, ἀναβαν οἱ ψυχές
τους σάν μικρές λαμπάδες κι’ ἤθελαν νά μάθουν ὅλο
καί πιό πολλά. Κι’ ὅλα ρωτοῦσαν κι’ ὅλο ἀνεβαίνανε
στόν δικό τους δρόμο τόν ἀνηφορικό.
Μιά νύχτα τοῦ Γενάρη ὁ δάσκαλος
ξύπνησε ταραγμένος πολύ.Ἕνα ὄνειρο παράξενο κι’ ὁλοζώνταντο
τόν ἔκανε νά ξεπεταχτῆ ἀπ’ τό κρεββάτι του.
Ἄναψε τό φῶς γιά νά πιῆ λίγο
νερό.
— Κοίτα, μωρέ κάτι μυστήρια, ποῦ βλέπει
κανείς στόν ὕπνο του, μουρμούρησε κι’ ἀνακάθησε
λίγο νά ξανασκεφτῆ τό ὄνειρό
του.
Μέσα στόν βαθύ ὕπνο εἶδε
τόν μπάρμπα-Γιάννη τόν φίλο καί κοντοχωριανό του, νά ἀνεβαίνη
τήν σκάλα τοῦ σπιτιοῦ του
καί νά χτυπᾶ τήν πόρτα δυνατά δυό-τρεϊς
φορές.
— Κύρ-δάσκαλε, κύρ-δάσκαλε, ἄνοιξέ
μου!
— Ποιός εἶναι τέτοια ὥρα;
ρώτησε στόν ὕπνο του.
— Ἄνοιξε,
κύρ-δάσκαλε, ἐγώ εἶμαι ὁ μπάρμπα-Γιάννης ἀπ’ τό
Μακρολίβαδο καί ἦρθα νά σοῦ πῶ ὅτι
πέθανα. Τ’ ἀκοῦς; Στό ξαναλέω: σήμερα
πέθανα καί ἦρθα νά στό πῶ, κατά τήν
συμφωνία μας! Στό ξαναλέω ἄλλη μιά φορά γιά νά μή τό
ξεχάσης: σήμερα τό πρωΐ πέθανα, πέθανα, πέθανα! Εἶμαι ὁ φίλος
σου ὁ μπάρμπα-Γιάννης ἀπό τό
Μακρολίβαδο καί τώρα φεύγω!
Ὁ δάσκαλος
θυμήθηκε τό στοίχημα. Κρύος ἱδρώς τόν ἔλουσε
καί ἡλογική του κατρακύλησε κι’ ἕλιωσε
σάν χιόνι πάνω σ’ ἀναμμένο καμίνι. Σάστισε
καί δέν ἤξερε τί νά πῆ καί τί
νά σκεφτῆ. Ἔγραψε βιαστικά δυό λόγια
πάνω στό μπλοκάκι, ποῦ βρισκόταν στό κομοδίνο του.
— «Νά τηλεφωνήσω γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη… »
Τό ἄλλο ἀπόγευμα, ὅταν
τέλειωσε τό μάθημα στό σχολειό, πῆγε καί τηλεφώνησε στόν ξάδερφό του τόν Ζήση
στό Μακρολίβαδο, ποῦ ἦταν καί πρόεδρος τῆς
Κοινότητας.
— Πῶς ἦταν αὐτό
καί μᾶς θυμήθηκες, βρέ ξάδερφε;
—….Θέλω νά μάθω γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη…
— Αὐτός, πάει σχόλασε…
— Δηλαδή, τί σχόλασε;
— Πέθανε χτές τό πρωί. Γιατί ρωτᾶς;
— Τίποτα, τίποτα… Ἔτσι. Ἦταν
φίλος μου…
— Καί πῶς τό ἔμαθες
πῶς πέθανε; Σοῦ τόπε κανείς;
— Ἄσε, αὐτήν
τήν ὥρα. Εἶναι μεγάλη ἱστορία.
Θά στήν πῶ, σάν ἔρθω στό χωριό…
Εἶπαν ἀκόμα
μερικά, τά συνηθισμένα, κι’ ὅταν ἔκλεισε
τό τηλέφωνο λίγο ἔλειψε νά σωριαστῆ στό
πάτωμα. Τόν ἐπίασε τρόμος ψυχῆς, σάν νά
παράλυσε. Ἔνοιωθε τέτοιαν ἔκπληξι, ἕνα
τέτοιο ξάφνιασμα, ποῦ ἀνατράπηκαν ὅλα
μέσα του καί γύρω του…
— Ὥστε εἶναι ἀλήθεια… Ὁ μπάρμπα-Γιάννης
λοιπόν εἶχε δίκιο καί εἶναι σωστά ὅσα ἔλεγε
καί πίστευε…, μονολόγησε ἄθελά του.
Τοῦ ἦρθε ἀμέσως ἡ διάθεση
νά βρίση τόν ἑαυτό του, νά τόνἐλεεινολογήση,
νά τόν μουτζώση ἑκατό φορές καί τίς ἰδέες
του τίς ψεύτικες καί τήν εἰρωνική λογική του καί
τόν μαρξισμό του, ποῦ τόν θεωροῦσε ἀλάθητον…
— Ἄχ,
μπάρμπα-Γιάννη μου! Νά ἁγιάση τό κόκκαλό σου! Εἶχες
δίκιο! Κι’ ἐγώ σέ κορόϊδευα, σκέφτηκε
μέ πολλή πίκρα. Τό κέρδισες τό στοίχημα….
Ἔβαλε κάτω το κεφάλι καί τράβηξε γιά τό σπίτι
του. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ὁ δάσκαλος ἄλλαξε ἀπότομα. Σάν νά
τόν ἄγγιξε μιά δύναμη ἀόρατη
καί μυστική καί τον μεταμόρφωσε ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια.
Τά λόγια καί τά ἔργα του, θύμιζαν τόν
μακαρίτη μπάρμπα-Γιάννη. Σέ ὅλα.
— Θεός σχωρέστον τόν καλόν ἄνθρωπο!
Αὐτός μου ἄνοιξε τά μάτια, μέ τό
παράξενο στοίχημά του, ὁμολογοῦσε στούς φίλους
του, ποῦ ἀναρωτιόταν γιά τήν μεγάλη
καί ἀπότομη ἀλλαγή
στό φέρσιμό του.
Τώρα ὁ κύρ-Ἀργύρης
ζῆ σάν συνταξιοῦχος καί κάπου-κάπου πηγαίνει
στόν τάφο τοῦ μπάρμπα-Γιάννη καί μένει
σιωπηλός γιά ὥρα πολλή, σάν νά κουβεντιάζη μαζί του καί τοῦ ζητᾶ συγχώρεση.
Καί ἀπό εὐγνωμοσύνη στόν ἀξέχαστο
φίλο του, πῆρε τήν θέση του στήν ἐκκλησιά
καί ἔγινε ἐπίτροπος
στήν Ἁγία Τριάδα.
— Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε ἀδελφέ!,
μουρμουρίζει ἀπό μέσα του ὁ δάσκαλος,
σέ κάθε λειτουργία γιά τόν μπάρμπα-Γιάννη καί ἔχει ἀρχίσει
νά διαβάζη ὅλα τα ἐκκλησιαστικά
βιβλία μέ δίψα ἀληθινή. Τώρα πιά εἶναι
σίγουρος καί δέν εἰρωνεύεται ὅσα ξεπερνοῦν τήν λογική του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου