Επιστολή 31η
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1907
Θυγάτηρ εν Κυρίω αγαπητή Ξένη, εύχομαί σοι πατρικώς.
Χθες λειτουργήσας εις τον άγιον Νικόλαον του Πειραιώς,
ωμίλησα περί αρετής, λαβών το θέμα εκ του Αποστόλου, εν ω ο Παύλος νουθετών τον
Τιμόθεον γράφει: «Συ ουν, τέκνον μου, ενδυναμού εν τη χάριτι τη εν Χριστώ Ιησού
κλπ.» (Β΄ Τιμοθ. Β΄ 1-10) και ανέπτυξα μεν εν ολίγοις όλον το νόημα του
Αποστόλου, ενδιέτριψα όμως, ομιλήσας επί ημίσειαν ώραν, αναπτύσσων την πρότασιν
ή μάλλον ειπείν το θείον απόφθεγμα, «εάν δε και αθλή τις ου στεφανούται, εάν μη
νομίμως αθλήση». Την ομιλίαν ταύτην εγερθείς σήμερον και οκνών προς εργασίαν
άλλην, έκρινα καλόν δια βραχέων να την γράψω και την στείλω προς υμάς,
πιστεύων, ότι θέλετε ωφεληθή τι. Είπον λοιπόν τάδε. Φοβερόν όντως αδελφοί, το
αθλείν και μη στεφανούσθαι, διότι και οι αγώνες (ημών) των εναθλούντων εις
κενόν απολήγουσι, και αι ελπίδες κεναί, και οι πόθοι, υπέρ ων τους αγώνας
ανελάβομεν απλήρωτοι έμειναν και τον δρόμον τον εν σταδίω ει μάτην διεδράμομεν,
και τας θλίψεις και τας κακουχίας άνευ μισθού υπεμείναμεν, και τον χρόνον
ακάρπως κατηναλώσαμεν και τον βίον εδαπανήσαμεν, μηδέν κομισάμενοι και το τέλος
εφθάσαμεν έσχατοι και κατησχυμένοι. Φοβερόν ναι, διότι και η σταδιοδρομία έληξε
δι΄ ημάς εις το παντελές και το στάδιον εκλείσθη δια τους διανύσαντας τον
δρόμον. Τις δε ο λόγος της μεγάλης ταύτης απωλείας; Η μη νόμιμος άθλησις. Ώστε
ου μόνον άθλησις απαιτείται, αλλά και νόμιμος άθλησις. Τις δε αύτη η νόμιμος
άθλησις, η τον στέφανον χαριζομένη, η τους αγώνας βραβεύουσα, η τους πόθους
πληρούσα, η τας ελπίδας επαληθεύουσα, η τας θλίψεις εις χαράν μεταβάλλουσα, η
το τέλος ένδοξον έχουσα, η αμεταμέλητον την δράσιν έχουσα, η τον χρόνον αντί
πολυτίμων λίθων ανταλλάσσουσα, η αληθείς στρατιώτας Χριστού αναδεικνύουσα;
Αληθώς σπουδαιοτάτη και αναγκαιοτάτη άμα η τε ερώτησις και η γνώσις της νομίμου
ταύτης αθλήσεως, διότι εκ της ταύτης κατανοήσεως εξαρτάται η ημετέρα σωτηρία, η
πλήρωσις των υποκαρδίων ημών πόθων, η των ελπίδων ημών επαλήθευσις, και η των
πόνων ημών αμοιβή. Η νόμιμος άθλησίς εστιν η άθλησις, η βάσιν έχουσα την αρετήν
και τέλος την ηθικήν τελείωσιν. Ο όρος εστίν ειλημμένος εκ των σωματικών
αθλήσεων, διότι, ως λέγει ο Θεοφύλακτος, ερμηνεύων τούτο το χωρίον, «ουκ εάν
συμπλακή, αλλ΄ εάν μη και τους περί βρωμάτων και πομάτων και σωφροσύνης
αθλητικούς νόμους φυλάξη, και τους εν τρόπω της πάλης. Ου γαρ απλώς και ως
θέλει έκαστος εφείται αυτώ παλαίειν, αλλά νόμοι και περί τούτου αθλητικοί». Επίσης
και ο Θεοδώρητος λέγει: «και η αθλητική νόμους έχει τινάς, καθ΄ ους προσήκει
τους αθλητάς αγωνίζεσθαι, ο δε παρά τούτους παλαίων, των στεφάνων διαμαρτάνει».
Άρα κατά τους νόμους τους ηθικούς της χριστιανικής ηθικής δέον εστί, να αθλή
τις, αφού αθλεί υπέρ της ηθικής αυτού τελειώσεως, εις ην ο αφικνούμενος
στεφανούται. Τους ηθικούς νόμους της χριστιανικής ηθικής πάντες γινώσκομεν.
Νόμος πρώτος η αγάπη του Θεού, η εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης της
ισχύος και εξ όλης της διανοίας, και η αγάπη του πλησίον ως αδελφού, από δε της
αγάπης του Θεού και της αγάπης του πλησίον πηγάζουσιν οι νόμοι της αγάπης του
καλού, του αγαθού, του αληθούς και του δικαίου. Ως δε αγαπώμεν τον Θεόν, διότι
είναι η αυταγάπη και το μόνον επιπόθητον αγαθόν, και τον πλησίον ημών, ως
γενόμενον καθ΄ ομοίωσιν Θεού, ούτω οφείλομεν να αγαπώμεν και το καλόν δια τον
ηθικόν αυτού ή πνευματικόν χαρακτήρα, διότι είναι καλόν, το αγαθόν διότι είναι
αγαθόν, το δε αληθές δια την αλήθειαν και το δίκαιον δια την δικαιοσύνην. Η
αγάπη των νόμων τούτων εστίν εντεθειμένη εν τη καρδία ημών, διότι, ως είπομεν,
πηγάζουσιν εκ της θείας αγάπης, η δε αγάπη του θείου είναι νόμος έμφυτος εις
την ανθρωπίνην καρδίαν, διότι αύτη επλάσθη, ίνα γινώσκη το θείον, αισθάνεται
την παρουσίαν αυτού, αγαπά αυτό και λατρεύη αυτό. Η αγάπη του θείου είναι
έμφυτος, διότι ο άνθρωπος επλάσθη ον λογικόν και αυτεξούσιον, ηθικόν, και
ηθικώς ελεύθερον και έδει ως κατ΄ εικόνα Θεού ν΄ αγαπά την εικόνα εκείνου, καθ΄
ην αυτός εγένετο όμοιος, ίνα η αγάπη αύτη έλκη τον άνθρωπον αείποτε εις τον
Θείον αυτού Δημιουργόν. Αφού λοιπόν η αγάπη του Θεού εστιν εν τω ανθρώπω
έμφυτος, το δε καλόν, αγαθόν, αληθές, δίκαιον, πηγάζουσιν ως νόμος από του
αρχικού νόμου τηε θείας αγάπης, αύτη δε εστιν εν ημίν έμφυτος δια το γεγενήσθαι
ημάς κατ΄ εικόνα Θεού, έπεται ότι και οι προελθόντες εκ του νόμου της θείας
αγάπης, νόμοι, εισί και ούτοι εν ημίν έμφυτοι. Διο ως αγαπώμεν τον Θεόν
ορμεμφύτως, ούτως αγαπώμεν και το καλόν, το αγαθόν, το αληθές, το δίκαιον
ορμεμφύτως δια τον ηθικόν αυτών χαρακτήρα. Η αυθόρμητος αύτη αγάπη, ο έμφυτος
προς τον ηθικόν νόμον έρως μαρτυρεί, ότι ο θείος νόμος ήτοι το θείον θέλημά
εστιν εν ημίν εγγεγραμμένον, ως ημέτερον θέλημα, διο εμφύτως θέλομεν, ότι θέλει
ο Θεός. Διότι θέλημα του Θεού εστιν το καλόν, το αγαθόν, το αληθές, το δίκαιον.
Ο Θεός άρα έθετο εν τη καρδία ημών ως θέλημα ημών το ίδιον θέλημα, αφού
αγαπώμεν ό,τι θέλει ο Θεός. Και ούτως αληθώς εδημιούργησεν η θεία αγαθότης τον
άνθρωπον, αφού εποίησεν αυτόν κατ΄ εικόνα ιδίαν και έπλασεν αυτόν, ίνα καταστήση
αυτόν κοινωνόν της ιδίας αγαθότητος και μακαριότητος. Ώστε ο άνθρωπος, ίνα
τελειωθή και αποβή κοινωνός της θείας αγαθότητος και μακαριότητος, ήτις εστίν ο
στέφανος, οφείλει να τηρήση τον νόμον του Θεού, τον εγγεγραμμένον εν τη καρδία
αυτού και να τείνη, να ομοιωθή προς το θείον, αγωνιζόμενος τον αγώνα της αρετής
κατά τας υπαγορεύσεις του ηθικού νόμου, παλαίων, πυκτεύων και ανθιστάμενος προς
τον νόμον της σαρκός, προς τον νόμον της αμαρτίας. Κατά την πάλην και τους
αγώνας οφείλει, να μη εξέρχηται του ηθικού νόμου, ουδέ να πλανώσιν αυτόν τα
εαυτού πάθη. Οι ηθικοί νόμοι δέον να έχωσιν εν ημίν απόλυτον κράτος. Μη
συμμαχήσωμεν μετά του ψεύδους της απάτης και του δόλου της αδικίας, όπως
επιτύχωμεν φθαρτού τινος πράγματος εν τω βίω. Ο βίος απάντων ημών εστιν αγών και
πάντες σπεύδομεν, ίνα στεφανωθώμεν υπό του Κυρίου. μη λοιπόν, μη προς Θεού,
απατηθώμεν υπό του πατρός του ψεύδους και εκκλίνωμεν της ευθείας και απολέσωμεν
το στέφανον, δι΄ ον πάντες στενάζομεν και δι΄ ον αγωνιζόμεθα. Η απώλεια είναι
ανεπανόρθωτος και ο απολέσας έσται αναπολόγητος ενώπιον του Θεού, διότι έπραξε
παρά τον έμφυτον αυτού πόθον προς την αλήθειαν και την δικαιοσύνην παρά την
διαμαρτυρομένην συνείδησιν αυτού, παρά την αληθή αυτού θέλησιν και εδούλευσε τη
κακία εκ πλάνης προς τον αληθή χαρακτήρα του αγαθού, ένεκα σκοτασμού της
διανοίας αυτού, της προελθούσης εκ της του Θεού απομακρύνσεως. Μακράν αφ΄ υμών
η του κακού εργασία, μακράν αφ΄ υμών η καταπολέμησις των αγαθών έργων, μακράν
αφ΄ υμών το ψεύδος το πολυσχιδές και πολύμορφον και πολυώνυμον, μακράν αφ΄ υμών
η αδικία του πλησίον, του αδελφού, του ανθρώπου. Η αδικία και το ψεύδος
αναστατούσι τας κοινωνίας, ταράττουσι την ειρήνην και φέρουσι παντοίας και
μεγάλας καταστροφάς. Προς τους χριστιανούς, τους αγωνιζομένους τον αγώνα τον
καλόν, ο Παύλος γράφων, νουθετεί ταύτα: «το λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή,
όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή. Όσα εύφημα, ει τις αρετή και ει
τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε, α και εμάθατε και παρελάβετε, και ηκούσατε και
είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ΄ υμών». Αμήν!
+Ο Πενταπόλεως
Νεκτάριος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου