Θά ἀναφέρωμε
διά νά κατανοηθῆ αὐτό τό οὐσιῶδες
σημεῖο ἕνα-δύο χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου: «φιλόσοφον γάρ τό ρῆξαί σε φωνήν ἐπί τοῦ κράτους ἥν
οἷδας τά τε λοιπά
σου λαλήματά τε καί σπουδάσματα ὑπέρ ἀνακλήσεως
τῆς πεπτωκυίας καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίας.
καί ὄντως ἔδει τόν σοφόν ἄνδρα καί διεγνωσμένον ἐν εὐσεβείᾳ
τοῦτο δρᾶν πρός τε τό οἰκεῖον συμφέρον καί τοῦ
ὅλου σώματος Χριστοῦ» (Ἐπιστ. Στεφάνῳ
Ἀδσηκρῆτι, Φατοῦρος 419, 586,8) · «Πλήν ὅτι ὑποβάλλοι ὁ
καιρός καί ἐξ εὐτελῶν παράκλησίν σοι προσάγεσθαι. ἡ δέ ἐστιν ὀρέξαι
σε χεῖρα τῇ καταπεσούσῃ καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ πτώματι ἀσεβείας» (Ἐπιστ. Δημόχαρι νομοθέτῃ γενικῷ, Φατοῦρος
426, 596,12) · καί «ὡς ἤδη ἀρθείσης
τῆς εἰρήνης, ἀφ’
οὗ Χριστός ἔφη, εἰρήνην ἀφίημι
ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν μέχρι τοῦ
δεῦρο, καί ἐρρυπωμένης
οὔσης τῆς ἐκκλησίας
αὐτοῦ, ἥν ὁ
ἱερός Παῦλος βοᾷ
μή ἔχειν σπίλον ἤ
ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων,
ἀλλ’ εἶναι ἁγίαν
καί ἄμωμον» (Ἐπιστ. Πατριάρχῃ Ἱεροσολύμων, Φατοῦρος
276, 411,65).
Οἱ
Πατέρες ἐννόησαν ὅτι ἐφ’ ὅσον
ὑπῆρχε ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ μία τοπική Ἐκκλησία,
ἡ ὁποία εἶχε
ἀποδεχθῆ μία αἵρεσι, ὑπῆρχε συμμετοχή στήν αἵρεσι, διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας, καί στήν ἔχουσα ὑγιᾶ
καί ὀρθόδοξο πίστι τοπική
Ἐκκλησία. Κατ’ αὐτόν λοιπόν τόν τρόπον καί στό ἐπίπεδο τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν οἱ ἀποτειχιζόμενες
λόγῳ αἱρέσεως ἦσαν ἄξιες
ἐπαίνου, διότι ἀπεσχίσθησαν ἀπό ψευδοεκκλησίες καί
ψευδοπατριάρχες καί δέν ἐπροκάλεσαν,
σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ ἱερό Κανόνα, σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά
ἐλύτρωσαν τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα.
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι τίς περισσότερες φορές ἐξέπιπτε διά τῆς αἱρέσεως ἀπό
τό ἐπίπεδο καί τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας
ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀπεκόπτετο ἀπό τίς ὀρθά φρονοῦσες
πρό συνοδικῆς κρίσεως. Ἐπανήρχετο δέ διά τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί συνεδέετο μετά τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν. Δι’ αὐτό καί πολλές φορές ἀπό τούς ἁγίους ἀναφέρεται ἡ
Ρώμη ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς
πρός τήν ὀρθόδοξον πίστι,
ὄχι βεβαίως ὡς πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας, ἀλλά ὡς κατέχουσα τήν ἀληθινή
πίστι. Ἐπί πλέον δέ,
διότι ἡ ἐπιρροή τῶν αὐτοκρατόρων, οἱ
ὁποῖοι ἐβοήθουν καί ὑπέθαλπον
τήν αἵρεσι στήν Ἀνατολή, δέν ὑφίστατο πλέον εἰς τήν Δύσι. Τέτοια περιστατικά
εἰς τά ὁποῖα οἱ
Πατέρες προσέφευγον στήν Ρώμη, εἴτε
αὐτοπροσώπως εἴτε δι’ ἐπιστολῶν,
ἔχομε εἰς τήν περίπτωσι τοῦ Ἀρειανισμοῦ
ἀπό τούς ἁγίους Ἀθανάσιο καί Παῦλο
τόν ὁμολογητή, ἀπό τόν ἅγ. Ἰωάννη
τόν Χρυσόστομο πρός τόν Ἰννοκέντιο
τῆς Ρώμης διά τήν
παράνομο καθαίρεσι καί ἐξορία
του, ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο διά τήν αἵρεσι τοῦ Νεστορίου, ἀπό
τόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή διά τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ,
ἀπό τόν ἅγ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη διά
τήν μοιχειανική αἵρεσι
καί τήν αἵρεσι τῆς Εἰκονομαχίας κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου