Ένας τόμος αναιρετικός του «Νεοπανρωσισμού»
Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Οι σύγχρονοι πονηροί λογισμοί όσων δεν εγκαταλείπουν παρωχημένα κοσμικά ιδεολογήματα παρώξυναν την σκέψη μου να αναμνησθεί ιστορικά γεγονότα που μελέτησα και έζησα μόλις έλαβα ένα σπουδαιότατο τόμο με τίτλο: «Η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 19ο αιώνα» του διαπρεπούς Ρώσου ιστορικού της χριστιανικής Ανατολής καθηγητή Ιβάν Σοκολώφ. Ο πρώτος τόμος του συγγράμματος αυτού εκδόθηκε το 1904 και στάθηκε πολύτιμος στους μελετητές για την αμερόληπτη κατάθεση της ιστορίας του Οικουμενικού Θρόνου, χωρίς να μολυνθεί από το φυλετικό ιδεολόγημα του Πανσλαβισμού, τα σκιρτήματα του οποίου ακούονται και πάλι στην εκκλησιαστική ζωή μας. Μερίδα σύγχρονων εκκλησιαστικών της Ρωσίας φαίνεται δεν εδιδάχθηκε τίποτα από τα ογδόντα χρόνια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας της.
Ο Σοκολώφ, διδάσκαλος στην Πετρούπολη του σεπτού μου δασκάλου στη Θεολογία Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, παρά το διεθνές κύρος του υπήρξε και αυτός στο έσχατο γήρας του θύμα του Σταλινισμού και τον εξώρισαν μια νύκτα του Δεκεμβρίου του 1933 στην μακρυνή πόλη της Ούφα, όπου και απεβίωσε το 1939! Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, γνώστης της σοβαρής συμβολής του Σοκολώφ στην Ιστορία του Οικουμενικού Θρόνου, τον τίμησε με το οφφίκιο του Ιερομνήμονα γιατί παρέμεινε έντιμος μαθητής του Βατοπεδινού μοναχού Μάξιμου Γραικού και στήριξε τις κανονικές σχέσεις των εν Ρωσία χριστιανών με την Μητέρα τους Εκκλησία έναντι των αδιάβαστων «αυτοκεφαλιστών», που έγιναν έρμαια του «Πανρωσικού εθνοφυλετισμού» στην εποχή του. Ο Σοκολώφ ως τίμιος επιστήμων παρέμεινε πιστός στον τελεσίδικο όρο που δέχθηκε ο Μόσχας Ιώβ για να του χορηγηθεί η πατριαρχική αξία: «ότι πάντοτε θα αναγνωρίζει ως κεφαλή της Ορθοδοξίας το Οικουμενικόν Πατριαρχείον». Σε εγγύηση αυτού μάλιστα συμφώνησε με τον εκεί ευρισκόμενο πατριάρχη Ιερεμία Β΄ ότι «οι διάδοχοί του θα εξελέγοντο όπως οι προκάτοχοί του μητροπολίτες του Συνταγματίου του Οικουμενικού Θρόνου από την Πατριαρχική Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως», κάτι που ατόνησε λόγω των μετά ταύτα συνθηκών. (1)
Τον όρκο αυτό δεν μπόρεσαν ποτέ να τον αγνοήσουν οι Ρώσοι και αποφάσισαν να κατεργαστούν σχέδιο μειώσεως των κανονικών δικαιωμάτων και προνομίων του, αυτών που περιφρουρήθηκαν με πολλές θυσίες μαρτύρων Πατριαρχών. Όταν η τσαρική διπλωματία διεπίστωσε πως το Νεοελληνικό κράτος από ευγνωμοσύνη προς την Αγγλία που πρωτοστάτησε στην εθνική του Ανεξαρτησία στράφηκε προς την Δύση, τότε αγκάλιασε τους Βουλγάρους και ενίσχυσε τις φυλετικές τάσεις του εθνικισμού τους για να απαιτήσουν τον μερισμό μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων του ιερού Θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για να το πετύχουν εξώθησαν τις αποσχιστικές τάσεις τους που οδήγησαν στο Βουλγαρικό σχίσμα για να αποδυναμώσουν με την ενίσχυση του εθνοφυλετισμού των σλαβοφώνων τις μητροπόλεις του Πατριαρχείου στην Θράκη και στην Μακεδονία. Έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο εκπορθήσεως του Αγίου Όρους με την αθρόα εισχώρηση «μοναχικού» πληθυσμού για την κατάληψη μονής, σκητών και κελλίων. Τότε, τα τέσσερα παλαίφατα Πατριαρχεία, για να σβήσουν την πυρκαϊά της πλάνης του «Εθνοφυλετισμού» που συντηρούσε η τσαρική διπλωματία, πραγματοποίησαν την Σύνοδο το 1872, χωρίς βέβαια να προσκληθούν άλλες προϋπάρχουσες τοπικές Εκκλησίες. Αυτήν την κεφαλαιώδους σημασίας Σύνοδο βάναυσα τορπίλλισε ο Ρώσος πρεσβευτής Ιγνάτιεφ με τις πιέσεις του να μην υπογράψει τον όρο ο Ιεροσολύμων Κύριλλος Β΄, γιατί δεν συνέφερε στους ρωσικούς «μεγαλοϊδεολογισμούς» και οι Αγιοταφίτες τον έξωσαν από τον θρόνο και εκλέχτηκε άλλος Ιεροσολύμων. Οι Ρώσοι εκδικήθηκαν την ανυπακοή και κατέσχεσαν τα μετόχια του Παναγίου Τάφου στη χώρα τους, αυτά που συντηρούσαν την Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, με συνέπεια να κλείσει! (2)
Συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου