Τα χρόνια που άρχισε να
βασιλεύη η αθεϊα στην χώρα του Ιλλυρικού ο παμπόνηρος δυνάστης ήθελε να
φαίνεται η γραμμή της πλεύσεώς του. ΄Εφτιαξε έτσι το Κίνημα, να φαίνεται ότι
προέρχεται από τον λαό και όχι από την εξουσία. Αφού μέθυσε τον λαό με το κρασί
της άρνησης του Θεού, ο λαός- τύφλα όπως ήταν- άρχισε μόνος του να καταστρέφη
τα σημεία της πίστεως.
Σ’ ένα χωριό – όπως μου διηγείται ο βορειοηπειρώτης Βασίλης- το σχολείο ήτανε δίπλα στην εκκλησία. Ο δάσκαλος Έλληνας.
- Μέρες μας δίδασκε πόσο καλύτερα θα είμαστε χωρίς θρησκεία, χωρίς Χριστό και Εκκλησία. Τα «μη» της Εκκλησίας μας κάνουν τη ζωή βασανισμένη. Ήτανε τόσο πειστικός, που κάποια μέρα μπουκάραμε όλοι μαζί στην εκκλησία. Ξεκρεμάσαμε τις εικόνες και τις πετάξαμε στο φορτηγό σαν άχρηστες αποσκευές. Όλα ήτανε τόσο καλά προμελετημένα , που δεν ξεύραμε τι κάνουμε. Προσωπικά ξεκρέμασα την εικόνα του Χριστού από το δεσποτικό και την πέταξα στο φορτηγό του κράτους. Όλα γίνονταν με τόσο γρήγορους ρυθμούς , σαν να μετακόμιζε ο ίδιος ο Θεός από την χώρα μας για άλλους τόπους. Την ώρα που άπλωσα τα χέρια μου να ξεκρεμάσω την εικόνα, τα μάτια μου διασταυρωθήκανε με του Χριστού τα μάτια. Ένιωσα παραπονιάρικα να με κοιτάζη, σαν να μου έλεγε : «Τί σου έκανα και με σφαλιαρίζεις;». Αλλά εγώ είπα καθ’ εαυτόν: «θέλεις-δεν θέλεις θα φύγης από την ζωή μου. Είναι εντολή του κράτους να εξαφανιστής από την Αλβανία».
Διάβηκαν τα χρόνια, έκανα οικογένεια. Όταν γεννήθηκε η Ευαγγελία μου, ευθύς ως την κοίταξα στα μάτια, είπα: «Γνώριμη μου είναι αυτή η ματιά. Που την είδα; που την απάντησα; Δεν θυμάμαι». Αργότερα που η Ευαγγελία φάνηκε αδικημένη από την φύση, την πήγα σε μια γιαγιά που έκανε γιατροσόφια. Όταν μου είπε «Αυτή είναι οργή Θεού∙ δεν θεραπεύεται», θυμήθηκα την ματιά του Χριστού στο δεσποτικό του χωριού μου και ανάπαυση από τότε δεν βρίσκω. Ντρέπομαι να κοιτάξω τα παραπονιάρικα μάτια του παιδιού μου. Αισθάνομαι σαν να μου λέγη: «Εσύ, πατέρα, έφαγες τα άγουρα σταφύλια μια φορά και σ’ εμένα έμειναν τα δόντια μουδιασμένα για πάντα»
Αυτά είναι τα «βρεθίκια», τα κέρδη του πνευματικού από την εξομολόγηση.
Σ’ ένα χωριό – όπως μου διηγείται ο βορειοηπειρώτης Βασίλης- το σχολείο ήτανε δίπλα στην εκκλησία. Ο δάσκαλος Έλληνας.
- Μέρες μας δίδασκε πόσο καλύτερα θα είμαστε χωρίς θρησκεία, χωρίς Χριστό και Εκκλησία. Τα «μη» της Εκκλησίας μας κάνουν τη ζωή βασανισμένη. Ήτανε τόσο πειστικός, που κάποια μέρα μπουκάραμε όλοι μαζί στην εκκλησία. Ξεκρεμάσαμε τις εικόνες και τις πετάξαμε στο φορτηγό σαν άχρηστες αποσκευές. Όλα ήτανε τόσο καλά προμελετημένα , που δεν ξεύραμε τι κάνουμε. Προσωπικά ξεκρέμασα την εικόνα του Χριστού από το δεσποτικό και την πέταξα στο φορτηγό του κράτους. Όλα γίνονταν με τόσο γρήγορους ρυθμούς , σαν να μετακόμιζε ο ίδιος ο Θεός από την χώρα μας για άλλους τόπους. Την ώρα που άπλωσα τα χέρια μου να ξεκρεμάσω την εικόνα, τα μάτια μου διασταυρωθήκανε με του Χριστού τα μάτια. Ένιωσα παραπονιάρικα να με κοιτάζη, σαν να μου έλεγε : «Τί σου έκανα και με σφαλιαρίζεις;». Αλλά εγώ είπα καθ’ εαυτόν: «θέλεις-δεν θέλεις θα φύγης από την ζωή μου. Είναι εντολή του κράτους να εξαφανιστής από την Αλβανία».
Διάβηκαν τα χρόνια, έκανα οικογένεια. Όταν γεννήθηκε η Ευαγγελία μου, ευθύς ως την κοίταξα στα μάτια, είπα: «Γνώριμη μου είναι αυτή η ματιά. Που την είδα; που την απάντησα; Δεν θυμάμαι». Αργότερα που η Ευαγγελία φάνηκε αδικημένη από την φύση, την πήγα σε μια γιαγιά που έκανε γιατροσόφια. Όταν μου είπε «Αυτή είναι οργή Θεού∙ δεν θεραπεύεται», θυμήθηκα την ματιά του Χριστού στο δεσποτικό του χωριού μου και ανάπαυση από τότε δεν βρίσκω. Ντρέπομαι να κοιτάξω τα παραπονιάρικα μάτια του παιδιού μου. Αισθάνομαι σαν να μου λέγη: «Εσύ, πατέρα, έφαγες τα άγουρα σταφύλια μια φορά και σ’ εμένα έμειναν τα δόντια μουδιασμένα για πάντα»
Αυτά είναι τα «βρεθίκια», τα κέρδη του πνευματικού από την εξομολόγηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου