1. Ἡ Καινή Διαθήκη διά τήν στάσι τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς.
Τό πρῶτο καί βασικό χωρίο τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι τό Γαλ. 1,8, τό ὁποῖο λέγει: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω · ὡς προειρήκαμεν και ἄρτι πάλιν λέγω · εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω». Ἐδῶ πολύ ἐπιτακτικά ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν θεσμοθετεῖ ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀλλάξη τό παραμικρόν εἰς τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Τό ὅτι μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγει τούς Ἀποστόλους, καί τους ἀγγέλους ἀπό τόν οὐρανό, τοῦτο σημαίνει, ὅτι πολύ περισσότερο δέν ἔχει δικαίωμα νά ἀλλάξη καί τό ἐλάχιστον ὁ Ἐπίσκοπος · ἐφ’ ὅσον δέ ὁ οἱοσδήποτε Ἀρχιερέας κάτι ἀλλάζει στήν εὐαγγελική διδασκαλία, εἶναι ἀναθεματισμένος. Ἡ ἀναφορά ἐπίσης τοῦ ἀναθεματισμοῦ σημαίνει ὅτι, διά τούς κηρύσσοντας αἵρεσι, ἰσχύει ὁ ἀναθεματισμός τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί δέν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφασι Συνόδου παρά μόνο πρός κατοχύρωσι τῶν Ὀρθοδόξων. Τό δεύτερο χωρίο τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι τό Τίτ. 3,10, το ὁποῖο λέγει: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος και ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Ἐδῶ ὁ ἀπ. Παῦλος παραγγέλλει νά φεύγωμεν μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι παραμένουν οἰκειοθελῶς στήν πλάνη των. Καί ἐδῶ τό «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει τήν αὐτόματη ἀποκοπή τοῦ αἱρετικοῦ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἀπόφασι Συνόδου. Ἡ
αἵρεσις δηλαδή μᾶς ἀποκόπτει ἀμέσως ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό τρίτο χωρίο εἶναι τό Β΄ Ἰωάν. 10 τό ὁποῖο λέγει: «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή
λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῳ μή λέγετε · ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς». Πολύ αὐστηρότερα ἐδῶ τοποθετεῖ τήν ὀρθόδοξον πίστιν ὁ μαθητής καί ἀπόστολος τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει καί τόν ἁπλό χαιρετισμό καί οἱανδήποτε ἐπικοινωνία εἰς αὐτόν πού μᾶς πλησιάζει, ὄχι γιά κάποια καθημερινή ἀνάγκη, ἀλλά μέ τρόπο ἐκκλησιαστικό, χωρίς ὅμως νά ἔχη την ὀρθόδοξον πίστι καί τήν εὐαγγελική διδασκαλία ἀνόθευτον. Καταλαβαίνει κανείς ἐκ τούτου ὅτι ἄν μέ τόν χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο, τί γίνεται μέ τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τις κοινές δηλώσεις καί ἀλληλοαναγνωρίσεις, τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν ὡς νά εἶναι Ὀρθόδοξοι κλπ.
Τό τέταρτο χωρίο εἶναι τό Β΄ Κορινθ. 6,14-17, τό ὁποῖο λέγει: «Μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις · τίς δέ συμφώνησις Χριστοῦ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; Τίς δέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς». Παρεμφερές εἶναι καί αὐτό τό χωρίο μέ τά προηγούμενα, διότι καί οἱ αἱρετικοί παρομοιάζονται μέ τούς ἀπίστους καί μάλιστα, ἐπειδή πολλές φορές δροῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, προξενοῦν μεγαλύτερη ζημιά. Τό πέμπτο χωρίο εἶναι τό Β΄ Πέτρ. 2,1, τό ὁποῖον λέγει «ἐγένοντο δέ καί ψευδοπροφῆται ἐν τῶ λαῷ, ὡς καί ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας καί τόν ἀγοράσαντα αὐτούς δεσπότην ἀρνούμενοι ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινήν ἀπώλειαν». Καί ἐδῶ ὁ ἀπ. Πέτρος τίς αἱρέσεις τίς ὀνομάζει «αἱρέσεις ἀπωλείας», τις ὁποῖες θά τίς κηρύττουν οἱ ψευδοδιδάσκαλοι. Προφανῶς οἱ Πατέρες τῆς ἐπί ἁγ. Φωτίου Πρωτοδευτέρας Συνόδου χρησιμοποιοῦν ἀντιστοίχως τούς ὅρους «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» διά νά δείξουν ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί ἔχουν λόγῳ τῆς αἱρέσεως ἐκπέσει τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Τελευταῖα νά ἀναφέρωμε καί τό χωρίον τοῦ ἀπ. Παύλου Ἐφεσ. 4,5, τό ὁποῖον λέγει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Μία εἶναι ἡ παραδοθεῖσα ἐξ ἀρχῆς ἀπό τους ἁγ. Ἀποστόλους πίστις τήν ὁποία ὁ ἀπ. Ἰούδας ὁ ἀδελφόθεος παραγγέλλει νά ἀγωνιζώμεθα διά τήν διαφύλαξί της «ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου