2oν
Ό,τι ακολούθησε θέλω τώρα να σου πω. Αυτά που δε
γράφτηκαν σε κανένα βιβλίο.
Γύριζα σαν την τρελλή στους δρόμους. Δεν είχα τίποτε από
την προηγούμενη ζωή μου. Δεν είχα ούτε σπίτι, -δεν ήθελα πλέον να ζω σε εκείνο
το σπίτι αλλά και ποιος να ρθει πια, ακόμα κι αν το ήθελα;-, δεν είχα
κομπόδεμα, δεν είχα ούτε ρουτίνα να φωλιάσω μέσα σ’ αυτή. Έπρεπε να τα ξαναχτίσω
όλα από την αρχή.
Περπατούσα στους δρόμους κι έβλεπα να με δείχνουν. Μουρμούριζαν κάποιοι, κάποιοι άλλοι έβριζαν φανερά. Μα εμένα δε με ένοιαζε. Δεν ήταν που με προστάτευε η ξετσιπωσιά της προηγούμενης ζωής μου. Ούτε η υποταγή στη μοίρα που με είχε κυβερνήσει με σιδερένιο χέρι τόσα χρόνια. Τώρα ήταν αλλιώς. Μέσα μου κρατούσα άγκυρα το πρόσωπό του. Ξεδιψούσα με τα λόγια του. Κάθε μορφή ανθρώπου νέου, γέρου αλλοιωνόταν για να γίνει τελικά η μορφή εκείνου. Κείνο το βράδυ πίστεψα ότι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Όχι μεταξύ τους. Αλλά γιατί όλοι μοιάζουν σε κείνον.
Είχα ξεχάσει την πείνα, τη δίψα, την κούραση. Έμοιαζε ο
χρόνος να χει σταματήσει. Τα πόδια μου ήταν ελαφρά κι η καρδιά μου γεμάτη
δύναμη. Είχε μιλήσει για μένα. Είχε διαφωνήσει με έναν από τους μαθητές του για
χάρη μου. Είχε δεχθεί την προσφορά μου.
Ένας μόνο λόγος του έμενε σκοτεινός στο μυαλό μου. Είχε
μιλήσει για τον ενταφιασμό του. Λόγος σκοτεινός για έναν νέο άντρα με σφρίγος
και ζωντάνια. Λόγος περίεργος για κάποιον που τόσο αγαπούσε ο λαός ώστε να τον
υποδεχθεί όχι απλώς σαν βασιλιά αλλά σαν μεσσία στην πόλη μας. Λόγος
ακατανόητος για τον μόνο που όχι μια αλλά τρεις φορές είχε νικήσει το θάνατο.
Στην δωδεκάχρονη κόρη του αρχισυνάγωγου, στο μικρό γιο της χήρας και τέλος στον
τετραήμερο νεκρό φίλο του είχε αντιπαλέσει με τον ανίκητο εχθρό και τον είχε
κατατροπώσει. Γιατί λοιπόν μιλούσε για θάνατο; Για ενταφιασμό;
Όταν πια τα πόδια μου δεν άντεχαν άλλο κάθισα σε μια
γωνιά του δρόμου και περίμενα. Έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα πλάι μου, είχε
ανοίξει την αγκαλιά του και με περίμενε. Τρόμαξα. έδιωξα τη σκέψη γρήγορα απ’
το μυαλό μου. Το κάκισα που γεννούσε τέτοιες ιδέες. Όμως εκείνος ξαναγύριζε. Με
ένα βλέμμα καθαρό, μια όψη λαμπερή, απαστράπτουσα κράταγε την αγκαλιά του
ανοικτή και με περίμενε. Δεν ένιωθα πια η πόρνη. Δεν ένιωθα καν γυναίκα. Ένιωθα
σαν το μικρό παιδί που θέλει να τρέξει πίσω στην αγκαλιά του πατέρα, στην μόνη
αγκαλιά που του πρόσφερε ασφάλεια, σιγουριά, συγχώρεση. Τον άκουσα να μιλάει.
“Μη φοβάσαι την αγάπη μου, μη φοβάσαι την αγάπη σου, μου
είπε. Ούτε εγώ τη φοβάμαι. Η τέλεια αγάπη πετάει έξω κάθε φόβο. Αυτό είναι το
δικό σου κλειδί για τον Παράδεισο: η αγάπη. Μην το πετάξεις.” Κάπου εκεί
αποκοιμήθηκα.
Δεν θυμάμαι πως κύλησε η επόμενη μέρα. Εκείνο που δε θα
ξεχάσω ποτέ είναι το τέλος της επόμενης νύχτας. Ξημέρωνε. Γύριζα στην πόλη
ψάχνοντας να τον δω έστω κι από μακριά. Τα πρώτα κοκόρια είχαν λαλήσει, όταν
άκουσα λυγμούς. Λυγμούς αντρίκιους, βαριούς μαζί μ' ένα αναφιλητό. Μέσα στο
φεγγαρόφωτο είδα έναν άντρα να κλαίει. Ένας άντρας που κλαίει είναι πάντα κάτι
πολύ ξεχωριστό έστω κι αν είναι μόνος, στο σκοτάδι. Τον κοίταξα και τον
γνώρισα. Ήταν μαθητής του. Ήταν αυτός που στεκόταν πάντα δίπλα του, ο πιο
δυναμικός, εκείνος που θύμωσε με τον Ιούδα που τσιγκουνεύτηκε το δικό μου μύρο.
Το κορμί του συνταραζόταν από τους λυγμούς κι ολότελα παράξενα για μένα το
λάλημα ενός δεύτερου πετεινού έφερε νέο κύμα θλίψης στην ψυχή του. Ήθελα να τον
πλησιάσω, να τον παρηγορήσω και ταυτόχρονα να τον ρωτήσω τι τον πόναγε τόσο. Μα
τον φοβόμουν. Τόσα χρόνια είχα μάθει να φοβάμαι τους άντρες. Κοίταξα γύρω μου
να δω πού βρίσκομαι. Είχα φτάσει έξω από την αυλή του Καϊάφα.
Κόσμος μπαινόβγαινε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο που πάγωσε
το κορμί μου ήταν όταν τον είδα. Δεν ήταν όπως εχθές. Τα χέρια του ήταν δεμένα
και στο δεξί του μάγουλο φαινόταν καθαρά το αποτύπωμα μιας παλάμης. Ήταν
κουρασμένος. Ήταν θλιμμένος, μα δυνατός. Γύρισε το βλέμμα και με κοίταξε. Όρκο
παίρνω πως εκεί που στεκόμουν δεν φαινόμουν, κανενός δαυλού το φως δεν έφτανε
ως το μέρος μου. Ωστόσο είμαι σίγουρη πως με κοίταξε και πως -μη με πάρετε για
τρελή- μου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο πικρό, μα ήρεμο. Ένα χαμόγελο που μου
έφτανε για μια ζωή.
Όταν τον πήραν τόλμησα να προβάλω από το σκοτάδι. Ρώτησα:
-Πού τον πηγαίνουν;
-Σαν ξημερώσει θα τον πάνε στον Πιλάτο, ήταν η απάντηση
μαζί με ένα περιφρονητικό βλέμμα.
Ο άντρας με είχε αναγνωρίσει. Ο ανόητος δεν σκέφτηκε ότι
κι εγώ τον είχα αναγνωρίσει...
Χαμένη καθώς τριγυρνούσα μέσα στους δρόμους πέρασα το
πρώτο κύμα, τον πρώτο πειρασμό. Τότε δεν ήξερα πως θα ακολουθούσαν κι άλλοι.
Ξεκίνησε σαν μια επίμονη φωνή. Την έδιωχνα, ερχόταν πάλι.
-Καλά να πάθεις! Τι δουλειά είχες εσύ μ' αυτόν;
-Τι ζήταγες στο σπίτι του Φαρισαίου;
-Κάνεις λάθη! Έκανες ένα ακόμα. Το μεγαλύτερο ίσως.
-Γιατί δεν γυρίζεις πίσω; Είσαι πόρνη. Φαντάστηκες πως με
τα νομίσματά σου θα ξεπληρώσεις το βίο σου;
-Κι εκείνος που πίστεψες ποιος ήταν; Ένας αγύρτης! Ένας
χαμένος! Σε λίγο θα χάσει τη ζωή του.
-Κι εσύ; Εσύ τι θα κάνεις; Πάλι με τους χαμένους; Είχες
κάτι. Μια σταθερή δουλειά. Εντάξει, όχι την καλύτερη. Εντάξει, εντάξει τη
χειρότερη. Αλλά τώρα, τι έχεις; Τώρα δεν έχεις τίποτε. Τα έχασες όλα.
Βούιζαν οι φωνές σα σφήκες μέσα στο κεφάλι μου, τόσο
δυνατά, τόσο επίμονα που άρχισα ασυναίσθητα να κουνάω τα χέρια, να κουνάω το
κεφάλι για να τις διώξω. Έκλαιγα. Τα μάτια μου πλημμύριζαν δάκρυα με μια ένταση
που ποτέ δεν είχα ξαναζήσει. Πονούσα. Τον αγαπούσα και θα τα περνούσα όλα
αγόγγυστα για χάρη του φτάνει μόνο να είχα τη σιγουριά της ύπαρξής του.
Σε λίγο λυγμοί ανατάραζαν το κορμί μου ολάκερο. Ένιωθα να
συντρίβομαι από το πελώριο “γιατί” που μου εξακόντιζε κείνος που μου ψιθύριζε
–λάθος- που κραύγαζε και κάγχαζε και επαιρόταν μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να
φωνάξω, μα ήταν ξημέρωμα. Θα με μάζευε η περίπολος κι εγώ θα ‘χανα οριστικά την
ελπίδα να τον ξαναδώ. Δάγκωσα τα χείλη με δύναμη και μούγκρισα από τον πόνο ως
τα κατάβαθά μου. Όχι από τον πόνο των χειλιών. Από τον άλλο...
Ύστερα σωριάστηκα στο χώμα, υγρό από την πρωινή πάχνη, μη
θέλοντας να συνεχίσω τη ζωή μου. Τότε τον άκουσα ξανά. ¨Η αγάπη σου είναι το
κλειδί σου” ξανά 'πε. Τον είδα να χαμογελά και να χάνεται μέσα στην αχλύ του
πρωινού, εκείνου του πρωινού, παραμονή Πάσχα.
Έξω από την αυλή του πραιτορίου στάθηκα με τις ώρες. Δεν
με ένοιαζε που δε μπορούσα να μπω μέσα. Σιγά το μίασμα. Τι σημασία είχε πια το
Πάσχα; Έχανα ό,τι είχα και μια γιορτή θα με έκανε να σταματήσω; Μα οι άλλοι; Α!
Οι άλλοι έμειναν απέξω. Ήτανε μίασμα λέει να μπουν μέσα στο πραιτόριο, να
βρεθούν μαζί με τους Ρωμαίους παραμονή τέτοιας γιορτής.
Μα την πίστη μου περίεργος λαός που είμαστε.
Μας νοιάζει το Πάσχα και το Σάββατο, μετράμε τα βήματά
μας και το μήκος του φορέματός μας και σκοτώνουμε αλύπητα ό,τι πιο ευγενικό
έβγαλε η φυλή μας.
Δεν τρώμε χοιρινά, μα τρέχουμε να κυλιστούμε σα γουρούνια
στα κρεβάτια του αγορασμένου έρωτα. Είμαστε ικανοί να σταματήσουμε την άνοιξη
αν τύχει κι έρθει λάθος μέρα.
Είμαστε ξεχωριστοί, τάχα, και μας αξίζει κάθε εύνοια του
ουρανού μόνο και μόνο γιατί το λέει το αίμα μας. Κουνάμε στον αγέρα το όνομα
του Μωυσή και του Αβραάμ για να ξορκίσουμε κάθε υποψία ότι μοιάζουμε με τους
υπόλοιπους ανθρώπους.
Δουλωθήκαμε στους
Ρωμαίους και περιμένουμε πάντα ένα βασιλιά για να μας σώσει. Κι ωστόσο οι
άρχοντές μας γίνανε ένα με τους κατακτητές. Πίνουν και τρώνε μαζί -δεν εννοώ
φυσικά πως κάθονται στο ίδιο τραπέζι, όχι- απλά τρώνε και πίνουνε μαζί το αίμα
του λαού.
Κι ο λαός; Ο λαός καταπίνει ό,τι του σερβίρουν. Του αρέσει το δόλωμα του “ξεχωριστού”. Τσιμπάει πάντα. Είμαστε λέει ξεχωριστοί. Εγώ βέβαια στο επάγγελμά μου πάντα τους ξεχωρίζω τους συμπατριώτες μου πελάτες...
3ον
Όπως απλώνει το λάδι πάνω στο νερό της θάλασσας. Έτσι
άπλωσε στο πλήθος που μαζεύτηκε έξω από το πραιτόριο το μίσος κι η κακία. Δεν
χρειάστηκαν πάνω από πεντέξι φαρισαίους προσεκτικά μοιρασμένους ανάμεσά τους
για να απλωθεί το δηλητήριο. Κοίταζα το πρόσωπο μιας μεσόκοπης γυναίκας πως
άλλαξε σιγά-σιγά. Όταν ήρθε ήταν κουρασμένη, ξενυχτισμένη. Φαινόταν καθαρά πως
την τραβούσε μια περιέργεια. Μια περιέργεια άρρωστη που έχουμε όλοι μας σαν
πρόκειται να δούμε να αλλάζει η μοίρα ενός ανθρώπου προς το χειρότερο. Ένας
πελάτης μου, Έλληνας, που του άρεσε να μου κάνει μάθημα κάθε φορά που ερχότανε
μαζί μου (ίσως να νόμιζε πως έτσι ησύχαζε λίγο τις ενοχές του) έλεγε πως κι ο
δικός του λαός είχε αυτό το χούι.
Είδα εκείνη τη γυναίκα να ξυπνά σιγά-σιγά. Το πρόσωπό της
να χάνει την περιέργεια που μεταβαλλόταν σε μίσος. Σε λίγο με στριγγή φωνή κραύγαζε:
“Πάρτον, πάρτον και σταύρωσέ τον”. Το πλήθος την ακολούθησε και σε λίγο το
ρυθμικό “πάρτον-πάρτον” έμοιαζε με τον ήχο των καρφιών που καρφώνονταν από τώρα
στα χέρια και τα πόδια του. Την έβλεπα να φωνάζει και μόλο που δεν την ήξερα
πίστευα πως κάπου την έχω ξαναδεί. Και τότε... Τότε θυμήθηκα! Τι βάσανο είναι
στον άνθρωπο η μνήμη! Ήταν εκείνη η ίδια γυναίκα.... Στάθηκα δίπλα της και
ψιθύρισα: “Ωσανά, ωσανά υιός Δαυίδ”!
Πώς άκουσε τη φωνή μου; Θα ταν η ψυχή της που την
ακούμπησε στα αυτιά της. Με κοίταξε με βλέμμα τρομαγμένο. Ύστερα πήρε δύναμη
από τα “άρον, άρον” που άκουγε γύρω της. Με κοίταξε μ' οργή.
“Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, είπε. Καλό είναι που το
καταλάβαμε. Που καταλάβαμε την αλήθεια!”
Εγώ την αλήθεια την έβλεπα μπροστά μου. Στεκόταν εκεί στο
μπαλκόνι του Πιλάτου. Ματωμένος, με το χιτώνα να χει κολλήσει πάνω στο κορμί,
με το μέτωπο γεμάτο πηγμένα αίματα, με δυο μάτια γεμάτα πόνο αλλά και
βεβαιότητα. Κρατούσε το κορμί τεντωμένο με την αρχοντιά ενός πρίγκιπα κι ωστόσο
είχε το βλέμμα του στοργικού πατέρα. Μας κοίταζε όπως ένας πατέρας κοιτάζει ένα
παιδί που ατακτεί, που δεν ξέρει τι ζητά. Ήταν εκεί, θύμα της κακίας μας και
μαζί ελεγκτής μας.
Ήταν υπέροχος και άθλιος, ήταν αξιολύπητος κι
αξιοζήλευτος.
Ήταν άνθρωπος στην ομορφιά και στην κατάντια του.
Οι λίγες εκατοντάδες μέτρα από το πραιτόριο ως το Γολγοθά
μου φάνηκαν ότι κράτησαν αιώνες. Τώρα πια συνειδητοποιούσα τι εννοούσε όταν
μίλαγε για ενταφιασμό. Ήξερε! Ήξερε τι τον περίμενε! Αλλά αν ήξερε, τότε και
μπορούσε... Μπορούσε να τα αποφύγει όλα αυτά. Ένας που ξέρει το μέλλον, ένας
που ανασταίνει νεκρούς ...( Νεκρούς είχε αναστήσει τρεις... όχι είχε αναστήσει
τέσσερις. Είχε αναστήσει κι εμένα. Με είχε βγάλει μέσα από τη ζωή μου με ένα
τρόπο όχι λιγότερο θαυμαστό από εκείνον που έβγαλε το Λάζαρο από τον τάφο!)
Τότε γιατί; Απ' όλα τα “γιατί” της ζωής μου εκείνο με
βασάνιζε περισσότερο. Γιατί αφού μπορούσε, άφησε να συμβούν τα πράγματα έτσι;
Μέσα σε εκείνο το “γιατί” ζήταγε να χωθεί κι ο άλλος.
Περπατούσα ανάμεσα στο πλήθος που τον συνόδευε στο
Γολγοθά και πιο δυνατά από τις φωνές τους άκουγα τη δική του μέσα στο μυαλό
μου.
-Αν εκείνος δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του τότε ούτε
για σένα μπορεί να κάνει τίποτε.
-Έχεις χάσει τα πάντα.
-Δεν σώζει αφού δεν σώζεται.
-Δε βλέπεις τους μαθητές του πώς τον εγκατέλειψαν; Μόνο
εκείνος ο νεαρός έμεινε πλάι του. Μάλλον δε θα καταλαβαίνει τον κίνδυνο.
-Και το κυριότερο: με εσένα δε γίνεται τίποτε. Μια
στιγμή, όσο σπουδαία κι αν είναι, δε φτάνει για να σου χαρίσει τη σωτηρία!
Τι μπορούσε κανείς να απαντήσει σε τόσο λογικές
ερωτήσεις; Νιώθει τη λογική τους κι όμως θέλει να τις απορρίψει. Θέλει να
πιστέψει πως τα πράγματα είναι διαφορετικά από ότι φαίνονται.
Τότε κατάλαβα πώς σε τέτοιες στιγμές πρέπει απλά να
συνεχίζεις. Δε χρειάζεται να απαντάς. Δεν έχεις τι να απαντήσεις. Χρειάζεται
απλά να συνεχίζεις.
Κι εγώ συνέχιζα. Περπατούσα αμίλητη στην άκρη της πομπής
με το κεφάλι σκυφτό. Σε μια στιγμή σταμάτησαν.
-Γιατί σταμάτησαν; Τι συμβαίνει; Μήπως κάτι άλλαξε; Μην
ήρθε η ώρα του θαύματος;
Τεντωνόμουνα να δω, μα δεν έβλεπα. Άκουσα όμως μια φωνή.
Την ίδια λέξη από πολλά στόματα: -
-Έπεσε! Άλλος το έλεγε με λύπηση άλλος με αδιαφορία, κάποιοι με κακία.
Έπεσε!
Δεν μπορεί να μιλούσαν για κανένα άλλον παρά για εκείνον.
- Ώστε δεν άντεξε;
-Ώστε η πορεία θα σταματούσε εδώ; Δεν είχε έρθει λοιπόν η
ώρα του θαύματος;
Μια φωνή έδινε τώρα συνέχεια σε όσα δεν έβλεπα.
-Εμπρός!
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Σίμωνας, ο πατέρας το Αλεξάνδρου και του Ρούφου. Του
ζήτησαν φαίνεται να κουβαλήσει το σταυρό.
-Αν σκύβει τόσο ο Σίμωνας, σκέψου τι βάρος έχει. Φυσικό
ήταν να λυγίσει.
Ένα μικρότερο δράμα μέσα στο μεγάλο δράμα παιζόταν εκεί
λίγα μέτρα μπροστά μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να το δω. Ήθελα να τρέξω και να
πέσω στα πόδια του. Ήθελα να ικετέψω, να του δοθεί χάρη. Ήθελα να χω όλο τον
πλούτο του κόσμου όχι για να αγοράσω μύρο αλλά για να τον εξαγοράσω εκείνον.
Αλλά ένιωθα πως η δική μου ώρα είχε περάσει. Ένιωθα πως εκείνη την ώρα, εκείνος
ήταν μόνος του. Ότι έπρεπε να είναι μόνος. Αφού οι άνθρωποι του έκαναν ό,τι του
έκαναν πώς μπορούσα εγώ, ένας άνθρωπος, να τον πλησιάσω; Όταν εκείνη την
εκκωφαντική έλλειψη λέξεων συμπάθειας δε διέκοπτε ούτε η φωνή της μάνας του πώς
μπορούσα εγώ να μιλήσω;
Μου φαινόταν πως τα άκουγα κι εγώ, τόσο σίγουρη ήμουν για
εκείνα που θα του κραύγαζε ο Πειραστής εκείνη την ώρα στο κεφάλι:
-Βλέπεις όλοι σε εγκατέλειψαν! Κανείς δε σε
υπερασπίζεται! Ούτε η μάνα που σε γέννησε δε φωνάζει! Όλοι, όλοι σε
εγκατέλειψαν!!! Κι ο Θεός σε εγκατέλειψε!!!!
-Μπορούσες να χεις γίνει Βασιλιάς τους! Δεν θέλησες.
Θέλησες να τους κερδίσεις ελεύθερους!!! Ποτέ κανείς δε τους κέρδισε όταν ήταν
ελεύθεροι. Ούτε ο Θεός στον παράδεισο! Κι από κει του τους άρπαξα. Οι άνθρωποι
δε θέλουν λευτεριά. Θέλουν ψωμί και καμουτσίκι! Παραδέξου την ήττα σου!
Ήταν τόσο δυνατές οι φωνές μέσα μου που λιποθύμησα.
Ποτέ δε θα συγχωρέσω τον εαυτό μου που λιποθύμησα. Όταν
συνήρθα, έτρεξα με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει προς την κορφή του φοβερού
λόφου. Τον είχαν σταυρώσει. Βρισκόταν εκεί κρεμασμένος πάνω σε κείνο το
σατανικό μηχάνημα που είχε εφεύρει η ανθρώπινη κακία. Με δυο τεράστια καρφιά να
χουν τρυπήσει τα χέρια του. Στον καρπό. Και άλλα δυο στα πόδια του. Σε εκείνα
τα πόδια που δυο μέρες πριν είχα λούσει με τα μύρα και τα δάκρυά μου. Κρεμόταν
από τα χέρια και τα πλευρά του έκλειναν από το βάρος του κορμιού. Πίεζε τα
πόδια του πάνω στα καρφιά για να ανασηκώσει το κορμί για να δώσει λίγο χώρο στο
στήθος του να ανοίξει και να πάρει αέρα. Μα αυτό του προκαλούσε αφόρητο πόνο.
Πόνο που δεν τον καταλάβαινες από μορφασμούς αλλά από τον ιδρώτα που ανέβλυζε εντονότερα
εκείνες τις στιγμές. Έπειτα αφηνόταν πάλι να πέσει μα σε λίγο η ανάγκη για
ανάσα ήταν τόσο μεγάλη που πίεζε ξανά να ανασηκωθεί.
Ήθελα να φωνάξω, να κραυγάσω και να τα βάλω με όλους: με
τους ανθρώπους που τον καταδίκασαν σε εκείνο το φοβερό μαρτύριο, με τους
ανθρώπους που ανακάλυψαν το μαρτύριο αυτό. Τέλος ... ναι, τέλος με το Θεό που
τους επέτρεπε να φέρονται έτσι. Ήξερα για ένα Θεό δίκαιο και τιμωρό. Ένα Θεό
που επέτρεπε να λιθοβοληθεί ένας άνθρωπος μόνο και μόνο αν παρέβαινε το Μωσαϊκό
νόμο. Πού ήταν λοιπόν αυτός ο Θεός;
Φοβόμουν να ξεστομίσω το λόγο, τον έδιωχνα από τη σκέψη
μου όταν άκουσα τη φοβερή κουβέντα από το στόμα του. Βγήκε σαν παράπονο, σα
λυγμός και σαν αίνιγμα:
-Ελωΐ, ελωΐ λαμά σαβαχθανί;
Ώστε ένιωθε εγκαταλελειμμένος; Δεν είχε λοιπόν ένα
μυστικό τρόπο να επικοινωνεί με εκείνον που θεωρούσε Πατέρα του; Δεν ήταν
λοιπόν μόνο του μυαλού μου κείνοι οι Πειρασμοί;
Άκουσα κάτι ανόητους να μιλάνε για τον Ηλία, μα δεν
απάντησα. Εκείνον που βρίσκεται στον πόνο συχνά τον περιγελούν οι άνθρωποι. Ίσως
έτσι να θεωρούν ότι ξορκίζουν το κακό από κοντά τους.
Μαζί με τους άλλους άκουσα και τον ένα ληστή να μιλά.
Βαριανάσαινε, αφού δεν μπορούσε να πάρει αέρα. Τούτο δεν τον εμπόδισε να
περιγελά. Είχε ένα ύφος άγριο και μοχθηρό. Ένιωθε πως επιτέλους εκείνος κι ο
Ραββί ήταν το ίδιο.
“Τι διαφορά κι αν έζησα καλά ή όχι; Ληστής εγώ, δάσκαλος
εκείνος, σε διπλανούς σταυρούς καταντήσαμε. Τίποτε δεν υπάρχει. Η ζωή είναι
παράλογη”.
Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πόσα άκουγα έξω και πόσα μέσα
στο κεφάλι μου. Σα σφυριά με χτυπούσαν οι λέξεις. Τότε άκουσα τον άλλο ληστή να
του απαντάει. Είχε κρατήσει λίγη από την ανθρωπιά του. Λίγες σταγόνες
δικαιοσύνης και αυτοσυνειδησίας.
-Δεν φοβάσαι το Θεό που βρίσκεσαι στην ίδια τιμωρία.
Εμείς καλά να πάθουμε αλλά τούτος εδώ; Ετούτος τίποτα κακό δεν έχει κάνει.
Ύστερα μάζεψε όσες δυνάμεις του δινε ο λιγοστός αέρας στα
πνευμόνια του και γύρισε το βλέμμα στο Ραββί. Το βλέμμα του είχε γίνει παιδικό.
Πώς μπορεί να κρυφτεί τόσα χρόνια στο πρόσωπο ενός ληστή ένα παιδί; Μα τώρα
εκείνος ο φοβερός ληστής είχε γίνει ξανά ένα παιδί. Ένα παιδί που νιώθει πως
έκανε λάθος, πως δεν αντέχει να στενοχωρεί άλλο τον πατέρα. Ένα παιδί που
θυμάται και συνειδητοποιεί πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλύτερα. Και
που ελπίζει, με μια παράλογη ελπίδα, πως μπορούν να πάνε καλύτερα.
-Κύριε, θυμήσου με στη Βασιλεία σου! Ήταν ο λόγος που
βγήκε από το στόμα του.
Ένιωσα κάτι να με σκίζει εκείνη τη στιγμή. Ό,τι έλεγε ο
ληστής ήθελα να το πω κι εγώ. Ό,τι ένιωθε εκείνος ήταν και δική μου σκέψη. Όπως
πονούσε εκείνος, πονούσα κι εγώ. Όσο έλπιζε εκείνος έλπιζα κι εγώ. Κράτησα την
ανάσα μου καθώς ο Ραββί ετοιμάστηκε με κόπο να απαντήσει.
-Αλήθεια σου λέω, σήμερα κιόλας θα σαι μαζί μου στον
Παράδεισο.
Και χαμογέλασε. Χαμογέλασε με κείνο το θλιμμένο του
πρόσωπο κι ένιωσα για πρώτη φορά πως μας χαμογελούσε ο Θεός. Εκείνος ο αυστηρός
Θεός που μας είχε δείξει την έξοδο του Παραδείσου ήταν εκεί και για πρώτη φορά
χαμογελούσε. Είχε τα χέρια του ανοιχτά σαν αγκαλιά. Σα την μεγαλύτερη αγκαλιά
του κόσμου έτοιμη να μας δεχτεί πάλι πίσω, όχι γιατί τα καταφέραμε, όχι γιατί
γίναμε αυτό που έπρεπε αλλά γιατί με πάθος, με πάθος μεγαλύτερο από αυτό που
κυνηγούσα εγώ το Ραββί, μας αγαπούσε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, θυμήθηκα πολλές φορές με
ζήλεια το ληστή....
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου