Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΥΛΙΑ ΜΑΣ -- Του Φώτη Κόντογλου

Αυτές τις μέρες μου δώσανε για δώρο τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη. Μέσα σ’ αυτά, που είναι ένα αληθινό περιβόλι γεμάτο από αγνά ελληνικά λουλούδια, βρίσκει κανένας κι όλες τις μιζέριες που μας δέρνουνε και σήμερα, την καταραμένη και ντροπιασμένη ξενομανία, το ξίπασμα που νιώθουμε στο να φαινόμαστε κοσμοπολίτες, την καταφρόνεσή μας στους σεμνούς ανθρώπους και την τσιγκουνιά μας να τους ανακουφίσουμε, δίδοντάς τους έστω και μια σταλαγματιά με την άκρη του δαχτύλου μας, την πρεμούρα που έχουμε στο να κρίνουμε τα πάντα «από τρίποδος» σαν την Πυθία, ή καλύτερα, «από τετράποδος», και πολλά άλλα. Ανοίγοντας κατά τύχη έναν τόμο του Παπαδιαμάντη, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα σύντομο γράψιμό του «Ο εθνικός χορός και η μουσική». Είδα, λοιπόν, πως ο μακαρίτης ήτανε πολύ αυστηρός κι απότομος από μας, σαν έγραφε για τις πληγές αυτές της φυλής μας, που είπα παραπάνω. «Ε, βρε μπαρμπ’-Αλέξανδρε! – είπα μοναχός μου. Που να ζούσες τώρα να δεις την Ελλάδα! Στα χρόνια σου ήτανε ελληνικότατη, κι όλο γκρινιάζεις για τη λεβαντινιά της. Έπρεπε να σε είχα τώρα, να δεις τη γελοιογραφία της Ελλάδας. Να δεις τετραφωνία και βαρκαρόλες στις εκκλησίες, να δεις τσιγαροφούγαρα τις Ελληνίδες, να δεις αδιαντροπιές, να δεις τεντυμπόηδες, να δεις νεολαία που ξημεροβραδιάζεται στους κινηματογράφους και στα καμπαρέ, να δεις μαϊμούδες αντί Έλληνες, να δεις ξενύχτια με την τράπουλα στο χέρι, να δεις πολυτέλεια κι επίδειξη από το ΄να μέρος, και δυστυχία αβάσταχτη από τ’ άλλο, και να κλάψεις, να κλάψεις σαν τον Ιερεμία…».

Να, λοιπόν, τι γράφει ο Παπαδιαμάντης: «Ισχυρίζονται ότι δεν ήτο δυνατόν να περισωθή εκ στοματικής παραδόσεως η μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Άρα, η βυζαντινή είναι μεσαιωνική και αφόρητος εις τα αριστοκρατικά ώτα των παρ’ ημίν νεοπλούτων. Αλλά δεν εσώθη επί αρχαίων αγγείων το σχήμα και ο τρόπος της αρχαίας ελληνικής ορχήσεως; Δεν φαίνεται ότι ο τσάμικος και ο συρτός και ο καλαματιανός είναι όμοιοι με τον κύκλιον και τον πυρρίχιον των παλαιών μας προγόνων; Διατί τότε απορρίπτουσι τον εντόπιον, τον εν κύκλω και γραφικότητι και πλαστικότητι σωμάτων χορόν, και ασπάζονται τον ξενικόν, τον κατά ζεύγη; Απλούστατα. Διότι τους αρέσει ο πολιτισμός των Εσπέρων, και μόνον προς το θεαθήναι επιτηδεύονται ότι είναι θαυμασταί, δήθεν, του αρχαίου περικαλλούς κόσμου… Δια τούτο εφυλάχθη παρ’ Έλλησιν ο αγνότερος οικογενειακός βίος και η τιμή της γυναικός… Αυτά, λοιπόν, τα ήθη (του εκφυλισμένου εξωτερικού κόσμου) ήρχισαν, και εξακολουθούν διαρκώς, να μας εισάγωσιν εις Αθήνας. Όπως δεν ασπάζονται τον εθνικόν χορόν, ίσως διότι δεν είναι αρκετά συγχρωτιστικός των μελών, ούτως απορρίπτουσι και την εθνικήν μουσικήν, επειδή δεν είναι αρκετά γαργαλιστική των ώτων. Και αν ήτο δυνατόν επιστημονικώς ν’ αποδειχθή ότι η βυζαντινή είναι αυτούσιος η μουσική των αρχαίων Ελλήνων, πάλιν οι Λεβαντίνοι θα την απέρριπτον, τάχα ως απηρχαιωμένην και έξω της μόδας. Διότι, δια να είναι τις ικανός να αισθανθή και εκτιμήση πράγμα τόσον αβρόν, όσον η βυζαντινή μουσική, πρέπει να έχη ή απλότητα ή λεπτότητα. Αλλ’ η παρ’ ημίν αριστοκρατία την μεν απλότητα δυστυχώς απώλεσε προ πολλού, εις βαθμόν δε τινα λεπτότητος ουδέποτε κατώρθωσε να φθάση. Άλλως, η βυζαντινή μουσική είναι τόσον ελληνική, όσον πρέπει να είναι. Είναι η μόνη γνησία και η μόνη υπάρχουσα. Και δι’ ημάς, εάν δεν είναι η μουσική των Ελλήνων, είναι η μουσική των Αγγέλων». Ύστερα απ’ αυτά, τι λένε όσοι στραβομουτσουνιάζουνε για κάποια πράγματα που γράφουμε, γιατί τα λέμε, τάχα, πολύ αλμυρά; Αλλά κάποιοι απ’ αυτούς θα πούνε πως κι ο Παπαδιαμάντης είναι ένας παλαιοημερολογίτης, ένας βρουκόλακας, μια πνευματική μούμια. Πως να παραδεχτούμε για πνευματικόν οδηγόν τον Παπαδιαμάντη, ένα φτωχό και ταπεινό ανθρωπάκι; Οδηγός μας είναι ο κάθε ρεκλαμαδόρος κουφιοκέφαλος, που κάνει και διαλαλεί όλες τις ανοησίες στ’ όνομα της εξέλιξης, της προόδου και του μοντερνισμού. Κάτι τέτοιοι έχουνε χειροτονήσει τον εαυτόν τους για οδηγό, κι εμείς οι άλλοι τους αφήνουμε κι ανεβαίνουνε απάνω στο κεφάλι μας: «Δώσε θάρρος του χωριάτη, ν’ ανεβεί και στο κρεβάτι!». Εμείς θέλουμε τέτοιους, αδιάντροπους, να μας κάνουνε τον δάσκαλο, και τους λέμε «δυναμικούς». Τον λύχνο τον βάλαμε κάτω από το μόδιο, και στον λυχνοστάτη βάλαμε κάτι τέτοιους φωστήρες. Άνθρωποι σαν τον Παπαδιαμάντη έπρεπε να είναι για μας οδηγοί σε όλα, γιατί, όπως λέγανε οι αρχαίοι, «Αγαθοί άνδρες, εικόνες θεών εισίν». Καλότυχα τα έθνη που έχουνε τέτοιους οδηγούς!

***

Τώρα, ας πούμε και τα σημερινά μας. Τα σχολειά, αν βγάλει κανένας λίγα στην μπάντα, τ’ άλλα όλα δουλεύουνε για να βγάλουνε Λεβαντίνους κι όχι Έλληνες, μ’ όλα τα ψευτοελληνικά εξωτερικά πασσαλείμματα. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που διδάσκουνε τα παιδιά μας κινήσανε από το χωριό και πέσανε με τα μούτρα στα «μοντέρνα». Γινήκανε θεριακλήδες του μοντερνισμού. Ο νους κι ο λογισμός τους, μέρα-νύχτα, στριφογυρίζει στις μοντέρνες ανοησίες. Την Ελλάδα δεν θέλουνε μήδε να την ακούσουνε, την «Ψωροκώσταινα»! Δεν υπάρχει πιο αντιπαθητικό και πιο μικρόμυαλο πλάσμα από τον ξιπασμένο άνθρωπο, που αρνήθηκε το γάλα της μάνας του και ρεμπεύεται κιόλας γι’ αυτό το κατόρθωμα. Λοιπόν, με τέτοιους δασκάλους τι θα μάθουνε τα παιδιά μας, τα κακόμοιρα τα παιδιά μας; Θα μάθουνε πως, για να γίνει κανένας σπουδαίος και για να φαίνεται πως είναι έξυπνος, πρέπει να μην έχει τίποτα ελληνικό απάνω του. Ακόμα και το μόρτικο ύφος, που είναι σήμερα της μοντέρνας μόδας, πρέπει να είναι ξενικό, τεντυμποϊκό. Είτε βιβλίο, είτε τραγούδι, είτε παιδικό θέατρο, είτε χορός, είτε προσευχή, όλα πρέπει να μην είναι ελληνικά, για να είναι καλά για τους μαθητές των σκολειών μας. Στα βιβλία, στα παιδικά θέατρα, στα παραμύθια και στα βλακώδη αναγνώσματα, όλα είναι ξανθά. Όλα! Άνθρωποι, ζώα, σύννεφα, τοποθεσίες. Αν ήτανε μπορετό να γίνει κι η θάλασσα ξανθιά. Ένα από τα «σκέτς» που παριστάνουνε τα παιδιά στο σχολειό τούτες τις μέρες, έχει για υπόθεση τη Γέννηση του Χριστού, ή καλύτερα, κατά τους μοντερνοποιημένους «Έλληνες», του «Χριστούλη μας». Λοιπόν, θαρρώ πως άνθρωπος που έχει έστω και μια στάλα ελληνικό αίμα μέσα στις φλέβες του, ή και μοναχά λίγη φυσική ευαισθησία, δηλαδή που δεν είναι από κείνους που σφεντονισθήκανε μονομιάς από τη στρούγκα στην πολυκατοικία, θαρρώ λοιπόν πως δεν μπορεί να αντέξει σε μια τέτοια παράσταση. Τόση αηδία, τόση βλακεία, τόση ασυναρτησία, ακαλαισθησία, προχειρότητα, χοντράδα, κακομοιριά κάθε λογής, θα δει και θ’ ακούσει, που θα πάρει τα βουνά. Πρώτα-πρώτα, αυτές οι θεατρικές ηλιθιότητες είναι καμωμένες απάνω σε μοντέλα του κινηματογράφου. Όλα είναι ξανθά, οξυζενέ, ο Χριστός, η Παναγία, ο γέρο-Ιωσήφ, οι Άγγελοι, οι τσομπάνηδες, οι μάγοι, τα πρόβατα, τα γαϊδούρια, όλα «ογρωπαϊκά»! Ο Ηρώδης είναι τεφαρίκι (εύρημα) για τα γούστα του σκηνοθέτη. Γιατί είναι κακούργος κι εκφυλισμένος, δηλ. δυναμικός, αρχιγκάγκστερ, σαν αυτούς που βλέπει ο κόσμος στις κινηματογραφικές «υπερδημιουργίες». Αλλά κι οι συνηθισμένοι γκάγκστερς, αυτό το ευωδιασμένο φρούτο της Οθόνης, δεν λείπουνε από το τερατούργημα του παιδικού θεάτρου, για να φτάξει στην τελειότητα. Κάποιοι, λοιπόν, γκάγκστερς πάνε να κλέψουνε τον χρυσό, που πρόσφερε ο ένας Μάγος στον ξανθό μπεμπέ του Νεστλέ, δηλαδή τον Χριστό. Ω! Τι πρωτοτυπία! Τι εφεύρεση, που θα την ζήλευε κι ο «Πήτερ Πάτερ», που έχει καταπλήξει τον κόσμο με τις υπερδημιουργίες του!... Αλλά και η μουσική βρίσκεται στο ίδιο ύψος! Ροκ-εν-ρολ, Κρίστμας, τσα-τσα-τσα!, δηλαδή: άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες! Από ελληνικό μήτε μυρουδιά! Αυτό έλειπε, ν’ ανακατέψουμε τούτο το ωραίο πράγμα, που θα ΄χε μεγάλη επιτυχία και στο τελεβίζιο, με τα βλάχικα και με τους καλλικάντζαρους!... Τέτοια μασκαραλίκια βλέπουνε κι ακούνε τα παιδιά μας, κι η ψυχή τους πλάθεται «ελληνοπρεπώς». Φτάνει που τραγουδάνε με ευρωπαϊκή μουσική (όχι με ελληνική, για τ’ όνομα του Θεού!) πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Τι κάνει άραγε το Υπουργείο της Παιδείας; Κακόμοιρη Ελλάδα! Άλλες φορές παίδευες τον κόσμο, κι έκανες παιδιά σου τους ξένους. Μα τώρα απόμεινες άκληρη, γιατί και τα δικά σου τα παιδιά δεν θέλουνε να σε ξέρουνε!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: