Από δύο αιτίας παρακινείται ο άνθρωπος να κάμνη εις άλλον άνθρωπον το αγαθόν. Ή εκ φύσεως, ή εκτελών την εντολήν του Θεού. Και εκ φύσεως μεν πράττει το καλόν, όταν επί παραδείγματι ο πατήρ αγαθοποιή τον υιόν του, και ο υιός τον πατέρα, και ο αδελφός τον αδελφόν, ή συγγενής τον συγγενή. Διότι ούτοι ουχί τόσον δια την εντολήν του Θεού αγαθοποιούσιν αλλήλους, όσον κινούμενοι από την αγάπην της φύσεως. Τούτον τον φυσικόν τρόπον όχι μόνον οι άνθρωποι έχουσιν, αλλά και τα άλογα ζώα, διότι και αυτά, αναγκαζόμενα υπό της φύσεως, αγαπώσι τα όμοιά των, καθώς λέγει και ο σοφός Σειράχ (Κεφ. ιγ: 15). «Παν ζώον αγαπά το όμοιον αυτώ και πας άνθρωπος τον πλησίον αυτού». Δια την εντολήν του Θεού πράττει το καλόν ο άνθρωπος, αν και δεν έχει συγγενή, όμως δια την παραγγελίαν του Χριστού, την οποίαν αναφέρει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον «Παντί τω αιτούντί σε δίδου», προσφέρει προς τον πλησίον ελεημοσύνην ή άλλην τινά συνδρομήν.
Εξ αυτής λοιπόν της δευτέρας αιτίας παρεκινήθην και εγώ σήμερον, αγαπητοί μου αδελφοί, να προσφέρω προς υμάς την διδασκαλίαν μου ταύτην (ήτις υπερβαίνει πάσαν άλλην σωματικήν δωρεάν αγαθού). Διότι ακούω τι είπεν ο Άγγελος Ραφαήλ προς τον Τωβίτ (Κεφ. ιβ: 7) «Μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα του Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως». Δια τούτο παρεκινήθην ίνα διηγηθώ προς την αγάπην υμών, καθ’ όσον μοι είναι δυνατόν, περί της σήμερον εορταζομένης Αγίας Κυριακής, ίνα από την διήγησιν ταύτην γνωρίσητε τα θυμάσια έργα του Θεού και την άπειρον Αυτού δύναμιν. Διότι πως δεν είναι θαυμαστόν έργον Θεού, γυνή, γένος ασθενέστερον, να νικήση τον νοητόν εχθρόν, τον διάβολον; Ή πως δεν ήτο τούτο έργον παραδόξου δυνάμεως, σώμα γυναικείον, φύσει ασθενές, να υπομένη τοσαύτας τιμωρίας; Επειδή εάν ανήρ τις υπομείνη τας τοσαύτας βασάνους δεν είναι θαυμαστόν, αφού εκ φύσεως έχει την ανδρείαν του σώματος. Αλλά δια να τύχη γυνή να υπομείνη θεληματικώς τιμωρίας και βάσανα, φανερόν είναι ότι ουχί εκ φύσεως ηδυνήθη να υπομείνη ταύτα, αλλ’ εκ της απείρου δυνάμεως του Θεού. Ίνα λοιπόν εννοήσητε τα του Θεού θαυμάσια και την δύνμιν Αυτού, ακούσατε μετά πάσης προθυμίας την περί της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής διήγησιν, ίνα και Εκείνον δοξάσητε και την Αγίαν Αυτού επαινέσητε. Μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά τα τ΄ (300) έτη ήσαν δύο βασιλείς πολύ ασεβείς και χριστομάχοι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, το ζεύγος του διαβόλου. Και ο μεν Διοκλητιανός εβασίλευεν εις πάσαν την Ανατολήν, ο δε Μαξιμιανός, όστις είχε γυναίκα την θυγατέρα του Διοκλητιανού τούτου, εις την Δύσιν. Οι ασεβέστατοι λοιπόν ούτοι βασιλείς φρικτήν βουλήν ηβουλήθησαν, ήτοι να σβέσωσι παντελώς το όνομα του Χριστού, και να αφανίσωσι το γένος των Χριστιανών από προσώπου της γης. Διότι ούτε πόλεις είχον εις τον νουν των να προσθέσωσιν εις την εξουσίαν των, ούτε έθνη ήθελον να υποτάξωσιν εις την βασιλείαν των, αλλά μόνον ένα σκοπόν ασεβέστατον είχον και εν έργον παρανομώτατον, να τυραννώσι τους Χριστιανούς. Ποίον κακόν δεν εγένετο τότε εις τους αγαπώντας τον Χριστόν! Επληρούντο αι φυλακαί από του πλήθους των καθ’ εκάστην τιμωρουμένων Χριστιανών! Αι οικίαι, όσαι είχον κυρίους Χριστιανούς, ηρημώνοντο. Αι ερημίαι και τα όρη μετεβάλλοντο εις πόλεις εκ του πλήθους των Χριστιανών, οίτινες έφευγον εκεί. Οι πτωχοί Χριστιανοί και οι της αληθείας φίλοι επαιδεύοντο ως οι μεγαλύτεροι κακούργοι. Τα χρήματα των Χριστιανών διηρπάζοντο υπό των ειδωλολατρών. Οι νόμοι της ανθρωπίνης φύσεως ηλλοιούντο, διότι οι πατέρες ειδωλολάτραι παρέδιδον τους υιούς των εις θάνατον, επειδή επίστευον εις τον Χριστόν. Οι παίδες κατηγόρουν τους πατέρας των ως Χριστιανούς, και, ίνα δι’ ολίγων είπω, σκότος και σύγχυσις μεγάλη υπήρχεν εις όλον τον κόσμον. Διότι οι μεν εχθροί του Χριστού είχον ελευθερίαν να τιμούν τους δαίμονας, οι δε φίλοι της αληθείας Χριστιανοί εδιώκοντο, και ο αληθής Θεός, ο Χριστός, υβρίζετο ως πλάνος. Τότε τινές μεν εφοβούντο και ηρνούντο τον Χριστόν, και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε δεν ηδύναντο ούτε να μαρτυρήσωσιν, ούτε ήθελον να γίνωσιν ειδωλολάτραι, έφευγον εις τα όρη και σπήλαια και εκεί εκρύπτοντο, αναμένοντες τον καιρόν, κατά τον οποίον θα εγνώριζον ότι είναι θέλημα Θεού να παρουσιασθώσι. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν εις τα μέρη της Ανατολής έζη Χριστιανός τις, Δωρόθεος ονόματι, όστις είχε σύζυγον Χριστιανήν καλουμένην Ευσεβίαν. Ο άνθρωπος ούτος ήτο πλούσιος και ελεήμων, πλην τέκνον δεν είχεν, ούτε άρρεν ούτε θήλυ, και δια τούτο πάντοτε μετά της συζύγου του ήσαν λυπημένοι. Όσοι έχουσι πλούτον και δεν γεννώσι τέκνον, αυτοί γνωρίζουσιν οποία θλίψις είναι η έλλειψις τέκνου. Τι λοιπόν συνέβη; Παρεκάλουν και οι δύο τον Θεόν να δώση εις αυτούς τέκνον, ουχί μόνον προς κληρονομίαν του πλούτου των, αλλά μάλλον προς παρηγορίαν των θλίψεων αυτών. Όθεν ο Θεός, ο ευλογήσας την στείραν Σάρραν να γεννήση τον Ισαάκ, την Ελισάβετ να γεννήση τον Πρόδρομον και την Άνναν να γεννήση την Παρθένον Μαριάμ, επήκουσε και της δεήσεως αυτών και μετ’ ολίγας ημέρας, συλλαβούσα η Ευσεβία, εγέννησε εις τον διωρισμένον καιρόν την Αγίαν ταύτην εν ημέρα Κυριακή. Δια τούτο, όταν την εβάπτισαν, έδωσαν εις αυτήν το όνομα Κυριακή. Εκ μικράς ακόμη ηλικίας, η σεμνή αύτη κόρη εδείκνυεν οποία ήθελε καταστή αργότερον. Διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, καθώς τα άλλα κοράσια, ούτε ησχολείτο εις απρεπή παιχνίδια, ούτε εις αργολογίας, καθώς σήμερον πράττουσι πολλά κοράσια, ούτε τους περιπάτους ηγάπα, αλλά καθημένη εις την οικίαν των γονέων της, μετά πολλής ευλαβείας και προσοχής ηκροάτο τας νουθεσίας αυτών. Ότε δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η σωφροσύνη της, την οποίαν είχεν εις την ψυχήν της. Διότι όσον ηύξανε το σώμα της, τοσούτον και η γνώσις αυτής επλήθυνε και το κάλλος έλαμπεν. Ουδόλως ηκούετο εκ του στόματος αυτής αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος, καθώς συμβαίνει σήμερον με πολλάς γυναίκας, αι οποίαι, ενώ πρέπει να ίστανται μετά πολλής ευλαβείας εις την Εκκλησίαν, συνομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην. Εις τους γάμους, ενώ πρέπει να κάθηνται σωφρόνως και ευτάκτως, άδουσι και χορεύουσιν. Εις τας εορτάς, ενώ πρέπει να ακροάζωνται μετά πάσης ησυχίας την ψαλμωδίαν και τους βίους των Αγίων, συναθροίζονται και χορεύουσι. Το παράδοξον είναι ότι έχουσι προς έπαινόν των το ποία θα στολισθή και θα χορεύση καλλίτερον. Ουαί της απωλείας! Αλλ’ η Αγία δεν έπραττε τοιουτοτρόπως, ουδέ μετεχειρίζετο το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, δηλαδή να στολίζεται ή να ψιμυθιούται δια να αρέση εις τους νέους, ούτε παρέκυπτεν από τα παράθυρα δια να αγρεύη τας ψυχάς των ανδρών. Και πάντοτε εν έργον είχεν ως απαραίτητον, να στολίζη την ψυχήν αυτής με νηστείας, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσευχήν, με την φύλαξιν των οφθαλμών, και με το να συγκρατή την γλώσσαν. Πολλοί άρχοντες εκείνου του καιρού επεθύμησαν να δώσωσιν αυτήν ως νύμφην εις τους υιούς των, αλλ’ αύτη, αγαπώσα την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν ήθελεν ούτε καν να ακούση λόγον περί γάμου. Πολλάκις, όταν οι γονείς αυτής ωμίλουν περί γάμου, διότι την είχον μονογενή και ήθελον να ίδωσιν εξ αυτής κληρονομίαν του γένους, αύτη έλεγε προς αυτούς τοιούτους λόγους, μετά πάσης ευλαβείας και συνέσεως· «Ω τιμιώτατοι γονείς! Όχι διότι η παρακοή των παίδων προς τους γονείς είναι καλή, δια τούτο δεν σας ακούω να λάβω σύζυγον, αλλά διότι εγώ προτιμώ καλλίτερον την παρθενίαν και θέλω να γίνω νύμφη του Χριστού και Θεού μου. Εξ άλλου εις τι θα ωφελήση ο γάμος; Ποία γυνή υπανδρεύθη και δεν μετενόησε; Ποία έγινε μήτηρ και δεν ελυπήθη; Διότι ή το παιδίον αυτής αποθνήσκει, ή ο σύζυγος αυτής ή ο συγγενής του και αναγκαίως θα έχη θλίψιν. Η παρθενία όμως δεν έχει λύπην, ούτε φροντίδας πολλάς. Διότι γυνή, ήτις νυμφεύεται, προσέχει πώς να αρέση εις τον σύζυγόν της, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έχει φροντίδα πώς να ενδύση τα τέκνα της, και πώς να τα διαθρέψη. Εάν δε μείνη χήρα, αλλοίμονον εις την συμφοράν της! Τότε έχει περισσοτέραν θλίψιν και μέριμναν. Εκείνη δε ήτις παρθενεύει, άλλην φροντίδα δεν έχει, ει μη μόνον πώς να είναι αρεστή εις τον Χριστόν. Διατί λοιπόν θέλετε, γονείς μου, να με υποβάλετε εις τοσαύτας φροντίδας; Η Κυρία Θεοτόκος δεν ήτο παρθένος; Αφήτε λοιπόν και εμέ να γίνω δούλη Εκείνης. Αρκεί η χάρις Αυτής να με διαφυλάξη· διότι δυνατή είναι η βοήθεια Αυτής, ίνα και εμέ ενισχύση. Έχω θάρρος εις τον μονογενή Αυτής Υιόν, όστις αγαπά την παρθενίαν». Τοιούτους λόγους ακούοντες οι γονείς της Αγίας εκ του στόματος αυτής ηυχαρίστουν και εδόξαζον τον Θεόν, τον δωρήσαντα εις αυτούς τοιούτον ευλογημένον τέκνον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας άνθρωπός τις, ειδωλολάτρης μεν κατά την θρησκείαν, πλούσιος δε πολύ, ευρίσκετο εις την πόλιν εκείνην, εις την οποίαν ευρίσκοντο και οι γονείς της Αγίας. Ούτος λοιπόν ο άρχων, ακούων περί της Κυριακής ότι είναι νέα και ωραιοτάτη, και ότι ουδεμία άλλη κόρη υπερέχει αυτής κατά το κάλλος και την γνώσιν, απεφάσισε να την δώση ως νύμφην εις τον υιόν του, αφ’ ενός μεν δια το κάλλος και την γνώσιν της, αφ’ ετέρου δε διότι ήτο μονογενής και έμελλεν ο πολύς πλούτος των γονέων αυτής να περιέλθη εις τας χείρας του. Έχων λοιπόν τον τοιούτον σκοπόν ο άρχων εκείνος εμήνυσεν εις τους γονείς της Αγίας, ίνα στέρξωσι και αυτοί εις το συνοικέσιον. Αλλ’ η Αγία, επειδή ήτο αφιερωμένη εις τον Θεόν ψυχή τε και σώματι, δεν ηθέλησεν ουδόλως να ακούση τον τοιούτον λόγον. Μόνον είπεν: «Εγώ είμαι νύμφη καθαρά του Χριστού μου και επιθυμώ να αποθάνω παρθένος». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθυμώθη σφόδρα, κι αμέσως μετέβη εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν και είπεν εις αυτόν. «Βασιλεύ, ζήθι εις τον αιώνα. Ο κόσμος όλος είναι υποτεταγμένος εις το θέλημα της βασιλείας σου και προσκυνεί τους μεγάλους θεούς. Μία όμως κόρη ενντιούται εις το πρόσταγμά σου και υβρίζει τα είδωλα, λέγουσα ότι ο Χριστός είναι Θεός. Όχι μόνον δε αυτή καταφρονεί τον ορισμόν της βασιλείας σου, αλλά και οι γονείς αυτής είναι Χριστιανοί, και ούτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν, ούτε υποτάσσονται εις την βασιλείαν σου». Ο βασιλεύς Διοκλητιανός, ακούσας ταύτα, επλήσθη θυμού και αμέσως, αποστείλας στρατιώτας, έφερε την Αγίαν και τους γονείς αυτής έμπροσθεν αυτού και είπεν εις αυτούς: «Διατί δεν τιμάτε τους μεγάλους θεούς, τους οποίους τιμά και η βασιλεία μου, αλλά κηρύττετε άλλον θεόν, τον Χριστόν, ον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον»; Απεκρίθη ο Δωρόθεος· «Ημείς, βασιλεύ, δεν εμάθομεν εκ των προγόνων ημών να προσκυνώμεν ψευδωνύμους θεούς, αλλ’ ένα Θεόν αληθή, τον Χριστόν, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς. Όστις δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη ως άνθρωπος, και ανελήφθη, και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα, και αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττομεν, Αυτόν ομολογούμεν αληθινόν Θεόν. Οι δε θεοί, οίτινες τον ουρανόν και την γην δεν εποίησαν, απολέσθωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τους στρατιώτας, μετ’ οργής, να απλώσωσι κατά γης τον Δωρόθεον και να τον δείρωσι τοσούτον, ώστε ή να θυσιάση εις τους θεούς ή να αποθάνη από τον δαρμόν. Τότε οι στρατιώται, εκτελούντες την διαταγήν του βασιλέως, ήπλωσαν αυτόν και τον έτυπτον ανηλεώς, έως ότου απέκαμον. Ο δε Άγιος, έχων τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτόν, ουδέ το παράπαν ελογίζετο τας βασάνους αυτών, μάλιστα δε εμυκτήριζε και περιεγέλα τα είδωλα ως κωφά και αναίσθητα. Τότε ιδών ο βασιλεύς ότι δεν νικάται ο πατήρ της Αγίας ούτε υπό των πληγών, ούτε υπό της κολακείας, αυτόν μεν και την σύζυγον αυτού Ευσεβίαν, την μητέρα της Αγίας Κυριακής, απέστειλεν εις τον άρχοντα της πόλεως Μελιτηνής, Ιούστον καλούμενον, ίνα εκείνος τιμωρήση αυτούς, ως ανηλεής και ανήμερος. Την δε Αγίαν Κυριακήν, βλέπων ωραίαν, απέστειλεν εις τον γαμβρόν αυτού, τον Μαξιμιανόν, όστις ευρίσκετο τότε εις την Νικομήδειαν, ίνα εκείνος ανακρίνη αυτήν. Και ο μεν άρχων Ιούστος, δις και τρις εξετάσας τους γονείς της Αγίας και μη δυνηθείς ούτε με τιμωρίας, ούτε με κολακείας, ούτε με άλλον τινά τρόπον να αποστρέψη αυτούς από της εις Χριστόν πίστεως, απέκοψε τας κεφαλάς αυτών δια ξίφους και ούτως έλαβε τέλος η ζωή αυτών. Ο δε Μαξιμιανός, δεξάμενος παρά των υπηρετών του πενθερού αυτού Διοκλητιανού την Αγίαν Κυριακήν, πρώτον μεν εθαύμασε το κάλλος αυτής, έπειτα δε, παρουσιάσας αυτήν επί του κριτηρίου αυτού, ήρξατο να λέγη προς αυτήν τοιαύτα : «Τούτο πρέπει να ηξεύρης, ω κόρη, ότι ο μέγας βασιλεύς Διοκλητιανός, διότι ελυπήθη το κάλλος σου, δεν ηθέλησε να σε τιμωρήση ως Χριστιανήν, αλλά σε απέστειλεν εδώ προς με· μη λοιπόν θελήσης μόνη σου να γίνης εχθρά του εαυτού σου και να παραδώσης τοιούτον σώμα εις τιμωρίας και βάσανα, αλλά προσκύνησον τους θεούς, να έχης την ζωήν σου και τότε όχι μόνον θα σου χαρίσω και άλλον πλούτον πλέον του πατρικού, αλλά και νύμφη θα γίνης του βασιλέως εις ένα συγγενή του». Και ο μεν βασιλεύς Μαξιμιανός τοιαύτα και άλλα περισσότερα είπε κολακεύων την Αγίαν, εκείνη δε απεκρίθη· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τους τοιούτους φοβερισμούς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος, ούτε τιμωρία, ούτε παίδευσις, η οποία να με χωρίση από την αγάπην αυτού· όχι ο πατρικός μου πλούτος ή άλλος, τους οποίους θέλετε να μοι δώσητε, αλλά και αυτήν την επίγειον βασιλείαν σας εάν μου δώσητε δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ εγώ την ευσέβειαν των πατέρων μου· αλλ’ ουδέ άλλον νυμφίον θέλω στέρξει να προτιμήσω εκτός του Χριστού μου, εις τον Οποίον εχάρισα τον εαυτόν μου, ίνα ζήσω και αποθάνω παρθένος». Ταύτα ως ήκουσεν ο Μαξιμιανός επλήσθη όλος θυμού, και παρευθύς διέταξε να τανύσωσι την Αγίαν εις τέσσαρα μέρη εκ των χειρών και των ποδών και να την δείρωσι με ωμά βούνευρα, έως ου ή να αρνηθή τον Χριστόν ή να αποθάνη εκ των βασάνων. Ταύτα ειπών ο βασιλεύς εκάθητο αναμένων το τέλος, διότι ήλπιζεν ότι ως ασθενεστάτη γυνή θέλει δειλιάσει εις τας βασάνους· η δε Αγία, ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του σώματός της, οικειοθελώς μετά πάσης ευκοσμίας κατέπεσεν εις την γην. Τότε οι στρατιώται του βασιλέως, λαβόντες τα νεύρα εκείνα των βοών, τοσούτον ανηλεώς έτυπτον την Αγίαν, ώστε και δύο και τρεις φοράς ενηλλάχθησαν· και οι μεν στρατιώται ηγανάκτουν τύπτοντες αυτήν, η δε Αγία, έχουσα τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτήν, ουδόλως εφαίνετο ότι εδάρη, αλλά τουναντίον τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής, ως εάν ήτο εις τερπνόν και ωραίον περιβόλιον. Βλέπων ταύτα ο βασιλεύς και νομίζων ότι οι στρατιώται λυπούνται αυτήν και δεν την δέρουσι με όλην αυτών την δύναμιν, εβόησε προς αυτούς μετά μεγάλου θυμού· «Διατί, ω κάλιστοι στρατιώται λυπείσθε την υβρίστριαν των θεών»; Απεκρίθη η Αγία· «Μη πλανάσαι, Μαξιμιανέ, μηδέ νόμιζε ότι θέλεις με νικήσει με τας τοιαύτας τιμωρίας, διότι ο Χριστός μου ίσταται αόρατος και μοι δίδει δύναμιν, ώστε να μη συλλογίζωμαι τας βασάνους σου». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, εντραπείς τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν νέαν κόρην, καθώς εκείνην, εσκέφθη να στείλη αυτήν εις τον διοικητήν της Βιθυνίας, Ιλαρίωνα λεγόμενον. Η δε Βιθυνία είναι επαρχία της Χαλκηδόνος και των άλλων πέριξ πόλεων. Ήτο δε ο Ιλαρίων ούτος άνθρωπος θηριωδέστερος παντός αγρίου θηρίου, διότι τούτο πάντοτε εσκέπτετο, πώς να φανή πλέον φοβερώτερος εις τους Χριστιανούς από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Αφ’ ενός μεν ενόμιζεν ότι τιμωρών τους Χριστιανούς, θέλει αρέσει εις τους θεούς των Ελλήνων, αφ’ ετέρου δε ότι θέλει ακουσθή και το όνομα αυτού εις τους άλλους βασιλείς και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Εις αυτόν λοιπόν τον Ιλαρίωνα έστειλε την Αγίαν, έγραψε δε και γράμμα προς αυτόν, παραγγέλλων να φροντίση παντοιοτρόπως, όπως αποστρέψη την Αγίαν από της πίστεως των Χριστιανών· εάν δε κατορθώση τούτο, να αποστείλη αυτήν οπίσω προς αυτόν, αυτός δε θέλει τιμήσει και υψώσει αυτόν εις μεγαλύτερα αξιώματα. Αφού ο έπαρχος Ιλαρίων έλαβε το γράμμα του βασιλέως, εκάθισεν επί θρόνου φοβερού και διέταξε να φέρωσι την Αγίαν έμπροσθεν αυτού, εις την οποίαν είπεν· «Άρά γε γνωρίζεις, ω Κυριακή, διατί ο πολυχρονημένος βασιλεύς Μαξιμιανός σε έστειλεν εδώ προς ημάς; Βεβαίως δια την πολλήν ημερότητα και πραότητα, την οποίαν έχει· διότι λυπούμενος να βλέπη τιμωρούμενον τοιούτον ωραιότατον σώμα, σε απέστειλε προς ημάς τους πιστούς δούλους του· αλλά και ημείς αυτήν την γνώμην έχομεν, μάρτυρας δε έχω τους μεγάλους θεούς και τους περιεστώτας άρχοντας, ότι και εγώ εις πάντας τους υπακούοντας εις τους ορισμούς των βασιλέων είμαι φιλάνθρωπος. Μη λοιπόν θελήσης συ σήμερον να μετατρέψης την καλήν μου γνώμην, και να με δείξης ανήμερον και απάνθρωπον· διότι, εάν μείνης πάλιν εις την προτέραν σου πλάνην, είναι ανάγκη να γίνω εχθρός σου και να σε τιμωρήσω με βασανιστήρια, τα οποία και μόνον ακουόμενα και θεωρούμενα καταπλήττουσι τον άνθρωπον, πολλώ μάλλον και να υποστή ταύτα». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νόμιζε, Ιλαρίων, ότι θέλω αλλάξει εγώ την προτέραν μου γνώμην και την ευσέβειαν, διότι ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μεταβάλης τον σκοπόν μου· τούτο δε γνώριζε, ότι, εάν ο βασιλεύς Διοκλητιανός και Μαξιμιανός δεν ηδυνήθησαν να νικήσωσι την δύναμιν του Χριστού, πως θέλεις δυνηθή συ να με νικήσης; Δια τούτο μη ματαιοπονής λέγων τοιούτους λόγους, αλλά δοκίμασε και με το έργον να ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Τότε ο έπαρχος, ακούσας τούτους τους λόγους, διέταξε τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν από τας τρίχας της κεφαλής, ούτω δε να μείνη κρεμαμένη πολλάς ώρας όχι δε μόνον να έχη ταύτην την βάσανον, αλλά και να κατακαίωσι το σώμα αυτής με ανημμένας λαμπάδας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τιμωρουμένη η Αγία υπέμεινε πάντα γενναίως υπέρ της αγάπης του Χριστού και ως αν έβλεπεν αυτήν μακρόθεν. Βλέπων δε ο Ιλαρίων ότι δεν κατορθώνει τίποτε, μάλλον δε ότι εγίνετο γενναιοτέρα η Αγία με τας τοιαύτας βασάνους, καθώς ο καλός σίδηρος εις το ύδωρ, διέταξε να καταβιβάσωσιν αυτήν και να την οδηγήσωσιν εις την φυλακήν. Κατά δε την νύκτα εις την φυλακήν φαίνεται ο Χριστός εις την Αγίαν, λέγων εις αυτήν· «Μη φοβού, Κυριακή, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επαύριον, αποστείλας ο Ιλαρίων στρατιώτας, έφερε την Αγίαν εις το κριτήριον. Ως δε είδεν αυτήν όλως υγιά, εθαύμασε και είπε προς αυτήν. «Μοι φαίνεται, ότι όλοι οι περιεστώτες εννοούσι το ότι οι μεγάλοι θεοί πολύ σε αγαπώσι, διότι ιδού. Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης ασχημίαν τινά. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών και προσκύνησον αυτούς». Ως ήκουσε ταύτα, απεκρίθη η Αγία· «Δεν είναι οι θεοί σου, Ιλαρίων, εκείνοι οι οποίοι έδωκαν εις εμέ την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, τον οποίον πιστεύω και προσκυνώ. Αλλ’ επειδή θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς λέγεις να προσκυνήσω». Ταύτα ακούσας ο Ιλαρίων εχάρη, διότι ενόμισεν ότι η Αγία μετενόησεν. Αφ’ ου δε εισήλθον εις τον ναόν, η Αγία έκλινε τα γόνατα και είπε προσευχομένη· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο μόνος έχων την εξουσίαν του ουρανού και της γης, επάκουσόν μου της δούλης Σου και ας κρημνισθώσι τα είδωλα ταύτα, τα άψυχα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες ότι Συ ει μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα της Αγίας ειπούσης, ευθύς σεισμός μέγας εγένετο και εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα, και συνετρίβησαν εις τεμάχια, οπότε ελθών ισχυρός ανεμοστρόβιλος διεσκόρπισε ταύτα. Τότε οι μεν άλλοι Έλληνες εφοβήθησαν και φεύγοντες εξήλθον του ναού. Μόνον ο έπαρχος Ιλαρίων, αντί να πιστεύση εις τον Χριστόν, ίστατο και εβλασφήμει κατ’ Αυτού ως αφανίσαντος τους θεούς του. Αλλ’ επήλθεν εις αυτόν σύντομος η θεία δίκη, διότι, αστραπή εκ του ουρανού πεσούσα, κατέκαυσε το πρόσωπον αυτού και ευθύς, πεσών κατά γης, απέθανεν. Ούτω κακώς αποθανών ο κάκιστος Ιλαρίων, απήλθεν εις την αιώνιον κόλασιν. Μετά τον θάνατον του Ιλαρίωνος ήλθεν άλλος έπαρχος εις την Βιθυνίαν, Απολλώνιος ονόματι, όστις, ακούσας περί της Αγίας Κυριακής, ότι κηρύττει παρρησία τον Χριστόν και ότι διδάσκει τους ανθρώπους να επιστρέφωσιν εις Αυτόν, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες συνέλαβον αυτήν. Ως δε ωδηγήθη προ αυτού, αυτός, πότε με κολακείας και πότε με απειλάς, ήρχισε να συζητή μετ’ αυτής. Αλλ’ η Αγία, εις ουδέν λογιζομένη τους τοιούτους λόγους, τον μεν Χριστόν ωμολόγει Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εμυκτήριζε. Τότε, θυμωθείς ο Απολλώνιος, διέταξε να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψωσιν εντός αυτής την Αγίαν. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Ο Θεός, ο διαφυλάξας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω, ίνα μη κατακαώσιν, εθαυματούργησε και τώρα εις την Αγίαν. Διότι, ενώ η Αγία προσηύχετο, βροχή μεγάλη καταπεσούσα, χωρίς να είναι πρότερον ουδέν νέφος εις τον ουρανόν, έσβεσεν ευθύς την φλόγα εκείνην. Ως είδεν ο Απολλώνιος ότι η Αγία ουδέν έπαθεν εκ του πυρός, διέταξε να φέρωσι δύο λέοντας και να απολύσωσιν αυτούς κατ’ αυτής εν τω μέσω του συνεδρίου. Αλλ’ ο Θεός, ο ημερώσας ποτέ τους λέοντας εν τω λάκκω της Βαβυλώνος, ώστε να μη καταφάγωσι τον Δανιήλ, Αυτός και τότε διεφύλαξε την Αγίαν. Διότι οι λέοντες εκείνοι, κατ’ αρχάς μεν ώρμησαν μετ’ αγρίας λύσσης, κατόπιν δε, όταν επλησίασαν την Αγίαν, ευθύς εξημερώθησαν ως αρνία και πεσόντες παρά τους πόδας αυτής, εκυλίοντο παίζοντες. Όθεν πολλοί των περιεστώτων, ιδόντες το παράδοξον τούτο θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους απαξάπαντας ο έπαρχος Απολλώνιος εθανάτωσεν, άλλους μεν φονεύσας δια του ξίφους, άλλους ρίψας εις την θάλασσαν, την δε Αγίαν διέταξε να κλείσωσιν εις την φυλακήν, έως ότου συλλογισθή ο μιαρώτατος με ποίαν βάσανον να θανατώση αυτήν. Την επαύριον, αφού εκάθισεν ο Απολλώνιος επί του βήματος, είπε και ωδήγησαν προ αυτού την Αγίαν, και πρώτον ήρχισεν να κολακεύη ταύτην, λέγων· «Εγώ, ω Κυριακή, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, και την νεότητά σου λυπούμαι, και το κάλλος σου θαυμάζω, και δια τούτο έως της στιγμής αυτής ελπίζω πάντοτε να επιστρέψης από την ματαίαν θρησκείαν των Χριστιανών. Λοιπόν μη προτιμήσης να χάσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν δια της επιμονής σου, αλλά γενού υπήκοος εις τους βασιλικούς ορισμούς και θυσίασε εις τους μεγάλους και αθανάτους θεούς, οι οποίοι σοι έδωκαν την καλλονήν ταύτην, ίνα και οι βασιλείς, όταν πληροφορηθώσι την επιστροφήν σου, ευφρανθώσι μεγάλως και σε ανταμείψωσι με πλουσίας δωρεάς». Ταύτα και άλλα πλείονα λέγων ο έπαρχος, ενόμιζεν ότι δια τούτων θέλει καταπείσει την Αγίαν. Όμως η μακαρία Κυριακή, ατενίσασα εις αυτόν και μεγάλως στενάξασα, απεκρίθη· «Υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, με τοιαύτας κολακείας θέλεις να μεταστρέψης την ιδικήν μου γνώμην; Με τοιαύτας ψευδολογίας θέλεις να με χωρίσης του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού; Γνώρισε, ασεβέστατε, ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε τιμωρία, ούτε πλούτος, ούτε πτωχεία, ούτε άλλο τι δύναται να με χωρίση της αγάπης Αυτού. Μη λοιπόν κοπιάς ματαίως, έχων τοιαύτην ελπίδα να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου και να επιστρέψω εις την πεπλανημένην θρησκείαν σου· διότι και εις το πυρ αν με βάλης και εις θηρία αν με παραδώσης, ή εις θάλασσαν με ρίψης, ή δια ξίφους με φονεύσης, δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης την γνώμην μου. Διότι, εάν μεν εις το πυρ με ρίψης, έχω τους τρεις παίδας παράδειγμα και δεν θέλω φοβηθή· εάν με παραδώσης εις τα θηρία, έχω τον Προφήτην Δανιήλ εις παρηγορίαν· εάν εις την θάλασσαν με ρίψης, ενθυμουμένη τον Προφήτην Ιωνάν, τον οποίον εφύλαξεν ο Θεός, δεν θέλω δειλιάσει· εάν με ξίφος με φονεύσης, θέλω μιμηθή τον τίμιον Πρόδρομον. Τι λοιπόν με φοβερίζεις με τον πρόσκαιρον θάνατον, ο οποίος είναι ζωή ιδική μου; Τι μου υπόσχεσαι τιμήν, η οποία είναι ατιμία δι’ εμέ; Εγώ μίαν ζωήν έχω, μίαν τιμήν, μίαν ανάπαυσιν, μίαν χαράν, τον υπέρ Χριστού θάνατον· τας δε ιδικάς σου τιμάς και αναπαύσεις και τον μάταιον πλούτον ακόμη λογίζομαι όσον και τον πηλόν της γης». Ταύτα ως ήκουσεν ο έπαρχος Απολλώνιος, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς, ούτε με άλλον τινά τρόπον να καταπείση αυτήν, απεφάσισε κατ’ αυτής τον δια ξίφους θάνατον. Λαβόντες λοιπόν αυτήν οι δήμιοι εξήγαγον έξω της πόλεως, ίνα αποκεφαλίσωσιν αυτήν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, παρεκάλεσεν η Αγία ίνα αφήσωσιν αυτήν ολίγην ώραν ίνα προσευχηθή εις τον Θεόν· εκείνοι δε υπακούσαντες άφησαν αυτήν. Τότε η Αγία, κλίνασα τα γόνατα αυτής, και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο υπό των ουρανίων δυνάμεων συν Πατρί τε και Πνεύματι ανυμνούμενος, Ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται κατά την Θεότητα, ο ευδοκήσας κατελθείν επί της γης, και φανήναι τοις ανθρώποις κατά σάρκα, ο και εμέ την ταπεινήν και αναξίαν δούλην σου ενδυναμώσας βαστάσαι σου το άγιον όνομα ενώπιον βασιλέων και τυράννων, ο διαφυλάξας με παρθένον αγνήν μέχρι της ημέρας ταύτης. Συ δεσπόζεις του ουρανού και της γης, Συ υπάρχεις ζωής και θανάτου εξουσιαστής, Συ είσαι των ψυχών και σωμάτων δημιουργός, Συ παράλαβε και την ιδικήν μου ψυχήν, και κατάταξον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων· ου γαρ έσβεσα τον λύχνον της παρθενίας, ως αι μωραί παρθένοι, ουκ ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας εις την οδόν του κόσμου τούτου· οπίσω Σου έδραμον και Σοι ηκολούθησα· εν τη οδώ των μαρτυρίων σου επορεύθην. Λοιπόν δέξαι το πνεύμα μου εις τας χείρας Σου, και ανάπαυσον αυτό ένθα εστίν η των ευφραινομένων πάντων κατοικία εν Σοι. Σύνταξόν με εν τη αθανάτω Σου τρυφή μετά των γονέων μου, των προαθλησάντων υπέρ του Ονόματός Σου. Μνήσθητι και των επικαλουμένων το Όνομά Σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης Σου εν καιρώ θλίψεως. Μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως. Αντάμειψον αυτούς με τα πλούσιά σου χαρίσματα. Επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως. Πλήρωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα και εν τούτοις δοξασθή το Όνομά Σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, Άγγελοι φωτεινοί παρέλαβον την αγίαν αυτής ψυχήν. Ιδόντες δε οι δήμιοι και οι περιεστώτες ότι ομού με την φωνήν παρέδωκε και την ψυχήν της εκουσίως, εξεπλάγησαν λέγοντες· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, ότι έχει την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου· διότι, εάν δεν ήθελεν αύτη με το θέλημά της να αποθάνη, εξ άπαντος ήθελε νικήσει και το ξίφος, καθώς και πρότερον ενίκησε το πυρ και τους λέοντας». Ως δε έμελλον ούτοι να επιστρέψουν εις τον έπαρχον Απολλώνιον, ίνα είπωσιν εις αυτόν τα συμβάντα, φωνή ηκούσθη αοράτως λέγουσα· «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγείσθε πάσι του Θεού τα μεγαλεία». Και οι μεν υπηρέται πορευθέντες απήγγειλαν τω Απολλωνίω πάντα καταλεπτώς. Χριστιανοί δε τινες, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, έλαβον το λείψανον της Αγίας και ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Κυριακής, ευλογημένοι Χριστανοί· ούτως ηγωνίσθη, ούτως ετελειώθη, ούτως έτυχε και της αδιαδόχου βασιλείας των ουρανών. Λοιπόν και ημείς, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτής και θέλομεν να δεχθή ο Θεός την πανήγυρίν μας, ας μη καμνωμεν πράγματα, τα οποία έκαμνον οι Έλληνες εις τας πανηγύρεις αυτών, δηλαδή χορούς, παιγνίδια, άσματα και άλλα δαιμονικά έργα, αλλά μετά συντετριμμένης καρδίας, μετά καθαρού συνειδότος ας πανηγυρίσωμεν και ας εορτάσωμεν την μνήμην της Αγίας. Μη στολιζώμεθα άνδρες τε και γυναίκες, ότι γη είμεθα και εις την γην θα υπάγη το σώμα μας· μη υπερηφανευώμεθα δια ενδύματα και κοσμήματα, διότι ο θάνατος μάς περιμένει· μη πορνεύωμεν και μιαινώμεθα, διότι το πυρ το αιώνιον ετοιμάζεται δια τους τοιούτους· μη πολυπίνωμεν και μεθύωμεν, διότι θέλομεν διψήσει εις το πυρ το άσβεστον μετά του πλουσίου. Τι κερδαίνομεν από την μέθην; Τι καλόν αποκτά η ψυχή μας, εάν πολυφάγωμεν και κακώς εξοδεύωμεν; Πόσοι επέρασαν τοιαύτας ημέρας, ως την σήμερον, με παιχνίδια, με χορούς, μεθυσμένοι, εξωδιασμένοι; Αλλά τώρα είναι χώμα και κόνις εις την γην· δια τούτο καλότυχοι είναι όσοι έκαμον καλόν εις την ψυχήν των. Τους γυμνούς ας ενδύσωμεν, τους πεινώντας ας χορτάσωμεν, τους διψώντας ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας επισκεπτώμεθα, τους φυλκισμένους ας οικονομώμεν, και τους ξένους ας δεχώμεθα, και τότε θα δεχθή ο Θεός την εορτήν μας, τότε θα χαρώσιν οι Άγγελοι και θα λυπηθώσιν οι δαίμονες. Διότι τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πολυφάγωμεν ημείς και οι πτωχοί πεινώσι; Τι το κέρδος, εάν πολυπίνωμεν ημείς και οι αδελφοί του Χριστού διψώσι; Μία είναι η καθολική ανάπαυσις, η Βασιλεία των ουρανών, η αιώνιος ζωή, η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών· τα δε άλλα είναι ως σκιά, ως καπνός και ως όνειρον. Λοιπόν, αδελφοί, ας εργασθώμεν καλώς τα πρόσκαιρα, δια να κληρονομήσωμεν τα αθάνατα· ας ποιήσωμεν τα ολιγοχρόνια, δια να κληρονομήσωμεν τα αιώνια. Η αρετή είναι ολιγοχρόνιος, αλλ’ η Βασιλεία των ουρανών είναι αιώνιος· η ζωή μας είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα ανάπαυσις είναι αθάνατος. Έκαστος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του, καθώς δύναται, και καθώς προαιρείται, ας σπουδάση να ποιήση το αγαθόν, ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν, ας κτίση τοίχον με τας αρετάς, ας το σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και αυτός το τελειώνει. Μη θαρρώμεν, ότι χωρίς το θέλημα του Θεού κατορθώνομεν τίποτε· διότι, εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Ημείς ας επιχειρήσωμεν· ημείς, επικαλεσθέντες την βοήθειαν του Θεού, ας αρχίσωμεν, και Αυτός είναι βοηθός, Αυτός κτίστης, Αυτός δημιουργός, Αυτός και τελειωτής. Ταύτα ας έχωμεν κατά νουν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ταύτα ας συλλογιζώμεθα νύκτα και ημέραν, και ταύτα ο εις τον άλλον ας διδάσκωμεν. Ταύτα ας διδάσκη ο ανήρ την εαυτού γυναίκα· οι γέροντες τους παίδας· οι πατέρες τους υιούς· αι μητέρες τας θυγατέρας· οι ιερείς τους εαυτών ενορίτας· οι Επίσκοποι τους ιερείς· ο εις τον άλλον ας παρακινώμεν εις το αγαθόν· ο εις τον άλλον ας προτρέπωμεν εις την αρετήν, διότι αυτόν τον δρόμον περιεπάτησαν οι Άγιοι, αυτά εσπούδασαν να κατορθώσωσι. Δια τούτο και εκ Θεού ετιμήθησαν και εξ ανθρώπων· δια τούτο απέλαβον και τα άρρητα και αιώνια αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν, ως λέγει ο Απ. Παύλος. Και ημείς λοιπόν, δια να ευφράνωμεν τον Θεόν, και να τιμήσωμεν τους Αγίους, αυτά ας σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, ίνα, ούτω πολιτευόμενοι, εδώ μεν περάσωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και απείραστον από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε καταξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών μετά πάντων των Αγίων· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου