Ανανίας ο του Χριστού Απόστολος έζη κατά τους χρόνους κατά τους οποίους και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ευρίσκετο σωματικώς επί της γης, διέμενε δε εις την Δαμασκόν. Ήτο δε τότε ηγεμών εις τα μέρη της Ανατολής άνθρωπος τις τύραννος και σκληρός, ονόματι Λουκιανός, όστις έτρεφε μεγάλην μανίαν κατά των Χριστιανών, προσπαθών να φαίνεται δια παντός τρόπου υπήκοος και ευπειθής εις τα προστάγματα των βασιλέων τα παράνομα και ασεβή. Όσοι λοιπόν ωμολόγουν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθή, τους ετιμώρει με διάφορα κολαστήρια, χρησιμοποιών ως όργανά του σκληρούς υπηρέτας, οι οποίοι ετιμώρουν τους Χριστιανούς άλλους μεν εις το πυρ καταφλέγοντες, άλλους εις ποταμούς και θαλάσσας βυθίζοντες, άλλους βοράν εις τα θηρία παραδίδοντες και άλλους ποικιλοτρόπως και απανθρώπως βασανίζοντες.
Κατ’ εκείνον τον καιρόν λοιπόν ευρίσκετο και ο Άγιος Ανανίας ο Απόστολος εις την πόλιν της Δαμασκού, ως είπομεν, προς τον οποίον εμφανισθείς ο Κύριος εν οράματι, τον εκάλεσεν εξ ονόματος, λέγων· «Ανανία· ο δε είπεν· Ιδού εγώ, Κύριε· ο δε Κύριος προς αυτόν· Αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν, και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι, Ταρσέα· ιδού γαρ προσεύχεται και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτώ χείρα, όπως αναβλέψη. Απεκρίθη δε Ανανίας· Κύριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις Αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ· και ώδε έχει εξουσίαν παρά των Αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομά Σου. Είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ. Εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν» (Πράξ. Θ: 10-16). Ταύτα μεν είπε προς τον Ανανίαν ο Κύριος. Ο δε Σαύλος ημέρας ολίγας πρότερον, έχων μίσος πολύ κατά των Μαθητών του Κυρίου, προσελθών εις τον Αρχιερέα «ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως, εάν τινας εύρη» καθ’ οδόν «άνδρας τε και γυναίκας» (Πράξ. Θ:2), οδηγήση δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ. Εν ω δε επορεύετο και προσήγγιζεν εις την Δαμασκόν, εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού· και πεσών επί την γην, ήκουσε φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις»; Είπε δε· «Τις ει, Κύριε»; Ο δε Κύριος είπεν· «Εγώ ειμι Ιησούς, ον συ διώκεις» (Πράξ. Θ: 4-5) «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κστ:14). Τρέμων τε και θαμβούμενος είπεν ο Σαύλος· «Κύριε, τι θέλεις να πράξω»; Και ο Κύριος είπε προς αυτόν· «Ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν και λαληθήσεταί σοι, τι σε δει ποιείν» (Πράξ. θ: 6). Οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτόν ίσταντο έκθαμβοι, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. «Ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης· ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού, ουδένα έβλεπε. Χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν» (Πράξ. θ:8). Και ήτο εκεί ημέρας τρεις μη βλέπων, και ούτε έφαγεν, ούτε έπιεν. Τότε έφθασεν Ανανίας ο απεσταλμένος από τον Κύριον, ως ανωτέρω είπομεν, και έβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας του λέγων· «Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ η ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος Αγίου. Και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε· και αναστάς εβαπτίσθη· και λαβών τροφήν, ενίσχυσεν» (Πράξ. θ: 17-18). Ούτω λοιπόν χειραγωγήσας ο Ανανίας τον μέγαν Παύλον προς την αλήθειαν, εν έτει λστ΄ (36) από Χριστού, και φωτίσας τους της ψυχής αυτού και του σώματος οφθαλμούς, και βαπτίσας αυτόν το τρίτον έτος μετά την Ανάληψιν του Κυρίου, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους, απήλθεν έπειτα εις την Βηθαγαυρήν της Ελευθερουπόλεως κηρύττων το άγιον Ευαγγέλιον, και ως έμπειρος αλιεύς έσυρε δια των δικτύων της διδασκαλίας του πολλούς προς την αληθινήν πίστιν του Χριστού και την ευσέβειαν. Τούτο μαθόντες οι υιοί του σκότους έδεσαν και απήγαγον αυτόν εις τον Λουκιανόν, τον ηγεμόνα της πόλεως ταύτης, ο οποίος, βλέπων αυτόν εις την όψιν ωραίον, εις την γλώσσαν σοφόν και ρήτορα, και εις τα ήθη συνετόν, γνωστικόν και πεπαιδευμένον, εθαύμασε, και κρύπτων την φυσικήν αγριότητα, υποκρίνεται χρηστότητα, λέγων προς αυτόν μετά πολλής ιλαρότητος· «Ποίησον, Ανανία, το πρόσταγμά μου, διότι προς το συμφέρον σου σε συμβουλεύω, αρνήσου τον Εσταυρωμένον, προσκύνησον τους ημετέρους θεούς, και μη θελήσης να γίνη η αξιοθέατος ωραιότης σου πυρός παρανάλωμα». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ προσκυνώ τον αληθινόν Θεόν, του οποίου υπηρέτης και διάκονος εγενόμην, χειραγωγήσας τον μέγαν Παύλον προς την ευσέβειαν, όστις και Σαύλος ωνομάζετο πρότερον περιπατών εις τον σάλον και τον κλύδωνα της αγνωσίας· αλλά τώρα ήλθεν εις τον λιμένα της του Χριστού πίστεως, γινώσκων ως πάνσοφος την αλήθειαν». Ο δε ηγεμών λέγει προς αυτόν· «Θαρρώ, ότι ελπίζεις εις την δύναμίν σου, και νομίζεις ότι δεν θα φοβηθής το δριμύ των κολάσεων· δια τούτο ετράπη εις αγνωσίαν η γνώσις σου και η φρόνησίς σου εις κουφότητα». Ταύτα ακούσας ο της αληθείας διδάσκαλος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός των Δυνάμεων, μη αφήσης να με συλλάβη ο εχθρός εις τα δίκτυά του, αλλ’ αξίωσόν με να πάθω δια το όνομά σου, να γίνω κοινωνός του Παύλου εις την ουράνιον Βασιλείαν σου και να λάβω και εγώ με τους λοιπούς Μαθητάς σου τον στέφανον της αθλήσεως». Ταύτα ευξάμενον, εγύμνωσαν αυτόν οι υπηρέται και έδειραν ανηλεώς λέγοντες· «Υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα· θυσίασον εις τους θεούς, να λυτρωθής των κολάσεων». Ο δε Άγιος προσηύχετο νοερώς, υπομένων ανδρείως τα λυπηρά σιωπηλός και ατάραχος. Όταν δε απέκαμον οι υπηρέται ραβδίζοντες, τότε αφήκαν αυτόν και ήρχισε πάλιν να τον κολακεύη ο ηγεμών λέγων· «Λυπήθητι την ζωήν σου και μη θελήσης να απολεσθή η ωραιότης σου, διότι θέλω σου δώσει πικροτέρας κολάσεις και χαλεπώτερα παιδευτήρια». Ο δε Άγιος, έχων εις την καρδίαν του ένθεον έρωτα, απεκρίθη γενναίως και λέγει προς αυτόν· «Δεν εντρέπεσαι, άθλιε, άλλοτε μεν να με μαστιγώνης, άλλοτε δε να με κολακεύης, ώσπερ να ήμην βρέφος μωρόν και ανόητον; Ήξευρε ότι όχι μόνον εγώ δεν θυσιάζω ποτέ εις τους δαίμονας, έστω και αν μοι επιβάλης όλα του κόσμου τα παιδευτήρια, απαίδευτε, αλλά και όσους από σας δυνηθώ θέλω οδηγήσει να επιστρέψουν προς την ευσέβειαν». Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη και προστάσσει να γυμνώσουν εκ νέου τον Άγιον, και να ξεσχίζουν όλον το σώμα του με σιδηρούς όνυχας, να τον κατακαίουν δε με λαμπάδας πυρός δια να αναλυθώσιν ολίγον κατ’ ολίγον αι σάρκες αυτού και να αισθανθή έως της καρδίας αυτού τον πόνον και την βάσανον. Αλλ’ ο Άγιος τας μεν πληγάς εκ των σιδηρών ονύχων εις ουδέν ελογίζετο και ως να έπασχεν άλλος ούτως εφαίνετο· το δε πυρ αυτόν μεν εδρόσιζε, του δε τυράννου την καρδίαν μάλλον εφλόγιζε και ωργίζετο ο ασύνετος λέγων· «Έως πότε δεν θα υποτάσσεσαι εις το βασιλικόν πρόσταγμα, τιμών και συ τους θεούς, τους οποίους όλοι σέβονται»; Ο δε Άγιος λέγει προς αυτόν· «Τι επαναλαμβάνεις τους ιδίους λόγους, και επιστρέφεις εις τα ίδια, ως τα παιδία τα οποία παίζουν εις τον αγρόν; Γνώριζε βεβαίως και αλαλήτως, ότι ούτε δια δωρεών ούτε δι’ απειλών, ούτε δι’ άλλου τινός τρόπου θέλεις δυνηθή να με νικήσης. Μάλιστα λυπούμαι και κλαίω πικρώς και δια την απώλειάν σου, καθόσον δεν σε αρκεί το να ευρίσκεσαι εις την πλάνην μόνος συ, αλλά βιάζεις και τους άλλους παρασύρων εις την ασέβειαν. Δεν ηξεύρεις, ότι τα είδωλα, τα οποία σέβεσθε, είναι ξύλα, λίθοι και μέταλλα, από ανθρώπους γενόμενα; Πόση ατοπία και ασέβεια είναι λοιπόν να προσκυνήτε αντί του Δημιουργού το κτίσμα και δημιούργημα; Τις έχων γνώσιν θέλει προσκυνήσει τα έργα των χειρών αυτού πώποτε»; Θυμωθείς εις ταύτα ο της απωλείας υπόδουλος, επειδή δεν είχε πλέον ελπίδα τινά εις αυτόν, προσέταξε ο των λίθων αναισθητότερος να εκβάλωσι τον Άγιον έξω της πόλεως και να λιθοβολήσωσιν αυτόν. Ο δε Άγιος, απερχόμενος ίνα λάβη εις τον διατεταγμένον τόπον τον θάνατον, έλεγε ταύτα εις έλεγχον των παρανόμων εννόμως ευχόμενος· «θεοί οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν εκ της γης» (Ιερ. ι:11). Καθ’ ον χρόνον λοιπόν ελίθαζον αυτόν δια πλήθους λίθων, είχε τας χείρας και τα όμματα υψωμένα προς ουρανόν λέγων· «Δέξαι, Κύριέ μου, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ως ευπρόσδεκτον θυσίαν μου την δια των λίθων τελείωσιν, και συναρίθμησόν με μετά των δούλων σου». Ταύτα ειπών, έλαβε τον μακάριον στέφανον παρά Χριστού του ουρανίου Βασιλέως αξιωθείς να βασιλεύη μετ’ Αυτού αιωνίως. Ήτο δε τότε η πρώτη του Οκτωβρίου μηνός. Το δε τίμιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον έλαβον τινες φιλομάρτυρες και ενεταφίασαν με μεγάλην λαμπρότητα εις την Δαμασκόν εις τον πατρικόν αυτού κλήρον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς εν Τριάδι Θεότητος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου