Ἡ διάσπαση τῆς Θεολογίας ὑπῆρξε,
ἤδη ἀπό τούς πρώτους – μετά τήν Πεντηκοστή– αἰῶνες, προπομπός διάσπασης τῆς ἑνότητας
τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκόλαμψης αἱρέσεων. Ὡς γνωστόν, στη Δύση ἡ διάσπαση τῆς
Θεολογίας (ἀπό τούς χρόνους τοῦ Ἁγ. Αὐγουστίνου–ἰδιαιτέρως ὅμως κατά τη δεύτερη
χιλιετία) ἦταν ὁ κύριος παράγοντας καί συνάμα ἡ ἀφετηρία τῆς ἐκκλησιολογικῆς
πολυδιάσπασης. Ἡ δέ ἑδραίωση τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, ὡς κρατούσης θεολογίας
στή Δύση –μέ τίς περίεργες μεθόδους δογματικῆς και ἀπολογητικῆς– συνέβαλε τά
μέγιστα στήν κοσμική συρρίκνωση τῆς Θεολογίας καί πιό συγκεκριμένα στή
συρρίκνωση καί ὑποβάθμιση τῆς χαρισματικῆς θεολογίας. Στήν κατ᾽ ἀνατολάς
Χριστιανοσύνη (Ὀρθοδοξία) κρατοῦσα θεολογία εἶναι ἡ χαρισματική θεολογία, συνυπάρχουσας
καί τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖται κυρίως στόν πανεπιστημιακό
χῶρο. Στήν Ὀρθοδοξία μας δέν δημιουργεῖται πρόβλημα μεταξύ ἐπιστημονικῆς καί
χαρισματικῆς θεολογίας, καθώς δέν πρόκειται για δύο θεολογίες, ἀλλά γιά τή μία και
αὐτή Ὀρθόδοξη (πατερική) Θεολογία, μέ κάποιες ὁριοθετήσεις καί κάποιους
προσδιορισμούς, ὡς προς τούς φορεῖς καί τούς τρόπους ἔκφρασής της,
διαμορφωνόμενων ἔτσι καί ἀντίστοιχων ρόλων (ἐπιστημονικοῦ καί χαρισματικοῦ) τῆς
αὐτῆς καί μιᾶς πάντα Θεολογίας. Σχηματικῶς:
Ἡ ἐπιστημονική Θεολογία, μέσω τῆς ἐγκυκλίου/θύραθεν παιδείας, σέ παίρνει καί σέ ὁδηγεῖ ὡς τόν προνάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό ἐκεῖ σέ παραλαμβάνει νά σέ ὁδηγήσει στά ἐνδότερα (μυστηριακή μετοχή–εὐχαριστιακό βίωμα) ἡ χαρισματική Θεολογία. Ἐσχάτως, ἀπό τόν ἀσφυκτικό κατά τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες ἐναγκαλισμό μεταξύ τῆς ἐπιστημονικῆς Θεολογίας καί τῆς Μετανεωτερικότητας, μᾶς προέκυψε… και μιά ἄλλη «θεολογία», τήν ὁποία οἱ θιασῶτες της, ἐκπροσωπώντας μια «θολούρα» θεολογικῆς διανόησης, τήν ὀνομάζουν ἄλλοτε «μεταπατερική» καί ἄλλοτε «νεοπατερική» θεολογία– μέ… ὑποστηλώματα τούς ὅρους «συνάφεια» καί «σύνθεση». Πρόκειται γιά ἐπικίνδυνο ἐγχείρημα, καθ᾽ ὅτι, ὡς προαναφέρθη, ἡ διάσπαση τῆς θεολογίας λειτουργεῖ πάντα ὡς προπομπός διάσπασης τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Και βέβαια τόν πρῶτο λόγο ἐπ᾽ αὐτοῦ (προληπτικῶς καί θεραπευτικῶς) ἔχει ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά περνᾶ ἀπαρατήρητο τό ὅτι ἡ ἐπιδιωχθεῖσα κατά τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες ζεύξη ἐπιστημονικῆς θεολογίας καί Μετανεωτερικότητας (=μεταμοντέρνας ἐποχῆς) δέν μπόρεσε νά εὐοδωθεῖ στόν πανεπιστημιακό χῶρο καί ἀναζήτησε στέγη, τήν ὁποία τελικῶς βρῆκε σέ Ἱ. Μητρόπολη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετά πολλῆς θαλπωρῆς μάλιστα καί μέ πρόσφορο περιβάλλον «εὐδοκίμησης», καθώς πρόκειται γιά «ἐργαστήρι θεολογίας», γιά τό ὁποῖο ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης καί καμαρώνει. Ἐμεῖς ἀνησυχοῦμε. Καί συνάμα λυπούμεθα, διότι δέν προσδίδεται ὁ προσήκων σεβασμός στό διαχρονικῶς ἀκαταμάχητο δεδομένο, ὅτι, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της ἡ Θεολογία μας (χαρισματική καί ἀποκεκαλλυμένη– διά τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διά τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, διά τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων) δέν προσφέρεται νά καταστεῖ αὐτή ἕνα εἶδος «πειραματικῆς θεολογίας». Ἡ ὁμολογητική, δογματική και εὐχαριστιακή (ἐσχατολογική) διάσταση τῆς Ὀρθόδοξης (πατερικῆς) Θεολογίας, δέν ἀφήνει περιθώρια «ἐργαστηριακῶν πειραματισμῶν», καθ᾽ ὅτι ἡ Θεολογία μας δέν ἔχει θεολογικά κενά ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία καί ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ τήν ἔρευνα, τη μελέτη καί τήν εἰδικότερη ἐνασχόληση στά πλαίσια τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, ὅπως αὐτή λίγο πιό πάνω προσδιορίστηκε. Ἔρευνα καί μελέτη ὄχι γιά λύση, ἀλλά για ἐννόηση καί κατανόηση θεμάτων. Τά περί «νεοπατερικῆς» καί «μεταπατερικῆς» θεολογίας ἰδεολογήματα καί οἱ μεθοδολογικές προσεγγίσεις τῆς «συνάφειας» και τῆς «σύνθεσης» τείνουν ὅλο και περισσότερο νά ἐναρμονίζονται μέ τό σύγχρονο ἐκ δυσμῶν ρεῦμα περί μιᾶς «νέας θρησκευτικότητας» καί περί μιᾶς «ἄλλης θρησκευτικῆς συνείδησης». Ἐπιρροές ἀπό τό ρεῦμα αὐτό ἔχουν καί οἱ ἐμφανιζόμενες τάσεις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί «λειτουργικῆς ἀνανέωσης» καί τά εὐτυχῶς περιορισμένης ἔκτασης ἐκφυλιστικά συμπτώματα συμπεριφορῶν σέ βάρος τῆς Παράδοσης καί τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας μέ «μεταφράσεις» (=παραφράσεις στήν Δημοτική) λειτουργικῶν κειμένων καί χρήση τους σέ λειτουργικό χρόνο. Στόν ἐναγκαλισμό της μέ την ἀντίληψη περί «νεοπατερικῆς σύνθεσης», περί «μεταπατερικότητας» καί περί «συναφειακῆς θεολογίας» ἡ Μετανεωτερικότητα ἔχει καταλυτικό ρόλο, καθ᾽ ὅτι στήν πράξη ἐπιβεβαιώνεται, πώς ὅ,τι ἦταν ὁ Διαφωτισμός γιά τήν ἐποχή του εἶναι ἡ Μετανεωτερικότητα στήν ἐποχή μας. Ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα στή Δύση (μέ πρόδηλες ἐπιρροές καί στόν τόπο μας) ἐπιδιώκεται «ἡ κοσμική καθαρότητα» τοῦ δημοσίου βίου τῶν ἀνθρώπων, μέσω ἀπομάκρυνσης καί ἀπομόνωσης τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου (συμπεριφορῶν καί συμβόλων) ἀπό την καθημερινότητα, τοῦ περιορισμοῦ τῆς θρησκείας καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἰδιωτική σφαίρα καί τόν παραγκωνισμό τῆς θρησκευτικότητας καί ἐκκλησιαστικότητας ὡς ἀτομικῆς ἁπλῶς ὑπόθεσης. Αὐτή εἶναι ἡ λεγόμενη δημόσια ἤ κρατική «ἐκκοσμίκευση» ἤ και ἐπιδιωκόμενη στούς χρόνους μας (Μετανεωτερικότητα), ὡς στόχος κοσμικῆς καθαρότητας τοῦ δημοσίου βίου ἔχουσα σταθερά πρωταρχικό της σκοπό τόν πλήρη χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας. Χαρακτηριστικό τέτοιο δεῖγμα εἶναι ἡ Γαλλία. Ὅπως ὁρίζει τό ἄρθρο 1 τοῦ Γαλλικοῦ Συντάγματος τοῦ 1958, «Ἡ Γαλλία εἶναι ἀβασίλευτη πολιτεία, ἀδιαίρετη, χωρισμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική» (Διευκρίνηση: Ἀπαραίτητη ἐδῶ ἡ ἀντιδιαστολή ἀπό την ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐκκοσμίκευση», ὅπως αὐτός χρησιμοποιεῖται στην ἐκκλησιαστική γλῶσσα: Στή μιά περίπτωση ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι κάτι τό ἐπιδιωκόμενο, ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι το ἀρνητικό καί ἀπωθούμενο). Τό πιό ἄμεσα ἐπικίνδυνο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ διείσδυση καί διάχυση αὐτῆς τῆς «θολούρας» τῆς Μετανεωτερικότητας στά θεολογικά πράγματα τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νά ἀποτελέσει διαβρωτικό παράγοντα καί νά προκαλέσει κραδασμούς διάσπασης στήν Θεολογία, μέ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις ἐπί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά ἕνα θέμα πρώτης προτεραιότητας στά πλαίσια τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἐγκαίρως καί νά ἀνακόψη τήν ἐκκόλαψη τῶν «συναφῶν» κινδύνων.
Ἡ ἐπιστημονική Θεολογία, μέσω τῆς ἐγκυκλίου/θύραθεν παιδείας, σέ παίρνει καί σέ ὁδηγεῖ ὡς τόν προνάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό ἐκεῖ σέ παραλαμβάνει νά σέ ὁδηγήσει στά ἐνδότερα (μυστηριακή μετοχή–εὐχαριστιακό βίωμα) ἡ χαρισματική Θεολογία. Ἐσχάτως, ἀπό τόν ἀσφυκτικό κατά τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες ἐναγκαλισμό μεταξύ τῆς ἐπιστημονικῆς Θεολογίας καί τῆς Μετανεωτερικότητας, μᾶς προέκυψε… και μιά ἄλλη «θεολογία», τήν ὁποία οἱ θιασῶτες της, ἐκπροσωπώντας μια «θολούρα» θεολογικῆς διανόησης, τήν ὀνομάζουν ἄλλοτε «μεταπατερική» καί ἄλλοτε «νεοπατερική» θεολογία– μέ… ὑποστηλώματα τούς ὅρους «συνάφεια» καί «σύνθεση». Πρόκειται γιά ἐπικίνδυνο ἐγχείρημα, καθ᾽ ὅτι, ὡς προαναφέρθη, ἡ διάσπαση τῆς θεολογίας λειτουργεῖ πάντα ὡς προπομπός διάσπασης τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Και βέβαια τόν πρῶτο λόγο ἐπ᾽ αὐτοῦ (προληπτικῶς καί θεραπευτικῶς) ἔχει ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά περνᾶ ἀπαρατήρητο τό ὅτι ἡ ἐπιδιωχθεῖσα κατά τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες ζεύξη ἐπιστημονικῆς θεολογίας καί Μετανεωτερικότητας (=μεταμοντέρνας ἐποχῆς) δέν μπόρεσε νά εὐοδωθεῖ στόν πανεπιστημιακό χῶρο καί ἀναζήτησε στέγη, τήν ὁποία τελικῶς βρῆκε σέ Ἱ. Μητρόπολη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Μετά πολλῆς θαλπωρῆς μάλιστα καί μέ πρόσφορο περιβάλλον «εὐδοκίμησης», καθώς πρόκειται γιά «ἐργαστήρι θεολογίας», γιά τό ὁποῖο ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης καί καμαρώνει. Ἐμεῖς ἀνησυχοῦμε. Καί συνάμα λυπούμεθα, διότι δέν προσδίδεται ὁ προσήκων σεβασμός στό διαχρονικῶς ἀκαταμάχητο δεδομένο, ὅτι, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της ἡ Θεολογία μας (χαρισματική καί ἀποκεκαλλυμένη– διά τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου, διά τῶν Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, διά τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων) δέν προσφέρεται νά καταστεῖ αὐτή ἕνα εἶδος «πειραματικῆς θεολογίας». Ἡ ὁμολογητική, δογματική και εὐχαριστιακή (ἐσχατολογική) διάσταση τῆς Ὀρθόδοξης (πατερικῆς) Θεολογίας, δέν ἀφήνει περιθώρια «ἐργαστηριακῶν πειραματισμῶν», καθ᾽ ὅτι ἡ Θεολογία μας δέν ἔχει θεολογικά κενά ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ὡστόσο ἡ Ἐκκλησία καί ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ τήν ἔρευνα, τη μελέτη καί τήν εἰδικότερη ἐνασχόληση στά πλαίσια τῆς ἐπιστημονικῆς θεολογίας, ὅπως αὐτή λίγο πιό πάνω προσδιορίστηκε. Ἔρευνα καί μελέτη ὄχι γιά λύση, ἀλλά για ἐννόηση καί κατανόηση θεμάτων. Τά περί «νεοπατερικῆς» καί «μεταπατερικῆς» θεολογίας ἰδεολογήματα καί οἱ μεθοδολογικές προσεγγίσεις τῆς «συνάφειας» και τῆς «σύνθεσης» τείνουν ὅλο και περισσότερο νά ἐναρμονίζονται μέ τό σύγχρονο ἐκ δυσμῶν ρεῦμα περί μιᾶς «νέας θρησκευτικότητας» καί περί μιᾶς «ἄλλης θρησκευτικῆς συνείδησης». Ἐπιρροές ἀπό τό ρεῦμα αὐτό ἔχουν καί οἱ ἐμφανιζόμενες τάσεις στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περί «λειτουργικῆς ἀνανέωσης» καί τά εὐτυχῶς περιορισμένης ἔκτασης ἐκφυλιστικά συμπτώματα συμπεριφορῶν σέ βάρος τῆς Παράδοσης καί τῆς τάξης τῆς Ἐκκλησίας μέ «μεταφράσεις» (=παραφράσεις στήν Δημοτική) λειτουργικῶν κειμένων καί χρήση τους σέ λειτουργικό χρόνο. Στόν ἐναγκαλισμό της μέ την ἀντίληψη περί «νεοπατερικῆς σύνθεσης», περί «μεταπατερικότητας» καί περί «συναφειακῆς θεολογίας» ἡ Μετανεωτερικότητα ἔχει καταλυτικό ρόλο, καθ᾽ ὅτι στήν πράξη ἐπιβεβαιώνεται, πώς ὅ,τι ἦταν ὁ Διαφωτισμός γιά τήν ἐποχή του εἶναι ἡ Μετανεωτερικότητα στήν ἐποχή μας. Ὅπως τότε, ἔτσι καί τώρα στή Δύση (μέ πρόδηλες ἐπιρροές καί στόν τόπο μας) ἐπιδιώκεται «ἡ κοσμική καθαρότητα» τοῦ δημοσίου βίου τῶν ἀνθρώπων, μέσω ἀπομάκρυνσης καί ἀπομόνωσης τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου (συμπεριφορῶν καί συμβόλων) ἀπό την καθημερινότητα, τοῦ περιορισμοῦ τῆς θρησκείας καί τῆς Ἐκκλησίας στήν ἰδιωτική σφαίρα καί τόν παραγκωνισμό τῆς θρησκευτικότητας καί ἐκκλησιαστικότητας ὡς ἀτομικῆς ἁπλῶς ὑπόθεσης. Αὐτή εἶναι ἡ λεγόμενη δημόσια ἤ κρατική «ἐκκοσμίκευση» ἤ και ἐπιδιωκόμενη στούς χρόνους μας (Μετανεωτερικότητα), ὡς στόχος κοσμικῆς καθαρότητας τοῦ δημοσίου βίου ἔχουσα σταθερά πρωταρχικό της σκοπό τόν πλήρη χωρισμό Κράτους καί Ἐκκλησίας. Χαρακτηριστικό τέτοιο δεῖγμα εἶναι ἡ Γαλλία. Ὅπως ὁρίζει τό ἄρθρο 1 τοῦ Γαλλικοῦ Συντάγματος τοῦ 1958, «Ἡ Γαλλία εἶναι ἀβασίλευτη πολιτεία, ἀδιαίρετη, χωρισμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, δημοκρατική και κοινωνική» (Διευκρίνηση: Ἀπαραίτητη ἐδῶ ἡ ἀντιδιαστολή ἀπό την ἔννοια τοῦ ὅρου «ἐκκοσμίκευση», ὅπως αὐτός χρησιμοποιεῖται στην ἐκκλησιαστική γλῶσσα: Στή μιά περίπτωση ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι κάτι τό ἐπιδιωκόμενο, ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κάτι το ἀρνητικό καί ἀπωθούμενο). Τό πιό ἄμεσα ἐπικίνδυνο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ διείσδυση καί διάχυση αὐτῆς τῆς «θολούρας» τῆς Μετανεωτερικότητας στά θεολογικά πράγματα τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νά ἀποτελέσει διαβρωτικό παράγοντα καί νά προκαλέσει κραδασμούς διάσπασης στήν Θεολογία, μέ ἀρνητικές ἐπιπτώσεις ἐπί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά ἕνα θέμα πρώτης προτεραιότητας στά πλαίσια τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ὁποίου πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἐγκαίρως καί νά ἀνακόψη τήν ἐκκόλαψη τῶν «συναφῶν» κινδύνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου