Τον παλαιόν καιρόν οι Έλληνες είχον
συνήθειαν να τιμούν μεγάλως εκείνον όστις ενικούσεν εις τον πόλεμον και
κατετρόπωνε τους εχθρούςτης πατρίδος του. Τούτου έκαμνον και ανδριάντα τον
οποίον έστηνον εις το μέσον της πόλεως, δια να τον βλέπουν οι επίλοιποι
άνθρωποι, να παρακινούνται εις το καλόν. Απ αυτό έγινε και η πολυθεϊα εις τους
Έλληνας, διότι ολίγον κατ’ ολίγον παρασυρόμενοι οι άνθρωποι υπό του πονηρού,
ενόμισαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι ήσαν θεοί και τους προσεκύνουν. Εάν λοιπόν
εκείνοι οίτινες ήσαν άνθρωποι ειδωλολάτραι και πολυθεϊσταί, οι οποίοι Θεόν
αληθινόν δεν εγνώριζαν, οι οποίοι μη ελπίζοντες κρίσιν και ανταπόδοσιν των
έργων των εν τούτοις ετιμούσαν τόσον τους ευεργέτας αυτών, πόσω μάλλον ημείς οι
ευσεβείς Χριστιανοί, οίτινες πιστεύομεν τον αληθινόν Θεόν, να μη τιμώμεν και
επαινώμεν τους καλούς και Αγίους άνδρας της Εκκλησίας μας, οίτινες δεν ενίκησαν
εχθρούς σωματικούς, αλλ’ αυτόν τον διάβολον, τον εχθρόν της ψυχής μας; Επειδή
λοιπόν πρέπον είναι να τιμώμεν τους ευεργέτας μας, δια τούτο και οι νομοθέται
της Εκκλησίας μας ώρισαν να τιμώμεν τους Αγίους Μάρτυρας και τους θείους
Πατέρας, οι οποίοι ηγωνίσθησαν και εκοπίασαν δια να μας ελευθερώσουν από την
αιχμαλωσίαν του πονηρού διαβόλου. Ποία δε ώρισαν να είναι η τιμή των;
Κάθε χρόνον να εορτάζωμεν την μνήμην των, καθώς και σήμερον εορτάζομεν την μνήμην των Αγίων τιη΄ (318) θεοφόρων Πατέρων των την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον συγκροτησάντων, δια την εξής αιτίαν. Επειδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφόρεσε σάρκα εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και τελειώσας την εις τους ανθρώπους οικονομίαν Του, έπειτα ανελήφθη και επήγεν εις τους ουρανούς ως Θεός αληθινός, θέλοντες οι νομοθέται της Εκκλησίας μας να δείξουν, ότι αληθώς ο Υιός του Θεού έγινεν υιός ανθρώπου και ότι και ως τέλειος άνθρωπος ανελήφθη, και ότι Αυτός είναι ο αληθής και άκτιστος Θεός, δια τούτο έθεσαν και ώρισαν να εορτάζωμεν και ημείς σήμερον την Αγίαν αυτήν Σύνοδον· επειδή οι Πατέρες οι τριακόσιοι δεκαοκτώ που εορτάζονται σήμερον, ούτω τον εκήρυξαν και ούτως ώρισαν να τον ομολογούμεν και ημείς. Πως δε έγινεν αυτή η Αγία και Οικουμενική πρώτη Σύνοδος των Πατέρων, θέλω διηγηθή απ’ αρχής. Αλλά πρώτον παρακαλώ την αγάπην σας, ευλογημένοι Χριστιανοί, μη αμελήτε και νυστάζετε, διότι οι λόγοι μου δεν είναι δια υποθέσεις κοσμικάς, αλλά δια την ψυχικήν σας σωτηρίαν, και εάν μεν τους ακούσετε προθύμως και καρποφορηθήτε εξ αυτών έχετε μισθόν εκ Θεού· εάν δε τους αμελήσετε, πολύν κίνδυνον έχετε δια την ψυχήν σας. Δια τούτο σας παρακαλώ δεχθήτε τους λόγους μου με όλην την καρδίαν σας, δια να λάβετε μισθόν και εκ Θεού και από τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Πατέρες. Μετά τριακόσια και πέντε έτη από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, εις το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, ηγέρθη και πάλιν διωγμός κατά των Χριστιανών και μάλιστα αγριώτερος από τους προηγουμένους, ακόμη και από αυτούς οι οποίοι έγιναν εις τον καιρόν του Τραϊανού (98 – 117) και του Δεκίου (249 – 251). Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο και ο Μέγας Κωνσταντίνος, νέος μεν εις την ηλικίαν, πλην από τους γέροντας του καιρού εκείνου φρονιμώτερος. Ακούσατε όμως πως ούτος εβασίλευσε και πως συνεκρότησε την Αγίαν αυτήν Σύνοδον. Όταν εβασίλευον ο Διοκλητιανός (284 – 305) και ο Μαξιμιανός ο Ερκούλιος (Ηρακλής) (286 – 305), οι άνθρωποι της Αλεξανδρείας επανεστάτησαν κατά της ρωμαϊκής εξουσίας, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τους δύο αυτούς βασιλείς. Ο βασιλεύς λοιπόν της Ανατολής Διοκλητιανός, έχων γαμβρόν εκ της θυγατρός του τον Ερκούλιον Μαξιμιανόν βασιλέα της Δύσεως, τον έλαβε μεθ’ εαυτού να υπάγωσιν εις την Αλεξάνδρειαν με τα στρατεύματά των να την κυριεύσουν. Τότε ήτο και ο πατήρ του Αγίου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, βασιλεύς μικρός εις τα δυτικώτερα μέρη της Αυτοκρατορίας, κεχειροτονημένος από τους δύο αυτούς βασιλείς. Πληροφορηθείς δε ούτος τα γενόμενα απέστειλε και αυτός μικρόν στράτευμα να υπάγη εις βοήθειαν των βασιλέων. Η διοίκησις του στρατεύματος εκείνου ανετέθη εις τον υιόν τού Κωνσταντίου Χλωρού, τον μετέπειτα Μεγάλον Κωνσταντίνον, όστις τότε ήτο νέος την ηλικίαν και ηκολούθει τον Διοκλητιανόν εις τους πολέμους. Εκράτει δε ο Διοκλητιανός πλησίον του τον Κωνσταντίνον προφασιζόμενος ότι θέλει να τον εκπαιδεύση εις την πολεμικήν τέχνην, κατ’ αλήθειαν όμως τον εκράτει ως όμηρον δια να εξασφαλίζη την υποταγήν του πατρός του εις τους βασιλείς. Επήγαν λοιπόν εις την Αλεξάνδρειαν και τα τρία στρατεύματα, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου και επολέμησαν. Εις τον πόλεμον εκείνον βλέποντες οι βασιλείς ότι ο Κωνσταντίνος, αν και νέος την ηλικίαν, όμως ενίκα τους εχθρούς του περισσότερον από όλα τα άλλα στρατεύματα αυτών, τον εφθόνησαν και εσκέπτοντο τον τρόπον με τον οποίον θα τον εξοντώσουν και πολλάς παγίδας του έστησαν από τας οποίας όλας, Χάριτι Χριστού, ελυτρώθη και τέλος αναχωρήσας κρυφίως έφθασεν εις τον πατέρα του. Ήτο δε τούτο Θεού οικονομία να υπάγη, δια να μη λάβη άλλος από τους αδελφούς του την βασιλείαν του πατρός του. Διότι ο πατήρ του Αγίου Κωνσταντίνου είχε και άλλους υιούς· από μεν την Αγίαν Ελένην είχε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, από δε την Θεοδώραν, την θυγατέρα του βασιλέως Ερκουλίου Μαξιμιανού, την οποίαν δια βίας του είχον δώσει ως σύζυγον οι βασιλείς, αφού τον εχώρισαν από την μακαρίαν Ελένην, είχε τον Δαλμάτιον, τον Αννιβαλιανόν και τον Κωνστάντιον, τον πατέρα του Γάλλου και του παραβάτου Ιουλιανού. Την ημέραν λοιπόν κατά την οποίαν επήγεν ο Μέγας Κωνσταντίνος προς τον πατέρα του, τον εύρε βαρέως ασθενούντα. Ο δε πατήρ του, ως είδεν ότι ήλθεν ο Κωνσταντίνος, τον εχειροτόνησεν ευθύς βασιλέα εις τον θρόνον του και τον άφησε να βασιλεύη εις τα μέρη της επικρατείας του. Είπε δε προς αυτόν· «Τέκνον μου Κωνσταντίνε, επειδή βλέπω ότι είσαι φρονιμώτερος από όλους τους αδελφούς σου, σε χειροτονώ βασιλέα εις τον θρόνον μου, ελπίζω δε ότι, καθώς ο Χριστός σε εφύλαξεν από τας επιβουλάς των εχθρών και σε έφερεν εις την κατάλληλον ώραν να λάβης την βασιλείαν ως άξιος, ούτω πιστεύω, ότι θέλει δε βοηθήσει μέχρι τέλους να στερεώσης πανταχού την ευσέβειαν. Παρακαλώ σε μόνον, υιέ μου, να αγαπάς τους Χριστιανούς και να τους βοηθής, εάν θέλης να δοξασθής εις όλον τον κόσμον. Αγάπα δε και τους πτωχούς και τους δυναστευομένους και φρόντιζε όσον δύνασαι να κάμης καλόν εις αυτούς». Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, αφ’ ότου εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και ο πατήρ του απέθανεν. Μετά τον θάνατον του Κωνσταντίου, πατρός του Αγίου Κωνσταντίνου, πολλά ηκολούθησαν, αλλά δια να μη εξέλθωμεν του θέματος λέγομεν μόνον ότι μετά καιρόν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Μαξέντιος, ο υιός του βασιλέως Μαξιμιανού, όστις πολλάς αδικίας διέπρατε· τας γυναίκας εδυνάστευε, τους άρχοντας εφόνευεν αδίκως δια να λαμβάνη την περιουσίαν των και άλλας μυρίας αδικίας εποίει. Ταύτα ως ήκουσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, έχων την παραγγελίαν του πατρός του να προστατεύη τους πτωχούς και τους δυναστευομένους, εξ άλλου δε, διότι τον εζήτουν και οι Ρωμαίοι να τους ελευθερώση, συνήθροισε στρατεύματα να υπάγη εις την Ρώμην δια να εξοντώση τον Μαξέντιον. Επήγε λοιπόν και την μεν πρώτην ημέραν κατά την οποίαν έγινεν ο πόλεμος ενικήθη ο Μέγας Κωνσταντίνος και υπεχώρησε. Κατά την νύκτα όμως εκείνην είδεν εις τον ουρανόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξ αστέρων συντεθειμένον, εσχηματίζοντο δε πέριξ του Σταυρού και γράμματα τα οποία έλεγον: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα». Τότε επίστευσε πλέον ολοψύχως εις τον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και προσέταξε να κατασκευάσουν Σταυρόν αργυρούν και να τον θέσουν εις κοντάριον, ώστε την επομένην αρχομένου του πολέμου ο Σταυρός ούτος να προπορεύηται των κατά του εχθρού μαχομένων στρατευμάτων του. Ο δε βασιλεύς Μαξέντιος ελπίζων, ότι θέλει νικήσει τον Κωνσταντίνον ως και την πρώτην φοράν, κατεσκεύασε γέφυραν αδύνατον εις τον Τίβεριν ποταμόν της Ρώμης, πλησίον εις άλλην γέφυραν ονομαζομένην Μυλβίαν, ώστε όταν ο Κωνσταντίνος ίδη ότι νικάται και θελήση να φύγη εκ δευτέρου, να τον αποκλείση εις εκείνην την γέφυραν και ως κάμη να διέλθη εκείθεν με το στράτευμά του να κρημνισθή η γέφυρα και να πνιγή εντός του ποταμού. Ο μεγαλοδύναμος όμως Θεός, ο αποδίδων το κακόν εις εκείνον όστις το πράττει, τι ωκονόμησεν; Την δευτέραν φοράν μεθ’ ικανάς ημέρας, ότε συνεκρούσθησαν εις τον πόλεμον, με την βοήθειαν του Θεού και του Τιμίου Σταυρού ενικήθη το στράτευμα του Μαξεντίου. Τόσος δε φόβος κατέλαβε τον Μαξέντιον, ώστε ώρμησε να φύγη από την γέφυραν εκείνην, την οποίαν είχε κατασκευάσει ο ίδιος και όχι μόνον αυτός ώρμησε να φύγη εκείθεν, αλλά και αρκετοί από το στράτευμα αυτού. Παρευθύς όμως εκρημνίσθη η γέφυρα εκείνη και επνίγη ο ασεβέστατος βασιλεύς. Το θαύμα τούτο ιδών ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εδόξασε τον Θεόν. Αλλ’ ίνα μη διηγούμενοι τα περί του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολυλογούντες εξέλθωμεν από την υπόθεσιν της εορτής μας, ας συντάμωμεν τον λόγον. Τέλος ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε Χριστιανός και εβασίλευσεν εις την Ρώμην αγαπώμενος υφ’ όλου του κόσμου, ευθύς δε διέταξεν όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί να κλείωνται, οι δε Χριστιανικοί να ανοίγωνται. Τότε οι μεν Χριστιανοί ηύξανον, οι δε ειδωλολάτραι ωλιγόστευον. Βλέπων δε ο διάβολος την Χριστιανικήν Πίστιν αυξανομένην παρεκίνησε τον γαμβρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Λικίνιον, και εδίωκε τους Χριστιανούς. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όμως, επιθυμών περισσότερον την αγάπην του Χριστού υπέρ την αγάπην του γαμβρού του, εκίνησε πόλεμον κατά του Λικινίου. Νικηθείς δε εις τον πόλεμον εκείνον ο Λικίνιος και φοβούμενος μη φονευθή, επήγε θεληματικώς και προσεκύνησε τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος τον έστειλε εις Θεσσαλονίκην να κάθηται εντός του φρουρίου και να μη τολμά να εξέλθη της θύρας αυτού, το δε εισόδημα όλον της Θεσσαλονίκης να έχη προς συντήρησίν του. Τούτο υπέμεινεν ολίγον καιρόν ο Λικίνιος, αλλά μετά ταύτα επεβουλεύθη και πάλιν τον Μέγαν Κωνσταντίνον· αυτός δε ως το έμαθεν, έστειλε διαταγήν και τον εφόνευσαν. Κατά δε το εικοστόν έτος της βασιλείας του ευσεβεστάτου Κωνσταντίνου υπήρχεν εις την Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας μεγάλη αναταραχή, διότι ετάραττεν αυτήν με τας αιρέσεις του, τας οποίας εκήρυττεν άνθρωπος τις, Λίβυς το γένος, ονόματι Άρειος. Ούτος είχεν έλθει από καιρού εις την Αλεξάνδρειαν δια να σπουδάση και είχε γίνει μαθηματικός κατά πολλά, ο δε Αρχιερεύς του καιρού εκείνου, όστις ήτο ο μακάριος Πέτρος ο Ιερομάρτυς (300 – 311), τον εχειροτόνησε Διάκονον. Αφ’ ότου όμως ο Άρειος εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη βλασφημίας κατά του Χριστού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. Ιδών δε ο Άγιος Πέτρος ότι είναι βλάσφημος ο Άρειος, αμέσως τον καθήρεσε, διότι είδε καθ’ ύπνον, ότι ο Χριστός ίστατο επί της Αγίας Τραπέζης ως βρέφος μικρόν και εφόρει χιτώνα εσχισμένον. Τον ηρώτησε τότε· «Τις σου έσχισε, Κύριε, τον χιτώνα»; Ο δε Χριστός απεκρίθη προς αυτόν· «Ο Άρειος, όστις λέγει, ότι δεν είμαι Θεός αληθινός, αυτός μου τον έσχισε». Δια τούτο τον καθήρεσε. Ήτο λοιπόν ο τρισάθλιος Άρειος αργός της διακονίας. Μετά δε τον θάνατον του μακαρίου Πέτρου αρχιεράτευσεν εις την Αλεξάνδρειαν ο Αχιλλάς (311 – 312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, έπειτα δε τον εχειροτόνησε και πρωτοπαπάν της Αλεξανδρείας, αλλά και διδάσκαλον τον κατέστησεν εις το περίφημον τότε διδασκαλείον της Αλεξανδρείας. Εν όσω δε έζη ο Αρχιεπίσκοπος Αχιλάς, ήτο ευσεβής και Ορθόδοξος ο ασεβέστατος Άρειος· κατόπιν δε αφού απέθανεν ο Αχιλλάς και αρχιεράτευσεν ο εν Αγίοις Αλέξανδρος (313 – 328) ήρχισε πάλιν να βλασφημή τα αυτά και πλείστα των προτέρων λέγων, τόσον ώστε παρέσυρε πολλούς εις την πλάνην του μεταξύ των οποίων τον Ευσέβιον, όστις πρότερον μεν ήτο Μητροπολίτης εις την Βηρυττόν, ύστερον δε μετετέθη εις Νικομήδειαν, τον Θεωνάν και τον Σεκούνδον τους ποτέ Επισκόπους, Παυλίνον τον Επίσκοπον Τύρου και άλλον τινά Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας. Όχι δε μόνον αυτούς αλλά και άλλους πολλούς Κληρικούς και Αρχιερείς. Βλέπων λοιπόν αυτόν ο Αρχιερεύς Αλέξανδρος τοιαύτα πράττοντα, συνήθροισεν εκατόν Επισκόπους από την Αίγυπτον και την Λιβύην και καθήρεσε τον Άρειον και τους ακολούθους του όλους. Την σύγχυσιν ταύτην της Εκκλησίας του Χριστού ακούων ο βασιλεύς Κωνσταντίνος έστειλεν εις την Αλεξάνδρειαν τον Επίσκοπον της Κουδρούβης, Όσιον ονόματι, με γράμματα ιδικά του παρακλητικά προς τον Αρχιερέα Αλέξανδρον και προς τον Άρειον. Και προς μεν τον Άρειον συνίστα να αφήση την αίρεσίν του και να επιστρέψη εις την ευσέβειαν, προς δε τον Αλέξανδρον να δεχθή τον Άρειον και να τον αποκαταστήση εις το της ιερωσύνης πρώτον αυτού αξίωμα. Συγκατετίθετο δε και ο Αλέξανδρος να δεχθή τον Άρειον εάν μετενόει. Αλλ’ αυτός ο τρισάθλιος δεν μετέβαλε την γνώμην του, αλλ’ όσον έβλεπεν ότι τον παρακαλούν να επιστρέψη εις την ευσέβειαν, τόσον αυτός ηγριούτο κατά της Εκκλησίας και του Αρχιερέως Αλεξάνδρου. Ιδών δε ο Όσιος, ο της Κουδρούβης Επίσκοπος, ότι ουδέν πράττει, επέστρεψεν εις τον βασιλέα και του εξέθεσε την υπόθεσιν. Ο δε χριστιανικώτατος και ευσεβάστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως αγαθός άνθρωπος όπου ήτο, δεν ωργίσθη κατά του Αρείου, να διατάξη να τον φονεύσουν, αλλ’ έστειλε διαταγάς κατά πάσαν πόλιν και τόπον να συναχθούν οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την Νίκαιαν, δια να συνδιαλεχθούν με τον Άρειον και να κρίνουν ποίος είναι ο πταίστης και ο βλάσφημος. Συνήχθησαν λοιπόν εις την Νίκαιαν άπαντες και οι μεν Αρχιερείς ήσαν διακόσιοι τριάκοντα δύο, οι δε Ιερείς και Διάκονοι και Μοναχοί ήσαν ογδοήκοντα εξ, εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσεν ότι συνήχθησαν οι Αρχιερείς, έστειλεν εις αυτούς βασιλικά φαγητά και ποτά και άφθονα δώρα. Ήσαν δε πρώτοι και έξαρχοι της Συνόδου οι εξής Άγιοι: Σίλβεστρος ο Πάπας της Ρώμης, Μητροφάνης ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, πλην ήτο ασθενής και είχεν επίτροπον άλλον Αρχιερέα εις την Σύνοδον, Αλέξανδρος ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας έχων βοηθόν δια το γήρας του τον μέγαν Αθανάσιον, Ευστάθιος ο Πατριάρχης της Αντιοχείας, Μακάριος ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ο Άγιος Παφνούτιος ο Ομολογητής, ο Άγιος Σπυρίδων ο Επίσκοπος της Τριμυθούντος, ο Μέγας Νικόλαος ο Θαυματουργός, ο Άγιος Ιάκωβος ο Επίσκοπος της Νισίβεως, ο Όσιος Παύλος ο Αρχιερεύς της Νεοκαισαρείας, όστις ήτο κατακεκαυμένος από τον ασεβέστατον Λικίνιον εις τα κάτω μέρη και άλλοι μεγάλοι εκλεκτοί και Θεοφόροι Πατέρες, άλλοι κεκομμένας έχοντες τας χείρας, άλλοι την ρίνα, άλλοι τα ώτα, άλλοι τυφλοί από τον ένα οφθαλμόν, οίτινες όλοι εμαρτύρησαν δια το όνομα του Χριστού εις τον καιρόν των προγενεστέρων βασιλέων, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού, του Μαξεντίου και του Λικινίου. Μεταξύ δε εκείνων των Αγίων Πατέρων ήσαν και οι του Αρείου συμβοηθοί και ομόφρονες, Μητροφάνης ο Εφέσου, Πατρόφιλος ο Σκυθοπολίτης, Θεωνάς ο Μαρμαρίτης και άλλοι τινές. Ο βασιλεύς λοιπόν παρεχώρησεν εις αυτούς μέρος εντός του παλατίου δια να ποιήσουν την συνδιάλεξιν. Εκάθισαν δε εις μεν την μίαν πλευράν οι ημίσεις εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες, εις δε την άλλην, οι άλλοι ημίσεις. Ήλθε τότε και ο βασιλεύς εις την Σύνοδον· οι δε Αρχιερείς, όταν τον είδον, ηγέρθησαν όλοι και τον εχαιρέτησαν, αυτός δε τους προσεκύνησεν. Έπειτα εκάθησεν εν τω μέσω αυτών, όχι εις θρόνον υψηλόν, όπως εκάθητο άλλοτε, αλλ’ εις κάθισμα χαμηλόν (σκαμνίον) προς ταπείνωσιν. Τότε ο Πατριάρχης της Αντιοχείας Ευστάθιος, ως εκλεκτότερος των άλλων και δια την γνώσιν και δια την μάθησιν, έλαβε τον λόγον και είπε προς τον βασιλέα. «Ευχαριστούμεν τον Θεόν, κράτιστε βασιλεύς, διότι εχάρισεν εις σε την επίγειον βασιλείαν, διότι κατέστρεψε την πλάνην των ειδώλων δια της ιδικής σου ευσεβείας και έδωκε χαράν και ευφροσύνην εις τους πιστούς Χριστιανούς. Ιδού έπαυσαν αι θυσίαι των ακαθάρτων δαιμόνων, κατηργήθησαν τα μυστήρια των ειδώλων, της πολυθεϊας το σκότος εσβέσθη και άπαξ ο κόσμος εφωτίσθη με το φως της θεογνωσίας. Ο Πατήρ δοξολογείται, ο Υιός συμπροσκυνείται, το Πνεύμα το Άγιον συνδοξάζεται εν τρισί προσώποις και μια φύσει. Αυτός ανυψοί την βασιλείαν σου, Αυτός μεγαλύνει το κράτος σου, Αυτός έθεσε και αγαθόν λογισμόν εις την καρδίαν σου, να συναθροίσης την Αγίαν αυτήν Σύνοδον. Δια τούτο και ημείς, γαληνότατε βασιλεύς, προσκυνούντες τας διαταγάς σου ήλθομεν εις τους πόδας της βασιλείας σου. Δεν ήτο πρέπον, ω βασιλεύ θειότατε, ημείς οι δούλοι σου να καθήμεθα έμπροσθεν της βασιλείας σου και να συζητώμεν, πλην επειδή το ηθέλησεν η Μεγαλειότης σου, αποδεχόμεθα τον ορισμόν σου. Ηννοήσαμεν δε, ότι ο μισόθεος Άρειος προεκάλεσε την τοιαύτην μεταξύ μας σύγχυσιν· δια τούτο δεόμεθα όλοι της βασιλείας σου να σταθή και αυτός εις το μέσον μας να συζητήσωμεν περί των προφητικών και αποστολικών λόγων, να γνωρίσης και συ, βασιλεύς κράτιστε, ότι αυτός είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Και τότε ει μεν θελήσει να αφήση τας βλασφημίας του και να ενωθή με την Καθολικήν Εκκλησίαν, έχει καλώς, εάν δε και δεν θελήση, πρέπον είναι να αποξενωθή της Εκκλησίας, δια να μη βλάψη και τον επίλοιπον κόσμον». Εις τους λόγους τούτους του Πατριάρχου Αντιοχείας Αγίου Ευσταθίου απεκρίθη ο βασιλεύς και λέγει προς την Σύνοδον· «Αγία και Ιερά Σύνοδος, Όσιοι Πατέρες και τιμιώτατοι αδελφοί, ακούσατε και τους ιδικούς μου λόγους. Γνωρίζετε πάντες, ότι εγώ εξ αρχής ήμην εθνικός και πολύθεος· πλην όταν εγνώρισα την αληθινήν Πίστιν των Χριστιανών, επέστρεψα και εγώ και έγινα Χριστιανός, και με την βοήθειαν του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ενίκησα τους εχθρούς μου και μάλιστα όχι με σπάθην ή ασπίδα ή πόλεμον. Όμως ο διάβολος, όστις αείποτε φθονεί το αγαθόν, βλέπων την χαράν μου, την οποίαν είχον δια την χριστιανωσύνην, προσεκάλεσε την σύγχυσιν αυτήν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Δια τούτο παρακαλώ το ένθεον ύψος της Αρχιερωσύνης υμών, όπως φροντίσητε και σεις με την δύναμιν του Χριστού να νικήσητε τους λόγους του Αρείου, δια να γίνη ομόνοια και ειρήνη εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Διότι απρεπές είναι, αν εγώ μόνος εις άνθρωπος ηγωνίσθην να νικήσω τους εχθρούς μου, η δε Αρχιερωσύνη σας, τόσοι όπου είσθε, να μη φροντίσητε πως να νικήσητε τον εχθρόν του Χριστού. Πλην ούτε με έχθραν, ούτε με φιλονικίαν να είναι η συνδιάλεξίς σας, αλλά με την δύναμιν του Θεού και με ταπεινολογίαν, αφ’ ενός μεν διότι δεν μάχεσθε δι’ υλικά πράγματα ώστε να φιλονικήτε μεταξύ σας, αφ’ ετέρου δε, δια να ακούουν οι πάντες. Έλθετε λοιπόν πάντες οι Αρχιερείς και ας ποιήσωμεν δέησιν να επισκιάση η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος εις ημάς, να φωτίση και εμέ και την Αρχιερωσύνην σας· εμέ μεν να ακούσω τους θείους λόγους σας, να τους εννοήσω καλώς, διότι δεν γνωρίζω, καθώς πρέπει την Ελληνικήν γλώσσαν, επειδή εις την ρωμαϊκήν εξεπαιδεύθην· την δε Αρχιερωσύνην σας, δια να δυνηθήτε να συνδιαλεχθήτε μετά του Αρείου, και να αποδείξετε την αλήθειαν, προς δόξαν Θεού». Τότε ηγέρθησαν όλοι οι Πατέρες και αυτός ο βασιλεύς και μετά δακρύων παρεκάλουν τον Θεόν, λέγοντες· «Πάτερ αγέννητε και αθάνατε, Υιέ μονογενές και άκτιστε, Πνεύμα Πανάγιον και άφθερτον, μία Θεότης και μία Ουσία εν τρισί προσώποις, όπου έκτισας τον σύμπαντα κόσμον, όπου έπλασας τον άνθρωπον από του μη όντος εις το είναι, όπου ένευσας και εις την καρδίαν του ευσεβούς βασιλέως και συνήθροισε την Αγίαν ταύτην Σύνοδον· Σε προσκυνούμεν, Σε δοξάζομεν, Σε κηρύττομεν Θεόν αληθινόν, Σου δεόμεθα και Σε παρακαλούμεν, Θεέ και Κύριε του ελέους, επάκουσον ημών των αμαρτωλών δούλων σου και κατάπεμψον το Πανάγιόν Σου Πνεύμα, ως και εις τους Αποστόλους Σου, να φωτίση ημάς και να μας καθοδηγήση, να είπωμεν την αλήθειαν και να Σε κηρύξωμεν Θεόν αληθινόν και άκτιστον εις όλον τον κόσμον. Προς τούτοις δε δος την χάριν σου εις τον κράτιστον βασιλέα και άνοιξον τους ψυχικούς αυτού οφθαλμούς να εννοήση πάσαν την αλήθειαν». Και οι μεν θεοφόροι Πατέρες ούτως εδέοντο εις τον Θεόν· ο δε Θεός, προς θαύμα μέγα και έκπληξιν, ετάραξε όλον τον τόπον εκείνον, επί του οποίου ίσταντο οι Αρχιερείς. Έγινε δηλαδή κάτι παρόμοιον με εκείνο το οποίον έγινε εις τον καιρόν των Αποστόλων και το οποίον διηγούνται αι Πράξεις (δ: 31, ιστ: 26). Τότε έλαβον θάρρος οι Πατέρες και ήρχισαν να διαλέγωνται με τον Άρειον· και πότε μεν απεκρίνετο ο Αντιοχείας Ευστάθιος, πότε δε ο Επίσκοπος της Κουδρούβης Όσιος, πότε και άλλοι των Αρχιερέων μαθηματικοί. Ο δε Άρειος εν πρώτοις μεν απεκρίνετο μόνος· μετά δε ταύτα ηδυνάτησε και προσέταξε φιλόσοφόν τινά Έλληνα να αποκρίνηται αντ’ αυτού. Ο δε φιλόσοφος, ως δυνατός όπου ήτο εις την διαλεκτικήν, έκαμε και την διάλεξιν δυνατήν, τόσον ώστε και οι Αρχιερείς απηύδησαν αποκρινόμενοι. Εις δε των Αρχιερέων, ο Άγιος Σπυρίδων, βλέπων, ότι με λόγους δεν επιστρέφει ο φιλόσοφος, απεκρίθη και λέγει προς αυτόν· «Ω φιλόσοφε, πιστεύεις ότι η Αγία Τριάς είναι εις Θεός και τρία πρόσωπα»; Ο φιλόσοφος απεκρίθη· «Δεν πιστεύω, διότι πως είναι δυνατόν τα τρία πρόσωπα να είναι εις Θεός»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ να σοι το αποδείξω, ότι εις Θεός είναι και τρία πρόσωπα· φέρετε μίαν κεραμίδα». Έφεραν λοιπόν την κεραμίδα και ο Άγιος την έλαβεν εις τας χείρας και είπε προς τον φιλόσοφον· «Ίδε την αλήθειαν, ω φιλόσοφε». Και παρευθύς ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού έσφιγξε την κεραμίδα εκείνην με τας δύο του χείρας και προσηυχήθη λέγων· «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος του ενός Θεού». Και τότε, ω του θαύματος! το μεν πυρ με το οποίον ήτο εψημένη η κεραμίς επήγεν άνω, το ύδωρ εχύθη κάτω, το δε χώμα έμεινεν εις τας χείρας του. Τότε λέγει προς τον φιλόσοφον· «Αυτή η κεραμίς δεν συνέκειτο από τρία; Από πυρ, από ύδωρ και από χώμα και εγένοντο εν; Ούτως είναι και η Αγία Τριάς. Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα· τρία πρόσωπα, εις Θεός αληθινός». Λοιπόν ο φιλόσοφος, ως είδεν αυτό το θαύμα, επίστευσεν μεν, ότι είναι τρισυπόστατος ο Θεός, πλην δεν ηθέλησε να γίνη Χριστιανός, αλλά πάλιν διελέγετο και συνεζήτει δι’ άλλας υποθέσεις. Και ούτω εν πολλαίς ημέρες εγένετο η διάλεξίς των. Ημέραν δε τινά εις την διάλεξιν εκείνην των Πατέρων και του φιλοσόφου, απεκρίθη εις Αρχιερεύς και λέγει· «Ω φιλόσοφε, εάν μεν αλήθειαν εκφράζεσαι, να πλατυνθή το στόμα σου και να λέγης περισσότερα· ει δε ψεύδεσαι, να εμφραχθή τούτο και να απομείνης βωβός». Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου εβουβάθη ο φιλόσοφος και πλέον δεν ηδύνατο ουδόλως να αποκριθή, μόνον εζήτησε χάρτην και έγραψεν ούτως· «Άγιοι Πατέρες, δεηθήτε εις τον Θεόν να ανοιχθή το στόμα μου να ομιλήσω και υπόσχομαι να επιστρέψω και εγώ εις την ευσέβειαν». Δεηθέντων τότε των Αρχιερέων εις τον Θεόν ωμίλησεν ο φιλόσοφος και παρευθύς εβαπτίσθη και έγινε Χριστιανός αυτός και όλοι οι ακόλουθοί του. Ιδών δε ο Άρειος ότι ενικήθη ο φιλόσοφος και μάλιστα αυτός ήτο εναντίον του ο δυνατώτερος, μη θέλων να ταπεινωθή ο τρισάθλιος, δεν υπέκυψε να είπη ότι σφάλλει, αλλ’ εξηκολούθη βλασφημών. Οι Άγιοι Πατέρες όμως, θείω ζήλω κινούμενοι, ιδόντες ότι ο Άρειος φλυαρεί μόνον, χωρίς να δύναται να βεβαιώση τας βλασφημίας του, ανεθεμάτισαν και αυτόν και τους λόγους του και τους ακολούθους του και συνέθεσαν το άγιον Σύμβολον της Πίστεώς μας, το «Πιστεύω εις ένα Θεόν», έως το «και εις το Πνεύμα το Άγιον»· διότι το επίλοιπον η Αγία Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος το ετελείωσεν. Αλλά και νόμους έθεσαν πολλούς οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες· προσέτι δε και πότε πρέπει να εορτάζωμεν το Πάσχα οι Χριστιανοί, αυτοί το ενομοθέτησαν. Διότι τον καιρόν εκείνον δεν συνεώρταζον όλοι οι Χριστιανοί την ιδίαν ημέραν το Άγιον Πάσχα, επειδή δεν είχον ωρισμένην ημέραν πότε να το τελούν και άλλοι μεν πρώτοι ήρχιζαν την Τεσσαρακοστήν, άλλοι δε εις το μέσον, άλλοι πάλιν εις το τέλος και τινές επάσχαζαν την αυτήν ημέραν με τους Εβραίους, άλλοι δε πάλιν άλλως. Δια ταύτα και δια την ευρυθμίαν της Εκκλησίας η Αγία αύτη Σύνοδος συνέταξε το αιώνιον Πασχάλιον και καθώρισε τα περί του εορτασμού του Πάσχα έως συντελείας των αιώνων. Αλλά και την Τεσσαρακοστήν των Αγίων Αποστόλων αυτοί διέταξαν και άλλας διατάξεις ενομοθέτησαν, τας οποίας έγραψαν εις χάρτην και απετέλεσαν ιδιαίτερον Τόμον. Ύστερον υπέγραψαν υποκάτω του Τόμου αυτού όλοι οι Αρχιερείς, εις δε το τέλος υπέγραψε και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με κόκκινα γράμματα, ως και οι πρώτοι του παλατίου. Κατά δε τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας εγράφοντο εις Τόμον αι αποφάσεις των Πατέρων, απέθανον δύο εκ των Αρχιερέων της Αγίας Συνόδου, ο εις ονόματι Χρύσανθος και ο έτερος Μουσώνιος, οίτινες δεν επρόφθασαν να υπογράψουν εις τον Τόμον. Οι δε Άγιοι Πατέρες, αφού υπέγραψαν όλοι, επήραν τον Τόμον εκείνον και επήγαν εις το κοιμητήριον ένθα ήσαν ενταφιασμένοι και λέγουν προς αυτούς· «Ω Πατέρες και αδελφοί, και σεις συνηγωνίσθητε μεθ’ ημών εις τον καλόν αγώνα, τον δρόμον σας ετελειώσατε και την Πίστιν ετηρήσατε, αλλά δεν εφθάσατε να υπογράψητε εις τα δόγματα τα οποία εθέσαμεν· δια τούτο σας καταθέτομεν αυτόν τον Τόμον και αν σας φανή καλόν, υπογράψατε και σεις». Ταύτα ειπόντες, εσφράγισαν αμέσως τον Τόμον εκείνον με την σφραγίδα του βασιλέως και τον άφησαν εις το κοιμητήριον. Εις ένδειξιν δε της αληθείας των δογματισθέντων, ω του θαύματος! κατά την επομένην, όταν επήγαν και ήνοιξαν τον Τόμον, ευρήκαν και των δύο εκείνων Επισκόπων τα ονόματα υπογεγραμμένα και όχι με γράμματα άλλου τινός, αλλά όμοια με τα ιδικά των ως να τα έγραψαν έτι ζώντες. Το θαύμα τούτο άμα ιδόντες ο βασιλεύς και οι Αρχιερείς εδόξασαν μεγάλως τον Θεόν και παρευθύς ο τρισάθλιος Άρειος, μη υποφέρων την εντροπήν, εκρύβη εντός του φρουρίου έως ότου διαλυθώσιν οι Αρχιερείς. Οι δε άλλοι βοηθοί του ζητήσαντες τον Άρειον και μη ευρόντες αυτόν, εταπεινώθησαν και επέστρεψαν προς τους Αρχιερείς. Μόνος δε ο Νικομηδείας Ευσέβιος δεν επέστρεψεν εξ όλης ψυχής, αλλά μόνον το καθ’ υπόκρισιν, δια τον φόβον του βασιλέως. Τότε απεστάλησαν οι Αρχιερείς εις πάντα τόπον δια να στερεώσουν τα δόγματα των Πατέρων· και εις μεν τα μέρη της Δύσεως απεστάλη ο Επίσκοπος της Κουδρούβης Όσιος, εις δε την Αίγυπτον και την Λιβύην ο Άγιος Αθανάσιος, όστις τότε ήτο Διάκονος. Ο Αλέξανδρος, ο επίτροπος του Κωνσταντινουπόλεως, απεστάλη με τον Παύλον τον Αναγνώστην του Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνους εις τα μέρη της Μακεδονίας, εις την Θεσσαλονίκην, εις την Λάρισσαν, εις την Αυλώνα και εις την Πελοπόννησον και εις όλας τας επιλοίπους πόλεις, όσαι είναι από της Καβάλας έως την Πελοπόννησον. Ετελείωσε δε η Αγία αύτη και ιερά πρώτη Σύνοδος εις τρία και ήμισυ έτη, ήτο δε ότε συνήχθησαν οι Άγιοι Πατέρες ο μην Απρίλιος, ετελείωσαν δε κατά μήνα Σεπτέμβριον. Μετά το τέλος της Συνόδου απεφάσισαν οι Αρχιερείς να επιστρέψωσιν εις τας επαρχίας των, ο δε βασιλεύς σταθείς εν τω μέσω αυτών είπε προς αυτούς· «Άγιοι Αρχιερείς, μίαν χάριν ζητώ από την Αρχιερωσύνην σας. Φρούριον μέγα με την βοήθειαν του Θεού έκτισα και σας παρακαλώ να λάβητε τον κόπον να το ευλογήσετε και συνάμα να δώσετε και όνομα εις αυτό, να ίδητε και τον Πνευματικόν μου Πατέρα τον Πατριάρχην Μητροφάνην, καθότι βαρέως ασθενεί». Υπήκουσαν λοιπόν οι Αρχιερείς εις τον βασιλέα και απεφάσισαν να μεταβούν εις Κωνσταντινούπολιν. Κατά την ημέραν όμως κατά την οποίαν ηθέλησαν να αναχωρήσουν, εστάθησαν πάντες να ποιήσουν δέησιν προς τον Θεόν δια να κατευοδωθώσι καλώς εις τας επαρχίας των και να στερεώσωσι τα δόγματά των και ο Θεός προς ένδειξιν της αληθείας, τι εθαυματούργησεν; Μέγας τις λίθος υπήρχεν υποκάτω στύλου τινός του παλατίου και παρευθύς κατά την ώραν εκείνην κατά την οποίαν προσηύχοντο οι Πατέρες, ανέβλυσε έλαιον τόσον πολύ, ώστε εκαλύφθη το έδαφος του παλατίου· δια τούτο ωνόμασαν και την πόλιν εκείνην Νίκαιαν, επειδή ενίκησαν οι Πατέρες, μάλλον δε ο αληθής Θεός. Αλλ’ ακούσατε και το θαύμα, όπερ έγινε μετά ταύτα εις το φρούριον αυτό δια προσευχών των Αγίων Πατέρων. Οι Ασσύριοι κυριεύσαντες ποτέ τα φρούρια της Ανατολής και της Δύσεως έκαμαν μεγάλην αιχμαλωσίαν. Επήγαν λοιπόν και εις αυτήν την Νίκαιαν, δια να την κυριεύσουν. Οι δε άνθρωποι της Νικαίας, μη δυνάμενοι τι άλλο να πράξουν, προσέδραμον εις τον Ναόν των Αγίων Πατέρων και κλαίοντες παρεκάλουν τους Αγίους λέγοντες· «Άγιοι Τριακόσιοι δεκαοκτώ θεοφόροι Πατέρες, οίτινες συνηθροίσθητε εις το φρούριον αυτό και εστερεώσατε την ευσέβειαν, σας παρακαλούμεν οι δούλοι σας, να μας ελευθερώσητε από την πικράν αιχμαλωσίαν». Ταύτα μεν έλεγον οι άνθρωποι. Ο δε Θεός τι ωκονόμησε δι ευχών των Αγίων; Ημέραν τινά ο αρχηγός του στρατεύματος των Ασσυρίων επορεύθη εις την Εκκλησίαν αυτήν των Αγίων Πατέρων, ήτις ευρίσκετο έξω του φρουρίου, δια να ποιήση μαγείας τινάς δαιμονικάς. Παρουσιασθέντες λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες προς αυτόν του είπον· «Παρευθύς να φύγης από το φρούριον τούτο, διότι αύριον πνίγεσαι με όλον σου το στράτευμα». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς των Ασσυρίων έφυγεν εκείθεν και διέταξε να κλείσουν την Εκκλησίαν· αλλά κατόπιν εποίησεν ειρήνην σταθεράν με τους ανθρώπους της Νικαίας, τόσην ώστε αν ήθελεν αιχμαλωτισθή υπ’ αυτών ξένος τις άνθρωπος, και μόνον έλεγεν, ότι είναι από την Νίκαιαν, παρευθύς τον ηλευθέρωνεν. Άφησε δε και έλαιον πολύ εις εκείνο το φρούριον δια να καίη μία κανδήλα εις τον Ναόν των Αγίων. Αλλ’ ας έλθωμεν πάλιν εις την υπόθεσίν μας. Αφού λοιπόν μετέβησαν οι Αρχιερείς μετά του βασιλέως εις την νέαν πρωτεύουσαν του βασιλείου, ωνόμασαν αυτήν Κωνσταντινούπολιν, εις το όνομα του κτίτορος, αφιέρωσαν δε αυτήν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Μετέβησαν δε και εις τον Πατριάρχην Μητροφάνην, όστις ήτο ασθενής, ως προείπομεν, έλαβε δε τον λόγον ο βασιλεύς και είπε προς τον Μητροφάνην: «Ω τιμιώτατε Πάτερ, βλέπω ότι βαρέως ασθενείς· δια τούτο σε παρακαλώ δια δύο πράγματα, το εν να μοι δώσης την ευχήν σου και το άλλο, να μας ορίσης, τίνα αφήνεις διάδοχον του θρόνου σου». Ο δε Άγιος Μητροφάνης απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Τώρα εγνώρισα, βασιλεύ, ότι εις την χείρα του Θεού είναι η ψυχή μου· καλώς ποιείς και φροντίζεις δια την Εκκλησίαν του Χριστού· επειδή δε προστάζεις να ορίσω τον διάδοχόν μου, θα σοι είπω την αλήθειαν· επτά ημέρας έχω αφ’ ότου δέομαι εις τον Θεόν να μοι αποκαλύψη ποίον να ορίσω και μοι είπεν Άγγελος Κυρίου, ότι εγώ μεν μετά δέκα ημέρας αποθνήσκω, να αφήσω δε τον Αλέξανδρον, τον οποίον εστείλαμεν εις Πελοπόννησον δια να στερεώση τα δόγματα των Πατέρων. Δια τούτο λέγω, ότι αυτόν αφήνω εις την θέσιν μου, διότι είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν τούτον· κατόπιν δε απ’ αυτόν θέλει γίνει ο Παύλος ο Αναγνώστης μου». Στραφείς τότε και προς τον Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον Αλέξανδρον, είπε προς αυτόν· «Και συ καλόν διάδοχον έχεις να αφήσης, τούτον τον Διάκονον». Και ταύτα λέγων έπιασεν από τας χείρας τον μέγαν Αθανάσιον και τον εδείκνυε, λέγων· «Αυτός αφού λάβη τον θρόνον σου, πολλούς κινδύνους θέλει υπομείνει με τον Αναγνώστην μου Παύλον δια το όνομα του Χριστού». Ταύτα είπεν ο Άγιος Μητροφάνης και με πολλήν βίαν ηγέρθη από την στρωμνήν του και επήγε με τους Αρχιερείς εις την Εκκλησίαν να λειτουργήση. Αφού δε ανέγνωσαν το άγιον Ευαγγέλιον εις την Λειτουργίαν, εστάθη ο Αρχιερεύς Μητροφάνης και εδίδαξε τον λαόν, έπειτα εξέβαλε το ωμοφόριόν του μόνος του και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν και είπεν· «Ας μένη εδώ έως ότου μετά τινας ημέρας έλθη ο διάδοχός μου Αλέξανδρος να το πάρη», ούτω δε και εγένετο. Εκοιμήθη δε ο μακάριος Μητροφάνης εις τας τέσσαρας του μηνός Ιουνίου, εις ηλικίαν εκατόν δεκαεπτά ετών. Μετά ταύτα ο βασιλεύς παρέθηκε τράπεζαν πλουσίαν και εφίλευσεν όλους τους Αγίους Πατέρας, συνεκάθησε δε και αυτός μετ’ αυτών. Όταν δε επρόκειτο να αναχωρήσουν έκαστος δια την επαρχίαν του, διένειμεν εις αυτούς και πλούτον πολύν. Εις άλλους έδωκε να κάμουν Εκκλησίας, εις άλλους να κτίσουν νοσοκομεία, εις άλλους να θρέψουν πτωχούς και εις άλλους προς διατροφήν των. Έπειτα είπε προς αυτούς· «Είδετε, Άγιοι Αρχιερείς, πως εγώ ο ειδωλολάτρης έγινα Χριστιανός και πως ηγωνίσθην να στερεώσω την ευσέβειαν και την χριστιανωσύνην· ούτω ορκίζω και σας εις τον Χριστόν τον φοβερόν Κριτήν, να αγωνίζεσθε αείποτε εις το πως να αυξάνη η Πίστις των Χριστιανών, δια να ακούω και εγώ ο δούλος σας, να δοξάζω τον Θεόν». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και κατευώδωσεν αυτούς έως έξω της Πόλεως. Τότε οι Αρχιερείς εστάθησαν και τον ηυλόγησαν και τον ηυχήθησαν, έπειτα δε ανεχώρησαν έκαστος εις την επαρχίαν του. Αλλά τα μεν περί της Αγίας και οικουμενικής πρώτης Συνόδου ούτως έγιναν και ούτως ετελείωσαν· ακούσατε δε και το τέλος της διηγήσεως, δια να μάθητε πως κατήντησεν ο τρισάθλιος Άρειος. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος είχεν αδελφήν Κωνσταντίαν το όνομα από άλλην μητέρα, την Θεοδώραν, θηγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού, η οποία ήτο γυνή του ασεβεστάτου Λικινίου. Επειδή όμως εφόνευσαν τον σύζυγόν της εις την Θεσσαλονίκην, ως προείπομεν, την έφερεν ο Κωνσταντίνος εις το παλάτιόν του, μη θέλων να την υπανδρεύση. Αλλά τι μετεχειρίσθη ο τρισκατάρατος Άρειος; Αυτός μεν δεν ηδύνατο κατά πρόσωπον να ομιλήση εις αυτήν, έβαλε δε Ιερέα τινά βοηθόν του εις την αίρεσιν και πνευματικόν της βασιλίσης, να της ομιλήση και να δικαιώση τον τρισάθλιον. Αλλά και πάλιν ούτε αυτός δεν ετόλμησε να την παρακαλέση. Τότε έβαλε τους ευνούχους φύλακάς της όπως την παρακαλέσουν. Συγκατένευσαν λοιπόν ούτοι και την παρεκάλεσαν· αυτή δε μη γινώσκουσα ποίος είναι ο Άρειος και τι δογματίζει εις την Πίστιν, επήγε με πολλήν ταπείνωσιν εις τον αδελφόν της τον μέγαν Κωνσταντίνον και λέγει· «Αδελφέ μου αγαπητέ, βασιλεύ κράτιστε και πολυχρόνιε, ζητώ να ακούσης μίαν δέησίν μου». Ο δε βασιλεύς την ηρώτησε· «Τι ζητείς»; Και αυτή απεκρίθη. «Έχω ακούσει, ότι ο πτωχός ο Άρειος, ο αναθεματισθείς από την Σύνοδον, επέστρεψε και μετενόησε και λέγει ότι συμφωνεί εις όσα είπον και ενομοθέτησαν οι Πατέρες· δια τούτο δε παρακαλώ, άκουσε και εμού και μη αφήσης τον ταλαίπωρον αποδιωγμένον και κατησχυμμένον, αλλ’ επειδή επιστρέφει, τίμησέ τον εις την πρώτην του τιμήν». Λέγει τότε ο βασιλεύς· «Περιπόθητή μου αδελφή, εάν μεν άλλο τι ήτο το πταίσιμον του Αρείου, δεν θα τον καταδίκαζον τόσον, πλην επειδή σφάλλει εις την Πίστιν, δια τούτο τον κατεδίκασα, αφού όμως λέγει ότι μετενόησε ο πτωχός, θα τον καλέσω να έλθη, να ακούσω και ο ίδιος τι λέγει τώρα και πως πιστεύει». Εκάλεσε λοιπόν αυτόν ο βασιλεύς και επήγεν ομού μετά τινος Επισκόπου καθηρημένου ονόματι Ευζωϊου. Ο δε μέγας Κωνσταντίνος τον ηρώτησε, πως πιστεύει και τι λέγει. Αυτός δε, ως πονηρότατον θηρίον καθώς ήτο, εδείκνυεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, ότι δέχεται τα δόγματα των Πατέρων. Αλλά και όρκον προσέθεσεν εις τους λόγους του, ότι ούτως ομολογεί, καθώς εκήρυξαν οι Πατέρες. Αυτό όμως ήτο πονηρίας έργον, διότι από πολλήν εντροπήν δεν είχε τι να πράξη και εξ ανάγκης εταπεινούτο. Παρά ταύτα όμως ο βασιλεύς δεν τον επίστευσεν, αλλά του είπεν, ότι εγγράφως πρέπει να ομολογήση το φρόνημά του. Τότε εκείνος, επειδή δεν ηδύνατο να αποφύγη, έγραψε και εις το φανερόν ότι ομολογεί και παραδέχεται όσα είπον και ενομοθέτησαν οι Πατέρες. Ο δε βασιλεύς, μη εννοήσας την πονηρίαν του, έγραψεν επιστολήν προς τον Αρχιερέα της Αλεξανδρείας Αλέξανδρον να δεχθή τον Άρειον και να τον αποκαταστήση πάλιν εις το πρώτον διδασκαλείον ως ήτο και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης. Ο δε μέγας Αλέξανδρος ομού με τον μέγαν Αθανάσιον, γνωρίζοντες την κακογνωμίαν του Αρείου δεν τον εδέχθησαν, ούτε έπραξαν ως έγραφεν η επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο Άρειος λοιπόν, ως είδεν, ότι δεν τον εδέχθησαν, πάλιν ήρχισε και εδίδασκε τα της αιρέσεώς του και σύγχυσιν μεγάλην έφερεν εις την Αίγυπτον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, εκάλεσε τον Άρειον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν δια να τον ακούση τι λέγει και διατί δεν τον εδέχθησαν. Επήγε λοιπόν και πάλιν και υπεκρίθη ενώπιον του βασιλέως ότι μετανοεί. Αλλ’ ο μάγος αυτός τι ετεχνεύθη; Έγραψεν εις μικρόν χάρτην όλας αυτού τας βλασφημίας, έπειτα εκρέμασε τον χάρτην υπό την μασχάλην· εκράτει δε εις την αριστεράν χείρα άλλον χάρτην εις τον οποίον είχε γεγραμμένα τα δόγματα των Πατέρων. Τείνων λοιπόν προς τον βασιλέα την αριστεράν του χείρα με τον χάρτην εις τον οποίον είχε τα δόγματα των Πατέρων, έθετε την δεξιάν εις το στήθος του όπου είχε τον χάρτην με τα ιδικά του δόγματα και δεικνύων σχήμα προσκυνήσεως, έλεγε· «Βασιλεύ, πιστεύω αυτά τα οποία γράφει αυτός ο χάρτης». Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως απονήρευτος άνθρωπος όπου ήτο, επίστευσε τον τρισκατάρατον και πάλιν απεφάσισε να τον τιμήση. Κατά δε τας ημέρας εκείνας απέθανεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών, βασιλεύσας έτη τριάκοντα εν. Προ δε του θανάτου του έγραψε διαθήκην πως να διανείμωσι τα τρία αυτού τέκνα την βασιλείαν του. Διότι ο Μέγας Κωνσταντίνος τρία τέκνα αρσενικά εγέννησεν από την γυναίκα του Φαύσταν, τον Κωνσταντίνον, τον Κωνστάντιον και τον Κώσταντα. Είχε δε και τον Κρίσπον από άλλην γυναίκα, τον οποίον εσυκοφάντησεν η μητρυιά του, η Δευτέρα δηλαδή γυνή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ηθέλησε να την δυναστεύση, ο δε βασιλεύς τον εφόνευσε. Μετά δε ταύτα, μαθών ότι ψευδής ήτο η συκοφαντία, έβαλεν αυτήν εις λουτρόν και εκάη. Είχε δε και δύο θυγατέρας, την μίαν ονόματι Ελένην, εις το όνομα της μάμμης της, και την άλλην Κωνσταντίαν, εις το όνομα της θείας της. Εις αυτούς τους τρείς υιούς του διένειμε την βασιλείαν και έγραψεν εις την διαθήκην του τα εξής: «Τω μεν Κωνσταντίνω τω υιώ μου παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίονέκτισα, την Κωνσταντινούπολιν, και την Παλαιστίνην και όλην την Συρίαν και αυτήν την Αίγυπτον· τω δε Κωνσταντίω παραχωρώ τας άνω Γαλλίας και τας Βρεττανικάς Νήσους μέχρι του Εσπερίου Ωκεανού· τω δε Κώνσταντι παραχωρώ τας κάτω Γαλλίας, ήτοι την Βενετίαν και αυτήν την Ρώμην». Tοιουτοτρόπως έγραψεν ο ευσεβής βασιλεύς Κωνσταντίνος την διαθήκην του εκείνην και την ενεχείρισεν εις τον πνευματικόν της βασιλίσσης, εκείνον, περί του οποίου είπομεν, ότι ήτο βοηθός του Αρείου μη γινώσκων ποίας καταστάσεως άνθρωπος ήτο. Αυτός ιδών την διαθήκην, ως έγραφεν, ότι ο Κωνσταντίνος να λάβη το καλλίτερον μερίδιον της βασιλείας, έλαβεν αυτήν και έξυσε το στοιχείον «ν» τόσον λεπτά, ώστε εκεί που έλεγε· «τω Κωνσταντίνω παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίον έκτισα», έγραφε· «τω Κωνσταντίω παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίον έκτισα». Τι δε άλλο, το οποίον ήτο εις του Κωνσταντίου το όνομα, προσέθεσεν ένα «ν», ώστε εφαίνετο ότι έλεγε «Κωνσταντίνω». Γνωρίζων δε τον Κωνστάντιον ελαφρότερον εις την γνώσιν, επήγε και είπε προς αυτόν· «Τι χάρισμα θα μοι δώσης, εάν σοι δώσω τον θρόνον του πατρός σου»; Ο Κωνστάντιος απεκρίθη· «Ο πατήρ μου απέθανεν, αλλ’ από τώρα σε θα έχω πατέρα εις αυτόν τον κόσμον» Τότε του έδειξε την διαθήκην του πατρός του. Ο μικρός λοιπόν τότε Κωνστάντιος είχε τον πνευματικόν εκείνον ως πατέρα και τον ήκουεν εις ό,τι του έλεγεν. Ταύτα μαθών ο Άρειος εχάρη και διεμήνυσεν εις αυτόν να μεσολαβήση προς τον βασιλέα μήπως τον δεχθή και τον τιμήση. Ο δε ανόσιος εκείνος και άπιστος εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους Πνευματικός έλαβε συμβοηθόν του τον Ευσέβιον Νικομηδείας και άλλον Ευσέβιον άρχοντα του παλατίου και επήγεν εις τον βασιλέα, όπως τον παρακαλέση να δεχθή τον Άρειον και να μη τον στείλη πάλιν εις την Αλεξάνδρειαν, αλλά να μένη εις την Κωνσταντινούπολιν. Έπραξε δε αυτό δια να μη τον ελέγχη ο μέγας Αθανάσιος και ο Αλέξανδρος εις την Αλεξάνδρειαν. Ο δε βασιλεύς συνεφώνησεν εις τούτο. Παρήγγειλε λοιπόν εις τον Αλέξανδρον τον τότε Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως, ότι να δεχθή τον Άρειον και να τον κάμη πρωτοπαπάν της μεγάλης Εκκλησίας και να τον αποκαταστήση και διδάσκαλον εις το διδασκαλείον της Πόλεως. Ιδών δε αυτός ότι ο βασιλεύς του παραγγέλλει ούτως, επήγε και λέγει προς τον βασιλέα· «Κράτιστε βασιλεύ, πως μεταβάλλετε γνώμην τοιουτοτρόπως; Ο Άρειος είναι όλως φανερόν δοχείον του διαβόλου και συ τον δέχεσαι και προστάζεις και εμέ να τον δεχθώ; Δεν δύναμαι εγώ να δεχθώ ένα, τον οποίον ανεθεμάτισεν τόσοι θεοφόροι Πατέρες. Εάν όμως μετανοή, ας είναι συμπαθημένος· πλην τώρα πλέον δεν είναι δυνατόν δις καθηρημένος ιερεύς να λειτουργήση, αλλά πρέπει να παραμένη του λοιπού ως απλούς λαϊκός». Ο βασιλεύς όμως επέμενεν εις την γνώμην του και λέγει εις τον Πατριάρχην· «Πρόσεχε καλώς, διότι εγώ θέλω συνάξει και εκ δευτέρου τους Αρχιερείς, καθώς και ο πατήρ μου, δια να επανεξετάσουν την υπόθεσιν αυτήν και τότε θα δεχθής παρά την θέλησίν σου». Ο Πατριάρχης απεκρίθη· «Και την Σύνοδον εάν προσκαλέσης, ω βασιλεύς, ελπίζω εις τον Θεόν, ότι ως εγώ λέγω, δεν θα είναι δυνατόν να λειτουργήση. Αυτό θέλουν είπει και οι Αρχιερείς της Συνόδου εκείνης. Πλην τώρα καλώς γνώριζε, ότι εγώ δεν συλλειτουργώ με αυτόν τον παράνομον, και πράξε όπως επιθυμείς· εγώ δεν παραβαίνω τον νόμον». Ταύτα είπεν ο Πατριάρχης Αλέξανδρος και αμέσως ανεχώρησεν από τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς έχων τον πνευματικόν εκείνον και τον Ευσέβιον τον Νικομηδείας, οίτινες τον παρεκίνουν να επικοινωνήσουν με τον Άρειον, απέστειλε γραπτήν διαταγήν προστάζων, ότι όστις Αρχιερεύς θελήση να επικοινωνήση με τον Άρειον, να παραμένη εις τον θρόνον του, όστις δε δεν δεχθή, να είναι απόβλητος του θρόνου του. Παρήγγειλε δε και εις τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον, ότι εάν μεν θελήση την επομένην να συλλειτουργήση με τον Άρειον και τους συν αυτώ Αρχιερείς, τον Ευσέβιον δηλαδή και τους ομοίους του, έχει καλώς· ει δι’ άλλως, να είναι εξωρισμένος του θρόνου του. Ιδών τότε ο Άγιος Αλέξανδρος, ότι ευρίσκεται εις δυσχερή θέσιν, τον άφησεν εις τον Θεόν. Κατά δε την νύκτα εκείνην επήγεν εντός του Βήματος της Εκκλησίας του και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν, ότι ει μεν είναι καλός ο Άρειος και άξιος να λειτουργήση, να αποκαλύψη τούτο εις αυτόν· ει δε μη, να εξαφανίση αυτόν από του προσώπου της γης, ίνα μη βλάπτη τους Χριστιανούς. Ενώ δε ο Πατριάρχης εδέετο εις τον Θεόν, οι Αρχιερείς εκείνοι οι βοηθοί του Αρείου παρήγγειλαν εις αυτόν να ετοιμασθή, δια να συλλειτουργήση κατά την επομένην μετ’ αυτών. Την νύκτα εκείνην διήλθεν ο Άρειος ετοιμαζόμενος να λειτουργήση. Όταν δε ήγγισεν η ώρα της Λειτουργίας, ο Πατριάρχης Αλέξανδρος περισσότερον εδέετο εις τον Θεόν μετά πολλών δακρύων. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός προβλέπων το αμετάθετον της ψυχής του Αρείου, τι ωκονόμησε; Πορευόμενος ο Άρειος εις το Πατριαρχείον δια να λειτουργήση κατελήφθη από βίαν της φύσεως και εισελθών εις το προωρισμένον δια την εκπλήρωσιν της φυσικής ανάγκης μέρος παρευθύς εχύθησαν εις αυτό όλα τα έντερά του και επήγεν εις την οργήν του Θεού. Οι δε Αρχιερείς, μη γνωρίζοντες τι έπαθε, τον ανέμενον επί πολλήν ώραν, αλλ’ επειδή είδον ότι αργεί, έστειλαν εις το οίκημα το οποίον έμενε να τον ζητήσουν. Οι απεσταλμένοι λοιπόν ούτοι ερωτώντες τον κόσμον, μήπως είδον αυτόν, έμαθον ότι εισήλθεν εις το αναγκαίον της αγοράς· αμέσως δε επήγαν και άμα τον εύρον τοιουτοτρόπως καταδεδικασμένον, έφριξαν άπαντες. Έδραμον λοιπόν εις τους Αρχιερείς και ανήγγειλαν την υπόθεσιν. Τότε οι μεν ευσεβείς εχάρησαν, δοξάζοντες τον Θεόν, οι δε αιρετικοί εκείνοι κατησχύνθησαν και μη έχοντες τι να πράξουν, είπαν, ότι φυσικόν θάνατον υπέστη. Η Εκκλησία όμως του Θεού ηλευθερώθη την ημέραν εκείνην από την αίρεσιν του ασεβεστάτου Αρείου και ο Πατριάρχης εδόξασε τον Θεόν. Τοιούτον τέλος έλαβεν ο τρισάθλιος Άρειος. Επειδή κατεπάτησε την Ορθοδοξίαν και επρόδωσε την Πίστιν του Χριστού, ως ο προδότης Ιούδας, πρεπόντως έλαβε, καθώς και εκείνος, κακόν θάνατον. Ο δε Πατριάρχης Αλέξανδρος αρχιερατεύσας είκοσι τρία έτη εις την Κωνσταντινούπολιν, εκοιμήθη εν Κυρίω εν ηλικία ενενήκοντα οκτώ ετών. Δια ταύτην την αιτίαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εορτάζομεν σήμερον την Σύνοδον των Αγίων Πατέρων, επειδή ούτοι μετά τους Αποστόλους εδίδαξαν εις ημάς την ευσέβειαν και εκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Δια τούτο και ημείς κατ’ έτος εορτάζομεν την μνήμην αυτών, προς ανάμνησιν, ότι ο μεν βλάσφημος και ασεβής Άρειος κατεδικάσθη δια την ασέβειάν του, οι δε Άγιοι Πατέρες, διότι ηγωνίσθησαν δια την Ορθοδοξίαν, ετιμήθησαν παρά του Θεού και παρά των ανθρώπων. Λοιπόν και ημείς, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, ας κρατώμεν την Πίστιν βεβαίαν κατά την παράδοσιν των Αγίων Πατέρων και ας φροντίζωμεν να εκτελώμεν τας παραγγελίας των, διότι όσα είπον και ενομοθέτησαν, όλα εκ Πνεύματος Αγίου τα παρέδωσαν εις τους Χριστιανούς. Μη λέγωμεν, ότι ανθρώπων λόγια είναι αυτά ούτε να διανοώμεθα, ότι απλοί άνθρωποι τα ενομοθέτησαν· αλλ’ ας ίδωμεν ποίοι Άγιοι τα είπον, των οποίων και μόνον το όνομα είναι θαυμαστόν. Διότι οποίος Άγιος μέγας είναι ο μέγας Αθανάσιος; Οποίοι δε είναι ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας και οι επίλοιποι των Πατέρων των οποίων τα έργα γνωρίζομεν από τας κατά μέρος βιογραφίας αυτών; Δεν ωμίλησε δια του στόματος αυτών το Πνεύμα το Άγιον; Αυτοί είναι εκείνοι οίτινες ώρισαν τα τοιαύτα παραγγέλματα. Μήπως είναι λόγια του ενός ή του άλλου τυχαίου ανθρώπου; Ή μήπως ημείς τα λέγομεν εξ ιδίων μας; Δια τούτο ας αναλογισθώμεν πόσον οι Άγιοι Πατέρες ηγωνίσθησαν και επειράσθησαν και εκακοπάθησαν δια να στερεώσουν την ευσέβειαν, ενώ ημείς πολλάκις άνευ πειρασμού, άνευ ουδεμιάς θλίψεως, άνευ ουδενός θανάτου, αρνούμεθα την ευσέβειάν μας. Πως δε την αρνούμεθα; Ακούσατε. Όταν επιορκούμεν ή όταν ομνύωμεν ψευδώς, ή αληθώς εις το άγιον Ευαγγέλιον, και αυτό άρνησις του Χριστού και της Πίστεώς μας είναι και μεγάλην επιφέρει την οργήν του Θεού. Διότι γράφεται εις το βιβλίον του Προφήτου Ζαχαρίου, ότι ο θείος αυτός Προφήτης είδε να πετά εις τον ουρανόν δρέπανον μέγα, του οποίου το μήκος ήτο πήχεις είκοσι και το πλάτος πήχεις δέκα και του είπεν ο Θεός: «Αυτό το δρέπανον εξέρχεται από το πρόσωπον του Θεού, και εισέρχεται εις την οικίαν εκείνου, όστις ομνύει εις το όνομα του Θεού» (Ζαχ. ε: 3 – 4). Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, οποίαν οργήν του Θεού επισύρουν καθ’ εαυτών εκείνοι οίτινες ομνύουν; Δια τούτο ας φύγωμεν την κακήν συνήθειαν των όρκων. Λέγουσι δε τινές, ότι εάν δεν ορκισθώ ψεύματα, πως θα απαλλαγώ από τας χείρας του εχθρού μου; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; Τον εχθρόν σου φοβείσαι και ορκίζεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι; Κατ’ αλήθειαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, φονεύς της ψυχής του είναι εκείνος όστις ομνύει, και όστις βάζει άλλον να ορκισθή. Διότι μήπως δια τούτο έγινεν η Εκκλησία; Δια να ομνύωμεν ημείς; Όχι· αλλά δια να ευχώμεθα τους εχθρούς μας, και δια να παρακαλούμεν και τον Θεόν δια τα πταίσματά μας. Ή μήπως το άγιον Ευαγγέλιον το παρέδωκεν ο Κύριος δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να ομνύωμεν ημείς ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι βεβαίως, αλλά το έδωκεν εις ημάς ο Θεός δια να μανθάνωμεν τι πρέπει να κάμνωμεν, εάν θέλωμεν να σωθώμεν. Άνοιξε λοιπόν αυτήν την βίβλον συ όστις την βαστάς και ορκίζεσαι επ’ αυτής, να ίδης τι λέγει περί του όρκου ο Χριστός. Σου λέγει να ορκισθής ποτέ ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι, δεν λέγει τοιούτον τι, αλλά μάλιστα λέγει, ότι κόλασιν της ψυχής του έχει εκείνος όστις ορκίζεται καθώς και εκείνος όστις βάλλει άλλον να ορκισθή. Αφού λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν λέγει εις το άγιον Ευαγγέλιον να ορκίζεσαι, αλλά μάλιστα ρητώς απαγορεύει τούτο, πως συ τολμάς να το κρατάς με τας χείρας σου και να ορκίζεσαι και δη επ’ αυτού; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού; Δεν γνωρίζεις, ότι αν και από τον εχθρόν σου διαφύγης, αλλά από τον Θεόν δεν διαφεύγεις; Δεν σκέπτεσαι ότι και εάν από χρέος πρόσκαιρον διαφύγης, όμως εκεί από την αιώνιον κόλασιν δεν διαφεύγεις; Δια τούτο σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ακούσατε τους λόγους μου, και όχι τους ιδικούς μου, αλλά του Χριστού, και ούτε σεις να ορκίζεσθε, ούτε άλλον να βάλλετε να ορκισθή, διότι μέγαν κανόνα και βάρος της ψυχής των έχουσιν οι τοιούτοι. Όχι δε μόνον από τους όρκους δικαίους ή αδίκους να απέχωμεν, αλλά και από πάσαν αμαρτίαν την οποίαν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός. Μόνον δε όσα αρέσουν εις τον Θεόν ταύτα ας πράττωμεν αείποτε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα αξιωθώμεν και της Βασιλείας των Ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, δι’ ευχών των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Κάθε χρόνον να εορτάζωμεν την μνήμην των, καθώς και σήμερον εορτάζομεν την μνήμην των Αγίων τιη΄ (318) θεοφόρων Πατέρων των την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον συγκροτησάντων, δια την εξής αιτίαν. Επειδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφόρεσε σάρκα εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και τελειώσας την εις τους ανθρώπους οικονομίαν Του, έπειτα ανελήφθη και επήγεν εις τους ουρανούς ως Θεός αληθινός, θέλοντες οι νομοθέται της Εκκλησίας μας να δείξουν, ότι αληθώς ο Υιός του Θεού έγινεν υιός ανθρώπου και ότι και ως τέλειος άνθρωπος ανελήφθη, και ότι Αυτός είναι ο αληθής και άκτιστος Θεός, δια τούτο έθεσαν και ώρισαν να εορτάζωμεν και ημείς σήμερον την Αγίαν αυτήν Σύνοδον· επειδή οι Πατέρες οι τριακόσιοι δεκαοκτώ που εορτάζονται σήμερον, ούτω τον εκήρυξαν και ούτως ώρισαν να τον ομολογούμεν και ημείς. Πως δε έγινεν αυτή η Αγία και Οικουμενική πρώτη Σύνοδος των Πατέρων, θέλω διηγηθή απ’ αρχής. Αλλά πρώτον παρακαλώ την αγάπην σας, ευλογημένοι Χριστιανοί, μη αμελήτε και νυστάζετε, διότι οι λόγοι μου δεν είναι δια υποθέσεις κοσμικάς, αλλά δια την ψυχικήν σας σωτηρίαν, και εάν μεν τους ακούσετε προθύμως και καρποφορηθήτε εξ αυτών έχετε μισθόν εκ Θεού· εάν δε τους αμελήσετε, πολύν κίνδυνον έχετε δια την ψυχήν σας. Δια τούτο σας παρακαλώ δεχθήτε τους λόγους μου με όλην την καρδίαν σας, δια να λάβετε μισθόν και εκ Θεού και από τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Πατέρες. Μετά τριακόσια και πέντε έτη από της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού, εις το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, ηγέρθη και πάλιν διωγμός κατά των Χριστιανών και μάλιστα αγριώτερος από τους προηγουμένους, ακόμη και από αυτούς οι οποίοι έγιναν εις τον καιρόν του Τραϊανού (98 – 117) και του Δεκίου (249 – 251). Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο και ο Μέγας Κωνσταντίνος, νέος μεν εις την ηλικίαν, πλην από τους γέροντας του καιρού εκείνου φρονιμώτερος. Ακούσατε όμως πως ούτος εβασίλευσε και πως συνεκρότησε την Αγίαν αυτήν Σύνοδον. Όταν εβασίλευον ο Διοκλητιανός (284 – 305) και ο Μαξιμιανός ο Ερκούλιος (Ηρακλής) (286 – 305), οι άνθρωποι της Αλεξανδρείας επανεστάτησαν κατά της ρωμαϊκής εξουσίας, μη θέλοντες να υποτάσσωνται εις τους δύο αυτούς βασιλείς. Ο βασιλεύς λοιπόν της Ανατολής Διοκλητιανός, έχων γαμβρόν εκ της θυγατρός του τον Ερκούλιον Μαξιμιανόν βασιλέα της Δύσεως, τον έλαβε μεθ’ εαυτού να υπάγωσιν εις την Αλεξάνδρειαν με τα στρατεύματά των να την κυριεύσουν. Τότε ήτο και ο πατήρ του Αγίου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, βασιλεύς μικρός εις τα δυτικώτερα μέρη της Αυτοκρατορίας, κεχειροτονημένος από τους δύο αυτούς βασιλείς. Πληροφορηθείς δε ούτος τα γενόμενα απέστειλε και αυτός μικρόν στράτευμα να υπάγη εις βοήθειαν των βασιλέων. Η διοίκησις του στρατεύματος εκείνου ανετέθη εις τον υιόν τού Κωνσταντίου Χλωρού, τον μετέπειτα Μεγάλον Κωνσταντίνον, όστις τότε ήτο νέος την ηλικίαν και ηκολούθει τον Διοκλητιανόν εις τους πολέμους. Εκράτει δε ο Διοκλητιανός πλησίον του τον Κωνσταντίνον προφασιζόμενος ότι θέλει να τον εκπαιδεύση εις την πολεμικήν τέχνην, κατ’ αλήθειαν όμως τον εκράτει ως όμηρον δια να εξασφαλίζη την υποταγήν του πατρός του εις τους βασιλείς. Επήγαν λοιπόν εις την Αλεξάνδρειαν και τα τρία στρατεύματα, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου και επολέμησαν. Εις τον πόλεμον εκείνον βλέποντες οι βασιλείς ότι ο Κωνσταντίνος, αν και νέος την ηλικίαν, όμως ενίκα τους εχθρούς του περισσότερον από όλα τα άλλα στρατεύματα αυτών, τον εφθόνησαν και εσκέπτοντο τον τρόπον με τον οποίον θα τον εξοντώσουν και πολλάς παγίδας του έστησαν από τας οποίας όλας, Χάριτι Χριστού, ελυτρώθη και τέλος αναχωρήσας κρυφίως έφθασεν εις τον πατέρα του. Ήτο δε τούτο Θεού οικονομία να υπάγη, δια να μη λάβη άλλος από τους αδελφούς του την βασιλείαν του πατρός του. Διότι ο πατήρ του Αγίου Κωνσταντίνου είχε και άλλους υιούς· από μεν την Αγίαν Ελένην είχε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, από δε την Θεοδώραν, την θυγατέρα του βασιλέως Ερκουλίου Μαξιμιανού, την οποίαν δια βίας του είχον δώσει ως σύζυγον οι βασιλείς, αφού τον εχώρισαν από την μακαρίαν Ελένην, είχε τον Δαλμάτιον, τον Αννιβαλιανόν και τον Κωνστάντιον, τον πατέρα του Γάλλου και του παραβάτου Ιουλιανού. Την ημέραν λοιπόν κατά την οποίαν επήγεν ο Μέγας Κωνσταντίνος προς τον πατέρα του, τον εύρε βαρέως ασθενούντα. Ο δε πατήρ του, ως είδεν ότι ήλθεν ο Κωνσταντίνος, τον εχειροτόνησεν ευθύς βασιλέα εις τον θρόνον του και τον άφησε να βασιλεύη εις τα μέρη της επικρατείας του. Είπε δε προς αυτόν· «Τέκνον μου Κωνσταντίνε, επειδή βλέπω ότι είσαι φρονιμώτερος από όλους τους αδελφούς σου, σε χειροτονώ βασιλέα εις τον θρόνον μου, ελπίζω δε ότι, καθώς ο Χριστός σε εφύλαξεν από τας επιβουλάς των εχθρών και σε έφερεν εις την κατάλληλον ώραν να λάβης την βασιλείαν ως άξιος, ούτω πιστεύω, ότι θέλει δε βοηθήσει μέχρι τέλους να στερεώσης πανταχού την ευσέβειαν. Παρακαλώ σε μόνον, υιέ μου, να αγαπάς τους Χριστιανούς και να τους βοηθής, εάν θέλης να δοξασθής εις όλον τον κόσμον. Αγάπα δε και τους πτωχούς και τους δυναστευομένους και φρόντιζε όσον δύνασαι να κάμης καλόν εις αυτούς». Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, αφ’ ότου εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, και ο πατήρ του απέθανεν. Μετά τον θάνατον του Κωνσταντίου, πατρός του Αγίου Κωνσταντίνου, πολλά ηκολούθησαν, αλλά δια να μη εξέλθωμεν του θέματος λέγομεν μόνον ότι μετά καιρόν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο Μαξέντιος, ο υιός του βασιλέως Μαξιμιανού, όστις πολλάς αδικίας διέπρατε· τας γυναίκας εδυνάστευε, τους άρχοντας εφόνευεν αδίκως δια να λαμβάνη την περιουσίαν των και άλλας μυρίας αδικίας εποίει. Ταύτα ως ήκουσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, έχων την παραγγελίαν του πατρός του να προστατεύη τους πτωχούς και τους δυναστευομένους, εξ άλλου δε, διότι τον εζήτουν και οι Ρωμαίοι να τους ελευθερώση, συνήθροισε στρατεύματα να υπάγη εις την Ρώμην δια να εξοντώση τον Μαξέντιον. Επήγε λοιπόν και την μεν πρώτην ημέραν κατά την οποίαν έγινεν ο πόλεμος ενικήθη ο Μέγας Κωνσταντίνος και υπεχώρησε. Κατά την νύκτα όμως εκείνην είδεν εις τον ουρανόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξ αστέρων συντεθειμένον, εσχηματίζοντο δε πέριξ του Σταυρού και γράμματα τα οποία έλεγον: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα». Τότε επίστευσε πλέον ολοψύχως εις τον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και προσέταξε να κατασκευάσουν Σταυρόν αργυρούν και να τον θέσουν εις κοντάριον, ώστε την επομένην αρχομένου του πολέμου ο Σταυρός ούτος να προπορεύηται των κατά του εχθρού μαχομένων στρατευμάτων του. Ο δε βασιλεύς Μαξέντιος ελπίζων, ότι θέλει νικήσει τον Κωνσταντίνον ως και την πρώτην φοράν, κατεσκεύασε γέφυραν αδύνατον εις τον Τίβεριν ποταμόν της Ρώμης, πλησίον εις άλλην γέφυραν ονομαζομένην Μυλβίαν, ώστε όταν ο Κωνσταντίνος ίδη ότι νικάται και θελήση να φύγη εκ δευτέρου, να τον αποκλείση εις εκείνην την γέφυραν και ως κάμη να διέλθη εκείθεν με το στράτευμά του να κρημνισθή η γέφυρα και να πνιγή εντός του ποταμού. Ο μεγαλοδύναμος όμως Θεός, ο αποδίδων το κακόν εις εκείνον όστις το πράττει, τι ωκονόμησεν; Την δευτέραν φοράν μεθ’ ικανάς ημέρας, ότε συνεκρούσθησαν εις τον πόλεμον, με την βοήθειαν του Θεού και του Τιμίου Σταυρού ενικήθη το στράτευμα του Μαξεντίου. Τόσος δε φόβος κατέλαβε τον Μαξέντιον, ώστε ώρμησε να φύγη από την γέφυραν εκείνην, την οποίαν είχε κατασκευάσει ο ίδιος και όχι μόνον αυτός ώρμησε να φύγη εκείθεν, αλλά και αρκετοί από το στράτευμα αυτού. Παρευθύς όμως εκρημνίσθη η γέφυρα εκείνη και επνίγη ο ασεβέστατος βασιλεύς. Το θαύμα τούτο ιδών ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εδόξασε τον Θεόν. Αλλ’ ίνα μη διηγούμενοι τα περί του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολυλογούντες εξέλθωμεν από την υπόθεσιν της εορτής μας, ας συντάμωμεν τον λόγον. Τέλος ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε Χριστιανός και εβασίλευσεν εις την Ρώμην αγαπώμενος υφ’ όλου του κόσμου, ευθύς δε διέταξεν όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί να κλείωνται, οι δε Χριστιανικοί να ανοίγωνται. Τότε οι μεν Χριστιανοί ηύξανον, οι δε ειδωλολάτραι ωλιγόστευον. Βλέπων δε ο διάβολος την Χριστιανικήν Πίστιν αυξανομένην παρεκίνησε τον γαμβρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Λικίνιον, και εδίωκε τους Χριστιανούς. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όμως, επιθυμών περισσότερον την αγάπην του Χριστού υπέρ την αγάπην του γαμβρού του, εκίνησε πόλεμον κατά του Λικινίου. Νικηθείς δε εις τον πόλεμον εκείνον ο Λικίνιος και φοβούμενος μη φονευθή, επήγε θεληματικώς και προσεκύνησε τον Μέγαν Κωνσταντίνον. Ο δε Μέγας Κωνσταντίνος τον έστειλε εις Θεσσαλονίκην να κάθηται εντός του φρουρίου και να μη τολμά να εξέλθη της θύρας αυτού, το δε εισόδημα όλον της Θεσσαλονίκης να έχη προς συντήρησίν του. Τούτο υπέμεινεν ολίγον καιρόν ο Λικίνιος, αλλά μετά ταύτα επεβουλεύθη και πάλιν τον Μέγαν Κωνσταντίνον· αυτός δε ως το έμαθεν, έστειλε διαταγήν και τον εφόνευσαν. Κατά δε το εικοστόν έτος της βασιλείας του ευσεβεστάτου Κωνσταντίνου υπήρχεν εις την Εκκλησίαν της Αλεξανδρείας μεγάλη αναταραχή, διότι ετάραττεν αυτήν με τας αιρέσεις του, τας οποίας εκήρυττεν άνθρωπος τις, Λίβυς το γένος, ονόματι Άρειος. Ούτος είχεν έλθει από καιρού εις την Αλεξάνδρειαν δια να σπουδάση και είχε γίνει μαθηματικός κατά πολλά, ο δε Αρχιερεύς του καιρού εκείνου, όστις ήτο ο μακάριος Πέτρος ο Ιερομάρτυς (300 – 311), τον εχειροτόνησε Διάκονον. Αφ’ ότου όμως ο Άρειος εχειροτονήθη, ήρχισε να λέγη βλασφημίας κατά του Χριστού, ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αληθινός, αλλά κτίσμα και ποίημα του Θεού. Ιδών δε ο Άγιος Πέτρος ότι είναι βλάσφημος ο Άρειος, αμέσως τον καθήρεσε, διότι είδε καθ’ ύπνον, ότι ο Χριστός ίστατο επί της Αγίας Τραπέζης ως βρέφος μικρόν και εφόρει χιτώνα εσχισμένον. Τον ηρώτησε τότε· «Τις σου έσχισε, Κύριε, τον χιτώνα»; Ο δε Χριστός απεκρίθη προς αυτόν· «Ο Άρειος, όστις λέγει, ότι δεν είμαι Θεός αληθινός, αυτός μου τον έσχισε». Δια τούτο τον καθήρεσε. Ήτο λοιπόν ο τρισάθλιος Άρειος αργός της διακονίας. Μετά δε τον θάνατον του μακαρίου Πέτρου αρχιεράτευσεν εις την Αλεξάνδρειαν ο Αχιλλάς (311 – 312), όστις επανέφερε τον Άρειον εις την ευσέβειαν, έπειτα δε τον εχειροτόνησε και πρωτοπαπάν της Αλεξανδρείας, αλλά και διδάσκαλον τον κατέστησεν εις το περίφημον τότε διδασκαλείον της Αλεξανδρείας. Εν όσω δε έζη ο Αρχιεπίσκοπος Αχιλάς, ήτο ευσεβής και Ορθόδοξος ο ασεβέστατος Άρειος· κατόπιν δε αφού απέθανεν ο Αχιλλάς και αρχιεράτευσεν ο εν Αγίοις Αλέξανδρος (313 – 328) ήρχισε πάλιν να βλασφημή τα αυτά και πλείστα των προτέρων λέγων, τόσον ώστε παρέσυρε πολλούς εις την πλάνην του μεταξύ των οποίων τον Ευσέβιον, όστις πρότερον μεν ήτο Μητροπολίτης εις την Βηρυττόν, ύστερον δε μετετέθη εις Νικομήδειαν, τον Θεωνάν και τον Σεκούνδον τους ποτέ Επισκόπους, Παυλίνον τον Επίσκοπον Τύρου και άλλον τινά Ευσέβιον Μητροπολίτην Καισαρείας. Όχι δε μόνον αυτούς αλλά και άλλους πολλούς Κληρικούς και Αρχιερείς. Βλέπων λοιπόν αυτόν ο Αρχιερεύς Αλέξανδρος τοιαύτα πράττοντα, συνήθροισεν εκατόν Επισκόπους από την Αίγυπτον και την Λιβύην και καθήρεσε τον Άρειον και τους ακολούθους του όλους. Την σύγχυσιν ταύτην της Εκκλησίας του Χριστού ακούων ο βασιλεύς Κωνσταντίνος έστειλεν εις την Αλεξάνδρειαν τον Επίσκοπον της Κουδρούβης, Όσιον ονόματι, με γράμματα ιδικά του παρακλητικά προς τον Αρχιερέα Αλέξανδρον και προς τον Άρειον. Και προς μεν τον Άρειον συνίστα να αφήση την αίρεσίν του και να επιστρέψη εις την ευσέβειαν, προς δε τον Αλέξανδρον να δεχθή τον Άρειον και να τον αποκαταστήση εις το της ιερωσύνης πρώτον αυτού αξίωμα. Συγκατετίθετο δε και ο Αλέξανδρος να δεχθή τον Άρειον εάν μετενόει. Αλλ’ αυτός ο τρισάθλιος δεν μετέβαλε την γνώμην του, αλλ’ όσον έβλεπεν ότι τον παρακαλούν να επιστρέψη εις την ευσέβειαν, τόσον αυτός ηγριούτο κατά της Εκκλησίας και του Αρχιερέως Αλεξάνδρου. Ιδών δε ο Όσιος, ο της Κουδρούβης Επίσκοπος, ότι ουδέν πράττει, επέστρεψεν εις τον βασιλέα και του εξέθεσε την υπόθεσιν. Ο δε χριστιανικώτατος και ευσεβάστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως αγαθός άνθρωπος όπου ήτο, δεν ωργίσθη κατά του Αρείου, να διατάξη να τον φονεύσουν, αλλ’ έστειλε διαταγάς κατά πάσαν πόλιν και τόπον να συναχθούν οι Αρχιερείς και οι πρώτοι των Μοναχών εις την Νίκαιαν, δια να συνδιαλεχθούν με τον Άρειον και να κρίνουν ποίος είναι ο πταίστης και ο βλάσφημος. Συνήχθησαν λοιπόν εις την Νίκαιαν άπαντες και οι μεν Αρχιερείς ήσαν διακόσιοι τριάκοντα δύο, οι δε Ιερείς και Διάκονοι και Μοναχοί ήσαν ογδοήκοντα εξ, εν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ. Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσεν ότι συνήχθησαν οι Αρχιερείς, έστειλεν εις αυτούς βασιλικά φαγητά και ποτά και άφθονα δώρα. Ήσαν δε πρώτοι και έξαρχοι της Συνόδου οι εξής Άγιοι: Σίλβεστρος ο Πάπας της Ρώμης, Μητροφάνης ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, πλην ήτο ασθενής και είχεν επίτροπον άλλον Αρχιερέα εις την Σύνοδον, Αλέξανδρος ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας έχων βοηθόν δια το γήρας του τον μέγαν Αθανάσιον, Ευστάθιος ο Πατριάρχης της Αντιοχείας, Μακάριος ο Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ο Άγιος Παφνούτιος ο Ομολογητής, ο Άγιος Σπυρίδων ο Επίσκοπος της Τριμυθούντος, ο Μέγας Νικόλαος ο Θαυματουργός, ο Άγιος Ιάκωβος ο Επίσκοπος της Νισίβεως, ο Όσιος Παύλος ο Αρχιερεύς της Νεοκαισαρείας, όστις ήτο κατακεκαυμένος από τον ασεβέστατον Λικίνιον εις τα κάτω μέρη και άλλοι μεγάλοι εκλεκτοί και Θεοφόροι Πατέρες, άλλοι κεκομμένας έχοντες τας χείρας, άλλοι την ρίνα, άλλοι τα ώτα, άλλοι τυφλοί από τον ένα οφθαλμόν, οίτινες όλοι εμαρτύρησαν δια το όνομα του Χριστού εις τον καιρόν των προγενεστέρων βασιλέων, του Διοκλητιανού, του Μαξιμιανού, του Μαξεντίου και του Λικινίου. Μεταξύ δε εκείνων των Αγίων Πατέρων ήσαν και οι του Αρείου συμβοηθοί και ομόφρονες, Μητροφάνης ο Εφέσου, Πατρόφιλος ο Σκυθοπολίτης, Θεωνάς ο Μαρμαρίτης και άλλοι τινές. Ο βασιλεύς λοιπόν παρεχώρησεν εις αυτούς μέρος εντός του παλατίου δια να ποιήσουν την συνδιάλεξιν. Εκάθισαν δε εις μεν την μίαν πλευράν οι ημίσεις εκατόν πεντήκοντα εννέα Πατέρες, εις δε την άλλην, οι άλλοι ημίσεις. Ήλθε τότε και ο βασιλεύς εις την Σύνοδον· οι δε Αρχιερείς, όταν τον είδον, ηγέρθησαν όλοι και τον εχαιρέτησαν, αυτός δε τους προσεκύνησεν. Έπειτα εκάθησεν εν τω μέσω αυτών, όχι εις θρόνον υψηλόν, όπως εκάθητο άλλοτε, αλλ’ εις κάθισμα χαμηλόν (σκαμνίον) προς ταπείνωσιν. Τότε ο Πατριάρχης της Αντιοχείας Ευστάθιος, ως εκλεκτότερος των άλλων και δια την γνώσιν και δια την μάθησιν, έλαβε τον λόγον και είπε προς τον βασιλέα. «Ευχαριστούμεν τον Θεόν, κράτιστε βασιλεύς, διότι εχάρισεν εις σε την επίγειον βασιλείαν, διότι κατέστρεψε την πλάνην των ειδώλων δια της ιδικής σου ευσεβείας και έδωκε χαράν και ευφροσύνην εις τους πιστούς Χριστιανούς. Ιδού έπαυσαν αι θυσίαι των ακαθάρτων δαιμόνων, κατηργήθησαν τα μυστήρια των ειδώλων, της πολυθεϊας το σκότος εσβέσθη και άπαξ ο κόσμος εφωτίσθη με το φως της θεογνωσίας. Ο Πατήρ δοξολογείται, ο Υιός συμπροσκυνείται, το Πνεύμα το Άγιον συνδοξάζεται εν τρισί προσώποις και μια φύσει. Αυτός ανυψοί την βασιλείαν σου, Αυτός μεγαλύνει το κράτος σου, Αυτός έθεσε και αγαθόν λογισμόν εις την καρδίαν σου, να συναθροίσης την Αγίαν αυτήν Σύνοδον. Δια τούτο και ημείς, γαληνότατε βασιλεύς, προσκυνούντες τας διαταγάς σου ήλθομεν εις τους πόδας της βασιλείας σου. Δεν ήτο πρέπον, ω βασιλεύ θειότατε, ημείς οι δούλοι σου να καθήμεθα έμπροσθεν της βασιλείας σου και να συζητώμεν, πλην επειδή το ηθέλησεν η Μεγαλειότης σου, αποδεχόμεθα τον ορισμόν σου. Ηννοήσαμεν δε, ότι ο μισόθεος Άρειος προεκάλεσε την τοιαύτην μεταξύ μας σύγχυσιν· δια τούτο δεόμεθα όλοι της βασιλείας σου να σταθή και αυτός εις το μέσον μας να συζητήσωμεν περί των προφητικών και αποστολικών λόγων, να γνωρίσης και συ, βασιλεύς κράτιστε, ότι αυτός είναι ο πταίστης και βλάσφημος. Και τότε ει μεν θελήσει να αφήση τας βλασφημίας του και να ενωθή με την Καθολικήν Εκκλησίαν, έχει καλώς, εάν δε και δεν θελήση, πρέπον είναι να αποξενωθή της Εκκλησίας, δια να μη βλάψη και τον επίλοιπον κόσμον». Εις τους λόγους τούτους του Πατριάρχου Αντιοχείας Αγίου Ευσταθίου απεκρίθη ο βασιλεύς και λέγει προς την Σύνοδον· «Αγία και Ιερά Σύνοδος, Όσιοι Πατέρες και τιμιώτατοι αδελφοί, ακούσατε και τους ιδικούς μου λόγους. Γνωρίζετε πάντες, ότι εγώ εξ αρχής ήμην εθνικός και πολύθεος· πλην όταν εγνώρισα την αληθινήν Πίστιν των Χριστιανών, επέστρεψα και εγώ και έγινα Χριστιανός, και με την βοήθειαν του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ενίκησα τους εχθρούς μου και μάλιστα όχι με σπάθην ή ασπίδα ή πόλεμον. Όμως ο διάβολος, όστις αείποτε φθονεί το αγαθόν, βλέπων την χαράν μου, την οποίαν είχον δια την χριστιανωσύνην, προσεκάλεσε την σύγχυσιν αυτήν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Δια τούτο παρακαλώ το ένθεον ύψος της Αρχιερωσύνης υμών, όπως φροντίσητε και σεις με την δύναμιν του Χριστού να νικήσητε τους λόγους του Αρείου, δια να γίνη ομόνοια και ειρήνη εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Διότι απρεπές είναι, αν εγώ μόνος εις άνθρωπος ηγωνίσθην να νικήσω τους εχθρούς μου, η δε Αρχιερωσύνη σας, τόσοι όπου είσθε, να μη φροντίσητε πως να νικήσητε τον εχθρόν του Χριστού. Πλην ούτε με έχθραν, ούτε με φιλονικίαν να είναι η συνδιάλεξίς σας, αλλά με την δύναμιν του Θεού και με ταπεινολογίαν, αφ’ ενός μεν διότι δεν μάχεσθε δι’ υλικά πράγματα ώστε να φιλονικήτε μεταξύ σας, αφ’ ετέρου δε, δια να ακούουν οι πάντες. Έλθετε λοιπόν πάντες οι Αρχιερείς και ας ποιήσωμεν δέησιν να επισκιάση η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος εις ημάς, να φωτίση και εμέ και την Αρχιερωσύνην σας· εμέ μεν να ακούσω τους θείους λόγους σας, να τους εννοήσω καλώς, διότι δεν γνωρίζω, καθώς πρέπει την Ελληνικήν γλώσσαν, επειδή εις την ρωμαϊκήν εξεπαιδεύθην· την δε Αρχιερωσύνην σας, δια να δυνηθήτε να συνδιαλεχθήτε μετά του Αρείου, και να αποδείξετε την αλήθειαν, προς δόξαν Θεού». Τότε ηγέρθησαν όλοι οι Πατέρες και αυτός ο βασιλεύς και μετά δακρύων παρεκάλουν τον Θεόν, λέγοντες· «Πάτερ αγέννητε και αθάνατε, Υιέ μονογενές και άκτιστε, Πνεύμα Πανάγιον και άφθερτον, μία Θεότης και μία Ουσία εν τρισί προσώποις, όπου έκτισας τον σύμπαντα κόσμον, όπου έπλασας τον άνθρωπον από του μη όντος εις το είναι, όπου ένευσας και εις την καρδίαν του ευσεβούς βασιλέως και συνήθροισε την Αγίαν ταύτην Σύνοδον· Σε προσκυνούμεν, Σε δοξάζομεν, Σε κηρύττομεν Θεόν αληθινόν, Σου δεόμεθα και Σε παρακαλούμεν, Θεέ και Κύριε του ελέους, επάκουσον ημών των αμαρτωλών δούλων σου και κατάπεμψον το Πανάγιόν Σου Πνεύμα, ως και εις τους Αποστόλους Σου, να φωτίση ημάς και να μας καθοδηγήση, να είπωμεν την αλήθειαν και να Σε κηρύξωμεν Θεόν αληθινόν και άκτιστον εις όλον τον κόσμον. Προς τούτοις δε δος την χάριν σου εις τον κράτιστον βασιλέα και άνοιξον τους ψυχικούς αυτού οφθαλμούς να εννοήση πάσαν την αλήθειαν». Και οι μεν θεοφόροι Πατέρες ούτως εδέοντο εις τον Θεόν· ο δε Θεός, προς θαύμα μέγα και έκπληξιν, ετάραξε όλον τον τόπον εκείνον, επί του οποίου ίσταντο οι Αρχιερείς. Έγινε δηλαδή κάτι παρόμοιον με εκείνο το οποίον έγινε εις τον καιρόν των Αποστόλων και το οποίον διηγούνται αι Πράξεις (δ: 31, ιστ: 26). Τότε έλαβον θάρρος οι Πατέρες και ήρχισαν να διαλέγωνται με τον Άρειον· και πότε μεν απεκρίνετο ο Αντιοχείας Ευστάθιος, πότε δε ο Επίσκοπος της Κουδρούβης Όσιος, πότε και άλλοι των Αρχιερέων μαθηματικοί. Ο δε Άρειος εν πρώτοις μεν απεκρίνετο μόνος· μετά δε ταύτα ηδυνάτησε και προσέταξε φιλόσοφόν τινά Έλληνα να αποκρίνηται αντ’ αυτού. Ο δε φιλόσοφος, ως δυνατός όπου ήτο εις την διαλεκτικήν, έκαμε και την διάλεξιν δυνατήν, τόσον ώστε και οι Αρχιερείς απηύδησαν αποκρινόμενοι. Εις δε των Αρχιερέων, ο Άγιος Σπυρίδων, βλέπων, ότι με λόγους δεν επιστρέφει ο φιλόσοφος, απεκρίθη και λέγει προς αυτόν· «Ω φιλόσοφε, πιστεύεις ότι η Αγία Τριάς είναι εις Θεός και τρία πρόσωπα»; Ο φιλόσοφος απεκρίθη· «Δεν πιστεύω, διότι πως είναι δυνατόν τα τρία πρόσωπα να είναι εις Θεός»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ να σοι το αποδείξω, ότι εις Θεός είναι και τρία πρόσωπα· φέρετε μίαν κεραμίδα». Έφεραν λοιπόν την κεραμίδα και ο Άγιος την έλαβεν εις τας χείρας και είπε προς τον φιλόσοφον· «Ίδε την αλήθειαν, ω φιλόσοφε». Και παρευθύς ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού έσφιγξε την κεραμίδα εκείνην με τας δύο του χείρας και προσηυχήθη λέγων· «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος του ενός Θεού». Και τότε, ω του θαύματος! το μεν πυρ με το οποίον ήτο εψημένη η κεραμίς επήγεν άνω, το ύδωρ εχύθη κάτω, το δε χώμα έμεινεν εις τας χείρας του. Τότε λέγει προς τον φιλόσοφον· «Αυτή η κεραμίς δεν συνέκειτο από τρία; Από πυρ, από ύδωρ και από χώμα και εγένοντο εν; Ούτως είναι και η Αγία Τριάς. Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα· τρία πρόσωπα, εις Θεός αληθινός». Λοιπόν ο φιλόσοφος, ως είδεν αυτό το θαύμα, επίστευσεν μεν, ότι είναι τρισυπόστατος ο Θεός, πλην δεν ηθέλησε να γίνη Χριστιανός, αλλά πάλιν διελέγετο και συνεζήτει δι’ άλλας υποθέσεις. Και ούτω εν πολλαίς ημέρες εγένετο η διάλεξίς των. Ημέραν δε τινά εις την διάλεξιν εκείνην των Πατέρων και του φιλοσόφου, απεκρίθη εις Αρχιερεύς και λέγει· «Ω φιλόσοφε, εάν μεν αλήθειαν εκφράζεσαι, να πλατυνθή το στόμα σου και να λέγης περισσότερα· ει δε ψεύδεσαι, να εμφραχθή τούτο και να απομείνης βωβός». Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου εβουβάθη ο φιλόσοφος και πλέον δεν ηδύνατο ουδόλως να αποκριθή, μόνον εζήτησε χάρτην και έγραψεν ούτως· «Άγιοι Πατέρες, δεηθήτε εις τον Θεόν να ανοιχθή το στόμα μου να ομιλήσω και υπόσχομαι να επιστρέψω και εγώ εις την ευσέβειαν». Δεηθέντων τότε των Αρχιερέων εις τον Θεόν ωμίλησεν ο φιλόσοφος και παρευθύς εβαπτίσθη και έγινε Χριστιανός αυτός και όλοι οι ακόλουθοί του. Ιδών δε ο Άρειος ότι ενικήθη ο φιλόσοφος και μάλιστα αυτός ήτο εναντίον του ο δυνατώτερος, μη θέλων να ταπεινωθή ο τρισάθλιος, δεν υπέκυψε να είπη ότι σφάλλει, αλλ’ εξηκολούθη βλασφημών. Οι Άγιοι Πατέρες όμως, θείω ζήλω κινούμενοι, ιδόντες ότι ο Άρειος φλυαρεί μόνον, χωρίς να δύναται να βεβαιώση τας βλασφημίας του, ανεθεμάτισαν και αυτόν και τους λόγους του και τους ακολούθους του και συνέθεσαν το άγιον Σύμβολον της Πίστεώς μας, το «Πιστεύω εις ένα Θεόν», έως το «και εις το Πνεύμα το Άγιον»· διότι το επίλοιπον η Αγία Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος το ετελείωσεν. Αλλά και νόμους έθεσαν πολλούς οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες· προσέτι δε και πότε πρέπει να εορτάζωμεν το Πάσχα οι Χριστιανοί, αυτοί το ενομοθέτησαν. Διότι τον καιρόν εκείνον δεν συνεώρταζον όλοι οι Χριστιανοί την ιδίαν ημέραν το Άγιον Πάσχα, επειδή δεν είχον ωρισμένην ημέραν πότε να το τελούν και άλλοι μεν πρώτοι ήρχιζαν την Τεσσαρακοστήν, άλλοι δε εις το μέσον, άλλοι πάλιν εις το τέλος και τινές επάσχαζαν την αυτήν ημέραν με τους Εβραίους, άλλοι δε πάλιν άλλως. Δια ταύτα και δια την ευρυθμίαν της Εκκλησίας η Αγία αύτη Σύνοδος συνέταξε το αιώνιον Πασχάλιον και καθώρισε τα περί του εορτασμού του Πάσχα έως συντελείας των αιώνων. Αλλά και την Τεσσαρακοστήν των Αγίων Αποστόλων αυτοί διέταξαν και άλλας διατάξεις ενομοθέτησαν, τας οποίας έγραψαν εις χάρτην και απετέλεσαν ιδιαίτερον Τόμον. Ύστερον υπέγραψαν υποκάτω του Τόμου αυτού όλοι οι Αρχιερείς, εις δε το τέλος υπέγραψε και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με κόκκινα γράμματα, ως και οι πρώτοι του παλατίου. Κατά δε τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας εγράφοντο εις Τόμον αι αποφάσεις των Πατέρων, απέθανον δύο εκ των Αρχιερέων της Αγίας Συνόδου, ο εις ονόματι Χρύσανθος και ο έτερος Μουσώνιος, οίτινες δεν επρόφθασαν να υπογράψουν εις τον Τόμον. Οι δε Άγιοι Πατέρες, αφού υπέγραψαν όλοι, επήραν τον Τόμον εκείνον και επήγαν εις το κοιμητήριον ένθα ήσαν ενταφιασμένοι και λέγουν προς αυτούς· «Ω Πατέρες και αδελφοί, και σεις συνηγωνίσθητε μεθ’ ημών εις τον καλόν αγώνα, τον δρόμον σας ετελειώσατε και την Πίστιν ετηρήσατε, αλλά δεν εφθάσατε να υπογράψητε εις τα δόγματα τα οποία εθέσαμεν· δια τούτο σας καταθέτομεν αυτόν τον Τόμον και αν σας φανή καλόν, υπογράψατε και σεις». Ταύτα ειπόντες, εσφράγισαν αμέσως τον Τόμον εκείνον με την σφραγίδα του βασιλέως και τον άφησαν εις το κοιμητήριον. Εις ένδειξιν δε της αληθείας των δογματισθέντων, ω του θαύματος! κατά την επομένην, όταν επήγαν και ήνοιξαν τον Τόμον, ευρήκαν και των δύο εκείνων Επισκόπων τα ονόματα υπογεγραμμένα και όχι με γράμματα άλλου τινός, αλλά όμοια με τα ιδικά των ως να τα έγραψαν έτι ζώντες. Το θαύμα τούτο άμα ιδόντες ο βασιλεύς και οι Αρχιερείς εδόξασαν μεγάλως τον Θεόν και παρευθύς ο τρισάθλιος Άρειος, μη υποφέρων την εντροπήν, εκρύβη εντός του φρουρίου έως ότου διαλυθώσιν οι Αρχιερείς. Οι δε άλλοι βοηθοί του ζητήσαντες τον Άρειον και μη ευρόντες αυτόν, εταπεινώθησαν και επέστρεψαν προς τους Αρχιερείς. Μόνος δε ο Νικομηδείας Ευσέβιος δεν επέστρεψεν εξ όλης ψυχής, αλλά μόνον το καθ’ υπόκρισιν, δια τον φόβον του βασιλέως. Τότε απεστάλησαν οι Αρχιερείς εις πάντα τόπον δια να στερεώσουν τα δόγματα των Πατέρων· και εις μεν τα μέρη της Δύσεως απεστάλη ο Επίσκοπος της Κουδρούβης Όσιος, εις δε την Αίγυπτον και την Λιβύην ο Άγιος Αθανάσιος, όστις τότε ήτο Διάκονος. Ο Αλέξανδρος, ο επίτροπος του Κωνσταντινουπόλεως, απεστάλη με τον Παύλον τον Αναγνώστην του Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνους εις τα μέρη της Μακεδονίας, εις την Θεσσαλονίκην, εις την Λάρισσαν, εις την Αυλώνα και εις την Πελοπόννησον και εις όλας τας επιλοίπους πόλεις, όσαι είναι από της Καβάλας έως την Πελοπόννησον. Ετελείωσε δε η Αγία αύτη και ιερά πρώτη Σύνοδος εις τρία και ήμισυ έτη, ήτο δε ότε συνήχθησαν οι Άγιοι Πατέρες ο μην Απρίλιος, ετελείωσαν δε κατά μήνα Σεπτέμβριον. Μετά το τέλος της Συνόδου απεφάσισαν οι Αρχιερείς να επιστρέψωσιν εις τας επαρχίας των, ο δε βασιλεύς σταθείς εν τω μέσω αυτών είπε προς αυτούς· «Άγιοι Αρχιερείς, μίαν χάριν ζητώ από την Αρχιερωσύνην σας. Φρούριον μέγα με την βοήθειαν του Θεού έκτισα και σας παρακαλώ να λάβητε τον κόπον να το ευλογήσετε και συνάμα να δώσετε και όνομα εις αυτό, να ίδητε και τον Πνευματικόν μου Πατέρα τον Πατριάρχην Μητροφάνην, καθότι βαρέως ασθενεί». Υπήκουσαν λοιπόν οι Αρχιερείς εις τον βασιλέα και απεφάσισαν να μεταβούν εις Κωνσταντινούπολιν. Κατά την ημέραν όμως κατά την οποίαν ηθέλησαν να αναχωρήσουν, εστάθησαν πάντες να ποιήσουν δέησιν προς τον Θεόν δια να κατευοδωθώσι καλώς εις τας επαρχίας των και να στερεώσωσι τα δόγματά των και ο Θεός προς ένδειξιν της αληθείας, τι εθαυματούργησεν; Μέγας τις λίθος υπήρχεν υποκάτω στύλου τινός του παλατίου και παρευθύς κατά την ώραν εκείνην κατά την οποίαν προσηύχοντο οι Πατέρες, ανέβλυσε έλαιον τόσον πολύ, ώστε εκαλύφθη το έδαφος του παλατίου· δια τούτο ωνόμασαν και την πόλιν εκείνην Νίκαιαν, επειδή ενίκησαν οι Πατέρες, μάλλον δε ο αληθής Θεός. Αλλ’ ακούσατε και το θαύμα, όπερ έγινε μετά ταύτα εις το φρούριον αυτό δια προσευχών των Αγίων Πατέρων. Οι Ασσύριοι κυριεύσαντες ποτέ τα φρούρια της Ανατολής και της Δύσεως έκαμαν μεγάλην αιχμαλωσίαν. Επήγαν λοιπόν και εις αυτήν την Νίκαιαν, δια να την κυριεύσουν. Οι δε άνθρωποι της Νικαίας, μη δυνάμενοι τι άλλο να πράξουν, προσέδραμον εις τον Ναόν των Αγίων Πατέρων και κλαίοντες παρεκάλουν τους Αγίους λέγοντες· «Άγιοι Τριακόσιοι δεκαοκτώ θεοφόροι Πατέρες, οίτινες συνηθροίσθητε εις το φρούριον αυτό και εστερεώσατε την ευσέβειαν, σας παρακαλούμεν οι δούλοι σας, να μας ελευθερώσητε από την πικράν αιχμαλωσίαν». Ταύτα μεν έλεγον οι άνθρωποι. Ο δε Θεός τι ωκονόμησε δι ευχών των Αγίων; Ημέραν τινά ο αρχηγός του στρατεύματος των Ασσυρίων επορεύθη εις την Εκκλησίαν αυτήν των Αγίων Πατέρων, ήτις ευρίσκετο έξω του φρουρίου, δια να ποιήση μαγείας τινάς δαιμονικάς. Παρουσιασθέντες λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες προς αυτόν του είπον· «Παρευθύς να φύγης από το φρούριον τούτο, διότι αύριον πνίγεσαι με όλον σου το στράτευμα». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς των Ασσυρίων έφυγεν εκείθεν και διέταξε να κλείσουν την Εκκλησίαν· αλλά κατόπιν εποίησεν ειρήνην σταθεράν με τους ανθρώπους της Νικαίας, τόσην ώστε αν ήθελεν αιχμαλωτισθή υπ’ αυτών ξένος τις άνθρωπος, και μόνον έλεγεν, ότι είναι από την Νίκαιαν, παρευθύς τον ηλευθέρωνεν. Άφησε δε και έλαιον πολύ εις εκείνο το φρούριον δια να καίη μία κανδήλα εις τον Ναόν των Αγίων. Αλλ’ ας έλθωμεν πάλιν εις την υπόθεσίν μας. Αφού λοιπόν μετέβησαν οι Αρχιερείς μετά του βασιλέως εις την νέαν πρωτεύουσαν του βασιλείου, ωνόμασαν αυτήν Κωνσταντινούπολιν, εις το όνομα του κτίτορος, αφιέρωσαν δε αυτήν εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Μετέβησαν δε και εις τον Πατριάρχην Μητροφάνην, όστις ήτο ασθενής, ως προείπομεν, έλαβε δε τον λόγον ο βασιλεύς και είπε προς τον Μητροφάνην: «Ω τιμιώτατε Πάτερ, βλέπω ότι βαρέως ασθενείς· δια τούτο σε παρακαλώ δια δύο πράγματα, το εν να μοι δώσης την ευχήν σου και το άλλο, να μας ορίσης, τίνα αφήνεις διάδοχον του θρόνου σου». Ο δε Άγιος Μητροφάνης απεκρίθη προς τον βασιλέα· «Τώρα εγνώρισα, βασιλεύ, ότι εις την χείρα του Θεού είναι η ψυχή μου· καλώς ποιείς και φροντίζεις δια την Εκκλησίαν του Χριστού· επειδή δε προστάζεις να ορίσω τον διάδοχόν μου, θα σοι είπω την αλήθειαν· επτά ημέρας έχω αφ’ ότου δέομαι εις τον Θεόν να μοι αποκαλύψη ποίον να ορίσω και μοι είπεν Άγγελος Κυρίου, ότι εγώ μεν μετά δέκα ημέρας αποθνήσκω, να αφήσω δε τον Αλέξανδρον, τον οποίον εστείλαμεν εις Πελοπόννησον δια να στερεώση τα δόγματα των Πατέρων. Δια τούτο λέγω, ότι αυτόν αφήνω εις την θέσιν μου, διότι είναι άξιος να ποιμάνη τον λαόν τούτον· κατόπιν δε απ’ αυτόν θέλει γίνει ο Παύλος ο Αναγνώστης μου». Στραφείς τότε και προς τον Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον Αλέξανδρον, είπε προς αυτόν· «Και συ καλόν διάδοχον έχεις να αφήσης, τούτον τον Διάκονον». Και ταύτα λέγων έπιασεν από τας χείρας τον μέγαν Αθανάσιον και τον εδείκνυε, λέγων· «Αυτός αφού λάβη τον θρόνον σου, πολλούς κινδύνους θέλει υπομείνει με τον Αναγνώστην μου Παύλον δια το όνομα του Χριστού». Ταύτα είπεν ο Άγιος Μητροφάνης και με πολλήν βίαν ηγέρθη από την στρωμνήν του και επήγε με τους Αρχιερείς εις την Εκκλησίαν να λειτουργήση. Αφού δε ανέγνωσαν το άγιον Ευαγγέλιον εις την Λειτουργίαν, εστάθη ο Αρχιερεύς Μητροφάνης και εδίδαξε τον λαόν, έπειτα εξέβαλε το ωμοφόριόν του μόνος του και το έθεσεν εις την αγίαν Τράπεζαν και είπεν· «Ας μένη εδώ έως ότου μετά τινας ημέρας έλθη ο διάδοχός μου Αλέξανδρος να το πάρη», ούτω δε και εγένετο. Εκοιμήθη δε ο μακάριος Μητροφάνης εις τας τέσσαρας του μηνός Ιουνίου, εις ηλικίαν εκατόν δεκαεπτά ετών. Μετά ταύτα ο βασιλεύς παρέθηκε τράπεζαν πλουσίαν και εφίλευσεν όλους τους Αγίους Πατέρας, συνεκάθησε δε και αυτός μετ’ αυτών. Όταν δε επρόκειτο να αναχωρήσουν έκαστος δια την επαρχίαν του, διένειμεν εις αυτούς και πλούτον πολύν. Εις άλλους έδωκε να κάμουν Εκκλησίας, εις άλλους να κτίσουν νοσοκομεία, εις άλλους να θρέψουν πτωχούς και εις άλλους προς διατροφήν των. Έπειτα είπε προς αυτούς· «Είδετε, Άγιοι Αρχιερείς, πως εγώ ο ειδωλολάτρης έγινα Χριστιανός και πως ηγωνίσθην να στερεώσω την ευσέβειαν και την χριστιανωσύνην· ούτω ορκίζω και σας εις τον Χριστόν τον φοβερόν Κριτήν, να αγωνίζεσθε αείποτε εις το πως να αυξάνη η Πίστις των Χριστιανών, δια να ακούω και εγώ ο δούλος σας, να δοξάζω τον Θεόν». Ταύτα είπεν ο βασιλεύς και κατευώδωσεν αυτούς έως έξω της Πόλεως. Τότε οι Αρχιερείς εστάθησαν και τον ηυλόγησαν και τον ηυχήθησαν, έπειτα δε ανεχώρησαν έκαστος εις την επαρχίαν του. Αλλά τα μεν περί της Αγίας και οικουμενικής πρώτης Συνόδου ούτως έγιναν και ούτως ετελείωσαν· ακούσατε δε και το τέλος της διηγήσεως, δια να μάθητε πως κατήντησεν ο τρισάθλιος Άρειος. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος είχεν αδελφήν Κωνσταντίαν το όνομα από άλλην μητέρα, την Θεοδώραν, θηγατέρα του Ερκουλίου Μαξιμιανού, η οποία ήτο γυνή του ασεβεστάτου Λικινίου. Επειδή όμως εφόνευσαν τον σύζυγόν της εις την Θεσσαλονίκην, ως προείπομεν, την έφερεν ο Κωνσταντίνος εις το παλάτιόν του, μη θέλων να την υπανδρεύση. Αλλά τι μετεχειρίσθη ο τρισκατάρατος Άρειος; Αυτός μεν δεν ηδύνατο κατά πρόσωπον να ομιλήση εις αυτήν, έβαλε δε Ιερέα τινά βοηθόν του εις την αίρεσιν και πνευματικόν της βασιλίσης, να της ομιλήση και να δικαιώση τον τρισάθλιον. Αλλά και πάλιν ούτε αυτός δεν ετόλμησε να την παρακαλέση. Τότε έβαλε τους ευνούχους φύλακάς της όπως την παρακαλέσουν. Συγκατένευσαν λοιπόν ούτοι και την παρεκάλεσαν· αυτή δε μη γινώσκουσα ποίος είναι ο Άρειος και τι δογματίζει εις την Πίστιν, επήγε με πολλήν ταπείνωσιν εις τον αδελφόν της τον μέγαν Κωνσταντίνον και λέγει· «Αδελφέ μου αγαπητέ, βασιλεύ κράτιστε και πολυχρόνιε, ζητώ να ακούσης μίαν δέησίν μου». Ο δε βασιλεύς την ηρώτησε· «Τι ζητείς»; Και αυτή απεκρίθη. «Έχω ακούσει, ότι ο πτωχός ο Άρειος, ο αναθεματισθείς από την Σύνοδον, επέστρεψε και μετενόησε και λέγει ότι συμφωνεί εις όσα είπον και ενομοθέτησαν οι Πατέρες· δια τούτο δε παρακαλώ, άκουσε και εμού και μη αφήσης τον ταλαίπωρον αποδιωγμένον και κατησχυμμένον, αλλ’ επειδή επιστρέφει, τίμησέ τον εις την πρώτην του τιμήν». Λέγει τότε ο βασιλεύς· «Περιπόθητή μου αδελφή, εάν μεν άλλο τι ήτο το πταίσιμον του Αρείου, δεν θα τον καταδίκαζον τόσον, πλην επειδή σφάλλει εις την Πίστιν, δια τούτο τον κατεδίκασα, αφού όμως λέγει ότι μετενόησε ο πτωχός, θα τον καλέσω να έλθη, να ακούσω και ο ίδιος τι λέγει τώρα και πως πιστεύει». Εκάλεσε λοιπόν αυτόν ο βασιλεύς και επήγεν ομού μετά τινος Επισκόπου καθηρημένου ονόματι Ευζωϊου. Ο δε μέγας Κωνσταντίνος τον ηρώτησε, πως πιστεύει και τι λέγει. Αυτός δε, ως πονηρότατον θηρίον καθώς ήτο, εδείκνυεν εις το πρόσωπον του βασιλέως, ότι δέχεται τα δόγματα των Πατέρων. Αλλά και όρκον προσέθεσεν εις τους λόγους του, ότι ούτως ομολογεί, καθώς εκήρυξαν οι Πατέρες. Αυτό όμως ήτο πονηρίας έργον, διότι από πολλήν εντροπήν δεν είχε τι να πράξη και εξ ανάγκης εταπεινούτο. Παρά ταύτα όμως ο βασιλεύς δεν τον επίστευσεν, αλλά του είπεν, ότι εγγράφως πρέπει να ομολογήση το φρόνημά του. Τότε εκείνος, επειδή δεν ηδύνατο να αποφύγη, έγραψε και εις το φανερόν ότι ομολογεί και παραδέχεται όσα είπον και ενομοθέτησαν οι Πατέρες. Ο δε βασιλεύς, μη εννοήσας την πονηρίαν του, έγραψεν επιστολήν προς τον Αρχιερέα της Αλεξανδρείας Αλέξανδρον να δεχθή τον Άρειον και να τον αποκαταστήση πάλιν εις το πρώτον διδασκαλείον ως ήτο και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης. Ο δε μέγας Αλέξανδρος ομού με τον μέγαν Αθανάσιον, γνωρίζοντες την κακογνωμίαν του Αρείου δεν τον εδέχθησαν, ούτε έπραξαν ως έγραφεν η επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο Άρειος λοιπόν, ως είδεν, ότι δεν τον εδέχθησαν, πάλιν ήρχισε και εδίδασκε τα της αιρέσεώς του και σύγχυσιν μεγάλην έφερεν εις την Αίγυπτον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, εκάλεσε τον Άρειον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν δια να τον ακούση τι λέγει και διατί δεν τον εδέχθησαν. Επήγε λοιπόν και πάλιν και υπεκρίθη ενώπιον του βασιλέως ότι μετανοεί. Αλλ’ ο μάγος αυτός τι ετεχνεύθη; Έγραψεν εις μικρόν χάρτην όλας αυτού τας βλασφημίας, έπειτα εκρέμασε τον χάρτην υπό την μασχάλην· εκράτει δε εις την αριστεράν χείρα άλλον χάρτην εις τον οποίον είχε γεγραμμένα τα δόγματα των Πατέρων. Τείνων λοιπόν προς τον βασιλέα την αριστεράν του χείρα με τον χάρτην εις τον οποίον είχε τα δόγματα των Πατέρων, έθετε την δεξιάν εις το στήθος του όπου είχε τον χάρτην με τα ιδικά του δόγματα και δεικνύων σχήμα προσκυνήσεως, έλεγε· «Βασιλεύ, πιστεύω αυτά τα οποία γράφει αυτός ο χάρτης». Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως απονήρευτος άνθρωπος όπου ήτο, επίστευσε τον τρισκατάρατον και πάλιν απεφάσισε να τον τιμήση. Κατά δε τας ημέρας εκείνας απέθανεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών, βασιλεύσας έτη τριάκοντα εν. Προ δε του θανάτου του έγραψε διαθήκην πως να διανείμωσι τα τρία αυτού τέκνα την βασιλείαν του. Διότι ο Μέγας Κωνσταντίνος τρία τέκνα αρσενικά εγέννησεν από την γυναίκα του Φαύσταν, τον Κωνσταντίνον, τον Κωνστάντιον και τον Κώσταντα. Είχε δε και τον Κρίσπον από άλλην γυναίκα, τον οποίον εσυκοφάντησεν η μητρυιά του, η Δευτέρα δηλαδή γυνή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι ηθέλησε να την δυναστεύση, ο δε βασιλεύς τον εφόνευσε. Μετά δε ταύτα, μαθών ότι ψευδής ήτο η συκοφαντία, έβαλεν αυτήν εις λουτρόν και εκάη. Είχε δε και δύο θυγατέρας, την μίαν ονόματι Ελένην, εις το όνομα της μάμμης της, και την άλλην Κωνσταντίαν, εις το όνομα της θείας της. Εις αυτούς τους τρείς υιούς του διένειμε την βασιλείαν και έγραψεν εις την διαθήκην του τα εξής: «Τω μεν Κωνσταντίνω τω υιώ μου παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίονέκτισα, την Κωνσταντινούπολιν, και την Παλαιστίνην και όλην την Συρίαν και αυτήν την Αίγυπτον· τω δε Κωνσταντίω παραχωρώ τας άνω Γαλλίας και τας Βρεττανικάς Νήσους μέχρι του Εσπερίου Ωκεανού· τω δε Κώνσταντι παραχωρώ τας κάτω Γαλλίας, ήτοι την Βενετίαν και αυτήν την Ρώμην». Tοιουτοτρόπως έγραψεν ο ευσεβής βασιλεύς Κωνσταντίνος την διαθήκην του εκείνην και την ενεχείρισεν εις τον πνευματικόν της βασιλίσσης, εκείνον, περί του οποίου είπομεν, ότι ήτο βοηθός του Αρείου μη γινώσκων ποίας καταστάσεως άνθρωπος ήτο. Αυτός ιδών την διαθήκην, ως έγραφεν, ότι ο Κωνσταντίνος να λάβη το καλλίτερον μερίδιον της βασιλείας, έλαβεν αυτήν και έξυσε το στοιχείον «ν» τόσον λεπτά, ώστε εκεί που έλεγε· «τω Κωνσταντίνω παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίον έκτισα», έγραφε· «τω Κωνσταντίω παραχωρώ την Ανατολήν όλην και το φρούριον το οποίον έκτισα». Τι δε άλλο, το οποίον ήτο εις του Κωνσταντίου το όνομα, προσέθεσεν ένα «ν», ώστε εφαίνετο ότι έλεγε «Κωνσταντίνω». Γνωρίζων δε τον Κωνστάντιον ελαφρότερον εις την γνώσιν, επήγε και είπε προς αυτόν· «Τι χάρισμα θα μοι δώσης, εάν σοι δώσω τον θρόνον του πατρός σου»; Ο Κωνστάντιος απεκρίθη· «Ο πατήρ μου απέθανεν, αλλ’ από τώρα σε θα έχω πατέρα εις αυτόν τον κόσμον» Τότε του έδειξε την διαθήκην του πατρός του. Ο μικρός λοιπόν τότε Κωνστάντιος είχε τον πνευματικόν εκείνον ως πατέρα και τον ήκουεν εις ό,τι του έλεγεν. Ταύτα μαθών ο Άρειος εχάρη και διεμήνυσεν εις αυτόν να μεσολαβήση προς τον βασιλέα μήπως τον δεχθή και τον τιμήση. Ο δε ανόσιος εκείνος και άπιστος εις τον Θεόν και εις τους ανθρώπους Πνευματικός έλαβε συμβοηθόν του τον Ευσέβιον Νικομηδείας και άλλον Ευσέβιον άρχοντα του παλατίου και επήγεν εις τον βασιλέα, όπως τον παρακαλέση να δεχθή τον Άρειον και να μη τον στείλη πάλιν εις την Αλεξάνδρειαν, αλλά να μένη εις την Κωνσταντινούπολιν. Έπραξε δε αυτό δια να μη τον ελέγχη ο μέγας Αθανάσιος και ο Αλέξανδρος εις την Αλεξάνδρειαν. Ο δε βασιλεύς συνεφώνησεν εις τούτο. Παρήγγειλε λοιπόν εις τον Αλέξανδρον τον τότε Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως, ότι να δεχθή τον Άρειον και να τον κάμη πρωτοπαπάν της μεγάλης Εκκλησίας και να τον αποκαταστήση και διδάσκαλον εις το διδασκαλείον της Πόλεως. Ιδών δε αυτός ότι ο βασιλεύς του παραγγέλλει ούτως, επήγε και λέγει προς τον βασιλέα· «Κράτιστε βασιλεύ, πως μεταβάλλετε γνώμην τοιουτοτρόπως; Ο Άρειος είναι όλως φανερόν δοχείον του διαβόλου και συ τον δέχεσαι και προστάζεις και εμέ να τον δεχθώ; Δεν δύναμαι εγώ να δεχθώ ένα, τον οποίον ανεθεμάτισεν τόσοι θεοφόροι Πατέρες. Εάν όμως μετανοή, ας είναι συμπαθημένος· πλην τώρα πλέον δεν είναι δυνατόν δις καθηρημένος ιερεύς να λειτουργήση, αλλά πρέπει να παραμένη του λοιπού ως απλούς λαϊκός». Ο βασιλεύς όμως επέμενεν εις την γνώμην του και λέγει εις τον Πατριάρχην· «Πρόσεχε καλώς, διότι εγώ θέλω συνάξει και εκ δευτέρου τους Αρχιερείς, καθώς και ο πατήρ μου, δια να επανεξετάσουν την υπόθεσιν αυτήν και τότε θα δεχθής παρά την θέλησίν σου». Ο Πατριάρχης απεκρίθη· «Και την Σύνοδον εάν προσκαλέσης, ω βασιλεύς, ελπίζω εις τον Θεόν, ότι ως εγώ λέγω, δεν θα είναι δυνατόν να λειτουργήση. Αυτό θέλουν είπει και οι Αρχιερείς της Συνόδου εκείνης. Πλην τώρα καλώς γνώριζε, ότι εγώ δεν συλλειτουργώ με αυτόν τον παράνομον, και πράξε όπως επιθυμείς· εγώ δεν παραβαίνω τον νόμον». Ταύτα είπεν ο Πατριάρχης Αλέξανδρος και αμέσως ανεχώρησεν από τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς έχων τον πνευματικόν εκείνον και τον Ευσέβιον τον Νικομηδείας, οίτινες τον παρεκίνουν να επικοινωνήσουν με τον Άρειον, απέστειλε γραπτήν διαταγήν προστάζων, ότι όστις Αρχιερεύς θελήση να επικοινωνήση με τον Άρειον, να παραμένη εις τον θρόνον του, όστις δε δεν δεχθή, να είναι απόβλητος του θρόνου του. Παρήγγειλε δε και εις τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον, ότι εάν μεν θελήση την επομένην να συλλειτουργήση με τον Άρειον και τους συν αυτώ Αρχιερείς, τον Ευσέβιον δηλαδή και τους ομοίους του, έχει καλώς· ει δι’ άλλως, να είναι εξωρισμένος του θρόνου του. Ιδών τότε ο Άγιος Αλέξανδρος, ότι ευρίσκεται εις δυσχερή θέσιν, τον άφησεν εις τον Θεόν. Κατά δε την νύκτα εκείνην επήγεν εντός του Βήματος της Εκκλησίας του και μετά δακρύων παρεκάλει τον Θεόν, ότι ει μεν είναι καλός ο Άρειος και άξιος να λειτουργήση, να αποκαλύψη τούτο εις αυτόν· ει δε μη, να εξαφανίση αυτόν από του προσώπου της γης, ίνα μη βλάπτη τους Χριστιανούς. Ενώ δε ο Πατριάρχης εδέετο εις τον Θεόν, οι Αρχιερείς εκείνοι οι βοηθοί του Αρείου παρήγγειλαν εις αυτόν να ετοιμασθή, δια να συλλειτουργήση κατά την επομένην μετ’ αυτών. Την νύκτα εκείνην διήλθεν ο Άρειος ετοιμαζόμενος να λειτουργήση. Όταν δε ήγγισεν η ώρα της Λειτουργίας, ο Πατριάρχης Αλέξανδρος περισσότερον εδέετο εις τον Θεόν μετά πολλών δακρύων. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός προβλέπων το αμετάθετον της ψυχής του Αρείου, τι ωκονόμησε; Πορευόμενος ο Άρειος εις το Πατριαρχείον δια να λειτουργήση κατελήφθη από βίαν της φύσεως και εισελθών εις το προωρισμένον δια την εκπλήρωσιν της φυσικής ανάγκης μέρος παρευθύς εχύθησαν εις αυτό όλα τα έντερά του και επήγεν εις την οργήν του Θεού. Οι δε Αρχιερείς, μη γνωρίζοντες τι έπαθε, τον ανέμενον επί πολλήν ώραν, αλλ’ επειδή είδον ότι αργεί, έστειλαν εις το οίκημα το οποίον έμενε να τον ζητήσουν. Οι απεσταλμένοι λοιπόν ούτοι ερωτώντες τον κόσμον, μήπως είδον αυτόν, έμαθον ότι εισήλθεν εις το αναγκαίον της αγοράς· αμέσως δε επήγαν και άμα τον εύρον τοιουτοτρόπως καταδεδικασμένον, έφριξαν άπαντες. Έδραμον λοιπόν εις τους Αρχιερείς και ανήγγειλαν την υπόθεσιν. Τότε οι μεν ευσεβείς εχάρησαν, δοξάζοντες τον Θεόν, οι δε αιρετικοί εκείνοι κατησχύνθησαν και μη έχοντες τι να πράξουν, είπαν, ότι φυσικόν θάνατον υπέστη. Η Εκκλησία όμως του Θεού ηλευθερώθη την ημέραν εκείνην από την αίρεσιν του ασεβεστάτου Αρείου και ο Πατριάρχης εδόξασε τον Θεόν. Τοιούτον τέλος έλαβεν ο τρισάθλιος Άρειος. Επειδή κατεπάτησε την Ορθοδοξίαν και επρόδωσε την Πίστιν του Χριστού, ως ο προδότης Ιούδας, πρεπόντως έλαβε, καθώς και εκείνος, κακόν θάνατον. Ο δε Πατριάρχης Αλέξανδρος αρχιερατεύσας είκοσι τρία έτη εις την Κωνσταντινούπολιν, εκοιμήθη εν Κυρίω εν ηλικία ενενήκοντα οκτώ ετών. Δια ταύτην την αιτίαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, εορτάζομεν σήμερον την Σύνοδον των Αγίων Πατέρων, επειδή ούτοι μετά τους Αποστόλους εδίδαξαν εις ημάς την ευσέβειαν και εκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Δια τούτο και ημείς κατ’ έτος εορτάζομεν την μνήμην αυτών, προς ανάμνησιν, ότι ο μεν βλάσφημος και ασεβής Άρειος κατεδικάσθη δια την ασέβειάν του, οι δε Άγιοι Πατέρες, διότι ηγωνίσθησαν δια την Ορθοδοξίαν, ετιμήθησαν παρά του Θεού και παρά των ανθρώπων. Λοιπόν και ημείς, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, ας κρατώμεν την Πίστιν βεβαίαν κατά την παράδοσιν των Αγίων Πατέρων και ας φροντίζωμεν να εκτελώμεν τας παραγγελίας των, διότι όσα είπον και ενομοθέτησαν, όλα εκ Πνεύματος Αγίου τα παρέδωσαν εις τους Χριστιανούς. Μη λέγωμεν, ότι ανθρώπων λόγια είναι αυτά ούτε να διανοώμεθα, ότι απλοί άνθρωποι τα ενομοθέτησαν· αλλ’ ας ίδωμεν ποίοι Άγιοι τα είπον, των οποίων και μόνον το όνομα είναι θαυμαστόν. Διότι οποίος Άγιος μέγας είναι ο μέγας Αθανάσιος; Οποίοι δε είναι ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Σπυρίδων, ο Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας και οι επίλοιποι των Πατέρων των οποίων τα έργα γνωρίζομεν από τας κατά μέρος βιογραφίας αυτών; Δεν ωμίλησε δια του στόματος αυτών το Πνεύμα το Άγιον; Αυτοί είναι εκείνοι οίτινες ώρισαν τα τοιαύτα παραγγέλματα. Μήπως είναι λόγια του ενός ή του άλλου τυχαίου ανθρώπου; Ή μήπως ημείς τα λέγομεν εξ ιδίων μας; Δια τούτο ας αναλογισθώμεν πόσον οι Άγιοι Πατέρες ηγωνίσθησαν και επειράσθησαν και εκακοπάθησαν δια να στερεώσουν την ευσέβειαν, ενώ ημείς πολλάκις άνευ πειρασμού, άνευ ουδεμιάς θλίψεως, άνευ ουδενός θανάτου, αρνούμεθα την ευσέβειάν μας. Πως δε την αρνούμεθα; Ακούσατε. Όταν επιορκούμεν ή όταν ομνύωμεν ψευδώς, ή αληθώς εις το άγιον Ευαγγέλιον, και αυτό άρνησις του Χριστού και της Πίστεώς μας είναι και μεγάλην επιφέρει την οργήν του Θεού. Διότι γράφεται εις το βιβλίον του Προφήτου Ζαχαρίου, ότι ο θείος αυτός Προφήτης είδε να πετά εις τον ουρανόν δρέπανον μέγα, του οποίου το μήκος ήτο πήχεις είκοσι και το πλάτος πήχεις δέκα και του είπεν ο Θεός: «Αυτό το δρέπανον εξέρχεται από το πρόσωπον του Θεού, και εισέρχεται εις την οικίαν εκείνου, όστις ομνύει εις το όνομα του Θεού» (Ζαχ. ε: 3 – 4). Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, οποίαν οργήν του Θεού επισύρουν καθ’ εαυτών εκείνοι οίτινες ομνύουν; Δια τούτο ας φύγωμεν την κακήν συνήθειαν των όρκων. Λέγουσι δε τινές, ότι εάν δεν ορκισθώ ψεύματα, πως θα απαλλαγώ από τας χείρας του εχθρού μου; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; Τον εχθρόν σου φοβείσαι και ορκίζεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι; Κατ’ αλήθειαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, φονεύς της ψυχής του είναι εκείνος όστις ομνύει, και όστις βάζει άλλον να ορκισθή. Διότι μήπως δια τούτο έγινεν η Εκκλησία; Δια να ομνύωμεν ημείς; Όχι· αλλά δια να ευχώμεθα τους εχθρούς μας, και δια να παρακαλούμεν και τον Θεόν δια τα πταίσματά μας. Ή μήπως το άγιον Ευαγγέλιον το παρέδωκεν ο Κύριος δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να ομνύωμεν ημείς ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι βεβαίως, αλλά το έδωκεν εις ημάς ο Θεός δια να μανθάνωμεν τι πρέπει να κάμνωμεν, εάν θέλωμεν να σωθώμεν. Άνοιξε λοιπόν αυτήν την βίβλον συ όστις την βαστάς και ορκίζεσαι επ’ αυτής, να ίδης τι λέγει περί του όρκου ο Χριστός. Σου λέγει να ορκισθής ποτέ ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι, δεν λέγει τοιούτον τι, αλλά μάλιστα λέγει, ότι κόλασιν της ψυχής του έχει εκείνος όστις ορκίζεται καθώς και εκείνος όστις βάλλει άλλον να ορκισθή. Αφού λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν λέγει εις το άγιον Ευαγγέλιον να ορκίζεσαι, αλλά μάλιστα ρητώς απαγορεύει τούτο, πως συ τολμάς να το κρατάς με τας χείρας σου και να ορκίζεσαι και δη επ’ αυτού; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού; Δεν γνωρίζεις, ότι αν και από τον εχθρόν σου διαφύγης, αλλά από τον Θεόν δεν διαφεύγεις; Δεν σκέπτεσαι ότι και εάν από χρέος πρόσκαιρον διαφύγης, όμως εκεί από την αιώνιον κόλασιν δεν διαφεύγεις; Δια τούτο σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ακούσατε τους λόγους μου, και όχι τους ιδικούς μου, αλλά του Χριστού, και ούτε σεις να ορκίζεσθε, ούτε άλλον να βάλλετε να ορκισθή, διότι μέγαν κανόνα και βάρος της ψυχής των έχουσιν οι τοιούτοι. Όχι δε μόνον από τους όρκους δικαίους ή αδίκους να απέχωμεν, αλλά και από πάσαν αμαρτίαν την οποίαν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός. Μόνον δε όσα αρέσουν εις τον Θεόν ταύτα ας πράττωμεν αείποτε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα αξιωθώμεν και της Βασιλείας των Ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, δι’ ευχών των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου