Ναθαναήλ ο άριστος από τους
παλαιούς και θαυμάσιος Αναχωρητής, κτίσας εν κελλίον εις την έρημον κατώκει εις
αυτό· τόσην δε υπομονήν έδειξεν ο αείμνηστος εις εκείνο το κελλίον, ώστε δεν
ήλλαξε ποτέ τον σκοπόν, τον οποίον έβαλε της σωτηρίας. Εις τας αρχάς όμως, όταν
το έκτισεν, εγελάσθη υπό του δαίμονος και εξήλθεν απ’ εκεί και έκτισεν άλλο
πλησίον εις την χώραν. Και αφού εστάθη εκεί μήνας τρεις ή τέσσαρας, έρχεται ο
δαίμων μίαν νύκτα εις αυτόν, έχων άρματα όμοια με εκείνα τα οποία έχουν οι
δήμιοι, με σχήμα στρατιωτικόν, με παλαιά ενδύματα, και έκαμνε μεγάλον κτύπον με
τα άρματα, ο δε μακάριος Ναθαναήλ έλεγε προς αυτόν· «Ποίος είσαι όπου με
ενοχλείς εις το κελλίον μου»;
Και ο δαίμων απεκρίθη λέγων· «Εγώ είμαι εκείνος όστις σε εξέβαλα από το πρώτον κελλίον και τώρα ήλθα πάλιν να σε εκβάλω και απ’ εδώ». Τότε γνωρίσας ο Όσιος ότι εγελάσθη από την σατανικήν πονηρίαν, εγύρισεν εις την πρώτην του κέλλαν, και έκαμεν εκεί έτη τριάκοντα επτά, κατά τα οποία δεν εξήλθε τελείως έξω από την θύραν του κελλίου του, εις πείσμα του δαίμονος, επειδή τον εγέλασε πρότερον. Μετά ταύτα τόσον τον επολέμησεν ο δαίμων να τον εκβάλη από το κελλίον, ώστε τον πόλεμον και τους πειρασμούς τους οποίους του έδωκε δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τις. Επάνω δε εις τους πειρασμούς και τας πονηρίας του ο Σατανάς έκαμε και αυτήν την πονηρίαν, δια να τον αναγκάση να εξέλθη καν έξω από το κελλίον του. Επτά Αρχιερείς ήλθον και επεσκέφθησαν τούτον τον Όσιον, δια το οποίον τότε ολίγον έλειψε να χαλαρώση τον κανόνα του ο Όσιος Ναθαναήλ, ήτοι να εξέλθη έξω από το κελλίον του. Διότι αφού οι Επίσκοποι εκείνοι επεσκέφθησαν και απεχαιρέτησαν τον Άγιον, εξερχόμενοι από την κέλλαν του, αυτός δεν εξήλθε καν ολίγον τι έξω του κελλίου του να τους κατευοδώση, ο δε εχθρός έβαλεν εις τους Διακόνους των Επισκόπων να λέγουν εις τον Άγιον· «Υπερήφανον πράγμα κάμνεις, Αββά, να μη συνοδεύσης ολίγον διάστημα καν τους Επισκόπους». Και ο Όσιος απεκρίθη προς αυτούς λέγων· «Εγώ και τους κυρίους μου τους Αρχιερείς προσκυνώ και όλον τον κλήρον των τιμώ, νομίζω δε τον εαυτόν μου πλέον αμαρτωλόν και πάντων ελάχιστον. Όσον μεν δια τιμήν και δόξαν και έπαινον (όσον το κατ’ εμέ) ίσα το αισθάνομαι, όσον και οι νεκροί. Δια δε ότι δεν εξέρχομαι έξω της κέλλας μου, έχω άλλον σκοπόν, τον οποίον μόνος ο Κύριος ο κρυφιογνώστης γινώσκει». Επειδή λοιπόν ο δαίμων και με τοιαύτην πονηρίαν δεν κατώρθωσε να ευγάλη έξω τον Όσιον, σοφίζεται ο μιαρός άλλην κατασκευήν. Εννέα μήνας πριν να αποθάνη ο Όσιος, σχηματίζεται ο δαίμων παιδίον δώδεκα ετών, έχων όνον φορτωμένον άρτους, τους οποίους δήθεν του έστελλον από την χώραν, έφθασε δε την νύκτα εις το κελλίον του Αγίου απ’ έξω. Εκεί σχηματίζεται ότι έπεσε κάτω ο όνος και δεν ηδύνατο να εγερθή. Δια τούτο εφώναζε το παιδίον έξωθεν του κελλίου εις το σκότος· «Αββά Ναθαναήλ, βοήθησόν μοι εις ταύτην την ανάγκην». Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς ήνοιξε την θύραν του κελλίου του και εστάθη εις την θύραν, ερωτών το παιδίον ποίος είναι και ποίαν βοήθειαν ζητεί απ’ αυτόν. Λέγει προς αυτόν ο δαίμων· «Εγώ είμαι από τον δείνα μοναχόν τον αγαπητόν σου απεσταλμένος και σου φέρω άρτους και προσφοράς, επειδή αύριον είναι Σάββατον και χρειάζονται. Αλλά παρακαλώ να με βοηθήσης να εγείρωμεν το ζώον, και να έλθω εις το κελλίον, δια να μη φαγωθώμεν από τους λύκους, επειδή είναι πολλοί τοιούτοι εδώ εις την έρημον». Τότε ο Άγιος εσυλλογίζετο τι να πράξη. Η ευσπλαγχνία τον ηνάγκαζε να εξέλθη εκ του κελλίου του να βοηθήση τον παίδα. Από το άλλο μέρος εσυλλογίζετο την απόφασιν, την οποίαν έκαμε να μη δώση καμμίαν πρόφασιν εις τον εχθρόν. Όθεν κάμνων ευχήν εις την θείαν βοήθειαν, λέγει εις το φαινόμενον παιδίον· «Άκουσον, ω παιδίον, ή όποιος και αν είσαι· ελπίζω εις τον Θεόν, όστις εξουσιάζει ζωήν και θάνατον, ότι όσην βοήθειαν χρειάζεσαι, θέλεις την έχει παρ’ Αυτού και μήτε άλλο κανένα κακόν θέλει σου εγγίσει. Ει δε και είσαι κανένας πειρασμός, και εις τούτο θέλει μου γίνει καμμία φανέρωσις παρά Κυρίου». Τούτο είπε και κλείσας την θύραν του κελλίου του ησύχασεν εντός αυτού. Ο δε δαίμων εντραπείς και εις ταύτην την νίκην του Οσίου διεσκορπίσθη ως σύννεφον υπό ανέμου, και με φωνάς και κτύπους αγρίων ζώων έγινεν άφαντος. Αυτά είναι τα κατορθώματα του όντως μακαρίου και Οσίου Ναθαναήλ, και τούτο το μέγα και θαυμαστόν τρόπαιον, όπερ έστησεν εναντίον του σατανά.
Και ο δαίμων απεκρίθη λέγων· «Εγώ είμαι εκείνος όστις σε εξέβαλα από το πρώτον κελλίον και τώρα ήλθα πάλιν να σε εκβάλω και απ’ εδώ». Τότε γνωρίσας ο Όσιος ότι εγελάσθη από την σατανικήν πονηρίαν, εγύρισεν εις την πρώτην του κέλλαν, και έκαμεν εκεί έτη τριάκοντα επτά, κατά τα οποία δεν εξήλθε τελείως έξω από την θύραν του κελλίου του, εις πείσμα του δαίμονος, επειδή τον εγέλασε πρότερον. Μετά ταύτα τόσον τον επολέμησεν ο δαίμων να τον εκβάλη από το κελλίον, ώστε τον πόλεμον και τους πειρασμούς τους οποίους του έδωκε δεν είναι δυνατόν να περιγράψη τις. Επάνω δε εις τους πειρασμούς και τας πονηρίας του ο Σατανάς έκαμε και αυτήν την πονηρίαν, δια να τον αναγκάση να εξέλθη καν έξω από το κελλίον του. Επτά Αρχιερείς ήλθον και επεσκέφθησαν τούτον τον Όσιον, δια το οποίον τότε ολίγον έλειψε να χαλαρώση τον κανόνα του ο Όσιος Ναθαναήλ, ήτοι να εξέλθη έξω από το κελλίον του. Διότι αφού οι Επίσκοποι εκείνοι επεσκέφθησαν και απεχαιρέτησαν τον Άγιον, εξερχόμενοι από την κέλλαν του, αυτός δεν εξήλθε καν ολίγον τι έξω του κελλίου του να τους κατευοδώση, ο δε εχθρός έβαλεν εις τους Διακόνους των Επισκόπων να λέγουν εις τον Άγιον· «Υπερήφανον πράγμα κάμνεις, Αββά, να μη συνοδεύσης ολίγον διάστημα καν τους Επισκόπους». Και ο Όσιος απεκρίθη προς αυτούς λέγων· «Εγώ και τους κυρίους μου τους Αρχιερείς προσκυνώ και όλον τον κλήρον των τιμώ, νομίζω δε τον εαυτόν μου πλέον αμαρτωλόν και πάντων ελάχιστον. Όσον μεν δια τιμήν και δόξαν και έπαινον (όσον το κατ’ εμέ) ίσα το αισθάνομαι, όσον και οι νεκροί. Δια δε ότι δεν εξέρχομαι έξω της κέλλας μου, έχω άλλον σκοπόν, τον οποίον μόνος ο Κύριος ο κρυφιογνώστης γινώσκει». Επειδή λοιπόν ο δαίμων και με τοιαύτην πονηρίαν δεν κατώρθωσε να ευγάλη έξω τον Όσιον, σοφίζεται ο μιαρός άλλην κατασκευήν. Εννέα μήνας πριν να αποθάνη ο Όσιος, σχηματίζεται ο δαίμων παιδίον δώδεκα ετών, έχων όνον φορτωμένον άρτους, τους οποίους δήθεν του έστελλον από την χώραν, έφθασε δε την νύκτα εις το κελλίον του Αγίου απ’ έξω. Εκεί σχηματίζεται ότι έπεσε κάτω ο όνος και δεν ηδύνατο να εγερθή. Δια τούτο εφώναζε το παιδίον έξωθεν του κελλίου εις το σκότος· «Αββά Ναθαναήλ, βοήθησόν μοι εις ταύτην την ανάγκην». Ακούσας ο Άγιος τας φωνάς ήνοιξε την θύραν του κελλίου του και εστάθη εις την θύραν, ερωτών το παιδίον ποίος είναι και ποίαν βοήθειαν ζητεί απ’ αυτόν. Λέγει προς αυτόν ο δαίμων· «Εγώ είμαι από τον δείνα μοναχόν τον αγαπητόν σου απεσταλμένος και σου φέρω άρτους και προσφοράς, επειδή αύριον είναι Σάββατον και χρειάζονται. Αλλά παρακαλώ να με βοηθήσης να εγείρωμεν το ζώον, και να έλθω εις το κελλίον, δια να μη φαγωθώμεν από τους λύκους, επειδή είναι πολλοί τοιούτοι εδώ εις την έρημον». Τότε ο Άγιος εσυλλογίζετο τι να πράξη. Η ευσπλαγχνία τον ηνάγκαζε να εξέλθη εκ του κελλίου του να βοηθήση τον παίδα. Από το άλλο μέρος εσυλλογίζετο την απόφασιν, την οποίαν έκαμε να μη δώση καμμίαν πρόφασιν εις τον εχθρόν. Όθεν κάμνων ευχήν εις την θείαν βοήθειαν, λέγει εις το φαινόμενον παιδίον· «Άκουσον, ω παιδίον, ή όποιος και αν είσαι· ελπίζω εις τον Θεόν, όστις εξουσιάζει ζωήν και θάνατον, ότι όσην βοήθειαν χρειάζεσαι, θέλεις την έχει παρ’ Αυτού και μήτε άλλο κανένα κακόν θέλει σου εγγίσει. Ει δε και είσαι κανένας πειρασμός, και εις τούτο θέλει μου γίνει καμμία φανέρωσις παρά Κυρίου». Τούτο είπε και κλείσας την θύραν του κελλίου του ησύχασεν εντός αυτού. Ο δε δαίμων εντραπείς και εις ταύτην την νίκην του Οσίου διεσκορπίσθη ως σύννεφον υπό ανέμου, και με φωνάς και κτύπους αγρίων ζώων έγινεν άφαντος. Αυτά είναι τα κατορθώματα του όντως μακαρίου και Οσίου Ναθαναήλ, και τούτο το μέγα και θαυμαστόν τρόπαιον, όπερ έστησεν εναντίον του σατανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου