ΠΕΤΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΟΥ ΗΤΟΙ Διασάφησις τῆς Ἀρχῆς, καὶ αἰτίας τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Τὰ κατὰ Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας
1. Ἐζήτησας παρ᾿ ἐμοῦ, ἄρχων ἐνδοξότατε, καὶ εὐσεβέστατε, νὰ μάθῃς καταλεπτῶς, τί εἶναι ἐκεῖνο, ὁποῦ χωρίζει τὰς δύο ἐκκλησίας ἀνατολικήν, καὶ δυτικήν, τὴν αἰτίαν δηλαδὴ τούτου τοῦ σχίσματος, καὶ τὰς διαφορὰς τῶν δογμάτων. Ἐγὼ μετὰ πάσης χαρᾶς θέλω νὰ σὲ εὐχαριστήσω, πληροφορῶν κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν σπουδαίαν σου περιέργειαν.
Καὶ διὰ τὴν ἀρχὴν μὲν τοῦ δυστυχοῦς τούτου σχίσματος, πρέπει νὰ ἠξεύρῃς καταλεπτῶς ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐσυνέβησαν ἀνάμεσον Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου, Κωνσταντινουπόλεως Πατριαρχῶν, ὁποῦ τόσον ἐσύγχυσαν τότε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς τοὺς ἀκολούθους αὐτῶν ἐπροξένησαν οὐ μικρὰς θλίψεις, καὶ ἔδωκαν ἀφορμὴν μίας μεγάλης λογομαχίας, ἡ ὁποῖα διαμένει ἕως τῆς σήμερον. Ὅμως καθὼς εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὅλος ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαὸς ἦτον σχισμένος εἰς δύο μέρη, τὸ ἕνα δηλαδὴ μὲ τὸν Ἰγνάτιον, τὸ ἄλλο μὲ τὸν Φώτιον, καὶ τὰ πράγματα ἐγίνοντο πολλὰ ἐμπαθῶς, ἔτζη ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ ἔγραψαν τότε, ἠκολούθησαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ ἴδιον πάθος, διὰ νὰ παραστήσωσι τὸ μέρος ὅθεν ἐκρατοῦσαν δικαιότερον. Καὶ πάλιν ἄλλοι μεταγενέστεροι κάμνοντες τὸ αὐτὸ ὁ μὲν πιστεύων ἑνός, ὁ δὲ ἄλλου ἱστορικοῦ, ζωγραφίζουσι τὴν σκηνὴν ταύτην ὁ καθ᾿ εἷς μὲ τὰ ἴδιά του χρώματα, παρρησιάζοντες, ὄχι καθὼς εἶναι ἀληθινά, ἀλλὰ καθὼς ἀρέσκει, τῶν πραγμάτων τὴν ὄψιν. Καὶ διὰ τοῦτο δύσκολον εἶναι, νὰ γνωρίσωμεν ἀληθῶς τὴν ἀλήθειαν, ἡ ὁποῖα μ᾿ ὅλον τοῦτο καθ᾿ αὐτὴν γνωρίζεται, καὶ φαίνεται εἰς τὰ ὄμματα τῆς διανοίας, τὰ ὁποῖα μὴ ὄντα θωλωμένα ἀπὸ πάθους, καὶ καθαρᾶ βλέπουσι, καὶ ὀρθᾶ διακρίνουσι. Λάβε λοιπὸν ἐκεῖνα, ὁποῦ ἐδυνήθην φιλαλήθως νὰ διακρίνω εἰς τὰς διηγήσεις τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ὁποῦ διαφόρως ἐσύνθεσαν οἱ ἱστορικοί.
2. Ἔλαχεν ὁ Ἰγνάτιος γενεθλίων πολλᾶ εὐγενῶν, καὶ λαμπρῶν, ἀπὸ τὸ ἑκάτερον μέρος, πατρὸς δηλαδή, καὶ μητρὸς βασιλεικοῦ αἵματος, γεννημένος ἀπὸ Μιχαὴλ τὸν Κουραπαλάτην λεγόμενον Ῥαγγαβὲ βασιλέα Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀπὸ Προκοπίαν θυγατέρα Νικηφόρου τοῦ Γενικοῦ, καὶ αὐτοῦ ὁμοίως βασιλέως. Λέων ὁ Ἀρμένιος ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν βασιλεικὸν θρόνον τὸν Μιχαήλ, εἰς τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἐκάθισε τυραννικῶς, καὶ διὰ νὰ τοῦ ἀφανίσῃ ὁλότελα τὴν κληρονομίαν, ἔκαμε, καὶ εὐνούχισαν τὸν Ἰγνάτιον, ὅς τις διὰ τοῦτο ἐνδυσάμενος τὸ μοναχικὸν σχῆμα ὑπῆγε νὰ ἡσυχάσῃ εἰς τὸ Σατύρου λεγόμενον μοναστήριον.
3. Ἦτον καὶ ὁ Φώτιος (καθὼς λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγὼν εἰς τὸν βίον τοῦ Ἰγνατίου) οὐ τῶν ἀγενῶν, καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα, καὶ περιφανῶν· οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔλαβον καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον, καθὼς τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος Φώτιος, εἰς τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ γράφει πρὸς Νικόλαον τὸν πρῶτον Πάπαν Ῥώμης, ὀνομάζει θεῖόν του τὸν μέγαν ἐκεῖνον Ταράσιον, χρηματίσαντα πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης, εἰς τοῦ ὁποίου τὸν καιρὸν ἔγινε καὶ ἡ δευτέρα ἐν Νικαίᾳ, ἥτις ἐστὶν ἑβδόμη οἰκουμενική, σύνοδος κατὰ εἰκόνομάχων.
4. Ἐνόμισάν τινες τῶν νεωτερικῶν, πῶς ὁ Φώτιος νὰ ἦτον εὐνοῦχος, καὶ τοῦτο συνάγουσιν ἀπὸ μίαν ἐπιστολὴν Ἰωάννου τινὸς Πατρικίου, καὶ Σακελλαρίου, ὅς τις γράφων πρὸς Φώτιον πολλὰ ὀνειδιστικά, φαίνεται νὰ τὸν λέγη εὐνοῦχον, καὶ τοῦ γυναικείου ἄξιον· Ὅμως τὴν ἄνωθεν ἐπιστολὴν γράφει ὄχι ὁ Ἰωάννης πρὸς Φώτιον, ἀλλὰ μάλιστα ὁ Φώτιος, εἰς τὸν Ἰωάννην, ὅς τις ἦτον Πατρίκιος, καὶ Σακελλάριος, ἐπιστάτης δηλαδὴ εἰς τὴν σύναξιν τῶν αὐθεντικῶν χρημάτων, καὶ ὡς φαίνεται, ἀπὸ τὰ πολιτικὰ ἤθελε νὰ ἀπλοχωρήσῃ, καὶ εἰς ἐκκλησιαστικά, ὅθεν ἐλέγχεται ὡς αὐθάδης, κατὰ τὴν φύσιν τῶν εὐνούχων, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁποίων ἦτον καὶ ὁ ἄνωθεν Πατρίκιος. Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια τοῦ Φωτίου πρὸς τοῖς ἄλλοις· «Πόθεν οὖν σὺ τοὺς ἑκατέρωθεν ὅρους ὑπερβάς, εἰς τὰ τῆς ἐκκλησίας Θεοῦ μυστήρια παρεισέφρησας, ἄνω καὶ κάτω πάντα ποιῶν;». Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη τοῦ Φωτίου μὲ τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην «Ἰωάννῃ Πατρικίῳ καὶ Σακελλαρίῳ» εὑρίσκεται ἀναμεταξὺ τῶν ἄλλων αὐτοῦ ἐπιστολῶν, ὁποῦ ἐτύπωσε Δαβὶδ ὁ Ἑχέλιος ἐκ τῶν χειρογραμμάτων Μαξίμου τοῦ Μαργουνίου, ἔτει Χριστοῦ ͵αχα´ ἐν Αὐγούστῃ. Καὶ ἐκείνων ἀκόμη, ὁποῦ ἐξέδοτο Γραικολατίνας ἐν Λονδίνῳ διὰ Ῥιχάρδου Μοντακουτίου Ῥόγερος Δανιὴλ ἔτει Χριστοῦ ͵αχνα´ ἀπὸ ἄλλων παλαιοτάτων χειρογραμμάτων. Ἔξω ἀπὸ τοῦτο Θεόγνωστος ὁ μοναχός, Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών, Μητροφάνης ὁ Σμυρναῖος, καὶ Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας ἱστορικοὶ τοῦ καιροῦ ἐκείνου, προφανεῖς ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου (καθὼς τὸ μαρτυροῦσι τὰ συγγράμματα αὐτῶν) οἵ τινες καὶ ἤξευραν, καὶ ἐδυνήθησαν νὰ τὸν κατηγοροῦσι, δὲν τολμῶσιν ὅμως νὰ εἰπῶσι πῶς νὰ ἐστάθη εὐνοῦχος ὁ Φώτιος.
5. Εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐπιστημῶν τόσον ἐπροχώρησεν οὗτος ὁ νοῦς, ὅς τις ἦτον ἀληθινᾶ μία ἄβυσσος πολυμαθείας, ὁποῦ εἰς τοὺς καιρούς του δὲν εἶχεν ὅμοιον, διὰ πολὺν καιρὸν ἡ φύσις δὲν ἤθελε γεννήσῃ ἕνα τοιοῦτο τέρας. Ὄχι εἰς μίαν μόνη, ἀλλὰ σχεδὸν εἰς ὅλας τὰς ἐπιστήμας ἦτον τελειότατος, εἰς τὰ φιλοσοφικά, ἰατρικά, ἀστρονομικὰ καὶ θεολογικὰ διδάσκαλος ἄκρος. Ἡ βιβλιοθήκη ἡ μυριόβιβλος, ὁποῦ μᾶς ἄφισεν, εἶναι ἀρκετὸν τεκμήριον τῆς βαθυτάτης ἐκείνης γνώσεως, ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸ νὰ διακρίνη τὰ πράγματα, κρίνωντας ἀκριβῶς καὶ ὀρθῶς περὶ τῶν συγγραφέων, καὶ τῆς μακρᾶς ἐκείνης ἀναγνώσεως τοσούτων συγγραμάτων, ὁποῦ ἀπέρασεν. Εἰς τὰ πολιτικὰ πάλιν καὶ θεωρίᾳ καὶ πράξει ἦτον πολλᾶ περιφανής, διὰ τοῦτο εἴχετο καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν μέσα εἰς τὰ βασίλεια, ὁποῦ ἔλαβε καὶ ἀξιώματα ἐπίσημα, ἐπειδὴ καὶ ἐστάθη πρωτοσπαθάριος, καὶ πρωτασηκρήτης Θεοφίλου τοῦ βασιλέως, ἔπειτα εἷς τῆς συγκλήτου. Μάλιστα καθὼς λέγει, Ἰωάννης διάκονος εἰς τὸν βίον Ἰωσὴφ τοῦ ὑμνογράφου κεφ. λ´ τῆς συγκλήτου βουλῆς τὰ πρωτεῖα ἐπιφερόμενος, καὶ πάλιν διὰ προστάγματος τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ βασιλέως ἐπέμφθη εἰς πρεσβείαν πρὸς Ἀσσυρίους, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς τὸν ἀδελφόν του Ταράσιον. Τοιοῦτος ἦν ὅ, τε Ἰγνάτιος, καὶ ὁ Φώτιος πρὶν νὰ πατριαρχεύσῃ καὶ ὁ ἕνας, καὶ ὁ ἄλλος.
6. Ἦτον ὁ ἕκτος χρόνος τῆς βασιλείας Μιχαήλ, ὅς τις ἐβασίλευσε σὺν τῇ μητρὶ Θεοδώρα μετὰ τὸν θάνατον Θεοφίλου τοῦ πατρός του, ὅταν ἐτελεύτησεν ὁ θεῖος Μεθόδιος Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχης, εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἐψηφίσθη ὁ Ἰγνάτιος. Ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ κληρικοὶ ἐσύντρεξαν εἰς τοιαύτην ψῆφον, ἱκανοὶ τὴν ἀπέρριπτον, ὧν πρῶτος ἦτον ὁ Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπος Γρηγόριος, τὸν ὁποῖον εἰς τόσον μῖσος εἶχεν ὁ Ἰγνάτιος, ὁποῦ τὴν ἡμέραν τῆς πατριαρχικῆς αὐτοῦ χειροτονίας δὲν τὸν ἠθέλησε συλλειτουργόν, καὶ ἐπρόσταξε διὰ τοῦτο, νὰ μὴν εὑρεθῆ εἰς τὴν ἱεροπραξίαν ἐκείνην, τὸ ὁποῖον πολλοὶ τὸ ἐμέμφησαν. Ὡσὰν ὁποῦ εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς πατριαρχίας του ἔδειξε κατὰ τοῦ Γρηγορίου τόσην ὀργήν. Ὕστερον πάλιν γενομένης συνόδου τὸν ἐκάθηρε πέμπωντας, καὶ γράμματα, καὶ πρεσβείαν πρῶτον πρὸς Λέοντα τέταρτον, ἔπειτα πρὸς Βενέδικτον τρίτον πᾶπαν Ῥώμης, ὅπως καὶ αὐτοὶ συμφώνως τὸ αὐτὸ κρίνωσι κατὰ τοῦ Γρηγορίου, διὰ νὰ παραστήσῃ τὴν καθαίρεσιν ταύτην πλέον ἐπίσημον, ὡσὰν ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ὁμοῦ, καὶ δυτικὴν ἐκκλησίαν γενομένην. Ὅμως οὔτε ὁ Λέων, οὔτε ὁ Βενέδικτος ἠθέλησαν νὰ ἔχωσι μέρος εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν δηλαδὴ εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Γρηγορίου. Τὸ ὁποῖον μαρτυρεῖ ὁ μετ᾿ ἐκείνους ἀρχιερετεύσας ἐν Ῥώμῃ Νικόλαος πρῶτος γράφων πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαήλ, ἀγκαλᾶ καὶ τὰ ἐναντία γράφει Στυλιανὸς Νεοκαισαρείας, τὸν ὁποῖον ἀκολουθεῖ ὁ Βαρώνιος.
7. Τοιουτοτρόπως λοιπὸν ὁ Γρηγόριος παροργισθείς, ἔπρεπε χωρὶς ἄλλου νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τοῦ διώκοντος μὲ κάθε μέσον, συμβοηθοὺς εἶχε καὶ ἀρχιερεῖς, καὶ κληρικούς, καὶ ἀπὸ τοὺς προκρίτους τῆς πολιτείας οὐκ ὀλίγους, ἐν οἷς καὶ τὸν Φώτιον, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ὁμολογεῖ εἰς τὴν ρια´ ἐπιστολὴν ὁποῦ γράφει πρὸς ἐκεῖνον. Ἔλαχε δὲ καὶ μία ἀφορμή, ὁποῦ ὅσοι ἐμισοῦσαν, ἢ δικαίως, ἢ ἀδίκως τὸν Ἰγνάτιον, ἐδυνήθησαν πολλὰ νὰ συνεργήσωσιν εἰς τὸ νὰ τὸν βλάψωσιν εἰς ἄκρον, ἔστι δὲ αὕτη.
8. Ἔνδεκα χρόνοι ἦτον ἀπερασμένοι ἀφ᾿ οὗ ἐπατριάρχευσεν ὁ Ἰγνάτιος, ὅταν ὁ Βάρδας ὁ Πατρίκιος καὶ Δομέστικος τῶν σχολῶν ἀπολύσας (λέγουσι, χωρὶς αἰτίας) τὴν ἰδίαν του γυναῖκα, ἐσυνουσιάζετο παρανόμως μὲ τὴν νύμφην του. Τὸ σκάνδαλον ἦτον φανερόν, τὸ ὁποῖον δὲν ἐδύνετο νὰ ὑποφέρῃ ὁ ζῆλος τοῦ Ἰγνατίου, ὅς τις πολλάκις καὶ ἐνουθέτησε, καὶ ἤλεγξε τὸν παραβάτην τῶν ἐκκλησιαστικῶν νόμων, πλὴν εἰς μάτην. Ὅθεν εἰς μίαν τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ τῶν Φώτων, ἐκεῖ ὁποῦ ὁ Βάρδας ὁμοῦ μὲ τὸν βασιλέα ἐτόλμησε νὰ συμμώτῃ εἰς τὴν κοινωνίαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ὁ Πατριάρχης τὸν ἐδείωξεν ὡς παράνομον, καὶ ἀνάξιον τῆς θείας μεταλείψεως. Εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ Βάρδας ἐπάσχησε μὲ κάθε τρόπον νὰ ἐξιλεώση τὸν Πατριάρχην, μὰ ὁσὰν ἐτοῦτος δὲν ἐδύνατο νὰ συγχωρήσῃ, ἢ νὰ ὑποφέρῃ τοιαύτην παρανομίαν, ἔτζη ἄναψε πλέον τὸν θυμὸν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐμελέτησε νὰ τὸν διώξη, κατεβάζωντάς τον ἀπὸ τὸν θρόνον του. Ἡ ἐξουσία τοῦ Βάρδα τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἦτον μεγάλη, αὐτὸς ἦτον θεῖος τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ ὡς ἀδελφὸς Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἴσως δὲν εὐχαριστεῖτο εἰς τὰς πράξεις του, καὶ ἐκυβέρνα ὡς ἤθελε, καὶ τὸν βασιλέα, καὶ τὸ βασίλειον. Λοιπὸν διὰ νὰ μὴν ἔχῃ κανένα ἐμπόδιον εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἐμελέτα, παρακινεῖ τὸν βασιλέα νὰ διώξῃ ἀπὸ τὰ βασίλεια τὴν μητέρα Θεοδώραν, καὶ Θέκλαν τὴν ἀδελφήν, ὁποῦ εἶχον μέρος τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, καὶ νὰ προστάξῃ τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον νὰ ταῖς κουρεύσῃ, ἔλεγε καὶ τὴν ἀφορμὴν πῶς δηλαδὴ ὤντας ὁ βασιλεὺς ἔξω τῆς παιδικῆς ἡλικίας, δὲν ἔπρεπε πλέον νὰ εἶναι ὑποκείμενος τῇ μητρὶ μάλιστα ὁποῦ αὐτὴ ἐμελέτα νὰ πάρῃ ἄλλον ἄνδρα, καὶ νὰ τὸν στέψῃ βασιλέα, εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει σύμβουλον, καὶ συνεργὸν τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον. Πιστεύει ὁ νέος βασιλεὺς τὰ λόγια τοῦ θείου του, προστάζει εὐθὺς τὸν Πατριάρχην νὰ κουρεύσῃ τὴν μητέρα, καὶ ἀδελφήν· ὁ Πατριάρχης δὲν στέργει λέγωντας, πῶς εἶναι πρᾶγμα ἔξω παντὸς νόμου νὰ κουρεύσῃ τὰς βασιλίσσας στανικῶς, καὶ δὲν δύναται νὰ τὰς βιάσῃ εἰς τὴν μοναχικὴν ζωήν, τὴν ὁποῖαν αὐταῖς θεληματικῶς δὲν ἐζήτησαν, πῶς ὑποσχέθη μεθ᾿ ὅρκου εἰς αὐτάς, (καθὼς εἶναι συνήθεια νὰ γίνεται ἡ μεθ᾿ ὅρκου ὑπόσχεσις εἰς ὅλους τοὺς βασιλεῖς, καὶ βασιλίσσας) νὰ μὴ κάμῃ ποτὲ ἐναντίον των καμμίαν ἐπιβουλήν. Ἀλλ᾿ ὁ Μιχαὴλ διὰ τοῦτο μάλιστα βεβαιώνεται εἰς τὰς ὑποψίας ὁποῦ τὸν ἔβαλεν ὁ Βάρδας κατὰ τῆς μητρός, καὶ κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ χωρὶς ἄλλης διορίας ἐξορίζει τὴν μητέρα Θεοδώραν, καὶ τὴν ἀδελφὴν ἀπὸ τὰ βασίλεια, καὶ προστάζει νὰ ταῖς κουρεύσουν εὐθὺς μοναχαῖς ἐν ταῖς τοῦ Καριανοῦ· μετ᾿ ὀλίγον ἐξορίζει, καὶ τὸν Πατριάρχην.
9. Ἐὰν εἶναι ἀληθινὰ ἐκεῖνα ὁποῦ διηγοῦνται οἱ ἱστορικοὶ φίλοι τοῦ Ἰγνατίου ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, ὁ Βάρδας καὶ σύμβουλοι αὐτῶν τὸ πραχθὲν προβλέποντες πῶς, ἀνίσως καὶ ὁ Ἰγνάτιος θεληματικῶς δὲν ἤθελε παραιτήσῃ τὸν θρόνον, πολλοὶ κληρικοὶ δὲν ἤθελον δεχθῇ μετὰ χαρᾶς τὸν νέον Πατριάρχην, ὁποῦ ἔμελλε νὰ ψηφισθῇ μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἔπεμψαν ἅπαξ, καὶ δὶς τινὰς ἐπισκόπους, καὶ ἐπισήμους πατρικίους νὰ παρακινήσωσι τὸν Ἰγνάτιον, τώρα μὲ ὑποσχέσεις, τώρα μὲ ἀπειλὰς νὰ δώσῃ ἰδιόχειρον τὴν παραίτησίν του, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνος εἰς κανένα τρόπον δὲν ἔστερξεν. Ὅμως εἰς τὴν ἐπιστολὴν ὁποῦ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Πάπαν Νικόλαον φαίνεται πὼς ὁ Ἰγνάτιος διὰ γῆρας, καὶ τοῦ σώματος ἀδυναμίαν παραιτησάμενος ὑπεχώρησε τῆς ἐκκλησίας.
10. Καὶ λοιπὸν γενομένης μακρᾶς σκέψεως, καὶ βουλῆς περὶ τοῦ μέλλοντος διαδέξασθαι τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, ὡσὰν ὁποῦ ὁ Φώτιος τότε εἶχε μεγάλην φήμην, ὄχι μόνον εἰς τὴν σοφίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν εὐλάβειαν, ἔτζη ἐφάνη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀξιώτερος νὰ λάβη τὴν ὑπερτάτην ταύτην ἀξίαν, καὶ γενομένης συνόδου ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, ἐν ᾗ ἦν ὅ, τε βασιλεύς, καὶ ὁ θεῖος του Βάρδας, ψηφίζεται τῆς βασιλίδος ἀρχιερεύς. Τὰ πλεῖστα καθ᾿ ἑαυτοὺς συσκεψάμενοι, καὶ πάσαν κεκινηκότες βουλὴν Φώτιον πρωτοσπαθάριόν τε ὄντα, καὶ προτασηκρήτην, εἰς ἀρχιερέα τῆς βασιλίδος προχειρίζονται, λέγει Νικήτας Δαβὶδ ὁ Παφλαγών. Ὅμως δὲν στέργει τὴν ψῆφον ὁ Φώτιος, παραιτεῖ, καὶ παρακαλεῖ, κλαίει, εἰς κανένα τρόπον δὲν θέλει νὰ δεχθῇ τὴν προσφερομένην πατριαρχικὴν ἐξουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τοῦτο ἤθελεν ἐξ ἀποφάσεως ὁ βασιλεύς, ἀφ᾿ οὗ εἶδε, καὶ ὁ Φώτιος δὲν δέχεται τὸ πατριαρχεῖον θεληματικῶς, τὸν βιάζει καὶ ἄκοντα, βάζωντάς τον εἰς φυλακήν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων εὐχαριστήθη. Καὶ ἐπειδὴ ἦτον λαϊκὸς χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Συρακουσῶν ἀρχιεπίσκοπον Γρηγόριον, τὴν μίαν ἡμέραν μοναχός, τὴν ἄλλην ἀναγνώστης, τὴν τρίτην ὑποδιάκονος, τὴν τετάρτην διάκονος, τὴν πέμπτην πρεσβύτερος, καὶ τὴν ἕκτην, ὁποῦ ἦτον κε´ τοῦ Δεκεμβρίου, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ Χριστοῦ, πατριάρχης, ὄχι καθὼς γράφει ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανὸς πρὸς Στέφανον ἕκτον αὐθημερόν. Τοῦ Φωτίου τὴν ψῆφον ἐδέχθησαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι φίλοι τοῦ Ἰγνατίου, ἀγκαλᾶ καὶ εἰς τὴν ἀρχὴν ἐφαίνοντο ἐνάντιοι, ὥστε ὁποῦ μὲ τὴν κοινὴν γνώμην, καὶ συμφωνίαν ὅλου τοῦ κλήρου ἔγινεν, ἐξαιρουμένων πέντε μόνον. Καὶ εἰς τοῦτο δύσκολον εἶναι νὰ πιστεύσῃ τινὰς ἐκεῖνα, ὁποῦ διηγοῦνται ὅ,τε Σμυρναῖος Μητροφάνης, ὁ Νεοκαισαρείας Στυλιανός, ὁ Νικήτας, καὶ ὁ Θεόγνωστος φανεροὶ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου, οἵτινες ἀληθινᾶ ὁμιλοῦσι πολλᾶ ἐμπαθῶς σωρεύοντες ὀνείδη φοβερὰ ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον, κάνοντές τον πταίστην εἰς πράγματα, τῶν ὁποίων ἐκεῖνος δὲν εἶχε εἴδησιν οὔτε μέρος, ὡσὰν ὅταν λέγουσι πῶς τῆς ἐξορίας τοῦ Ἰγνατίου καὶ τῶν κακῶν, ὁποῦ ἔπαθεν, αἴτιος ἦτον ὁ Φώτιος διὰ τὴν ἄκραν ἐπιθυμίαν, ὁποῦ εἶχε νὰ γένῃ πατριάρχης. Ἀλλὰ πρῶτον μὲν τὸν Ἰγνάτιον τὸν ἐξώρισεν ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἐσημειώσαμεν παραπάνω τὴν ἀφορμήν, δεύτερον ὁ Φώτιος μάλιστα ἔκαμεν ὅ,τι ἐδυνήθη νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὸ πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη στανικῶς, καὶ εἰς τοῦτο εἶναι μάρτυς ἀξιόπιστος αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁποῦ ὄχι μόνον τὸ γράφει πρὸς Νικόλαον πάπαν, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν ὁποῖον παρόντα, καὶ ἔχοντα τελείαν εἴδησιν τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἔτρεξαν, δὲν ἤθελε τολμήση νὰ γράφῃ ἕνα δι᾿ ἄλλο, ἀλλ᾿ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Φωτίου δὲν εἶναι μάρτυρες ἀξιόπιστοι ὡς ἐχθροί, μάλιστα ὁποῦ εἰς κάποια πράγματα ἕνας ἐναντιεῖται τοῦ ἄλλου.
11. Ἀκόμη λοιπὸν δὲν ἦτον ἀπερασμένοι δύο μῆνες τῆς πατριαρχίας τοῦ Φωτίου, ὅταν οἱ φίλοι τοῦ διωχθέντος Ἰγνατίου, οἵτινες καταλλαγέντες ὕστερα μὲ τοῦ Φωτίου, τὸν ἐδέχθησαν ὡς γνήσιον πατριάρχην, πάλιν στρέφονται εἰς τὰ ὀπίσω, ἀθετοῦσιν ὅσα ἔστερξαν χωρίζονται ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ Φωτίου, συνάγονται εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἐκεῖ τὸν καθαίρουσι, καὶ ἀναθεματίζουσιν, καὶ κοινῇ, καὶ μεγάλῃ φωνῇ ζητοῦσι νὰ ἐπιστραφῇ πάλιν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὁ Ἰγνάτιος· τὸν ὁποῖον μόνον ἐγνώρισαν ὡς γνήσιον ἀρχιερέα, καὶ ποιμένα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίας. Τοῦτο τὸ πρᾶγμα, ὁποῦ ἔκαμε ἀληθινᾶ μεγάλην ταραχήν, καὶ ἔσειρε πολλοὺς ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Φωτίου εἰς τὸ μέρος τοῦ Ἰγνατίου, ἐγίνετο εἰς φανερὰν καταισχύνην τοῦ βασιλέως Μιχαήλ, καὶ τοῦ Καίσαρος Βάρδα, ὁποῦ ἦτον οἱ θερμοὶ τοῦ Φωτίου ἀντιλήπτορες. Ὅθεν τοῦ ἑνός, καὶ τοῦ ἄλλου ὁ θυμὸς ἄναψεν εὐθὺς εἰς ἄκρον, καὶ ἐπειδὴ ἦτον εἰς ὑποψίαν ὁ Ἰγνάτιος, πῶς αὐτὸς νὰ κινῇ τοιαύτας ταραχάς, ἐπιθυμῶν νὰ ἀναβῆ πάλιν εἰς τὸν θρόνον, ἔπαθεν ἀληθινᾶ πολλά, δὲν λέγω θλίψεις μόνον, καὶ ταλαιπωρίας, ἀλλὰ καὶ ὕβρεις, καὶ ὀνειδισμοὺς (καθὼς γράφει Νικήτας) καὶ κολαφισμοὺς εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ δεσμά, καὶ φυλακάς, καὶ τέλος πάντων, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν νῆσον Τερέβινθον εἰς Μιτυλήνην. Ὁμοίως καὶ τῶν ὁμοφρονούντων αὐτῷ ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν, οἱ μὲν ἐξορίζονται, οἱ δὲ φυλακώνονται, μάλιστα ἑνὸς κάποιου Βλασίου χαρτοφύλακος διὰ τὴν ἐλευθεροστομίαν κόπτεται ἡ γλῶσσα διὰ προστάγματος βασιλικοῦ, γίνεται καὶ σύνοδος ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν εἰς τὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁποῦ εὑρέθη παρὼν ὅ,τε βασιλεὺς καὶ ὁ Βάρδας, καὶ ἀποκηρύττεται ὁ Ἰγνάτιος ἀνάξιος τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀφορίζεται, καὶ ἀναθεματίζεται.
12. Δὲν ἦτον ἀληθινὰ ὁ Ἰγνάτιος ἄξιος τοσούτων παθημάτων, ἴσως ἀδίκως ἐξορίσθη, ἀδίκως παιδεύεται, ἄξιος μάλιστα ἦτον καὶ εὐλαβείας ὡς ἀρχιερεύς, καὶ συμπαθείας ὡς γέρων, ἀλλά, καθὼς εἴδαμεν εἰς ἄλλα παραδείγματα, δὲν ἔχει οὔτε νόμον οὔτε μέτρον τῶν κρατούντων ὁ θυμός. Οἱ φίλοι τοῦ καλοῦ τούτου γέροντος, ἔπρεπεν, ἄλλην οἰκονομίαν νὰ εἶχον κάμωσιν εἰς ἐκείνην τὴν κατάστασιν τῶν πραγμάτων· ἀλλ᾿ αὐτοὶ εἶχον μῖσος πολὺ κατὰ τοῦ Φωτίου, τὸν ὁποῖον αὐτοὶ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου δὲν ἐδύναντο νὰ βλέπωσιν ἀναβιβασμένον εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν λαϊκῶν. Ἐνδέχεται νὰ ἐνεργοῦσαν διὰ ζῆλον, ὅμως ὁ ζῆλός των ἦτον ἀδιάκριτος. Πλὴν πῶς τὸ πάθος των νὰ ἦτον ἄμετρον κατὰ τοῦ Φωτίου, φαίνεται καὶ ἀπὸ τοῦτο, ὅτι τῶν κακῶν δηλαδή, ὁποῦ ἔπαθε τότε ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, αἴτιον κάνωσι τὸν Φώτιον, διὰ νὰ τὸν παραστήσωσιν εἰς ὅλους μισητόν. Ἀλλ᾿ ὄχι μόνον ὁ Φώτιος δὲν ἐσυνήργει, μάλιστα δὲ (καθὼς ὁ ἴδιος γράφει πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα) συνέπασχεν, ἐπόνει, ἐθλίβετο εἰς τοιαύτα κακά, ἐμεσίτευσε διὰ τὸν ἄνω εἰρημένον γλωσσότμητον Βλάσιον· ἐμέμφετο τὸν Βάρδαν ὡς αἴτιον τῶν γενομένων, ἐπαραπονεῖτο πῶς ἄκοντα τὸν ἐψήφισαν πατριάρχην, ἔλεγε πῶς διατοῦτο δὲν ἤθελεν ἐξ ἀρχῆς νὰ λάβῃ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, διατὶ ἐπρόβλεπε τὰς μελλούσας συμφοράς, καὶ πῶς ἕτοιμος διὰ τοῦτο εἶναι νὰ τὴν παραιτήση. Καὶ ταῦτα μὲν ἔγραφε πρὸς ἄνθρωπον ὄχι ξένον, ἢ μακρὰν ἀπόντα, ἢ ὁποῦ δὲν εἶχε τῶν πραγμάτων ὁποῦ ἀπάρασαν καμμίαν εἴδησιν, ἀλλά, καθὼς εἶπον παραπάνω, πρὸς αὐτὸν τὸν Βάρδαν, ὁποῦ καὶ πάντα ἤξευρε, καὶ τὰ πάντα ἔκανεν· ὥστε ὁποῦ ὁ Φώτιος ταῦτα δὲν ἔλεγεν ὑποκρινόμενος, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν εἰλικρινῶς ὁμολογῶν.
13. Μ᾿ ὅλα ταῦτα δὲν ἔπαυε μάλιστα ηὔξανεν εἰς περισσότερον τῶν δύω μερῶν ἡ μάχη, καὶ τῆς ἐκκλησίας, τὴν ὁποῖαν ἔκαμεν ἀκόμη μεγαλητέραν ἡ ἀναφυεῖσα αἵρεσις τῶν εἰκονομάχων· ἔγνω διατοῦτο ὁ βασιλεὺς ἔτζη συμβουλευθεὶς ἀπὸ τὸν θεῖόν του Βάρδαν νὰ γράψῃ πρὸς Νικόλαον Πάπαν Ῥώμης, νὰ πέμψῃ λεγάτους εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ γενομένης συνόδου νὰ εὑρεθῇ τρόπος νὰ παύσωσι τὰ σκάνδαλα τῆς ἐκκλησίας. Πέμπει λοιπὸν πρέσβεις Μεθόδιον, Σαμουήλ, Ζαχαρίαν, καὶ Θεόφιλον ἐπισκόπους, καὶ ἕνα πρωτοσπαθάριον μὲ δώρα πολύτιμα, σκεύη δηλαδὴ ἱερά, καὶ ἄμφια ὄντως βασιλεικά, τὰ ὁποῖα περιγράφει Ἀναστάσιος ὁ Βιβλιοθηκάριος εἰς τὸν βίον τοῦ Νικολάου, καὶ διὰ νὰ εἰρηνεύσῃ τὰ μέρη Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου, δὲν ἔφθανον αἱ ψῆφοι τῶν Ἀνατολικῶν Ἀρχιερέων, οἵτινες ἐδιαφωνοῦσαν ἀνάμεσόν τους εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν, ἂν καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἤθελε στέρξῃ καὶ αὐτὸς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τοῦ Φωτίου τὴν ἐκλογὴν εἰς τὴν σύνοδον, ὁποῦ ἔμελλε νὰ γίνῃ, εὔκολα ἤθελε σύρη καὶ τοὺς λοιπούς, τὸ αὐτὸ δηλαδὴ τέλος πάντων νὰ στέρξωσι, καὶ τέτοιας λογῆς νὰ εἰρηνεύσωσι τὰ πράγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, οὔτε πρεσβείαν ἔπεμψε πρὸς Νικόλαον ὁ Πατριάρχης Φώτιος· οἱ δὲ τοῦ Φωτίου ἐχθροὶ Νικήτας δηλαδή, Μητροφάνης, καὶ Στυλιανὸς ὡς καὶ εἰς τοῦτο προφανῶς τὸν συκοφαντοῦσι, γράφοντες πῶς ἐκεῖνος ἐζήτησε παρὰ τοῦ Νικολάου λεγάτους πρὸς κύρωσιν. Πλὴν τὸ ἐνάντιον φαίνεται εἰς τὴν ἐπιστολὴν Φωτίου πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον· ἔστι δὲ ἡ ἐπιστολὴ αὕτη ἐν τῇ προθήκῃ τῆς βιβλιοθήκης τῶν πατέρων διὰ Φραγγίσκου Κομβεφισίου τυπωθείσῃ ἐν Παρισίοις ἔτει Χριστοῦ ͵αχοβ´, ἥστινος ἡ ἀρχή· «τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ Πάπᾳ πρεσβυτέρας Ῥώμης» καὶ εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ πάπα Νικολάου πρὸς Φώτιον εἰς ἀπόκρισιν, εἰς ταῖς ὁποίαις οὐδείς λόγος περὶ λεγάτων ὁποῦ κατὰ τοὺς ἄνωθεν ἱστορικοὺς ἐζήτει ὁ Φώτιος ἀπὸ τὸν Νικόλαον. Διὰ νὰ φυλάττεται ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, καὶ ἀμειβαίας κοινωνίας, ὁποῦ ἐκρατοῦσαν ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡνωμένας τὰς ἐκκλησίας, ἐστέλλοντο καὶ ἀμειβαῖαι ἐπιστολαὶ ἑκατέρων τῶν μερῶν, μάλιστα ὅταν ἦτον καὶ μεγάλαι ἐκκλησιαστικαὶ ὑποθέσεις, αὕται ἐλέγοντο καὶ ἐγκύκλιοι ἐπιστολαί, ἐν αἷς μάλιστα, καὶ οἱ νεοχειροτονηθέντες ἐπίσκοποι ἔδιδον εἴδησιν τοῖς ἄλλοις ἀδελφοῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔπεμπον, καὶ μίαν ἔκθεσιν πίστεως, ὅπως φαίνονται ὁμοφρονοῦντες. Ταύτην τὴν παλαιὰν συνήθειαν φυλάττων καὶ ὁ Φώτιος εἶχε γράψει πρὸς Νικόλαον, δίδωντας εἴδησιν, πῶς ἔλαβε τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ἄκων καὶ μὴ θέλων τὸν ἔπεμψε καὶ τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, ὅτι πασῶν ἀρίστη ἔλεγεν ἔστι τῆς πίστεως ἡ κοινωνία, καὶ πασῶν μεγίστη αἰτία τῆς ἀγάπης τῆς ἀληθῆς, καὶ ἄλλα ὅμοια.
14. Ὁποία ἦτον ἡ βουλὴ τοῦ βασιλέως νὰ πέμψῃ τέτοιας λογῆς πρεσβείαν πρὸς τὸν πάπαν Νικόλαον, δὲν ἦτον καλὴ βουλή. Διατὶ ἐστάθη ὕλη, ὁποῦ ἄναψεν ἐκεῖνο τὸ ὀλέθριον πῦρ, ὁποῦ ἐπροξένησε πολλὴν φθορὰν εἰς τὴν ἐκκλησίαν μὲ τὸ σχῖσμα, ὁποῦ ἠκολούθησεν.
Ὁ Πάπας Νικόλαος εἶχε πνεῦμα ἡγεμονικὸν καὶ μίαν ἄπλετον ἐπιθυμίαν (ὑπὲρ πάντας τοὺς πρὸ αὐτοῦ) νὰ ἁπλώσῃ τὴν ἐξουσίαν του ἀπὸ τὴν δύσιν (τὴν ὁποίαν εἶχε σχεδὸν δουλωμένην) ἕως τὴν ἀνατολήν, διὰ νὰ κάμῃ ἐκείνην τὴν παγκόσμιον ἐκκλησιαστικὴν μοναρχίαν πρὸς τὴν ὁποίαν ἀφεώρα ἡ δυτικὴ ὀφρύς, καθὼς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Τούτου τὴν γνώμην ἐσκιαγράφησεν τοῖς μεταγενεστέροις πρὸς τοῖς ἄλλοις Οὐλδερῖκος ἐπίσκοπος, ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς πρὸς αὐτὸν περὶ κληρικῶν ἐγκρατείας, καὶ τὰ Φράγγικα χρονικὰ ἔτει Χριστοῦ 865, καὶ 868. Ὁποῦ φαίνεται, μὲ ποίαν τυραννικὴν ἐξουσίαν ἤθελε νὰ κυριεύση. Καὶ λοιπὸν μετὰ πολλῆς χαρᾶς ἐδέχθη τοῦ βασιλέως Μιχαὴλ τὴν πρεσβείαν, τὰ δώρα, καὶ τὰς ἐπιστολάς, καὶ εὐθὺς ἐδιόρισε νὰ πληρώσῃ τὸ ζήτημα, ἐλπίζωντας, πῶς τοῦτος νὰ ἦτον ἐπιτήδειος τρόπος, νὰ κατορθώσῃ τὸ μελετώμενον, δηλαδὴ νὰ κάμη ὑποκειμένην τῇ δυτικῇ τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν. Ἔπεμψε λοιπὸν πρέσβεις Ῥοδοάλδον, καὶ Ζαχαρίαν, ἐπισκόπους, παραγγείλας αὐτοῖς, ὅτι εἰς μὲν τὴν ὑπόθεσιν τῶν ἁγίων εἰκόνων νὰ διορίσωσι καὶ νὰ ἀποφασίσωσιν, ὅτι ἤθελε τοὺς φανῆ εὐσεβὲς καὶ δίκαιον, τὰ δὲ κατὰ Φώτιον, καὶ Ἰγνάτιον νὰ μὴ διορίσωσιν, ἀλλὰ νὰ ἐξετάσωσιν ἀκριβῶς, καὶ ἐπιστρέφοντες εἰς Ῥώμην νὰ τοῦ ἀναφέρωσι τὰ πάντα, ὅπως αὐτὸς ὡς ἐξ ὑπερτάτου κριτηρίου νὰ κάμη τὴν κρίσιν, καὶ τὴν ἀπόφασιν. Ἔφθασαν οἱ λεγάτοι τοῦ πάπα εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἄρχησεν ἡ σύνοδος ἐν τῷ ναῷ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· συνήχθησαν ὅλοι τ ι η, ὅσοι ἦτον καὶ εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ ἁγιωτάτην σύνοδον, ἐκράχθη καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν, καὶ ἐπειδὴ ἐμαρτυρήθη, ὅτι διαφωνούντων τῶν ἐπισκόπων ἐψηφίσθη, ἀποκηρύττεται ὡς ἄκυρος καὶ παράνομος ἡ χειροτονία αὐτοῦ. Ὅθεν κατακρίνεται, ἀναδείκνυται δὲ νόμιμος, καὶ γνήσιος πατριάρχης ὁ Φώτιος. Τὸ ὁποῖον στέργουσι καὶ οἱ λεγάτοι τοῦ Νικολάου παραβαίνοντες χωρὶς ἄλλον τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ. Διατὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πατριάρχης, ὁποῦ ἐπεθύμησαν τοὺς λεγάτους τούτους ὄχι ὡς ἐξεταστὰς καὶ κριτὰς τῆς προκειμένης ὑποθέσεως, ἀλλ᾿ ὡς συμβοηθοὺς καὶ συνεργοὺς τῆς κοινῆς εἰρήνης, δὲν ἤθελαν στέρξη, νὰ γένῃ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ πάπα Νικολάου, δηλαδὴ εἰς τὴν Ῥώμην, ἤτοι εἰς ξένον κριτήριον μία ὑπόθεσις τ ῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησίως. Λυθείσης τῆς συνόδου ταύτης (ἥτις πρώτη, καὶ δευτέρα ὀνομάζεται, διὰ τὴν πρώτην, καὶ δευτέραν συνέλευσιν τῶν πατέρων ἐκείνων) πέμπει καὶ ὁ βασιλεὺς μὲ τὸν καγγελάριον Λέοντα τὰς πράξεις πρὸς Νικόλαον, γράφοντας ὁμοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ παρακαλῶν νὰ στέρξῃ τὰ πάντα. Γράφει καὶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος ἀποκρινόμενος πρὸς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Νικολάου, ὁποῦ εἶχε λάβει πρὸ τῆς συνόδου, ἐξηγῶν ἐπιεικῶς ὡς σημεῖα ἀγάπης καὶ ζήλου ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος εἶχε γράψει λίαν τραχέως καὶ πικρῶς, ὁμολογεῖ, πῶς στανικῶς ἐβιάσθη, νὰ λάβη τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα, καὶ συγκρίνωντας τὴν παροῦσαν κατάστασιν τῆς πατριαρχίας του μὲ τὴν προτέραν του ἡσυχίαν, γνωρίζεται κατὰ τὸ παρὸν πολλᾶ δυστυχής, ὅθεν λέγει, πῶς εἶναι πλέον ἄξιος λύπης, παρὰ ἐλέγχου. Προσθέτει πῶς ἂν ἔλαβε τὸ πατριαρχικὸν ἀξίωμα λαϊκός, τοῦτο ὅμως δὲν ἔκαμε παραβαίνωντας τοὺς κανόνας. Οἱ κανόνες, ὁποῦ ἀπαγορεύουσι τὸ τοιοῦτον, εἶναι κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι τῆς ἀνατολικῆς δὲν παραβαίνει τοὺς κανόνας ἐκεῖνος, ὁποῦ τοιούτους κανόνας δὲν δέχεται. Τοὺς οἰκουμενικοὺς κανόνας, τοὺς ὁποίους ὅλοι δέχονται, ὅλοι ὁμοίως πρέπει νὰ διαφυλάττωσιν, ἀπὸ δὲ τοὺς μερικοὺς τινὲς τῶν Λατίνων ἐναντιοῦνται τοῖς ἀνατολικοῖς, ὡσὰν παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς συγχορεῖται τοῖς ἱερεῦσιν ὁ γάμος, παὰ δὲ τοῖς Λατίνοις ἀπαγορεύεται, καὶ εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν Νεκτάριος, Ταράσιος, καὶ Νικηφόρος, λαϊκοὶ ὄντες ἀνεβιβάσθησαν εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον, εἰς τὴν Λατινικὴν δὲ ὁ Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος, ὁμοῦ ἔλαβε, τὸ βάπτισμα, καὶ τὴν ἀρχιερωσύνην. Πρὸς τούτοις γράφει πῶς διὰ νὰ στερεώση μᾶλλον τὴν συμφωνίαν, καὶ ὁμόνοιαν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀνατολικῆς, καὶ δυτικῆς, καὶ διὰ νὰ συκώση κάθε πέτραν σκανδάλου ἔκαμεν εἰς τὴν σύνοδον συμμᾶ εἰς τοὺς ἄλλους κανόνας καὶ τοῦτον, ὅτι ἀπὸ τοῦ νῦν λαϊκὸς νὰ μὴ προβιβάζεται εἰς ἐπίσκοπον. Κατόπι παρακινεῖ τὸν Νικόλαον, νὰ μὴ παραβαίνῃ τοὺς ὅρους τῶν πατέρων, δεχόμενος τοὺς φεύγοντας, ἐκ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Ῥώμην χωρὶς συστατικὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ τοὺς δίδῃ πίστιν ἔτζη παρευθὺς ἐπειδή, καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι σκανδαλοποιοί, ἔνοχοί τινος πταίσματος, καὶ διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, προστρέχουσιν εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ σπέρνουσι συκοφαντίας, κατὰ τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, καὶ συγχύζουσι τῶν προεστότων τὴν εἰρήνην, καὶ τὴν ὁμόνοιαν. Τέλος πάντων ὁμολογεῖ, πῶς, καθὼς ἄκων ἐδέχθη τὸ πατριαρχεῖον, ἔτζη ἄκων κάθεται εἰς τὸν θρόνον, ἐπιθυμῶν ἐξ ἀρχῆς νὰ κάμη παραίτησιν.
15. Καθ᾿ ἕνας δύναται νὰ στοχασθῇ πῶς ἐφάνηκαν τῷ Νικολάῳ τὰ ὁρισθέντα εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Βλέπωντας πῶς τὸ τέλος τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει πραγμάτων κατὰ τὴν ἰδίαν του ἐλπίδα, καὶ ἐπιθυμίαν δὲν ἐξέβη, πνέων θυμοῦ, καὶ ἀπειλῆς, καὶ ἡγεμονικῆς ἐξουσίας, φανερὸς τοῦ Φωτίου ἐχθρός, τοῦ Ἰγνατίου ἀντιλήπτωρ, καὶ τῆς ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δυναστείας ὑπέρμαχος γράφει πρῶτον μὲν πρὸς Μιχαὴλ τὸν βασιλέα στέργων τὰ κατὰ τῶν εἰκονομάχων πραχθέντα, ἀναιρῶν δὲ τὰ κατὰ τὸν Ἰγνάτιον, καὶ Φώτιον· ἀπορρίπτων καὶ ἐκείνου τὴν ἐκλογήν, καὶ τούτου τὴν καθαίρεσιν. Τὸν παραινεῖ προσέτι νὰ θελήσῃ, ὅτε τὰ σκάνδαλα, καὶ διχόνοιαν τῶν μαχομένων ἐπισκόπων, καὶ κληρικῶν νὰ εἰρηνεύσωσι μίαν φοράν, μὲ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐξουσίας τὴν βουλὴν καὶ τὴν κρίσιν, καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τὸν βασιλέα μετριώτερόν πως. Πρὸς δὲ τὸν πατριάρχην Φώτιον αὐστηρότερον γράφει· πῶς ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης διὰ τὸ προνόμιον, ὁποῦ ἔλαβεν ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Χριστόν, εἶναι κεφαλὴ πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν, καὶ διὰ τοῦτο ὅ,τι ἤθελεν ἀποφασίσῃ ἐκείνη, πρέπει, καθ᾿ ἕνας νὰ τὸ κρατῇ ἀπαρασάλευτον, εἰ καὶ τῇ συνηθείᾳ ἐνάντιον. Πῶς γενόμενος ἐκ λαϊκοῦ ἀρχιερεὺς εἶναι πταίστης ἀπροφάσιστος, ἐπειδὴ τοῦτο ἀπαγορεύουσιν οἱ κανόνες τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὰ ἐντάλματα πρέπει νὰ ἠξεύρη, καὶ νὰ κρατῆ. Πῶς ἀληθινᾶ ὁ Νεκτάριος ἐκ λαϊκοῦ ἀνεβιβάσθη εἰς τὴν ἀρχιερωσύνην, διατὶ ἄλλος ἀναμέσον τοῦ κλήρου ἀξιώτερος δὲν εὑρίσκετο, ὁμοίως ὁ Ταράσιος, διατὶ ἦτον ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων, καὶ ὁ Ἀμβρόσιος διὰ τὰ θαύματα, ἀμὴ αὐτός, ὄχι μόνον λαϊκός, ἀλλὰ ζῶντος, καὶ ἄκοντος τοῦ Ἰγνατίου, ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον τὸν πατριαρχικόν, ὅθεν αὐτὸν μὲν δὲν γνωρίζει ὁλότελα διὰ πατριάρχην, ἕως ὁποῦ νὰ γνωρισθῇ δικαίως κατακριθείς, καὶ καθαιρεθεὶς ὁ Ἰγνάτιος, τὸν ὁποῖον ὡς τόσον κρατεῖ εἰς τὴν προτέραν πατριαρχικὴν τιμήν. Τοιαύτη ἦτον ἡ περίληψις τῆς ἐπιστολῆς Νικολάου πρὸς Φώτιον ἀποκρινομένου, ὅμως εἰς δύο κεφάλαια δὲν ἀποκρίνεται πρῶτον διὰ τὸν Νικηφόρον, ὁποῦ ἐκ λαϊκοῦ πατριάρχην ἔκλεξε, καὶ ἔστερξεν ἡ Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησία, οὐδεμιᾶς ἐπικειμένης ἀνάγκης· δεύτερον διὰ ἐκείνους τοὺς σκανδαλοποιοὺς πταίστας, ὁποῦ ἔφευγον ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν εἰς Ῥώμην, τοὺς ὁποίους ἐδέχετο ὁ Νικόλαος. Γράφει ὁμοίως ἄλλην ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς πατριάρχας, καὶ ἀρχιερεῖς τῆς ἀνατολῆς, δηλοποιῶν, πῶς ἡ Ῥωμαϊκὴ ἐκκλησία δὲν στέργει τὴν καθαίρεσιν τοῦ Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου τὴν ἐκλογήν, καὶ ὅπως κάμωσι, καὶ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ καὶ τοῖς λοιποῖς ἄλλοις τὸ αὐτὸ δηλοποιήσωσι, τοὺς προστάζει μὲ τρόπον αὐθεντικὸν ἀποστολικῇ (καθὼς λέγει αὐτός) χρώμενος ἐξουσίᾳ.
16. Ταῦτα ἔγραψεν ὁ Νικόλαος πρὸς τὴν ἀνατολήν, τί δὲ ἔκαμεν εἰς τὴν δύσιν; ἔκραξεν ὅλους τοὺς ἐπισκόπους τῆς δύσεως εἰς τὴν Ῥώμην, ἔκαμε σύνοδον, ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ ἀναγνωσθοῦν τὰ πραχθέντα κατὰ Ἰγνατίου εἰς τὴν σύνοδον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκήρυξε τὰ ἐγκλήματα τοῦ Φωτίου, πῶς δηλαδὴ αὐτὸς λαϊκὸς ἀνέβη εἰς τὸν πατριαρχικὸν θρόνον ὡς μοιχός, καὶ ὡς ἀλλαχόθεν ἀναβαίνων λῃστής, καὶ κλέπτης· πῶς ἐστάθη ἐπίορκος, ἔστωντας νὰ ἔταξε μὲ ἰδιόχειρον, νὰ μὴ κακοποιήσῃ τὸν ἐξορισθέντα Ἰγνάτιον, οὔτε τοὺς φίλους αὐτοῦ, ἐκεῖνος δὲ καὶ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν φίλων αὐτοῦ πολλὰ κακὰ ἐποίησεν, ὥστε ὁποῦ τέλος πάντων τὸν ἀναθεμάτισαν ἐπὶ συνόδου, πῶς ἔκαμε σύνοδον παράνομον, πῶς εἰς καταισχύνην τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐπλάνεσε τοὺς Λεγάτους, καὶ τοὺς ἔσυρεν εἰς τὴν γνώμην του, ἐναντίον τῶν ἰδίων αὐτοῦ προσταγμάτων, πῶς ἐκάθηρε τοὺς Ἐπισκόπους, ὁποῦ ἦτον ἐνάντιοι, καὶ ἔλαβεν εἰς τοὺς ἐκείνων θρόνους ἄλλους ὁμοφρονοῦντας αὐτῷ· ὅθεν διὰ ταῦτα πάντα ἐκάθηρε τοῦ Πατριαρχείου, καὶ τῆς ἱερωσύνης τὸν Φώτιον, καὶ ὁμοῦ ὅλους τοὺς παρ᾿ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, τοὺς ὁποίους ἀπεκήρυξεν ὡς λαϊκούς. Ἀποφάσισεν ὅτι ὁ μὲν Ἰγνάτιος νὰ γνωρίζεται ὡς γνήσιος, καὶ ἀληθινὸς Πατριάρχης, οἱ δὲ διὰ τὴν αὐτοῦ αἰτίαν ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, πάλιν νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς τῶν ἰδίων θρόνων, ἐφοβέρισε δὲ ἀνάθεμα, κατάραν, καὶ ἀφωρισμὸν ἄλυτον, κόλασιν αἰώνιον τόσον λαϊκῶν, ὅσον καὶ κληρικῶν, ὁποῦ ἠθέλασι παραίβῃ τοιοῦτον ὅρον, ὁποῦ αὐτὸς ἔκαμεν εἰς ταύτην τὴν σύνοδον. Ταῦτα ἐδηλοποίησεν αὐτὸς τοῖς Ἀνατολικοῖς, καὶ τὰ ἴδια μετέγραψε πρὸς αὐτὸν τὸν Φώτιον, πρὸς Βάρδαν τὸν Καίσαρα, καὶ πρὸς Ἰγνάτιον. Ἐξ ὧν φαίνεται πῶς ὁ Νικόλαος νὰ ἐπίστευσε πολλὰ ἐκείνων τῶν ἐχθρῶν τοῦ Φωτίου, ὁποῦ ἦτον φευγάτοι εἰς τὴν Ῥώμην, ἐπειδὴ καὶ σωρεύει ἐπάνω εἰς τὸν Φώτιον ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ ἔκαμε κατὰ τοῦ Ἰγνατίου, καὶ τῶν ἀκολούθων αὐτοῦ ὁ βασιλεύς, καὶ ὁ Βάρδας, τὸ ὁποῖον προγνωρίζωντας ὁ Φώτιος, τὸν εἶχε γράψει νὰ μὴ δέχεται τοιούτους ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴ τοὺς πιστεύῃ παντελῶς. Καὶ πρέπει νὰ ἦτον ἀληθινᾶ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Ῥώμην, ὁποῦ διὰ βαρέα ἐγκλήματα (τὰ ὁποῖα σημειώνει ὁ Φώτιος γράφων πρὸς Νικόλαον) ἔφυγον ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, διὰ νὰ φύγωσι τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, καὶ καθὼς συνειθίζουσιν ὅμοιοι πταίσαι, νὰ κακολογοῦσιν ὅμο ἐναντίον ἐκείνων τῶν κριτῶν, τῶν ὁποίων φοβοῦνται τὴν δικαίαν ἀπόφασιν, καὶ αὐτοὶ ὁμοίως πρέπει πολλὰς συκοφαντίας νὰ ἔπλεκον κατὰ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, πρὸς τὰς ὁποίας ἔδιδε πίστιν ὁ Νικόλαος. Ὁποῦ χωρὶς ἄλλον εἰς τοῦτο ἐπαρέβαινε τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, μάλιστα τῆς Δυτικῆς, ὁποῦ ἀπαγορεύει, τινὰς νὰ μὴ δέχεται τοὺς τοιούτους χωρὶς συστατικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τοῖς τοιούτοις νὰ μὴ δίδεται πίστις εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ κατηγοροῦσι λέγει ὁ κανών, ὁ διαβεβλημένος πατέρων καὶ ἐπισκόπων κατηγορῶν μὴ προσδεχέσθω. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ ἐνεργεῖ τὸ πάθος οἱ κανόνες εὔκολα παραβλέπονται.
17. Οὗτοι οἱ ἀφορισμοὶ καὶ τὰ ἀναθέματα, ὁποῦ ὁ Νικόλαος ἔρριπτεν ἀπὸ τὴν Δύσιν εἰς τὴν Ἀνατολήν, ἐνομίζοντο ὡς βέλη ἀνίσχυρα νηπίων, ὡσὰν ἀπὸ ξένον κριτήριον βαλλόμενα. Ἀπεκρίθη πρὸς Νικόλαον ὁ ἴδιος Βασιλεὺς διὰ Μιχαὴλ πρωτοσπαθαρίου, ἀναιρῶν τὴν ἄκραν ἐκείνην ἐξουσίαν, ὁποῦ ἤθελε νὰ ἔχη ἐπάνω εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ φανερώνωντας τὴν γνώμην του· πῶς δηλαδὴ διατοῦτο ἠθέλησε νὰ κράξῃ τοὺς Λεγάτους τῆς Ῥώμης (εἰ καὶ τοῦτο τινὰς τῶν πρὸ αὐτοῦ Βασιλέων δὲν ἔκαμε) εἰς σημεῖον τιμῆς, ὄχι διὰ νὰ ὑποτάξῃ τῇ Δυτικῇ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι διὰ νὰ φερθῇ ἡ ὑπόθεσις τοῦ Φωτίου, καὶ Ἰγνατίου εἰς τὴν κρίσιν μόνον τοῦ Πάπα Ῥώμης, ἀλλ᾿ ὅπως παρόντων καὶ τῶν ἐκείνου Λεγάτων, στερχθῆ μᾶλλον τοῦ ἤδη καθαιρεθέντος Ἰγνατίου ἡ καθαίρεσις, καὶ τοῦ ἤδη ἐκλεχθέντος Φωτίου ἡ ἐκλογή, καὶ τέτοιας λογῆς ἀρθῇ τελείως τὸ μεσότειχον, ὁποῦ ἐχώριζε τὰ δύο μέρη, καὶ πῶς ἀγκαλὰ καὶ ταῦτα δὲν ἔστερξεν αὐτὸς ὁ Νικόλαος, ὅμως οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς τὸ ἔστερξαν.
18. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος στεκόμενος στερεώτερος εἰς τὴν γνώμην του, ὁρμεῖ περισσότερον εἰς τὸ ἐπιχείρημα, καὶ ἀρματωμένος μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν τῆς θείας γραφῆς, πάσχει νὰ πολεμήσῃ τῶν Ἀνατολικῶν τὴν ἀντίπαλον γνώμην. Γράφει λοιπὸν πρὸς τὸν Βασιλέα Μιχαὴλ διισχυριζόμενος, πῶς ἐπειδὴ καὶ ὄχι ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ, ὄχι δηλαδὴ ἐκ τῶν συνόδων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ἔλαβεν ὁ Πέτρος τὸ προνόμιον τῆς ἐξουσίας ἐπάνω εἰς ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν, ὅθεν καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς Ῥώμης οἱ ἐκείνου διάδοχοι εἶναι ὑπέρτατοι κριταὶ πάσης Ἐκκλησιαστικῆς ὑποθέσεως. Διὰ τοῦτο τὸν παρακινεῖ, νὰ πέμψῃ εἰς τὴν Ῥώμην αὐτὸν τὸν Ἰγνάτιον καὶ Φώτιον, διὰ νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός, ἀλλέως καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλασι δυνηθῆ νὰ ὑπάγωσι, πρῶτον μὲν νὰ τὸν πληροφορήσωσι μὲ ἐμμάρτυρα γράμματα, διατὶ δὲν δύνανται νὰ ὑπάγωσι, καὶ τότε νὰ πέμψωσιν ἐπιτρόπους νὰ ἀναθεωρηθῇ ἐξ ἀρχῆς ἡ ὑπόθεσις. Ζητεῖ δὲ ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ἐκείνους, ὁποῦ ὁμοῦ μὲ τὸν Συρακουσῶν Γρηγόριον ὁμοφρονοῦσιν αὐτῷ, καὶ ἐκ μέρους τοῦ Ἰγνατίου κατ᾿ ὄνομα τὸν Κυζίκου Ἀντώνιον, τὸν Θεσσαλονίκης Βασίλειον, τὸν Λαρίσσης Κωνσταντῖνον, τῶν Σμυρνῶν Μητροφάνην, τὸν Ἡρακλείας Πόντου Παῦλον, πρὸς τούτοις τοὺς ἡγουμένους Χρυσουπόλεως Νικήταν, καὶ Στουδίου Νικόλαον, καὶ ἄλλους, ἐκ μέρους δὲ τοῦ Βασιλέως ἕνα τοῦ παλατίου, διὰ νὰ εἶναι παρὼν εἰς τὰ μέλλοντα γίνεσθαι. Ὅμως μὲ τοῦτα ὁ Νικόλαος ἔδιδεν ἀφορμὴν τοῖς Ἀνατολικοῖς νὰ ἀναιροῦσι μάλιστα ἐκείνην τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμοια, τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐθρίλλει ἀπάντων θείων γραφῶν. Ἐκεῖνοι ἠρνοῦντο, πῶς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης νὰ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Χριστὸν πασῶν τῶν ἄλλων ἐκκλησιῶν τὴν ἐξουσιαστικὴν ἐπιστασίαν. Ἔλεγον, δὲ πῶς ἡ Ῥώμη διὰ τοῦτο μόνον ἐτιμᾶτο περισσότερον, διατὶ ἦτον θρόνος τῶν Βασιλέων. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ τὸ Βασίλειον ἀπὸ τὴν Ῥώμην μετεκομίσθη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁμοῦ μὲ τὴν Βασιλικὴν ἐξουσίαν, ἐκεῖ ἀπέρασε καὶ ἡ Ἀρχιερατικὴ τιμή. Ὅθεν ὁ ταύτης Ἐπίσκοπος δὲν ἐνομίζετο εἰς οὐδὲν μικρότερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Ῥώμης, διὰ τοῦτο καὶ ἐκείνου ἄκοντος, ἐφημίζετο Πατριάρχης οἰκουμενικός.
19. Εἰς τοῦτο τοῦ καιροῦ τὸ διάστημα ἐκστρατεύει ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, ὁποῦ ἐτυραννοῦσαν τὴν Κρήτην, ὁμοῦ μὲ τὸν θεῖόν του Βάρδαν, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία εἶχεν ἀνέβῃ εἰς ἄκρον, καὶ διὰ τοῦτο ἔδιδε τῷ βασιλεῖ μεγάλας ὑποψίας, ὅθεν διὰ βασιλεικοῦ προστάγματος γενομένης αἰφνιδίου ὁρμῆς, φονεύεται ὁ ἄθλιος ὀμπρὸς εἰς τοὺς πόδας τοῦ βασιλέως. Ἐπαναστρέφεται εὐθὺς ὁ βασιλεὺς εἰς Βυζάντιον, καὶ γνωρίζωντας τὸν ἑαυτόν του, πῶς δὲν εἶναι ἱκανός, μόνος νὰ κυβερνᾷ τὸ βασίλειον, καὶ φοβούμενος ἄλλας ἐπιβουλὰς κάμνει σύνθρονον, καὶ σύντροφον τῆς βασιλείας του τὸν Μακεδόνα Βασίλειον, ἄνδρα πολλὰ φημιζόμενον ἐπὶ φρονήσει, καὶ ἀνδρείᾳ, τὸν ὁποῖον προτήτερα εἶχεν υἱοθετήση, καὶ προστάξει νὰ στεφθῇ μὲ τὸ βασιλεικὸν διάδημα μὲ παρρησίαν μεγάλην εἰς τὸν ναὸν τῆς ἁγίας σοφίας τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς διὰ χειρὸς τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ὅστις βέβαια ἀποθανόντος τοῦ Βάρδα ἐστερήθη ἑνὸς μεγάλου ἀντιλήπτορος.
20. Πάλιν ὁ Πάπας Νικόλαος βλέπωντας, πῶς μὲ τὰ γράμματα οὐδὲν κατορθώνει, εἰς τὸ τέλος τοῦ χρόνου ἐκείνου ἐδιώρισε νὰ πέμψῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ πρέσβεις Δονάτον δηλαδὴ Ἐπίσκοπον, Λέοντα πρεσβύτερον, καὶ Μαρῖνον διάκονον, μὲ τὸ μέσον τούτων ἐπαρακίνει τὸν βασιλέα, νὰ ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τὸν Ἰγνάτιον καὶ νὰ διώξῃ τὸν Φώτιον, τοὺς ὁποίους πάλιν ἤθελεν ὅτι ὁ Μιχαὴλ νὰ στείλη εἰς Ῥώμην πρὸς αὐτόν, καὶ νὰ ρίψῃ εἰς τὴν φωτίαν ἐκείνην τὴν ἐπιστολήν, ὁποῦ εἶχε τοῦ στείλῃ, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπεκρίνατο ἀναιρῶν τῆς Ῥωμαϊκῆς ἐκκλησίας τὴν ἐξουσίαν, καὶ τὰ προνόμια, ἀλλέως ἐφοβέριζε, πῶς αὐτὸς ἤθελε κάμῃ σύνοδον εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ κρεμῶντας εἰς ἕνα ξύλον ἐκεῖνα τὰ γράμματα ἤθελε νὰ δώσῃ εἰς πῦρ μὲ μεγάλην καταισχύνην τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀνατολικοὶ πάλιν, ὄχι μὲ λόγια, καὶ μὲ γράμματα, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα, ἠθέλησαν νὰ κάμωσι τὸν Πάπαν Νικόλαον, νὰ γνωρίσῃ, πῶς αὐτοί, οὐδ᾿ ὅλως στέργουσιν, ὅσα ἐκεῖνος καὶ κάμνει, καὶ φρονεῖ μελετῶν νὰ ὑποτάξῃ τὴν Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν. Διατὶ ὅ,τε βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βασίλειος ἐπρόσταξαν, ὅτι οἱ Λεγάτοι τοῦ Νικολάου νὰ μὴ εἰσέβουσιν εἰς τὰ ὅρια τῆς Βασιλείας, ἂν πρῶτον δὲν δώσωσι Λίβελλον πίστεως ἀθετοῦντες καὶ ἀναθεματίζοντες, ὅσα Λατινικὰ δόγματα ἀπορρίπτει ἡ Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησία. Ἕως εἰς τὴν Βουλγαρίαν εἶχαν φθάσῃ οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα, ὁποῦ ἀργοπόρεσαν τεσσαράκοντα ἡμέρας, καὶ γνόντες τὰ βασιλεικὰ προστάγματα, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Ῥώμην, ἀναγγέλλοντες τῷ Νικολάῳ, ὅσα ἤκουσαν.
21. Τὸ σκάνδαλον τοῦτο τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐγίνετο ἀκόμη μεγαλήτερον μὲ τὴν ἀφορμὴν τῶν νεοφωτίστων Βουλγάρων. Τὸ γένος τοῦτο ἤθελε γένῃ πολλὰ φοβερὸν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων, τὴν ὁποίαν μὲ τὰς συνεχεῖς ἐπιδρομάς, ὁποῦ ἔκαμνεν, ἐζημίωσε, καὶ ἔβλαψε πολλαῖς φοραῖς. Τὸν χρόνον ἐκεῖνον διὰ τὴν ὑστέρησιν τῶν καρπῶν, καὶ σπορίμων, ἦτον πολλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὴν πεῖναν ὅλη ἡ περίχωρος τῆς Βουλγαρίας, καὶ λοιπὸν ὁ βασιλεὺς Μιχαήλ, καὶ ὁ Καίσαρ Βάρδας ὁ θεῖός του, λαβόντες ταύτην τὴν εὐκαιρίαν, ἐσύκωσαν στρατὸν πολὺν κατὰ τῶν Βουλγάρων, τοὺς ὁποίους τέτοιας λογῆς ἐστενοχώρησαν διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης, ὁποῦ τοὺς ἤφεραν εἰς τὸν ἔσχατον κίνδυνον. Ὅθεν ἐβουλεύθησαν μὲ τὸν Βασιλέα αὐτῶν Βόγορον, νὰ παραδοθῶσι θεληματικῶς, καὶ γενόμενοι χριστιανοί, νὰ ὑποτάξωσι τὴν αὐθεντίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως βασιλεῖ, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τους τῷ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχῃ. Καὶ λοιπὸν γενομένης συνθήκης ἦλθεν ὁ Βόγορος εἰς τὴν βασιλεύουσαν μ᾿ ὅλους τοὺς ἄρχοντας, καὶ ἔλαβε τὸ ἅγιον βάπτισμα, τὸν ὁποῖον ἀνεδέχθη ἀπὸ τὴν θείαν κολυμβήθραν ὁ ἴδιος Βασιλεύς, καὶ τὸν ὠνόμασε μὲ τὸ ἴδιόν του ὄνομα Μιχαήλ. Ἐπιμελήθη ἀπὸ τότε ὁ Πατριάρχης, καὶ ἔπεμψε Διδασκάλους εἰς τὴν Βουλγαρίαν, διὰ νὰ κατηχήσωσι τὸν νεοσύλλεκτον ἐκεῖνον λαόν, ἑρμηνεύοντές τους τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τὰ δόγματα, καὶ πάλιν δι᾿ ἐπιστολῶν δὲν ἔλειπε νὰ στερεώνῃ τὸν ἴδιον Βασιλέα Μιχαὴλ εἰς τὴν Πίστιν, ὁποῦ ἐδέχθη. Ὅθεν εἰς τὴν πρὸς ἐκεῖνον ἐπιστολήν, τὸν ὀνομάζει, ὦ καλὸν ἄγαλμα τῶν ἐμῶν πόνων, καὶ ὦ τῶν ἐμῶν πνευματικῶν ὠδινῶν εὐγενές, καὶ γνήσιον γέννημα. Ὅμως δὲν εἶχεν ἀπεράσῃ ὁ δεύτερος χρόνος, καὶ ὁ Πάπας Νικόλαος ἔπεμψεν εἰς τὴν Βουλγαρίαν ἰδίους Ἐπισκόπους, νὰ διδάξῃ τὸν λαὸν ἐκεῖνον τὰ δόγματα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ ὑποτάξῃ τὴν ἐπαρχίαν ἐκείνην εἰς τὴν ἐξουσίαν του. Καὶ ἀληθινὰ τόσον ἐπροχώρησε τῶν Ἐπισκόπων ἐκείνων ἡ διδασκαλία, ὁποῦ καταπεισθεὶς ὁ Βασιλεὺς Μιχαήλ, ἀφίνων τὸν Πατριάρχην Φώτιον, ἔπεμψε Πρέσβεις, καὶ δῶρα ὁμοῦ πρὸς Πάπαν Νικόλαον ζητῶν συμβουλὰς περὶ διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης, καί, τί ἔμελλε νὰ κάμη διὰ τοὺς λοιποὺς Βουλγάρους, οἵτινες ἦτον ἀκόμη ἀβάπτιστοι; Δὲν ἦτον τόσον δύσκολον, νὰ ἐπιστρέψωσιν οἱ Βούλγαροι ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν εἰς τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, ἄνθρωποι νεοβαπτισμένοι, πρωτόπειροι, καὶ ὡσὰν τρυφερὰ κλονάρια εὔκολοι νὰ κλίνωσιν, ὅθεν ἤθελαν τραβιχθῇ, μάλιστα ὁποῦ ἐκεῖνοι οἱ Ἐπίσκοποι τοῦ Νικολάου ἐκήρυττον φανερά, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης Φώτιος δὲν ἦτον ἀληθινός, καὶ γνήσιος Ἀρχιερεύς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅσα εἶχε κάμη, ὅλα ἦτον ἄκυρα. Ὅθεν διὰ τὴν ἀφορμὴν ταύτην ἔχριον πάλην μὲ τὸ ἅγιον Μῦρον, ὅσους εἶχον Βαπτισμένους οἱ Ἀνατολικοὶ τὸ πρῶτον ἐκεῖ ἀπεσταλμένοι.
22. Τοσοῦτον ἐφαίνετο τὸ πρᾶγμα τοῦτο βαρὺ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅσον ἐνόμιζον, πῶς τοὺς ἅρπαξαν ἀπὸ τοὺς ἰδίους κόλπους ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ τέκνα, ὁποῦ αὐτοὶ πρῶτοι διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγέννησαν, καὶ πρῶτοι ἐβύζασαν μὲ τὸ γάλα τῆς εὐσεβείας. Παροξυνθεὶς εἰς ἄκρον ὁ Πατριάρχης Φώτιος, γράφει πρὸς τοὺς Πατριάρχας, καὶ Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, παραπονεῖται μεγάλα εἰς τὸ ἄδικον, ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Πάπας Νικόλαος, πάσχων μὲ κάθε τρόπον, νὰ ἁπλώσῃ τὴν ἐξουσίαν του εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, δηλοποιεῖ τὰ δόγματα, ὁποῦ οἱ ἐκ Ῥώμης Ἐπίσκοποι ἔσπερναν εἰς τὴν Βουλγαρίαν, καὶ πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐξαιρέτως, πῶς ἐναντίον τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἐμπόδιζαν τὸν γάμον τῶν Ἱερέων, ὅθεν τοὺς ὀνομάζει ἀρχηγοὺς ἀποστασίας, καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου λειτουργούς· τοὺς πέμπει τὰ ἴσα τῶν ἐπιστολῶν, ὁποῦ εἶχε λάβει ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν, ἐν αἷς τινες ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἤγουν ὁ Τριουίρων Ἀρχιεπίσκοπος Θεούτγαιδος, ὁ Κωλονίας Γουνθέριος, ὁ Ῥαουέννης Ἰωάννης ἐπαραπονοῦντο δυνατὰ εἰς τὴν τυραννίδα τοῦ Νικολάου, καὶ ἐζητοῦσαν βοήθειαν ἀπὸ τὸν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοὺς κράζει τέλος πάντων εἰς σύνοδον, εἰς σύστασιν καὶ ἀντίληψιν τῶν πατρικῶν νόμων, καὶ προνομίων, εἰ στερέωσιν τῆς κοινῆς εἰρήνης, καὶ ἀναίρεσιν ἐκείνων, ὁποῦ ἐμελέτα ὁ Πάπας Νικόλαος. Δὲν ἄργησε νὰ γένῃ ἡ σύνοδος παρόντων τῶν τοποτηρητῶν, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Ἐπισκόπων, Κληρικῶν, καὶ Καίσαρος Βασιλείου, ὁμοῦ δὲ καὶ τῶν ἀρχόντων τῆς συγκλήτου, Πατρικίων, καὶ πολλῶν ἄλλων λαϊκῶν, προεδρεύοντος τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, ἀναγινώσκονται εἰς ὑπήκοον πάντων ὅσα ὁ Νικόλαος ἔκαμε, καὶ ἐξετάζονται ἀκριβῶς ἔπειτα καθαιρεῖται, κηρύττεται ἀνάξιος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, καὶ τέλος ἀναθεματίζεται αὐτός, καὶ ὁμοῦ πάντες οἱ αὐτῷ ὁμοφρονοῦντες, τὰ πρακτικὰ τῆς συνόδου ταύτης πέμπονται πρὸς αὐτὸν τὸν Νικόλαον εἰς Ῥώμην διὰ Ζαχαρίου Μητροπολίτου Χαλκηδόνος, καὶ Θεοδώρου Καρείας εἰς εἴδησιν.
23. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ νέων πραγμάτων νέα σκηνή, ἰδοὺ μία μεγάλη καταστροφὴ εἰς τὰ βασίλεια, καὶ εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Μιχαὴλ ὁ βασιλεὺς ἀφ᾿ οὗ ἐβασίλευσεν ἔτη ιε´ μετὰ τῆς μητρὸς Θεοδώρας καὶ θ´ μοναχὸς καὶ ἕνα χρόνον καὶ τέσσαρας μῆνας, ἀφ᾿ οὗ ἔστεψε Καίσαρα τὸν Μακεδόνα Βασίλειον, φθάνει εἰς τὰς ὕστερας ὥρας τῆς ζωῆς, φονευθεὶς εἰς τὸ παλάτιον τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιον Βασίλειον. Ὅστις βέβαια ἤθελε σταθῇ ἕνα τέρας ἀχαριστείας, ἀνίσως καὶ δὲν ἦτον λόγος περὶ αὐτοῦ, πῶς δηλαδὴ φοβούμενος, μήπως καὶ διὰ φθόνον τῶν ἐχθρῶν του ὁ Μιχαήλ, ὅς τις ἦτον εὔκολος νὰ πιστεύῃ κάθε πρᾶγμα, παρακινηθεὶς ἀπὸ κακαῖς συμβουλαῖς, ἤθελε τὸν ἀσυκώσῃ τὴν ζωήν, αὐτὸς ἠθέλησε νὰ προφθάσῃ, μάλιστα ὁποῦ πολλάκις τὰς κατ᾿ αὐτοῦ γενομένας ἐνέδρας, καὶ ἐπιβουλὰς ἐγνώρισεν. Ἐκάθισε λοιπὸν μόνος εἰς τὸν θρόνον ὁ Μακεδὼν Βασίλειος, Αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ἀνακραχθείς, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξορίζει ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον τὸν Φώτιον, τὸν ὁποῖον ἀσφαλίζει εἰς τὸ κοινόβιον Σκέπη λεγόμενον· πέμπει δὲ Ἠλίαν Δρουγκάριον τοῦ στόλου, καὶ ἀνακαλεῖ ἀπὸ τὴν ἐξορίαν τὸν Ἰγνάτιον, καὶ ἀναβιβάζει εἰς τὸ Πατριαρχεῖον. Εἶναι πρᾶγμα ἀληθινὰ ἄξιον ἀπορίας ἡ αἰφνίδιος αὕτη ὀργή, ὁποῦ ἔδειξεν ὁ βασιλεὺς κατὰ τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔδειξε πάντοτε ἄκραν τιμήν, καὶ ἀγάπην, καὶ ἐμπιστοσύνην, εἰς τρόπον ὅτι τὸν εἶχε κάμῃ παραπατέρα τοῦ ἰδίου του υἱοῦ. Τινὲς λέγουσι, πῶς τοῦτο νὰ ἔκαμεν ὁ Βασίλειος, ὡς ζηλωτὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης ἀναμέσον τῶν δύο μαχομένων μερῶν, καὶ πῶς ἴσως γνωρίζωντας, πῶς ὁ Ἰγνάτιος ἀδίκως νὰ ἐδιώχθη ἀπὸ τὸν θρόνον του, ἐπρόσταξε τὸν Φώτιον ὡς τόσον νὰ ἡσυχάσῃ, ἕως ὁποῦ ἐκεῖνος νὰ ἀπεράσῃ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ἄλλοι πάλιν διὰ τινὰς οἰκείας ὀρέξεις, καθὼς συνειθίζουσιν οἱ βασιλεῖς, οἵτινες εἰς κάθε πρᾶγμα θέλουσιν ὑπακοήν, ἀλλέως ἐὰν θυμωθῶσιν, εἰς ἄκρον ἀνάπτουτι τὸν θυμὸν κατὰ τῶν ἀνθισταμένων. Ποῖαι δὲ νὰ ἦτον αὗται αἱ οἰκεῖαι ὀρέξεις; αὐτὸς μὲν ὁ ἴδιος Φώτιος νεύει σκεπαστὰ εἰς μίαν του ἐπιστολήν, γράφων πρὸς μοναχὸν Θεοδόσιον, φανερὰ δὲ τὸ λέγει ὁ Ζωναρᾶς εἰς τὰ χρονικά του ἔτει Χριστοῦ 867, τμῆμα ρα´ πῶς δηλαδὴ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μιχαὴλ πηγενάμενος νεοστεφθεὶς Βασίλειος εἰς τὴν μεγάλην Ἐκκλησίαν, καὶ πλησιάζωντας εἰς τὴν μετάληψιν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐμποδίσθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχην Φώτιον, ἐλεγχόμενος ὡς φονεὺς τοῦ Μιχαήλ, καὶ διὰ τοῦτο μὴ ὑποφέρωντας τοιοῦτον ἔλεγχον, ἄλλαξεν εὐθὺς εἰς ἄκρον μῖσος τὴν προτέραν ἀγάπην, τὸ αὐτὸ λέγει, καὶ ὁ Λέων ὁ Γραμματικός, καὶ Ἰωὴλ ἐν τῇ συνόψει τῶν ἱστοριῶν του.
24. Εὐχαριστημένος ἤθελ᾿ ἦτον ὁ Φώτιος, νὰ καταβῇ μόνον ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, καὶ νὰ ἡσυχάσῃ εἰς ἐκεῖνο τὸ κοινόβιον, ὁποῦ τὸν ἐδόθη ὡσὰν φυλακή, ὅμως ἔξω ἀπὸ τοῦτο ἐγείρεται κατ᾿ αὐτοῦ μέγας πόλεμος, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος εὐθύς, ὁποῦ ἐκάθισεν εἰς τὸν θρόνον, καὶ ἔλαβε πάλιν τὴν Πατριαρχικὴν ἐξουσίαν, ἀφορίζει καὶ αὐτόν, καὶ ἐκείνους, ὁποῦ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐχειροτονήθησαν, καὶ ἐκείνους, ὁποῦ μετ᾿ αὐτὸν συνεκοινώνησαν. Ἀπὸ τὸ ἄλλο ἠξεύροντας ὁ βασιλεὺς βέβαια, πῶς ὁ Πάπας Νικόλαος ἤθελε δώσῃ τὴν ἰδίαν ψῆφον εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Φωτίου, πέμπει πρὸς αὐτὸν ὡς κριτὴν πρεσβείαν, διὰ νὰ κρίνῃ ταύτην τὴν ὑπόθεσιν. Πρέσβεις δὲ ἦτον ὡς ἐκ μέρους τοῦ Ἰγνατίου μὲν Ἰωάννης Μητροπολίτης Συλαίου, τοῦ δὲ Φωτίου Πέτρος Μητροπολίτης Σαρδέων, καὶ τοῦ βασιλέως Βασίλειος ὁ πρωτοσπαθάριος, διὰ νὰ εἶναι μάρτυς τῶν γενομένων, καὶ γράφει, ὅτι ἀφ᾿ οὗ θεωρηθῇ εἰς τὴν Ῥώμην ἡ ὑπόθεσις, νὰ στείλη ὁ Πάπας ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄνωθεν πρέσβεις, καὶ τοὺς ἰδίους Λεγάτους εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, διὰ νὰ γένωσι τὰ αὐτὰ ἐπὶ συνόδου. Ἐμίσευσαν λοιπὸν οἱ Πρέσβεις ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, φέροντες μὲ τοῦ λόγου τους καὶ τὰ πρακτικὰ τῆς ὑστέρας Συνόδου, εἰς τὴν ὁποῖαν εἶχεν ἀναθεματισθῇ ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ διὰ θαλάσσης ἔπλεον εἰς τὴν Ῥώμην, ἀλλ᾿ ὁ μὲν δυστυχὴς Σαρδέων Μητροπολίτης Πέτρος, ὅστις ἔμελλε νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὸν Φώτιον, ἐναυάγησε μὲ τὸ καράβι, ὁποῦ ἦτον, καὶ ἐπνίγη, οἱ δὲ λοιποὶ ἔφθασαν κατευοδούμενοι. Εὔκολον εἶναι νὰ γνωρίσῃ τινὰς τὸν σκοπὸν τοῦ Βασιλείου ὁποῦ παραδίδει τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Φωτίου εἰς χεῖρας τοῦ Πάπα Νικολάου ἤτοι τοῦ μεγάλου του ἐχθροῦ θέλει εἰς κάθε τρόπον ὁ Βασίλειος ἀφανισμένον τὸν Φώτοιν, ἀπόβλητον, κατάκριτον, καὶ καθῃρημένον μὲ τὰς ψήφους τῆς μιᾶς, καὶ ἄλλης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπον, ὁποῦ ἐπιχειρίζονται, δὲν βλέπει, πῶς ὁ Πάπας Νικόλαος ἤθελε λάβῃ ἀφορμήν, νὰ ζητῇ μᾶλλον ἐπάνω εἰς τὸν Θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὴν ἐξουσίαν, ὁποῦ ἐφαντάσθη, καὶ πρὸς τῆς ὁποίας τὴν ὄρεξιν μᾶλλον τὸν ἐπαρακίνησεν ἡ πρεσβεία τοῦ προαποθανόντος, καθ᾿ ἕνας δύναται, νὰ στοχασθῇ, πόσον ἤθελε χαρῇ ὁ Πάπας Νικόλαος εἰς τοιαύτην πρεσβείαν, βλέπωντας παρεστῶτα ἔμπροσθεν τοῦ κριτηρίου του τὰ δύο μέρη τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου, καὶ Φωτίου ὑποκείμενα εἰς τὴν κρίσιν του· πρᾶγμα ὁποῦ τόσον εἶχε ἐπιθυμήσῃ προτήτερα, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον εἶχε κινήσῃ κάθε λίθον. Ὅμως δὲν ἔλαβε τοιαύτην χαράν, διατὶ πρὶν νὰ γένῃ αὐτὸς κριτὴς τῶν δύο κρινομένων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως ἐκράχθη ἀπὸ τὸν ἄνω κριτὴν ζώντων, καὶ νεκρῶν, ἀποθανὼν ἐκεῖνον τὸν ἴδιον χρόνον, καὶ ἀφίνωντας διάδοχον τοῦ θρόνου του Ἀδριανὸν δεύτερον.
25. Εἰς τούτου τὰς χεῖρας παρέδωκαν τὰ Βασιλικὰ γράμματα οἱ Πρέσβεις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀνέφερον τὰ παραγγέλματά του. Αὐτὸς κάμνωντας μίαν τοπικὴν σύνοδον, στέργει ὅσα ἔκαμεν ὁ Βασίλειος κατὰ τοῦ Φωτίου, κρίνει ἄξια πυρὸς ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Φώτιος ἔκαμε κατὰ τοῦ Νικολάου, ἀναθεματίζει τὸν Φώτιον καὶ τοὺς παρ᾿ αὐτοῦ χειροτονηθέντας, τοὺς ὁποίους προστάζει, νὰ γνωρίσωσιν ὡς λαϊκούς, (ἀγκαλὰ καὶ τοῦτο ἦτον παράλογον, ἐπειδὴ ἂς ἦτον, καὶ ἀληθινὰ τὰ κατὰ τοῦ Φωτίου λεγόμενα ἐγκλήματα, πλὴν μ᾿ ὅλα ταῦτα δὲν γίνεται ἄκυρος ἡ χειροτονία), ὁμοίως καὶ ὅλους τοὺς ὁμοφρονήσαντας αὐτῷ εἰς τὴν ὑστέραν σύνοδον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, συγχωρεῖ δὲ ὅλους ἐκείνους, ὁποῦ ἤθελαν ἀθετήσῃ τὰ πρακτικὰ τῆς αὐτῆς Συνόδου, καὶ ἐξόχως τὸν Βασιλέα Βασίλειον, τὸν ὁποῖον ὀνομάζει υἱὸν εὐμενέστατον, καὶ ὀρθοδοξότατον Βασιλέα, καὶ τὸν παραινεῖ νὰ κράξῃ Σύνοδον εἰς τὴν Βασιλεύουσαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐδιόρισε Λεγάτους Δονάτον, καὶ Στέφανον Ἐπισκόπους καὶ Μαρῖνον διάκονον, ὅπως στερεωθῶσιν, ὅσα αὐτὸς ἔκαμεν εἰς τὴν Ῥώμην κατὰ τοῦ Φωτίου, ἐξαιρέτως δὲ νὰ παρθῶσι τὰ ἶσα τῆς συνόδου εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀναθεματισθῇ ὁ Νικόλαος, νὰ ριφθῶσιν εἰς τὴν φωτίαν πάντων ὁρώντων, διὰ νὰ μὴ μείνῃ ἕνα ἰῶτα ἀπ᾿ αὐτά, ἀλλέως ὁποῖος δὲν ἤθελε τὰ δώσῃ, νὰ ἀναθεματίζεται αἰωνίως, καὶ νὰ νομίζεται ἀνάξιος τοῦ Χριστιανικοῦ ὀνόματος, τὰ ὁποῖα ὅλα ἔγιναν κατὰ τὴν Ἀδριανοῦ γνώμην. Διατὶ ὡς ἔφθασαν τὰ γράμματά του, καὶ οἱ Λεγάτοι του εἰς Κωνσταντινούπολιν, ὁ Βασιλεὺς Βασίλειος ἐκρότησε τὴν Σύνοδον τῇ στ´ Ὀκτωβρίου ἔτει Χριστοῦ 869, ἔτει τρίτῳ τῆς Βασιλείας του, εἰς τὴν ὁποίαν ἔξω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Βασιλέα, τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ Κωνσταντῖνον καὶ Λέοντα, τοὺς τρεῖς Λεγάτους Ἀδριανοῦ, τὸν Πατριάρχην Ἰγνάτιον, καὶ τοὺς τοποτηρητὰς τῶν Πατριαρχικῶν Ἀνατολικῶν θρόνων, (περὶ τῶν ὁποίων ἀκόμη εἶναι λόγος, πῶς νὰ ἦτον πρέσβεις τῶν Ἰσμαηλιτῶν προτήτερα ἀποσταλμένοι, ἀπὸ τὸν Ἀμυρὰν τῆς Ἀνατολῆς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν) ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, ὁποῦ ἐσύντρεξαν ἀπὸ τὰς Ἀνατολικὰς ἐπαρχίας, ἦτον ἑκατὸν δύο. Τέτοιας λογῆς κατὰ τὴν γνώμην, κατὰ τὴν ὄρεξιν, καὶ κατὰ τὸ πάθος τῶν βασιλέων πολλάκις μὲ πολλὴν βλάβην τῆς ἐκκλησίας ἐκυβερνοῦντο τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα, καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς δὲν ἐκινοῦντο ἀπὸ ζῆλον τῆς εὐσεβείας, καὶ τῆς πίστεως, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ πρόσταγμα, καὶ τὸ ἀρεσκόμενον τῶν βασιλέων.
26. Τῇ κγ´ Ὀκτωβρίου μηνὸς ἐγένετο ἡ πέμπτη πράξις τῆς συνόδου ταύτης, ἥτις παρὰ Λατίνοις νομίζεται ὀγδόη οἰκουμενική, καὶ τότε ἐπέμφθη εἰς τὴν σύνοδον ἀπὸ τὸν βασιλέα ὁ Φώτιος, καὶ δοθείσης εἰδήσεως τοῖς Πατράσιν, οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα Ἀδριανοῦ ἐπρόσταξαν, νὰ πεμφθῶσιν ὄχι ἱερωμένοι μὰ λαϊκοὶ νὰ τὸν φέρωσι. Πρὸς τοὺς ὁποίους λέγωντας ὁ Φώτιος, πῶς δὲν ἦλθε θεληματικῶς, ἀλλὰ βίᾳ, καὶ διὰ τοῦτο μάλιστα ἐδιόρισε νὰ μὴ ἀνοίξῃ στόμα, νὰ εἰπῇ οὐδέν, προσθέτωντας καὶ τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ· «εἶπα φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώττῃ μου, ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακήν», ἤκουσεν ἀπὸ τὸν σύγκελλον Ἠλίαν ἕνα τραχὺν ἔλεγχον εἰς ἀπόκρισιν, πῶς δηλαδὴ διὰ τοὺς πταισματάριδας πταίστας ἐγράφη ὁμοίως ἐν τοῖς ψαλμοῖς «ἐν κημῷ καὶ χαλινῷ, τὰς σιαγόνας αὐτῶν ἄγξαις τῶν μὴ ἐγγιζόντων πρὸς σέ». Παρασταθεὶς ἔμπροσθεν τῆς συνόδου, καὶ ἐρωτηθείς, ἂν στέργῃ τοὺς θεσμοὺς τῶν ἐπισκόπων τῆς Ῥώμης, τὴν ἔκθεσιν τὴν πρώην τοῦ Πάπα Νικολάου καὶ τὴν ὕστερον γενομένην σύνοδον τοῦ Ἀδριανοῦ, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Εἶπον τότε οἱ Λεγάτοι, πῶς ἡ σιωπὴ τοῦ Φωτίου ὑβρίζει τὴν σύνοδον, καὶ παρασταίνει αὐτὸν τὸν ἴδιον ἀναπολόγητον πταίστην, τότε ἀπεκρίθη ὁ Φώτιος· «τῆς φωνῆς μου (λέγων) καὶ ἐμοῦ σιωπόντος ἀκούει ὁ Θεός». Καὶ πάλιν λεγόντων ἐκείνων μὲ τὴν σιωπήν του γίνεται αὐτόκριτος, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς (ἀπεκρίθη ὁ Φώτιος) σιωπῶν κατεκρίθη. Ἐδῶ ὡς τόσον ἀνεγνώσθησάν τινες ἐπιστολαί, ὁποῦ εἶχε γράψει ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ ὕστερα Βαάνης ὁ Πατρίκιος λέγωντας πρὸς αὐτόν, πῶς εἰς τὴν σύνοδον ἐκείνην παρίστανται καὶ ἐκ Δύσεως, καὶ ἐξ Ἀνατολῆς, ὅθεν τυχαίνει νὰ ἀπολογηθῇ, διατὶ ἐὰν κλεισθῇ ἡ θύρα, δὲν θέλει εἶσται τινας, νὰ τὴν ἀνοίξῃ ὕστερα. Εἰπέ, τὸν ἠνάγκαζον, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ ποίαν ἔχεις ἀπολογίαν; αἱ ἀπολογίαι μου (ἀπεκρίθη ὁ Φώτιος) οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦσαν, ὑμεῖς ἂν οἴδατε. Πάλιν ὁ Βαάνης, ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι ἀπὸ σύγχυσίν σου, καὶ φόβον οὐκ ἔχεις τί ἀπολογηθῆναι. Διὰ τοῦτο ἡ ἁγία αὕτη σύνοδος σοῦ δίδει διορίαν, νὰ συλλογισθῇς καλλίτερα, καὶ τώρα μὲν σὲ ἀποστέλλει εἰς τὰ ἴδια, προστάζει δὲ πάλιν νὰ ἀποστρέψῃς. Ἐγὼ (ἀπεκρίθη ὁ Φώτιος) διορίαν μὲν οὐ ζητῶ, ἵνα δὲ ἀπέλθω τῆς ὑμῶν ἐστιν ἐξουσίας. Εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ὁ Πατρίκιος τοῦ μεταλέγει, πῶς δηλαδὴ ἡ σύνοδος εἶναι ὄχι ἐξ ἑνὸς μέρους, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς. Καὶ πῶς κάμνει κρίσιν ἀπροσωπόλυπτον, καὶ θεόπνευστον, καὶ διὰ τοῦτο τυχαίνει, νὰ ζητήσῃ συγχώρησιν τῶν ἐπταισμένων, διὰ νὰ λυθῇ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, καὶ πῶς ὅ,τι εἰπῇ, ἢ κάμῃ μετὰ τὸν μισεμὸν τῶν Λεγάτων τοῦ Πάπα ὅλα θέλουσιν εἶσται ἄκυρα, καὶ ἄκαιρα, ὁ Φώτιος ἔστεκε σιωπῶν, ὅθεν διὰ προσταγῆς τῆς συνόδου ἐξῆλθε.
27. Γενομένης τῆς ζ´ πράξεως τῇ κθ´ Ὀκτωβρίου, πάλιν ἐκράχθη εἰς τὴν σύνοδον ὁ Φώτιος, ὁποῦ εἰσέβη μὲ τὴν βακτηρίαν, τὸ ὁποῖον ἐπειδὴ ἐφάνη σημεῖον ὑπεριφανείας, ἐπάρθη ἀπὸ τὰς χεῖρας του, καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ καθίσῃ εἰς τὸν ἔσχατον τόπον. Εἰσέβη ὁμοῦ μὲ ἐκεῖνον ὁ Συρακουσῶν Γρηγόριος, καὶ ὁ Ἡρακλείας Ἰωάννης, ὅστις ἐρωτηθείς, ἂν δέχεται τὸν Λίβελλον τοῦ Πάπα, ἐνῷ ἀναθεματίζεται ὁ Φώτιος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον αὐτὸς ἦτον χειροτονημένος, ἀπεκρίθη ὁ ἀναθεματίζων τὸν Ἀρχιερέα αὐτοῦ, ἔστω ἀνάθεμα ὁμοίως, καὶ οἱ λοιποὶ Ἐπίσκοποι, ὁποῦ καὶ αὐτοὶ εἰσέβησαν ὁμοῦ μὲ τὸν Φώτιον ἐρωτηθέντες περὶ τῶν αυτῶν·«Καὶ τοῖς παραλόγως (εἶπον) πραττομένοις οὐ συναινοῦμεν, τοὺς τοποτηρητὰς τοῦ Πάπα δηλαδὴ ἡμεῖς κριτὰς οὐ δεχόμεθα» καὶ πάλιν εἰς ἐκεῖνα, ὁποῦ τοὺς ἠρώτησαν λέγοντες «καὶ τίς ἐστιν ὁ βοηθήσων ὑμῖν;» ἀπεκρίθησαν· οἱ κανόνες τῶν Ἀποστόλων· τέλος πάντων, ἀφ᾿ οὗ οἱ ἐν τῇ Συνόδῳ ἐγνώρισαν, πῶς ὁ Φώτιος οὐδ᾿ ὅλως στέργει τὰ τοῦ Νικολάου, καὶ Ἀδριανοῦ, ἀνεγνώθησαν πρῶτον οἱ ὅροι, τοὺς ὁποίους εἶχον κάμη κατ᾿ αὐτοῦ οἱ ἄνωθεν Πάπιδες, ἔπειτα σταθεὶς Στέφανος διάκονος, καὶ Νεκτάριος μεγάλῃ φωνῇ ἐκήρυξε κατὰ τοῦ Φωτίου, τὸ ἀνάθεμα μάλιστα μίαν μακρὰν ἀκολουθίαν πολλῶν ἀναθεμάτων δηλαδή. Φωτίῳ τῷ ἐκ τῆς αὐλῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εἰσορμήσαντι ἀνάθεμα. Φωτίῳ τῷ ἐκ τοῦ παλατίου, καὶ λαϊκῷ ἀνάθεμα· Φωτίῳ τῷ νεοφύτῳ, καὶ τυράννῳ ἀνάθεμα. Φωτίῳ τῷ σχισματικῷ, καὶ κατακρίτῳ ἀνάθεμα. Φωτίῳ τῷ μοιχῷ καὶ πατροκτόνῳ ἀνάθεμα. Φωτίῳ τῷ νέῳ Μαξίμῳ Κυνικῷ, ἀνάθεμα. Τῷ νέῳ Διοσκόρῳ, ἀνάθεμα. Τῷ νέῳ Ἰοῦδα, ἀνάθεμα. Πᾶσι τοῖς ὁπαδοῖς, καὶ συμβοηθοῖς αὐτοῦ ἀνάθεμα. Ταῦτα πάντα ἤκουεν ὁ Φώτιος σιωπῶν, ὑποφέρων τὰς φοβερὰς ἐκείνας βροντὰς τοῦ συχνοῦ ἀναθέματος. Περὶ τοῦ ὁποίου καυχᾶται μάλιστα εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς Ἰγνάτιον Κλαυδιουπόλεως Μητροπολίτην, ἧς ἡ ἀρχή· ἦν ποτὲ φευκτόν, καὶ φοβερὸν τὸ ἀνάθεμα, ὅτε κατὰ τῶν ἐνόχων τῆς ἀσεβείας, ὑπὲρ τῶν τῆς εὐσεβείας κηρύκων ἐφέρετο, ἀφ᾿ οὗ δὲ κ.τ.λ.
28. Εἰς τὴν ἐπιοῦσαν πρᾶξιν, ἥτις ἐγένετο τῇ γ´ Νοεμβρίου, Θεοφύλακτος ἀόκνονος, καὶ ρεφερενδάριος, ἔφερε τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀναθεματισθῇ ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ ἄλλα χειρόγραφα τοῦ Φωτίου, καὶ τῶν αὐτοῦ ἐπισκόπων, καὶ διὰ Γεωργίου Ὀρφανοτρόφου ἐδόθησαν τοῖς ὑπηρέταις τῶν Λεγάτων, οἵτινες ἐπρόσταξαν νὰ ριφθῶσιν εἰς τὴν Φωτίαν, καθὼς ἔγινε, διατὶ ἐκεῖ εἰς ἕνα σκεῦος χαλκοῦν καιομένου πυρὸς ἐρρίφθησαν, καὶ κατεκάησαν. Εἰς τὰς ὑστέρας τοῦ Ἰαννουαρίου ἐτελειώθη ἡ Σύνοδος αὕτη, βέβαια καθὼς ἤθελεν ὁ Πάπας Ἀδριανός, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία μὲ τοιοῦτον τρόπον ἐστερεώνετο μάλιστα μὲ ἕνα κανόνα, ὅστις ἔχει (μετ᾿ ὀλίγον) οὕτω· «Εἰ δὲ συγκροτηθείσης Συνόδου Οἰκουμενικῆς γένηταί τις καὶ περὶ τῆς τῶν Ῥωμαίων Ἐκκλησίας ἀμφιβολία, ἔξεστιν εὐλαβῶς, καὶ μετὰ τῆς προσηκούσης αἰδοῦς διαπυνθάνεσθαι περὶ τοῦ προκειμένου ζητήματος, μὴ μέν τοι θρασέως κατὰ τῶν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἱεραρχῶν». Καὶ καθ᾿ ὅλου ὅτι ἠθέλησαν, καὶ καθὼς ἠθέλησαν οἱ Λεγάτοι, ἔτζη ἔκαμεν ἡ Σύνοδος, τὰ πάντα στέργοντος τοῦ Βασιλέως, καὶ τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου, καὶ διὰ τοῦτο οἱ Δυτικοὶ λέγουσι, πῶς αὕτη ἡ Σύνοδος μετὰ τὴν ἑβδόμην ὀγδόη Οἰκουμενικὴ ἐστι.
29. Τρία πράγματα ἔγινον εἰς τὴν Σύνοδον ταύτην, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσον ἄξια σημειώσεως ὅσον εἰς καμμίαν ἄλλην σύνοδον δὲν ἔγινε κανένα καιρόν.
Τὸ πρῶτον εἶναι, διὰ νὰ γένωσι τὰ πάντα εἰς βεβαίαν καθαίρεσιν καὶ κατάκρισιν τοῦ Φωτίου, εἰς χαρὰν δὲ καὶ κατὰ γνώμην τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ Ἀδριανοῦ, τινὰς δὲν εἶχε νὰ εἰσέβη εἰς ἐκείνην τὴν Σύνοδον, ἂν πρῶτον δὲν ἤθελε γράψη ἰδιοχείρως, καὶ διὰ μαρτύρων τὸν Λίβελλον, ὁποῦ ἔφερον ἐκ Ῥώμης οἱ λεγάτοι τοῦ Πάπα, ὅστις εἶχεν (μετ᾿ ὀλίγα) «ἑπόμεθα δὲ τῇ Ἁγίᾳ Συνόδῳ, ἣν ὁ Μακαρίας μνήμης Νικόλαος ἐτέλεσεν, ἐν ᾗ καὶ αὐτὸς Δέσποτα Ἱσάγγελε Ἱεράρχα Ἀδριανὲ ἔγραψας, ἀποδεχόμενοι οὗς ἐκεῖνος ἀποδέχεται, καὶ κατακρίνοντες τοὺς ἐν αὐτῇ κατακριθέντας, ἐξαιρέτως Φώτιον, καὶ Γρηγόριον Συρακουσῶν, καὶ τοὺς ἐμμένοντας ἐν τῷ σχίσματι ὁπαδοὺς αὐτῶν, καὶ οἵτινες ἐμμένουσι μέτοχοι τῆς κοινωνίας αὐτῶν. Τὰς δὲ συναγωγὰς τῶν πονηρευομένων, καὶ τὴν ἐφεύρεσιν τῶν διεστραμμένων δογμάτων ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ βασιλέως δὶς κατὰ τοῦ μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἰγνατίου, καὶ ἅπαξ κατὰ τοῦ κορυφαιοτάτου τοῦ Ἀποστολικοῦ θρόνου, ἀλύτοις ἀναθέματος δεσμοῖς συνέχομεν, καὶ τοὺς διεκδικοῦντας αὐτούς, ἢ τὰς ἀσεβεῖς αὐτῶν πράξεις ἀποκρύπτοντας. Περὶ τοῦ τιμιωτάτου Ἰγνατίου Πατριάρχου, καὶ τῶν ὑπὲρ αὐτοῦ φρονούντων, ὅπερ ἡ αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ θρόνου ἐξέθετο, ὅλῃ διανοίᾳ ἀκολουθοῦμεν. Ταύτην μου τὴν ὁμολογίαν ἐγὼ ὁ δεῖνα Ἐπίσκοπος ἰδίᾳ μου χειρὶ ὑπέγραψα, καὶ σοὶ τῷ ἁγιωτάτῳ Δεσπότῃ, καὶ μεγάλῳ Ἀρχιερεῖ, καὶ οἰκουμενικῷ Πάπᾳ Ἀδριανῷ, διὰ τῶν σῶν Λεγάτων Δονάτου, καὶ Στεφάνου δηλαδή, τῶν ἁγιωτάτων Ἐπισκόπων, καὶ Μαρίνου τῆς ἁγίας καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ῥωμαϊκῆς διακόνου προσέφερον, καὶ μάρτεις ἵνα ὑπογράψωσι παρεκάλεσα». Αὐτὸς ὁ ἴδιος βασιλεύς, καὶ Πατριάρχης εἶπον, πῶς τοῦ Λιβέλλου τούτου ἡ ὑπογραφὴ εἶναι πρᾶγμα νέον, καὶ ὁποῦ ποτὲ δὲν ἠκούσθη, ὅμως ἔγινε. Θεόδουλος Ἀγκύρας, καὶ Νικηφόρος Νικαίας μὴ στέργοντες νὰ ὑπογράψωσι τὸν Λιβέλλον, δὲν ἔλαβον ἄδειαν νὰ εἰσέβωσιν εἰς τὴν σύνοδον, μὰ τί περισσότερον; Θεόδωρος Καρίας Μητροπολίτης ἀγκαλᾶ καὶ νὰ εἶχεν ὑπογράψῃ, ὅμως ἐπειδὴ καὶ εὑρέθη, πῶς αὐτὸς ἦτον εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Φωτίου, ὁποῦ ἀναθεματίσθη ὁ Νικόλαος, ἐδιώχθη ἀπὸ τὴν σύνοδον ἐκείνην. Τόση ἦτον ἡ ὀργὴ κατὰ τῶν τοῦ Φωτίου ὁπαδῶν, ὁποῦ καὶ μετανοοῦντες δὲν ἐσυγχωροῦντο.
Τὸ δεῦτερον, εἶναι λόγος, πῶς τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχικῶν θρόνων οἱ τοποτηρηταὶ δὲν ἦτον ἀληθινοὶ τοποτηρηταὶ τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλὰ πρέσβεις ἀπεσταλμένοι προτήτερα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὸν Ἀμυρὰν τῆς Συρίας, δηλαδὴ τὸν ἄρχοντα τῶν Ἰσμαηλιτῶν, καὶ τοῦτο δὲν λέγει μόνον ὁ Φώτιος γράφων τὸ παράδοξον πρὸς Θεοδόσιον μοναχόν, ἀλλὰ τὸ αὐτὸ γράφει καὶ Ἠλίας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων εἰς μίαν ἐπιστολήν, ὁποῦ διὰ τοῦ Μαρτυρουπόλεως Μητροπολίτου ἀπεσταλμένου παρὰ τοῦ Ἀντιοχείας Πατριάρχου ἔπεμψε πρὸς τὴν Σύνοδον, ἥτις ἔγινεν ὕστερα. Τῆς ὁποίας ἐπιστολῆς τὴν περίληψιν σημειώνει Καίσαρ ὁ Βαρώνιος, ἀγκαλᾶ καὶ νὰ λέγῃ, πῶς τοῦτο ἐγράφη ψευδῶς, καὶ δολίως.
Τὸ τρίτον, ὁποῦ ἀληθινᾶ εἶναι ἄκουσμα φρικτόν, «οἱ πατέρες ἐκεῖνοι ὑπογράφουσιν (αὐτὰ εἶναι λόγια Νικήτα Δαβὶδ Παφλαγῶνος εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Ἰγνατίου) τῇ καθαιρέσει δηλαδὴ τοῦ Φωτίου οὐ ψιλῷ τῷ μέλανι τὰ χειρόγραφα ποιούμενοι, ἀλλὰ τὸ φρικωδέστατον (ὡς τῶν εἰδότων ἀκήκοα διαβεβαιουμένων) καὶ ἐν αὐτῷ τοῦ Σωτῆρος τῷ Αἵματι βάπτοντες τὸν κάλαμον». Τοῦτο δὲν τὸ ἔκαμαν οἱ θεσπέσιοι παλαιοὶ πατέρες, ὅταν ἀναθεμάτισαν τὸν Νεστόριον, τὸν Μακεδόνιον, καὶ αὐτὸν τὸν Ἄρειον, τοὺς ἀσεβεστάτους θεομάχους. Ἴσως τοῦτο ἔκαμαν μὲ τὸ παράδειγμα Θεοδώρου Πάπα Ῥώμης, ὅστις τοιουτοτρόπως ὑπέγραψε κατὰ τοῦ μονοθελήτου Πύρρου Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχου. Ἀλλὰ ποία εὐλαβὴς ψυχὴ δὲν φρίττει εἰς τοιαύτας ἱεροσυλίας;
30. Ἀλλὰ τὸ ὀγλιγωρότερον ἐμετανόησαν οἱ καλοὶ ἐκεῖνοι Ἐπίσκοποι εἰς τὸ γεγονός, τὸ ὀγλιγωρότερον ἔδραμον πρὸς τὸν Βασιλέα παραπονούμενοι πῶς ἔτζη ἄθλια ὑπέταξεν τῇ Δυτικῇ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἐζήτησαν ἐπιπόνως, νὰ παρθῶσιν ὀπίσω οἱ Λιβέλλοι ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἔγραψαν. Ἔκαμε τὸ θέλημα τῶν παρακαλούτων Ἐπισκόπων ὁ Βασιλεύς, καὶ ἐπρόσταξε, νὰ παρθῶσι κρυφὰ διὰ τῶν ὑπηρετῶν ἀπὸ τὰ ταμεῖα τῶν Λεγάτων· οἵτινες γνόντες ὅμως τὸ συμβάν, τόσα ἔκαμαν, ὁποῦ πάλιν τοὺς ἔβαλον εἰς χεῖρας τους. Ταῦτα ὅλα διηγεῖται Ἀναστάσιος βιβλιοθηκάριος συγγραφεὺς τῆς ζωῆς τοῦ Νικολάου, ὅστις ἦτον τότε ὁμοῦ μὲ τοὺς Λεγάτους εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ λέγει, πῶς αὐτὸς ἔφερε τοὺς ἄνωθεν Λιβέλλους εἰς τὴν Ῥώμην. Ὁ μετ᾿ αὐτὸν ἀκολουθήσας νὰ γράψῃ τοὺς βίους τῶν Παπίδων, εἰς τὴν ζωὴν τοῦ Ἀδριανοῦ τούτου προσθέτει, πῶς τέλος πάντων οἱ Λεγάτοι ἀνέφερον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τὴν ὑπόθεσιν τῶν Βουλγάρων. Πλὴν λέγει, πῶς τέλος πάντων οἱ Λεγάτοι ἀνέφερον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τὴν ὑπόθεσιν τῶν Βουλγάρων. Πλὴν λέγει, πῶς εἰς τὴν ἀναφορὰν ταύτην ἐσυγχίσθη ἡ καρδία τοῦ βασιλέως, καὶ ἀγκαλᾶ καὶ δὲν τὸ ἔδειχνεν εἰς τὸ πρόσωπον, ὅμως ἀφ᾿ οὗ τοὺς ἐφίλευσε, καὶ τοὺς ἐφιλοδώρησε, τοὺς ἐπαρέδωκε Θεοδοσίῳ τῷ πρωτοσπαθαρίῳ, διὰ νὰ οἰκονομίσῃ τὰ ἀναγκαῖα πρὸς μισεμόν, τὸ ὁποῖον ἔγινε πολλὰ ἀμελῶς, καὶ δὲν τοὺς ἐσονεύγαλε μὲ τὴν πρέπουσαν τιμήν. Πῶς αὐτοὶ πλέοντες εἰς τὴν Ῥώμην, ἔπεσον εἰς τὰς χεῖρας τῶν Σλάβων, οἵτινες τοὺς ἐξεγύμνωσαν πέρνοντες τους ἀκόμη ὁλόκληρον τὸν Κώδικα, μὲ ὅλα τὰ Πρακτικά, καὶ ὑπογραφὰς τῆς Συνόδου. Τοῦτο ἂν ἔγινεν ἢ μὲ τὸ πρόσταγμα, ἢ μὲ τὴν εἴδησιν τοῦ Βασιλέως εἶναι ἄδηλον, φανερὸν ὅμως εἶναι, πῶς ἔγινε μὲ τὴν γνώμην τῶν Ἀνατολικῶν.
31. Ὡς τόσον ὁ Φώτιος ἐξωρισμένος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖον καὶ ἀπὸ τὰ Βασίλεια, εἰς τόσην μεγάλην ὀργὴν τοῦ Βασιλέως, ὅστις ἀπὸ τὸν ἄκρον βαθμὸν τῆς τιμῆς, τὸν ἐκατέβασεν εἰς ἕνα βαθύτατον χάος πάσης ταλαιπωρίας, εἰς τόσον μεγάλον μῖσος τῶν ἐχθρῶν του, ὁποῦ ἐθριάμβευον εἰς τὰς δυστυχίας του χωρὶς τὴν ἀντίληψίν τινος τοῦ παλατίου, οἵτινες ὅλοι ἀκολουθοῦσαν τοῦ Βασιλέως τὴν βουλήν, χωρὶς τὴν συνδρομήν, καὶ συμπάθειαν τῶν φίλων του, οἱ ὁποῖοι ὅλοι στεκόμενοι στερεοὶ εἰς τὴν φιλίαν, καὶ μὴ στέργοντες τὰ παρὰ τῶν Λεγάτων γενομένα εἰς τὴν Σύνοδον ἐξωρίσθησαν διεσπαρμένοι εἰς μακρυνοὺς τόπους, ὑστερημένος ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν τῶν δούλων, ἀπὸ συντυχίαν κάθε ἀνθρώπου, ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, μόνος εἰς τὴν μοναξίαν, καὶ ταλαιπωρίαν μιᾶς φυλακῆς, τὴν ὁποίαν ἔβλεπον πάντοθεν ἄγρυπνοι φύλακες, δὲν εἶχεν ἄλλην συντροφίαν παρὰ τοὺς ἰδίους λογισμούς, ἄλλην παρηγορίαν, παρὰ τὴν ὑπομονήν του. Εἰς τόσην ἰλιάδα κακῶν, τὰ ὁποῖα περιγράφει εἰς μίαν ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους, ἕνα πρᾶγμα τοῦ ἔθλιβε περισσότερον ἀπὸ ὅλα, πῶς δηλαδὴ ἦτον ὑστερημένος ἀπὸ κάθε λογῆς βιβλίον, ὁποῦ τοῦ ἦτον ἀπηγορευμένον διὰ προστάγματος Βασιλεικοῦ. Τῶν βιβλίων ἡ ἀνάγνωσις ἦτον ἡ γλυκητέρα τροφὴ τοῦ πολυμαθεστάτου, καὶ φιλοπόνου ἐκείνου νοός, περὶ τοῦ ὁποίου μαρτυρεῖ αὐτὸς ὁ μέγας ἐχθρός του, Νικήτας ὁ Παφλαγών, πῶς, «καὶ νύκτες αὐτῷ ἄϋπνοι περὶ τὴν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι»· ὥστε ὁποῦ διὰ τοῦτο μάλιστα τοῦ ἐπροξένει μίαν ἀνείκαστον, καὶ ἀνυποφόρητον λύπην τῶν βιβλίων ἡ ὑστέρησις, ἐπαραπονεῖτο εἰς τὸ ὑπερβολικὸν μῖσος τῶν ἐχθρῶν του, οἵτινες τοῦ ἔκαμαν πόλεμον, καὶ κατὰ τοῦ σώματος, καὶ κατὰ τῆς ψυχῆς, καθὼς λέγει ὁ ἴδιος, ἀλλ᾿ ὅτι ἐστερήθημεν «καὶ βιβλίων, καινὸν τοῦτο, καὶ παράδοξον, καὶ νέα καθ᾿ ἡμῶν ἐπινενοημένη τιμωρία»· ὅθεν γράφων πρὸς αὐτὸν τὸν Βασιλέα, καὶ περιγράφωντας ὅλα του τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ὅλα ἦτον ἄξια συμπαθείας, ἐζήτει διὰ χάριν τὸν θάνατον.
32. Εἰς τὰ ἐλεϊνὰ παρακάλια τοῦ ἐξορίστου, καὶ φυλακωμένου Φωτίου δὲν ἐστάθη ἀνέλεος ὁ βασιλεύς· ἐκινήθη τέλος πάντων εἰς συγκατάβασιν, καὶ ἔδειξε σπλάγχνα ἐλέους· ἐστοχάσθη τὴν ἐλεϊνὴν κατάστασιν, τὴν ἄμετρον ταλαιπωρίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετον ἐκεῖνος ὁ Ἀρχιερεύς, ἐνθυμήθη τὴν παλαιὰν φιλίαν, τὴν συνομιλίαν, τὴν συναναστροφήν, ἐμέτρησε τὴν ἄκραν ἐκείνην Σοφίαν, καὶ μάθησιν, καὶ ἐγνώρισε πῶς ἕνας τοιοῦτος ἄνθρωπος, καὶ ἄκρος φίλος, καὶ ἄκρος Σοφός, δὲν ἦτον ἄξιος τοσαύτης παιδεύσεως, καὶ τιμωρίας. Ὅθεν μεταβάλλωντας πάλιν τὸ μῖσος εἰς ἀγάπην, τὴν ὀργὴν εἰς εὐμένειαν, τὸν εὐγάνει ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τὸν κράζει εἰς τὰ Βασίλεια, παραδίδωντας τῇ διδασκαλίᾳ του τοὺς δύο του υἱούς, καὶ ἀνταμείβωντας τὰς προτέρας δυστυχίας καὶ συμφοράς, μὲ ἄλλας τόσας εὐεργεσίας. Ὅμως ταύτην τὴν νέαν τύχην τοῦ Φωτίου ἀλλέως περιγράφει Νικήτας ὁ Παφλαγῶν. Πῶς δηλαδὴ ὁ Φώτιος στοχαζόμενος τὰ πρῶτα στοιχεῖα τῶν ὀνομάτων τοῦ βασιλέως, Βασιλείου Β, τῆς Αὐγούστης Εὐδοκίας Ε, καὶ τῶν τεσσάρων υἱῶν αὐτοῦ Κωνσταντίνου Κ, Λέοντος Λ, Ἀλεξάνδρου Α, καὶ Στεφάνου Σ, νὰ ἐσύνθεσεν ἐκ τούτων ἕνα πλαστὸν ὄνομα, ἤγουν ΒΕΚΛΑΣ, καὶ κάμνωντας μίαν ψευτικὴν γενεαλογίαν ἀπὸ Τιριδάτου Βασιλέως τῶν Ἀρμενίων τὴν ὁποίαν ἔγραψε μὲ παλαιὰ Ἀλεξανδρινὰ γράμματα εἰς παλαιὸν χαρτὶ διὰ νὰ φαίνεται πῶς εἶναι βιβλίον πολλῶν ἐτῶν, μὲ ἐπίπλαστα ὀνόματα ἐκατέβαιναν εἰς τοὺς γονεῖς τοῦ Βασιλείου· ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ἦτον Προφητεία, πῶς ἔχει νὰ γεννηθῇ ἕνας ὀνομαζόμενος Βεκλᾶς, ὁ ἐνδοξότερος, καὶ εὐγενέστερος Βασιλεύς, ὁποῦ νὰ ἐκάθησεν εἰς τὸν Ῥωμαϊκὸν θρόνον. Καὶ πῶς ὁ Φώτιος μὲ τὸ μέσον θεοφάνους Παλαιστίνου (ὅστις ἦτον, καὶ φίλος τοῦ Φωτίου, καὶ εἰς μεγάλην τιμὴν παρὰ τῷ Βασιλεῖ) ἔκαμε, καὶ τοῦτο τὸ βιβλίον ἐβάλθη εἰς τὴν Βασιλεικὴν Βιβλιοθήκην, πῶς ὁ Θεοφάνης ἐξεπίτηδες τὸ ἔδειξε τῷ Βασιλεῖ, ὡς βιβλίον πλῆρες Προφητειῶν παραδόξων, καὶ προσποιούμενος πῶς οὔτε αὐτὸς ἤξευρε νὰ τὸ ἀναγνώσῃ, οὕτε ἄλλος τις παρὰ ὁ Φώτιος, παρεκίνησε τὸν Βασιλέα νὰ τὸν κράξῃ. Καὶ πῶς τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος ὁ Φώτιος, καὶ ἐξηγῶν τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο ὄνομα Βεκλᾶς, τόσον εὐχαρίστησε τὸν Βασιλέα, ὁποῦ ἀπόκτησε τελείως τὴν ἀγάπην του. Μὰ πρῶτον μὲν ὁ Νικήτας εἶναι φανερὸς ἐχθρὸς τοῦ Φωτίου, ὅθεν δὲν εἶναι ἄξιος πίστεως, εἰς ὅλα ἐκεῖνα ὁποῦ γράφει κατ᾿ αὐτοῦ, πάλιν τοιαύτῃ Ῥαψῳδία, καθὼς δύναται νὰ στοχασθῆ πᾶς νουνεχής, δὲν ἀξιόζει τῇ φρονήσει, οὔτε τοῦ Βασιλέως. Πολλὰ ἁπλοῦς ἤθελ᾿ ἦτον ὁ Μακεδὼν Βασίλειος, ἀνίσως καὶ ἀπὸ τοῦτο μόνον τὸ σημεῖον ἤθελε γνωρίσῃ, τοῦ Φωτίου τὴν πολυμάθειαν καὶ σοφίαν. Αὐτός, καὶ πρὶν νὰ γένῃ Βασιλεύς, τὸν ἐγνώριζε πολλὰ καλά, τὸν ἠγάπα, τὸν ἐτίμα, καὶ καθὼς εἴπομεν παραπάνω τὸν εἶχε κάμῃ ἀνάδοχον καὶ ἑνὸς του υἱοῦ. «Ἄκουσον ὦ φιλανθρωπότατε Βασιλεῦ (ἔτζη τοῦ ἔγραφεν ἐκ τῆς ἐξορίας ὁ Φώτιος) οὐ προβάλλομαι νῦν παλαιὰν φιλίαν, οὐ φρικώδεις ὄρκους, καὶ συνθήκας, οὐ χρίσμα, καὶ χειροθεσίαν Βασιλείας, οὐχ, ὅτι ἡμετέραις χερσὶ προσιὼν τῶν ἀχράντων, καὶ φρικτῶν μυστηρίων οὐδὲ τὸν δεσμὸν ὃν ἡμᾶς ἡ τοῦ καλοῦ παιδὸς υἱοθεσία συνέδεσεν κ.τ.λ., ὅθεν ταῦτα μᾶλλον ἀναθυμηθεὶς ὁ Βασίλειος, καὶ λυπηθεὶς τέλος πάντων τὴν ἐλεϊνὴν κατάστασιν τοῦ παλαιοῦ φίλου, Σοφοῦ, καὶ Ἀρχιερέως ἐξιλεώθη, καὶ τὸν ἀνεκάλεσεν εἰς τὴν φιλίαν του.
33. Ὡς τόσον ἀπέρασαν ἀπὸ ταύτην εἰς ἄλλην ζωὴν οἱ δύο μεγάλοι ἀντίπαλοι τοῦ Φωτίου, δηλαδὴ Ἀδριανὸς ὁ δεύτερος εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ Ἰγνάτιος ὁ Πατριάρχης εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, γέρων ἤδη ὀγδοήκοντα χρόνων, καὶ ὁ μὲν Ἀδριανὸς ἄφησε διάδοχον Ἰωάννην τὸν ὄγδοον, ἢ ἔννατον. Ὅστις μιμητὴς τῶν πρὸ αὐτοῦ Παπίδων Ἀδριανοῦ, καὶ Νικολάου, ἐπεθύμει, καὶ ἔπασχεν ἐπιπόνως νὰ ὑποτάξῃ εἰς τὴν ἐξουσίαν του τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Βουλγαρίας, ἡ ὁποία ἦτον ὑποτεταγμένη τῷ θρόνῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως· ὅθεν εἶχε γράψῃ μίαν, καὶ δύο φοραῖς πρὸς Ἰγνάτιον περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ἀλλ᾿ εἰς μάτην. Ὅθεν ἐδιόρισε νὰ πέμψῃ καὶ τρίτην φορὰν Λεγάτους Παῦλον, καὶ Εὐγένειον τοὺς Ἐπισκόπους μὲ γράμματα ἀπειλητικά, ὅτι δηλαδὴ ἂν ὁ Πατριάρχης εἰς διορίαν τριῶν ἡμερῶν δὲν ἤθελε κράξῃ ἀπὸ τὴν Βουλγαρίαν ὅλους τοὺς Ἐπισκόπους, καὶ Κληρικοὺς Ἀνατολικοὺς ὁποῦ ἐκεῖ εὑρίσκοντο διδάσκοντας ἐκεῖνον τὸν λαόν, καὶ δὲν ἤθελε παραιτήσῃ ὁλότελα τὴν Βουλγαρίαν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῆς Ῥώμης, τὸν ἔκρινεν ἀνάξιον τῆς θείας μεταλήψεως, καὶ καθηρημένον τοῦ Πατριαρχείου. Οἱ Λεγάτοι ἀκόμη δὲν ἤθελον φθάσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁποῦ ὁ Ἰγνάτιος ἐμακαρίσθη, εἰς τοῦ ὁποίου τὸν τόπον χωρὶς κανένα δισταγμὸν ἔβαλεν εὐθὺς τὸν Φώτιον ὁ Βασιλεὺς Βασίλειος, ὅστις ἐπιθυμῶν νὰ γένῃ μία τελεία ἕνωσις, τῆς Ἀνατολικῆς, καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ παύσῃ κάθε σκάνδαλον, ἔπεμψε πρεσβείαν πρὸς Πάπαν Ἰωάννην ζητῶν ὅπως δεχθῇ εἰς κοινωνίαν τὸν Φώτιον, ἤδη ψηφισμένον τὸ δεύτερον Πατριάρχην. Τὸ αὐτὸ ἔγραψε, καὶ ὁ Φώτιος (μὲ τὸν ὁποῖον οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα ἤδη φθάσαντες εἰς Κωνσταντινούπολιν δὲν ἤθελον νὰ συγκοινωνήσωσι καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί) τοῦτο φαίνεται ἐκ τῶν ἐπιστολῶν Ἰωάννου Λατινιστὶ γεγραμμένων, ἤτοι ρξθ´ πρὸς Γρηγόριον Πριμικήριον, ἰνδικτιῶνος ιβ´, Ἀπριλλίου γ´, καὶ ργθ´ πρὸς τοὺς Κληρικοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἰνδικτιῶνος ιβ´, Αὐγούστου, ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ 879, περὶ τῶν ὁποίων ἐπιστολῶν τοῦ Ἰωάννου, δεῖ εἰδέναι ὅτι αἱ Λατινικαὶ διαφέρουσιν ἀπὸ τὰς Ἑλληνικὰς καὶ λέγουσιν, οἱ μὲν Λατῖνοι, ὅτι αἱ Ἑλληνικαὶ ἐνοθεύθησαν, παρὰ τῶν ἡμετέρων, οἱ δὲ ἡμέτεροι, ὅτι αἱ Λατινικαὶ ἐνοθεύθησαν παρ᾿ ἐκείνων, τὸ ὁποῖον γεννᾷ λογομαχίαν, καὶ σύγχυσιν.
34. Ἰδοὺ λοιπὸν μία μεγάλη ἐναλλαγὴ τῶν πραγμάτων, ἰδοὺ πάλιν ἀνεβασμένος εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ὁ Φώτιος, ἕνδεκα χρόνους ὕστερον ἀφ᾿ οὗ ἐπατριάρχευσε τὴν πρώτην φοράν, ὅστις ἐνόμισεν εἶναι ἀναγκαῖον μίαν νέαν Σύνοδον, διὰ νὰ παύσῃ τελείως ἡ ζάλη τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τοῦτο ὁποῦ ἐπεθύμει πολλὰ καὶ ὁ Βασιλεὺς ἐσύντρεξε, καὶ ὁ Πάπας Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν πρεσβείαν τοῦ Βασιλέως ἀπεκρίθη παρευθύς, καὶ ἐπειδὴ ἤξευρε τί ἐσυνέβη τοῖς πρὸ αὐτοῦ Νικολάῳ, καὶ Ἀδριανῷ, ἐσυλλογίσθη νὰ πιάσῃ μίαν ἄλλην ὁδὸν καὶ νὰ ἐπιχειρισθῇ ἕνα πρᾳότατον τρόπον. Διορίζει Λεγάτους εἰς τὴν ἄνωθεν Σύνοδον, τοὺς ἄνωθεν Ἐπισκόπους Παῦλον, καὶ Εὐγένειον, οἵτινες ἀκόμη εὑρίσκοντο ἐν Κωνσταντινουπόλει, προσθέτωντας τὸν τρίτον Πέτρον δηλαδὴ πρεσβύτερον Καρδινάλην· τοῦ ὁποίου ἔδωκε τὸ κομμονιτόριον, ἤτοι τὸ ἐνταλτήριον, ὁποῦ ἐπαρήγγειλε τί ἔμελλον νὰ κάμωσιν εἰς τὴν Σύνοδον οἱ Λεγάτοι. Τὰ γράμματα τοῦ Ἰωάννου πρὸς ὅλους ἦτον γεμάτα ἐγκωμίων, καὶ περιποιήσεων, ὅλα εἰρηνικά, ὅλα ἥμερα· ὅμως ὁλοῦθεν ἐθρυλλεῖτο τοῦ Πέτρου ἡ ὑπερτάτη ἐξουσία, καὶ τῆς Ῥώμης τὰ προνόμια, ὁλοῦθεν μὲ τὴν ἀγάπην καὶ εὐμένειαν ἦτον συγκεκραμμένη ἡ αὐθεντία, καὶ ἡ προσταγή. Εἰς αὐτὰ ἔστεργε τοῦ Πατριάρχου τὴν ἐκλογήν, τὸν ὁποῖον ἐγνώριζε γνήσιον, καὶ ἀληθινὸν Πατριάρχην, ἀδελφόν, καὶ συλλειτουργόν, ἔλυεν αὐτόν, καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ πάντας παντὸς ἀναθέματος, καὶ ἀναθεμάτιζεν ἐκείνους ὁποῦ, δὲν ἤθελαν τὸν δεχθῇ ὡς τοιοῦτον. Παρακινεῖ τὸν Βασιλέα νὰ τὸν ἔχῃ εἰς ἀγάπην, εὐλάβειαν, καὶ τιμήν, καὶ κατέκρινεν ὡς ἄκυρα τὰ Πρακτικὰ κάθε Συνόδου ὁποῦ ἔγινον κατ᾿ αὐτοῦ, ἀναιρῶν καὶ τὴν Σύνοδον Ἀδριανοῦ τοῦ δευτέρου. Τοῦτο φαίνεται εἰς τὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Βασιλέα τὴν Λατινικήν, καὶ ὄχι εἰς τὴν Ἑλληνικήν. Μὲ τοῦτο ὅτι ὁ Φώτιος ἐνώπιον τῆς Συνόδου νὰ ζητήσῃ συγχώρησιν, καὶ ἔλεος, πῶς δηλαδὴ ἐψηφίσθη χωρὶς νὰ δώσῃ πρότερον εἴδησιν εἰς τὴν Ῥώμην, καὶ τοῦτο ὁμοίως εἰς μὲν τὴν Ἑλληνικὴν πρὸς τὸν Βασιλέα δὲν φαίνεται, εἰς δὲ τὴν πρὸς τὸν κλῆρον Κωνσταντινουπόλεως ἀλλέως ἀναγινώσκεται. Ἤγουν ὅτι ὁ Φώτιος ἐπὶ Συνόδου νὰ κηρύξῃ τὸ θεῖον ἔλεος, τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας τὴν διαφέντευσιν, καὶ σπουδὴν πρὸς αὐτόν, ἐζήτει δὲ θερμότατα, μάλιστα ἐπρόσταζεν ὅτι ὁ Πατριάρχης νὰ μὴν ἔχῃ νὰ κάμῃ ὁλότελα μὲ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Βουλγαρίας, τὴν ὁποίαν ἤθελε μὲ κάθε τρόπον ὑποτεταγμένην τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ῥώμης, καὶ ἐφοβέριζεν ἄλυτον ἀφορισμόν. Τοῦ κομμονιτορίου ἡ περίληψις ἦτον τοιαύτη· ἐπρόσταζε τοὺς Λεγάτους αὐτοῦ νὰ συγκοινωνήσωσι μὲ τὸν Φώτιον, καὶ ὡσὰν παρασταθοῦν εἰς τὴν Σύνοδον, νὰ ἐρωτήσωσιν ἂν ὅλοι τῆς Συνόδου στέργωσιν ὅσα ἐγράφησαν πρὸς τὸν Βασιλέα, καὶ ἂν ὅλοι ἀποκριθῶσι πῶς τὰ στέργουσι, τότε νὰ εἰπῶσι πῶς ὁ ἁγιώτατος Πάπας τοὺς ἔστειλε συναγαγεῖν τὰ ἐσκορπισμένα, ἑνῶσαι τὰ διεστῶτα, ἐγεῖραι τὰ πεπτωκότα, προξενῆσαι τὴν εἰρήνην, καὶ ἀφελεῖν τὰ σκάνδαλα. Ἔπειτα νὰ προσθέσωσι καὶ ταῦτα· πῶς αὐτὸς ὁ ἁγιώτατος Πάπας θέλει, ὅτι κατὰ τοὺς Ἱεροὺς κανόνας τῶν Πατέρων μετὰ τὴν τελευτὴν τοῦ Φωτίου νὰ μὴ ψηφισθῇ Λαϊκὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θέλει ὅτι ὁ Πατριάρχης νὰ μὴ χειροτονήσῃ πλέον τινὰ Ἐπίσκοπον, ἢ Πρεσβύτερον τῆς Βουλγαρίας, καὶ τέλος πάντων νὰ κηρυχθῇ εἰς τὴν Σύνοδον, πῶς ἡ γενομένη κατὰ τοῦ Φωτίου ἐπὶ Ἀδριανοῦ δευτέρου Σύνοδος τόσον εἰς τὴν Ῥώμην, ὡσὰν καὶ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, νὰ εἶναι ἄκυρος, καὶ νὰ μὴ συναριθμῆται ταῖς ἄλλαις Συνόδοις. Ταῦτα ἐπρόσταξε γράφων, ὁ Πάπας Ἰωάννης, τί δὲ ἔκαμε ἡ Σύνοδος;
35. Αὕτη ἄρχησεν ἔτει Χριστοῦ 879, τῷ ιγ´ χρόνῳ τῆς Βασιλείας Βασιλείου, ἐν τῷ δεξιῷ μέρει τῶν κατηχουμένων τῆς Ἁγίας Σοφίας. Παρῆσαν τπγ´, οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα Ἰωάννου, Παῦλος, Εὐγένειος, καὶ Πέτρος Καρδινάλις Πρεσβύτερος, ἅμα δὲ καὶ οἱ Τοποτηρηταὶ τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν προεδρεύοντος Φωτίου. Τὰς ἐκλογὰς τῆς Συνόδου ταύτης εἰς ἑπτὰ πράξεις ἐφύλαξε τοῖς μεταγενεστέροις Ἰωάννης ὁ Βέκκος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐν τῷ λόγῳ περὶ εἰρήνης Ἐκκλησιαστικῆς, καὶ Γραικολατίναι εὑρίσκονται εἰς τὸν δεύτερον τόμον τῶν πανδεκτῶν φύλλα 273. Τὰ αὐτὰ πρακτικὰ εὑρίσκονται γεγραμμένα παρ᾿ ἄλλου ἀνωνύμου ἀκριβέστερα, καὶ πλατύτερα εἰς τὸν ἀριθμὸν μόνον τῶν πράξεων, ἀπ᾿ ἐκεῖνα τοῦ Βέκκου διαφορετικά, καθὼς γράφει Γουιλιέλμος Κάβε εἰς τὸν δεύτερον τόμον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων φύλλα 303, ἐξ ὧν ἀλλήλοις συγκρινομένων συνάγονται ταῦτα.
Πρᾶξις πρώτη. Προκαθεζομένου τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, εἰσέρχονται τοῦ Πάπα οἱ Λεγάτοι φέροντες τὰ πεμφθέντα παρὰ Ἰωάννου εἰς δῶρον Ἀρχιερατικὰ ἄμφια, τοὺς ὁποίους μετὰ πολλῆς τιμῆς, καὶ περιποιήσεως ἐκδέχεται ὁ Πατριάρχης· δημηγορεῖ δὲ ὁ Ἡρακλείας Ἰωάννης λέγων πῶς ὅλων τῶν ἀπερασμένων σκανδάλων τῆς Ἐκκλησίας αἰτία ἦτον ὁ Πάπας Νικόλαος, καὶ ὁ τούτου διάδοχος Ἀδριανός, ἐπαινεῖ τὸν Πάπαν Ἰωάννην, καὶ διηγεῖται ὅσα ἔπαθεν ἀδίκως ὁ Φώτιος.
Πρᾶξις δευτέρα. Ἀναγινώσκονται αἱ τοῦ Ἰωάννου ἐπιστολαὶ πρὸς τὸν Βασιλέα, καὶ πρὸς τὸν Φώτιον, καὶ ὁμοίως αἱ ἐπιστολαὶ τῶν τριῶν Πατριαρχῶν, Μιχαὴλ Ἀλεξανδρείας, Θεοδοσίου Ἱεροσολύμων, καὶ Θεοδοσίου Ἀντιοχείας· αἵτινες κατακρίνουσι, καὶ ἀναθεματίζουσι τὴν κατὰ τοῦ Φωτίου γενομένην Σύνοδον ἐπὶ Ἀδριανοῦ. Εἰσέβη καὶ Θωμᾶς Μητροπολίτης, ὅστις ἦν εἷς τῶν τοποτηρητῶν ἐπὶ τῆς κατὰ Φωτίου Συνόδου, καὶ ἐζήτησε συγχώρησιν.
Πρᾶξις τρίτη. Ἀναγινώσκεται ἡ ἐπιστολὴ Ἰωάννου πρὸς τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς τῆς ὁποίας δὲν ἤρεσεν ἡ ἔννοια, διατὶ ἐφαίνετο πῶς ἐκεῖνος εἰς τοῦτο μόνον ἀφορᾷ, ὅπως δηλαδὴ τὴν μὲν ἐπαρχίαν τῆς Βουλγαρίας ὑποτάξῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ῥώμης καὶ ἁπλώση τὴν ἐξουσίαν του εἰς τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, καὶ μάλιστα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅθεν ἔλεγον φανερὰ πῶς τοιαῦτοι ἐπιστολαί, μάλιστα ἐκεῖ ὁποῦ ὁ Πάπας Ἰωάννης γράφει, ὅτι ἔστειλε τοὺς Λεγάτους διὰ νὰ προξενήσωσι τὴν εἰρήνην τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἦτον περιττοί, ἐπειδὴ καὶ ὅλοι αὐτοὶ εἰρηνεύουσι, δεχόμενοι ὁμοφώνως τὸν Φώτιον ὡς γνήσιον Πατριάρχην, καὶ πῶς ἐκεῖνοι εἰς τὴν ψῆφον τοῦ Φωτίου ἐπιθυμοῦσαν τὴν συγκοινωνίαν τῆς Ῥώμης, ὄχι τὴν κρίσιν, καὶ τοῦτο ἔκαμεν εἰς σημεῖον ἀγάπης, ὄχι ὑποταγῆς. Ὅσον διὰ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Βουλγαρίας ἀποκρίνονται, πῶς αὕτη ἡ ὑπόθεσις ἀνήκει πρὸς τὸν Βασιλέα, καὶ ὄχι πρὸς τὴν Σύνοδον. Δημηγορεῖ ὁ Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, ἀπολογούμενος ὑπὲρ Φωτίου πῶς δηλαδὴ ἐκ λαϊκοῦ ἔγινε Πατριάρχης, ὅμως μὲ τὸ παράδειγμα πολλῶν ἄλλων, πῶς ἡ συνήθεια, καὶ ἡ ἀνάγκη ἀναιρεῖ πολλάκις τὸν κανόνα. Τὸ ὁποῖον ἀποδείχνει μὲ τὴν μαρτυρίαν τοῦ μεγάλου Βασιλείου γράφοντος ὅμοιόν τι πρὸς Ἰκονίου Ἀμφιλόχιον. Ἀναγινώσκονται καὶ πρὸς τὸν Βασιλέα τοῦ Ἀντιοχείας, καὶ Ἱεροσολύμων ἐπιστολαί, συνευδοκούντων τῇ ψήφῳ τοῦ Φωτίου. Ἔπειτα ἀναγινώσκεται τὸ κομμονιτόριον ὑπογεγραμμένον παρὰ ιστ´ Ἐπισκόπων, ζ´ Πρεσβυτέρων, καὶ β´ Διακόνων, ἐν ᾧ ἀναιρεῖται ἡ κατὰ Φωτίου ἐπὶ Ἀδριανοῦ Σύνοδος.
Πρᾶξις τετάρτη. Ἔρχεται Βασίλειος Μαρτυροπόλεως τοποτηρητὴς τοῦ Ἀντιοχείας φέρων τὸν Πατριάρχην γράμματα, Ἠλίου Ἱεροσολύμων, νεωστὶ χειροτονημένου, ἐν οἷς ἐγράφετο πῶς ἐπὶ τῆς ὕστερον γενομένης κατὰ Φωτίου Συνόδου οἱ νομιζόμενοι τοποτηρηταὶ τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων, ἦτον ἀληθινὰ πρέσβεις τῶν Σαρακηνῶν. Ὅθεν ἡ Σύνοδος ὥρισεν οὕτω· «Τὴν γενομένην Σύνοδον κατὰ Φωτίου τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου, ἐν Ῥώμῃ ἐπὶ Ἀδριανοῦ τοῦ Μακαριωτάτου Πάπα, καὶ τὴν γενομένην Σύνοδον ἐν Κωνσταντινουπόλει κατὰ τοῦ αὐτοῦ Ἁγιωτάτου Φωτίου, ὁρίζομεν παντελῶς ἐξωστρακισμένην, καὶ ἀποκεκηρυγμένην εἶναι, καὶ μήτε μετὰ Ἁγίων Συνόδων συναριθμεῖσθαι, καὶ συγκαταλέγεσθαι, μήτε μὴν Σύνοδον ὅλως καλεῖσθαι· μὴ γένοιτο· ἡ Ἁγία Σύνοδος τοὺς ἀπατήσαντας τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καὶ Φώτιον τὸν Ἁγιώτατον Πατριάρχην, ἀκοινωνίας ἐπιτιμίῳ τοῦ Σώματος, καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς τῶν πιστῶν συνάξεώς τε, καὶ συναυλίας καθυποβάλλει ὡσὰν ἐπιμείνωσι τῇ ἀποστασίᾳ.
Πρᾶξις πέμπτη. Καλεῖται εἰς τὴν Σύνοδον καὶ ὁ Σμυρνῶν Μητροφάνης, διὰ νὰ δώσῃ λόγον τοῦ σχίσματος, μὴ θέλων δηλαδὴ στέρξαι τὴν ψῆφον τοῦ Φωτίου. Προφασίζεται πῶς εἶναι ἄρρωστος, πέμπονται πρὸς αὐτὸν τρεῖς Μητροπολῖται, καὶ ἀποκρινόμενος τὸ αὐτό, ἀφορίζεται ὡς σχισματικός. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ γίνονται οἱ τρεῖς οὗτοι κανόνες. Πρῶτος, ὅτι ὅποιος ἤθελεν ἢ καθαιρεθῇ, ἢ ἀναθεματισθῇ ἀπὸ τὸν Πάπαν Ἰωάννην, καθῃρημένον νὰ κρατῇ καὶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος, καὶ πάλιν ὅποιον καθαίρῃ, ἢ ἀναθεματίσῃ ὁ Πατριάρχης Φώτιος τοιοῦτον νὰ κρατῇ καὶ ὁ Πάπας Ἰωάννης, «μηδὲν τῶν προσόντων» (ἔτζη ὁ κανὼν τελειώνει) πρεσβείων τῷ Ἁγιωτάτῳ Θρόνῳ τῆς Ῥωμαίων Ἐκκλησίας, μηδὲ τῷ ταύτης προέδρῳ τὸ σύνολον καινοτομουμένων, μήτε νῦν, μήτε εἰς τὸ μετέπειτα. Δεύτερος, ὅποιος Ἀρχιερεὺς ἤθελε παραιτήσῃ τὴν Ἐπισκοπήν του γενόμενος Μοναχός, νὰ μὴ γίνεται τὸ δεύτερον Ἐπίσκοπος. Τρίτος, ὅτι ἡ ἐξουσία τῶν λαϊκῶν νὰ μὴ βάλῃ χέρι νὰ παιδεύῃ τοὺς ἱερωμένους. Ἀναθεματίζονται πάλιν οἱ εἰκονομάχοι, καὶ βεβαιοῦνται τὰ ἐν τῇ ἑβδόμῃ ἐν Νικαίᾳ Συνόδῳ γενόμενα, τὴν ὁποίαν ὁρίζουσιν οἱ πατέρες τῆς Συνόδου ταύτης, νὰ ἀριθμῆται μὲ τὰς ἓξ ἄλλας Συνόδους Ἑβδόμη Οἰκουμενική, καὶ τοῦτο ἔγινε διατὶ ἐλέγετο, πῶς οἱ Δυτικοὶ ὅλοι δὲν δέχονται τοὺς ὅρους τῆς Ἑβδόμης Συνόδου περὶ τῆς τῶν ἁγίων Εἰκόνων προσκυνήσεως. Καὶ τούτων γενομένων οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα, οἱ τοποτηρηταὶ τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ Ἐπίσκοποι ἐβεβαίωσαν ὑπογράψαντες, ὅλοι συμφώνως στέργοντες τὸν Φώτιον καὶ ἀναθεματίζοντες τὰ κατὰ τοῦ Φωτίου.
Πρᾶξις ἕκτη. Συνήχθησαν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἐν τῷ χρυσοτρικλίνῳ τοῦ Βασιλικοῦ παλατίου, ἦτον παρὼν αὐτὸς ὁ Βασιλεύς, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὅστις ἐπαρακίνησε νὰ ἀναγνωσθῇ τὸ Ἅγιον Σύμβολον σύμφωνον τῷ ἐν Νικαίᾳ τὸ πρῶτον, καὶ ἐν ταῖς λοιποῖς Ἁγίαις Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, καὶ ἀνεγνώσθη τὸ Ἅγιον Σύμβολον καθὼς ἔγινεν ἐν τῇ δευτέρᾳ Οἰκουμενικῇ Συνόδῳ. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ὥρισαν οἱ πατέρες τὴν αὐτὴν Πίστιν νὰ κρατῇ ἀπαραλλάκτως κάθε Χριστιανός, ὅστις δὲ ἤθελε τολμήσῃ νὰ προσθέσῃ τι, νὰ εἶναι καθῃρημένος καὶ ἀφωρισμένος. Μὲ τοῦτο ἠθέλησεν ἡ Σύνοδος νὰ κατακρίνῃ τὴν γενομένην ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην, ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἡ ὁποία πολλᾶ ἐσκανδάλιζε τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὑπέγραψεν ὁ Βασιλεύς, καὶ οἱ Υἱοὶ αὐτοῦ Αὔγουστοι Λέων, καὶ Ἀλέξανδρος, καὶ Στέφανος ρητῶς εἰς στερέωσιν τῆς Ἁγίας Ἑβδόμης Συνόδου, καὶ τοῦ Φωτίου Πατριάρχου, καὶ ἀναίρεσιν τῶν λεχθέντων, ἤ γραφέντων κατ᾿ αὐτοῦ.
Πρᾶξις ἑβδόμη. Ἀνεγνώσθη πάλιν ὁ Ὅρος τῆς Πίστεως, καθὼς ἦν προχθὲς κοινῇ γνώμῃ βεβαιωθεὶς ἐκφωνούντων πάντων «οὕτω κρατοῦμεν, καὶ οὕτω πιστεύωμεν». Ἐδημηγόρησεν εἰς ἔπαινον τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ὁ Καισαρείας Προκόπιος, καὶ μετὰ τὸν λόγον οἱ Λεγάτοι τοῦ Πάπα εἶπον «εἴτις δὲν νομίζει γνήσιον Πατριάρχην τὸν Ἁγιώτατον Φώτιον, καὶ δὲν κοινωνεῖ μετ᾿ αὐτοῦ, εἴη ἡ μερὶς αὐτοῦ μετὰ τοῦ Ἰούδα», καὶ ἀπεκρίθησαν συμφώνως ὅλη ἡ Σύνοδος, «εἴτις αὐτὸν Θεοῦ Ἀρχιερέα οὐ νομίζει μὴ ἴδοι τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Καὶ γενομένης τῆς συνήθους φήμης, ἐλύθη ἡ Σύνοδος, κατὰ τῆς ὁποίας πολλά, καὶ λέγουσι καὶ γράφουσιν οἱ Δυτικοί, μάλιστα Καίσαρ ὁ Βαρώνιος, Σεβερίνος Βίνιος, καὶ Λέων ὁ Ἀλλάτιος, ὅστις ἐσύνθεσεν ἕνα ἐξεχωριστὸν βιβλίον οὗ ἡ ἀρχὴ τῆς ἐπιγραφῆς· Σύνοδος Φωτιανή, τυπωθὲν ἐν Ῥώμῃ, ἔτει Χριστοῦ 1662, καὶ θέλει νὰ ἀποδείξῃ ποτὲ μέν, πῶς τὰ πρακτικὰ ἐνοθεύθησαν, ποτέ δέ, πῶς καὶ αὐτὴ ἡ Σύνοδος νὰ μὴν ἐστάθῃ παντελῶς. Εἰς τόσον τὸν ἤφερε τὸ πάθος, ἀγκαλά, καὶ πρὸς τοῖς ἄλλοις ὄχι μόνον Ἀνατολικοῖς, ἀλλὰ καὶ Δυτικοῖς αὐτοῖς, ὁ Πάπας Ἰωάννης μαρτυρεῖ φανερὰ πῶς ἔγινε τοιαύτη Σύνοδος εἰς τὴν σν´ ἐπιστολὴν πρὸς αὐτὸν τὸν Φώτιον, καὶ σνα´ πρὸς τὸν Βασιλέα, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ Ἰνδικτιῶνος ιγ´, Αὐγούστου ιγ´, ἔτει Χριστοῦ 880. Ἀλλ᾿ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον.
36. Ὡσὰν ὁ Πάπας Ἰωάννης ἔμαθε τὰ γενόμενα ἐπὶ τῆς Συνόδου ταύτης, καὶ εἶδε πῶς δὲν ἐπέτυχεν οὐδενὸς τῶν ποθουμένων, ἐξόχως τῆς ἐπαρχίας τῶν Βουλγάρων, περὶ τῆς ὁποίας δύο φοραῖς ἔγραψε, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Βουλγαρίας Μιχαήλ, πρῶτον μὲν ἐκατέκρινεν αὐτὴν τὴν Σύνοδον, καὶ τὸν Πατριάρχην Φώτιον, ἔπεμψε δὲ Λεγάτον ἐκεῖνον τὸν Μαρῖνον, ὅστις ἀπεσταλμένος παρ᾿ Ἀδριανοῦ παρῆν εἰς τὴν κατὰ Φώτιον Σύνοδον, ὅπως ἀλλάξη τὴν γνώμην τῶν Ἀνατολικῶν. Ἀλλ᾿ ὁ Μαρῖνος φθάνωντας εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ πάσχωντας μὲ κάθε τρόπον νὰ κάμῃ τὸ θέλημα, καὶ τὸ πρόσταγμα τοῦ Ἰωάννου δὲν ἐκέρδησεν ἄλλο παρὰ καταφρόνησιν, καὶ ἀφ᾿ οὗ ἐστάθη τριάκοντα ἡμέρας εἰς φυλακὴν κλεισμένος, ἐγύρησεν ἄπρακτος. Γενόμενος ὕστερον διάδοχος τοῦ Ἰωάννου εἰς τὸν θρόνον τῆς Ῥώμης, καὶ ἐνθυμούμενος τὰς ὕβρεις ὁποῦ ἔλαβεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀναθεμάτισε καὶ αὐτὸς τὸν Φώτιον, καὶ τὴν Σύνοδον αὐτοῦ. Τὸ αὐτὸ ἔκαμε καὶ τοῦ Μαρίνου ὁ διάδοχος Ἀδριανὸς τρίτος, καὶ μετὰ τοῦτον Στέφανος ἕκτος εἰς τόσον, ὅτι ἀπὸ τὰ συχνά τους τὰ βέλη τῶν πολλῶν ἀναθεματισμῶν ὁποῦ ἔρριπτον ἀπὸ τὴν Ῥώμην εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὡσὰν ὁποῦ ἄναπτον περισσότερον τὴν Φωτίαν τῆς μάχης ἀναμέσον τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, καὶ τῆς Δύσεως, τόσον δυνατὰ ἐπαροξύνθη ὁ Βασιλεὺς Βασίλειος, ὁποῦ γράφοντας εἰς Ῥώμην μὲ τρόπον πολλὰ ὀξὺν εἰς ἀναίρεσιν τῆς θρυλλουμένης Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ἔδειξε πόσον θερμὸν ζῆλον εἶχεν εἰς διαφέντευσιν τοῦ Φωτίου, καὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν Φώτιος μετ᾿ ὀλίγον χρόνον ἐστερήθη τοιούτου θερμοῦ προστάτου, καὶ ἀντιλήπτορος, ἐπειδή, καὶ ὁ Βασιλεὺς Βασίλειος ἔφθασεν εἰς τὰς ὕστερας ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἔμεινεν εἰς τὸ μῖσος τῶν παλαιῶν του ἐχθρῶν οἵτινες βάνοντές τον εἰς ὑποψίαν ἐπιβουλῆς παρὰ τῷ νέῳ Βασιλεῖ Λέοντι διὰ τὴν αἰτίαν τοῦ Σανταβαρηνοῦ Θεοδώρου Ἐπισκόπου Εὐχαΐτων, ἐξορίσθη εἰς τὸ Μοναστήριον τῶν Ἀρμονιανῶν, ὁποῦ βαρεμένος ἀπὸ τὸ φορτίον, καὶ τῶν χρόνων, καὶ τῶν θλίψεων, ἀπέρασεν εἰς τὴν ἄλλην ζωήν, πατριαρχεύσας τὴν πρώτην φορὰν ἔτη θ´, καὶ τὴν δευτέρα η´, ἔτει Χριστοῦ 886, τῷ πρώτῳ χρόνῳ τῆς Βασιλείας Λέοντος.
37. Ὡσὰν ἦτον πολυάριθμον τὸ μέρος ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων ὁποῦ ἐκρατοῦσαν μὲ τὸν Φώτιον, καὶ ὁποῦ βαρέως ὑπέφερον τὴν ἄδικον ἐκείνου ἐξορίαν διὰ παρακινήσεως τοῦ ἑτέρου μέρους μάλιστα τοῦ Νεοκαισαρείας Στυλιανοῦ, ἐγράφησαν γράμματα πρὸς τὸν Ῥώμης, ὅπως συντρέξῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν καθαίρεσιν τοῦ Φωτίου, καὶ εἰς τὴν ἐκλογὴν τοῦ νέου Πατριάρχου Στεφάνου, δηλαδὴ ἀδελφοῦ Λέοντος τοῦ βασιλέως. Ἀλλ᾿ ὁ Ῥώμης ἀκολουθῶν τὸ παράδειγμα τῶν πρὸ αὐτοῦ ὁποῦ ἤθελον νὰ εἶναι κριταὶ τῶν ὑποθέσεων, ὁποῦ ἐσυνέβαινον εἰς τὴν Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίαν, ἐζήτει νὰ πεμφθῶσι Πρέσβεις πρὸς αὐτόν, καὶ τῶν δύο μερῶν, διὰ νὰ κάμῃ εἰς τὴν Ῥώμην τὴν ἐξέτασιν, καὶ τὴν κρίσιν, ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο ὑπερίσχυσε τὸ μέρος τοῦ Φωτίου, καὶ δὲν ἔστερξαν οἱ Ἀνατολικοὶ φυλάττοντες τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἀξίωμα, καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Ἦτον ἀπερασμένοι τρεῖς χρόνοι, καὶ ἐτελεύτησεν ὁ Πατριάρχης Στέφανος, ἀφίνοντας διάδοχον Ἀντώνιον τὸν λεγόμενον Καυλέαν, ἠκολούθησε χρόνον ἱκανὸν μετὰ τὴν δευτέραν ἐξορίαν, καὶ θάνατον τοῦ Φωτίου τὸ σκάνδαλον, καὶ πάλιν Φόρμωσος ὁ Πάπας διάδοχος Στεφάνου ἔπεμψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν Λεγάτους, ὅμως ποτὲ δὲν ἔστερξαν οἱ Ἀνατολικοί, οὔτε νὰ δώσωσι τὴν ἐπαρχίαν τῆς Βουλγαρίας, οὔτε νὰ ὑποφέρωσι τὴν ἐξουσίαν ἐκείνην ὁποῦ ἤθελεν ὁ Πάπας Ῥώμης νὰ ἔχῃ ἐπάνω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τέτοιας λογῆς τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μέρος μένωντας στερεὸν εἰς τὴν γνώμην του, ἐλύθη τέλος πάντων ἐκεῖνος ὁ τῆς ἀμειβαίας συγκοινωνίας, καὶ ἀδλεφικῆς ἀγάπης δεσμός, ὁποῦ ἐκράτει εἰς τόσους χρόνους προτήτερα ἡνωμένην τὴν Δυτικὴν μὲ τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν.
38. Τοῦτο ὅλον τὸ μέγα κακὸν ἐπροξένησεν εἰς τὴν ἀρχὴν τὸ πάθος θέλωντας τὸ ἕνα μέρος νὰ καταπλακώσῃ τὸ ἄλλο, ἔκραξαν εἰς συνδρομὴν τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, ὁποῦ λαβοῦσα ἐκ τούτου τὴν ἀφορμὴν ἐπάσχησε νὰ ἁπλώσῃ ἐπάνω εἰς τὴν Ἀνατολικὴν τὴν ἐξουσίαν ἐκείνην ὁποῦ θρυλλεῖ ἕως τῆς σήμερον. Τὸ κακὸν ηὐξήνθη μὲ τὴν ὑπόθεσιν τῶν Βουλγάρων, καὶ καθὼς ὅταν ἀνάψῃ τὸ σκάνδαλον τῶν δύο μερῶν, τὸ ἕνα ἐλέγχει τοῦ ἄλλου κάθε μικρὸν ἐλάττωμα ἔτζη ἠκολούθησε, καὶ ἡ περὶ δογμάτων λογομαχία, ἥτις ἔκαμε τὸ μέγα σχῖμα ἀνὰ μέσον Ἀνατολικῶν, καὶ Δυτικῶν, ξεμακρύνωντας ὁλότελα τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλην Ἐκκλησίαν.
39. Πολλαῖς φοραῖς ἐν διαφόροις καιροῖς, ἐπροβάλθη τῶν δύο κεχωρισένων Ἐκκλησιῶν ἡ ἕνωσις, ἀλλὰ καθὼς ἐκεῖνοι ὁποῦ τὰ ἐπρόβαλλον δὲν ἐκινοῦντο ἀπὸ θεῖον ζῆλον διὰ τὴν εἰρήνην τῶν Χριστιανῶν, ἀλλ᾿ ἐξ ἰδίας βουλῆς διὰ μερικὰ τέλη ἁπλῶς κοσμικά, ἔτζη ποτὲ δὲ ἠκολούθησεν ἡ πωθουμένη ἔκβασις, καὶ κάθε Συνέλευσις, ἢ Σύνοδος ὁποῦ ἔγινε περὶ τούτου, δὲν ἔλαβε κανένα τέλος καλόν, μάλιστα καὶ περισσότερον κακὸν ἐπροξένησε καθὼς θέλομεν τὸ ἰδῇ.
40. Μετὰ τὸν θάνατον Θεοδώρου τοῦ Λασκάρεως ὁποῦ εἶχεν ἀνακαινίσῃ τὴν Βασιλείαν τῶν Ῥωμαίων ἐν Νικαίᾳ πόλει τῆς Βιθυνίας μετὰ τὴν παρὰ Λατίνων γενομένην ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐβασίλευσεν ὁ διάδοχος αὐτοῦ, καὶ γαμβρὸς Ἰωάννης Δοῦκας Βατάκης. Ὅστις αὐξάνωντας τὰς νίκας ὁποῦ εἶχε κάμῃ ὁ πενθερὸς ἐν Ἀσίᾳ, ἐν Εὐρώπῃ, καὶ ἐν Ἐλλησπόντῳ, ἐτρόπωσεν ὅλους τοὺς ἐχθροὺς ὁποῦ ἀντεστέκοντο, καὶ ἀνέλαβε σχεδὸν ὅλους τοὺς τόπους τῆς Βασιλείας, εἰς τρόπον ὁποῦ δὲν ἔμεινεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Λατίνων, παρὰ μόνη ἡ Κωνσταντινούπολις, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ ὁ Βασιλεὺς τῶν Λατίνων, Βαλδουίνος ὁ νέος, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Ἰταλίαν ζητῶν βοήθειαν παρὰ τοῦ Πάπα, καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανῶν Βασιλέων, διὸ καὶ ἔγινεν ἡ ἐν Λουγδούνῳ Σύνοδος. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἐπροβάλθη τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἡ ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν. Ταύτην ἐπεθύμει ὁ Βασιλεὺς διὰ νὰ κερδήσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Πάπα ὡς ἀναγκαιότατον μέσον διὰ νὰ καταπραΰνῃ, καὶ τοὺς λοιποὺς μεγιστάνους Λατίνους, Πριγγίπους, καὶ Βασιλεῖς· τοὺς ὁποίους ἐπαρώξυνεν ἐναντίον του ὁ φθόνος τῶν κατορθωμάτων του, καὶ ἡ παρακίνησις τοῦ Βαλδουίνου. Τὴν ἐπεθύμει, καὶ ὁ Πάπας, ὅστις ἦν Γρηγόριος ἕννατος, πρῶτον μὲν διὰ τὸ παλαιὸν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ δεύτερον, ἐπειδὴ καααὶ ἦτον τότε πολλὰ πικρὸν τὸ μῖσος τῶν Ῥωμαίων κατὰ τῶν Λατίνων διὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἤθελε μὲ τὴν εἰρήνην τῶν Ἐκκλησιῶν νὰ εἰρηνεύσῃ, καὶ τὰ δύο μέρη, μάλιστα ὁποῦ καλὰ ἐγνώριζε, πῶς χωρὶς τῆς φιλίας τῶν Ῥωμαίων πολλὰ δύσκολον ἦτον νὰ ἀναλάβωσιν οἱ Λατίνοι τοὺς τόπους, ὁποῦ ἔχασαν εἰς τὴν Συρίαν καὶ Παλαιστίνην, τοὺς ὁποίους ἐκρατοῦσαν οἱ Σαρακηνοί.
41. Καὶ λοιπὸν δύο φοραῖς ἔγινεν ἡ περὶ ἑνώσεως πραγματεία. Μίαν εἰς Νυμφαίαν πόλιν τῆς Βιθυνίας, ὁποῦ εἰς μίαν μικρὰν Σύνοδον, παρόντος τοῦ Βασιλέως, πᾶσαι αἱ διαφοραὶ συνηρέθησαν εἰς δύο μόνον. Ἤτοι περὶ τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ περὶ Ἀζύμων. Περὶ ὧν καὶ διὰ φωνῆς ζώσης, καὶ διὰ γραμμάτων ἔγινε διάλεξις, συνηγοροῦντο ἐκ μέρους τῶν Λατίνων δύο πατέρες Δομινικάνοι, καὶ δύο Φραγκισκάνοι διδάσκαλοι θεολόγοι, ἐκ δὲ τῶν Ἀνατολικῶν, ὅτε Πατριάρχης Γερμανός, καὶ οἱ περὶ αὐτὸν εὑρεθέντες Ἀρχιερεῖς. Ἀλλὰ καθὼς ἡ διάλεξις ἐπροχώρει μόνον εἰς λογομαχίαν, ὁ Βασιλεὺς ἔκρινεν (ὡς πολιτικός, ὄχι ὡς θεολόγος) νὰ συμβάσῃ, καὶ τὰ δύο μέρη τέτοιας λογῆς, ὅτι οἱ Λατῖνοι τὰ μὲν Ἄζυμα νὰ κρατοῦσι, τὴν δὲ προσθήκην, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὡς πέτραν σκανδάλου νὰ ἐκβάλωσι καὶ τοῦτον ἐπρόβαλλεν ὡς κρᾶσιν, καὶ μέσον ὅρον εἰρήνης. Διατὶ ἀπὸ τὰς δύο διαφοράς, ἡ μὲν ἐλύετο κατὰ γνώμην τῶν Ἀνατολικῶν. Ἀλλ᾿ οἱ Λατῖνοι ἐκεῖνοι πατέρες, λέγοντες πῶς δὲν θέλουν νὰ ἀφήσουν ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἰῶτα ἕν, μάλιστα ζητοῦντες περὶ πλέον, ὅτι, καὶ οἱ Ἀνατολικοὶ τὰ αὐτὰ νὰ δοξάζωσι, καὶ νὰ καύσωσι ὅσα βιβλία ἐγράφησαν κατὰ Λατίνων, παρόξυναν εἰς μεγάλην ὀργὴν τὸν Βασιλέα, τὸν Πατριάρχην, καὶ τοὺς λοιποὺς εἰς τρόπον, ὅτι ἤκουσαν, πολλὰς ὕβρεις. Καὶ ὁ μὲν Πατριάρχης Γερμανὸς μὲ τὸν κάλαμον, ὁ δὲ Βασιλεὺς μὲ τὸ σπαθί, ἐπολέμησαν τέτοιας λογῆς τοὺς Λατίνους μὲ τὴν συμβοήθειαν τῶν Βουλγάρων, ὁποῦ τοὺς ἤφερον εἰς τὰς ἐσχατιάς, καὶ τότε περισσότερον ὁ Βαλδουΐνος ἐπαρακίνει τὴν συμμαχίαν κατὰ τὴν ὁρμὴν τῶν Ῥωμαίων.
42. Τότε ἐστάθη ἡ δευτέρα φορὰ ὁποῦ πάλιν ἐπροβάλθη ἡ ἕνωσις. Πάπας ἦτον Ἱννοκέντιος τέταρτος, καὶ διὰ συνεργείας τοῦ πατρὸς Λαυρεντίου Φραγκισκάνου Λεγάτου εἰς τὴν Ἀνατολήν, καὶ τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Δεπάρμα Γενεράλου τῶν Φραγκισκάνων, ἅμα τε, καὶ Μαρίας θυγατρὸς τοῦ ποτὲ Θεοδώρου Λασκάρεως Βασιλέως, ἥτις ἦν γυνὴ Βέλα τετάρτου Ῥηγὸς τῆς Οὐγγαρίας, μετὰ καιρὸν ἱκανὸν ὁποῦ ἐμεσολάβησαν εἰς τὴν πραγματείαν ταύτην, ἐπέμφθησαν παρὰ τοῦ Βασιλέως εἰς τὴν Ῥώμην, ὁμοῦ μὲ τὸν Σάρδεων Ἀνδρόνικον, καὶ Κυζίκου Γεώργιον, οἵτινες ἐκ μέους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἔδιδον τῷ Πάπᾳ τῆς Ῥώμης ὅ,τι ἐδύνετο νὰ ἐπιθυμήσῃ διὰ τὸ πρωτεῖον του, ὅλα ὅμως σύμφωνα τῇ θείᾳ γραφῇ, καὶ ἔσω τῶν Συνοδικῶν Ὅρων. Ἐζητοῦσαν δέ, καὶ τρία τινά, πρῶτον τὴν Κωνσταντινούπολιν ὡς καθέδραν τῆς Ῥωμαϊκῆς Βασιλείας, δεύτερον, ὅτι ὁ μὲν Πατριάρχης ὁ Ἀνατολικὸς νὰ κάθηται ἐκεῖ ὡς γνήσιος Ἀρχιερεὺς, τοῦ θρόνου μετὰ πάντων τῶν προνομίων αὐτοῦ, ἀναχωροῦντος τοῦ Πατριάρχου τῶν Λατίνων, καὶ τρίτον, νὰ μὴ δοθῆ τῷ Βαλδουΐνῳ καμμία βοήθεια. Εἰς τὰ ὁποῖα ἀπεκρίθη ὁ Πάπας μὲ λόγια ἀόριστα. Πῶς δηλαδὴ εἰς μίαν Σύνοδον Οἰκουμενικὴν θέλει ἀναθεωρηθῇ ἡ ὑπόθεσις τῶν δύο Βασιλέων, Βατάκη, καὶ Βαλδουΐνου, καὶ θέλει διορισθῇ τίνος ἄραγε δικαιότερον τυχαίνει ἡ Κωνσταντινούπολις, καθὼς ὅταν ἤθελεν ἔλθῃ αὐτὴ ἡ Βασιλεύουσα πόλις εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Ῥωμαίων, ἠμποροῦσαν καὶ οἱ δύο Πατριάρχαι νὰ καθήσωσιν, ὅ,τε Ῥωμαῖος, καὶ Λατῖνος, ὡσὰν ὁποῦ, καὶ οἱ δύο ἔχουσι ποίμνιον ἴδιον. Ταῦτα ἔλεγε, καὶ ὑπέσχετο ἄλλα φιλικὰ πρὸς τοὺς πρέσβεις, καὶ Ἀρχιερεῖς, τοὺς ὁποίους ἔπεμψεν ὁπίσω μετὰ δώρων. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν Πάπας ἀπέθανεν εἰς τὸ τέλος τοῦ χρόνου τούτου, ἀπέθανεν ὁμοίως, σχεδὸν τὸν αὐτὸν χρόνον, καὶ ὁ Βασιλεὺς Βατάκης, καὶ οὕτως ἔμειναν τὰ πράγματα ἀτελείωτα.
43. Ἰδοὺ καὶ ἄλλη πραγματεία περὶ ἑνώσεως, καὶ εἰρήνης τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀποθανόντος τοῦ Βασιλέως Ἰωάννου Δοῦκα Βατάκη, ἐβασίλευσεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Θεόδωρος ὁ Λάσκαρης ὁ δεύτερος, ὅστις ἐκράτησε τέσσαρας μόνους χρόνους τὴν Βασιλείαν, καὶ ἀποθανὼν τὴν ἀφῆκε τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, ὁποῦ ἦτον ἀκόμη παιδίον ἓξ ἐτῶν ὑπὸ τὴν ἐπιτροπὴν Γεωργίου τοῦ Μουζάλωνος πρωτοβεστιαρίου, καὶ Ἀρσενίου Πατριάρχου. Ἀλλὰ τὸν μὲν Γεώργιον ἐφόνευσαν οἱ Ἄρχοντες, ὁποῦ δὲν εὐχαριστοῦντο εἰς τὴν κυβέρνησιν ὁποῦ ἔκαμνεν. Ἀλλ᾿ ὁ καλὸς Πατριάρχης παρέδωκε τὸν Βασιλέα εἰς τὴν ἐπιτροπὴν Μιχαὴλ τοῦ Παλαιολόγου. Οὗτος ὁποῦ καὶ διὰ τὸ γένος, καὶ διὰ τὴν φύσιν, καὶ διὰ τὴν ἀρετήν, ἦτον ἀληθινὰ ἄξιος τῆς Βασιλείας, μάλιστα τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁποῦ τῶν Ῥωμαίων ἡ Βασιλεία ἐχρειάζετό τινος ἀξίου ὑποκειμένου διὰ νὰ ὑψωθῇ εἰς τὴν προτέραν μεγαλειότητα, ἀνεκηρύχθη Βασιλεύς, καὶ μετὰ ἕνα χρόνον ἀνέλαβε, καὶ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Λατίνων, διὰ συνεργείας Ἀλεξίου Στρατηγοπούλου Καίσαρος.
44. Καὶ λοιπὸν ὁ Μιχαὴλ διὰ νὰ στερεώσῃ τὸν ἑαυτόν του, καὶ τοὺς ἀπογόνους του εἰς ἐκεῖνον τὸν Βασιλικὸν θρόνον, ὁποῦ χωρὶς ἀμφιβολίαν ἐπῆρεν ἐπιβατικῶς, ἐπιχειρίσθη ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀνθρώπινα μέσα, ὁποῦ ἑρμηνεύει ἡ πολιτικὴ φρόνησις. Τὸν νέον Βασιλέα ἐξώρισεν εἰς Μαγνησίαν ἐσφαλισμένον εἰς φυλακήν, τὸν ὁποῖον τέλος πάντον ἐτύφλωσεν. Ἐξώρισε καὶ τὸν Πατριάρχην Ἀρσένιον, ὅστις τὸν εἶχεν ἀφορέσῃ διὰ τὴν μεγάλην ταύτην παρανομίαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἠθέλησε νὰ τὸν συγχωρήσῃ ποτέ, καὶ ἔκαμεν ἄλλον, δηλαδὴ τὸν ἡγούμενον, καὶ πνευματικόν του Ἰωσήφ, παρ᾿ οὗ ἔλαβε καὶ τὴν συγχώρησιν. Περὶ πλέον τὰς τρεῖς ἀδελφὰς τοῦ πτωχοῦ Ἰωάννου δὲν ἠθέλησε νὰ δώσῃ εἰς ἄνδρας τῆς Ῥωμαϊκῆς Βασιλείας, φοβούμενος μήπως οἱ ἄνδρες, ἢ τὰ παιδία αὐτῶν ζητήσωσι τὸν θρόνον τὸν Βασιλικόν, ἀλλὰ τὰς ὑπάνδρευσε μὲ ξένους ἄρχοντας, πλουσίους ἀληθινά, καὶ εὐγενεῖς, διὰ νὰ τὰς πάρωσιν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Βασιλείας. Ὅθεν ἔδωκε τὴν πρώτην Ματθαίῳ Βαλαινκούρτῳ, Ἄρχοντι ἀπὸ τὰς Γαλλίας, τὴν δευτέραν ἄλλῳ Ἄρχοντι Βουλγάρῳ, καὶ τὴν ἄλλην τὴν τρίτην Γουλιέλμῳ Κόμηδι δὲ Βιντιμίμια. Ἕνα πρᾶγμα ἐμπόδιζε τὴν τελείαν στερέωσιν, καὶ ἐτάραττε τὴν εἰρήνην του Βασιλέως Μιχαήλ. Κάρολος δ᾿ Ἀγγιοῦ, Ῥήγας τῆς Νεαπόλεως, καὶ Σικελίας, ἦτον τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ πλέα εὐτυχισμένος, καὶ ἀξιώτερος στρατηγός, φρόνιμος καὶ ἀνδρεῖος νικητὴς τῶν ἐχθρῶν του, καὶ τροπαιοῦχος περισσῶν πόλεων, κρατῶν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του πόλεις διαφόρους τῆς Βασιλείας, καὶ ὅλος ἕτοιμος μὲ ἕνα στρατὸν νὰ ἀπεράσῃ διὰ ξηρᾶς, καὶ μὲ ἄπειρον στόλον διὰ θαλάσσης νὰ ὑπάγῃ νὰ πολεμήσῃ καὶ ἄλλα κάστρη τῶν Ῥωμαίων, καὶ νὰ ἀπεράσῃ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Βαλδουΐνος ἐξόριστος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐζήτει βοήθειαν τοῦ Καρόλου τάσσωντάς τον, ἂν τὸν μεταβάλλῃ εἰς τὴν βασιλείαν, νὰ τοῦ δώσῃ ὅλην τὴν Ἀχαΐαν, καὶ Πελοππόνησον, καὶ τὸν υἱόν του Φίλιππον, εἰς ἄνδρα τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ μὲ ὑπόσχεσιν, ὅτι ἂν ὁ Βαλδουΐνος, καὶ ὁ υἱός του ἤθελον ἀποθάνῃ χωρὶς κληρονομίαν, ὁ Κάρολος, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ νὰ ἔχωσι ὅλα τῆς Βασιλείας τὰ δικαιώματα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος Ἀλουΐσιος Ῥήγας τῆς Γαλλίας ἀδελφὸς τοῦ Καρόλου ὁμοῦ μὲ ἄλλους Πριγκίπους Φράγκους εἶχον ἀσυκώσῃ τὸν Σταυρόν, καὶ κινήσῃ πόλεμον μὲ πολλὴν τάξιν κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, διὰ νὰ ξαναπάρωσιν ἀπὸ τὰς χεῖράς των τὴν Παλαιστίνην. Ταῦτα εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν ὁ Μιχαήλ, καὶ ἐφοβεῖτο, μήπως καὶ οἱ δύο ἀδελφοὶ ἔλθωσι καταπάνω του, καὶ τὸν ἐξορίσωσι τῆς Βασιλείας. Ὅθεν ἔγνω ὡς πολιτικὸς νὰ φιλιωθῇ μὲ τὸν Πάπαν, ὅπως ὕστερον μὲ τὴν ἀντίληψιν τούτου, ἐκφύγῃ τὸν ἐπικείμενον κίνδυνον, καὶ φιλιωθῇ ὁμοίως μὲ τοὺς λοιποὺς Λατίνους ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν. Πραγματεύεται λοιπόν, μὲ ὅλον τὸ πνεῦμα, καὶ δύναμιν, τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας.
45. Οὐρβανὸς τέταρτος, Πάπας Ῥώμης διὰ παρακαλέσεως τοῦ Βαλδουΐνου ἐπαρακίνει θερμῶς ὅλους τοὺς πρίγκιπας τῆς Εὐρώπης κατὰ τοῦ Μιχαήλ. Ὅθεν μὲ τοῦτον ἄρχησεν ὁ Βασιλεὺς τὴν πραγματείαν μὲ τὸ μέσον τινῶν φρατόρων Φραγκισκάνων καὶ τῶν ἰδίων Πρέσβεων, τοὺς ὁποίους ἔπεμψε κατὰ καιρόν, ἀναβάλλων τὰ πράγματα, καὶ κερδαίνων τοὺς Καρδινάληδες καὶ ἐκείνους, ὁποῦ ἴσχυον παρὰ τῷ Πάπᾳ, μὲ πολύτιμα δῶρα. Καθὼς ηὔξανον καθ᾿ ἑκάστην αἱ πράξαις, καὶ αἱ νίκαι τοῦ Καρόλου (ὅστις μάλιστα ἥνωσεν ὅλας του τὰς δυνάμεις μὲ ἐκείνας τοῦ ἀδελφοῦ του τοῦ Ἀλουϊσίου) ἔτζη ηὔξανε, καὶ ὁ φόβος τοῦ Μιχαήλ. Ὅθεν καὶ πρὸς τὸν Ἀλουΐσιον ἔπεμψε διπλὴν πρεσβείαν παρακαλῶν, μάλιστα ἐξορκίζων αὐτὸν νὰ μεσιτεύσῃ διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ θερμότατον ἐπραγματεύετο μὲ τὸν διάδοχον τοῦ Οὐρβανοῦ, Κλήμεντα τέταρτον, ὁ ὁποῖος στοχαζόμενος τὸν φόβον τοῦ Βασιλέως, καὶ γνωρίζωντάς τον στενοχωρημένον, καθὼς ἦτον ἀληθινά, βέβαιος πῶς εἶχε τὸν κάμῃ νὰ δεχθῇ κάθε συνθήκην, τοῦ ἐμήνυσεν, ὅτι διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν, δὲν εἶναι χρεία οὔτε διαλέξεων, οὔτε συνόδων, διατὶ τὰ δόγματα τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἦτον πολλὰ καλὰ διωρισμένα συνοδικῶς, ἀλλ᾿ ἐὰν θέλη τινὰς ἀληθινὰ νὰ ἑνωθῆ, πρέπει νὰ δεχθῇ, καὶ αὐτός, καὶ ὁ Πατριάρχης, καὶ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ Ἀρχιερεῖς, καὶ ὅλοι οἱ ὑποκείμενοι τῆς Βασιλείας του τὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, ὁποῦ τοῦ ἔπεμπε περιέχουσαν ὅλην τὴν Λατινικὴν διδασκαλίαν, τὴν ὁποίαν αὐτὸς μὲν πρῶτον νὰ ὑπογράψῃ, καὶ νὰ ἀναγκάσῃ, καὶ τοὺς λοιποὺς νὰ ὑπογράψωσιν, ἔπειτα νὰ στείλῃ εἰς τὴν Ῥώμην τὰς ἐπιγραφὰς διὰ νὰ εὑρίσκωνται εἰς αἰώνιον ἐνθύμησιν.
46. Ἀλλ᾿ ἕως ἐδῶ ὁ Βασιλεὺς Μιχαὴλ ἐπραγματεύετο μὲ λόγους μόνον, καὶ ὑποσχέσεις κατὰ τὸ φανερόν, ἀλλὰ κρυφὰ ἔπασχεν ὅσον ἐδύνετο νὰ ἀσυκώσῃ ἐχθροὺς κατὰ τοῦ Καρόλου, μάλιστα τοὺς Ἑνετούς. Μὰ καθὼς δὲν εἶχε νὰ κάμῃ πλέον, ἢ μὲ τὸν Οὐρβανόν, ἢ μὲ τὸν Κλήμεντα, ὅστις ἐτελεύτησεν, ἐστανεύθη νὰ πραγματεύεται, καὶ μὲ τὸ ἔργον διατὶ εἶχε νὰ κάμῃ μὲ ἕνα Πάπαν, ἄνδρα ὑψηλοῦ πνεύματος, καὶ ἄλλο τόσον πολιτικοῦ, ὅσον ἦτον καὶ αὐτὸς ὁ Μιχαήλ. Αὐτὸς ἦτον Γρηγόριος δέκατος διάδοχος τοῦ Κλήμεντος εἰς τὸν θρόνον τῆς Ῥώμης, ὅστις καταλαμβάνωντας τὴν βουλὴν τοῦ βασιλέως, ἠθέλησε μὲ κάθε τρόπον νὰ τὸν στανέψῃ εἰς τὴν ἕνωσιν· καὶ πρῶτον μέν, ἐμπόδισε τὴν συμμαχίαν τῶν Ἑνετῶν, ὁποῦ ἐπεθύμει κατὰ τοῦ Καρόλου ὁ Μιχαήλ, ἔγραψε πρὸς τοὺς Ῥηγάδες, καὶ Πρίγκιπας τῆς Εὐρώπης, νὰ εἶναι ἕτοιμοι μὲ τὰ ἄρματα, τοὺς ἐκάλεσε μαζὺ μὲ ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς εἰς Σύνοδον, ὁποῦ ἐκρότησε διὰ τὸν ἐρχόμενον χρόνον ἐν Λουγδούνῳ· ἐμήνυσε δὲ μὲ Λεγάτους, καὶ μὲ γράμματα πολλὰ δραστικὰ πρὸς τὸν Μιχαήλ, ὅτι πρέπει ἐξ ἀποφάσεως, ἢ προσωπικῶς, ἢ δι᾿ ἐπιτρόπων νὰ φανῇ εἰς τὴν Σύνοδον, ὁποῦ χωρὶς καμμίας διαλέξεως καὶ κάμῃ τὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως ἐκείνην, ὁποῦ τοῦ ἔστειλαν οἱ πρὸ αὐτοῦ, καὶ τέτοιας λογῆς νὰ ἔχῃ τὴν φιλίαν τῶν Λατίνων.
47. Ἰδὼν λοιπὸν στενοχωρημένος ὁ Μιχαὴλ νὰ βάλῃ εἰς ἔργον ἐκεῖνο, ὁποῦ ἐνόμιζε μόνον μέσον, διὰ νὰ φύγῃ τὴν ὁργὴν τῶν ἐχθρῶν του, καὶ διὰ νὰ στερεώσῃ τὴν Βασιλείαν του, δηλαδὴ νὰ ὑποτάξῃ ἀθλίως τὴν Ἀνατολικὴν τῇ Δυτικῇ ἐκκλησίᾳ. Ἀλλὰ ἐτοῦτο δὲν εἶναι μόνον καὶ πρῶτον παράδειγμα ἑνὸς Βασιλέως, ὁποῦ προτιμᾶ τὰ πολιτικὰ τῶν ἐκκλησιαστικῶν, καὶ προτήτερα, καὶ ὑστερώτερα, καὶ τώρα εἰς τοὺς ἐδικούς μας καιροὺς βλέπομεν, πῶς τὸ εὐαγγέλιον δουλεύει τῷ κόσμῳ, πῶς ἡ περὶ πίστεως ὑπόθεσις εἶναι προκάλυμμα τῆς πολιτικῆς, ἡ ἐπιθυμία τῆς κοσμικῆς Βασιλείας εἰς μίαν ὑπερήφανον ψυχήν, ὁποῦ θέλει νὰ βασιλεύῃ, καταπατεῖ ὅλα τὰ Ἱερά, καὶ Ἅγια, ἀρνεῖται τὴν φύσιν, σκληρύνεται κατὰ τῶν συγγενῶν καὶ παραβλέπει τοὺς φίλους. Ταῦτα πάντα ἔκαμεν ὁ Μιχαὴλ καὶ δὲν εἶναι νὰ θαυμάσῃ τινάς, ἂν ἕνα τοιοῦτον πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἀπὸ ἐπίτροπος τοῦ πτωχοῦ Ἰωάννου ἔγινε τύραννος, ἀφ᾿ οὗ ἐπαρέβη φρικωδεστάτους ὅρκους, καὶ ἀφ᾿ οὗ ἔκαμε τὴν πλέον παράνομον πράξιν διὰ νὰ πάρῃ τὴν βασιλείαν, καταπατήσας τοὺς Νόμους, καὶ θείους, καὶ ἀνθρωπίνους, καὶ παραδίδωντας τὴν ἰδίαν ψυχὴν ἐπρόδωκεν ὕστερον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Τέλος εἶπε, καὶ τί νὰ ἔκαμε διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Πάπαν Γρηγόριον, ἐγὼ δὲν ἔχω κατὰ νοῦν νὰ τὰ περιγράψω ὅλα, ὅποιος θέλει ἂς ἀναγνώσῃ τοὺς ἱστορικοὺς ὁποῦ τὰ περιγράφουσι καταλεπτῶς. Ὅπου θέλει εὕρει, πῶς στεκόμενος στερεὸς εἰς τὸ ἐπιχείρημα, ἔβαλεν εἰς ἔργον ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέσα ὁποῦ ἐγνώριζεν ἀναγκαῖα διὰ νὰ σύρῃ ὅλον τὸ ὑπήκοον εἰς τὴν γνώμην του. Πρῶτον παρακινήσεις γλυκείας, ὑποσχέσεις, δῶρα, τιμάς, ἔπειτα ὕβρεις, φοβερισμούς, τιμωρίας, ἐξορίας, θανάτους, ἀλλὰ τί δὲν κάμνει, ὅταν ἐξ ἀποφάσεως ζητεῖ ὑπακοὴν ἕνας Βασιλεύς;
48. Τὸν Πατριάρχην Ἰωσὴφ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα, τὸν εὐλαβῆ δοῦλον τοῦ Θεοῦ, τὸν Πνευματικόν του, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχε λάβῃ τὴν συγχώρησιν τῆς μεγάλης παρανομίας του, τὸν ὁποῖον ἠγάπα, καὶ εὐλαβεῖτο περισσά, ἐκατέβασεν ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον, καὶ ἐσφάλισεν εἰς ἕνα Μοναστήριον. Ἰωάννην τὸν Βέκκον τὸν περιβόητον ἐκεῖνον χαρτοφύλακα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, (ὁποῦ μὲ μεγάλην φήμην, καὶ ὑπόληψιν πολυμαθείας, καὶ διὰ τοῦτο εἶχε καὶ μεγάλην παρρησίαν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον, εἰς τὰ Βασίλεια, συνετὸς ἀνὴρ ἐν τοῖς μάλιστα, καὶ λόγου, καὶ παιδείας τρόφιμος, τοσούτοις δὲ καὶ παρὰ τῆς φύσεως συγκεκροτημένος χαρίσμασιν, ὅσοις τῶν τότε ἀνθρώπων οὐδείς) ἐπάσχησε πρῶτον μὲν αὐτός, ἔπειτα διὰ Κωνσταντίνου Μελιτηνιώτου, Γεωργίου Μετοχίτου, καὶ Γεωργίου Κυπρίου, οἵτινες εὐθὺς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἀφιερώθησαν τῇ βουλῇ, καὶ τῇ ὀρέξει τοῦ Βασιλέως, νὰ σύρῃ εἰς τὴν γνώμην του. Μὰ ὡσὰν αὐτὸς ἐφαίνετο ἐνάντιος, καὶ παρρησίᾳ ἤλεγχε τοὺς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, πρῶτον μὲν διὰ Ἰωάννου τινος Χούμνου ἔβαλε, καὶ τὸν ἐγκάλεσαν ὡς ἐπίβουλον τῆς Βασιλείας ἐπὶ συνόδου, ὁποῦ ἔβαλε συμμὰ εἰς τοὺς Ἐκκλησιαστικούς, καὶ κριτὰς πολιτικοὺς ἀνθρώπους, ἐδικούς του, πρῶτον Γεώργιον τὸν Ἀκροπολίτην μέγαν λογοθέτην, ἔπειτα τὸν ἐσφάλισεν εἰς φυλακήν, ὁποῦ ὁ καλὸς Βέκκος συλλογισθεὶς καλλίτερα τὰ ἴδια, καὶ βλέπωντας πόσον ἦτον ἐπικίνδυνον νὰ ἀντιστέκῃ ἑνὸς Βασιλέως, καὶ μάλιστα τοῦ Μιχαήλ, ὁποῦ ἤθελεν εἰς πάντα τρόπον ὑπακοήν, ἤλλαξε γνώμην, καὶ ἔγινεν ἀρχηγὸς τῶν Λατινοφρόνων, καὶ λόγῳ καὶ πράγματι. Πάντα ἦν αὐτὸς τῷ Βασιλεῖ, καὶ γλῶττα, καὶ χείρ, καὶ κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου, καὶ λέγων καὶ γράφων καὶ δογματίζων. Ἡ συμφορὰ τοῦ πτωχοῦ Μιχαὴλ Ὀλοβόλου ρήτορος τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας εἶναι ἀξιοθρήνητος· διατὶ ἐλάλει, καὶ κατ᾿ ἰδίαν, καὶ φανερὰ τὴν ἀλήθειαν, ἐπρόσταξεν ὁ Βασιλεύς, καὶ τὸν ἔκοψαν τὰ χείλη, καὶ τὰς ρίνας, τὸν ἐξώρισεν εἰς ἕνα μοναστήριον τῆς Βιθυνίας· τὸν ἤφερεν ἔπειτα εἰς Κωνσταντινούπολιν, καὶ δημοσίᾳ ἔβαλε, καὶ τὸν ἔδειραν, προστάξας νὰ τύπτουν τὸ πρόσωπόν του μὲ ἔντερα ζώου ἔγκαιρα ἐσφαγμένου διὰ περισσοτέραν του ἐντροπήν· τὸ ὁποῖον ἔβαλε μέγαν τρόμον εἰς ὅλον τὸ πλῆθος, ὥστε ὁποῦ τινὰς δὲν ἐτόλμα νὰ ἀντιστέκεται. Δὲν ἔκαμεν ὀλιγώτερον μὲ τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, τῶν ὁποίων ἄλλους ἐτύφλωσε δείχνωντας εἰς τὰ ὀμμάτια τῶν Λεγάτων τοῦ Πάπα εἰς μείζονα πίστιν, πῶς παιδεύει τοὺς σχισματικούς, καὶ πῶς θέλει ὁλοψύχως τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἦτον μεγαλήτερη ἀγάπη ἀνάμεσον εἰς ἀδελφοὺς ὡσὰν ἐκείνη ὁποῦ ἦτον ἀνάμεσον αὐτοῦ, καὶ τῆς ἀδελφῆς Εὐλογίας, ὁποῦ τὸν ἀνάθρεψε μικρόν, ὁποῦ καὶ πρὸ τῆς Βασιλείας, καὶ μετὰ τὴν Βασιλείαν τοῦ ἔδειξεν εἰς ὅλα πόθον θερμότατον· ἀλλὰ διατὶ καὶ αὐτὴ ἔστεκε στερεὰ μὲ τὸ μέρος τῶν Ὀρθοδόξων, ἤλλαξε τοσαύτην ἀγάπην ὁ Μιχαήλ, εἰς πικρότατον μῖσος. Τίς ἐδύνατο πλέον νὰ ἀντιστέκεται εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ Βασιλέως; ὅλοι ἔπεσαν, καὶ ἐδόθησαν νικημένοι.
49. Γρηγόριος δέκατος Πάπας σύνοδον ἐν Λουγδούνῳ, ἐσύναξε πρὸς ταύτην ἔπεμψε πρέσβεις ὁ Μιχαὴλ ἐκ μέρους αὐτῦ, καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἀνδρονίκου, τὸν μέγαν Λογοθέτην Γεώργιον Ἀκροπολίτην, τὸν πρωτοβεστιάριον Πανάρετον, καὶ τὸν μέγαν διερμηνευτὴν Βερροίτην, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, Γερμανὸν τὸν χρηματίσαντα μετέπειτα Πατριάρχην, τὸν Νικαίας Μητροφάνην συντροφιασμένον μὲ τινὰς τῶν Κληρικῶν, ἐν οἷς καὶ Ἰωάννης ὁ Βέκκος. Ἀλλ᾿ ἡ τριήρης, ὁποῦ ἦτον οἱ πρέσβεις τοῦ Βασιλέως, ἐναυάγησε, μόνου σωθέντος τοῦ Ἀκροπολίτου, ὅστις ἦτον εἰς τὴν ἄλλην τριήρην τῶν ἀρχιερέων, καὶ κληρικῶν. Αὐτοὶ ἔφθασαν εἰς τὴν σύνοδον τὰς κστ´ Ἰουνίου, καὶ ἐδέχθησαν μεθ᾿ ὅρκου τὴν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως κατὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἣν καὶ ὑπέγραψαν. Καὶ οὕτω τὰ μέν πάντα ἐτελείωσαν, κατὰ τὴν γνώμην του Πάπα ὁποῦ ἐπεθύμει τὴν ὑποταγὴν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν φιλίαν τῶν Ῥωμαίων, ἐλπίζωντας μὴ ἔχων τούτους ἐχθροὺς εὔκολα νὰ ἀναλάβωσιν οἱ Λατῖνοι τὴν Παλαιστίνην, καὶ Συρίαν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν Σαρακηνῶν, κατὰ τῶν ὁποίων εἶχον ἀσυκώσῃ τὸν Σταυρόν· τοῦ δὲ Μιχαὴλ ὁποῦ μὲ τοῦτο τὸ μέσον ἦτον βέβαιος νὰ κατορθώσῃ τὴν εἰρήνην μὲ τοὺς Λατίνους, ἐξόχως μὲ τὸν Κάρολον, τοῦ ὁποίου τὰ ἄρματα ἐφοβεῖτο. Καὶ οὕτω νὰ στερεωθῆ ἀσφαλῶς εἰς τὴν ΒΑσιλείαν του, καὶ διὰ νὰ δείξῃ πῶς ἦτον ἀληθινὰ ἡνωμένος ὁ πολιτικὸς βασιλεύς, ἀφ᾿ οὗ ἐπαναστράφησαν οἱ Πρέσβεις του, καὶ τοῦ ἔδωκαν εἴδησιν τῶν γενομένων, πρῶτον μὲν ἐπὶ Συνόδου ἠνάγκασε τὸν Πατριάρχην Ἰωσήφ, καὶ ἔκαμε παραίτησιν, ὡσὰν ὁποῦ δὲν ἔστεργε τὴν ἕνωσιν ταύτην, ἔκαμε δὲ Πατριάρχην τὸν ὁμόφρονα, Ἰωάννην Βέκκον, σφαλίζωντας εἰς ἕνα κάστρον Ἰὼβ Ἰασίτην Ὀρθόδοξον πιστὸν συνεργὸν τοῦ Ἰωσήφ· ἔπειτα εἰς τὴν πρώτην λειτουργίαν ὁποῦ ἔγινεν ἐπρόσταξε, καὶ ἐφημίζετο εἰς τὰ δίπτυχα τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα πρῶτον ἀπὸ τῶν ἄλλων, ὁ Πάπας πάλιν πρὸς τὸν ὁποῖον ἔπεμψε, καὶ ἄλλους πρέσβεις ὁ Βασιλεύς, δὲν ἔλειπε νὰ κρατῇ τὰ ἄρματα τοῦ Καρόλου παρακαλῶν νὰ ἔχῃ εἰρήνην μὲ τὸν Μιχαήλ, διὰ νὰ φυλάττεται τῆς Ἐκκλησίας ἡ εἰρήνη, καὶ ἡ ὁμόνοια.
50. Μ᾿ ὅλα ταῦτα ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Βασιλεύς, δὲν ἦτον ὅμως πληροφορημένος ὁ Πάπας Νικόλαος τρίτος διάδοχος τριῶν Παπίδων, Γρηγορίου δεκάτου, Ἰννοκεντίου πέμπτου, καὶ Ἰωάννου εἰκοστοῦ πρώτου, ὁποῦ ἀπέθανεν ἕνας κατόπι ἀπὸ τὸν ἄλλον μέσα εἰς ὀλίγον καιρόν, αὐτὸς ἔβλεπε πῶς ὁ μὲν Βασιλεὺς ἐνήργει εἰς τὰ τῆς ἑνώσεως, μόνον διὰ πολιτικὸν τέλος, τὸ δὲ Βασίλειον ὅλον δὲν ἔστεργεν, οὐδ᾿ ὅλως τὴν ἕνωσιν. Ὅθεν ἔπεμψε πρέσβεις πρὸς Μιχαήλ, παρακινῶν αὐτὸν πρὸς μείζοντα πίστωσιν τῶν γενομένων, πρὸς τοῖς ἄλλοις ὁποῦ ἔστερξαν εἰς τὴν Σύνοδον νὰ στέρξῃ, καὶ τὸ Σύμβολον μετὰ τῆς προσθήκης, καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ, καὶ νὰ κάμῃ τὸ αὐτὸ νὰ δεχθῇ ὅλη ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία. Τοῦτο τινὰς ἄλλος Πάπας, οὕτε προτήτερα, οὔτε ὑστερώτερα δὲν ἐζήτησε ποτὲ ἀπὸ τοὺς Ἀνατολικούς. Ὅθεν ἦτον πάλιν ὁ Βασιλεὺς Μιχαὴλ μέσα εἰς μίαν πολλὰ στενὴν κατάστασιν. Τοῦτο οὔτε αὐτὸς ἔστεργεν, οὔτε ἐτόλμα νὰ τὸ προβάλλῃ εἰς τοὺς ἡμετέρους, οἵτινες οὔτε τὴν ἕνωσιν ἔστεργον, στερεοὶ εἰς τὰ πάτρια δόγματα, καὶ ἔδειχνον μίαν ψυχρότητα, τόσον περισσὴν εἰς τὸν Βασιλέα, ὁποῦ ἐκινδύνευε νὰ συκωθῇ τινὰς φοβερὸς ἐμφύλιος πόλεμος. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἤθελε νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Πάπαν, διὰ νὰ φαίνεται πῶς δὲν πραγματεύεται μὲ δόλον, μάλιστα ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν τὰς πράξεις ὁποῦ καθ᾿ ἑκάστην ἔκαμνε μεγαλητέρας ὁ Κάρολος, διὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τοὺς πολίτας εὔγαλεν ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον Ἰωάννην τὸν Βέκκον, τὸν ὁποῖον δὲν ἐδύνετο πλέον νὰ ὑποφέρη, διατὶ ἀληθινὰ ἦτον ἀνὴρ ἰσχυρογνώμων, καὶ ὀχληρός, θέλων μὲ κάθε τρόπον νὰ γένῃ ὁ λόγος του εἰς ὅσα ἤθελε ζητήσῃ, ἀπὸ τὸν Βασιλέα, ὅσον μὲ τὸν Πάπαν ἠκολούθει πραγματευόμενος, τώρα μὲ ὑποσχέσεις καὶ τώρα μὲ προφάσεις, εἰς τρόπον ὁποῦ τὸν ἐκέρδησεν ὁλοτελῶς, μάλιστα διατί, καὶ ὁ Πάπας διὰ τινὰς αἰτίας ἦτον μέγας ἐχθρὸς τοῦ Καρόλου, εὗρεν ὁ Μιχαὴλ μίαν πολλὰ καλὴν εὐκαιρίαν νὰ συμφωνήσῃ μετ᾿ αὐτὸν τὴν κρυφὴν ἐκείνην πραγματείαν, ὁποῦ ἐσυνήργει Ἰωάννης ἄρχων τῆς νήσου Προχύτης, ὁμοῦ μὲ Πέτρον Ῥῆγα τῆς Ἀραγωνίας, ὁποῦ ἤθελεν εἰς κληρονομίαν τὴν Σικελίαν, τὴν ὁποίαν ἐκράτει ὁ Κάρολος. Αὐτὸς ὁ Ἰωάννης ὑστερηθεὶς πάντων τῶν ὑπαρχόντων παρὰ Καρόλου, ἐνδεδυμένος σχῆμα μοναχικὸν διὰ νὰ μὴ γνωρίζεται, καὶ ἀπερνῶντας εἰς Κωνσταντινούπολιν, εἰς Ῥώμην, καὶ εἰς Ἰσπανίας μὲ πολλὰ ἐπιτήδειον μυστικὸν τρόπον ᾠκοδόμησε τὴν μηχανήν, καὶ ἐπαρακίνησε νὰ συμφωνήσωσι κατὰ τοῦ Καρόλου, τὸν Βασιλέα Ῥωμαίων, τὸν Ῥῆγα τῆς Ἀραγωνίας, καὶ τὸν Πάπαν Νικόλαον, ἡ δὲ μηχανὴ ἦτον ἡ ἐπανάστασις τῆς Σικελίας.
51. Ἀλλ᾿ ὁ Πάπας Νικόλαος ἐτελεύτησε τοῦτον τὸν καιρόν, καὶ διὰ συνεργείας τοῦ Καρόλου ἐκλήθη διάδοχος αὐτοῦ Μαρτῖνος τέταρτος, πρὸς τὸν ὁποῖον δὲν ἔλειψεν ὁ Μιχαὴλ νὰ στείλῃ Πρέσβεις Λέοντα Ἡρακλείας, καὶ Θεοφάνην Νικαίας, διὰ νὰ φυλάττη τὴν πρώτην ὑπόληψιν, μὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς πραγματείας ταύτης, τὰ Ἐκκλησιαστικὰ ἠκολούθουν τὸν δρόμον τῶν πολιτικῶν πραγμάτων ἑκατέρωθεν, καὶ καθὼς ἄλλαξαν τὰ πολιτικά, ἔτζη καὶ τὰ Ἐκκλησιαστικά· διατὶ ὁ Πάπας Μαρτῖνος ἦτον φίλος τοῦ Καρόλου. Διὰ παρακινήσεως αὐτοῦ ἀφώρισε τὸν Βασιλέα Μιχαὴλ χωρὶς καμμίας εὐλόγου αἰτίας, καθὼς δὲν δύναται νὰ κάμῃ ἀλλέως, παρὰ νὰ τὸ βεβαιώσῃ καὶ ὁ πατὴρ Ἀλοΐσιος Μαϊμπούργος Ἰησουΐτης, ὁποῦ γράφει τὸ πρᾶγμα· καταλεπτῶς εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ σχίσματος ὁποῦ ἔγραψε καθ᾿ ἡμῶν, μάλιστα, καὶ μὲ τοὺς Ἑνετοὺς ἐσυμφώνησε καὶ κινήσῃ πόλεμον κατὰ τοῦ Μιχαήλ, διὰ ξηρᾶς, καὶ διὰ θαλάσσης, ὅμως εἰς μάτην· διατὶ ἡ τύχη, ἢ μᾶλλον ὁ Θεός, ἀλλέως ἔκαμε καὶ ἐξέβησαν τὰ πράγματα. Ὡσὰν ἔμαθε τὰ γενόμενα παρὰ τοῦ Πάπα ὁ Μιχαήλ, πρῶτον μὲν μίαν Κυριακήν, ἐκεῖ ὁποῦ ὁ διάκονος εἰς τὴν λειτουργίαν ἤθελε νὰ μνημονεύσῃ τὸν Πάπαν, καθὼς ἔκανε προτήτερα μετὰ τὴν ἐν Λουγδούνῳ σύνοδον, ὁ Βασιλεὺς ἀσυκωθεὶς ἀπὸ τὸν θρόνον του μεγάλῃ τῇ φωνῇ εἰς ὑπήκοον πάντων τὸν ἐμπόδισε· δεύτερον ἐκύρωσε τὴν πραγματείαν τῆς συμφωνίας μὲ τὸν Ἀραγωνίας Ῥῆγα Πέτρον, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔπεμψε τριάντα χιλιάδες ὀγγγιαῖς χρυσάφι διὰ τὸν πόλεμον ὁποῦ ἄρχησε πολλὰ εὐτυχῶς. Εἰς τὴν Ἀλβανίαν τὰ στρατεύματα τοῦ Μιχαὴλ ἐχάλασαν ἕνα μέρος τῶν στρατευμάτων τοῦ Καρόλου. Εἰς τὴν Σικελίαν πάλιν ἡ ἐπανάστασις ἐξέβη μὲ εὐτυχέστατον τέλος εἰς τρόπον ὅτι τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα, τῇ ὥρᾳ τοῦ πρώτου ἑσπερινοῦ, καθὼς ἦτον ἡ συμφωνία οἱ Σικελοὶ ἐσυκώθησαν, ἐπίασαν τὰ ἄρματα, καὶ κατέκοψαν ὅλους τοὺς Γάλλους, καὶ εὐγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Καρόλου, ὁ ὁποῖος, καὶ ἀλλαχόθεν περιπλακωθείς, ἀπὸ ἄλλαις πολλαῖς συμφοραῖς ἀπέθανε, καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐσβέσθη ἡ ἐλπὶς τῶν πολλῶν κατορθωμάτων, καὶ ἔμεινεν εἰς τελείαν ἀσφάλειαν ὁ Μιχαήλ. Ὅστις ὅμως δὲν ἔζησε πολὺν καιρὸν μετὰ τὸν Κάρολον διατὶ μὲ ἕνα χρόνον, κινήσας νὰ ὑπάγῃ νὰ πολεμήσῃ Ἰωάννην Ἄρχοντα τῆς Θετταλίας ὁποῦ ἀποστάτησε φθάσας εἰς χωρίον καλούμενον Παχωμίου, ἐκεῖ ἐτελεύτησεν ἀφίνωντας τὴν Βασιλείαν τῷ υἱῷ Ἀνδρονίκῳ, ὅστις δὲν ἠθέλησε νὰ θάψῃ τὸν πατέρα μὲ τιμὴν Βασιλικήν, ἀλλ᾿ ἔρριψεν ἀτίμως τὸ λείψανόν του εἰς ἕνα λάκκον, κάμνωντας νὰ τὸν σκεπάσωσι, μὲ τόσον χῶμα, ὅσον διὰ νὰ μὴ τὸ καταφάγωσι τὰ θηρία, καὶ τὰ ὄρνεα. Ἀνεκαλέσθη εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ὁ γέρων Ἰωσήφ, ἐπανεστράφη εἰς τὰ βασίλεια, ὅθεν ἦτον ἐξόριστος, ἡ Εὐλογία. Ἐσυγχωρήθησαν μετανοήσαντες, ὅσοι ἐφάνησαν ὁμοφρονοῦντες τοῖς Λατίνοις. Τὰ νέα δόγματα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀναθεματίσθησαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν περισσότερον ἀκόμη ἀπὸ τὸ πρῶτον τὸν ἐμάκρυνεν ἡ Ἀνατολική. Αὕτη ἐστάθη ἡ ἀρχή, καὶ τοῦτο τὸ τέλος τῆς πραγματείας ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Βασιλεὺς Μιχαὴλ ὁ Παλαιολόγος διὰ τὴν ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν.
52. Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Βασιλέως Μιχαήλ, ὅστις βέβαια ἀνεζωογόνησε τῶν Ῥωμαίων τὴν Βασιλείαν, μὲ τὴν βουλήν, καὶ ἀνδρείαν, εἰς τὸν καιρὸν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἀνδρονίκου, ἄρχησαν τὰ πράγματα νὰ κλίνωσι εἰς τὸ χεῖρον διατὶ τότε Ὀθωμάνος ὁποῦ πρῶτος ὠνομάσθη Σουλτάνος τῶν Τουρκῶν, καὶ ἔστησε τὸν βασιλικὸν θρόνον εἰς Προύσαν πόλιν τῆς Βιθυνίας, πολλὰ ἐνόχλησε τὸ βασίλειον τὸ ὁποῖον ἔκδυσεν ἀπὸ πολλοὺς τόπους ἐκ μέρους τῆς Ἀνατολῆς. Καὶ πάλιν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ὀρχάνης μὲ καθημερινὰς νίκας ἐπροχώρησεν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν, καὶ τὴν Εὐρώπην λεηλατῶν τὰ τῶν Ῥωμαίων δεινῶς, εἰς τὸν καιρὸν Ἀνδρονίκου τοῦ νέου, ὁποῦ ἐκατέβασε δυναστικῶς ἀπὸ τὴν βασιλείαν τὸν πάππον τὸν Ἀνδρόνικον. Εἰς τὰς ἡμέρας ταύτας ἦτον ἡ βασιλείαν πολλὰ τεθλιμμένη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, καὶ ἀπὸ ἀποστάτας περισσούς. Τότε ὅτε, καὶ αὐτὸς διὰ φόβον τῶν ἐχθρῶν, καὶ διὰ ἐλπίδα τῆς βοηθείας τῶν Λατίνων, ἔγνω νὰ πραγματευθῇ πάλιν τὴν ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν· ὅθεν ἔστειλε πρέσβεις πρὸς μὲν τὸν Βασιλέα τῆς Γαλλίας Φίλιππον ἕνα ἄρχοντα Ἑνετὸν Δάνδολον, πρὸς δὲ τὸν Πάπαν Βενέδεικτον δωδέκατον, τὸν μοναχὸν Βαρλαὰμ ἐκεῖνον, ὁποῦ εἶναι τόσον ὀνομαστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν διὰ τὸ σχῖσμα ὁποῦ ἐπροξένησε, περὶ οὗ πλατύτερον γράφουσιν ὅ,τε Γρηγορᾶς, καὶ Ἰωάννης ὁ Κατακουζηνὸς ὁ ὕστερον βασιλεύσας. Δύο πράγματα ἐπρόβαλεν εἰς τὸν Πάπαν τοῦτος ὁ μοναχός, πρῶτον νὰ παρακινήσῃ ὁ Πάπας τοὺς πρίγκιπας Λατίνους κατὰ Βαρβάρων, μὲ τὸ ὁποῖον ἤθελε τοὺς φιλιώσῃ νὰ τοὺς σύρῃ εἰς τὴν ἕνωσιν· δεύτερον ἐζητησε νὰ γένῃ Σύνοδος Οἰκουμενικὴ ὁποῦ παρόντων πάντων τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν, ἢ Τοποτηριτῶν αὐτῶν, ἡ ἕνωσις θέλει γένῃ μὲ τρόπον ἀσφαλέστερον παρὰ ὁποῦ ἔγινεν ἐν Λουγδούνῳ. Εἰς ταῦτα ἀπεκρίνατο ὁ Βενέδικτος ἐξ ἐναντίας. Πῶς πρέπει νὰ γένῃ ἡ ἕνωσις τῶν Ἀνατολικῶν, ἔπειτα ἤθελε παρακινήσῃ τὰ ὅπλα τῶν Λατίνων εἰς βοήθειαν· διὰ Σύνοδον ἔλεγε πῶς δὲν χρειάζεται· ἐπειδὴ καὶ δὲν εἶναι καμμία ἀνάγκη νὰ ἐξεταχθοῦν τὰ Δόγματα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα ἤδη εἶναι σαφηνισμένα, καὶ διωρισμένα τόσαις φοραῖς συνοδικῶς.
53. Μὲ τοιαύτην ἀπόκρισιν ἐμίσευσεν ὁ Βαρλαάμ, πλὴν διὰ νὰ γένῃ δοκιμὴ τῆς ποθουμένης ἑνώσεως, ἐμίσευσε συντροφιασμένος μὲ δύο Ἐπισκόπους Λατίνους τοὺς ὁποίους ἔστειλεν ὁ Πάπας εἰς Κωνσταντινούπολιν διὰ νὰ διαλεχθῶσι μὲ τοὺς Ἀνατολικούς, ἀλλὰ τὴν διάλεξιν ταύτην τὴν ἐμπόδισε Νικηφόρος ὁ Γρηγορᾶς μὲ ἕνα λόγον, ὁποῦ ἔκαμεν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου, καὶ τῶν περὶ αὐτὸν Ἀρχιερέων, εἰς τὸν ὁποῖον ἀπέδειξε, μετὰ πολλῆς εὐφραδίας μὲ λογαριασμοὺς καὶ μὲ ρητὰ τῶν πατέρων, πῶς εἶναι ἐπικίνδυνος ἡ περὶ Πίστεως διάλεξις, καὶ πῶς τὰ Δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τόσον σαφῶς διωρισμένα ἐν διαφόροις Συνόδοις, ὁποῦ δὲν μένει πλέον καμμία ἀμφιβολία περὶ αὐτῶν. Καθὼς οὗτος ὁ Νικηφόρος ἦτον τότε, καὶ παρὰ τῷ Βασιλεῖ εἰς μεγάλην τιμήν, καὶ παρὰ τῷ Ἱερῷ καταλόγῳ εἰς μεγάλην ὑπόληψιν πολυμαθείας, ὁ λόγος του ἴσχυσε, καὶ οὕτως ἐπαναστράφησαν οἱ Λατῖνοι Ἐπίσκοποι, καὶ δὲν ἔλαβε κανένα τέλος ἡ πραγματεία, μάλιστα ὁποῦ εἰς ὀλίγον καιρὸν ἀπέθανε καὶ ὁ Βασιλεὺς Ἀνδρόνικος.
54. Ὡς τόσον τὰ πράγματα τῶν Ῥωμαίων ἐξέκλιναν εἰς τὸ χειρότερον καθ᾿ ἑκάστην, ἐξόχως εἰς τὰς ἡμέρας Ἰωάννου Παλαιολόγου υἱοῦ τοῦ ἄνωθεν Ἀνδρονίκου, ὁποῦ ἔλαβε τόσα σκάνδαλα μὲ τὸν ἐπίτροπόν του, καὶ πενθερὸν Ἰωάννην τὸν Καντακουζηνόν, ὅθεν διὰ πολλοὺς χρόνους ἄναπτεν ἀνάμεσόν τους ἕνας αἱμοβόρος, καὶ ἐμφύλιος πόλεμος. Δύο μεγάλους ἐχθροὺς εἶχον οἱ Ῥωμαῖοι, ἀπὸ τὸ ἕνα τὸν Βασιλέα τῶν Τουρκῶν, ὁποῦ ἤθελε νὰ ὑποτάξῃ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ οἱ ἄθλιοι Βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων διὰ νὰ ἐλευθερώσωσιν ἀπὸ τὴν τυραννίδα τὴν βασιλείαν, εὐχαριστήθησαν ἐξ ἀνάγκης νὰ ὑποτάξωσι τὴν Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν τῇ δυτικῇ, μὲ τοῦτο τὸ τέλος ἔγιναν αἱ πραγματεῖαι περὶ ἑνώσεως ὁποῦ δὲν ἐτελεσφόρησαν ποτέ, διατὶ ἐκ μέρους τῶν Ῥωμαίων ἐπαρακίνει εἰς τοῦτο ἡ ἀνάγκη, διὰ τὴν ἐλπίδα τῆς κατὰ Βαρβάρων βοηθείας, καὶ ἐκ μέρους τῶν Λατίνω, ποτὲ δὲν ἐδόθη τοῖς Ἀνατολικοῖς ἡ ζητουμένη βοήθεια.
55. Δύο πρεσβείας ἔπεμψε πρὸς τὸν Πάπαν ὁ Καντακουζηνὸς μίαν πρὸς τὸν Κλήμεντα ἕκτον, καὶ ἄλλην πρὸς Ἰννοκέντιον ἕκτον, χωρὶς καμμίαν ὠφέλειαν. Ἰωάννης πάλιν ὁ Παλαιολόγος, ἀφ᾿ οὗ ὁ Καντακουζηνὸς ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν βασιλείαν, καὶ ἔγινε μοναχός, ἀναγκασθεὶς ἀπὸ ταῖς πολλαῖς νίκαις Ἀμουράτου Βασιλέως τῶν Τουρκῶν ὁποῦ ἀπέρασεν εἰς Καλλιούπολιν, καὶ μὲ ἕνα πολυάριθμον στράτευμα ἔτρεχε νικητὴς ἕως εἰς τὰς πύλας Κωνσταντινουπόλεως, καὶ διὰ πρεσβείας, καὶ αὐτὸς προσωπικῶς ὑπῆγεν εἰς Ῥώμην, ὁποῦ καθὼς καυχῶνται οἱ Λατῖνοι, ἀγκαλὰ καὶ τὸ πρᾶγμα μένει ἀμφίβολον, ἔδωκε τὴν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως μὲ χρυσόβουλον, ἐζήτει βοήθειαν κατὰ τῶν Βαρβάρων, ἀλλὰ τί; ὄχι μόνον δὲν ἔλαβε καμμίαν βοήθειαν, ἀλλὰ καὶ ἐπαναστρεφόμενος ἀπὸ Ῥώμης, τὸν ἐκράτησαν οἱ χρεωφειλέται εἰς Βενετίαν· ὅθεν δὲν ἤθελεν εὔγῃ ἂν δὲν ἤθελε στείλῃ τὴν πληρωμὴν ὁ υἱός του Μανουήλ, καὶ φθάσας εἰς Κωνσταντινούπολιν πτωχότερος, καὶ ἀδυνατότερος ἀπ᾿ ὅτι ἦτον, ἠναγκάσθη νὰ συμβιβασθῇ μὲ τὸν Ἀμουρὰν μὲ συνθήκας πολλὰ ἐπιζημίους, εἰς τόσον ὅτι διὰ προσταγῆς τοῦ Βαρβάρου, ἐτύφλωσε καὶ τὸν πρῶτον του υἱὸν Ἀνδρόνικον, τόν τε δεύτερον Μανουὴλ διάδοχον τῆς βασιλείας, παρέδωκεν ὡς ἐνέχειρον.
56. Ἔφθασεν εἰς τὴν βασιλείαν διεφθαρμένην, καὶ καταπλακωμένην ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ αὐτὸς πλανεμένος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῆς παρὰ Λατίνων βοηθείας ἐπῆγε προσωπικῶς νὰ τὴν ζητήσῃ εἰς Γαλλίαν παρὰ Καρόλου ἕκτου Ῥηγός, καὶ ἐκεῖθεν εἰς Ἀγγλίαν, ἀλλὰ ὡς ἠργοπόρησεν ἐκεῖ περισσὸν καιρόν, ματαίως ἐνασχολούμενος ἐγύρισεν ἄπρακτος.
57. Ἡ ὑστέρη πραγματεία περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἔγινεν ἀπὸ Ἰωάννην Παλαιολόγον υἱὸν τοῦ Μανουήλ, εἰς ἕνα καιρόν, ὁποῦ ἀπὸ ὅλον τὸ βασίλειον δὲν ἔμεινε σχεδὸν ἄλλο παρὰ ἡ Κωνσταντινούπολις, καὶ τὰ πράγματα τῶν Ῥωμαίων εὑρίσκοντο εἰς ἐσχάτην ταλαιπωρίαν. Εὐγένιος τέταρτος Πάπας ἐκράτησε Σύνοδον ἐν Φερραρίᾳ, ἡ ὁποία, ἐτελείωσεν ὅμως ἐν Φλωρεντίᾳ, μὲ τοῦτον τὸν σκοπὸν δηλαδὴ διὰ ν᾿ ἀνατρέψῃ τὰ γενόμενα ἐν Κωνσταντίᾳ, καὶ Βασιλείᾳ, τὰ ὁποῖα ἀνέτρεπον ὁλότελα τοῦ Πάπα τὴν ἐξουσίαν, καὶ διὰ νὰ σύρῃ τοὺς Ἀνατολικοὺς ἀπὸ τὸ μέρος του πλανεμένους μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς βοηθείας, τῆς ὁποίας τότε μάλιστα ἐχρειάζετο τὸ βασίλειον. Τί νὰ ἔγινεν εἰς τὴν σύνοδον ταύτην, ὁπῦ ἐσυνῆλθον, ὅ,τε βασιλεὺς Ἰωάννης, Δημήτριος ὁ δεσπότης, Ἰωσὴφ ὁ Πατριάρχης μὲ πολλοὺς Ἀρχιερεῖς, καὶ κληρικούς, καὶ τί νὰ ἠκολούθησεν ὕστερον; γράφει καταλεπτῶς εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς Συνόδου ταύτης Σύλβεστρος ὁ Συρόπουλος, μέγας Ἐκκλησιάρχης, καὶ Δικαιοφύλαξ τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, ὁποῦ ἦτον εἰς ὅλα παρών, καὶ ξεσκεπάζει τὸν σκοπόν, καὶ τὸν δόλον τῶν Λατίνων, καὶ τὴν κατεπείγωσαν ἀνάγκην τῶν Ἀνατολικῶν. Τί δὲ ἠκολούθησεν; ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδος, καὶ τὰ πραχθέντα ἐν αὐτῇ, ἐκηρύχθη ἄκυρος εἰς ἄλλην Σύνοδον γενομένην ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπὶ Κωνσταντίνου Βασιλέως ἀδελφοῦ Ἰωάννου, βοήθεια δὲ οὐδὲ μία ἐδόθη παρὰ Λατίνων, οἵτινες μάλιστα ἐστέκοντο ὀκνοὶ θεαταὶ εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὴν ὁποῖαν ἐκαταπολέμησε Μωάμεθ ὁ δεύτερος γενόμενος κύριος πάσης τῆς Βασιλείας τῶν Ῥωμαίων. Τέτοιας λογῆς μένει ἕως τῆς σήμερον τὸ σχῖσμα ἀναμέσον τῶν Ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας ἄμποτε νὰ ἑνώση μὲ ἄλυτον δεσμόν, ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Τέλος τοῦ πρώτου βιβλίου.
*
* *
Ἕως ᾧδε περιέχεται ἡ πέτρα σκανδάλου, δηλαδὴ τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, λέγω, καὶ Δϋσεως. Τὸ ἑπόμενον περιέχει τὰς πέντε κυρίας διαφοράς, ὁποῦ διαχωρίζουσι τὰς αὐτὰς Ἐκκλησίας.


ΒΙΒΛΙΟΝ Β´
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ ἀοιδίμου Φωτίου, ἐν οἷς ἐγένετο τὸ σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν μὲ τὸν τρόπον ὁποῦ ἠκούσατε, ἐνδοξότατε Ἄρχων, ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία φαίνεται πὼς νὰ μὴν εἶχε διαφωνίαν ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν παρὰ εἰς ἐκεῖνα μόνον, τὰ ὁποῖα ἐλέγχει αὐτὸς εἰς τὴν δευτέραν ἐγκύκλιον ἐπιστολήν, δηλαδὴ πρῶτον, πὼς οἱ Δυτικοὶ ἐνήστευον τὸ Σάββατον· δεύτερον, πὼς περικόπτοντες ἀπὸ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν τὴν πρώτην ἑβδομάδα, κατέλυον τυρόν, καὶ γάλα, καὶ ὅμοια· τρίτον, πὼς ἀπεστρέφοντο τὸν νόμιμον γάμον τῶν πρεσβυτέρων· τέταρτον, πὼς ἐκρατοῦσαν ἄκυρον καὶ ἄχρηστον τὸ χρῖσμα τοῦ ἁγίου μύρου, ὁποῦ ἐτέλουν οἱ ἱερεῖς, λέγοντες πὼς τοῦτο εἶναι ἔργον μόνον τῶν ἐπισκόπων· ὅθεν οἱ εἰς Βουλγαρίαν ἐκ Δύσεως ἐλθόντες ἐπίσκοποι ἀνεμύριζον τοὺς χριστιανούς, οὓς εἶχον χρισμένους πρωτύτερον οἱ Ἀνατολικοὶ ἱερεῖς· καὶ πέμπτον, πὼς ἔκαμαν τὴν προσθήκην εἰς τὸ Ἅγιον Σύμβολον, δογματίζοντες πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, τὸ ὁποῖον δόγμα ὀνομάζει ὁ Φώτιος τῶν κακῶν κορωνίδα. Ἀνίσως καὶ τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἄναπτεν ὁ πόλεμος τῶν δύο μαχομένων μερῶν, Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν, ἤθελ᾿ ἦτον ἄλλη καμμία διαφορά, μοῦ φαίνεται πὼς καὶ ταύτην ἤθελ᾿ ἐλέγξῃ καὶ στηλιτεύσῃ ὁ Φώτιος. Τοῦτο τὸ δόγμα, δηλαδὴ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τὸ ὁποῖον οἱ Δυτικοὶ ἐπρόσθεσαν εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον, περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ἐσκανδάλιζε τοὺς Ἀνατολικούς, διατὶ ἀληθινὰ τοῦτο μόνον περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ἦτον ἄξιον σκέψεως, ὡσὰν ὁποῦ τοῦτο ἔγγιζεν ἕνα ἄρθρον τῆς πίστεως, τὰ δ᾿ ἄλλα εἶναι ἐκκλησιαστικαὶ διατάξεις.
Ἀλλὰ κατὰ τοὺς παρόντας καιρούς, τὰ κύρια καὶ καθολικά, ἐν οἷς διαφωνοῦσιν ἀπὸ ἡμᾶς οἱ Λατῖνοι, εἶναι πέντε· πρῶτον, ἡ ἀρχὴ τοῦ Πάπα· δεύτερον, ἡ ἐκπόρευσις τοῦ ἁγίου Πνεύματος· τρίτον, τὰ Ἄζυμα· τέταρτον, τὸ Καθαρτήριον· καὶ πέμπτον, ἡ ἀπόλαυσις τῶν Ἁγίων· περὶ ὧν ἑκάστου θέλω δώσει τῇ ἐνδοξότητί σου μίαν εἴδησιν σύντομον ἐν εἴδει κατηχήσεως μᾶλλον ἢ διαλέξεως, μὲ τὸ ὁποῖον ἐλπίζω περισσότερον νὰ σᾶς εὐχαριστήσω.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
1. Πρώτην διαφορὰν ἐγὼ νομίζω τὴν περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα, διατὶ τοῦτο εἶναι κατὰ τοὺς παρόντας καιροὺς τὸ μέγα μεσότειχον ὁποῦ χωρίζει τὰς ἐκκλησίας· αὐτὴ εἶναι μία ὑπόθεσις ὁποῦ ἐγγίζει τὴν καθολικὴν κυβέρνησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν κρέμανται ὅλα τ᾿ ἄλλα. Ἂν ὅλοι κοινῶς οἱ χριστιανοὶ ἐσυμφωνοῦσαν εἰς τὸ ἄκρον τοῦτο κεφάλαιον, ποῖος δηλαδὴ νὰ εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ταύτης κυβερνήσεως, ἀριστοκρατικὸς τάχα, ὡς θέλομεν ἡμεῖς ἢ μοναρχικός, ὡς θέλουσιν οἱ Λατῖνοι, εὔκολον ἦτον νὰ συμφωνήσωμεν καὶ εἰς τὰ λοιπά. Ὁποῦ εἶναι λόγος περὶ ἐξουσίας, ἐκεῖ καθολικὰ φαίνεται μεγαλύτερος ὁ ζῆλος καὶ ἡ ἔρις τῶν μερῶν· τῶν μέν, ὁποῦ ὀρέγονται νὰ ἐξουσιάσωσιν, τῶν δέ, ὁποῦ δὲν εὐχαριστοῦνται νὰ ὑποτάσσωνται· διατὶ φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος καὶ ὀρέγεται τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἀποστρέφεται τὴν ὑποταγήν. Ὅθεν τὰ μαχόμενα μέρη τέτοιας λογῆς ξεμακρύνονται ἀλλήλων, ὁποῦ πηδῶσιν ἐκ τῶν ὁρίων εἰς τὰ ἄκρα καὶ μένει ἐν τῷ μέσῳ χάσμα πολύ, ὡσὰν ἐκεῖνο ὁποῦ μεσολαβεῖ τώρα ἀναμέσον τῆς Δυτικῆς καὶ Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, διὰ τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἐξουσίας, ὁποῦ ἡ Δυτικὴ ζητεῖ ἐπάνω τῆς Ἀνατολικῆς, καὶ ἡ Ἀνατολικὴ ἀποφεύγει μ᾿ ὅλην τὴν δύναμιν· ὅθεν προέρχεται ἡ μεγάλη ἐκείνη ἔχθρα, ἡ ὁποία καὶ ἐμποδίζει τὸν τρόπον τῆς συμφωνίας εἰς τὰς ἢ περὶ δογμάτων ἢ περὶ διατάξεων διαφοράς, καὶ ἀναβρύει μάλιστα ἄλλας αὐξάνουσα καθ᾿ ἑκάστην τὸ σκάνδαλον.
2. Πολλὰ ἐγράφησαν περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ἀλλ᾿ ἐγράφησαν ἐμπαθῶς ἢ ἀπὸ κολακείαν ἢ ἀπὸ μῖσος καὶ πάθη, ὁποῦ εὔκολα προστρέχουσιν εἰς τὸ μέσον ὁποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καὶ ἡ μὲν κολακεία τῶν παπολατρῶν ἀνεβίβασε τὸν Πάπαν ἐκεῖ ὁποῦ ἤθελε νὰ ἀνέβῃ ὁ Ἑωσφόρος, ἤγουν ἔβαλε τὸν θρόνον του ἐπάνω τῶν νεφελῶν, καὶ τὸν ἔκαμεν ὅμοιον τῷ Ὑψίστῳ. Τὸ μῖσος πάλιν τῶν Λουθηροκαλβίνων τὸν ἐκατέβασεν ἀληθινὰ ἐκεῖ ὁποῦ ἐκατέβη ὁ Ἑωσφόρος, ἤγουν εἰς τὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς, ἀποδείχνοντές τον αὐτὸν τὸν ὄντως Ἀντίχριστον. Ἐγὼ ἀφήνοντας ἐκεῖνα ὁποῦ λέγουσι περὶ τοῦ Πάπα καὶ κατὰ τοῦ Πάπα, ….. ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἔξω τοῦ σκοποῦ μου, προφέρω μόνον ποῖα δοξάζουσι τοῦ Πάπα οἱ προσκυνηταί, τὰ ὁποῖα συναιροῦνται εἰς τρεῖς προτάσεις.
Πρῶτον μὲν αὐτοὶ δοξάζουσι, πὼς ὁ Πάπας εἶναι παντεξούσιος καὶ παντοκράτωρ μονάρχης τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, ἔχων ἀμέσως ἐκ Θεοῦ τὰς κλεῖς τῆς ἐξουσίας καὶ δυνάμεως, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ λαμβάνουσιν τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν, καὶ πατριάρχαι καὶ μητροπολῖται, καὶ ἐπίσκοποι εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, οἵτινες ἂν δὲν λάβωσι παρ᾿ αὐτοῦ τὴν στερέωσιν, δὲν εἶναι γνήσιοι ἀρχιερεῖς.
Δεύτερον, πὼς αὐτὸς εἶναι ἄκρος κριτὴς καὶ νομοδότης, καὶ μόνος ἐξηγητὴς τῆς θείας Γραφῆς, κριτὴς ὁποῦ εἶναι ὑπέρτερος τῶν συνόδων, μὰ ἐξηγητὴς καὶ νομοδότης, ὁποῦ ὅταν ὁρίσῃ τι ἐκ καθέδρας (ὡς λέγουσιν) ἔχει τὸ ἀναμάρτητον, ἤγουν δὲν δύναται νὰ σφάλῃ· ὅθεν οἱ ὅροι του εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἤτοι τῆς ἀψευδοῦς ἀληθείας.
Τρίτον, πὼς αὐτὸς εἶναι κύριος καὶ βασιλεὺς παντὸς τοῦ κόσμου, ἤγουν ἔχει τὴν παντοκρατορίαν, ὄχι μόνον εἰς τὰ σωματικά, καὶ διὰ τοῦτο ἔχει ἐκ Θεοῦ τὴν ἐξουσίαν νὰ χειροτονῇ καὶ νὰ καθαίρῃ τοῦ κόσμου τοὺς βασιλεῖς ἀκωλύτως. Ἡμεῖς δὲ οἱ ὀρθόδοξοι τί λέγομεν; Ἡμεῖς κρατοῦμεν μίαν μέσην ὁδὸν ὁποῦ εἶναι ἀσφαλής, ἀπέχοντες ἀπὸ τὰ δύο ἄκρα, ἀπὸ τῶν Λουθηροκαλβίνων δηλαδὴ καὶ Παπολατρῶν· καὶ κατὰ μὲν τῶν πρώτων λέγομεν, πὼς ὁ Πάπας δὲν εἶναι Ἀντίχριστος, ἀλλ᾿ εἶναι γνήσιος διάδοχος τῶν Ἀποστόλων καὶ μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἱεραρχίαν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας πρωτόθρονος, ὡσὰν παρὰ τῶν ἱερῶν συνόδων τετιμημένος· κατὰ δὲ τῶν ἄλλων ὁμολογοῦμεν. Πρῶτον, πὼς ἡ κυβέρνησις τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι μοναρχική, ἄλλα μᾶλλον ἀριστοκρατική, ἤγουν πὼς ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία τῇ ὁδηγίᾳ καὶ ἐπινοίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διέπεται καὶ κυβερνᾶται παρὰ τῶν ἐν αὐτῇ ἀρίστων ἀρχιερέων, ὁμοφωνούντων καὶ συμφωνούντων ἐν ἑνότητι πίστεως, οἵτινες ὅλοι κοινῶς ἔχουσι τὰς κλεῖς, ἤτοι τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὴν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν, καὶ πὼς ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος εἷς ἐστι τῶν ἀρίστων τῆς ἐκκλησίας, ἐν ᾗ διαφυλάττεται ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τάξις, ὁποῦ εἶναι ἀναγκαία εἰς πᾶσαν καλὴν κυβέρνησιν· ἔχει τὰ πρωτεῖα τῆς τιμῆς, καὶ ὄχι τῆς ἐξουσίας· ὥστε ὁποῦ νὰ εἶναι πρῶτος τῶν ἄλλων ἀδελφῶν, καὶ τοῦτο, ὅταν συμφωνῇ τοῖς ἄλλοις ἀδελφοῖς τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεως. Δεύτερον, πὼς ὄχι ὁ Πάπας Ρώμης, ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, γνησίως καὶ κανονικῶς συναχθεῖσα εἰς σύνοδον, ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ κρίνῃ καὶ νὰ ἀνακρίνῃ πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν ὑπόθεσιν, καὶ αὐτὸν τὸν Πάπαν, τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπερτέρα, ὡς κεφαλὴ μέλους, νὰ ἐξηγῇ τὰς θείας γραφάς, καὶ νὰ κάμνῃ κανόνας καὶ νόμους, εἰς τοὺς ὁποίους νὰ ἔχῃ χρέος νὰ πείθεται πᾶς χριστιανός, καὶ πὼς ὅλα ταῦτα κάμνει μὲ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον λαμβάνει τὸ ἀναμάρτητον, καὶ δὲν δύναται νὰ σφάλῃ· ὥστε ὁποῦ ὅ,τι κρίνει, ὅ,τι νομοθετήσῃ, ὅ,τι ἐξηγήσῃ, νὰ εἶναι θεόπνευστον. Τρίτον, ἀρνούμεθα παντάπασιν ὅτι ὁ Πάπας, ὅστις εἶναι ἀρχιερεὺς μόνον καὶ ὄχι βασιλεύς, ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικήν, νὰ ἔχῃ μιᾶς λογῆς ἐξουσίαν κοσμικήν· τὰ ὁποῖα ὅλα φαίνονται ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ὁμολογίαν καὶ πρᾶξιν, κατὰ τῆς ὁποίας οὐδὲ μίαν ἰσχὺν ἔχουσι τὰ ἐπιχειρήματα τῶν Δυτικῶν, μὲ τὰ ὁποῖα πάσχουσι νὰ θεμελιώσωσι τὴν Παπιστικὴν μοναρχίαν, καὶ ἂς ἰδοῦμεν ποῖα εἶναι.
3. Ἐπάνω εἰς τρία ρητὰ τοῦ Εὐαγγελίου στερεώνουσιν αὐτοὶ τὴν πρώτην πρότασιν, ἤτοι τὴν παντοκρατορικὴν ἐξουσίαν τοῦ Πάπα. Πρῶτον, ὅταν ἤθελεν ἔλθῃ ὁ Χριστὸς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου, ἐκεῖ ἠρώτησε τοὺς μαθητάς του «Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; ἀπεκρίθησαν οἱ μαθηταί· ἄλλοι λέγουσι νὰ εἶναι Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι Ἠλίας, ἄλλοι Ἱερεμίας ἢ εἷς τῶν προφητῶν· καὶ πάλιν ὁ Χριστός, ἀλλ᾿ ἐσεῖς τί λέγετε νὰ εἶμαι; καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων Πέτρος εἶπε, σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος· τότε ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωκε ταύτην τὴν ἀπόκρισιν· μακάριος εἶ Σίμων Βὰρ Ἰωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· κἀγώ σοι λέγω, σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν». Δεύτερον, «Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅσα ἂν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἂν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ». Τρίτον, ἀφοῦ ἀνέστη ὁ Χριστός, τὴν τρίτην φορὰν ὁποῦ ἐφανερώθη εἰς τοὺς μαθητάς του ἐπὶ τῆς θαλάσσης Τιβεριάδος, ἐδῶ εὑρίσκει τὸν Πέτρον καὶ τὸν ἐρωτᾷ τρεῖς φοράς, «Σίμων Βὰρ Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, Ναὶ Κύριε, σὺ οἶδας, ὅτι φιλῶ σε· τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, βόσκε τὰ ἀρνία μου, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου κ.τ.λ.». Ἐδῶθεν συμπεραίνουσιν οἱ Λατῖνοι, πὼς ὁ Πέτρος μόνος νὰ εἶναι ἡ πέτρα καὶ τὸ θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας, μόνος νὰ ἔλαβε τὰς κλεῖς, ἤγουν τὴν ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, καὶ μόνος νὰ ἔλαβε τὴν ἐπιτασίαν τοῦ βόσκειν καὶ ποιμαίνειν τὰ λογικὰ πρόβατα, τοὺς πιστούς, τὰ ὁποῖα εἶναι σύμβολα μιᾶς μοναρχικῆς κυβερνήσεως, τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸν Χριστόν.
4. Ἀνίσως καὶ ὁ Χριστὸς ἤθελεν εἰπῇ αὐτὰ τὰ λόγια μὲ τὴν ἔννοιαν μὲ τὴν ὁποίαν τὰ λαμβάνουσιν οἱ Λατῖνοι, βέβαια κατὰ τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἤθελον τὰ ἐξηγήσῃ καὶ οἱ ἱεροὶ διδάσκαλοι, ἀλλὰ τῶν διδασκάλων ἡ ἐξήγησις εἶναι πολλὰ διάφορος. Καὶ ὅσον μὲν εἰς τὸ πρῶτον ρητόν, ἤγουν ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν· πέτραν, ἐπάνω τῆς ὁποίας οἰκοδομεῖται καὶ θεμελιοῦται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ μὲν ἐννοοῦσιν αὐτὴν τὴν ὁμολογίαν ὁποῦ ἔκαμεν ὁ Πέτρος, καὶ τὸ λέγει φανερὰ ὁ Χρυσόστομος ἐξηγῶν αὐτὸ τὸ ἴδιον ρητὸν ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ, τουτέστιν ἐπὶ τῇ πίστει τῆς ὁμολογίας· τὸ αὐτὸ ἐννοεῖ Θεοδώρητος καὶ Αὐγουστῖνος, διὰ νὰ ἀφήσω πολλοὺς ἄλλους. Ἄλλοι δὲ πέτραν ἐννοοῦσιν αὐτὸν τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ὡμολόγησεν ὁ Πέτρος, καὶ εἰς τοῦτο φθάνει ἡ μαρτυρία τοῦ αὐτοῦ Αὐγουστίνου, ὅστις λέγει, λόγῳ οστ´ εἰς τὸ ιδ´ κατὰ Ματθαῖον, καὶ ἀλλαχοῦ· super hanc petram κ.τ.λ. τουτέστιν, «ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ ἣν ὡμολόγησας λέγων, σὺ εἶ ὁ Χριστὸς κ.τ.λ., οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, ἤτοι ἐπ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν, ἐπ᾿ ἐμοὶ οἰκοδομήσω σε, οὐχὶ ἐπὶ σοὶ ἐμέ»· τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ μὲ τὶς θεῖες γραφές, ἐν αἷς πέτρα, καὶ λίθος, καὶ θεμέλιον κυρίως λέγεται καὶ εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος· Ἡσαΐας κη´, ψαλμὸς ριζ´, Παῦλος Α´ Κορ. γ´ καὶ ι´. Καὶ δὲν ἀρνοῦμαι, πὼς πολλοὶ ἐκ τοῦ ρητοῦ τούτου λαβόντες τὴν ἀφορμήν, πέτραν τῆς πίστεως ὠνόμασαν καὶ αὐτὸν τὸν μακάριον Πέτρον· ὅθεν ψάλλει ἡ ἐκκλησία μας· «Ἡ πέτρα Χριστὸς τὴν πέτραν τῆς πίστεως, δοξάζει φαιδρῶς τῶν μαθητῶν τὸν πρόκριτον» Ἰανουαρίου ιστ´ καὶ ἀλλαχοῦ. Πλὴν εἰς τοῦτο ἀφήνοντας νὰ εἰπῶ, πὼς τὰ ἐγκώμια δὲν εἶναι δόγματα, δύο τινὰ ἀποκρίνομαι, κατὰ τὴν γνώμην τῶν ἱερῶν διδασκάλων. Πρῶτον, ἀγκαλὰ καὶ ὁ μακάριος Πέτρος λέγεται καὶ παρὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παρὰ τῶν Πατέρων κοινῶς πέτρα καὶ θεμέλιον τῆς πίστεως, τοιοῦτος δὲν λέγεται κατὰ τὴν γνώμην τῶν παπιστῶν· καὶ ἂς ἀκούσωσι διὰ ποίαν ἀφορμὴν λέγει ὁ μέγας Βασίλειος εἰς τὸ β´ κεφ. Ἡσαΐου, ὠνομάσθη πέτρα ὁ Πέτρος· διατὶ ὡσὰν πέτρα στερεὰ ἐρριζώθη εἰς τὴν πίστιν, διατὶ ὡσὰν πέτρα ἀσάλευτος ἐστάθη εἰς τοὺς κοσμικοὺς πειρασμούς. «Πέτρα δὲ ὑψηλή, ἡ ψυχὴ τοῦ μακαρίου Πέτρου ὠνομάσθη, διὰ τὸ παγίως ἐνερριζῶσθαι τῇ πίστει, καὶ στεῤῥῶς καὶ ἀνενδότως ἔχειν πρὸς τὰς ἐκ πειρασμῶν ἐπαγομένας πληγάς». Εἰς τὸ ρητὸν τοῦτο «σὺ εἶ Πέτρος», ἂς ἀκούσωσι καὶ τὸν ἄλλον Βασίλειον Σελευκείας, ὅστις λέγει, πέτρα ὠνομάσθη ὁ Πέτρος, διατὶ πρῶτος ὡμολόγησε τὴν ὁμολογίαν ἐκείνην, ὁποῦ εἶναι ἀληθινὴ πέτρα τῆς πίστεως, καὶ ἔλαβε τοῦτο τὸ ὄνομα ὡσὰν σημεῖον τῆς ὁμολογίας. «Ταύτην τὴν ὁμολογίαν πέτραν καλέσας ὁ Κύριος, πέτραν ὀνομάζει τὸν πρώτως ταύτην ὁμολογήσαντα, γνώρισμα τῆς ὁμολογίας τὴν προσηγορίαν δωρούμενος· αὐτὴ γὰρ ἀληθῶς ἐστι τῆς εὐσεβείας ἡ πέτρα». Δεύτερον, ἂν ὁ Πέτρος λέγεται πέτρα τῆς πίστεως, καὶ θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας, τάχα λέγεται αὐτὸς μονάχος; τάχα δὲν λέγονται τοιοῦτοι καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι καὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ; καὶ τί ἄλλο σημαδεύει τὸ ρητὸν ἐκεῖνο τοῦ Παύλου, «Ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων· ὁ Ἰωάννης κεφ. κα´ εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν, δὲν εἶδε τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλὴμ θεμελιωμένην ἐπάνω εἰς δώδεκα θεμέλια, καὶ εἰς αὐτὰ τὰ δώδεκα θεμέλια ὀνόματα τῶν Ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου; Ἂς ἴδῃ ὅποιος θέλει τὸν Ὠριγένην, κεφ. α´ Εἰς τὸ ιστ´ τοῦ Ματθαίου, τὸν Κυπριανὸν ἐπιστολὴ κζ´, τὸν Θεοδώρητον, τὸν Ἱερώνυμον, τὸν Αὐγουστῖνον εἰς τὴν ἐξήγησιν τοῦ πστ´ Ψαλμοῦ· «οἱ θεμέλιοι αὐτοῦ ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις», οἱ ὁποῖοι ὅλοι θεμέλιον τῆς Ἐκκλησίας, λέγουσι, δὲν εἶναι μόνος ὁ Πέτρος, ἀλλὰ πάντες οἱ Ἀπόστολοι κοινῶς· ὥστε ὁποῦ ἀπὸ τὸ πρῶτον τοῦτο ρητόν, οὐδὲν συνάγεται κατὰ τὴν ἔννοιαν, ἀλλὰ κατ᾿ ἄλλον σκοπὸν πολλὰ διαφορετικόν, δηλαδὴ ἢ διατὶ ἐφάνη στερεὸς ὡσὰν πέτρα, καθὼς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ἢ διατὶ πρῶτος ὡμολόγησε ταύτην τὴν πέτραν, καθὼς λέγει ὁ Σελευκείας ἢ διατὶ τοιοῦτος εἶναι κοινῶς μὲ τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, καθὼς μαρτυροῦσιν οἱ περισσότεροι διδάσκαλοι.
5. Καὶ ἀπὸ τὸ δεύτερον ρητὸν οὐδὲν συνάγουσιν οἱ Λατῖνοι· αἱ κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι σύμβολα τῆς ὑπερτάτης ἀξίας τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, ταύτας ἔταξεν ὁ Χριστὸς νὰ δώσῃ τῷ Πέτρῳ, ἀλλὰ τὰς αὐτὰς ἔταξεν, ὀλίγον ὑστερώτερα μὲ τὰ αὐτὰ λόγια, καὶ τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται λελυμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Καὶ ταῦτα πρὸ τῆς ἀναστάσεως· μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασιν, ἐξίσου εἰς ὅλους ἔδωκεν αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἐξουσίαν, ὅταν ἐνεφύσησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ δὲν χρειάζονται ἀπὸ ἄλλην ἐξήγησιν, οὔτε ἀπὸ ἀλλωνῶν μαρτύρων. Τίς τῶν ἁγίων Πατέρων εἶπε τότε, πὼς ὁ Πέτρος μόνος ἔλαβε τὰς κλεῖς; ἢ μᾶλλον, τίς δὲν εἶπε πὼς ὅλοι κοινῶς οἱ Ἀπόστολοι τὰς ἔλαβον;
6. Καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ τρίτον ρητόν, τί συμπεραίνεται; Μὲ τὰ λόγια ἐκεῖνα, ὁποῦ εἶπεν ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Πέτρον· «βόσκε τὰ ἀρνία μου, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου», ἰάτρευσε τὴν μεγάλην πληγὴν τῆς παρὰ τοῦ Πέτρου γενομένης ἀρνήσεως, διορθώνοντας μὲ τὸ τρίτον τῆς ἐρωτήσεως, τὸ τριττὸν τῆς ἀρνήσεως ταύτης, διὰ νὰ μᾶς φανερώσῃ πόσην δύναμιν ἔχει ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ἀνεκάλεσε τὸν Πέτρον εἰς τὴν προτέραν του τιμήν, καὶ ποιμαντικὴν ἐξουσίαν, ἔτσι λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος ὁμιλῶν κατὰ Ναβάτου, ὅστις ἀρνεῖτο τῆς μετανοίας τὴν ὠφέλειαν καὶ δύναμιν εἰς τοὺς ἀρνητάς. «Πέτρον τὸν μέγαν, παθόντα τι ἀνθρώπινον περὶ τὸ σωτήριον πάθος, ὁ Ἰησοῦς ἐδέξατο, καὶ τῷ τρισσῷ τῆς ἐρωτήσεως καὶ τῆς ὁμολογίας τὸ τρισσὸν τῆς ἀρνήσεως ἐθεράπευσε». Καὶ ὁ Χρυσόστομος· «Ἅμα δὲ καὶ δεικνὺς αὐτῷ ὅτι χρὴ θαρρεῖν λοιπόν, ὡς τῆς ἀρνήσεως ἐξεληλαμένης, ἐγχειρίζεται τὴν προστασίαν τῶν ἀδελφῶν», πὼς σημειώνει δηλαδὴ πρωτεῖον τάξεως καὶ τιμῆς, οἷόν ἐστιν ἀναμέσον ἀδελφῶν, ὄχι πρωτεῖον ἐξουσίας καὶ αὐθεντίας, οἷόν ἐστιν ἀναμέσον κυρίου καὶ δούλων. Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς διδάσκαλος· «μὲ τὸ χαλεπὸν ἐκεῖνο πτῶμα (οὐδὲν γὰρ κακὸν ἀρνήσεως ἴσον) πρὸς τὴν προτέραν ἐπανήγαγε τιμήν, καὶ τὴν ἐπιστασίαν τῆς οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας ἐνεχείρισε». Λοιπὸν τὸ βόσκειν καὶ ποιμαίνειν τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, δηλοῖ τὴν ἐπιστασίαν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἀλλὰ τάχα τὴν ἐπιστασίαν ταύτην ὁ Χριστὸς δὲν ἐνεχείρισε κοινῶς εἰς ὅλους τοὺς Ἀποστόλους του; Ὁ ἄνωθεν Χρυσόστομος· «ἐπειδὴ ἔμελλον (ἤτοι οἱ Ἀπόστολοι) τὴν τῆς οἰκουμένης ἐπισκοπὴν ἀναδέξασθαι, τὰ πρόβατα αὐτοῦ τοῖς ἀξίοις Ἀποστόλοις ἐνεχείρισεν ὁ Χριστός». Καὶ πάλιν περὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μαρτυρεῖ, ὅτι τὴν τῆς Οἰκουμένης προστασίαν ἐδέξατο. Καὶ ἀληθινὰ αὐτὴ ἡ ἐπιστασία τῆς οἰκουμένης, τί ἄλλο ἦτον, παρὰ νὰ κηρύξωσιν εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην τὸ Εὐαγγέλιον, νὰ μαθητεύσωσιν εἰς ὅλους τὴν πίστιν, καὶ νὰ τοὺς βαπτίσωσιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; καὶ μίαν ὁμοίως ἐπιστασίαν ἔδωκε κοινῶς εἰς ὅλους ὅταν εἶπε· «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει, μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», ὥστε ὁποῦ ἡ εἰς πάντα τὸν κόσμον ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦτον ὡς μία κοινὴ ποίμνη, τῆς ὁποίας τὴν κυβέρνησιν ἔλαβον κοινῶς οἱ Ἀπόστολοι καὶ διὰ τοῦτο πανταχοῦ ἐχειροτονοῦσαν ἐπισκόπους κατὰ πόλιν καὶ χώραν. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ ἀναμέσον τῶν Ἀποστόλων, καὶ τῶν μετ᾿ αὐτοὺς ἐπισκόπων· ὅτι οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων ἀρχιερεῖς, ἦτον καὶ εἶναι ἑνὸς μέρους τῆς οἰκουμένης ἐπίσκοποι, οἱ δὲ Ἀπόστολοι τῆς οἰκουμένης ἁπάσης, εἰς τρόπον ὅτι, καὶ Πέτρος, καὶ Παῦλος, καὶ Ἰωάννης, ἵνα κατ᾿ ἀκρίβειαν εἴπω, ἦτον ἐπίσκοποι τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ οὔτε Πέτρος, οὔτε Ἰωάννης, οὔτε ἄλλος τις μόνος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος. Ὁποῦ θέλει νὰ εἴπῃ, τὸ νὰ εἰπῶμεν πὼς ὁ Πέτρος λόγου χάριν ἦτον ἐπίσκοπος τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, εἶναι ἀληθινόν· διατὶ μὲ τοῦτο δὲν ἐξαιροῦνται καὶ οἱ λοιποὶ τῆς αὐτῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας συνεπίσκοποι, τῆς αὐτῆς ποίμνης συμποίμενες, τοῦ αὐτοῦ οἴκου συνοικονόμοι· μὰ νὰ εἰποῦμεν πὼς ὁ Πέτρος ἦτον καθολικὸς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο δὲν εἶναι ἀληθινόν, διατὶ μὲ τοῦτο κάμνομεν μόνον τὸν Πέτρον ὡσὰν ποιμενάρχην, καὶ ἐξαιροῦμεν τοὺς λοιπούς, τοὺς ὁποίους ἀποδείχνομεν κατωτέρους· ὄχι· ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν μὲ τὸν θεῖον Χρυσόστομον εἰς τὸ ρητὸν τίς ποιμαίνει ποίμνην κ.τ.λ. «ὅτι οἱ Ἀπόστολοι, καὶ γεωργοὶ καὶ στρατιῶται, καὶ ποιμένες ἦσαν, οὐ γῆς, οὐ πολέμων αἰσθητῶν, οὐκ ἀλόγων, ἀλλὰ ψυχῶν λογικῶν, καὶ τῆς πρὸς τοὺς δαίμονας παρατάξεως». Συμπεραίνομεν λοιπὸν μὲ τὸ πολυθρύλητον ἐκεῖνο ρητὸν τοῦ Αὐγουστίνου, ὅτι καὶ τὰς κλεῖς, καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ποιμαίνειν ἔδωκεν ὁ Χριστὸς ὄχι τῷ ἑνί, ἀλλὰ τῇ ἑνότητι, ὄχι δηλαδὴ μόνῳ τῷ Πέτρῳ, ἀλλὰ καὶ τοῖς λοιποῖς Ἀποστόλοις κοινῶς.
7. Πλὴν τοῦτο εἶναι ἄξιον στοχασμοῦ, πῶς δηλαδὴ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἠθέλησε νὰ προτιμήσῃ ἕνα μόνον Ἀπόστολον, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους· διατί πρὸς ἕνα μόνον εἶπε τὰ ἄνωθεν λόγια, τὰ ὁποῖα βέβαια εἶναι σημεῖα μιᾶς ἐξαιρέτου τιμῆς· καὶ αὐτὸς ὁ Ἀπόστολος εἶναι ὁ παρὰ τοῦ Κυρίου ἐξαιρέτως τιμηθείς, ὡς στοχάζεται ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐκεῖ ὁποῦ ἐξηγεῖ τὸ ιζ´ κεφ. τοῦ Ματθαίου, διὰ τὴν ὑπόθεσιν τῶν διδράχμων εἰς Καπερναούμ. Εἰς τοῦτο βέβαια ἡ σεσαρκωμένη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ κανένα πρᾶγμα δὲν ἔκαμεν εἰκῇ καὶ μάτην, εἶχε κανένα σκοπὸν καὶ τέλος ἀπόκρυφον, καὶ ἂς τὸ ἐρευνήσωμεν.
8. Ἀνάμεσα εἰς τ᾿ ἄλλα χαρακτηριστικά, ὅθεν γνωρίζεται ἡ ἀληθινὴ ἐκκλησία, τοῦτο εἶναι τὸ πρῶτον, τοῦτο τὸ κύριον καὶ ἐξαίρετον, νὰ εἶναι μία, ἤγουν ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ συμφωνοῦσιν εἰς μίαν ἑνότητα πίστεως, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος· εἷς κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· ὥστε ὁποῦ ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ὡσὰν ἐκ πολλῶν ὑλικῶν συναρμολογουμένη, μία οἰκοδομή, εἷς ναὸς ἅγιος, ἐν κυρίῳ τεθεμελιωμένος, ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· εἶναι ὡσὰν ἐκ πολλῶν μελῶν ἓν σῶμα, ὑποκάτω εἰς μίαν κεφαλήν, αὐτὸν δηλαδὴ τὸν Χριστόν· μάλιστα εἶναι σῶμα τοῦ Χριστοῦ τέλειον, ὁλόκληρον, τοῦ ὁποίου τὰ μέλη εἶναι εἰς ἓν βαπτισμένα· ὅποιος εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τοῦτο τὸ σῶμα, ὡσαύτως σχισματικὸς καὶ αἱρετικός, εἶναι ὡσὰν μέλος ἢ σεσηπωμένον ἢ νεκρόν· τόσον εἶναι ἀναγκαία εἰς σύστασιν τῆς ἐκκλησίας ἡ ἕνωσις τῆς πίστεως. Τώρα εἰς τὸν χορὸν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων του, ὁποῦ ἦτον ὡσὰν ἀρτίτοκος ἡ ἐκκλησία αὐτοῦ, ἕνα μόνον προτιμᾷ τῶν λοιπῶν, ἕνα προβάλλει πέτραν θεμελιώδη, ἕνα κλειδοῦχον, ἕνα ποιμένα, διὰ νὰ μᾶς παραστήσῃ τὴν ἄκραν ἑνότητα, ὁποῦ θέλει νὰ φυλάττεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν του, ὁποῦ εἶναι τὸ μυστικὸν αὐτοῦ σῶμα, ἤγουν θέλει, ὅτι ὅλοι οἱ μαθηταὶ καὶ Ἀπόστολοι, εἰς τὸ νὰ θεμελιώσωσιν, εἰς τὸ νὰ κυβερνήσωσι τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τέτοιας λογῆς νὰ εἶναι σύμφωνοι καὶ ὁμογνώμονες, ὡσὰν νὰ ἦτον οἱ πολλοὶ ἐκεῖνοι εἷς μόνος, ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, κατὰ τὸν Παῦλον. Καὶ πάλιν ἐπειδὴ καὶ εἰς κάθε λογῆς ἑταιρίαν καὶ συντροφίαν ἀναγκαίως πρέπει νὰ εἶναι μία τάξις, καὶ νὰ εὑρίσκεται ἕνας πρῶτος τῶν πολλῶν, δύναται τινὰς νὰ ἀρνηθῇ, πὼς ὁ Χριστὸς νὰ ἠθέλησε νὰ φυλαχθῇ μία τοιαύτη τάξις, εἰς τρόπον ὁποῦ νὰ εἶναι ἕνας πρῶτος τῶν πολλῶν ἢ τοῦ χοροῦ τῶν Ἀποστόλων καὶ μαθητῶν; Οὕτως ἐστάθη ὁ μακάριος Πέτρος ἢ διατὶ ἦτον ἀπὸ ὅλους γεροντότερος ἢ διατὶ ἐστάθη πρωτόκλητος τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, ἐπειδὴ καὶ ἀγκαλὰ καὶ ὁ Ἀνδρέας πρῶτος ἠκολούθησε τὸν Χριστόν, πλὴν εἰς τὴν ἀποστολὴν πρῶτος ἐκλήθη ὁ Πέτρος, κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Λουκᾶ· «μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν» ἢ διατὶ θερμότερος τῶν ἄλλων ἦτον εἰς τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Χριστόν, ὅθεν προθυμότερος εἰς τὰς πράξεις, καὶ ἑτοιμότερος εἰς τὰς ἀποκρίσεις ἐφαίνετο, καὶ διὰ τοῦτο ὁ μακάριος (λέγει εἰς πολλοὺς τόπους ὁ Αὐγουστῖνος) ἦν ἐπιφέρων πρόσωπον ὅλου τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν καὶ ὅλης τῆς ἐκκλησίας· καὶ ὡς πρόσωπον ὅλου τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν καὶ τῆς ἐκκλησίας ἐλάμβανε τὰς ἀποκρίσεις ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ, ὅταν ἔλεγεν ὁ Χριστός, «δώσω σοι τὰς κλεῖς, ποίμαινε, βόσκε τὰ ἀρνία μου, τὰ πρόβατά μου» ὁμιλῶν πρὸς τὸν Πέτρον, ἀπέτεινε τὴν ὁμιλίαν πρὸς ὅλους τοὺς μαθητάς· ὡμίλει μὲ ἕνα, ὁποῦ ἐπαρρησίαζεν ὅλην τὴν ἑνότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γνώμη ἑνὸς σοφωτάτου καὶ ἁγιωτάτου διδασκάλου καὶ μάρτυρος τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας, λέγω τοῦ Κυπριανοῦ, ὅστις ἔζη εἰς τοὺς σξ´ ἀπὸ Χριστοῦ, ἤτοι πρὸ τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου, καὶ εἰς τὸ βιβλίον ὁποῦ ἐσύνθεσε περὶ ἑνότητος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λέγει οὕτω: super illum unum κ.τ.λ. «Ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ· ἐπάνω εἰς ἐκεῖνον, ἤτοι τὸν Πέτρον οἰκοδομεῖ τὴν ἐκκλησίαν του, καὶ εἰς ἐκεῖνον παραδίδει τὰ πρόβατά του νὰ τὰ βόσκῃ, καὶ ἀγκαλὰ μετὰ τὴν ἀνάστασίν του τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν ἔδωκε πᾶσι τοῖς Ἀποστόλοις, ὅμως διὰ νὰ φανερώσῃ τὴν ἑνότητα, μίαν καθέδραν ἐδιώρισε, καὶ διέταξε μίαν ἀρχὴν ἑνότητος ὁποῦ ἀρχίζει παρ᾿ ἑνός. Ὅ,τι ἦτον ὁ Πέτρος, τὸ αὐτὸ ἦτον καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι, συμμέτοχοι τῆς αὐτῆς τιμῆς καὶ ἐξουσίας· ἀλλὰ τὸ προοίμιον προέρχεται παρὰ τῆς ἑνότητος· τῷ Πέτρῳ δίδεται τὸ πρωτεῖον, ἵνα φανερωθῇ μία ἐκκλησία, καὶ μία καθέδρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ποιμένες εἰσὶ πάντες, ἀλλὰ μία ποίμνη ἀναδείχνεται, ὁποῦ νὰ ποιμαίνεται ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους μὲ ὁμόψυχον συμφωνίαν», ὥστε ὁποῦ διὰ νὰ εἴπωμεν καὶ κατὰ τὴν γνώμην τῶν Λατίνων, ὁ Χριστὸς διὰ τοῦτο (ὡς λέγει Κυπριανός) ἐπροτίμησε τὸν Πέτρον, ἤγουν ἕνα ἀνάμεσα εἰς πολλούς, ὄχι δι᾿ ἄλλο παρὰ διὰ νὰ ἀποδείξῃ τὴν ἄκραν ἑνότητα, ὁποῦ θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἁγίαν του ἐκκλησίαν· ὁ μακάριος ἐπαρρησίαζεν ὅλην τὴν ἑνότητα, ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ, ὅ,τι ἔλαβεν ὁ εἷς, ἔλαβε καὶ ἡ ἑνότης ὅλη, τὸ ὁποῖον δὲν φέρει εἰς τὸν ἅγιον τοῦτον Ἀπόστολον ἄλλο, παρὰ μόνον πρωτεῖον τιμῆς. Τώρα ὅσα εὕρωμεν ρητὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὁποῦ μεγαλύνουσι τὸν μακάριον Πέτρον (καὶ εὑρίσκομεν ἀληθινὰ πολλὰ ἐξαίρετα) ὅλα ἐννοοῦνται μὲ τὴν ἔννοιαν ταύτην, τουτέστι πὼς ὅλα παρασταίνουσι τὸν Πέτρον, ὡς ἐπιφέροντα πρόσωπον ὅλων τῶν λοιπῶν, τὸ ὁποῖον πολλαχοῦ μαρτυρεῖ ὁ Αὐγουστῖνος, ὡς πρῶτον ἀδελφὸν παρρησιάζοντα ὅλην τὴν ἀδελφότητα, ὡς ἕνα τύπον ἐκείνης τῆς τελειοτάτης ἑνώσεως· ὁποῦ συμβιβάζει καὶ συναρμολογεῖ εἰς ἓν τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἡμεῖς δὲν ἀφαιροῦμεν τοῦ μακαριωτάτου κοφυφαίου τῶν Ἀποστόλων τὴν τιμήν, ὁποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ Χριστός, διατὶ δὲν εἴμεθα Πετρομάχοι· ἀλλὰ πάλιν δὲν δίδομεν αὐτῷ μόνῳ, ἐκεῖνο ὁποῦ εἶχον ὅλοι κοινῶς, δηλαδὴ τὴν ἐπιστασίαν καὶ κυβέρνησιν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας. Ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ εἰς ὀλίγα λόγια, καθὼς τοῦ δίδομεν τὸ πρωτεῖον τῆς τιμῆς, ἔτσι ἀρνούμεθα τὸ πρωτεῖον τῆς ἐξουσίας. Πρῶτος εἰς τὴν ἐξουσίαν εἶναι ἢ ὡς πατὴρ ἀναμέσον τῶν υἱῶν του ἢ ὡς διδάσκαλος ἀναμέσον τῶν μαθητῶν του ἢ ὡς αὐθέντης ἀναμέσον τῶν ὑπηκόων του· ἀλλὰ τέτοιας λογῆς πρωτεῖα ἐσήκωσεν ὁλότελα ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν Ἀποστόλων καὶ μαθητῶν του· «ὑμεῖς μὴ κληθῆτε Ραββί, εἷς γάρ ἐστιν ὁ καθηγητὴς ὑμῶν, ὁ Χριστός, πάντες ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε· καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ἐπὶ τῆς γῆς, εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν, οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔστω ὑμῶν διάκονος, κ.τ.λ.». Ταῦτα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ἀναιροῦσι βέβαια πᾶσαν μοναρχικὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν του, εἰς τὴν ὁποίαν θέλει νὰ φυλάττεται ἡ ἰσότης, καὶ διὰ τοῦτο ἐξίσου τοῖς πᾶσιν ἔδωκε τὴν κυβέρνησιν· καὶ συμφώνως μὲ τὸν σκοπὸν τοῦ Χριστοῦ οἱ ἅγιοι πατέρες ὀνομάζουσιν ἐξίσου ὅλους τοὺς Ἀποστόλους ποιμένας, ἐπισκόπους οἰκουμενικοὺς ἐπιτρόπους τοῦ Χριστοῦ, καὶ θεμέλια τῆς πίστεως. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦτο ἔδειξαν ἐμπράκτως· πρῶτον μὲν αὐτὸς ὁ ἴδιος Πέτρος εἰς τὴν καθολικήν του πρώτην ἐπιστολήν, παρακαλῶν τοὺς πρεσβυτέρους, ὀνομάζει τὸν ἑαυτόν του συμπρεσβύτερον, ὄχι ἀρχιπρεσβύτερον, καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ ποιμαίνωσι τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ, (τὸν ὁποῖον μόνον καλεῖ ἀρχιποίμενα) μὲ ἐπιείκειαν, μὴ ὡς κατακυριεύοντες, λέγει, τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γενόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ φανερωθέντος τοῦ ἀρχιποίμενος κοιμιεῖσθε τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον κ.τ.λ. Δεύτερον, ἀφ᾿ οὗ ἀνελήφθη ὁ Χριστὸς καὶ ἔμειναν μόνοι οἱ Ἀπόστολοι, θέλοντες νὰ ἐκλέξωσι τινὰ εἰς τὸν τόπον τοῦ προδότου Ἰούδα, ὅλοι κοινῶς ἔβαλον κλήρους, καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαβᾶν, καὶ Ματθίαν, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ὁ κλῆρος ἔπεσε. Τρίτον, τὴν ἐκλογὴν καὶ χειροτονίαν τῶν ἑπτὰ διακόνων ἔκαμαν ὅλοι κοινῶς. Τέταρτον, ὅταν ὁ Βαρνάβας ἐπορεύθη εἰς Ἀντιόχειαν, ἐπέμφθη κοινῶς ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἱερουσαλήμ. Πέμπτον, τὸ ζήτημα ἐκεῖνο ὁποῦ εἶχον οἱ Ἀντιοχεῖς περὶ τῆς περιτομῆς τῶν ἐθνικῶν ὁποῦ ἐβαπτίζοντο, ἐλύθη κοινῶς ἐπὶ συνόδου, παρόντων πάντων τῶν Ἀποστόλων, ἔδοξε (ἔτσι ἔγραφον πρὸς ἐκείνους) τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καὶ ἡμῖν. Καὶ πῶς ἔκαμναν ταῦτα πάντα κοινῶς, ἂν ὁ Πέτρος μόνος εἶχε τὴν ἐπιστασίαν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας; Ναί, τὴν ἐπιστασίαν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας εἶχον ὅλοι κοινῶς, ὅθεν κατὰ τόπους καὶ χώρας ἐχειροτονοῦσαν ἐπισκόπους, τῶν ὁποίων ἕκαστος ἐκυβέρνα τὴν παροικίαν του, καὶ ἐγνώριζε διὰ κεφαλὴν τὸν πρῶτον τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης, ὄχι τὸν Ρώμης ἐπίσκοπον. Ἰδοὺ ὁ λγ´ κανὼν τῶν αὐτῶν Ἀποστόλων. «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδέν τι πράττειν περιττὸν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνον πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις, ἀλλὰ μηδ᾿ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς κοινῆς γνώμης ποιείτω τι, οὕτω γὰρ ἡ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ Θεός, διὰ Κυρίου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Ὥστε ὁποῦ εἰς τὸν καιρὸν τῶν Ἀποστόλων καὶ μετὰ τοὺς Ἀποστόλους, τοιαύτη ἦτον ἡ ἀρχαία τῆς Ἐκκλησίας κυβέρνησις· οἱ ἐπίσκοποι πάσης ἐπαρχίας ἐγνώριζαν κεφαλὴν τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης τὸν πρῶτον ἐπίσκοπον· μήτε ἐκεῖνοι οἱ πολλοὶ ἔκαμνάν τι χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης, μήτε οὗτος ὁ ἕνας χωρὶς τὴν γνώμην ἐκείνων τῶν πολλῶν· καὶ αὐτὴ εἶναι κυβέρνησις ὄχι μοναρχική, ἀλλ᾿ ἀριστοκρατορικὴ τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας· καὶ τέτοιας λογῆς ἐφυλάττετο εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἐκείνη ἡ ὁμόνοια, περὶ τῆς ὁποίας λέγει ὁ κανών. Ἀλλ᾿ ἐξ ἐναντίας πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ φυλάττεται καμμία ὁμόνοια, ἄν τινας ἐπίσκοπος ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν κανόνων, καὶ τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς πράξεως θελήσῃ νὰ σηκώσῃ τὴν κεφαλὴν ὑπεράνω πάντων, καὶ νὰ γένῃ πάντων ὑπέρτατος αὐθέντης καὶ κύριος; Τοιοῦτος θέλει νὰ εἶναι ὁ Πάπας Ρώμης, καὶ διὰ τοῦτο καθὼς ἐσημείωσα παραπάνω, εἶναι τόσον τῆς Ἐκκλησίας τὸ σκάνδαλον. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ θέλει ὁ Πάπας ἤδη τὸ κατώρθωσεν εἰς πολὺ μέρος τῆς οἰκουμένης· καὶ ἡμεῖς εἰς τὸ παρόν, εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εὑρισκόμεθα, δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τοῦ εἴπωμεν ἄλλο, παρὰ ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγραφε πρὸς ἕνα Πάπαν Εὐγένιον ὁ ζηλωτὴς μοναχὸς Βερνάρδος, Λατῖνος διδάσκαλος καὶ ἄκρος θεολόγος εἰς τὴν Δυτικὴν ἐκκλησίαν, ὅστις ἔζη θρυλούμενος ἐν σοφίᾳ καὶ ἁγιότητι κατὰ τὸ ͵αριδ´ ἔτος «esto ut haec tibi κ.τ.λ.». Ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ· «Ἔστω νὰ ἔχῃς ταῦτα διὰ κάθε ἄλλον λογαριασμὸν καὶ ὄχι κατὰ τὸ Ἀποστολικὸν ἔθος, μήτε ὁ Πέτρος ἐδύνετο νὰ σοῦ δώσῃ ἐκεῖνο, ὁποῦ δὲν εἶχε, σοῦ ἔδωκεν ἐκεῖνο ὁποῦ εἶχε, τὴν μέριμναν τῶν Ἐκκλησιῶν· τάχα τὴν κυριότητα; ἄκουε αὐτοῦ· οὐ κατακυριεύοντες (λέγει) τῶν κλήρων κ.τ.λ. καὶ διὰ νὰ μὴν λογιάσῃς, πὼς τοῦ τὸ λέγει διὰ ταπεινοφροσύνην, ὄχι κατὰ ἀλήθειαν, φωνὴ κυρίου ἐστίν· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν, οὐχ οὕτω δὲ ὑμεῖς· φανερὸν εἶναι, ἡ κυριότης ἀπαγορεύεται τοῖς Ἀποστόλοις· ὕπαγε τώρα ἐσύ, καὶ τόλμησον νὰ πάρῃς ἢ τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα ἢ τὴν κυριότητα, βέβαια, καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐμποδίζεσαι· ἂν θέλῃς νὰ ἔχῃς καὶ τὰ δύο, θέλεις τὰ χάσῃς». Πλὴν ὁ Πάπας ἀνέβη πολλὰ ὑψηλά, καὶ οὔτε τότε ἤκουε τοῦ μοναχοῦ τούτου τοὺς ἐλέγχους, οὔτε τώρα, μάλιστα ὁποῦ κάθεται εἰς ὑψηλοτάτην περιωπήν, δὲν ἀκούει ἄλλους παρὰ ἐκείνους, ὁποῦ τὸν βαστοῦσι ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς των, καὶ ὡς ἐπίγειον Θεὸν τὸν λατρεύουσιν.
9. Ἀλλ᾿ ἂς ἔλθωμεν εἰς τὸ προκείμενον· δὲν εἶναι χρεία νὰ ἐξετάσωμεν ἡμεῖς, τί λογῆς νὰ ἦτον ἀνάμεσα τῶν ἄλλων Ἀποστόλων ὁ Πέτρος· ἂς ἦτον, καθὼς θέλουσιν οἱ Λατῖνοι, καὶ ἀκόμη περισσότερον, τί πρὸς τοῦτο; τί ὠφέλειαν ἔχει ἐκ τούτου ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος; Ὁ Πέτρος μόνον ἦτον ἐπίτροπος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσην ἐξουσίαν εἶχεν ὁ Χριστὸς συναναστρεφόμενος ἀναμέσον τῶν Ἀποστόλων του, μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ, τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν εἶχεν ὁ Πέτρος. Ἀπὸ τοῦτο τί ἕπεται; πὼς δηλαδὴ ὁ Πάπας, ὁποῦ εἶναι τοῦ Πέτρου διάδοχος, ἔχει τὴν αὐτὴν ὁμοίως ἐξουσίαν ἀναμέσον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων; Δὲν εἶναι ὁμοίως ἔτσι διατὶ κάθε Ἀπόστολος, τῇ δυνάμει τοῦ ἀποστολικοῦ ἐπαγγέλματος ἦτον ἐπίσκοπος ὡς παράνω ἐσημειώσαμεν, τῆς ἐκκλησίας ἀορίστως ὄχι ὁριστῶς, δηλαδὴ εἰς μίαν πόλιν καὶ χώραν· ἐπειδὴ καὶ εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα ἀορίστως τοὺς ἀπέστειλεν ὁ Χριστός· ὥστε ὁποῦ ὁ Πέτρος λόγου χάριν δὲν ἦτον ὁριστῶς καὶ ἰδίως τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος· ἐπίσκοπος Ρώμης δύναται νὰ ὀνομασθῇ κατὰ πλατύτερον καὶ καθολικώτερον τρόπον, ὡσὰν δηλαδὴ ὁποῦ ἐθεμελίωσεν ἐκείνην τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ἐκεῖ ἐμαρτύρησεν· ὁ διάδοχος ἑκάστου τῶν Ἀποστόλων, ἐπίσκοπος εἶναι ἀληθινὰ ὁριστῶς καὶ ἰδίως ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης, τὴν ὁποίαν ἔλαβε νὰ κυβερνᾷ· καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ διαφορὰ Ἀποστόλου καὶ ἐπισκόπου, ὅτι ὁ Ἀπόστολος εἶναι τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, ὁ δὲ ἐπίσκοπος μιᾶς μερικῆς· ἐκεῖνος ὅλης τῆς οἰκουμένης, οὗτος ἑνὸς μέρους, ὀλιγώτερον ἢ περισσότερον, τῆς οἰκουμένης· καὶ ἕκαστος μὲν ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος τῶν Ἀποστόλων κατὰ τοῦτον τὸν λόγον, πὼς δηλαδὴ ἔλαβεν ἕνα μέρος ἐκείνης τῆς Καθολικῆς καὶ οἰκουμενικῆς ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἐκυβέρνων καὶ ἐπιστάτευον κοινῶς ἀορίστως οἱ Ἀπόστολοι· ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπίσκοπος εἶναι διάδοχος ἑνὸς μόνου Ἀποστόλου, διατὶ καὶ οὐδεὶς Ἀπόστολος ἦτον μιᾶς μόνης ἐκκλησίας ἢ ἑνὸς μέρους τῆς οἰκουμένης ἐπίσκοπος. Τώρα κατὰ τίνα λόγον θέλει ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἰδίως διάδοχος τοῦ μακαρίου Πέτρου; καὶ τούτῳ τῷ λόγῳ τῆς διαδοχῆς νὰ εἶναι τοιοῦτος ἀναμέσον τῶν ἄλλων ἀρχιερέων, οἷος ἦτον ἀναμέσον τῶν Ἀποστόλων ὁ Πέτρος, ὅστις ἰδίως καὶ ὁριστῶς δὲν ἦτον τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος; Διατὶ τάχα ἐθεμελίωσε τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης; Ἀλλὰ πρῶτον μὲν αὐτοὶ ὁμολογοῦσι, πὼς ὁ ἴδιος Πέτρος ἐθεμελίωσε τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας· καὶ λοιπὸν διατί ὁ Μᾶρκος καὶ Εὐόδιος, ὡς διάδοχοι τοῦ Πέτρου νὰ μὴν ἔχωσι τὰ ἴδια πρεσβεῖα ὁποῦ θρυλεῖ διὰ λόγου του μόνον ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος; Δεύτερον δέ, κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου, τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης λέγεται νὰ ἐθεμελίωσαν Πέτρος καὶ Παῦλος ὁμοῦ· «θεμελιώσαντες οὖν καὶ οἰκοδομήσαντες οἱ μακάριοι ἀπόστολοι τὴν ἐκκλησίαν, Λίνῳ τὴν τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίαν ἐνεχείρισαν»· ὥστε ὁποῦ συμπεραίνεται, πὼς ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος εἶναι ἰδίως διάδοχος τοῦ Λίνου, ὅστις ἦτον τῆς Ρώμης ἰδίως ἐπίσκοπος, καὶ μάλιστα παρὰ τοῦ Εὐσεβίου πρῶτος τίθεται εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐν Ρώμῃ ἐπισκόπων· μετὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Πέτρου καὶ Παύλου, πρῶτος τῆς Ρωμαίων ἐκκλησίας κληροῦται τὴν ἐπισκοπὴν Λίνος. Ἠμπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ καὶ διάδοχος τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ κατὰ πλατύτερον λόγον καὶ ὄχι ἰδίως ὀνομάζεται Ρώμης ἐπίσκοπος. Καὶ ἀληθινὰ Ρώμης ἐπίσκοπον ὀνομάζει τὸν Πέτρον ὁ Ἐπιφάνιος, ἀλλ᾿ ὁμοῦ καὶ τὸν Παῦλον. «Ἐν Ρώμῃ πρῶτοι γεγόνασι Πέτρος καὶ Παῦλος οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοὶ καὶ ἐπίσκοποι, εἶτα Λίνος. Ἀλλὰ κατὰ πλατύτερον τοῦτον λόγον, ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος δὲν ἠμπορεῖ εὐλόγως νὰ ζητῇ τὰ πρεσβεῖα, ὁποῦ θέλουσιν οἱ Δυτικοὶ νὰ εἶχεν οὗτος ὁ κορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων· διατὶ μὲ τὸν αὐτὸν λόγον ἠμποροῦσι νὰ ζητοῦσι καὶ οἱ τῆς Ἀντιοχείας ἐπίσκοποι. Καὶ λοιπὸν ἢ καθὼς ἐφανερώσαμεν παραπάνω, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἐξίσου εἶχον τὴν αὐτὴν ἐξουσίαν, καὶ λέγονται ἐπίτροποι τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ρητῶς τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἱλάριος καὶ Χρυσόστομος, ἐξηγῶν τὸ ρητὸν ἐκεῖνο, ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν· καὶ τέτοιας λογῆς οὐδὲν ἔχει ὑπεράνω τῶν ἄλλων ἐπισκόπων ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος· ἢ καὶ ἂν ὁ Πέτρος εἶχεν ὅλα τὰ πρεσβεῖα καὶ τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἐξουσίας, ὁποῦ θρυλοῦσιν οἱ Δυτικοί, οὐδὲν ἐκ τούτων ὠφελεῖται ὁ Πάπας.
10. Πλὴν τοῦτο εἶναι ἀληθινὸν καὶ ἀναντίρρητον, πὼς ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ὁ ταύτης ἐπίσκοπος νὰ ἐστάθη πάντοτε καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς μίαν ἐξαίρετον τιμήν. Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ ρητὰ τῶν ἁγίων πατέρων, καὶ ἀπὸ τὴν παλαιὰν πρᾶξιν τὴν ἐκκλησιαστικήν, διατὶ καὶ βασιλεῖς καὶ σύνοδοι ἐξαιτέρως μεγαλύνουσι τὸν θρόνον τῆς Ρώμης. Τοῦτο τάχα ὅθεν προήρχετο, ἂς τὸ ἰδοῦμεν.
11. Οὔτε ὁ Χριστὸς διώρισέ τινα τῶν Ἀποστόλων ἢ ἀρχιεπίσκοπον ἢ μητροπολίτην ἢ πατριάρχην, οὔτε τις Ἀπόστολος διώρισεν ὅμοιόν τι εἰς καμμίαν πόλιν τοῦ κόσμου· αὐτὰ τὰ ὀνόματα μετὰ καιρὸν ὕστερον ἠκούσθησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ μὲν κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὅλους τοὺς Ἀποστόλους κοινῶς ἐχειροτόνησεν ἐπισκόπους οἰκουμενικούς, διατὶ ὅλους ἀδιαφόρως ἔπεμψεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον· οἱ δὲ Ἀπόστολοι κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ πέμψαντος αὐτοὺς θείου διδασκάλου, διεσπάρησαν εἰς ὅλην τὴν γῆν, ἐπῆραν συντρόφους εἰς τὸ ἔργον, οἷοι ἐστάθησαν Παῦλος, Βαρνάβας, Κρήσκης καὶ Τιμόθεος· καὶ ἐκεῖνοι, καὶ ἐτοῦτοι ἐχειροτόνησαν ἀναριθμήτους ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους κατὰ πόλεις καὶ χώρας. Καὶ ἀγκαλὰ καὶ ἠργοπόρησαν οἱ μὲν εἰς ἕναν τόπον, διατὶ ἔτσι ἐπεζήτει ἡ χρεία τοῦ τόπου ἐκείνου, ἡ διατὶ ἦτον ὑπέργηροι, καθὼς ὁ Ἰωάννης ἕως ἐσχάτου γήρατος, ἐκάθισεν εἰ τὴν Ἔφεσον κυβερνῶντας τὰς ἐν Ἀσίᾳ ἐκκλησίας· οἱ δὲ ἐδιάλεξαν ἕνα τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ἠθέλησαν νὰ ἀποθάνωσι μαρτυρήσαντες διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ὁ Πέτρος καὶ Παῦλος τὴν Ρώμην· ἀλλὰ δὲν φαίνεται οὔτε εἰς τὴν θείαν Γραφήν, οὔτε εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν, πώς τις τῶν Ἀποστόλων ἤ τις τῶν συντρόφων αὐτῶν νὰ ἐχάρισαν καμμίας ἐκκλησίας ἀπ᾿ ἐκείνας ὁποῦ ἐθεμελίωσαν, κανένα προνόμιον ἐξαίρετον τιμῆς ἢ ἐξουσίας ἀρχιεπισκοπικοῦ ἢ μητροπολιτικοῦ ἢ παριαρχικοῦ ἀξιώματος. Τὰ προνόμια καὶ ἀξιώματα ταῦτα ἄρχισαν μετέπειτα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ δι᾿ εὔλογον ἀφορμήν, ἥτις ἐστὶ τοιαύτη. Καθ᾿ ἕνας ἠξεύρει πὼς ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἦτον διῃρημένη εἰς χώρας καὶ ἐπαρχίας, καὶ τῶν ἐπαρχιῶν τούτων ἦσαν πόλεις τινὲς ἐπίσημοι, πρὸς τὰς ὁποίας πολλοὶ τῶν κατωτέρων πόλεων ἐσύντρεχον δι᾿ ὅλας τὰς πολιτικὰς ὑποθέσεις. Ὅθεν μέλλοντες ἢ νὰ χειροτονήσουν τινὰ ἐπίσκοπον ἢ νὰ ἐξετάσωσι καὶ νὰ διορίσωσιν ἄλλο τι ἐκκλησιαστικόν, ἐπειδὴ καὶ νὰ ἠκολούθησαν τοῦ καιροῦ ἐκείνου οἱ χριστιανοὶ ταύτην τὴν συνήθειαν καὶ εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις, ἐπειδὴ δὲν ἐζοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι, οἵτινες ἐκυβερνοῦσαν τὰ τοιαῦτα ἀποστολικῇ ἐξουσίᾳ χρώμενοι, ἐσύντρεχον πρὸς τὸν ἐπίσκοπον τῆς ἐπισήμου πόλεως, ὅστις μὲ τὴν βουλὴν πάλιν τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐγγὺς ἐπαρχίας ἔκαμνε τὴν πρέπουσαν κυβέρνησιν, καὶ καθὼς ἡ πόλις ἐκείνη εἰς τὰ πολιτικὰ ἦτον ὡσὰν μήτηρ τῶν ὑπ᾿ αὐτὴν πόλεων, καὶ ὁ ταύτης ἐπίσκοπος ἦτον μητροπολίτης ἢ ἀρχιεπίσκοπος ἢ ἔξαρχος καὶ ὕστερον πατριάρχης. Κατὰ τὸ μέτρον ὁποῦ ηὔξανεν ἡ τιμὴ τῆς μητροπόλεως ἐκείνης ἢ διὰ βασιλικοῦ θεσπίσματος ἢ διὰ συνοδικῆς διαταγῆς, ἔτσι ηὔξανε καὶ ἡ τιμὴ τοῦ μητροπολίτου, εἰς τρόπον, ὅτι τὸ ἀξίωμα τοῦ μητροπολίτου καὶ τὸ προνόμιον ηὔξανε κατὰ τὸ προνόμιον τῆς πόλεως, ὁποῦ εἶχε τὸν θρόνον. Ἄπειρα εἶναι τὰ παραδείγματα εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι χρεία νὰ φέρωμεν κατὰ τὸ παρόν· οἴδασιν οἱ ἔμπειροι. Καὶ τέτοιας λογῆς, καθὼς λέγω, ἡ συνήθεια ἐπεκράτησε, καὶ μὲ συνοδικοὺς κανόνας ἐστερεώθη.
12. Τρεῖς ἦτον αἱ πλέον ἐπίσημοι πόλεις τῆς Ρωμαϊκῆς Βασιλείας· ἡ Ρώμη εἰς τὴν Δύσιν, θρόνος βασιλικός· ἡ Ἀντιόχεια εἰς τὴν Ἀνατολήν, καὶ ἡ Ἀλεξάνδρεια εἰς τὴν Μεσημβρίαν· ὅθεν καὶ αἱ ἐν αὐταῖς ἐκκλησίαι εἶχον ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας πόλεις τὴν ἐξαίτερον τιμήν. Μετέπειτα ἐτιμήθη ἡ Κωνσταντινούπολις ἀφ᾿ οὗ μετετέθησαν τὰ βασίλεια· δηλαδὴ γενομένη νέα Ρώμη καὶ θρόνος βασιλικός. Ἐτιμήθη καὶ ἡ Ἱερουσαλήμ, ὄχι διὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ ἐπίσημον, ἀλλὰ διὰ τὸ σεβάσμιον τοῦ τόπου, ἐν ᾧ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου, καὶ ἐθεμελιώθη τὸ πρῶτον ἡ ἐκκλησία τῶν πιστῶν, καὶ ἄρχισε νὰ κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον. Ταῦτα πάντα εἶναι πρόδηλα ἐκ τῆς παλαιᾶς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως καὶ ἐκ τῶν ἀποστολικῶν κανόνων· καὶ πρῶτον ὁ κανὼν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων, τὸν ὁποῖον ἐφέραμεν παραπάνω, λέγει οὕτω. «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἡγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλὴν κ.τ.λ.». Ὅθεν συνάγομεν ἐκεῖνο, ὁποῦ παραπάνω ἐσημειώσαμεν, ὅτι οἱ ἀπόστολοι δὲν ἐχειροτόνησάν τινα πρῶτον μητροπολίτην ἢ πατριάρχην τῶν λοιπῶν· διατὶ ἂν ἤθελον δώσῃ τοιοῦτο προνόμιον καμμίας πόλεως μόνης ἢ τῆς Ρώμης ἢ τῆς Ἀντιοχείας ἢ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἤθελον τὸ φανερώσῃ εἰς τοῦτον τὸν κανόνα, καὶ ἤθελον εἰπῇ. «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρὴ τὸν Ρώμης, τὸν Ἀντιοχείας ἢ τὸν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, καὶ τοῦτον ἡγεῖσθαι ὡς κεφαλὴν κ.τ.λ.», ἀλλ᾿ εἶπον ἀδιορίστως τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον· ἀλλὰ τοῦτος ὁ ἐν αὐτοῖς πρῶτος ἐνομίζετο ἐκεῖνος, ὁποῦ ἦτον ἐπίσκοπος εἴς τινα πόλιν πρώτην τῆς ἐπαρχίας, ἤτοι Μητρόπολιν, καὶ τοιοῦτον ἐνομοθέτησαν οἱ ἀπόστολοι, ὅτι οἱ λοιποὶ τῆς ἐπαρχίας ἐπίσκοποι νὰ γνωρίζωσιν ὡς κεφαλήν. Ἀλλὰ φανερώτερα ὁ κανὼν τῆς πρώτης ἐν Νικαίᾳ συνόδου· «τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείσθω τὰ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, πάντων τούτων ἔχει τὴν ἐξουσίαν, ἐπεὶ καὶ τῷ ἐν τῇ Ρώμῃ ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστι· ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις, τὰ πρεσβεῖα σώζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις». Ἰδοὺ πῶς ἡ σύνοδος ἐστερέωσε τὴν ἐξουσίαν ὁποῦ εἶχον αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας· τὴν δὲ ἐξουσίαν ταύτην πόθεν τὴν ἔλαβον αἱ ἐκκλησίαι ἐκεῖναι; ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, ἤγουν ἐσυνειθίσθη ἐξ ἀρχῆς, διατὶ ἦτον ἐπίσημοι πόλεις, καὶ λοιπὸν ὥρισεν ἡ σύνοδος νὰ φυλάττεται αὐτὴ ἡ παλαιὰ συνήθεια εἰς τὰς ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας, καθὼς φυλάττεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, ἥτις ἦτον ὡς κεφαλὴ τῶν ὑπ᾿ αὐτὴν ἐκκλησιῶν διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς βασιλευούσης ἐκείνης πόλεως· ἡ αὐτὴ σύνοδος ἐτίμησε τὸν Αἰλίας· ἡ δὲ τετάρτη ἐν Χαλκηδόνι σιμὰ εἰς τὴν τιμὴν τοῦ ἔδωκε καὶ τὴν ἐξουσίαν καὶ συνηριθμήθη πέμπτος πρὸς τοῖς ἄλλοις τέταρσι. Πάλιν ἡ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος τὸν Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον διώρισεν ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν Ρώμης ἐπίσκοπον διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ρώμην· ὁ κανὼν τῆς συνόδου ταύτης ἐβεβαιώθη ἀπὸ τὴν τετάρτην οἰκουμενικὴν σύνοδον τέτοιας λογῆς. «Πανταχοῦ τοῖς τῶν ἁγίων ὅροις ἑπόμενοι καὶ τὸν ἀρτίως ἀναγνωσθέντα κανόνα τῶν ρν´ θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων γνωρίζοντες καὶ ἡμεῖς, ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα, καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν´ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ, εὐλόγως κρίνοντες τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ρώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνη μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ᾿ ἐκείνην ὑπάρχουσαν». Βλέπετε σαφέστατα ἀπὸ τοῦτον τὸν κανόνα ποῖος ἐτίμησε τὴν παλαιὰν Ρώμην; οἱ πατέρες δηλαδή. Βλέπετε τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν τὴν ἐτίμησαν; διατί, λέγει, ἦτον βασιλεύουσα πόλις· οἱ αὐτοὶ πατέρες ἀναλόγως ἐτίμησαν τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὡς τιμηθεῖσαν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ· καὶ ὡσὰν ὁποῦ ἔγινε θρόνος πατριαρχικός, δεύτερος μετὰ τὸν Ρώμης, καὶ πρῶτος ἐπάνω τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων· καθὼς ὑστερώτερα ὥρισεν ἡ ἐν Τρούλλῳ σύνοδος. Σημειώσατε καὶ τὴν Νεαρὰν τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ, ὁποῦ λέγει. «Θεσπίζομεν κατὰ τοὺς τῶν ἁγίων συνόδων ὅρους τὸν ἁγιώτατον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Πάπαν πρῶτον εἶναι πάντων τῶν ἱερέων, τὸν δὲ μακαριώτατον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετὰ τὸν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας, τῶν δ᾿ ἄλλων προτιμᾶσθαι». Ὥστε ὁποῦ τὸ πρωτεῖον τοῦ Πάπα ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους, ὁποῦ εἶναι πρωτεῖον τιμῆς, δέδοται παρὰ τῶν πατέρων διὰ τὸ πρωτεῖον τῆς βασιλευούσης πόλεως Ρώμης· καὶ παρὰ τῶν αὐτῶν πατέρων διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν οἱ Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας ἐπίσκοποι ἐτιμήθησαν, ἔπειτα ὁ Ἱεροσολύμων, καὶ ὑστερώτερα ὁ Κωνσταντινουπόλεως· ἀλλὰ καὶ παρὰ τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ ἐτιμήθη ὁ Ἀχριδῶν· καὶ μὲ τὸ αὐτὸ παράδειγμα οἱ κραταιότατοι βασιλεῖς Μοσκοβίας ἐτίμησαν τὸν πρόεδρον τῆς βασιλευούσης ἐκείνης πόλεως μὲ ἐπίσημα πατριάρχου, συνευδοκοῦντος τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
13. Ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὴν δευτέραν πρότασιν τῶν παπιστῶν. Αὐτοὶ λέγουσι, πὼς ὁ Πάπας εἶναι ὑπέρτιμος τῶν συνόδων καὶ τῶν κανόνων, ἄκρος κριτὴς πασῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων ἀλάνθαστος, ὁποῦ δηλαδὴ εἰς τὰ τῆς πίστεως δὲν ἠμπορεῖ νὰ σφάλλῃ. Αὐτὴ ἡ πρότασις κρέμαται ἀπὸ τὴν πρώτην, διατὶ ἂν ὁ Πάπας εἶναι μονάρχης καὶ αὐτοκράτωρ τῆς ἐκκλησίας, μόνος λαβὼν παρὰ Χριστοῦ ὅλην τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν ὡς τοῦ Χριστοῦ ἐπίτροπος, παρ᾿ αὐτοῦ δὲ τὴν λαμβάνουσιν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, ἀκολουθεῖ νὰ εἶναι ὑπέρτερος τῶν συνόδων, ὁποῦ ἐξουσιάζουσι τὴν Καθολικὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας ὁ Πάπας εἶναι ἡ βασιλεύουσα κεφαλή, καὶ διὰ τοῦτο νὰ εἶναι ἀλάνθαστος· διατὶ ἂν εἶναι ὁ ἄκρος διδάσκαλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μυσταγωγεῖται ἡ ἐκκλησία τὰ τῆς πίστεως δόγματα, καὶ ὡς ἂν τῆς ἀληθείας ὁ κανών, πρέπει ἀναγκαίως νὰ ἔχῃ αὐτὸ τὸ ὑψηλὸν καὶ ἐξαίρετον προνόμιον τῆς ἀναμαρτησίας, νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ σφάλλῃ· διατὶ ἂν ὁ διδάσκαλος καὶ κανὼν τῆς ἐκκλησίας ἠμπορῇ νὰ σφάλλῃ, πόθεν δύναται ἡ καθολικὴ ἐκκλησία νὰ ἔχῃ τῆς ἀληθοῦς καὶ ἀσφαλοῦς ἀληθείας τὰ δόγματα; Ἀλλ᾿ ἡμεῖς εἴδομεν παράνω, πὼς ὁ Χριστὸς πρωτεῖον ἐξουσίας δὲν ἠθέλησε παντελῶς εἰς τὸν χορὸν τῶν ἀποστόλων του· πὼς ἡ κυβέρνησις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας δὲν εἶναι μοναρχική, ἀλλ᾿ ἀριστοκρατική· πὼς ἡ ἄκρα ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, καὶ τοῦ ποιμαίνειν ἡ καθολικὴ ἐπιστασία εἰς τὸ πρόσωπον πάντων τῶν ἀποστόλων κοινῶς ἐδόθη τῇ καθολικῇ ἐκκλησία· ποῦ μένει πλέον ἡ τυραννικὴ ἐκείνη ἐξουσία ἢ μοναρχία, ὁποῦ ζητεῖ ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος; «Ὄχι τῷ ἑνί, ἀλλὰ τῇ ἑνότητι δέδωκεν ὁ Χριστὸς τὴν ἐξουσίαν ταύτην». Ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία συμφωνοῦσα εἰς μίαν ἑνότητα πίστεως εἶναι τὸ ἄμεσον ὑποκείμενον ὅλης τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας, τῆς ὁποίας τὴν μὲν ρίζαν καὶ δύναμιν ἔχει αὐτή, τὴν δὲ χρείαν οἱ παρ᾿ αὐτῆς καὶ ἐν αὐτῇ χειροτονούμενοι ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη τοῦ μυστικοῦ τούτου σώματος. Καὶ τούτων τῶν μελῶν τὰ μέν εἰσι κατώτερα, τὰ δέ εἰσιν ἀνώτερα, ἀνάμεσα εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι ἕνας καὶ ὁ Πάπας, ὅταν εὐχαριστῆται νὰ μείνῃ εἰς τὸν βαθμὸν ὁποῦ τὸν ἔβαλαν οἱ ἅγιοι πατέρες, ὄχι νὰ ἐκβαίνῃ ἔξω τῶν ὁρίων του διὰ πλεονεξίαν, θέλοντας νὰ εἶναι ὁ κύριος τῶν δούλων, ὄχι ὁ πρῶτος τῶν ἀδελφῶν.
14. Λέγομεν λοιπόν, πὼς καθὼς ὅλον τὸ σῶμα τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας ζωογονούμενον καὶ κυβερνώμενον ἀπὸ τὴν κεφαλήν του, δηλαδὴ τὸν Χριστόν, ἔχει ὅλην τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν, τῆς δὲ Καθολικῆς ἐκκλησίας πρόσωπον ἐπιφέρει ἡ γνησίως καὶ κανονικῶς συγκροτουμένη οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἡ σύνοδος εἶναι ὑπερτέρα πάντων, καὶ αὐτοῦ τοῦ Πάπα· ὥστε ὁποῦ οἱ πάντες καὶ μετὰ πάντων ὁ Πάπας, χρέος ἀπαραίτητον ἔχουσι νὰ ὑπακούωσι τῇ συνόδῳ, καὶ νὰ φυλάττωσι τοὺς κανόνας αὐτῆς. Ἐδῶθεν ἀκολουθεῖ πὼς ἡ σύνοδος μόνη, πρῶτον μὲν ἔχει τὴν ἐξουσίαν, ἀναφυείσης τινὸς αἱρέσεως, νὰ ἀναθεματίζῃ καὶ νὰ ἀφορίζῃ τοὺς αἱρετικούς. Δεύτερον δὲ ὅταν ὁρίζῃ τι περὶ πίστεως, ἔχουσα τὴν ἄνωθεν ἐπιστασίαν τῆς κεφαλῆς, δηλαδὴ τὸν Χριστόν, δὲν δύναται νὰ σφάλλῃ. Καὶ τὰ δύο ταῦτα συνάγομεν ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅστις λέγει ὁμιλῶν πρὸς τοὺς μαθητάς του «Ἐὰν ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε, ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ ἐκείνου μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου, ἐὰν δὲ μή σου ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ρῆμα· ἐὰν δὲ παρακούσῃ εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ, ἤγουν τοῖς πολλοῖς, τῇ συνόδῳ, οὐχὶ τῷ ἑνὶ ἀλλὰ τῇ ἑνότητι· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης, ἤτοι ἀφωρισμένος, ὡς τῆς ἐκκλησίας παρήκοος. Καὶ προσθέτει εὐθύς, ὅσα ἂν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ· καὶ ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ· καὶ ἐν τῷ ἅμα ἀκολουθεῖ λέγων· ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς, περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα συνηγμένοι, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Ἰδοὺ ὁποῦ ὑπόσχεται ὁ ἀψευδὴς λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι παρὼν ἐκεῖ, ὅπου συναχθῶσι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομά του, ἤγουν εἰς τὴν σύνοδον. Τὰ λόγια λοιπὸν τῆς συνόδου εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τῆς ἀληθείας· ὅθεν εἶναι λόγια ἀψευδῆ καὶ ἀσφαλῆ, εἰς τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ὑπακούωσι καὶ νὰ πείθωνται πάντες, καὶ μετὰ πάντων ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος, ἂν θέλῃ νὰ εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸ λοιπὸν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὄχι κεχωρισμένος ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης.
15. Ὅτι δὲ ἡ ἐκκλησία καὶ ὄχι ἕνας μόνος ἔλαβε καὶ ἔχει τὸ προνόμιον τοῦτο, τὸ ἀποδείχνει καὶ ὁ λογαριασμός. Διατὶ ἂν ὁ Πέτρος μόνος εἰδικῶς εἶχε τὸ λάβῃ, ἠκολούθει πρῶτον τοῦτο τὸ ἄτοπον, πὼς δὲν τὸ ἔλαβον οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, διατὶ ἐκεῖνο ὁποῦ λαμβάνει ἕνας δὲν τὸ ἔχουσιν οἱ πολλοί· καὶ δεύτερον ἄλλο ἀτοπώτερον, πὼς ὡσὰν ἀπέθανεν ὁ Πέτρος, τοῦτο τὸ προνόμιον ὁποῦ ἦτον δεδομένον εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Πέτρου δὲν ἔμεινεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Λοιπὸν τὸ ἔλαβον ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, καὶ αὐτοὶ πάλιν δὲν τὸ ἔλαβον εἰδικῶς καὶ προσωπικῶς, ἤγουν εἰς τὰ πρόσωπα αὐτῶν, καὶ ὡς αὐτοί· διατὶ ἠκολούθει ὁμοίως, πὼς μετὰ τὸν θάνατον αὐτῶν πλέον δὲν ἔμεινε. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἰπῇ τινάς, πὼς αὐτοὶ ἀποθνήσκοντες τὸ ἄφησαν εἰς ἄλλους, ἤτοι εἰς τοὺς διαδόχους αὐτῶν· διατὶ ἐπίσκοπος ἀποθνήσκων δὲν κάμνει τὸν διάδοχον αὐτοῦ ἐπίσκοπον, ἀλλὰ τὸν κάμνει ἡ ἐκκλησία· οὔτε ὁ Πάπας ἀποθνήσκων κάμνει τὸν διάδοχον αὐτοῦ Πάπαν, ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ ἀποθάνῃ διάδοχον κάμνει ἡ τῶν Καρδιναλέων σύναξις, ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ ἡ ἐκκλήσια. Κατὰ τίνα τρόπον λοιπὸν ἔλαβον οἱ ἀπόστολοι τὸ προνόμιον τοῦτο; ὄχι ὡς πρόσωπα διωρισμένα, ἤγουν ὡς Πέτρος, ὡς Ἀνδρέας, ὡς Φίλιππος, ἀλλὰ ὅλοι κοινῶς ὡσὰν λειτουργοὶ καὶ ὑπηρέται τῆς ἐκκλησίας, ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ εἰς τὰ πρόσωπα αὐτῶν τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἔλαβεν ἡ ἐκκλησία, ἡ τότε, ἡ νῦν, καὶ ἡ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Καὶ διατὶ ἡ τοιαύτη ἐκκλησία δὲν ἀποθνήσκει ποτέ, ὁμοίως καὶ ἡ ἐξουσία αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν δὲν λείπει· ἀποθνήσκει ἕνας μερικὸς ἐπίσκοπος; μένει ἡ ἐπισκοπικὴ ἐξουσία, τὴν ὁποίαν ἡ ἐκκλησία ὁποῦ τὴν ἔχει ἀδιαλείπτως τὴν μεταδίδει εἰς τὸν διάδοχον διὰ χειρὸς ἄλλων ψηφιζόντων καὶ χειροτονούντων ἀρχιερέων, ὥστε ὁποῦ τὸ ἄμεσον καὶ μόνον ὑποκείμενον ὁποῦ βαστᾷ ὅλη τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν εἶναι ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία καὶ οὐδεὶς μερικὸς ἐπίσκοπος, καὶ ἀκολούθως ὁ Πάπας. Ἔτσι δοξάζουσιν οἱ πλέον ἔμπειροι τῶν σχολαστικῶν παρὰ Λατίνοις.
16. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὰ δύο ταῦτα προνόμια, τὰς κλεῖς ὅλης τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας, καὶ τὸ ἀψευδὲς καὶ ἀναμάρτητον, αὐτὴ ἐστάθη ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς τὸ μέγα κριτήριον εἰς ὅλας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ὑποθέσεις. Ἂν ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος ἦτον παράνω τῶν συνόδων, κριτὴς ἄκρος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, καὶ κριτὴς ἀλάνθαστος, ὅσας φορὰς ἐφάνησαν αἱρέσεις ὁποῦ τόσον ἐτάραξαν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τί χρεία ἦτον νὰ γίνωσι σύνοδοι; νὰ κραχθῶσι τόσοι ἀρχιερεῖς καὶ σοφοὶ ἄνδρες ἐκ τῶν περάτων τῆς οἰκουμένης μὲ τόσους κόπους καὶ ὁδοιπορίας, μὲ τόσους κινδύνους, μὲ τόσα ἔξοδα καὶ τόσας λογομαχίας; ἔφθανε μόνον νὰ ἐρωτηθῇ ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος, ὡσὰν τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου, τοῦτο νὰ κρατῶσι καὶ νὰ πιστεύωσιν ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς βλέπομεν, πὼς διὰ κάθε μεγάλην ἐκκλησιαστικὴν ὑπόθεσιν, μάλιστα ὅταν ἔμελλε νὰ ἐξεταχθῇ ἕνα δόγμα πίστεως, ἔγιναν σύνοδοι καὶ τοπικαὶ καὶ οἰκουμενικαὶ ὁποῦ ἔδωκαν θεοπνεύστως τὴν τελευταίαν ἀπόφασιν· καὶ τὸ περισσότερον, ἔγιναν σύνοδοι οἰκουμενικαί, εἰς τὰς ὁποίας ὁ Πάπας δὲν εὑρέθη παρών, οὔτε ἐμπροσώπως, οὔτε διὰ τοποτηρητῶν, καθὼς ἐσυνέβη εἰς τὴν δευτέραν καὶ πέμπτην οἰκουμενικὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει. Σημεῖον φανερόν, πὼς ἡ σύνοδος καὶ χωρὶς τοῦ Πάπα, ὡσὰν ὁποῦ παρρησιάζει ὅλην τὴν Καθολικὴν ἐκκλησίαν, ἔχει τὴν ἐξουσίαν ταύτην τοῦ κρίνειν καὶ ἀνακρίνειν πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν ὑπόθεσιν, καὶ τοῦτο τῇ ἐπιπνοίᾳ τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἤγουν ἀψευδῶς καὶ ἀσφαλῶς· καὶ διὰ τοῦτο ὅποιος δὲν ὑποτάσσεται εἰς τοὺς κανόνας, ἀντιλέγει τῷ ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι παλαιόθεν οἱ θεοφόροι πατέρες ἔχοντες συμβοηθοὺς τοὺς ὀρθοδόξους βασιλεῖς, μὲ τῶν ὁποίων τὴν προσταγὴν συνεκροτεῖτο ἡ σύνοδος, ἐκυβέρνησαν τὴν ἐκκλησίαν εἰς τὸν καιρὸν τῶν κατὰ τῆς ἐκκλησίας μαινομένων αἱρετικῶν, ἀκολουθοῦντες τὸ παράδειγμα τῶν ἱερῶν ἀποστόλων, ὁποῦ καθὼς φαίνεται εἰς τὰς πράξεις αὐτῶν, ὅλα συνοδικῶς ἐδιώρισαν «ἔδοξε (λέγοντες) τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν».
17. Ἐδῶ δὲν εἶναι χρεία ἐπιχειρημάτων καὶ λογαριασμῶν· φθάνει νὰ ἀναγνώσῃ τινὰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, ὁποῦ θέλει εὕρῃ ἄπειρα παραδείγματα τῶν Ρώμης ἀρχιερέων, ὁποῦ ἔπεσαν εἰς μύρια σφάλματα καὶ ἐκρίθησαν ὑπὸ τῶν συνόδων. Αὐτὸς ὁ μακάριος Πέτρος ἐλέγχθη παρὰ τοῦ ἁγίου Παύλου, (λέγει κατεγνωσμένος ἦν) ὡσὰν ὁποῦ συνήσθιεν μετὰ τῶν ἐθνῶν· ὅταν δὲ ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ὑπέστειλε καὶ ἀφώριζεν ἑαυτὸν φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. Καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο τοῦ Πέτρου πολλοὶ ἔπιπτον εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόκρισιν μὴ ὀρθοποδοῦντες εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου. Σφάλμα μεγάλο, διατὶ μὲ τοῦτο ἐλάμβανον ἀφορμὴν καὶ Ἰουδαῖοι καὶ ἐθνικοὶ νεόφυτοι νὰ πιστεύωσι πὼς ἀκόμη χρέος εἶχον νὰ φυλάττωσι τὸν νόμον τὸν Μωσαϊκόν. Λιβέριος ὁ Πάπας ὑπέγραψε κατὰ Ἀθανασίου, συνευδοκῶν τοῖς Ἀρειανοῖς· Βιγίλιος ἐκρίθη καὶ ἐξωρίσθη ἀπὸ τὴν πέμπτην σύνοδον. Ὀνώριος ἀνεθεματίσθη ὡς μονοθελήτης ἀπὸ τὴν ἕκτην, καὶ ἄλλα πολλὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι χρεία νὰ ἐπαριθμήσωμεν ὅλα ἐδῶ, διατὶ περὶ τούτου ἡμεῖς δὲν κάμνομεν μίαν μερικὴν πραγματείαν· ἀρκετῶς ἔγραψαν περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης διδάσκαλοι Λατῖνοι, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς καιρούς μας ὁ πατὴρ Μαϊμβούργ, Ἰησουίτης, ὅστις ἐσύνθεσεν ἕνα βιβλιάριον, οὗ ἡ ἐπιγραφὴ Γαλλιστί. «Traité historique de l’établissement et des prérogatives de l’église de Rome et de ses évesques· ἤγουν πραγματεία ἱστορικὴ τῆς στερεώσεως καὶ προνομίων τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς» καὶ Ludovicus Ellies Du pin, sacrae facultatis Parisiensis Theologiae Doctor, ὅστις ἐσύνθεσεν ὁμοίως βιβλίον ἐπιγραφόμενον de antiqua κ.τ.λ., ἤγουν περὶ τῆς ἀρχαίας ἐκκλησιαστικῆς πράξεως διαλέξεις ἱστορικάς, ὁποῦ ἀποδείχνουσιν ἐκ γεγονότων ἀναντιρρήτων, πὼς ὁ Πάπας εἶναι ὑποκείμενος ταῖς συνόδοις, καὶ πὼς δύναται νὰ σφάλλῃ καὶ νὰ πέσῃ εἰς αἵρεσιν, καὶ ἔτσι δογματίζει φανερὰ ἡ ἐκκλησία καὶ ἀκαδημία τῆς Φραγκίας. Εἰς τοὺς παλαιοὺς καιροὺς δὲν ἦτον καμμία ἀμφιβολία εἰς αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν· οἱ ἁγιώτεροι καὶ σοφώτεροι τῆς Ρώμης ἐπίσκοποι, θερμότατοι ὑπερασπισταὶ τῶν προνομίων τῆς ἐκκλησίας των, ὁμολογοῦσιν εἰλικρινῶς τὸ σέβας ὁποῦ πρέπει νὰ ἔχῃ κάθε ἀρχιερεὺς εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων συνόδων, διατὶ οἱ τοιοῦτοι κανόνες εἶναι διαταγαὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὁποῦ ὁμιλεῖ ἐν ταῖς συνόδοις· «ἔδοξε τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν». Ὅθεν λέγει εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς Ἀναστάσιον Θεσσαλονίκης, Λέων ὁ μέγας Πάπας Ρώμης, sanctorum patrum κ.τ.λ., ἤτοι τῶν ἁγίων πατέρων τοὺς κανόνας ἔκαμε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ ἱεροπρεπῶς σέβεται ὁ κόσμος ὅλος. Καὶ ὁμοίως Γρηγόριος Πάπας Ρώμης, καὶ αὐτὸς εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς Ἰωάννην τὸν νηστευτήν, πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, λέγει οὕτως· Dum concilia κ.τ.λ., ἤγουν ἐπειδὴ αἱ σύνοδοι ἔγιναν μὲ τὴν κοινὴν συμφωνίαν πάντων, ἑαυτὸν καὶ ὄχι ἐκείνας ἀνατρέπει, ὅστις λογιάζει ἢ νὰ λύσῃ ἐκείνους ὁποῦ δένουσιν ἢ νὰ δέσῃ ἐκείνους ὁποῦ λύνουσιν. Ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ πρῶτον οἱ συνοδικοὶ κανόνες εἶναι διαταγαὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ καθὼς τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ὑποκείμενοι ἦσαν ὁ Πέτρος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος καὶ οἱ λοιποί, ὁμοίως πρέπει νὰ ὑπόκεινται καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, διάδοχοι τῶν ἀποστόλων· δεύτερον πὼς οἱ κανόνες τῶν συνόδων εἶναι ὅρος τοῦ Χριστοῦ· ὅθεν τὸ μέρος, μία μερικὴ πόλις, μία μερικὴ ἐκκλησία, πρέπει ἀναγκαίως νὰ ὑποτάσσηται· τοῦτο θέλει νὰ σημειώσῃ ὁ Αὐγουστῖνος ὅταν λέγῃ· «Universum κ.τ.λ.», ἤγουν τὸ ὅλον εὐλόγως προτιμᾶται τῶν μερῶν· καὶ ὁ Ἱερώνυμος ..... ἤγουν «ἐὰν ζητῆται ἡ ἐξουσία ἡ οἰκουμενική, μείζων ἐστι τῆς πόλεως». Ἡ οἰκουμενικὴ ἐκκλησία εἶναι πολλῷ μείζων τῆς Ρωμαϊκῆς καὶ ἀσυγκρίτως τιμιωτέρα, ὡς ἂν εἶναι τὸ ὅλον τοῦ μέρους, ἡ οἰκουμένη μιᾶς μερικῆς πόλεως. Ταῦτα ὅλα ὁποῦ εἴπομεν ἐν συντόμῳ, βεβαιώνει ὁ ἀγχινούστατος Τερτυλλιανὸς λέγων οὕτω. «Duodecim praecipuos κ.τ.λ., ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ, δώδεκα ἀνθρώπους ἔκλεξεν ὁ Χριστός, τοὺς ὁποίους ἐδιώρισε διδασκάλους εἰς τὰ ἔθνη· οἵτινες, εἰς τὸν τόπον τοῦ Ἰούδα, βάλλοντες κλήρους κατὰ τὴν αὐθεντίαν τῆς θείας γραφῆς, ἤτοι τῶν ψαλμῶν, ἐξέλεξαν τὸν Ματθίαν· πορευθέντες εἰς τὴν οἰκουμένην ἐδίδαξαν τὰ ἔθνη τὴν αὐτὴν διδασκαλίαν· ἔπειτα κατὰ πόλιν ἐθεμελίωσαν ἐκκλησίας, ἐξ ὧν ὅλαι αἱ ἐκκλησίαι ἐφεξῆς ἔλαβον τὰς ρίζας τῆς πίστεως καὶ τὰ σπέρματα τῆς διδασκαλίας, καὶ διὰ τοῦτο καὶ αὐταὶ ἀποστολικαὶ νομίζονται, καὶ θρέμματα τῶν ἀποστολικῶν ἐκκλησιῶν· οὕτω πᾶσαι πρῶται καὶ πᾶσαι ἀποστολικαί, ὅταν πᾶσαι μίαν ἀποδείχνουσιν ἑνότητα»· παρακάτω· «τί δὲ ἐκήρυξαν οἱ ἀπόστολοι ἢ τί νὰ τὰς ἀπεκάλυψεν αὐτὸς ὁ Χριστός, δὲν πρέπει νὰ ἀποδειχθῇ ἀπὸ ἄλλον τόπον παρὰ δι᾿ αὐτῶν τῶν ἐκκλησιῶν, τὰς ὁποίας ἐθεμελίωσαν οἱ ἀπόστολοι διδάξαντες αὐτὰς καὶ διὰ φωνῆς ζώσης καὶ δι᾿ ἐπιστολῶν ἔπειτα· ταῦτα εἰ οὕτως ἔχει, πρόδηλον ὅτι ἐκείνη ἡ διδασκαλία πρέπει νὰ νομίζεται ἀληθής, ἡ ὁποία συμφωνεῖ μὲ τὰς ἐκκλησίας ἐκείνας ὁποῦ εἶναι μητέρες καὶ πρωτότυποι τῆς πίστεως». Καὶ πάλιν παρακάτω. «Ἄγε λοιπὸν ἐσὺ ὁποῦ θέλεις νὰ πληροφορήσῃς τὴν περιέργειάν σου εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς σωτηρίας σου, περιόδευσον τὰς ἐκκλησίας τῶν ἀποστόλων, ἐν αἷς εἰσιν αἱ καθέδραι αὐτῶν τῶν ἀποστόλων, ὅπου ἀκούονται αὐτῶν αἱ φωναὶ καὶ ἀναγινώσκονται, καὶ ὡσὰν φαίνονται αὐτὰ τὰ πρόσωπα· ἐγγύς σοί ἐστιν ἡ Ἀχαΐα; ἔχεις τὴν Κόρινθον· ἂν δὲν εἶσαι μακρὰν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν, ἔχεις τοὺς Φιλίππους καὶ Θεσσαλονικεῖς· εἰ δύνασαι πορευθῆναι εἰς τὴν Ἀσίαν, ἔχεις τὴν Ἔφεσον· ἂν εἶσαι πλησίον τῆς Ἰταλίας, ἔχεις τὴν Ρώμην· ὅθεν καὶ ἡμῖν ἐστιν ἐγγὺς ἡ αὐθεντία». Ὁ μέγας οὗτος διδάσκαλος εἶναι παλαιότατος, διατὶ ἔζη εἰς τοὺς σκ´ χρόνους ἀπὸ Χριστοῦ. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄνωθεν μαρτυρίαν φαίνεται, πρῶτον, πὼς ὅλοι οἱ ἀπόστολοι κοινῶς ἴσοις τοῖς πρεσβείοις ἦσαν τῆς οἰκουμένης διδάσκαλοι· δεύτερον, πὼς αἱ θεμελιωθεῖσαι παρ᾿ αὐτῶν ἐκκλησίαι μία ἐκκλησία νομίζεται ὡς κέντρον τῆς ἑνότητος· ὅθεν καὶ αἱ λοιπαὶ ἐκκλησίαι συμφωνοῦσαι μετ᾿ ἐκείνης νομίζονται ἐκκλησίαι ἀποστολικαὶ καὶ ἀληθιναί, καὶ ὄχι μόνη ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώμης, τὴν ὁποίαν οἱ Λατῖνοι μόνην λέγουσιν ἀποστολικήν· τρίτον, πὼς ὄχι ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης μόνη, ἀλλ᾿ ἁπλῶς πᾶσαι αἱ παρὰ τῶν ἀποστόλων ἐκκλησίαι εἶναι μητέρες τῶν λοιπῶν ἐκκλησιῶν· τέταρτον, πὼς ὁ θέλων πληροφορηθῆναι εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς σωτηρίας του, δὲν ἔχει νὰ προσδράμῃ πρὸς μόνην τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, ὡσὰν πρὸς θεόπνευστον χρησμόν, ἀλλὰ πρὸς ἑκάστην τῶν ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν· ὁ Ἀχαιὸς δηλαδὴ πρὸς τὴν Κόρινθον· ὁ Μακεδὼν πρὸς τοὺς Φιλίππους· ὁ ἐξ Ἀσίας πρὸς τὴν Ἔφεσον, καθὼς ὁ Ἰταλὸς πρὸς τὴν Ρώμην. Ὅθεν συνάγεται τὸ πρεσβεῖον τῆς ὑπερτάτης πνευματικῆς ἐξουσίας καὶ ἀναμαρτησίας νὰ εἶναι κοινόν, ὄχι ἑνὸς μόνου ἴδιον, καὶ ἀκολούθως νὰ εἶναι ἀριστοκρατικὴ καὶ ὄχι μοναρχικὴ ἡ κυβέρνησις τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἦτον ἡ δόξα τῶν παλαιῶν Παπίδων καὶ διδασκάλων τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας. Περὶ τὸ ͵αυ´ ἔτος ἄρχισεν ἡ διάλεξις, πότερον δηλαδὴ ἡ σύνοδος εἶναι ὑπεράνω τοῦ Πάπα ἢ ὁ Πάπας ὑπεράνω τῆς συνόδου; μὲ τὴν ἀφορμὴν τοῦ μεγάλου ἐκείνου σχίσματος ὁποῦ ἐστάθη εἰς τὴν Ρωμαϊκὴν ἐκκλησίαν, τριῶν Παπίδων ὄντων ἐπὶ τῷ αὐτῷ, Βενεδίκτου ιγ´, Γρηγορίου ιβ´, καὶ Ἀλεξάνδρου ε´. Διὰ νὰ σβέσῃ τὸ σχίσμα τοῦτο ἔγινεν ἡ ἐν Πίσᾳ σύνοδος μὲ τὴν συνδρομὴν ὅλων τῶν βασιλέων καὶ μεγιστάνων τῆς Δύσεως· καὶ ἐπειδὴ τῆς συνόδου ταύτης ἡ ἀπόφασις ἔπιπτε κατὰ τοῦ Βενεδίκτου καὶ Γρηγορίου, τινὲς τούτων ὑπερασπισταὶ ἐβόων κατὰ τῆς συνόδου πὼς δὲν ἔχει ἐξουσίαν νὰ κρίνῃ τὸν Ρώμης ἐπίσκοπον· ὅλοι συμφώνως καὶ Καρδινάληδες καὶ ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ὁποῦ ἦσαν πολυάριθμοι, ἀντεβόησαν ἐναντίον τοιούτου νεωτερίσματος. Καὶ ἡ μὲν σύνοδος μὲ ὑπερτάτην κρίσιν κατέκρινεν ὡς σχισματικοὺς τοὺς δύο Πάπιδας Βενέδικτον καὶ Γρηγόριον, ἐψήφισε δὲ ἄλλον τρίτον, Ἀλέξανδρον ε´, τὸν ὁποῖον ὡς γνήσιον Πάπαν ἐγνώρισεν ἡ Δυτικὴ ἐκκλησία, καὶ ὥρισεν ὅτι ἡ σύνοδος εἶναι τὸ ἀνώτατον κριτήριον, ᾧ ὑπόκειται πᾶς ἐπίσκοπος καὶ αὐτὸς ὁ Πάπας. Ἡ σύνοδος ἐσυνήχθη τὸ δεύτερον ἐν Κωνσταντίᾳ καὶ τὸ τρίτον ἐν Βασιλείᾳ, καὶ τὰς τρεῖς φορὰς ἀπεφάσισεν, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ὑποκείμενος ταῖς συνόδοις, καὶ ὅτι δύναται νὰ σφάλλῃ ὡς οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι. Τὰ δὲ παρὰ τῶν συνόδων τούτων ἀποφασισθέντα ἐβεβαίωσαν τρεῖς Πάπιδες· ὁ ἄνωθεν Ἀλέξανδρος ε´, Μαρτῖνος ε´, καὶ Εὐγένιος δ´, ὥστε ὁποῦ καὶ κατὰ τὸ παρὸν ἀνάμεσα τῶν Λατίνων οἱ φιλαλήθεις καὶ ἔμπειροι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δὲν κρατοῦσιν ἀλλέως. Τὴν δόξαν ταύτην μόνοι διδάσκουσιν οἱ ἐκ προλήψεως διδασκαλεμένοι οὕτως, καὶ οἱ τῆς Ρωμαϊκῆς τραπέζης παράσιτοι.
18. Περὶ τῆς τρίτης προτάσεως εἰς τὴν ὁποίαν λέγουσιν οἱ Παπισταὶ πὼς ὁ Πάπας, ὄχι μόνον νὰ ἔχῃ ἐπάνω εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλην τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν, μὰ ἀκόμη ὅλην τὴν κοσμικὴν ἐπάνω εἰς τοὺς βασιλεῖς· δὲν εἶναι χρεία νὰ κάμωμεν πολλὰ λόγια. Εἰς τοὺς παλαιοὺς καιροὺς δὲν ἠκούσθη ποτὲ μία τοιαύτη ἐξουσία· οἱ τραγέλαφοι καὶ ἱπποκένταυροι δὲν εἶναι τέρατα τόσον φοβερὰ εἰς τὴν φύσιν, ὅσον εἶναι φοβερὸν τέρας μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἕνας ἀρχιερεὺς ὁμοῦ καὶ βασιλεύς, ὁποῦ μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ κρατῇ τὸν σταυρόν, καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὴν μάχαιραν. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωκε τῇ ἐκκλησίᾳ ἄλλην ἐξουσίαν παρὰ τὴν πνευματικήν, τὴν κοσμικὴν τελείως ἐξωστράκισεν. «Ἡ Βασιλεία ἡ ἐμή, εἶπεν, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν, οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν. Πέτρε, βάλε τὴν μάχαιράν σου εἰς τὴν θήκην». Μάλιστα ὅσον εἰς τὰ κοσμικά, ἠθέλησεν ὁ Κύριος, καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τῆς ἐκκλησίας του νὰ εἶναι ὑποκείμενοι τοῖς βασιλεῦσι τοῦ κόσμου. «Ἀπόδοτε, εἶπε, τὰ τοῦ Καίσαρος Καίσαρι, καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», τὸ ὁποῖον ἐβεβαίωσε καὶ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ νὰ δοθῇ ὁ παραδόξως ἐν τῇ θαλάσσῃ εὑρεθεὶς παράδοξος στατὴρ διὰ λόγου του καὶ διὰ τὸν Πέτρον, ὅταν τοῦ ἐζήτησαν τὰ δίδραχμα. Ὅθεν ὁ μακάριος Παῦλος συμφωνεῖ τῷ διδασκάλῳ καὶ νουθετῶν λέγει πρὸς Ρωμαίους· «Πᾶσα ψυχὴ (οὐδεμίας ἐξαιρουμένης) ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω»· καὶ λέγει τὴν ἀφορμήν· «Οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι, ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν». Ὁ Θεὸς ὁποῦ ἔβαλε τοὺς ἀρχιερεῖς μὲ τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν του, ἔταξε τοὺς βασιλεῖς ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, μὲ τὴν κοσμικὴν διὰ νὰ ἐξουσιάζωσι τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐπειδὴ τοιαύτη ἐξουσία ἐδόθη τοῖς βασιλεῦσι παρὰ Θεοῦ, «Ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ αὐτῶν, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν, οἱ δὲ ἀνθεστηκότες κρίμα ἑαυτοῖς λήψονται». Καὶ ἀνίσως τάχα κανεὶς ἀρχιερεὺς δυσφορῇ πῶς ἔχων ὑψηλοτέραν ἐπιστασίαν, δηλαδὴ τὴν πνευματικήν, ὑπόκειται κοσμικοῖς ἄρχουσιν, ἂς ἀκούσῃ τὸν μέγαν Χρυσόστομον, ὅστις ἐξηγῶν τὸ ρητὸν τοῦτο· «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω»· λέγει οὕτως. «Εἰ γὰρ Ἑλλήνων ὄντων τότε τῶν ἀρχόντων, ταῦτα (ὁ ἀπόστολος) ἐνομοθέτησε, πολλῷ μᾶλλον νῦν ἐπὶ τῶν πιστῶν τοῦτο γίνεσθαι χρή· εἰ δὲ λέγεις, ὅτι σὺ μείζονα ἐμπεπίστευσαι, μάθε ὅτι οὐκ ἔστι σου νῦν ὁ καιρός· ξένος γὰρ εἶ καὶ παρεπίδημος· ἔσται καιρός, ὅτε λαμπρότερος πάντων φανήσῃ· νῦν ἡ ζωή σου κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ· ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ· μὴ ζήτει τοίνυν ἐν τῷ ἐπικήρῳ τούτῳ βίῳ τὴν ἀμοιβήν, ἀλλὰ κἂν μετὰ φόβου παρεστάναι δέῃ τῷ ἄρχοντι, μὴ νομίσῃς ἀνάξιον εἶναι τοῦτο τῆς σῆς εὐγενείας». Αὐτὸ εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁποῦ εἶχον εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς καρδίας οἱ μεγάλοι ἅγιοι καὶ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας μας· παραβάλετε τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Παύλου, τοῦ Χρυσοστόμου, μὲ ἐκεῖνο ὁποῦ κάμνουσιν οἱ νῦν Ρώμης ἐπίσκοποι, καὶ θέλετε ἰδῇ τὸ ἐναντίον ἐκ διαμέτρου.
19. Τί θέλει νὰ εἰπῇ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς μας Χριστός, ὅταν ἤθελον οἱ ὄχλοι νὰ τὸν κάμωσι βασιλέα, αὐτὸς ἀνεχώρησεν εἰς τὴν ἔρημον; τί θέλει νὰ εἰπῇ, καὶ ὅταν δύο ἀδελφοὶ δαφωνοῦντες εἰς τὴν πατρικὴν κληρονομίαν ἐζήτησαν νὰ τοὺς συμφωνήσῃ ὁ Χριστός, αὐτὸς δὲν ἠθέλησε νὰ μεσολαβήσῃ εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν; θέλει νὰ εἰπῇ πὼς ἡ πνευματικὴ ἐξουσία δὲν προχωρεῖ εἰς τὰ κοσμικά· θέλει νὰ εἰπῇ πὼς ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ τῆς Ρώμης ὑπερασπισταὶ καὶ κόλακες «non monstrabunt puro», λέγω ἐκεῖνα ὁποῦ ἔγραφε, πρὸς Εὐγένιον Πάπαν ὁ ἄνωθεν ζηλωτὴς καὶ θεολογικώτατος Βερνάρδος, «non monstrabunt puro», κ.τ.λ., ἤγουν αὐτοὶ δὲν θέλουν μᾶς δείξῃ ποτὲ πὼς τινὰς τῶν ἀποστόλων ἐκάθησεν ἢ νὰ κρίνῃ ἀνθρώπους ἢ νὰ χωρίσῃ ὅρια ἢ νὰ διαμοιράσῃ χώρας γῆς. Καὶ μετ᾿ ὀλίγον· αὐτὰ τὰ κάτω καὶ γήϊνα ἔχουσι τοὺς ἰδίους κριτάς, ἤτοι τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τοὺς ἄρχοντας· μὰ ἐσεῖς τί ἁπλώνετε τὸ δρεπάνι σας εἰς ξένον θερισμόν; δηλαδὴ ἐσεῖς οἱ ἀρχιερεῖς τί ἁπλώνετε τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν σας εἰς τὰ κοσμικὰ τῶν ἀνθρώπων;
20. Καὶ λοιπόν, αὐτὰ ὁποῦ θρυλοῦσι περὶ τοῦ Πάπα οἱ Δυτικοί, πρῶτον δὲν ἀποδείχνονται ἀπὸ τῶν θείων γραφῶν· δεύτερον, εἶναι ἐναντία τῇ παλαιᾷ καὶ ἀρχαίᾳ ἐκκλησιαστικῇ πράξει καὶ συνηθείᾳ· τρίτον, εἰ ἀπὸ τὰ ρητὰ τῶν διδασκάλων συμπεραίνουσί τι, ἐν τούτῳ μάλιστα οἱ ἱεροὶ διδάσκαλοι ἀντιλέγουσι. Καὶ ἂν εἶναι καί τινας τῶν ἁγίων πατέρων γράφων πρὸς τὸν Ρώμης ἐπίσκοπον, ἠθέλησε νὰ τὸν ἐγκωμιάσῃ μεγαλύνοντάς τον ὑπὲρ τοὺς ἄλλους, καθὼς ἔλεγεν εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον Ἰωάννης ὁ βασιλεύς, τὰ ἐγκώμια τῶν πατέρων πρέπει νὰ νομίζωνται δόγματα; ὄχι. Ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων δὲν ὀνομάζεται παρὰ πολλῶν μήτηρ τῶν ἐκκλησιῶν; δὲν ὀνομάζει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος μητέρα τῶν ἐκκλησιῶν τὴν Καισάρειαν, καὶ κέντρον τῆς χριστιανικῆς πολιτείας; ὁ Χρυσόστομος πάλιν δὲν λέγει διὰ τὴν Ἀντιόχειαν πὼς εἶναι κεφαλὴ τῆς οἰκουμένης; Ἐκ τούτων συνάγεται τὸ ἐπίσημον τῆς ἐπαινουμένης πόλεως ἢ τοῦ προσώπου ὁποῦ ἀρχιερατεύει εἰς ἐκείνην τὴν πόλιν, ἀλλὰ δὲν ἀποδείχνεται ἡ ὑπερτάτη ἐκείνη μοναρχία ὁποῦ ζητεῖ ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος. Ὅθεν πάλιν λέγω, ὡς ἄνωθεν, πὼς τὸ πρεσβεῖον τῆς ὑπερτάτης πνευματικῆς ἐξουσίας καὶ ἀναμαρτησίας, συνάγεται νὰ εἶναι κοινόν, ὄχι ἑνὸς μόνου ἴδιον, καὶ ἀκολούθως νὰ εἶναι ἀριστοκρατική, ὄχι μοναρχικὴ ἡ κυβέρνησις τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β´
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΕΚΠΟΡΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
1. Δογματίζει ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται, ἤγουν ἔχει τὴν ὕπαρξιν ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ· ὅθεν εἰς τὸ ἅγιον σύμβολον τῆς πίστεως, εἰς τὸ ὄγδοον ἄρθρον ὁποῦ λέγομεν, «καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον», οἱ Λατῖνοι ἐπρόσθεσαν, «filioque» καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἡ δὲ Ἀνατολικὴ ἐκκλησία, ὁποῦ κρατεῖ ἀπαραλλάκτως τὰ παλαιὰ ἔθη καὶ δόγματα, ἀποβάλλουσα κάθε καινοτομίαν, δογματίζει πὼς καθὼς ὁ Πατὴρ εἶναι ρίζα καὶ πηγὴ τῆς Θεότητος, ὡς θεολογεῖ ἐν τῷ περὶ θείων ὀνομάτων ὁ Ἀρεοπαγίτης, τέτοιας λογῆς ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἔχουσι τὴν ὕπαρξιν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὁ μὲν γεννᾶται, τὸ δὲ ἐκπορεύεται. Δεύτερον, εὔκολα δύναται νὰ εὕρῃ τὴν ἀλήθεαν τῶν δογμάτων ἐκεῖνος, ὁποῦ ζητεῖ μὲ ἁπλότητα πνεύματος φιλαλήθους· μὰ ὅταν ἢ τὸ πάθος μᾶς σκοτίσῃ ἢ ἡ ἔρις μᾶς θερμαίνῃ τὸν νοῦν, καὶ τότε ὅτε βλέπομεν τὸ φανερὸν καὶ παρατρέχομεν ἔξω τῆς εὐθείας καὶ δὲν ζητοῦμεν ἁπλῶς τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ἐμπαθῶς ἐρευνῶμεν πῶς νὰ παραστήσωμεν τὴν γνώμην μας, σύροντες πρὸς τὸ μέρος μας, ὄχι μόνον τοὺς πατέρας, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς θείας γραφῆς διαστρέφοντες τὴν ἔννοιαν, καὶ παρεξηγοῦντες τοὺς λόγους, διὰ τοῦτο μὲ τὰς λογομαχίας δὲν κατορθοῦμεν τίποτε.
2. Ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, ὅταν ἔχῃ ἄδειαν νὰ διαλέγεται, εἶναι ὡς ἂν εἰς ἕνα εὐρύχωρον κάμπον, ὁποῦ τρέχει ἐλεύθερα, παρατρέχει ἀνεμπόδιστα, καὶ δὲν πιάνεται ἐν εὐκολίᾳ. Ἡ διαλεκτικὴ ἔχει δύναμιν νὰ κατασκευάσῃ καὶ νὰ ἀνασκευάσῃ ἐξ ἴσου τὴν ἀλήθειαν. Μὲ τὴν σχολαστικὴν θεολογίαν οἱ Ὀρθόδοξοι πολεμοῦσι τοὺς αἱρετικούς, καὶ πάλιν μὲ τὴν αὐτὴν θεολογίαν οἱ αἱρετικοὶ ἀντιπολεμοῦσι τοὺς Ὀρθοδόξους. Μὲ τὰ αὐτὰ ἄρματα, ὁποῦ ἕνας λαβώνει, λαβώνεται, καὶ ἀφ᾿ οὗ τελειώσῃ ὁ πόλεμος, καὶ τὰ δύο μέρη λογιάζουσι πὼς ἐνίκησαν τὸν ἐχθρόν· μὰ ὡς τόσον ὕστερα ἀπὸ μίαν μακρὰν λογομαχίαν ἡ ἀλήθεια μένει κρυμμένη, ὡς ἦν ἐν ἀρχῇ, μάλιστα περισσότερον περιπλεγμένη. Εἰς τὰς περὶ πίστεως ὑποθέσεις, ἐγὼ δὲν εὑρίσκω ἄλλον ἐπιτηδειότερον τρόπον, διὰ νὰ εὕρωμεν τὴν ἀλήθειαν, ὡσὰν νὰ ἐξετάσωμεν ἱστορικῶς, τί νὰ ἐκράτει ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία, πρὶν νὰ χωρισθῶσιν εἰς ἐναντίας γνώμας τὰ μέρη. Καὶ λοιπὸν ἂς ἐξετάσωμεν, ποία νὰ ἦτον ἡ παλαιὰ παράδοσις καὶ ὁμολογία τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀφήνοντας τοὺς τετριμμένους ἐκείνους λογαριασμούς, καὶ τὰς περὶ δόγματος σοφιστικὰς διαλέξεις, τὰ ρητὰ τῆς θείας γραφῆς καὶ τῶν πατέρων, τὰ ὁποῖα προφέρονται ἢ κολοβὰ ἢ διεστραμμένα, καὶ δέχονται ἐξηγήσεις πολλάς, διατὶ μὲ τὰ αὐτὰ οὐδὲν κατωρθώσαμεν ἕως τώρα οὐδὲ θέλομεν κατορθώσῃ τίποτε.
3. Εἰς τὸν τέταρτον αἰῶνα, τότε ὅταν ὁ Πνευματομάχος Μακεδόνιος ἐβλασφήμει λέγοντας, πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ἔγινε καὶ οἰκουμενικὴ δευτέρα σύνοδος ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐπὶ βασιλέως Θεοδοσίου μεγάλου καὶ Γρηγορίου μεγάλου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ἀρχιεράτευον εἰς τὴν Ρώμην Δάμασος, ἀλλ᾿ οὔτε προσωπικῶς οὔτε διὰ τοποτηρητῶν εὑρέθη εἰς τὴν σύνοδον ταύτην, εἰς τὴν ὁποίαν συνῆλθον Πατέρες ρν´. Ὅλη ἡ ὑπόθεσις ἦτον περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ λοιπὸν αὐτὴ ἦτον μία ἐπιτηδειοτάτη ἀφορμὴ νὰ ἐξηγηθῇ ἡ φύσις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ δογματισθῶσιν ὅσα ἀνήκουσι τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, διὰ νὰ παύσῃ εἰς τὸ ἐρχόμενον πᾶσα κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος βλασφημία· καὶ ἔτσι ἔγινε, διατὶ ἡ σύνοδος τὸν Μακεδόνιον ἀναθεμάτισε, καὶ ἐκήρυξεν εὐσεβῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, πὼς εἶναι Θεὸς ὡσὰν ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός, καὶ πὼς ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ συνδοξάζεται μὲ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὸν Υἱόν, ὡς Πατρὶ καὶ Υἱῷ ὁμοούσιον, καὶ πὼς αὐτὸ ἐλάλησε διὰ τῶν προφητῶν. Ὅθεν ἐκεῖ ὁποῦ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ ὁποῖον ἔγινεν εἰς τὴν πρώτην ἐν Νικαίᾳ, ἦτον μόνον «πιστεύω εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα» οἱ θεοφόροι πατέρες τῆς συνόδου ταύτης ἐπρόσθεσαν· «τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν». Τώρα ἀνίσως καὶ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία ἐδόξαζε πὼς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, διατί ἡ σύνοδος δὲν τὸ ἐσαφήνισε; μάλιστα ὁποῦ ὅλος ὁ λόγος ἔστεκε καὶ ἦτον περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ δὲν διώρισε νὰ λέγεται εἰς τὸ Σύμβολον· «τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον» ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνον; Καὶ μὴ εἴπῃ τινάς, πὼς ἐδῶ ἡ σύνοδος δὲν διώρισε ρητῶς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνου γεννηθέντα, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ μὲ ὅλον τοῦτο τινὰς δὲν ἀμφιβάλλει, πὼς ἡ ἐκκλησία τότε νὰ ἐπίστευε τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον γεννηθέντα ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Ὁμοίως δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃ τινάς, πὼς ἡ ἐκκλησία τότε νὰ ἐπίστευε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορευόμενον ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀγκαλὰ καὶ ρητῶς δὲν εἶπαν «ἐκ μόνου». Οἱ ρν´ θεοφόροι Πατέρες ἐπίστευον, πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ· καὶ διὰ τοῦτο ἐπρόσθεσαν εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον, τὸ «σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον»· λοιπὸν ἂν ἐπίστευον πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ προσθέσουν, διατὶ ἂν τοιαύτη εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, καὶ αὐτοὶ ἔτσι ἐπίστευον, καὶ ἔτσι δὲν τὸ ἐφανέρωσαν, πολλὰ ἀτελῶς ἐξήγησαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν φύσιν, μάλιστα εἰς ἕνα καιρόν, ὁποῦ ἔπρεπε τελειότατα νὰ τὴν ἐξηγήσωσι, διὰ νὰ ἠξεύρωσιν οἱ Ὀρθόδοξοι, τί πρέπει νὰ πιστεύωσιν εἰς ἕνα ὅμοιον ἄρθρον πίστεως, διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ ἐρχόμενον καμμία ἀμφιβολία. Μὰ ἂν ἔτσι δὲν ἐπρόσθεσαν, ἀνάγκη εἶναι νὰ εἰπῶμεν, πὼς ἔτσι δὲν ἐπίστευον. Ὥστε ὁποῦ κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τοιαύτη ἦτον ἡ δόξα τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας.
4. Μετὰ δὲ ρμγ´ χρόνους εἰς τὸν ἕκτον αἰῶνα, ὁ βασιλεὺς Ἰουστῖνος, τῷ πρώτῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐπρόσταξε νὰ πεμφθῇ τὸ ἅγιον Σύμβολον εἰς ὅλην τὴν Καθολικὴν ἐκκλησίαν, Ἀνατολικὴν καὶ Δυτικήν, ἀπαράλλακτον καθὼς ἔγινεν εἰς τὴν ἄνωθεν οἰκουμενικὴν δευτέραν σύνοδον, καὶ ψάλλεται ἀπὸ τὸν λαὸν πρὸ τῆς Κυριακῆς εὐχῆς. Καὶ πάλιν βασιλεύοντος εἰς τὴν Ἱσπανίαν Ρηκαρέδου, ἔγινεν ἡ τρίτη ἐν Τωλήτῳ σύνοδος, ἡ ὁποία ὥρισεν, ὅτι εἰς τὰς ἐκκλησίας τῆς Ἱσπανίας καὶ Γαλλίας νὰ ἀναγινώσκεται αὐτὸ τὸ ἅγιον Σύμβολον ἀπαραλλάκτως secundum formam orientalium ecclesiarum, ἤτοι κατὰ τὸν τύπον τῶν Ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν· ἀλλ᾿ ἐν ταῖς Ἀνατολικαῖς ἐκκλησίαις, βέβαια τὸ ἅγιον Σύμβολον ἀνεγινώσκετο χωρὶς τῆς προσθήκης «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», λοιπὸν ὁμοίως ἀνεγινώσκετο καὶ ἐν ταῖς Δυτικαῖς ἐκκλησίαις.
5. Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐνάτου αἰῶνος διὰ προστάγματος βασιλέως τῆς Δύσεως, Καρόλου τοῦ μεγάλου, ἔγινε σύνοδος ἐν Ἀκουϊσγράνοις τῆς Φραγκίας, ὁποῦ συνῆλθον μὲ τοὺς Δυτικοὺς πολλοὶ Ἀνατολικοί, ἐν οἷς καὶ ἕνας κάποιος μοναχὸς Ἰωάννης Ἱεροσολυμίτης, ὅστις ἀκούων τὴν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθήκην, γενομένην νεωστί, ἐδημηγόρησε δυνατὰ κατὰ τῆς καινοτομίας ταύτης. Ὅθεν ὁ βασιλεὺς Κάρολος, διὰ νὰ πληροφορηθῇ τὴν ἀλήθειαν ἔπεμψεν εἰς Ρώμην πρέσβεις, δύο ἐπισκόπους καὶ ἕναν Ἀββᾶν πρὸς τὸν Πάπαν Λέοντα τρίτον, καὶ γενομένης σκέψεως μακρᾶς περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης, ὁ Πάπας κατέκρινε καὶ ἀπέβαλε τὴν προσθήκην, καὶ ὥρισε νὰ ἀναγινώσκεται τὸ ἅγιον Σύμβολον ἀπαράλλακτον· καὶ διὰ νὰ μὴ τολμήσῃ τινὰς εἰς τὸ ἐρχόμενον ἢ νὰ προσθέσῃ τι ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ, ἐπρόσταξε καὶ ἔγιναν δύο πλάκες ἀργυραῖ, καὶ ἔγραψε μὲ ἀνεξαλείπτους χαρακτῆρας, εἰς τὴν μίαν μὲν ἑλληνιστί, εἰς τὴν ἄλλην δὲ λατινιστί, χωρὶς καμμίας προσθήκης, καὶ ἐβάλθησαν αἱ πλάκες εἰς τὸν ναόν, καὶ συμμὰ εἰς τὸ μνῆμα τῶν κορυφαίων Πέτρου καὶ Παύλου, ὡς ἂν εἰς φύλαξιν. Τοῦτο μαρτυροῦσιν αὐτοὶ οἱ Δυτικοὶ ἱστορικοί, Ἀναστάσιος βιβλιοθηκάριος εἰς τὸν βίον Λέοντος τρίτου, ὁ καρδινάλης Βαρώνιος εἰς τὰ χρονικά του, καὶ Διονύσιος Πεταύϊος Ἰησουίτης εἰς τὴν δογματικήν του θεολογίαν, τόμος β´ περὶ Τριάδος βιβλ. ζ´. Μὲ τόσον σέβας ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη ἐκκλησία, Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ ἐκράτει τῶν ἱερῶν συνόδων τοὺς ὅρους. Δὲν θέλω νὰ εἰπῶ διὰ τὴν σύνοδον, ὁποῦ ἔγινεν ἐπὶ Βασιλείου Μακεδονίου τῷ δεκάτῳ τρίτῳ χρόνῳ τῆς αὐτοῦ βασιλείας, παρόντων αὐτοῦ τοῦ βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, παρόντων τῶν τοποτηρητῶν τῶν τριῶν πατριαρχικῶν θρόνων, καὶ τπγ´ ἐπισκόπων, παρόντων αὐτῶν τῶν λεγάτων τοῦ Πάπα Ἰωάννου, καὶ αὐτοῦ τοῦ ἁγιωτάτου Φωτίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὁποῦ ἀναγνωσθέντος τοῦ ἁγίου Συμβόλου χωρὶς προσθήκης, ἐξεφωνήθη ἐκ μέρους τῶν Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον ἐκείνων, ὁποῦ ἤθελον ἢ ἀφαιρέσῃ τι ἢ προσθέσῃ.
6. Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἀφήνοντας εἰς ἕνα μέρος αὐτὸ τὸ δόγμα, χωρὶς νὰ διαλεχθῶμεν, πότερον, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνου ἢ ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, περὶ οὗ πολὺς εἶναι ὁ λόγος, λέγω μόνον, πὼς ἡ ἀρχαία Καθολικὴ ἐκκλησία, Ἀνατολικὴ καὶ Δυτική, διὰ τόσους χρόνους ἐπίστευον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, χωρὶς τῆς προσθήκης «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» καὶ ἔτσι ὁμολογεῖ εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον. Τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ γνώμων τῆς πίστεως, ἀλλ᾿ ὁ κανὼν καὶ γνώμων πρέπει νὰ εἶναι ἀσάλευτος· ὅθεν καὶ κατ᾿ οὐδένα τρόπον (εἶναι λόγια τοῦ μεγάλου Κυρίλλου) «κατ᾿οὐδένα τρόπον σαλεύεσθαι χρὴ τὸ τῆς πίστεως Σύμβολον, παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων συναρμοσθέν»· καὶ λέγει τὴν ἀφορμήν· «οὐ γὰρ ἦσαν αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὃ ἐκπορεύεται μὲν ἐξ αὐτοῦ, ἔστι δ᾿ οὐκ ἀλλότριον τοῦ Υἱοῦ κατὰ τὸν τῆς οὐσίας λόγον». Πλὴν σαλεύεται καμμίαν φορὰν καὶ αὐτὸς ὁ κανὼν καὶ γνώμων, ὅταν εἶναι ἀνάγκη δηλαδὴ νὰ ἐξηγηθῇ καὶ νὰ σαφηνισθῇ καλλίτερον, πρὸς κατάληψιν αὐτῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἕνα ἄρθρον πίστεως· ἀγκαλὰ καὶ τοῦτο δὲν λέγεται ἰδίως σάλευσις ἢ ἀλλοίωσις, ἀλλὰ σαφήνεια καὶ ἐξήγησις, καθὼς ἐν τῇ πρώτῃ οἰκουμενικῇ ἐν Νικαίᾳ συνόδῳ ἐξηγήθη τὸ ὁμοούσιον κατὰ τῶν Ἀρειανῶν, καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐσαφηνίσθη ἡ περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος θεολογία κατὰ τῶν Πνευματομάχων· ἀλλὰ ὅταν δὲν εἶναι ἀνάγκη, ὁ κανὼν καὶ γνώμων μένει ἀσάλευτος, καθὼς σοφώτατα λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ρητῶς· «Ὁ κανὼν καὶ ὁ γνώμων ἕως ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ κανὼν εἶναι καὶ γνώμων, οὐδεμίαν προσθήκην εἰς ἀκρίβειαν ἐπιδέχεται».
7. Τώρα ἂς μᾶς εἴπωσιν οἱ Λατῖνοι, ποία ἀνάγκη ἦτον καὶ ἐσάλευσαν τὸ ἅγιον Σύμβολον, τὸ ὁποῖον διὰ τόσους αἰῶνας ἐφύλαξεν ἀβλαβῶς ἀσάλευτον καὶ ἀπαράλλακτον ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἔκαμον μὲ τόσον σκάνδαλον τῆς ἐκκλησίας τὴν προσθήκην ἐκείνην; ἂς μὴ εἶναι προσθήκη, ἂς εἶναι ἐξήγησις, καθὼς αὐτοὶ λέγουσιν. Ἠξεύρω πὼς ὁ λατινόφρων Μανουὴλ ὁ Καλέκας εἰς τὸ βιβλίον ὁποῦ ἐσύνθεσε καθ᾿ ἡμῶν, λέγει πὼς τὴν προσθήκην τὴν ἔκαμεν ὁ Πάπας Δάμασος διὰ τὴν ἀφορμὴν ταύτην· οἱ μέν φασιν, ὅτι μετὰ τὴν πρώτην σύνοδον ἡ τῆς Υἱοπατρίας λεγομένη αἵρεσις ἐφάνη, λέγουσα τὸν μὲν Υἱὸν πατέρα τοῦ Πνεύματος αὐτὸ δὲ τοῦ Πατρὸς Υἱωνόν· καὶ τηνικαῦτα, διὰ τοῦτο Δάμασος ὁ Ρώμης ἐπίσκοπος, σύνοδον συναθροίσας τῷ Συμβόλῳ προσέγραψεν ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον πρὸς τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ γεννᾶσθαι ἀνθιστάμενος, φέρει δὲ καὶ μάρτυρα τούτου ἱστορικόν τινα Σκυλίτζην. Ὁ δὲ Μεθώνης Ἰωσὴφ λατινόφρων καὶ αὐτός, εἰς τὴν ἀντίρρησιν τῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς Μάρκου τοῦ Ἐφέσου, τὸν ἱστορικὸν τοῦτον ὀνομάζει Γεώργιον Ἀριστινόν, ὁ ὁποῖος παρέδωκε, πὼς ὁ Δάμασος διὰ τὴν ἄνωθεν ἀφορμὴν ἔκαμε τὴν προσθήκην. Ἀλλὰ πρῶτον μὲν ὁ Δάμασος ἔζη εἰς τοὺς τν´ εἰς δὲ τοὺς φμε´ ἕως τοὺς ωθ´ καθὼς εἴδομεν παραπάνω, χωρὶς καμμίας προσθήκης ἀνεγινώσκετο τὸ ἅγιον Σύμβολον· δεύτερον δὲ ἡ αἰτία τῆς προσθήκης ὁποῦ φέρει ὁ Καλέκας δὲν εἶναι εὔλογος, διατὶ μὲ τὸ νὰ διορίσῃ ὁ Δάμασος, πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, μὲ τοῦτο δὲν ἀποδείχνει πὼς δὲν γεννᾶται ἀπὸ τὸν Υἱόν, καθὼς ἔλεγον οἱ Υἱοπατρῖται· αὐτοὶ ἠμποροῦσαν νὰ εἴπωσιν ὡς καὶ ὁ Υἱὸς ἐκπορεύεται «ἐγὼ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐξῆλθον» λέγει αὐτὸς εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, μ᾿ ὅλον τοῦτο γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός· μάλιστα ὁ Δάμασος ἔπρεπε νὰ διορίσῃ, πὼς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐδ᾿ ὅλως ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Υἱοῦ κατὰ τὸ ἅγιον Σύμβολον, διὰ νὰ σηκώσῃ κάθε ἀφορμὴν τοῖς Υἱοπατρίταις, οἵτινες πλέον δὲν εἶχον λόγον διὰ νὰ εἴπωσι, πὼς τὸ Πνεῦμα ἔχει τι ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Πάλιν Ἀλουίσιος Μαϊμποῦργος Ἰησουίτης, εἰς τὸ βιβλίον ὁποῦ ἐσύνθεσε γαλλιστὶ καθ᾿ ἡμῶν, ἐπιγραφόμενον Histoir du schisme des Grecs, Ἱστορία τοῦ σχίσματος τῶν Γραικῶν, λέγει πὼς ἕνας κάποιος Τουρίβιος, ἐπίσκοπος τῶν Ἀστουριῶν (αὕτη εἶναι ἐπαρχία τῆς Ἱσπανίας), ἔπεμψεν ἕνα του διάκονον εἰς Ρώμην πρὸς τὸν Πάπαν Λέοντα τὸν μέγαν μὲ μίαν ἀναφορὰν παρακαλῶν νὰ λάβῃ ἰατρείαν τινὰ κατὰ τῶν αἱρετικῶν Πρισκυλλιανιστῶν. Δεκαὲξ ἄρθρα ἦτον εἰς τὴν ἀναφοράν, ὁποῦ εἶχον τὰς βλασφημίας τῶν αἱρετικῶν τούτων· τὸ πρῶτον ἄρθρον ἦτον πὼς δοξάζουσι τὰ τοῦ Σαβελλίου λέγοντες, πὼς Πατὴρ καὶ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα μόνον πρόσωπον μὲ τρία ὀνόματα· ἀντέγραψεν ὁ Πάπας, καὶ διὰ νὰ ἀνατρέψῃ τοῦτο τὸ ἄρθρον, αὐτὸς πρῶτος ἐδογμάτισε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον νὰ ἐκπορεύεται ἐξ ἀμφοῖν, ab utroque, ἐκ Πατρὸς δηλαδὴ καὶ Υἱοῦ. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο πίπτει εἰς τὴν αὐτὴν δυσκολίαν, ὁποῦ ἐσημειώσαμεν ἄνωθεν· ἔτσι ἐδογμάτισεν ὁ Λέων ὁ μέγας εἰς τοὺς ωθ´, ἀλλέως ἔκρινε Λέων τρίτος, καὶ τὴν προσθήκην εναιρεῖται τοῦ Σαβελλίου τὸ δόγμα, ὁποῦ ἐκρατοῦσαν οἱ Πρισκυλλιανοί, μὲ τὸ νὰ διορισθῇ, πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται; τὴν αἵρεσιν ταύτην πολὺ πρωτύτερα ἀνέτρεψαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, δογματίζοντες τρία πρόσωπα εἰς τὸν Θεόν, Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀλλ᾿ ἰδοὺ τοῦ ψεύδους τῶν Λατινοφρόνων περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης ἕνας ἔλεγχος σαφής. Γελάσιος Πάπας Ρώμης ἔζη εἰς τοὺς υμβ´. Αὐτὸς πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐσύνθεσεν ἕνα βιβλίον ἐπιγραφόμενον Codex sacramentarius, ἤτοι κῶδιξ περὶ μυστηρίων, περιέχων τρία κεφάλαια· πρῶτον, περὶ τοῦ ἐτησίου κύκλου· δεύτερον, περὶ γενεθλίων τῶν ἁγίων· τρίτον, περὶ Κυριακῶν ἑορτῶν καὶ ὁμοίων. Τοῦτο τὸ βιβλίον διὰ 900 χρόνους ἦτον κεκρυμμένον, ὀλίγοις μόνον γνωστόν, εἰς δὲ τοὺς ͵αφξβ´ εὑρέθη εἰς μίαν βιβλιοθήκην παρὰ Παύλου Πεταβίου ἐκ τῆς συγκλήτου τῶν Παρισίων τῆς Φραγκίας καὶ ἐκατήντησεν εἰς τὴν βιβλιοθήκην Χριστίνης, Ρηγίσσης Σουεκῶν· πρῶτος δὲ τὸ ἔδωκεν εἰς φῶς μὲ τοὺς τύπους Ἰωσὴφ Μαρία Θωμάσιος ἐν Ρώμῃ εἰς τοὺς ͵αχπ´. Τώρα εἰς τὸν ἄνωθεν κώδικα τοῦ Γελασίου εὑρίσκεται τὸ ἅγιον Σύμβολον χωρὶς τῆς προσθήκης. Ταῦτα ἔγνων ἀναγινώσκων Γουλιέλμου Κάβε, θεολόγου Βρετανοῦ, τὴν ἱστορίαν περὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, τόμ. α´, φύλ. τοε´, ὅπου γράφων περὶ τοῦ ἄνωθεν Γελασίου Πάπα καὶ περὶ τῶν συγγραμμάτων αὐτοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἄνωθεν κώδικος, ὅστις λέγει, διὰ τοῦτο μάλιστα ἀποδείχνεται, νὰ εἶναι γνήσιος καὶ παλαιός, διατὶ ἔχει τὸ Σύμβολον χωρὶς τῆς προσθήκης «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ἡ ὁποία ἐφάνη εἰς τὸν ἕβδομον αἰῶνα, καὶ εἰς τὸν ἔνατον τὴν ἐδέχθη ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης· αὐτὰ εἶναι τὰ ἰδικά του λόγια, Venerandam huius codicis κ.τ.λ.. Ὥστε ὁποῦ εἰς τοὺς καιροὺς ἐκείνους ὁποῦ λέγει ὁ Καλέκας ἐπὶ Δαμάσου, καὶ ὁ Μαϊμποῦργος ἐπὶ Λέοντος, ἡ προσθήκη δὲν ἔγινεν ἢ δὲν ἔγινεν μὲ εὔλογον ἀφορμήν· καὶ μὴ οὔσης ἀνάγκης δὲν ἔπρεπε νὰ σαλευθῇ τὸ ἅγιον Σύμβολον, ὁ κανὼν καὶ γνώμων τῆς ὀρθοδοξίας. Ἕνα πρᾶγμα τόσον πολὺ καὶ μεγάλον, ὡς ἂν εἶναι μία προσθήκη ἢ ἐξήγησις εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον, ἔπρεπε νὰ φαίνεται πολλὰ παστρικὰ εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, νὰ φαίνεται ὁ καιρός, ὁ τόπος, ἡ ἀφορμὴ καὶ τὸ πρόσωπον· ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ἴδιον τῆς πλάνης, νὰ εἶναι δηλαδὴ πρᾶγμα ποικίλον, καὶ πολυειδές, καὶ συγκεχυμένον, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος.
8. Μὰ ὄχι μόνον ἡ ὑπόθεσις αὐτὴ τῆς προσθήκης φαίνεται συγκεχυμένη, ἀλλ᾿ οὔτε ὁλότελα φαίνεται. Διονύσιος ὁ Πετάβιος ὁποῦ εἶναι Λατῖνος, ὁποῦ εἶναι Ἰησουίτης, ὁποῦ εἶναι φανερὸς ἀντίμαχος τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὁποῦ κρατεῖ μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν τὸ δόγμα, πὼς δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, ὅσον διὰ τὴν προσθήκην εἰλικρινῶς ὁμολογεῖ καὶ λέγει, πρῶτον, πὼς ἐκεῖνα ὁποῦ φέρουσιν ὅ τε Καλέκας καὶ Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἄλλοι, εἶναι γελοῖα· καὶ δεύτερον, ἐξετάσας ἀκριβῶς νὰ εὕρῃ, ποῖος ἔκαμε τὴν προσθήκην ταύτην, καὶ ποῦ, καὶ πότε, καὶ διατί, οὐδὲν εὗρε, καὶ συμπεραίνει μὲ μαρτυρίας πολλῶν, πὼς ὁ τόπος, ὁ καιρός, καὶ ἡ ἀφορμή, καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῆς προσθήκης ἕως τῆς σήμερον εἶναι ἄδηλος· ἐρωτηθέντες εἰς τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ σύνοδον οἱ Δυτικοὶ περὶ τῆς προσθήκης ταύτης, οἰκονομικῶς ἀπεκρίθησαν πὼς τὴν ἔκαμαν, καὶ οἰκονομικῶς, τοὺς ἀνταπεκρίθη ὁ Ἐφέσου, ἔπρεπε νὰ τὴν εὐγάλωσιν, ἐπειδὴ καὶ προξενεῖ τόσον σκάνδαλον εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Λοιπὸν ἡμεῖς ἔχομεν μεγάλον δίκαιον νὰ ἐγκαλῶμεν τοὺς Λατίνους «πὼς οὐδεμίας προκειμένης ἀνάγκης ἐσάλευσαν τὸ τῆς πίστεως Σύμβολον, τὸ ὁποῖον κατὰ τὸν Κύριλλον, κατ᾿ οὐδὲν τρόπον σαλεύεσθαι χρή, καὶ ἕως ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ κανὼν εἶναι καὶ γνώμων, κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον, οὐδεμίαν προσθήκην εἰς ἀκριβείαν ἐπιδέχεται».
9. Τοῦτο εἶναι πρᾶγμα νὰ στοχασθῇ πᾶς νουνεχής, ὁποῦ δὲν ὀρέγεται τὰς περὶ πίστεως ὀχληρὰς διαλέξεις, πὼς δηλαδὴ τὸ ἅγιον Σύμβολον, ὁποῦ ἐσύνθεσαν τὸ πρῶτον οἱ ἀπόστολοι, καὶ συμφώνως τοῖς ἀποστόλοις ἐν διαφόροις οἰκουμενικαῖς συνόδοις οἱ θεοφόροι πατέρες, εἶναι πρῶτον, καθὼς λέγομεν παράνω, κανὼν καὶ γνώμων τῆς πίστεως, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτον τὸν κανόνα καὶ γνώμονα, πρέπει νὰ ἁρμόζωνται ὅλα ἐκεῖνα τὰ ρητὰ τῆς θείας γραφῆς, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ὁλοτελῶς σαφῆ, ἀλλ᾿ ἐπιδέχονται μίαν κάποιαν ἐξήγησιν. Λόγου χάριν εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμεῖς οἱ Ἀνατολικοὶ προφέρομεν διάφορα ρητὰ τοῦ Εὐαγγελίου διὰ νὰ παραστήσωμεν, πὼς ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ρητὰ φανερά, λέγουσιν οἱ Λατῖνοι, διατὶ ἀληθινὰ δὲν λέγουσι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, ἀλλ᾿ ἁπλῶς ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς ἐκεῖνο· «Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται κ.τ.λ.». Οἱ Δυτικοὶ πάλιν διὰ νὰ ἀποδείξωσι τὴν ἐκπόρευσιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐπιχειρίζονται κάποια ρητά, τὰ ὁποῖα ρητῶς δὲν λέγουσι τοῦτο, ὡς τὸ ἄνωθεν «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν· ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται, καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν· ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, λάβετε Πνεῦμα ἅγιον». Ἐκ τούτου φαίνεται, πὼς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον πέμπεται, λαμβάνει, δίδεται παρὰ τοῦ Υἱοῦ· λέγομεν ἡμεῖς· καὶ συνάγεται, πὼς ἡ χρονικὴ πέμψις καὶ χορηγία καὶ δωρεὰ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἐκ τοῦ Υἱοῦ· ἀλλὰ δὲν φαίνεται μὲ τὴν λέξιν ταύτην, δηλαδὴ ἐκπορεύεται, ὁποῦ, καθὼς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ὥστε ὁποῦ τὰ ρητὰ τοῦ Εὐαγγελίου ὁποῦ ἑκατέρωθεν προφέρονται, δὲν εἶναι σαφῆ, ἀλλὰ δέχονται ἐξήγησιν, καὶ μὲ τοῦτο δὲν συμφωνοῦσι τὰ μαχόμενα μέρη. Ἀλλὰ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ θεόπνευστος κριτής, καὶ ἀψευδὴς ἑρμηνεύς, ὁποῦ δύναται νὰ ἐξηγήσῃ τῶν ἀφανῶν τούτων ρητῶν τὴν κεκρυμμένην ἔννοιαν; ἡ ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν παρρησιάζει ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος, καὶ ἄλλαι τοπικαὶ σύνοδοι, ὁποῦ ἐσημειώσαμεν παραπάνω, ἡ ἀπόφασις τοῦ Πάπα Λέοντος τρίτου (ὅστις κατὰ τοὺς Λατίνους εἶναι ἀψευδής, ὅταν δογματίζῃ τι περὶ πίστεως) ἔκαμαν τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως χωρὶς τῆς προσθήκης «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», καὶ τὴν προσθήκην ταύτην κατέκριναν. Λοιπὸν ἡ ἐκκλησία ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐκ τῶν ρητῶν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου ἐννοεῖ, πὼς προκαταρκτικῶς καὶ ἀϊδίως τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ ὄχι ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Λοιπὸν τὰ ἄνωθεν ρητὰ πρὸς τὸ Σύμβολον, ὡς πρὸς κανόνα πρέπει νὰ ἁρμόζωνται· καὶ ἐπειδὴ εἰς τὸ Σύμβολον δὲν λέγεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον, τὴν αὐτὴν ἔννοιαν περιέχουσι καὶ τὰ ρητὰ ταῦτα.
10. Τὸ ἴδιον λέγω καὶ περὶ τῶν ρητῶν τῶν ἁγίων πατέρων, τόσον Ἀνατολικῶν, ὡς ἂν καὶ Δυτικῶν, πὼς δηλαδὴ πρέπει νὰ συμφωνῶσι μὲ τὸ ἅγιον Σύμβολον, διατὶ τὸ ἅγιον Σύμβολον εἶναι διδασκαλία καθολικὴ τῶν ἁγίων πατέρων εἰς σύνοδον συνελθόντων, ὁποῦ δὲν δύνανται νὰ σφάλωσι, διατὶ οὐκ εἰσὶν αὐτοὶ οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. Τὰ ρητὰ τῶν ἁγίων πατέρων κατ᾿ ἰδίαν εἶναι διδασκαλία μερικὴ ἀνθρώπων, ὁποῦ ἐνδέχεται νὰ σφάλωσιν ὡς ἄνθρωποι, ἐπειδὴ πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης· ἀλλ᾿ ἡ μερικὴ διδασκαλία, διὰ νὰ εἶναι ὀρθή, πρέπει νὰ συμφωνῇ μὲ τὴν καθολικήν, ἤγουν μὲ τὴν γνώμην τῆς ἀληθείας, ὁποῦ εἶναι τὸ ἅγιον Σύμβολον. Ἡμεῖς ἐν τῷ ἁγίῳ Συμβόλῳ πιστεύομεν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον νὰ ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ ὄχι ἐκ τοῦ Υἱοῦ· λοιπὸν κατὰ τὴν ἔννοιαν ταύτην πρέπει νὰ ἐξηγῶμεν καὶ τὰ ρητὰ τῶν πατέρων. Ἡμεῖς λοιπὸν ὁποῦ πιστεύομεν κατὰ τὸν παλαιὸν ὅρον τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας δὲν εἴμεθα εἰς κανένα τρόπον μεμπτοί, διατὶ δὲν ἐσαλεύσαμεν ἰῶτα ἓν ἀπὸ τὸ ἅγιον Σύμβολον, ἀπὸ τὸν κανόνα δηλαδὴ τῆς πίστεως, ὅντινα χωρὶς ἀνάγκης οὐ σαλεύεσθαι χρή, καὶ ὅστις οὐδεμίαν προσθήκην εἰς ἀκρίβειαν ἐπιδέχεται.
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ´
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΑΖΥΜΟΥ
1. Εἰς τὸ ἄχραντον τῆς θείας εὐχαριστίας μυστήριον οἱ μὲν Δυτικοὶ ἐπιχειρίζονται τὸν ἄζυμον, ἡμεῖς δὲ οἱ Ἀνατολικοὶ τὸν ἔνζυμον ἄρτον, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη διαφορά. Ἀγκαλὰ καὶ τῶν Λατίνων οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι δογματίζουσι, πὼς τὸ μέγα τοῦτο καὶ φρικτὸν μυστήριον τελεῖται ἐξ ἴσου εἰς ἄζυμον καὶ ἔνζυμον· καὶ λέγουσι πὼς ἕνας ἱερεύς, εἰ μέν ἐστιν Ἀνατολικός, ἁμαρτάνει, ἐὰν λειτουργήσῃ εἰς ἄζυμον· εἰ δὲ Λατῖνος ὁμοίως ἁμαρτάνει ἐὰν λειτουργήσῃ εἰς ἔνζυμον ἄρτον, ἐπειδὴ καὶ χρέος ἔχει κάθε ἱερεὺς νὰ ἀκολουθῇ τὴν διάταξιν τῆς ἐκκλησίας του.
2. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ μυστήριον τοῦτο, καθὼς ὁμολογοῦσιν οἱ Λατῖνοι, ἐπίσης γίνεται εἰς ἄζυμον καὶ ἔνζυμον, χωρὶς νὰ πέσωμεν εἰς τὰς συνειθισμένας καὶ παρ᾿ ἄλλοις τετριμμένας λογομαχίας, πότερον δηλαδή, ὁ Χριστὸς εἰς τὴν παράδοσιν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐπεχειρίσθη ἔνζυμον ἄρτον ἢ ἄζυμον, καὶ χωρὶς νὰ φέρωμεν εἰς τὸ μέσον συλλογισμοὺς ἢ μαρτυρίας ἁγίων, ἕνα μόνον πρᾶγμα ἔχομεν νὰ ἐξετάσωμεν, τὴν παλαιὰν καὶ ἀρχαίαν παράδοσιν, διὰ νὰ μάθωμεν ποία ἐστὶν οἰκειοτέρα καὶ πρεπωδεστέρα χρῆσις, τοῦ ἀζύμου ἢ τοῦ ἐνζύμου εἰς τὸ μυστήριον; Δὲν σφάλλει ποτὲ ὅποιος κρατεῖ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας δὲν δύναται τινὰς νὰ τὴν ἀλλάξῃ χωρὶς μέγαν κίνδυνον. «Τίς δύναται (λέγει ὁ ἱερὸς Ἐπιφάνιος) θεσμὸν μητρὸς καταλύειν ἢ νόμον πατρός, ὡς τὰ παρὰ Σολομῶντι εἰρημένα; ἄκουε υἱὲ λόγους πατρός σου, καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· δείξας ὅτι ἐγγράφως τε καὶ ἀγράφως ἐδίδασκεν ὁ Πατήρ, τουτέστιν ὁ Θεός, ὁ Μονογενὴς Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα· ἡ δὲ μήτηρ ἡμῶν ἡ Ἐκκλησία εἶχε θεσμοὺς ἐν αὐτῇ κειμένους ἀλύτους, μὴ δυναμένους καταλυθῆναι». Καὶ ὁ μέγας Βασίλειος γράφει πρὸς Ἀμφιλόχιον περὶ ἐγγράφων νομίμων, «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα, ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν». Τοιαύτη εἶναι ἡ φύσις τῶν ἀρχαίων καὶ παλαιῶν, νὰ εἶναι πλέον αἰδέσιμα ἀπὸ τὰ καινούργια καὶ πρόσφατα, διατὶ τὰ παλαιὰ πλησιάζουσι περισσότερον τοὺς παλαιούς, ὁποῦ ἦτον ἅγιοι καὶ εἰς τὴν ζωήν, καὶ εἰς τὴν διδασκαλίαν, ὅθεν αὐτὸς ὁ Ἱεροφάντωρ. «Δυσωπητικὰ γάρ πως τὰ παλαιὰ τῶν δογμάτων, οἱονεὶ πολιᾷ τινι τῇ ἀρχαιότητι τὸ αἰδέσιμον ἔχοντα»· καὶ πάλιν «πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον». Ὥστε ὁποῦ ἡ καινοτομία ἄλλο δὲν δύναται νὰ κάμῃ, παρὰ ἢ νὰ βλάψῃ τὸ ἀκέραιον τῆς ἀρχαιότητος ἢ νὰ μιάνῃ τὸ καθαρόν· τὸ ὁποῖον ἀπαγορεύει ἕνας ἅγιος Πάπας, ὁ Καιλεστῖνος εἰς μίαν του ἐπιστολὴν πρὸς τοὺς ἐπισκόπους Γαλλιῶν, definat incessere novitas vetustatem, ἤγουν· παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τὴν ἀρχαιότητα.
3. Τώρα ἂς ἴδωμεν ποία ἐκκλησία ἐκαινοτόμησε τὴν ὕλην τοῦ Μυστηρίου· καὶ διὰ τοὺς Λατίνους μέν, ἡμεῖς ἠξεύρομεν πὼς εἰς τὸν ἔνατον αἰῶνα, ὁ σοφώτατος πατριάρχης Φώτιος, ὅστις ἐμέμφετο τοὺς Δυτικοὺς καὶ λόγῳ καὶ πράγματι, δι᾿ ἄλλας καὶ μεγαλυτέρας καὶ μικροτέρας καινοτομίας, δὲν τοὺς ψέγει διὰ τὰ ἄζυμα· ὥστε ὁποῦ ἐνδέχεται κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, καθὼς στοχάζονται πολλοὶ Λατῖνοι, νὰ μὴ τὰ εἶχον εἰς χρῆσιν. Ἠξεύρομεν πὼς περιπλέον ὁ πρῶτος, ὁποῦ ἐμέμφθη τοὺς Λατίνους διὰ τὰ ἄζυμα ἐστάθη Μιχαὴλ ὁ Κηρουλάριος, ὅστις ἐπατριάρχευσεν ἐν Κωνσταντινουπόλει, εἰς τὸν ἑνδέκατον αἰῶνα ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μονομάχου, καὶ ἐπρόσταξε Νικήταν τοὐπίκλην Πεκτωρᾶτον, ἱερομόναχον τοῦ Στουδίου, νὰ γράψῃ κατὰ τῶν παρὰ Λατίνοις διαφόρων ἐθῶν, καὶ ἐξόχως κατὰ τῶν ἀζύμων· ὅθεν ἴσως τότε ἄρχισαν τὸ πρῶτον νὰ συνειθίζωνται εἰς τὴν Δυτικὴν ἐκκλησίαν τὰ ἄζυμα. Ἀλλὰ Πλατίνας συγγραφεὺς τῶν βίων τῶν Πάπιδων, ἱστορικὸς Λατῖνος, γράφει πὼς ὁ Πάπας Ἀλέξανδρος ὁ πρῶτος, ὅστις ἔζη εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ δευτέρου αἰῶνος, ἐδιάταξε τὰ ἄζυμα· εἰς τὴν Δυτικὴν ἐκκλησίαν, ὅμως φανερὸν εἶναι πὼς ἄρχισαν εἰς ἕνα κάποιον καιρόν, καὶ ἂν ἄρχισαν ἐν καιρῷ, λοιπὸν δὲν ἦτον ἄνωθεν καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὅθεν ἐλέγχεται προφανῶς καινοτομία.
4. Ὅσον δι᾿ ἡμᾶς τοὺς Ἀνατολικοὺς οἱ ἀντικείμενοι ἡμῖν Λατῖνοι, ποτὲ δὲν ἐμέμφθησαν τὴν παρ᾿ ἡμῖν χρῆσιν τοῦ ἐνζύμου ἄρτου ὡς νέαν καὶ πρόσφατον, οὔτε φαίνεται πὼς νὰ ἄρχισεν ἐν καιρῷ τινι· σημεῖον φανερὸν πὼς εἶναι παλαιὰ καὶ ἀρχαία. Ἂν κατὰ τὴν ὁμολογίαν αὐτῶν τῶν Λατίνων θεολόγων εἶναι ἁγία, διατί, καθὼς εἶπον παραπάνω, αὐτοὶ λέγουσι πὼς πρεπόντως ἡμεῖς ἱερουργοῦμεν εἰς ἔνζυμον; λοιπὸν πρῶτον μὲν οἰκειοτέρως καὶ πρεπωδεστέρως συνειθίζομεν τὸν ἔνζυμον ἄρτον· δεύτερον δέ, οὔτε ὁ Πάπας Ἀλέξανδρος, οὔτ᾿ ἄλλος τις ἔπρεπε νὰ κάμῃ τὴν καινοτομίαν ταύτην, νὰ διατάξῃ δηλαδὴ ἀντὶ τῶν ἐνζύμων τὰ ἄζυμα, οὔτε μιᾶς προκειμένης ἀνάγκης ἢ ἀφορμῆς· ἡ καινοτομία ἂν δὲν εἶναι ἄλλο, προξενεῖ σχίσμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ἐξαίρετον χαρακτηριστικὸν τὴν ἑνότητα. Ὅθεν ἡμεῖς μὲ δίκαιον λόγον ἠμποροῦμεν μὲ τὸν Ἐπιφάνιον νὰ λέγωμεν πρὸς τοὺς Λατίνους τὸ Σολομώντιον ἐκεῖνο· «ἄκουε υἱὲ λόγους πατρός σου, καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοῦ μητρός σου». Καὶ μὲ τὸν Πάπαν Κελεστῖνον· Definat incessere, novitas vetustatem»· ἤγουν παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τὴν ἀρχαιότητα»· ἢ διὰ νὰ εἴπω καλλίτερα μὲ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὁμιλῶν πρὸς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους διὰ κάθε ἐκκλησιαστικὴν ὑπόθεσιν· «τάδε λέγει Κύριος· ἴδετε καὶ ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους», ἤγουν τὰς ἀρχαίας καὶ παλαιάς, καὶ ἴδετε ποία ἐστὶν ἡ ἀγαθή, καὶ βαδίζετε ἐν αὐτῇ.
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ´
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΗΤΟΙ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΚΑΙ
ΠΕΡΙ ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟΥ ΠΥΡΟΣ
1. Εἰς ἕνα μόνον κεφάλαιον ἐγὼ περιγράφω τὰς δύο ταύτας διαφοράς, διατὶ ἡ μία ἕπεται ἀπὸ τὴν ἄλλην. Διὰ τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων λέγουσιν οἱ Λατῖνοι, πὼς τρεῖς τόπους διώρισεν ὁ Θεός· αἱ μὲν τῶν δικαίων ψυχαί, ἤγουν ἐκείνων ὁποῦ ἔζησαν καλὴν ζωήν, καὶ ἐν ὥρᾳ θανάτου εὑρέθησαν εἰς τὴν θείαν χάριν μὲ μίαν καλὴν μετάνοιαν, πορεύονται εὐθὺς εἰς τὴν οὐράνιον πατρίδα, ὁποῦ ἀπολαμβάνουσι τὴν αἰώνιον μακαριότητα· αἱ δὲ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀμετανοήτων ἁμαρτωλῶν εὐθὺς πορεύονται εἰς τὸν ἅδην καὶ κολάζονται αἰωνίως εἰς τὸ ἐξώτερον πῦρ· καὶ αἱ ψυχαὶ πάλιν ἐκείνων ὁποῦ ἐμετανόησαν, πλὴν δὲν ἔφθασαν εἰς τὴν ζωὴν ταύτην νὰ κάμωσι τὸν κανόνα τους, καὶ νὰ πληρώσωσι τὴν θείαν δικαιοσύνην, πηγαίνουσιν εἰς ἕνα τρίτον τόπον, ὅπου κολάζονται πρὸς καιρόν, ἤγουν εὑρίσκουσιν ἕνα κάποιον πῦρ, ὄχι ἐκεῖνο τὸ αἰώνιον καὶ ἄσβεστον, ἀλλὰ ἄλλο, μὲ τὸ ὁποῖον ἐκεῖ, ἕως ἕνα καιρὸν καθαρίζονται, καὶ οὕτω κεκαθαρμέναι ἀναβαίνουσι καὶ αὐταὶ εἰς τὸν οὐρανόν. Ὅθεν ἐκεῖνο τὸ πῦρ λέγεται Purgatorium, ἤγουν καθαρτήριον.
2. Ὥστε ὁποῦ αὐτοὶ δογματίζουσι· πρῶτον, πὼς πρὶν τῆς δευτέρας παρουσίας καὶ τῆς μελλούσης τελευταίας ἐκείνης κρίσεως, γίνεται τώρα μία μερικὴ κρίσις ψυχῶν, τῶν ὁποίων αἱ μὲν τελείως ἀπολαμβάνουσι τὴν αἰώνιον δόξαν, αἱ δὲ τελείως τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ ἄλλαι πάλιν καθαρίζονται εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ, ἕως νὰ τελειώσωσι τὸν κανόνα τους· καὶ δεύτερον, πὼς ὁ Πάπας, ὁποῦ κατ᾿ ἐκείνους εἶναι ὁ μόνος ἄκρος οἰκονόμος τῶν θησαυρῶν τῆς ἐκκλησίας, καὶ μόνος ἔχει τὰς κλεῖς, δύναται νὰ ἀνοίξῃ τὸν καθαρτήριον τοῦτον τόπον, καὶ νὰ ἐξάγῃ τὰς ἐκεῖ καιομένας ψυχάς, δίδοντας τὰς λεγομένας indulgentias, ἤτοι συγκαταβατικὰ γράμματα, ι´, κ´, ν´ καὶ ρ´ χρόνων· ὁποῦ θέλει νὰ εἰπῇ, ἂν ἕνας ἄνθρωπος, διὰ τὰς ἁμαρτίας ὁποῦ ἔκαμεν, εἶναι χρεώστης νὰ κάμῃ ἕνα κανόνα τόσων καὶ τόσων χρόνων, κατὰ τὰ ἐπιτίμια τῆς ἐκκλησίας, καὶ διὰ τὸν κανόνα, ὁποῦ ἔπρεπε νὰ κάμῃ καὶ δὲν ἔκαμεν εἶναι ἔνοχος νὰ καίεται εἰς τὸ καθαρτήριον πῦρ τόσους καὶ τόσους χρόνους, αὐτὸς λαμβάνοντας ἐκεῖνο τὸ συγκαταβατικὸν τοῦ Πάπα καὶ κάμνοντας ἐκεῖνο ὁποῦ τὸ συγκαταβατικὸν διαλαμβάνει, εἶναι ἀπὸ τὴν ποινὴν τῶν τόσων καὶ τόσων χρόνων ἐλεύθερος, καὶ ἀπολελυμένος τοῦ πταίσματος καὶ τῆς ποινῆς, καὶ ὄχι μόνον αὐτὸς λαμβάνει τὴν ὠφέλειαν τοῦ συγκαταβατικοῦ διὰ λόγου του, ἀλλ᾿ ἂν θέλῃ τὴν λαμβάνει διὰ τὸν ἀποθανόντα πατέρα του ἢ ἀδελφὸν ἢ φίλον του. Μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον εἶναι καὶ indulgentia plenaria, ἤτοι συγκατάβασις πληρεστάτη, ὁποῦ δηλαδὴ ὅποιος τὴν λάβῃ, εἶναι πληρέστατα συγχωρημένος ἀπὸ ὅλην τὴν ποινὴν τῶν τόσων ἢ τόσων χρόνων, ὁποῦ ἔπρεπεν ἢ ἐδῶ ἢ εἰς τὸ καθαρτήριον ........ Ὅμοιόν τι εἶναι ὁ λεγόμενος Iubileus, Ἰουβιλαῖος, τὸ ὁποῖον ἐδιάταξε κάθε ρ´ χρόνους ὁ Πάπας Βονιφάτιος ὄγδοος, ἔπειτα διὰ ν´ Κλήμης ἕκτος, καὶ πάλιν διὰ κε´ Γρηγόριος ἔνατος, καὶ τώρα δίδεται ὅταν θέλῃ ὁ Πάπας μάλιστα ὅταν λάχῃ καιρὸς ἀνάγκης, καὶ θεομηνίας τινός. Τοῦτο τὸ δόγμα εἶναι τόσον ριζωμένον εἰς τὰς καρδίας τῶν Λατίνων, καὶ μάλιστα τῶν ἁπλουστέρων, ὡσὰν τὸ πλέον οὐσιῶδες δόγμα τῆς πίστεως. Οἱ πνευματικοὶ εἰς τὴν ἐξομολόγησιν, καὶ οἱ διδάσκαλοι ἐπ᾿ ἄμβωνος τοῦτο ἐξαιρέτως μὲ ὅλην τὴν σπουδὴν κατηχοῦσι τοὺς χριστιανούς, οἵτινες δίδουσι τόσον πλουσιοπάροχον τὴν ἐλεημοσύνην διὰ νὰ ἐξαγοράσωσι τὰς ψυχάς των καὶ τὰς ψυχὰς τῶν γονέων των καὶ συγγενῶν καὶ φίλων ἀπὸ τὸ καθαρτήριον πῦρ, ὁποῦ ἠμποροῦμεν μὲ ἀλήθειαν νὰ εἴπωμεν, πὼς ὁ τρίτος τοῦτος τόπος εἶναι ἕνα πλουσιώτατον μεταλλεῖον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐκβαίνει τόσος πλοῦτος, ὁποῦ ὑπηρετεῖ τῇ τροφῇ καὶ τῇ τρυφῇ τῆς Ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας.
3. Ἡμεῖς εἰς τοῦτο τὸ δόγμα ὁμοίως λέγομεν τὸ «definat incessere novitas vetustatem, ἤγουν παυσάσθω ἡ καινοτομία μιαίνειν τὴν ἀρχαιότητα». Ἡμεῖς εὐλαβούμεθα τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τῆς ἐκκλησίας, ὁποῦ πρέπει τόσον πλέα νὰ εἶναι αἰδέσιμος, ὅσον εἶναι παλαιὰ περισσότερον, καὶ διὰ τοῦτο δὲν δεχόμεθα καμμίαν καινοτομίαν. Εἰ μὲν καὶ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν τεθνεώτων πρέπει νὰ ἐξετάσωμεν τόπους, δύο τόπους σημαδεύει ἡ θεία Γραφή, τόπον δηλαδὴ ἀναπαύσεως, καὶ τόπον ἀτελευτήτου κολάσεως· τρίτον τόπον οὔτε ἠκούσαμεν· ὁμολογοῦμεν ὅμως τρεῖς διαφόρους ψυχῶν καταστάσεις. Ἡ πρώτη εἶναι ὁποῦ ἀποθνήσκουσι δίκαιοι εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ· ἡ δευτέρα εἶναι ἐκείνων, ὁποῦ ἀποθνήσκουσι χωρὶς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἢ ἀσεβεῖς ἢ αἱρετικοὶ ἢ μὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ἀμετανόητοι. Τῶν πρώτων αἱ ψυχαὶ εἶναι διωρισμέναι διὰ τὴν αἰώνιον δόξαν, τῶν ἄλλων διὰ τὴν αἰώνιον κόλασιν· ἀλλ᾿ ἡ αἰώνιος δόξα ἐκείνων, καὶ ἡ αἰώνιος κόλασις τούτων εἶναι μέλλουσα, ὕστερα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν μέλλουσαν δευτέραν παρουσίαν καὶ τελευταίαν κρίσιν τοῦ κριτοῦ τῶν αἰώνων Χριστοῦ, τότε ὅταν ἀπελεύσωνται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.
4. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχαία διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας. Ὁ ἀγχινούστατος Τερτυλλιανός, διδάσκαλος τῆς Δυτικῆς ἐκκλησίας, ὅστις ἔζη ἔτη σκ´ ἀπὸ Χριστοῦ, γράφει εἰς τὸ περὶ ψυχῆς. De inferis, et an illuc κ.τ.λ. ἤγουν «περὶ ᾅδου καὶ πότερον ἐκεῖσε πᾶσαι ψυχαὶ συνάγονται· ἔχεις προσέτι περὶ Παραδείσου παρ᾿ ἡμῶν βιβλιάριον (ὁποῦ κατὰ τὸ παρὸν δὲν εὑρίσκεται)· ἐν ᾧ διωρίσαμεν πᾶσαν ψυχὴν ἐν τῷ ᾅδῃ κρατεῖσθαι ἕως ἡμέρας Κυρίου». Ἐδῶ ᾅδης ἐννοεῖται ὁ τόπος ὁ ἔξω ταύτης τῆς ζωῆς· καὶ ὁ Χρυσόστομος ἐξηγῶν τὸ ρητὸν ἐκεῖνο· «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ᾧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς», ὁμιλῶν ἐναντίον τινῶν γοητευομένων, ὁποῦ κακῶς ἔλεγον πὼς αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθαμένων γίνονται δαίμονες, καὶ περιπατοῦσιν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, καὶ ἀποδεικνύοντας ἐκ τῶν θείων γραφῶν πὼς τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, συμπεραίνει τέτοιας λογῆς· «ὅθεν δῆλον ὅτι μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν εἰς χώραν τινὰ ἀπάγονται αἱ ψυχαί, οὐκ ἔτι κύριαι οὖσαι ἐπανελθεῖν, ἀλλὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν τῆς μελλούσης κρίσεως ἀναμένουσαι»· περὶ τῆς ὁποίας λέγει ὁ Παῦλος· «ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ».
5. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ μεταξὺ καιρῷ ποία νὰ εἶναι ἡ κατάστασις τῶν ἁγίων ψυχῶν, τὸ λέγει φανερὰ ὁ θεῖος Γρηγόριος. «Πείθομαι σοφῶν λόγοις, ὅτι ψυχὴ πᾶσα καλή τε καὶ θεοφιλής, ἐπειδὰν τοῦ συνδεδεμένου λυθεῖσα σώματος ἐνθέδεν ἀπαλλαγῇ, εὐθὺς μὲν ἐν συναισθήσει καὶ θεωρίᾳ τοῦ μένοντος αὐτὴν καλοῦ γενομένη, ἅτε τοῦ ἐπισκοποῦντος ἀνακαθαρθέντος ἢ ἀποτιθέντος ἢ οὐκ οἶδα ὅ,τι χρὴ καὶ λέγειν, θαυμασίαν τινὰ ἡδονὴν ἥδεται καὶ ἀγάλλεται, καὶ ἵλεως χωρεῖ πρὸς τὸν ἑαυτῆς Δεσπότην, ὥσπερ τι δεσμωτήριον χαλεπὸν τὸν ἐνταῦθα βίον ἀποφυγοῦσα, καὶ τὰς περικειμένας ἀποσεισαμένη πέδας, ὑφ᾿ ὧν τὸ τῆς διανοίας πτερὸν καθείλκετο, καὶ οἷον ἤδη τῇ φαντασίᾳ καρποῦται τὴν ἀποκειμένην μακαριότητα. Μικρὸν δ᾿ ὕστερον καὶ τὸ συγγενὲς σαρκίον ἀπολαβοῦσα, ᾧ τὰ ἐκεῖθεν συνεφιλοσόφησε, παρὰ τῆς δούσης καὶ πιστευθείσης γῆς, τρόπον ὃν οἶδεν ὁ ταῦτα συνδήσας καὶ διαλύσας Θεός, τούτῳ συγκληρονομεῖ τῆς ἐκεῖθεν δόξης, καὶ καθάπερ τῶν μοχθηρῶν αὐτοῦ μετέσχε διὰ τὴν συμφυΐαν, οὕτω καὶ τῶν τερπνῶν ἑαυτῆς μεταδίδωσιν, ὅλον εἰς ἑαυτὴν ἀναλώσασα, καὶ γενομένη οὖν τούτῳ ἓν Πνεῦμα, καὶ Νοῦς, καὶ Θεός, καταποθέντος ὑπὸ τῆς ζωῆς τοῦ θνητοῦ τε καὶ ρέοντος». Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξηγηθῇ καλλίτερα ἡ ὑπόθεσις αὐτή, ἡ κατάστασις δηλαδὴ τῶν ψυχῶν μετὰ τὴν ἀνάστασιν, ὅταν κληρονομῶσιν ὁμοῦ μὲ τὸ σῶμα τὴν ἐκεῖθεν δόξαν, καὶ πρὸ τῆς ἀναστάσεως ὅταν ἥδωνται τὴν θαυμαστὴν ἐκείνην ἀγαλλίασιν καὶ ἡδονήν, γενόμεναι ἐν συναισθήσει καὶ θεωρίᾳ τοῦ ἀρρήτου ἐκείνου μέλλοντος καλοῦ, ὁποῦ τὰς ἀναμένει, τὴν ὁποίαν πρὸ τῆς ἀναστάσεως κατάστασιν ἡ θεία γραφὴ καὶ ἡ ἐκκλησία σημειώνει μὲ διάφορα μεταφορικὰ ὀνόματα, λέγοντας τὴν χεῖρα Θεοῦ κατὰ τὸ εἰρημένον· «δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος»· κόλπον Ἀβραάμ, τόπον φωτεινόν, τόπον χλοερόν, τόπον ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός. Κατ᾿ ἀναλογίαν ἐννοοῦμεν μίαν διαφορετικὴν κατάστασιν τῶν ψυχῶν, ὁποῦ ἐν ἀσεβείᾳ ἢ ἐν θανασίμοις ἁμαρτήμασιν ἀπεδήμησαν, πὼς δηλαδὴ μέλλουσα εἶναι ἡ ἐν τῇ γεέννῃ καὶ ἀσβέστῳ πυρί, αἰώνιος κόλασις, μετὰ τὴν τελευταίαν κρίσιν καὶ δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ λέγει φανερὰ ὁ Αὐγουστῖνος εἰς τὸ «Περὶ Πολιτείας τοῦ Θεοῦ» πολλαχοῦ, ἐξόχως ἐκεῖ, ὁποῦ ἐξηγεῖ τὸ ρητὸν τοῦ Εὐαγγελίου· «φοβήθητε μᾶλλον τὸν δυνάμενον ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ»· ὁποῦ λέγει πὼς τοιοῦτος θάνατος σώματος καὶ ψυχῆς λέγεται θάνατος δεύτερος, ὅστις οὐκ ἔσται εἰ μὴ ἀφ᾿ οὗ ἡ ψυχὴ εἰς τὴν κοινὴν ἀνάστασιν ἀναλάβῃ τὸ σῶμα, καὶ μετ᾿ αὐτὸ θέλει πέσῃ εἰς τὰς βασάνους τῆς γεέννης, αἵτινες ἔσονται μετὰ τὴν ἀνάστασιν· εἰς αὐτὸν τὸν δεύτερον θάνατον θέλουσι πέσῃ (λέγει ὁ αὐτός) καὶ οἱ ἀποστάται ἄγγελοι μετὰ τὴν τελευταίαν κρίσιν. Καὶ Λακτάντιος Φιρμιανὸς ρητῶς λέγει· μὴ νομίσῃ τινὰς πὼς αἱ ψυχαὶ εὐθὺς μετὰ τὸν θάνατον κρίνονται, ἀλλ᾿ ὅλαι κρατοῦνται εἰς μίαν κοινὴν φυλακήν, ἕως ὁποῦ νὰ ἔλθῃ ὁ μέγιστος κριτὴς νὰ ἐξετάσῃ τὰ κατ᾿ ἀξίαν· αὐτά εἰσι τὰ λόγιά του. Nec tamen quisquam putet κ.τ.λ. Καὶ βέβαια ἂν τώρα γενομένης τῆς μερικῆς κρίσεως, ὁποῦ θέλουσιν οἱ Λατῖνοι, αἱ μὲν τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχαὶ ἀπῆλθον εἰς κόλασιν αἰώνιον, τῶν δὲ δικαίων εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἔλαβον δηλαδὴ τὴν τελευταίαν ἀνταπόδοσιν, τίς χρεία νὰ γένῃ ἡ τελευταία κρίσις;
6. Τρίτη κατάστασις τῶν ψυχῶν εἶναι ἐκείνων, ὁποῦ ἡμαρτηκότες ἐμετανόησαν, ἀλλὰ ἢ μὴ φθάσαντες ἐδῶ διὰ τὸ ἄωρον τοῦ θανάτου ἢ ἀμελήσαντες διὰ ρᾳθυμίαν, δὲν ἔκαμαν τὸν κανόνα τους, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐπλήρωσαν ἐδῶ τὴν θείαν δικαιοσύνην, πρέπει νὰ τὴν πληρώσουν ἐκεῖ· κανονίζονται λοιπὸν ἐκεῖ, τιμωροῦνται, κολάζονται, ἕως νὰ κάμωσι τὴν πληρωμήν. Ἀλλὰ μὲ ποῖον τρόπον νὰ κολάζωνται; μὲ φωτιὰν ἢ μὲ ὕδωρ; (διὰ νὰ εἴπω ἔτσι) ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· διατὶ δὲν τὸ ἠξεύρομεν ἐκ τῶν θείων γραφῶν, οὔτε παρὰ τῶν θείων πατέρων, παρὰ τῶν ὁποίων ἕνα μόνον πῦρ ἠξεύρομεν, δηλαδὴ τὸ ἄσβεστον τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἂν ἡ τιμωρία αὐτὴ ὁποῦ λαμβάνουσιν αἱ τοιαῦται ψυχαί, μεταφορικῶς ἐννοεῖται πῦρ καθαρτήριον, ὡσὰν ὁποῦ καθὼς τὸ χρυσάφι καθαρίζεται εἰς τὸ πῦρ, τοιουτοτρόπως ἐκεῖναι αἱ ψυχαὶ μὲ τὴν τιμωρίαν ἐκείνην ἁγνίζονται καὶ δικαιοῦνται τέλος πάντων ἐνώπιον Κυρίου, κατὰ τὴν ἔννοιαν ταύτην ἠμποροῦμεν ἡμεῖς νὰ τὸ ὁμολογήσωμεν, καθὼς ὁ θεολόγος Γρηγόριος πῦρ καθαρτήριον ὀνομάζει ἐκεῖνο ὅπου λέγει ὁ Χριστός, «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς», ἤγουν ἀναλωτικὸν τῆς ὕλης καὶ τῆς πονηρᾶς ἕξεως· μὰ πῦρ νὰ εἶναι ὑλικόν, αὐτὸ δὲν ἦτον δόγμα βεβαιωμένον οὔτε εἰς τὴν Δυτικὴν ἐκκλησίαν. Οἱ νεωτερικοὶ τῶν Λατίνων τοῦτο θεμελιώνουσιν ἐπάνω εἰς τὸ ρητὸν ἐκεῖνο τοῦ Ἀποστόλου· «αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτω δὲ ὡς διὰ πυρός». Ἀλλὰ τοῦτο τὸ πῦρ, ὁ μὲν ἱερὸς Αὐγουστῖνος εἰ τὸ «Περὶ Πολιτείας τοῦ Θεοῦ», ἐξηγεῖ μεταφορικῶς, ἐννοῶν, τὸ πῦρ τῶν βιωτικῶν πειρασμῶν· διὰ δὲ τὸ ὑλικὸν πῦρ τὸ καθαρτήριον, τὸ ὁποῖον τινὲς τοῦ καιροῦ ἐκείνου ἐδόξαζον ὡς μερικὴν γνώμην, καὶ ὄχι ὡς δόγμα πίστεως, ὁ μέγας οὗτος διδάσκαλος φανερώνει τὴν γνώμην του μὲ δισταγμόν, λέγοντας· «non redarguo, quia forsitan verum est· ἤγουν δὲν τὸ μέμφομαι, διατὶ ἴσως ἀληθές ἐστι». Καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ λέγῃ ἴσως, ἂν τοῦτο ἦτον δόγμα τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας ἢ καὶ μόνης τῆς Δυτικῆς. Καὶ ὁ Χρυσόστομος πάλιν, τὸ πῦρ ὁποῦ λέγει ὁ Παῦλος, ἐννοεῖ διὰ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως· ὥστε ὁποῦ οὔτε ἐκ τῶν θείων γραφῶν, οὔτε ἐκ τῶν ἁγίων πατέρων, ἐναργῶς δύνανται οἱ Δυτικοὶ νὰ συστήσουν τὴν δόξαν τους περὶ τοῦ καθαρτηρίου ὑλικοῦ πυρός.
7. Εἰς τοιαύτην κατάστασιν εὑρισκόμεναι αἱ ψυχαί, αὐταὶ μὲν τιμωροῦνται οἵῳ τρόπῳ καὶ τόπῳ οἶδεν ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴν τιμωρίαν ἐκείνην πληρώνουσι τὸ χρέος ὁποῦ ἔχουσι μὲ τὴν θείαν δικαιοσύνην· ἡμεῖς δὲ οἱ ζῶντες, εἰς τὴν πληρωμὴν τοῦ χρέους ἐκείνου συντρέχομεν μὲ τὰς ἐλεημοσύνας, μὲ τὰς προσευχάς, καὶ ἄλλας εὐποιΐας ὁποῦ κάμνομεν διὰ τὰς ψυχὰς ἐκείνας ὅσας φορὰς γίνεται τὸ μνημόσυνον αὐτῶν. Ἐξόχως δὲ ὅταν προσφέρεται δι᾿ αὐτὰς ἡ ἀναίμακτος θυσία τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἄμετρον ἔχουσι τὴν ἄνεσιν, καὶ ὡσὰν κατ᾿ ὀλίγον λύονται τοῦ χρέους τὰ δεσμά, καὶ ἐλεύθεραι ἀπερνοῦσι τέλος πάντων εἰς τὸν χορὸν τῶν δικαίων· πότε δὲ τοῦτο γίνεται; ἡμεῖς δὲν ἠξεύρομεν καιρὸν διωρισμένον, τῶν λεγομένων παρὰ Λατίνοις ἐν τοῖς συγκαταβατικοῖς γράμμασιν, οὔτε ἴχνος βλέπομεν εἰς τὴν παλαιὰν πρᾶξιν τῆς ἐκκλησίας. Τοῦτο ἠξεύρομεν, πὼς ἡ ἁγία μας ἐκκλησία εἶναι τὸ κειμήλιον τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν, καὶ τῶν θησαυρῶν τούτων οἰκονόμοι κοινῶς εἶναι ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, ἤγουν οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ὄχι μόνος ὁ Πάπας. Ὅθεν ὅλοι κοινῶς καὶ ἕκαστος πάντων δύναται νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ τὸ πολύτιμον αἷμα τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, τὰ πάθη του, καὶ ὅλον τὸν ἄπειρον καὶ ἀδαπάνητον μισθὸν τῶν ἀρετῶν του, ὁμοῦ καὶ τὰς πρεσβείας τῆς Θεοτόκου, καὶ τῶν μαρτύρων τὰ αἵματα, ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων ἀδελφῶν, καὶ τούτων τὰς ψυχὰς νὰ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τῶν ἀνιαρῶν ὁποῦ πάσχουσιν· ὁ δὲ Θεός, καθὼς ἐπιζητεῖ ἡ θεία του δικαιοσύνη ἢ ἡ εὐσπλαγχνία, ὅταν θέλῃ τὰς ἐλεεῖ καὶ ἀφήνει ἢ τὰς κρατεῖ ἀκόμη ἑωσοῦ νὰ πληρώσωσι τὸν ὕστερον κοδράντην, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴν φωνήν.
8. Θεόπνευστος εἶναι καὶ θεάρεστος ἡ διάταξις τῆς ἁγίας μας ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἰς τὰς καθ᾿ ἡμέραν ἀκολουθίας, ἐξόχως εἰς τὴν ἱερουργίαν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, πάντοτε μνημονεύει τοὺς τεθνεῶτας Χριστιανούς, ἐξόχως ὁποῦ κάμνει τὴν μνείαν αὐτῶν δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ κοινῶς καὶ καθ᾿ ὅλου. Καὶ τοῦτο οὐ μάτην, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ὅστις περὶ τούτου γράφει πολλὰ εἰς τὸ ιε´ τῆς πρώτης πρὸς Κορινθίους. «Πνεύματος γὰρ διατάξει ταῦτα γίνεται· εἴωθε γὰρ ὁ Θεὸς καὶ ἑτέροις ὑπὲρ ἑτέρων χαρίζεσθαι, ὡς τοὺς παῖδας τοῦ Ἰὼβ ἐκάθαιρεν ἡ τοῦ πατρὸς θυσία· μάλιστα, λέγει, ὁποῦ τὸ κοινὸν τῆς οἰκουμένης κεῖται καθάρσιον, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐν τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ κείμενος καὶ λαβὼν τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου».
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΧΑΡΙΣ

Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίτζης και Καλαβρύτων 


Δεν υπάρχουν σχόλια: