Κωνσταντίνος ο Μάρτυς και οι συν αυτώ αθλήσαντες Μάρτυρες κατήγοντο από
διάφορα μέρη, εις δε τον αριθμόν ήσαν τριακόσιοι. Απήλθον δε εις την Αγίαν
πόλιν Ιερουσαλήμ δια να προσκυνήσουν, και αφ’ ου επροσκύνησαν όλα τα αγιάσματα
εξήλθον από την Ιερουσαλήμ, και ανεχώρησαν εις την έρημον του Ιορδάνου, και
εκεί διέτριβον. Ελθόντες δε μια των ημερών όλοι εις το επίνειον Ιόππην, εύρον
πλοίον, εις το οποίον επεβιβάσθησαν και πλέοντες έφθασαν εις την περίφημον
νήσον Κύπρον, εις τον λιμένα της Πάφου.
Όμως το πλοίον, κλυδωνιζόμενον από δυνατόν και μεγάλον άνεμον, συνετρίβη, οι δε Άγιοι θεία χάριτι διεσώθησαν όλοι αβλαβείς, και διεμοιράσθησαν εις όλην την νήσον της Κύπρου. Ο δε Άγιος Κωνσταντίνος, μετ’ άλλων τριών, ήλθον εις μέρος τι, λεγόμενον της Τραχειάδος, και περιήρχοντο αποστολικώς την χώραν, κηρύσσοντες τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ακούσας τούτο ο ηγεμών της Κύπρου, Σαβίνος ονόματι, διέταξε να προσαχθώσιν ενώπιόν του, οι δε Άγιοι εξετασθέντες ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επειδή δε ηρνήθησαν να υποταχθώσιν εις τα κελεύσματα του ηγεμόνος και να αρνηθώσι τον Χριστόν, δέρονται με ωμά βούνευρα, έπειτα εγκλείονται εις φυλακήν. Την άλλην ημέραν ο ηγεμών διέταξε να τους παρουσιάσουν και πάλιν προ αυτού. Επειδή δε και πάλιν δεν επείθοντο να θυσιάσουν εις θεόν αλλότριον, προστάσσει να τους κρεμάσουν κατακέφαλα, και να καταξέουν τας σάρκας αυτών μέχρις ότου εκοκκίνισεν όλη η γη από το χυθέν αίμα των. Έπειτα πάλιν απλώνονται εις πυρακτωμένας σιδηράς πλάκας, και τούτου γενομένου έμειναν με την χάριν του ζωοδότου Χριστού αβλαβείς. Μετά δε ταύτα ενεκλείσθησαν και πάλιν εν φυλακή και μετά παρέλευσιν ημερών τινων, προστάξει του ηγεμόνος, ήγαγον αυτούς επί του βήματος· ακριβώς δε εξετάσας ο ηγεμών και ευρών αυτούς αμετασαλεύτους, μάλλον δε σταθερωτέρους εις την του Χριστού πίστιν, έδωκε την απόφασιν, και απέκοψαν τας τιμίας κεφαλάς αυτών. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί δια νυκτός παρέλαβον τα σώματα των Αγίων και τα ενεταφίασαν εντίμως εις εν χωρίον λεγόμενον Ορμήδιαν. Μετά χρόνους ικανούς εφανερώθησαν τα άγια αυτών λείψανα ως πηγή βρύουσα άφθονα ιάματα, ώστε καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα ετέλουν και διαφόρους νόσους και πάθη εθεράπευον, και κωφοί παραυτίκα την ιατρείαν ελάμβανον δι’ ενεργείας των αγίων λειψάνων· προς τούτοις ο ηγεμών της Κύπρου του τότε καιρού, πάσχων εκ δυσεντερίας και κωφότητος, προήλθε με πόθον εις τα των Αγίων λείψανα, και ω του θαύματος! εν τω άμα έλαβε την υγείαν του και εδόξαζε τον Θεόν, τον δοξάζοντα τους αυτόν αντιδοξάζοντας, και εκχέοντας το αίμα αυτών δι’ αυτόν, ο οποίος άρχων, επειδή ιατρεύθη και από τας δύο νόσους, εξ ων έπασχεν, την δυσεντερίν, λέγω, και την κωφότητα, έκτισεν Εκκλησίαν μεγάλην εκ θεμελίων εις το όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου του θαυματουργού, καθώς το μαρτυρεί και ο τάφος του, όστις ευρίσκεται εις το δεξιόν μέρος του αγίου Βήματος της Εκκλησίας, εις δόξαν και ύμνον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· γινώσκετε προσέτι, φιλευσεβείς Χριστιανοί, ότι όσοι ασθενείς προσέρχονται με πολλήν και μεγάλην ευλάβειαν ιατρεύονται από κάθε είδους ασθένειαν, δια πρεσβειών και ικεσιών του Αγίου ενδόξου και μεγαλομάρτυρος Κωνσταντίνου.
Όμως το πλοίον, κλυδωνιζόμενον από δυνατόν και μεγάλον άνεμον, συνετρίβη, οι δε Άγιοι θεία χάριτι διεσώθησαν όλοι αβλαβείς, και διεμοιράσθησαν εις όλην την νήσον της Κύπρου. Ο δε Άγιος Κωνσταντίνος, μετ’ άλλων τριών, ήλθον εις μέρος τι, λεγόμενον της Τραχειάδος, και περιήρχοντο αποστολικώς την χώραν, κηρύσσοντες τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Ακούσας τούτο ο ηγεμών της Κύπρου, Σαβίνος ονόματι, διέταξε να προσαχθώσιν ενώπιόν του, οι δε Άγιοι εξετασθέντες ωμολόγησαν τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επειδή δε ηρνήθησαν να υποταχθώσιν εις τα κελεύσματα του ηγεμόνος και να αρνηθώσι τον Χριστόν, δέρονται με ωμά βούνευρα, έπειτα εγκλείονται εις φυλακήν. Την άλλην ημέραν ο ηγεμών διέταξε να τους παρουσιάσουν και πάλιν προ αυτού. Επειδή δε και πάλιν δεν επείθοντο να θυσιάσουν εις θεόν αλλότριον, προστάσσει να τους κρεμάσουν κατακέφαλα, και να καταξέουν τας σάρκας αυτών μέχρις ότου εκοκκίνισεν όλη η γη από το χυθέν αίμα των. Έπειτα πάλιν απλώνονται εις πυρακτωμένας σιδηράς πλάκας, και τούτου γενομένου έμειναν με την χάριν του ζωοδότου Χριστού αβλαβείς. Μετά δε ταύτα ενεκλείσθησαν και πάλιν εν φυλακή και μετά παρέλευσιν ημερών τινων, προστάξει του ηγεμόνος, ήγαγον αυτούς επί του βήματος· ακριβώς δε εξετάσας ο ηγεμών και ευρών αυτούς αμετασαλεύτους, μάλλον δε σταθερωτέρους εις την του Χριστού πίστιν, έδωκε την απόφασιν, και απέκοψαν τας τιμίας κεφαλάς αυτών. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί δια νυκτός παρέλαβον τα σώματα των Αγίων και τα ενεταφίασαν εντίμως εις εν χωρίον λεγόμενον Ορμήδιαν. Μετά χρόνους ικανούς εφανερώθησαν τα άγια αυτών λείψανα ως πηγή βρύουσα άφθονα ιάματα, ώστε καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα ετέλουν και διαφόρους νόσους και πάθη εθεράπευον, και κωφοί παραυτίκα την ιατρείαν ελάμβανον δι’ ενεργείας των αγίων λειψάνων· προς τούτοις ο ηγεμών της Κύπρου του τότε καιρού, πάσχων εκ δυσεντερίας και κωφότητος, προήλθε με πόθον εις τα των Αγίων λείψανα, και ω του θαύματος! εν τω άμα έλαβε την υγείαν του και εδόξαζε τον Θεόν, τον δοξάζοντα τους αυτόν αντιδοξάζοντας, και εκχέοντας το αίμα αυτών δι’ αυτόν, ο οποίος άρχων, επειδή ιατρεύθη και από τας δύο νόσους, εξ ων έπασχεν, την δυσεντερίν, λέγω, και την κωφότητα, έκτισεν Εκκλησίαν μεγάλην εκ θεμελίων εις το όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου του θαυματουργού, καθώς το μαρτυρεί και ο τάφος του, όστις ευρίσκεται εις το δεξιόν μέρος του αγίου Βήματος της Εκκλησίας, εις δόξαν και ύμνον του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· γινώσκετε προσέτι, φιλευσεβείς Χριστιανοί, ότι όσοι ασθενείς προσέρχονται με πολλήν και μεγάλην ευλάβειαν ιατρεύονται από κάθε είδους ασθένειαν, δια πρεσβειών και ικεσιών του Αγίου ενδόξου και μεγαλομάρτυρος Κωνσταντίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου