Εφραίμ, Βασιλεύς, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων, και Αιθέριος
οι Άγιοι του Χριστού Ιερομάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως
Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284 – 305). Κατά δε το
δέκατον έκτον έτος της βασιλείας αυτού, ήτοι κατά το έτος τ΄ (300) από Χριστού,
ο αγιώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Έρμων (300 – 314) απέστειλεν εις διάφορα
έθνη Επισκόπους, ίνα κηρύττωσιν αποστολικώς τον λόγον του Θεού και διαδίδωσι
την Πίστιν του Χριστού.
Τότε λοιπόν απεστάλησαν και οι ανωτέρω επτά Άγιοι Πατέρες ημών εις την επαρχίαν των Ταυροσκυθών και ο μεν Άγιος Εφραίμ απεστάλη εις την Σκυθίαν, ο δε Άγιος Βασιλεύς εις την Χερσώνα, την πλησιάζουσαν εις την Κριμαίαν. Εκεί φθάσας ο Άγιος Βασιλεύς, εκήρυττεν εις τους ειδωλολάτρας να αντικαταστήσωσι την ασέβειαν και κακίαν αυτών δια της ευσεβείας και αρετής. Εκείνοι δε ακούσαντες ταύτα εξεμάνησαν κατά του Αγίου και τον κατηγόρησαν ότι είναι κήρυξ νέας πολιτείας και φθορεύς της πατροπαραδότου πλάνης αυτών. Όθεν, αφού τον έδειραν, τον εξεδίωξαν εκ της πόλεώς των. Φεύγων δε εκείθεν ο Άγιος κατώκησεν εντός σπηλαίου ονομαζομένου Παρθενών. Τότε αφ’ ενός μεν έχαιρε και ηυφραίνετο, επειδή ητιμάσθη δια τον Χριστόν, αφ’ ετέρου όμως ελυπείτο δια την τύφλωσιν και την πλάνην των απίστων. Εν τοιαύτη λοιπόν διαθέσει ευρισκόμενος ο Άγιος, εδέετο του Θεού δια την διόρθωσιν και σωτηρίαν εκείνων. Κατ’ οικονομίαν δε Θεού συνέβη να αποθάνη ο υιός του πρώτου άρχοντος της πόλεως εκείνης, τον οποίον με πικρά δάκρυα ενεταφίασαν οι γονείς του. Ούτος όμως κατά την ακόλουθον νύκτα ενεφανίσθη καθ’ ύπνον εις τους συγγενείς του και λέγει προς αυτούς· «Εάν θέλετε να ζήσω και πάλιν, καλέσατε τον ξένον, τον οποίον εδείρατε και εδιώξατε και αφ’ ου πιστεύσητε εις την διδαχήν του, παρακαλέσατέ τον να προσευχηθή υπέρ εμού». Τούτο αφού έπραξαν εκείνοι ανεστήθη ο νεκρός δια των ευχών του Οσίου και δια της επιχύσεως ύδατος αγιασθέντος κατά τον τύπον του Αγίου Βαπτίσματος. Τότε οι γονείς του παιδίου επίστευσαν εις τον Χριστόν μεθ’ όλων των γνωστών και οικείων των και εβαπτίσθησαν άπαντες. Όσοι όμως έμειναν εν τη απιστία, παρακινούμενοι υπό των εκεί Ιουδαίων, παρωργίσθησαν κατά του Αγίου και δέσαντες αυτόν με σχοινία έσυρον εις τας πλατείας και τας αγοράς, ο δε Άγιος συρόμενος εις μακράν απόστασιν και αποκαμών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε μακάριος Εφραίμ εκήρυττε και αυτός τον Χριστόν όπου ευρίσκετο· οθεν συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών και μη πεισθείς να προσκυνήση τα είδωλα, απετμήθη την κεφαλήν και ανέβη στεφανηφόρος εις τα ουράνια. Οι δε Άγιοι Ευγένιος, Αγαθόδωρος και Ελπίδιος μετέβησαν εις την Χερσώνα, μετά τον μαρτυρικόν θάνατον του Αγίου Βασιλέως και εκήρυττον τον Χριστόν. Οι εκεί όμως ειδωλολάτραι, ορμήσαντες κατ’ αυτών, τους έδεσαν και σύροντες εις τον δρόμον τους εθανάτωσαν κατά την στ΄ (6ην) του παρόντος μηνός Μαρτίου, εν ολόκληρον έτος μετά την θανάτωσιν του Αγίου Βασιλέως. Αφού δε παρήλθον έτη τινά απεστάλη Επίσκοπος εις την Χερσώνα, υπό του Ιεροσολύμων Πατριάρχου, ο Άγιος Αιθέριος, ο οποίος βλέπων την αγριότητα και απείθειαν των εκείσε λαών, επέστρεψεν εις το Βυζάντιον, όπως παρακαλέση τον βασιλέα να τιμωρήση τους ατάκτους εκείνους, βασιλεύοντος τότε Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τλ΄ (330). Εγκριθείσης δε της αιτήσεως ταύτης του Αγίου εξεδιώχθησαν εκ της Χερσώνος δια βασιλικής προσταγής οι ασεβείς και άπιστοι, κατώκησαν δε εις αυτήν άνδρες ευσεβείς. Τούτου ένεκα ήλθεν πάλιν ο Άγιος Αιθέριος εις το Βυζάντιον, ίνα ευχαριστήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον δια την ευεργεσίαν ταύτην. Επανερχόμενος δε εκ του Βυζαντίου, ερρίφθη υπό των απίστων εις τον ποταμόν Δούναβιν κατά την στ΄ (6ην) του παρόντος Μαρτίου. Στερηθέντες τοιουτοτρόπως οι εν Χερσώνι Χριστιανοίτου Ποιμένος των, έστειλαν πρέσβεις εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, παρακαλούντες να σταλή εις αυτούς άλλος Αρχιερεύς. Διό εστάλη Επίσκοπος τούτων ο μακάριος Καπίτων. Οι μεν λοιπόν ευσεβείς έχαιρον δια τούτο και ηυφραίνοντο, οι δε ασεβείς και άπιστοι ελυπούντο. Όθεν εζήτησαν να ίδωσι σημείον και θαύμα, ίνα γνωρίσωσι δι’ αυτού οποία είναι η αληθής Πίστις και συνωμολόγησαν, ότι θα είναι αληθής η πίστις εκείνου, όστις εισερχόμενος εντός ανημμένης καμίνου θέλει διαφυλαχθή όλως διόλου αβλαβής. Δια τούτο ο ιερός Καπίτων, ενδυθείς την αρχιερατικήν του στολήν, μετά του ιερού ωμοφορίου και σημειώσας επ’ αυτού τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, εισήλθεν εις την κάμινον εις την οποίαν και παρέμεινεν επ’ αρκετήν ώραν. Είτα εξήλθεν εξ αυτής αβλαβής και άφλεκτος, έχων το φαιλόνιόν του πλήρες ανημμένων ανθράκων. Με τούτο λοιπόν το θαύμα εξέπληξε τους απίστους ο Άγιος και εβάπτισεν αυτούς. Αφ’ ου δε οι εν τη Χερσώνι επίστευσαν, τότε και ο θείος Καπίτων απήλθε προς Κύριον, κατά την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου. Ούτω και οι επτά ούτοι Άγιοι Ιερομάρτυρες έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
Τότε λοιπόν απεστάλησαν και οι ανωτέρω επτά Άγιοι Πατέρες ημών εις την επαρχίαν των Ταυροσκυθών και ο μεν Άγιος Εφραίμ απεστάλη εις την Σκυθίαν, ο δε Άγιος Βασιλεύς εις την Χερσώνα, την πλησιάζουσαν εις την Κριμαίαν. Εκεί φθάσας ο Άγιος Βασιλεύς, εκήρυττεν εις τους ειδωλολάτρας να αντικαταστήσωσι την ασέβειαν και κακίαν αυτών δια της ευσεβείας και αρετής. Εκείνοι δε ακούσαντες ταύτα εξεμάνησαν κατά του Αγίου και τον κατηγόρησαν ότι είναι κήρυξ νέας πολιτείας και φθορεύς της πατροπαραδότου πλάνης αυτών. Όθεν, αφού τον έδειραν, τον εξεδίωξαν εκ της πόλεώς των. Φεύγων δε εκείθεν ο Άγιος κατώκησεν εντός σπηλαίου ονομαζομένου Παρθενών. Τότε αφ’ ενός μεν έχαιρε και ηυφραίνετο, επειδή ητιμάσθη δια τον Χριστόν, αφ’ ετέρου όμως ελυπείτο δια την τύφλωσιν και την πλάνην των απίστων. Εν τοιαύτη λοιπόν διαθέσει ευρισκόμενος ο Άγιος, εδέετο του Θεού δια την διόρθωσιν και σωτηρίαν εκείνων. Κατ’ οικονομίαν δε Θεού συνέβη να αποθάνη ο υιός του πρώτου άρχοντος της πόλεως εκείνης, τον οποίον με πικρά δάκρυα ενεταφίασαν οι γονείς του. Ούτος όμως κατά την ακόλουθον νύκτα ενεφανίσθη καθ’ ύπνον εις τους συγγενείς του και λέγει προς αυτούς· «Εάν θέλετε να ζήσω και πάλιν, καλέσατε τον ξένον, τον οποίον εδείρατε και εδιώξατε και αφ’ ου πιστεύσητε εις την διδαχήν του, παρακαλέσατέ τον να προσευχηθή υπέρ εμού». Τούτο αφού έπραξαν εκείνοι ανεστήθη ο νεκρός δια των ευχών του Οσίου και δια της επιχύσεως ύδατος αγιασθέντος κατά τον τύπον του Αγίου Βαπτίσματος. Τότε οι γονείς του παιδίου επίστευσαν εις τον Χριστόν μεθ’ όλων των γνωστών και οικείων των και εβαπτίσθησαν άπαντες. Όσοι όμως έμειναν εν τη απιστία, παρακινούμενοι υπό των εκεί Ιουδαίων, παρωργίσθησαν κατά του Αγίου και δέσαντες αυτόν με σχοινία έσυρον εις τας πλατείας και τας αγοράς, ο δε Άγιος συρόμενος εις μακράν απόστασιν και αποκαμών, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε μακάριος Εφραίμ εκήρυττε και αυτός τον Χριστόν όπου ευρίσκετο· οθεν συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών και μη πεισθείς να προσκυνήση τα είδωλα, απετμήθη την κεφαλήν και ανέβη στεφανηφόρος εις τα ουράνια. Οι δε Άγιοι Ευγένιος, Αγαθόδωρος και Ελπίδιος μετέβησαν εις την Χερσώνα, μετά τον μαρτυρικόν θάνατον του Αγίου Βασιλέως και εκήρυττον τον Χριστόν. Οι εκεί όμως ειδωλολάτραι, ορμήσαντες κατ’ αυτών, τους έδεσαν και σύροντες εις τον δρόμον τους εθανάτωσαν κατά την στ΄ (6ην) του παρόντος μηνός Μαρτίου, εν ολόκληρον έτος μετά την θανάτωσιν του Αγίου Βασιλέως. Αφού δε παρήλθον έτη τινά απεστάλη Επίσκοπος εις την Χερσώνα, υπό του Ιεροσολύμων Πατριάρχου, ο Άγιος Αιθέριος, ο οποίος βλέπων την αγριότητα και απείθειαν των εκείσε λαών, επέστρεψεν εις το Βυζάντιον, όπως παρακαλέση τον βασιλέα να τιμωρήση τους ατάκτους εκείνους, βασιλεύοντος τότε Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τλ΄ (330). Εγκριθείσης δε της αιτήσεως ταύτης του Αγίου εξεδιώχθησαν εκ της Χερσώνος δια βασιλικής προσταγής οι ασεβείς και άπιστοι, κατώκησαν δε εις αυτήν άνδρες ευσεβείς. Τούτου ένεκα ήλθεν πάλιν ο Άγιος Αιθέριος εις το Βυζάντιον, ίνα ευχαριστήση τον Μέγαν Κωνσταντίνον δια την ευεργεσίαν ταύτην. Επανερχόμενος δε εκ του Βυζαντίου, ερρίφθη υπό των απίστων εις τον ποταμόν Δούναβιν κατά την στ΄ (6ην) του παρόντος Μαρτίου. Στερηθέντες τοιουτοτρόπως οι εν Χερσώνι Χριστιανοίτου Ποιμένος των, έστειλαν πρέσβεις εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, παρακαλούντες να σταλή εις αυτούς άλλος Αρχιερεύς. Διό εστάλη Επίσκοπος τούτων ο μακάριος Καπίτων. Οι μεν λοιπόν ευσεβείς έχαιρον δια τούτο και ηυφραίνοντο, οι δε ασεβείς και άπιστοι ελυπούντο. Όθεν εζήτησαν να ίδωσι σημείον και θαύμα, ίνα γνωρίσωσι δι’ αυτού οποία είναι η αληθής Πίστις και συνωμολόγησαν, ότι θα είναι αληθής η πίστις εκείνου, όστις εισερχόμενος εντός ανημμένης καμίνου θέλει διαφυλαχθή όλως διόλου αβλαβής. Δια τούτο ο ιερός Καπίτων, ενδυθείς την αρχιερατικήν του στολήν, μετά του ιερού ωμοφορίου και σημειώσας επ’ αυτού τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, εισήλθεν εις την κάμινον εις την οποίαν και παρέμεινεν επ’ αρκετήν ώραν. Είτα εξήλθεν εξ αυτής αβλαβής και άφλεκτος, έχων το φαιλόνιόν του πλήρες ανημμένων ανθράκων. Με τούτο λοιπόν το θαύμα εξέπληξε τους απίστους ο Άγιος και εβάπτισεν αυτούς. Αφ’ ου δε οι εν τη Χερσώνι επίστευσαν, τότε και ο θείος Καπίτων απήλθε προς Κύριον, κατά την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου. Ούτω και οι επτά ούτοι Άγιοι Ιερομάρτυρες έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου